Σε μια εποχή που χτυπιούνται ανελέητα τα δικαιώματα των εργαζομένων σε ολόκληρη την Ευρώπη και οι ανταγωνισμοί για την κυριαρχία των ενεργειακών πόρων δυναμιτίζουν την ειρήνη στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, η Αριστερά της Κύπρου παίρνει θέση υπέρ των συμφερόντων του ελληνοκυπριακού καπιταλισμού. Η αναβάθμιση των σχέσεων Κύπρου-Ισραήλ και η πολιτική λιτότητας απέναντι στους Ελληνοκύπριους εργαζόμενους είναι οι τελευταίες «επιτυχίες» της «αριστερής» κυβέρνησης. Η συζήτηση θα τελείωνε με την απλή διαπίστωση ότι ήρθε ο καιρός να πάψουμε να αναφερόμαστε στο ΑΚΕΛ ως Αριστερά. Δυστυχώς αυτή πρέπει να συνεχιστεί όχι μόνο γιατί η βάση του ΑΚΕΛ παραμένει πραγματικά αριστερή, αλλά κυρίως γιατί η Αριστερά της Ελλάδας συνεχίζει να θεωρεί ότι το «πείραμα» της αριστερής κυβέρνησης στην Κύπρο δείχνει το δρόμο και σ’ εμάς.
«Ο ι σχέσεις Κύπρου-Ισραήλ διάγουν σήμερα την καλύτερη περίοδό τους», δήλωσε ο Ισραηλινός υπουργός Εξωτερικών Α. Λίμπερμαν, μετά από συνάντηση που είχε με τον υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού Ν. Συλικιώτη, στη Λευκωσία την περασμένη εβδομάδα. Δυστυχώς, ο ακροδεξιός Λίμπερμαν δεν έλεγε ψέματα... Όσο περνά ο καιρός, γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρο πως ο σφιχτός εναγκαλισμός της Κύπρου με το Ισραήλ αποτελεί στρατηγική επιλογή για τον ελληνοκυπριακό καπιταλισμό. Μέσα σε αυτή τη συγκυρία, η κυβέρνηση του ΑΚΕΛ επιλέγει να παίξει το θλιβερό ρόλο του απολογητή και υπερασπιστή των συμφερόντων του κεφαλαίου.
Στρατηγική συμμαχία
Ο όψιμος «μεγάλος έρωτας» Κύπρου-Ισραήλ βασίζεται στην επιθυμία τους για συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην περιοχή (σε βάρος, βέβαια, των συμφερόντων όλων των γειτονικών χωρών). Όμως, η στενή σχέση ανάμεσα στα δύο κράτη δεν περιορίζεται μόνο στο συγκεκριμένο τομέα. Επεκτείνεται γοργά σε διάφορα πεδία: «Αναφερόμενος στη συνεργασία Κύπρου-Ισραήλ, ο κ. Λίμπερμαν είπε ότι πολλά έργα βρίσκονται σήμερα σε εξέλιξη στους τομείς του τουρισμού, της διαχείρισης των υδάτινων πόρων και της ενέργειας, ενώ έκανε λόγο για επενδύσεις από πλευράς του Ισραήλ στους τομείς της βιομηχανίας και των ακινήτων στην Κύπρο» (εφ. «Πολίτης» 17/4).
Η κυπριακή κυβέρνηση ανακοινώνει περήφανη όλες αυτές τις «επιτυχίες», διεκδικώντας μάλιστα τα εύσημα, αφού υποστηρίζει πως με αυτό τον τρόπο όχι μόνο φροντίζει για την οικονομική ευρωστία της Κύπρου, αλλά θωρακίζει και την ασφάλειά της, συνεργαζόμενη με το –ισχυρό στρατιωτικά και διπλωματικά– κράτος του Ισραήλ. Δυστυχώς, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι… Αυτές τις μέρες υπογράφηκε μια ακόμη επίσημη συμφωνία ανάμεσα στις δύο χώρες, αυτή τη φορά χωρίς τυμπανοκρουσίες.
Όπως αναφέρει το «ΠΡΙΝ» (8/4), αποφασίστηκε η στενή συνεργασία στον στρατιωτικό τομέα και εκτός από τις κοινές στρατιωτικές ασκήσεις μεταξύ των δύο κρατών, οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις θα αναλάβουν τη στρατιωτική εκπαίδευση της κυπριακής εθνοφρουράς σε διάφορους τομείς, ενώ συζητιέται ακόμα και η μόνιμη παρουσία ισραηλινού στρατού στην Κύπρο για την προστασία των εγκαταστάσεων φυσικού αερίου. Σαν να μην έφταναν δηλαδή οι έξι στρατοί που ήδη βρίσκονται στο νησί (ελληνικός, τουρκικός, ελληνοκυπριακός, τουρκοκυπριακός, βρετανικός, κυανόκρανοι), έρχεται να προστεθεί και ο ισραηλινός.
Οι παραπάνω επιλογές της κυπριακής κυβέρνησης συνδέονται άμεσα με τη στρατηγική «επίλυσης του εθνικού ζητήματος». Από την πολιτική των απευθείας διαπραγματεύσεων με την τουρκοκυπριακή κοινότητα (πολιτική που συνέβαλε ριζικά στην εκλογή Χριστόφια, αφού γέννησε ελπίδες για ειρήνη στο νησί), η κυβέρνηση κάνει μια πρωτοφανή πολιτική στροφή και μεταθέτει –ανοιχτά πλέον– το παιχνίδι στο στίβο των διεθνών καπιταλιστικών παζαριών.
Ανταγωνισμοί
Η στενή σχέση Κύπρου-Ισραήλ αναμένεται να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης προς την Τουρκία για επιβολή ελληνοκυπριακών θέσεων μέσω της άμεσης εμπλοκής των ΗΠΑ και του Ισραήλ στο ενεργειακό ζήτημα και όχι μόνο. Μια μέρα μετά την υπογραφή της στρατιωτικής συμφωνίας Κύπρου-Ισραήλ, ο γερουσιαστής Χ. Μπέρμαν, παράγοντας του εβραϊκού λόμπι στις ΗΠΑ, απέστειλε προς την υπουργό Εξωτερικών Χ. Κλίντον επιστολή με την οποία ζητά «ριζική επανεκτίμηση της αμερικανικής πολιτικής έναντι της Κύπρου», καλώντας την να καταδικάσει τη στάση της Τουρκίας για θέματα που σχετίζονται με το κυπριακό και την οριοθέτηση ΑΟΖ.
Η κυβέρνηση του ΑΚΕΛ δεν ξεχνά να δηλώνει ότι η τουρκοκυπριακή κοινότητα θα έχει μερίδιο στα οφέλη από τις εξελίξεις στον ενεργειακό τομέα, ταυτόχρονα όμως επιτίθεται στην τουρκοκυπριακή ηγεσία και στην Τουρκία για τη στάση τους στην όλη πορεία των διαπραγματεύσεων και φυσικά καθόλου δεν διευκολύνει την εμπλοκή εκπροσώπων της τουρκοκυπριακής κοινότητας στη διαδικασία των παζαριών και της επιλογής στρατηγικής.
Η εξέλιξη αυτή επιδιώκει να διαμορφώσει διαφορετικά κριτήρια στον αριστερό κόσμο του ΑΚΕΛ και στους υποστηρικτές του Χριστόφια, οι οποίοι είχαν επενδύσει στις απευθείας διαπραγματεύσεις των δύο κοινοτήτων, θεωρώντας τες στρατηγικής σημασίας. Ουσιαστικά, η κυβέρνηση Χριστόφια υιοθετεί και επίσημα πλέον την τακτική δράσης των δεξιότερων επικριτών της, καταλογίζοντας στην τουρκοκυπριακή πλευρά την πλήρη ευθύνη για το βάλτωμα των συνομιλιών και χρησιμοποιώντας τη λογική του καρότου-μαστίγιου για τους Τουρκοκύπριους.
Οι εξελίξεις αυτές είναι ιδιαίτερα αρνητικές. Είναι σαφές πως ο κυπριακός λαός δεν πρόκειται να κερδίσει τίποτα από την αναβάθμιση των σχέσεων Ισραήλ-Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι πληροφορίες που έχουν διαρρεύσει μέχρι στιγμής για την συνεκμετάλλευση του φυσικού αερίου, σκιαγραφούν μια αποικιοκρατικού τύπου σύμβαση από την οποία κερδισμένοι θα βγουν μόνο οι εκπρόσωποι του ντόπιου και διεθνούς κεφαλαίου. Αντίθετα, ο κυπριακός λαός έχει να χάσει πολλά.
Ο άξονας Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδας διαμορφώνεται σε μια περίοδο που το Ισραήλ έχει χάσει τα παραδοσιακά του ερείσματα στην περιοχή, δηλαδή τα δικτατορικά καθεστώτα των αραβικών χωρών που διέλυσε η αραβική άνοιξη. Ταυτόχρονα, ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία και η ολοένα αυξανόμενη απειλή εμπόλεμης σύγκρουσης ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ιράν και η αντίδραση της Τουρκίας έχουν ανεβάσει επικίνδυνα το θερμόμετρο στην περιοχή. Η επιλογή της κυβέρνησης Χριστόφια να εντάξει την Κύπρο στο πλευρό των δυνατών ιμπεριαλιστών μόνο κακά προμηνύει.