Η ευρωπαϊκή Αριστερά δεν έχει λόγο να εμπλακεί σε μια συζήτηση για αναζήτηση «κεϊνσιανών» λύσεων, που θα επιχειρούν να σώσουν τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό.
Μετά από 4 χρόνια «χειρισμών», τα διεθνή επιτελεία των αρχουσών τάξεων παραμένουν απολύτως ανίκανα να οδηγήσουν τον καπιταλισμό έξω από τη βαθιά κρίση. Ο νέος γύρος συζητήσεων για το μέλλον της ΕΕ εξελίσσεται στο φόντο πολιτικών ανατροπών (κυρίως σε Ελλάδα και Γαλλία, αλλά και στις τοπικές εκλογές της Ιταλίας και στο γερμανικό κρατίδιο της Ρηνανίας-Βεστφαλίας), της εμφανούς αποτυχίας του μοντέλου «δημοσιονομικής εξυγίανσης» και ενώ πλανιέται η απειλή για τη διάλυση της ευρωζώνης.
Σε αυτό το τοπίο, η νέα μόδα είναι η «ανάπτυξη». Αυτή κυριάρχησε στη σύνοδο των G8 στις 19 Μάη, ενώ η άτυπη σύνοδος των ευρωπαίων ηγετών στις 23 Μάη γίνεται για να συζητηθούν οι «αναπτυξιακές» προτάσεις και να προετοιμαστούν οι αποφάσεις που θα πάρει η Σύνοδος Κορυφής στις 28-29 Ιούνη.
Οι δημόσιες παρεμβάσεις των ευρωηγεσιών τις ημέρες προς την άτυπη σύνοδο, και τα αποτελέσματα του G8, επιβεβαίωσαν όσους επιμέναμε πως πρέπει να κρατά κανείς πολύ «μικρό καλάθι» απέναντι στις προσδοκίες για τον «σωτήρα» Ολάντ.
Μερκολάντ
Η συνάντηση των «Μερκολάντ», αμέσως μετά την ορκωμοσία του Γάλλου προέδρου, δεν έβγαλε καμιά μεγάλη είδηση, πέρα από όσα ήδη γνωρίζαμε. Ο Ολάντ επιβεβαίωσε πως δεν επιθυμεί επαναδιαπραγμάτευση του Συμφώνου Σταθερότητας, αλλά θα ζητήσει να συνοδευτεί με ρήτρα «αναπτυξιακών» μέτρων. Το Βερολίνο καιρό τώρα έχει εγκαταλείψει τις ενστάσεις σε μια τέτοια ρήτρα. Όπως σημειώνει το «Spiegel»: «Η ανάπτυξη έχει γίνει η νέα αγαπημένη κούφια φράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Σίγουρα οι σχέσεις των δύο χωρών δεν θα είναι «όπως πριν». Η στροφή μερίδας της γαλλικής άρχουσας τάξης στον Ολάντ σημαίνει πως οι Γάλλοι καπιταλιστές επιθυμούν μια διαφορετική σχέση με τη Γερμανία και ένα άλλο μοντέλο υπεράσπισης των συμφερόντων τους στον ενδο-ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. Οι επιφυλάξεις του Ολάντ να δεχτεί Γερμανό (τον Σόιμπλε) στη θέση του επικεφαλής του Eurogroup δείχνουν την προσπάθεια του γαλλικού καπιταλισμού να επιβάλει μια άλλη ισορροπία στις σχέσεις με το Βερολίνο. Η ίδια η εμμονή του Ολάντ στη ρήτρα ανάπτυξης έχει να κάνει περισσότερο με το μίγμα πολιτικής που θέλει να ακολουθήσει για το γαλλικό καπιταλισμό και λιγότερο με κάποιο υποτιθέμενο «αλτρουισμό» της γαλλικής σοσιαλδημοκρατίας.
Τέτοιες διαφωνίες θα δούμε το επόμενο διάστημα. Αλλά στα «μεγάλα» ζητήματα και οι δύο κυβερνήσεις καταννοούν πως ο γαλλογερμανικός άξονας πρέπει να διατηρηθεί, ως εγγύηση σταθερότητας σε μια ΕΕ που συγκλονίζεται από πολιτική κρίση. Γι’ αυτό και μετά τη συνάντησή τους, Μέρκελ και Ολάντ συμφώνησαν πως είναι ανάγκη να παρουσιάσουν κοινές αναπτυξιακές προτάσεις στις 23 Μάη (συνεχίζοντας την αντιδημοκρατική παράδοση της εποχής «Μερκοζί»).
Μια τέτοια σύμπνοια δεν είναι καθόλου απίθανο να επιτευχθεί, καθώς το μνημόνιο, που έστειλε ο Γάλλος πρόεδρος στις κοινοτικές κυβερνήσεις, περιέχει «χλομές» μεταρρυθμιστικές πινελιές που «χωράνε» άνετα στη νεοφιλελεύθερη πολιτική της ΕΕ, χωρίς να αλλάζουν κατεύθυνση.
Λίγο πριν τις γαλλικές εκλογές ο «Economist» ήταν δύσπιστος απέναντι στην προθυμία του Ολάντ να παλέψει αποφασιστικά για τα συμφέροντα των αφεντικών, αλλά παρέμενε αισιόδοξος (από τη σκοπιά των καπιταλιστών) με μια πρόβλεψη-απειλή: «Ο κύριος Ολάντ δεν θα επιβάλει τις σκληρές μεταρρυθμίσεις και θυσίες σε μια απρόθυμη κοινωνία, αν δεν του στρίψουν το μπράτσο οι αγορές».
Ο γερμανικός Τύπος ήταν το ίδιο κυνικός (και ειλικρινής), περιγράφοντας τον Ολάντ ως πρόεδρο «καταδικασμένο να προδώσει άμεσα τις προσδοκίες των ψηφοφόρων του».
G8: Ανάπτυξη με λιτότητα
Ακόμα πιο αποκαλυπτική ήταν η Σύνοδος των G8. Όλοι είχαν να πουν μια κουβέντα για την «ανάπτυξη», αλλά όλοι υπογράμμιζαν επίσης πως αυτό δεν αναιρεί την αυστηρή προσήλωση στη δημοσιονομική πειθαρχία. Αυτό είναι και το πνεύμα της επίσημης ανακοίνωσης.
Δεν χρειάζεται να ισχυριστεί η Αριστερά πως η λιτότητα και η «ανάπτυξη», που ευαγγελίζονται οι «από πάνω», είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αυτήν ακριβώς τη διατύπωση χρησιμοποίησαν η Μέρκελ και ο Ολάντ.
Όσον αφορά την Ελλάδα, οι G8 επιβεβαίωσαν πως τους ενδιαφέρει «η παραμονή της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ, ενώ η ίδια θα σέβεται τις δεσμεύσεις της». Ο Ολάντ, απαντώντας στο αν «απομονώθηκε» η Μέρκελ, ξεκαθάρισε: «Είχαμε μια ειλικρινή συζήτηση για την ανάπτυξη, αλλά οι δεσμεύσεις, σε ό,τι αφορά τους προϋπολογισμούς, δεν τίθενται υπό αμφισβήτηση».
Η μάχη που δίνει ο Ολάντ είναι για το γαλλικό καπιταλισμό και αυτό αποτυπώθηκε και στην απόφαση του G8, με τη διατύπωση «τα ορθά μέτρα δεν θα είναι τα ίδια για κάθε έναν από εμάς», αλλά και την παραδοχή του Μπαρόζο: «Οι χώρες που είναι σε καλύτερη δημοσιονομική κατάσταση μπορούν να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες τους».
Για τον «άτακτο» Νότο το μήνυμα του Μπαρόζο ήταν διαφορετικό: «Δεν υπάρχουν περιθώρια αλλαγής της δημοσιονομικής πολιτικής για τις μνημονιακές χώρες». Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο σοσιαλδημοκράτης Σουλτζ που αρνήθηκε το ενδεχόμενο επαναδιαπραγμάτευσης του μνημονίου.
Όλα τα σχέδια των ηγεσιών, τα μεγάλα λόγια για «ανάπτυξη», οι απειλές προς την Ελλάδα, θα αποδειχθούν για άλλη μια φορά «ασκήσεις επί χάρτου» μπροστά στη δίνη της κρίσης.
Πρόσφατα η Moody’s υποβάθμισε 16 ισπανικές τράπεζες, λίγες μέρες αφότου είχε υποβαθμίσει 26 ιταλικές –ανάμεσά τους μεγαθήρια όπως η UniCredit.
Ο ισπανικός εφιάλτης
Ο μεγαλύτερος εφιάλτης των Βρυξελλών, από την πρώτη μέρα της κρίσης μέχρι σήμερα, η κατάρρευση της Ισπανίας, δείχνει να πλησιάζει όλο και πιο γρήγορα. Στα μέσα Μάη η επιδείνωση της κρίσης στην Ισπανία προκάλεσε συναγερμό. Ο Ραχόι επιχειρεί απεγνωσμένα να αποδείξει πως η χώρα του δεν θα έχει την πορεία της Ελλάδας, εφαρμόζοντας απαρέγκλιτα ένα βάρβαρο πρόγραμμα λιτότητας. Όμως όχι μόνο δεν «καθησυχάζονται» οι αγορές, αλλά η ίδια η λιτότητα σπρώχνει την Ισπανία στον ελληνικό δρόμο.
Το έλλειμμα για το 2011 διαμορφώθηκε στο 8,9% (αναθεωρήθηκε προς τα πάνω σε σχέση με το αρχικό 8,5%). Ο Ραχόι, μιλώντας στο κοινοβούλιο, επέμεινε στο στόχο μείωσης του ελλείματος στο 5,3% σε ένα χρόνο (απειλώντας με ισοπέδωση το κοινωνικό κράτος), αλλά δεν φαίνεται αρκετή η δέσμευσή του να αποτρέψει την υπαγωγή της Ισπανίας σε πρόγραμμα στήριξης.
Το ισπανικό δημόσιο χρέος σκαρφάλωσε στο 80% του ΑΕΠ (ήταν πολύ χαμηλότερο, πριν ξεκινήσει η λιτότητα και η απόπειρα «διάσωσης» των τραπεζών), ενώ η απόδοση των ισπανικών ομολόγων ανέβηκε στο 6,5%. Ο συνδυασμός ελλείμματος, κόστους δανεισμού και χρέους, έρχεται τη στιγμή που η χώρα επέστρεψε και επισήμως σε ύφεση.
Οι απόπειρες να προστατευτεί η Ισπανία από την ευρω-κρίση απέτυχαν παταγωδώς. Η διάσωση της Bankia, της τέταρτης μεγαλύτερης τράπεζας της χώρας, με τη μερική κρατικοποίησή της ήταν σημείο καμπής. Επιβεβαίωσε πως η τεράστια μαύρη τρύπα στο ισπανικό τραπεζικό τομέα είναι ωρολογιακή βόμβα, την οποία δεν απενεργοποίησε η παροχή φτηνού χρήματος από την ΕΚΤ.
Η κυβέρνηση Ραχόι έχει επιβάλει στις τράπεζες να προχωρήσουν σε διαγραφές 54 δισ. ευρώ και απαιτεί νέες διαγραφές ύψους 30 δισ. ευρώ. Όμως, οι ισπανικές τράπεζες έχουν ένα χαρτοφυλάκιο δανείων συνολικού ύψους 1,7 τρισ. ευρώ και σημαντικό μέρος των δανείων αυτών είναι προβληματικό. Το σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων και η υψηλή ανεργία προεξοφλούν πως αυτή η «μαύρη τρύπα» θα παραμείνει και θα μεγαλώσει.
Νέες κρατικές «διασώσεις» είναι πολύ πιθανές, καθώς η Bankia άνοιξε τον κύκλο και οι οικονομολόγοι εκτιμούν πως η Ισπανία έρχεται όλο και πιο κοντά στην προσφυγή της στην τρόικα, καθώς ο προϋπολογισμός της είναι αδύνατο να καλύψει τις θηριώδεις ανάγκες των ισπανικών τραπεζών.
Το βασικό ζήτημα σε αυτή την περίπτωση είναι πως κανείς δεν μπορεί να καλύψει τα μεγέθη της τέταρτης μεγαλύτερης οικονομίας της ΕΕ. Η Ισπανία δεν είναι μόνο «too big to fail» (πολύ μεγάλη για να αφεθεί να καταρρεύσει) για την ευρωζώνη, αλλά και το «too big to save» (πολύ μεγάλη για να είναι δυνατό να διασωθεί).
Σε αυτό το σκηνικό, το μέλλον της ευρωζώνης προβλέπεται ζοφερό. Και αν ο Ρουμπινί, που μας καλεί να «προσδεθούμε», καταγγέλλεται από τους ορθόδοξους οικονομολόγους ως ο «Dr. Doom» της οικονομίας (δόκτωρ καταστροφή), ο «αξιοσέβαστος» νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν μιλά για τον ερχομό της «αποκάλυψης», ισχυριζόμενος πως το ευρώ «μπορεί να καταρρεύσει με εκπληκτική ταχύτητα, σε διάστημα μηνών».
Κεϊνσιανισμός
Μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο δεν πρέπει να αποκλειστεί μια πιο ριζική «κεϊνσιανή» στροφή της ΕΕ. Ο Ολάντ ισχυρίστηκε πως θα προτείνει το ευρωομόλογο και το δανεισμό από την ΕΚΤ και πως στη σύνοδο της G8 πήρε διαβεβαίωσεις πως δεν θα είναι ο μόνος.
Είναι άγνωστο αν το Βερολίνο θα υποκύψει στις πιέσεις για μια τέτοια λύση. Ακόμα κι αν γίνουν δεκτές τέτοιες λύσεις «ποσοτικής χαλάρωσης» (τύπωμα χρήματος), δεν αρκούν για να βγάλουν το σύστημα από την κρίση του, όπως έχει δείξει η εμπειρία στις ΗΠΑ του Ομπάμα, αλλά και η αναποτελεσματικότητα που είχε το «φτηνό χρήμα» από την ΕΚΤ στην ιταλική και κυρίως στην ισπανική κρίση: 1 τρισ. απορρόφησαν οι τράπεζες με φτηνό δανεισμό σε δύο δόσεις το Δεκέμβρη του 2011 και το Φλεβάρη του 2012, αλλά δεν έλυσε το πρόβλημα και πιθανά να το μεγένθυνε.
Όπως και να έχει, η ευρωπαϊκή Αριστερά δεν έχει λόγο να εμπλακεί σε μια τέτοια συζήτηση για αναζήτηση «κεϊνσιανών» λύσεων, που θα επιχειρούν να σώσουν τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό. Η «ποσοτική χαλάρωση» στις ΗΠΑ δημιούργησε μια (αναιμική) ανάπτυξη, τα οφέλη της οποίας όμως πηγαίνουν συντριπτικά στα κέρδη των καπιταλιστών, ενώ το βιοτικό επίπεδο των εργατών παραμένει καθηλωμένο στο βαθμό που, σύμφωνα με τους «Financial Times», οι αμερικανικές βιομηχανίες «επαναπατρίζουν» τις μονάδες τους, επειδή τους συμφέρει το... μισθολογικό κόστος σε σχέση με αυτό της Κίνας! Ο Κάμερον, που υποννοεί με τις δηλώσεις του πως η ΕΚΤ μπορεί να υιοθετήσει τις πολιτικές «ποσοτικής χαλάρωσης» που εφαρμόζει η Τράπεζα της Αγγλίας, είναι ταυτόχρονα ο εκπρόσωπος της πιο σκληρής, αντικοινωνικής λιτότητας.
Μέσα στη θύελλα των σκυλοκαυγάδων τους, οι καπιταλιστές στην Ευρώπη είναι συντονισμένοι σε ένα ζήτημα: τη συντριβή του εργατικού κόστους. Αυτή η επιλογή δεν θα αμφισβητηθεί από το ευρω-ομόλογο και άλλες ντελορικές πολιτικές και σε αυτή τη μάχη έχει να εστιάσει η Αριστερά, στην υπεράσπιση του κόσμου της εργασίας.
Οι κεϊνσιανές παρεμβάσεις, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για τη λυκοσυμμαχία της ΕΕ, πιθανότερο είναι να συνοδευτούν από ακόμα πιο σκληρή λιτότητα και αντιδημοκρατικές εκτροπές. Όχι τυχαία, κάθε φορά που ανοίγει η συζήτηση για την έκδοση ευρω-ομολόγων, ακολουθείται από τη συζήτηση για «σιδερένια πειθαρχία». Παραμονές της συνάντησης των G8 για την «ανάπτυξη», ο Τρισέ πρότεινε να τίθεται υπό διαχείριση μια χώρα, όταν το κοινοβούλιό της δεν εφαρμόζει «υγιείς» δημοσιονομικές πολιτικές, εγκεκριμένες από την ΕΕ...
Πολιτική κρίση
Η Ευρώπη πράγματι μπαίνει σε τροχιά αλλαγής. Αλλά αυτή η αλλαγή δεν συμβαίνει στις Βρυξέλλες, συμβαίνει στους δρόμους της Μαδρίτης, της Λισαβόνας, του Παρισιού... Οι σημερινές συζητήσεις των ευρωκρατών για «άλλο μίγμα» έχουν και αυτή τη διάσταση. Αντικατοπτρίζουν (με τον πιο στρεβλό τρόπο) το φόβο τους από την καυτή ανάσα της εργατικής οργής στο σβέρκο τους. Δώδεκα κυβερνήσεις έχουν ανατραπεί από το 2008. Η κατάρρευση των μεγάλων κομμάτων στην Ελλάδα και στις τοπικές εκλογές στην Ιταλία, η ιστορική συντριβή των Χριστιανοδημοκρατών στη Ρηνανία-Βεστφαλία, η άνοδος της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε Ελλάδα και Γαλλία δείχνουν πως οι κοινωνικοί αγώνες βρίσκουν σταδιακά πολιτική έκφραση και προκαλούν κρίση «κυβερνησιμότητας» πανευρωπαϊκά.
Οι καπιταλιστές επιχειρούν να τσακίσουν την πολιτικοποίηση της εργατικής οργής (ένα «ντόμινο» που μπορεί να ξεκινήσει από την Ελλάδα) με οικονομική τρομοκρατία και εκβιασμούς, που θυμίζουν σε ταξικό μίσος το «σκελετωμένο χέρι της πείνας» που το 1917 θα «έβαζε μυαλό» στους Ρώσους εργάτες.
Είναι αντιδράσεις πανικού που δείχνουν πως η «παντοδυναμία των αγορών πάνω στην πολιτική» είναι ένας μύθος. Όταν στην πολιτική εισβάλλουν οι μάζες, και αυτή αποκτά το νόημά της, οι «αγορές» τρέμουν. Όπως έγραφε σε έκθεσή της η Citi: «Οι παρατηρητές των αγορών έχουν μετατραπεί σε πολιτικούς αναλυτές που βρέθηκαν να... μετράνε έδρες» στην Ελλάδα και να «ανησυχούν για το ενδεχόμενο ο νέος πρόεδρος να δυσκολευτεί να εξασφαλίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία» στη Γαλλία.
Ο φόβος τους δεν είναι απλά τα εκλογικά αποτελέσματα, αλλά η κοινωνική δυναμική που αυτά εκφράζουν και μπορούν να απελευθερώσουν. Η Citi είναι ειλικρινής: «Νομίζουμε ότι η υπερβολική ενασχόληση με αυτά τα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα “χάνει” το ευρύτερο νόημα: ότι στην Ευρωζώνη η εύθραυστη συναίνεση αφενός για πολιτικές λιτότητας στις χώρες της περιφέρειας και, αφετέρου, για ανοχή απέναντι στα πακέτα διάσωσης στις χώρες του “πυρήνα”, διαβρώνεται ταχύτατα. Και το “αντικαθεστωτικό” αίσθημα ενισχύεται και στις δύο περιπτώσεις, ανοίγοντας το δρόμο για μία νέα, πιο ρευστή πολιτική γεωμετρία».