Εναλλακτικό σχέδιο για την αναπόφευκτη ρήξη

Φωτογραφία

Αρκεί η στάση πληρωμών στα τοκοχρεολύσια και η διατύπωση επίσημου αιτήματος για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους –η διαβρωτική για την Ευρωζώνη δύναμη από μια τέτοια στάση θα είναι τεράστια

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Πάνος Κοσμάς

Κατάρρευση τραπεζών και στάση πληρωμών: ο διπλός εκβιασμός και η απάντηση

Για έναν στοιχειωδώς προσεκτικό παρατηρητή είναι φανερό ότι τα βασικά όπλα εκβιασμού εκ μέρους των δανειστών είναι οι τράπεζες (απειλή κατάρρευσης όταν ο Ντράγκι κλείσει τη στρόφιγγα της παροχής ρευστότητας) και τα τοκοχρεολύσια (στάση πληρωμών του Δημοσίου προς τους δανειστές λόγω διακοπής της χρηματοδότησης... από τους δανειστές). 
Στάση
Υπάρχουν απαντήσεις σε αυτές τις δύο βασικές απειλές, σε αυτά τα δύο θεμελιώδη όπλα εκβιασμού; Ασφαλώς και υπάρχουν! Για το ζήτημα της στάσης πληρωμών στα τοκοχρεολύσια του δημόσιου χρέους, η απάντηση είναι ακριβώς η στάση πληρωμών! Το «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος». Που μάλιστα έχει ισχυρά στοιχεία νομιμοποίησης ακόμη και με αστικούς όρους, αφού είναι οι δανειστές που προκαλούν συνειδητά τη χρηματοδοτική ασφυξία. Έχοντας έστω και μικρό πρωτογενές πλεόνασμα, ο προϋπολογισμός μπορεί να καλύψει μισθούς και συντάξεις χωρίς τα δανεικά της τρόικας, οπότε από μια στάση πληρωμών του ελληνικού Δημοσίου το πρόβλημα θα είναι κατ’ αρχάς όλο της άλλης πλευράς. Ύστερα από το ελληνικό «κανόνι», και μάλιστα εντός ευρώ, οι καπιταλιστικές αγορές θα αρχίσουν να τιμολογούν αλλιώς το αξιόχρεο της Ιταλίας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, του Βελγίου, της ίδιας της Γαλλίας... Η ελληνική κυβέρνηση δεν χρειάζεται καν να διαγράψει μονομερώς το χρέος: αρκεί η στάση πληρωμών στα τοκοχρεολύσια και η διατύπωση επίσημου αιτήματος για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους –η διαβρωτική για την Ευρωζώνη δύναμη από μια τέτοια στάση θα είναι τεράστια. 
Ναι, αλλά τότε ο Ντράγκι θα κλείσει τη στρόφιγγα της ρευστότητας και οι τράπεζες θα καταρρεύσουν, έρχεται ο αντίλογος. Αυτή είναι λοιπόν η πραγματική απειλή. Υπάρχει απάντηση σε αυτήν; Υπάρχει. 
Όλο το πρόβλημα με τις τράπεζες είναι οι καταθέσεις. Οι καταθέσεις έχουν μια διπλή και αντιφατική υπόσταση: με αυτές οι τράπεζες χρηματοδοτούν νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν διαρκή απαίτηση των καταθετών από τις τράπεζες. Σε μια ρήξη λοιπόν με τους δανειστές (στάση πληρωμών), οι τράπεζες θα βρεθούν σε διπλή πίεση: οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά από τη μια δεν θα εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους ως δανειζόμενοι, ενώ από την άλλη θα ζητούν να κάνουν ανάληψη των καταθέσεών τους ή θα τις μεταφέρουν στο εξωτερικό σε μαζική κλίμακα. Μοιάζει αδύνατο να ξεφύγει κανείς από αυτή την παγίδα, εκτός αν εφραρμόσουμε ταξικά κριτήρια. Αν καταλάβουμε δηλαδή ότι τόσο τα δάνεια όσο και οι καταθέσεις διαφορίζονται ταξικά. Τα δάνεια προκειμένου για τα νοικοκυριά αφορούν είτε υψηλά εισοδηματικά στρώματα (τους «πλούσιους») είτε τον κόσμο της εργασίας, ενώ προκειμένου για τις επιχειρήσεις αφορούν είτε μεγάλες-κερδοφόρες επιχειρήσεις είτε κατεστραμμένους μικρομαγαζάτορες. Οι δε καταθέσεις είναι προϊόν είτε μισθού (καταθέσεις εργαζομένων) είτε κερδών. Φυσικά πρόκειται για μια εικόνα «σε τελική ανάλυση», που πρέπει να εκλεπτυνθεί με επιμέρους προσδιορισμούς και υποκατηγορίες, αλλά μας δίνει ένα βασικό μπούσουλα. 
Μέτρα
Όταν λοιπόν οι τράπεζες βρεθούν στη διπλή μέγγενη, μπορούν και πρέπει να ληφθούν μέτρα έκτακτης ανάγκης που θα έχουν διπλό στόχο: από τη μια να σώσουν τις καταθέσεις που αποτελούν προϊόν του μισθού της εργασίας ή εισόδημα αυτοαπασχολούμενων ελεύθερων επαγγελματιών και μικροαστών, από την άλλη να επιβάλουν την αποπληρωμή των δανείων τους σε επιχειρήσεις (ιδιαίτερα τις μεγάλες και κερδοφόρες) και υψηλά εισοδηματικά στρώματα. Για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, πρέπει να ληφθούν μέτρα «έκτακτης ανάγκης»: 
• Άμεση απαγόρευση εξόδου κεφαλαίων από τη χώρα: Ένας θηριώδης φορολογικός συντελεστής για τα κεφάλαια που φεύγουν, είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος ώστε οι καταθέσεις-προϊόν κερδών να μη διαφύγουν από τη χώρα. 
• Επιβολή πλαφόν στις αναλήψεις καταθέσεων: Ένα μέτρο που προφανώς δεν θα πλήξει τους μικροκαταθέτες και τους μισθοσυντήρητους. 
• Αναγκαστική δέσμευση τμήματος των υψηλών καταθέσεων: Κατά προτίμηση με άμεση βαριά φορολόγηση, αλλά έστω με ανταλλαγή μεγάλου μέρους τους με πενταετή ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου. Θα πρόκειται για έκτακτη εισφορά επί των συσσωρευμένων κερδών. 
• Μέτρα για να πληρώσουν οι ιδιώτες μέτοχοι και οι ομολογιούχοι: Συγκέντρωση του σάπιου ενεργητικού των τραπεζών σε «κακή» τράπεζα (bad bank) και μετατροπή του μετοχολογίου των ιδιωτών μεγαλομετόχων σε κοινές μετοχές της «κακής» τράπεζας. Η αντίθετη ακριβώς πρακτική από αυτήν που ακολούθησαν οι μνημονιακές κυβερνήσεις, οι οποίες φόρτωσαν το σάπιο ενεργητικό στο Δημόσιο και πούλησαν έναντι πινακίου φακής τις υγιείς τράπεζες στον Σάλλα και στους ομοίους του. 
• Σεισάχθεια: Διαδικασία εκκαθάρισης-ρύθμισης των «κόκκινων δανείων», πάλι με ταξικό κριτήριο, ανάλογα αν είναι δάνεια προς επιχειρήσεις (ιδιαίτερα μεγάλες και κερδοφόρες), προς νοικοκυριά με υψηλά εισοδήματα και περιουσιακά στοιχεία ή προς εργαζομένους, μισθοσυντήρητους, συνταξιούχους ή ανέργους. 
Όλα αυτά μπορούν να γίνουν με το «γράμμα του νόμου», αν κηρυχτούν οι ελληνικές τράπεζες σε διαδικασία bail-in, δηλαδή εκκαθάρισης. Εξάλλου, έχουν γίνει στην Κύπρο το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο, στη Σουηδία της δεκαετίας του ’90 το τρίτο, είναι σε συζήτηση το τέταρτο, ενώ τα 4 πρώτα, ως δυνατότητες και όχι με τον τρόπο που τα προτείνουμε εδώ, προβλέπονται από τη διαδικασία του bail-in στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας. 
Είναι όμως προφανές ότι τίποτε από αυτά δεν μπορεί να γίνει αν η κυβέρνηση δεν αποκτήσει άμεσα τον έλεγχο των τραπεζών, του ΤΧΣ και της ΤτΕ, που σημαίνει να τοποθετήσει εδώ και τώρα τις δικές της διοικήσεις, όχι διαλέγοντας από το ψηλό ράφι των ανακυκλούμενων «στελεχών της αγοράς» αλλά από στελέχη αφοσιωμένα σε μια πολιτική ταξικής μονομέρειας! 

 

Το ζήτημα του νομίσματος: η μάχη με τους «έξω» και η μάχη με τους «μέσα» 

Στις σχεδόν 50 μέρες ύστερα από τις εκλογές, έγινε ένα άλμα στη συνείδηση των ανθρώπων: κατάλαβαν ότι κατάργηση των μνημονίων και ανατροπή της λιτότητας χωρίς ρήξη και σύγκρουση με την Ευρωζώνη δεν είναι εφικτή. Είναι καιρός και η Αριστερά να καταλάβει αυτή τη σχέση: είναι η εφαρμογή μιας ταξικής πολιτικής που κάνει αναπόφευκτη τη ρήξη με την Ευρωζώνη, και είναι μέσα από μια τέτοια διαδρομή που αυτή η ρήξη πρέπει να ενδιαφέρει την Αριστερά. Διότι κάλλιστα θα μπορούσε να υπάρξει ρήξη με την Ευρωζώνη από μια σκοπιά «εθνική» και όχι ταξική, όπως θα δούμε παρακάτω.
Οι «μέσα» και οι «έξω»
Δεν είναι όμως μόνο αυτό: η ρήξη με τους «έξω» (με την Ευρωζώνη), αν πρόκειται να γίνει με στόχο να καταργήσουμε τα μνημόνια και να ανοίξουμε το δρόμο για την ανατροπή της λιτότητας, προϋποθέτει και συνεπάγεται ταυτόχρονα ρήξη και με τους «μέσα», δηλαδή με την ελληνική αστική τάξη. Πότε η ελληνική κυβέρνηση θα κέρδιζε τον κόσμο με το μέρος της σε μια ρήξη με την Ευρωζώνη; Μόνο αν υλοποιούσε αποφασιστικά το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, μόνο όταν συντηρούσε και ενίσχυε το κλίμα ελπίδων, ενθουσιασμού και αγωνιστικής στράτευσης της πρώτης μετεκλογικής περιόδου, πριν αρχίσουν οι υποχωρήσεις που οδήγησαν στην αναστολή ουσιαστικά του προγράμματος της Θεσασαλονίκης. Μόνο, δηλαδή, αν υλοποιούσε πολιτικές ταξικής μονομέρειας υπέρ της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Όμως τέτοιες πολιτικές σημαίνουν πρώτα απ’ όλα σύγκρουση με τους «μέσα»: με το αστικό μνημονιακό πολιτικό σύστημα και τα κόμματά του, με το «βαθύ κράτος» του, με τους Έλληνες καπιταλιστές οι οποίοι δεν θέλουν να χάσουν ό,τι κέρδισαν στα 5 χρόνια των μνημονίων. 
 Από αυτή την άποψη, η κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ έπραξε –δυστυχώς– ακριβώς αντίθετα: ξεκίνησε –χωρίς καμία προφανή πίεση– με γενναία προκαταβολή πράξεων «καλής θέλησης» προς την ελληνική αστική τάξη και τη μνημονιακή-αστική εξουσία. Τοποθέτησε στα κρίσιμα κυβερνητικά και κρατικά πόστα συστημικά στελέχη. Έστειλε έτσι ένα μήνυμα στην ελληνική αστική τάξη ότι δεν θα θίξει τους κρίσιμους κρίκους του συστήματός της, αλλά και στους δανειστές ότι έρχεται να διαπραγματευτεί με καλή διάθεση για έναν «έντιμο συμβιβασμό». 
Στη συνέχεια, όταν οι δανειστές διέλυσαν τις αυταπάτες για «έντιμο συμβιβασμό», βρέθηκε πιεζόμενη τόσο από τα μέσα όσο και από τα έξω, ενώ είχε παραχωρήσει ασυλλόγιστα κρίσιμους κρίκους άσκησης πολιτικής στον αντίπαλο. 
Μνημόνια και ευρώ
Η συμμετοχή στην Ευρωζώνη είναι στρατηγική επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης. Τα μνημόνια, δηλαδή η ακραία λιτότητα, επίσης. Στα χρόνια της κρίσης έμαθε να θεωρεί αυτά τα δύο ταυτόσημα. Υιοθέτησε τα μνημόνια όχι εξαιτίας της συμμετοχής στην Ευρωζώνη, αλλά αξιοποιώντας αυτήν τη συμμετοχή. Διότι η συμμετοχή στην Ευρωζώνη τής εξασφαλίζει τη συμμαχία και τη στήριξη ώστε να θωρακίζεται απέναντι στον «εσωτερικό εχθρό» και να επιβάλλει πιο αποτελεσματικά τις πολιτικές ακραίας λιτότητας. 
Τα μνημόνια δεν συνιστούν μια παραχώρηση της ελληνικής αστικής τάξης στους ιμπεριαλιστές της Ευρωζώνης, αλλά αντίθετα είναι ο καταστατικός χάρτης των συμφερόντων τόσο της ελληνικής αστικής τάξης όσο και των δανειστών. Η μείωση του κατώτατου μισθού και γενικότερα του κόστους ερτγασίας, η διάλυση των εργασιακών σχέσεων, η διάλυση του κοινωνικού κράτους και το πετσόκομμα των κοινωνικών δαπανών, δεν εξασφαλίζουν μόνο πόρους για τους τοκογλύφους δανειστές αλλά και κέρδη για το ελληνικό κεφάλαιο και γενναίο «μέρισμα» για την αφρόκρεμα της πολιτικο-επιχειρηματικής διαπλοκής. 
Το να αμφισβητηθεί η συμμετοχή στο ευρώ αλλά να εξασφαλιστεί η λιτότητα εκτός ευρώ, αξιόλογα τμήματα της αστικής τάξης θα μπορούσαν να το συζητήσουν. Αλλά το να αμφισβητηθεί η συμμετοχή στην Ευρωζώνη εξαιτίας της εφαρμογής μιας πολιτικής ανατροπής της λιτότητας, θα το πολεμήσει με όλα τα μέσα. Για την ελληνική αστική τάξη μνημόνια (δηλαδή πολιτικές ακραίας λιτότητας) και ευρώ είναι οι δύο όψεις της ίδιας στρατηγικής επιλογής. 
Επομένως, για να καταργήσουμε τα μνημόνια και να ανατρέψουμε τη λιτότητα, θα έρθουμε σε αναπόφευκτη σύγκρουση όχι μόνο με την Ευρωζώνη, αλλά εξίσου και με την ελληνική αστική τάξη. 
Συμφωνημένη έξοδος από το ευρώ;
Ο Κώστας Λαπαβίτσας, όπως και στην περίπτωση της Κύπρου την άνοιξη του 2013, επαναφέρει την πρότασή του για συμφωνημένη έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Στόχος, «να μη στάξει αίμα στο χαλί», όπως ειπώθηκε. Τι σημαίνει αυτό για την ιμπεριαλιστική Ευρωζώνη, είναι προφανές: να παραμείνει άθικτο το πλαίσιο των δεσμεύσεων για την αποπληρωμή του χρέους και να αποφευχτούν οι αναταράξεις για το ευρωσύστημα, ίσως με τη στήριξη του νέου εθνικού νομίσματος (δραχμή) για ένα μεταβατικό διάστημα ώστε να μην υποτιμηθεί βίαια (να υποτιμηθεί, ας πούμε, «μόνο» 30% και όχι 70%). Τα υπόλοιπα θα τα αναλάβει η καπιταλιστική κρίση και ο ελληνικός καπιταλισμός, και θα πάμε σε ακραία λιτότητα εκτός ευρώ. Ή μήπως φανταζόμαστε ότι η Ευρωζώνη και οι δανειστές, αυτοί οι ίδιοι που αρνούνται έναν «έντιμο συμβιβασμό» εντός ευρώ, θα χρηματοδοτήσουν την ανατροπή της λιτότητας εκτός ευρώ. Για να στείλουν πιο μήνυμα; Ότι όλοι μπορούν να φεύγουν από την Ευρωζώνη ανατρέποντας τη λιτότητα και παίρνοντας ως μπόνους τη στήριξη του εθνικού τους νομίσματος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα; 

Εναλλακτικό σχέδιο σημαίνει σχέδιο «έκτακτης ανάγκης»

Το εναλλακτικό σχέδιο που χρειαζόμαστε, λοιπόν, είναι ένα σχέδιο που ξεκινώντας από την κατάργηση των μνημονίων και την ανατροπή της λιτότητας, οργανώνει την αναπόφευκτη ρήξη με την Ευρωζώνη αλλά και με το μνημονιακό-αστικό σύστημα στην Ελλάδα. 
Η υλοποίηση μιας πολιτικής αντι-λιτότητας σημαίνει μέτρα γενναίας αναδιανομής του εισοδήματος, τα μέτρα «έκτακτης ανάγκης» για τις τράπεζες σημαίνουν σύγκρουση με τα συμφέροντα των τραπεζιτών και της «αφρόκρεμας» των Ελλήνων καπιταλιστών, τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλιστεί επάρκεια φαρμάκων και καυσίμων, εισαγωγών κ.λπ. θα θίξουν αναπόφευκτα τα αντίστοιχα καπιταλιστικά μονοπώλια, η αντίδραση της ελληνικής αστικής τάξης σημαίνει ότι θα αρχίσει ο αγώνας για την πραγματική εξουσία αλλιώς μια αριστερή κυβέρνηση θα ανατραπεί, ο αγώνας για την εξουσία σημαίνει ότι πρέπει να θιγούν αποφασιστικά οι σκληροί μηχανισμοί του «βαθέος κράτους» κ.λπ. κ.λπ. 
Το εναλλακτικό σχέδιο, λοιπόν, δεν είναι παρά ένα σχέδιο «έκτακτης ανάγκης» για τα συμφέροντα των εργαζομένων και ενάντια στο κεφάλαιο. Δεν υπάρχουν «έξυπνες μηχανικές» που είναι ουδέτερες ταξικά. Οποιαδήποτε διολίσθηση προς ταξικά «ουδέτερες» λύσεις οδηγεί αναπόφευκτα σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ενάντια στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. 
Σε αυτό το πλαίσιο, δεν ξεκινάμε από το νόμισμα αλλά καταλήγουμε σε αυτό. Ξεκινάμε από την υλοποίηση ταξικών πολιτικών, που μόνο αυτές μπορούν να προσανατολίσουν σωστά την πολιτική μας. Και με δεδομένο αυτό, παίρνουμε και όποιο μέτρο είναι αναγκαίο σε οποιονδήποτε τομέα –και στον νομισματικό. Και επειδή εκτός από το να συγκροτήσουμε ένα ταξικό μέτωπο στο εσωτερικό, μας ενδιαφέρει ταυτόχρονα και εξίσου ένα κίνημα διεθνούς αλληλεγγύης στα ιμπεριαλιστικά μετόπισθεν και η ανάπτυξη στον μέγιστο βαθμό του διεθνούς «ντόμινο», δεν βιαζόμαστε για την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, αλλά κερδίζουμε χρόνο με μέτρα όπως παράλληλο νόμισμα κ.λπ. Γιατί το νόμισμα δεν είναι φετίχ για την Αριστερά, ούτε θετικά (πάση θυσία στο ευρώ) ούτε αρνητικά («προκαταβολική» έξοδος, που ανακηρύσσει το νόμισμα σε θεμέλιο λίθο μιας εναλλακτικής ταξικής στρατηγικής). 
Η απάντηση είναι ταξική και διεθνιστική και όχι νομισματική! Είναι ένα μεταβατικό σχέδιο και πρόγραμμα για το σοσιαλισμό! Όλες οι «λύσεις» που φαντάζουν πιο εύκολες είναι στην πραγματικότητα και αδιέξοδες και πιο «αιματηρές»! 

 

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία