Μοναδική κόκκινη γραμμή μιας κυβέρνησης της Αριστεράς είναι η σωτηρία του λαού!
ολόκληρο το άρθρο στο rproject.gr
Μάλλον είναι κοινοτοπία σήμερα να διαπιστώνεις ότι η εξελισσόμενη κυπριακή κρίση αποτελεί σημείο τομής στην πολιτική συγκυρία. Είναι το έδαφος στο οποίο δοκιμάζονται τα αναλυτικά εργαλεία όλων, αλλά κυρίως η δυνατότητά μας να εγγράψουμε τα παράγωγά της στο δικό μας στρατηγικό πρόταγμα, ανεξάρτητα από το αν αυτό θα συμβεί με όρους δικαίωσης ή επιτυχημένης προσαρμογής.
Στην πολιτική εξάλλου, όπως και στη ζωή, το ζητούμενο δεν είναι να είσαι ή πολύ περισσότερο να παριστάνεις τον αλάνθαστο, αλλά να διατηρείς τη δυνατότητά για επανόρθωση των λαθών σου.
Αν δεχθούμε εξάλλου ότι η κατανόηση της πραγματικότητας δεν είναι μια ευθεία αντανάκλασή της στη συνείδηση, μια περίπου αυτόματη και μηχανική καταγραφή, αλλά διαμεσολαβείται από τις διεκδικούμενες ερμηνείες της, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι το πεδίο αυτό είναι κρίσιμο για την ηγεμονία της πολιτικής μας.
Ευρωπαϊκή Ένωση: Ρήξη ή υποταγή;
Καταρχήν η νέα Κυπριακή τραγωδία αποδεικνύει ότι –παρά τις εσωτερικές του αντιθέσεις– το ευρωπαϊκό κεφάλαιο υπό τη γερμανική ηγεμονία είναι διατεθειμένο να φτάσει σε ακραίες λύσεις επιβολής. Στη «λύση» αυτή εξωθείται από τη σφοδρότητα της καπιταλιστικής κρίσης υπερσυσσώρευσης και την ανειρήνευτη διαμάχη ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα για ηγεμονία.
Στο πλαίσιο αυτό η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει αναδειχθεί σε στρατηγείο αυτής της πολιτικής, το οποίο δρα με πολιτικά κριτήρια. Πώς αλλιώς να κατανοήσουμε την παραβίαση από τη μεριά της ΕΚΤ της εγγύησης των τραπεζικών καταθέσεων; Μια ιεροσυλία που προκάλεσε πανικό στην ελλαδική –και όχι μόνο– αστική ελίτ.
Το Eurogroup με τη σειρά του είναι ο εφαρμοστικός βραχίονας αυτής της πολιτικής, που αναλαμβάνει, με προεξάρχοντα τον Σόιμπλε, τη στοίχιση των προθύμων και την πολιτική απομόνωση των «παραβατών».
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει εξάλλου ότι σε ένα ιδεολογικό επίπεδο η απομόνωση και η «τιμωρία» επιβάλλονται ως κάθαρση και εξαγνισμός με μια ηθικολογική ακαμψία, δυστυχώς αποδεκτή από τους λαούς της μεσευρώπης.
Αν ισχύουν αυτές οι εκτιμήσεις, τότε τα περιθώρια στη σημερινή συγκυρία για μεταρρυθμιστικές αυταπάτες εντός των ευρωπαϊκών θεσμών ισοδυναμούν όχι μόνο με ασυγχώρητη αφέλεια, αλλά και με επικίνδυνο αποπροσανατολισμό του λαού.
Μετά τις εξελίξεις στο Κυπριακό φαντάζεται κανείς στην ελληνική Αριστερά και στον ΣΥΡΙΖΑ ότι η ακύρωση των μνημονίων, η ανατροπή της λιτότητας, η διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους και η επαναδιαπραγμάτευση των δανειακών συμβάσεων –με λίγα λόγια οι θέσεις μας της πανελλαδικής συνδιάσκεψης– θα γίνονταν ποτέ αποδεκτές από αυτή την ΕΕ;
Η ΕΕ έχει ολοκληρώσει τη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξή της και τη θεσμική της θωράκιση και η εφαρμογή του προγράμματός μας προοιωνίζεται την άμεση, σφοδρή και χωρίς περιθώρια συμβιβασμού σύγκρουση μαζί της. Αυτή η ΕΕ δεν μεταρρυθμίζεται, αλλά ανατρέπεται!
Ωστόσο αυτή η ανατροπή δεν είναι δεδομένο ότι θα επισυμβεί σύμφωνα με τις επιθυμίες μας. Παραμένει ένα ανοιχτό στοίχημα στο οποίο ενδέχεται να πρωταγωνιστήσουν και να ηγεμονεύσουν οι αστικές δυνάμεις, όπως μας προϊδεάζει και το παράδειγμα του Μπερλουσκόνι.
Στα γεγονότα της Κύπρου είναι εκκωφαντική, αλλά και εύγλωττη, η σιωπή των χωρών του Νότου. Καμία από αυτές τις αστικές κυβερνήσεις δεν υπερασπίστηκε την Κύπρο και πολύ περισσότερο δεν τόλμησε στο Eurogroup να έρθει σε αντιπαράθεση με τον πυρήνα της ΕΕ και τη γερμανική ηγεμονία, γεγονός που δείχνει τα όρια της αυτονομίας τους.
Επίσης αυτό που δια γυμνού οφθαλμού παρατηρούμε στη νότια Ευρώπη είναι η πολιτική αδυναμία της Αριστεράς. Προς το παρόν –και γι’ αυτό υπάρχουν ιστορικοί λόγοι– σ’ αυτές τις χώρες οι ηρωικές κινηματικές αντιστάσεις βρίσκουν έκφραση, όπως στην Ιταλία, σε μορφώματα έξω από την παράδοση και τις αξίες της Αριστεράς.
Με τον ορατό λοιπόν συσχετισμό δυνάμεων στις χώρες του Νότου μια ενδεχόμενη ρήξη κέντρου και περιφέρειας στο εσωτερικό της ΕΕ, στο βαθμό που θα συμβεί σύντομα, το πιο πιθανό είναι να συμβεί υπό την ηγεμονία των αντίστοιχων αστικών τάξεων και των πολιτικών τους εκπροσωπήσεων.
Και όσο κι αν αυτή η ρήξη είναι επιθυμητή και αξιοποιήσιμη από τη δική μας οπτική γωνία, δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να παραβλέπουμε το χαρακτήρα της ή πολύ παραπάνω να την ανάγουμε σε προαπαιτούμενο της στρατηγικής μας.
Αν υιοθετήσουμε αυτή τη στάση και περιμένουμε να «ωριμάσουν» οι συνθήκες στο Νότο, οι λύσεις θα είναι, αναγκαστικά και λόγω συσχετισμών, εθνικές και στη βάση «κυβέρνησης εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας», η οποία θα ευνουχίσει εκ των πραγμάτων το ριζοσπαστικό, αριστερό και ταξικό πρόταγμα.
Να συμφωνήσουμε επομένως ότι στόχος στρατηγικός οφείλει να είναι η μετάδοση της ρήξης στην Ευρωζώνη που, για να επιτευχθεί, όμως, πρέπει η στρατηγική μας να χειραφετηθεί από μεταρρυθμιστικές αυταπάτες.
Αν λοιπόν επιδιώκουμε –και οφείλουμε να το επιδιώξουμε– ηγεμονικά να προσδιορίσουμε την ταυτότητα της ρήξης προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας, χρειάζεται να προσδώσουμε σ’ αυτή το ταξικό της περιεχόμενο και άρα να προτάξουμε τα ριζοσπαστικά στοιχεία του προγράμματός μας: ανατροπή της λιτότητας, εθνικός και κοινωνικός έλεγχος του τραπεζικού συστήματος, δημόσιος έλεγχος όλων των στρατηγικών πυλώνων της οικονομίας με επανάκτηση από το δημόσιο όλων των κρατικών επιχειρήσεων που θα έχουν στο μεταξύ ιδιωτικοποιηθεί.
Με άλλα λόγια, τα πολιτικά προτάγματα του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αποκτήσουν έναν μεταβατικό χαρακτήρα, ικανό να πείθει και να συσπειρώνει το λαό, να τον ενεργοποιεί στην οδό της αντισυστημικής ρήξης και να συγκροτεί κοινωνικό μπλοκ εξουσίας με σκοπό τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Μόνο έτσι οι υπαρκτές και εντεινόμενες εσωτερικές αντιθέσεις στην ΕΕ ανάμεσα στη Γερμανία και τις χώρες της περιφέρειας, ακόμη και οι γεωστρατηγικές, μπορούν να είναι αξιοποιήσιμες.
Με άλλα λόγια μπορούν να είναι αξιοποιήσιμες από μια συνεκτική αριστερή στρατηγική που διαθέτει plan B και προετοιμάζει τον ελληνικό λαό για όλα τα ενδεχόμενα.
«Καμιά θυσία για το ευρώ» και το «Plan Β»
Στα πλαίσια αυτής της ανάλυσης η πολιτική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να θέσει σε προτεραιότητα την προετοιμασία του λαού με βάση το σύνθημα της πανελλαδικής μας συνδιάσκεψης «καμιά θυσία για το ευρώ», θέση που αποκτά επιτακτική προτεραιότητα.
Μοναδική κόκκινη γραμμή μιας κυβέρνησης της Αριστεράς είναι η σωτηρία του λαού! Για να είναι αξιόπιστη μια τέτοια διακήρυξη στα μάτια εχθρών και φίλων, χρειάζεται τον εξοπλισμό της με ένα εναλλακτικό σχέδιο, αυτό που ευρέως αποκαλείται Plan B και αυτό σίγουρα πρέπει να είναι μια νέα διάσταση της πολιτικής μας γραμμής.
Στην περίπτωση της Κύπρου ήταν πανθομολογούμενη η αδυναμία διαπραγμάτευσης, εκτός όλων των άλλων παραγόντων και επειδή απουσίαζε η επεξεργασία μιας εναλλακτικής στρατηγικής, που ως βασικό συστατικό της θα είχε την έξοδο από την ΕΕ, το ευρώ και την επιστροφή στην κυπριακή λίρα. Το ΑΚΕΛ, δυστυχώς πολύ αργά, το συνειδητοποίησε και προσπαθεί τώρα ασθμαίνοντας να αναπληρώσει το χαμένο χρόνο.
Στη σημερινή συγκυρία της κυπριακής κρίσης η θέση της Πανελλαδικής «καμιά θυσία για το ευρώ» συναντά τη «βίαιη ωρίμανση» της κοινής γνώμης. Μια κοινή γνώμη την οποία δεν θα έπρεπε διστακτικά να παρακολουθούμε και σ’ αυτήν να προσαρμοζόμαστε, όταν πια οι συνθήκες εκθέτουν την πολιτική μας γραμμή και μας υποχρεώνουν σε αναδίπλωση, αλλά να προετοιμάζουμε και να εξοπλίζουμε πολιτικά. Ο αποκαλούμενος «ρεαλισμός» αποδεικνύεται όχι μόνο ουτοπικός, αλλά και δυνάμει επικίνδυνος.
Το σύνθημα βέβαια «καμιά θυσία για το ευρώ» και ο εξοπλισμός με Plan B δεν ισοδυναμούν σε καμιά περίπτωση με την επιδίωξη της μονομερούς εξόδου από το ευρώ και την ΕΕ. Είναι η πολιτική γραμμή η οποία μας επιτρέπει να αξιοποιούμε τις αντιθέσεις τόσο στην ΕΕ όσο και στο εσωτερικό της χώρας και να αποφεύγουμε τη σεχταριστική αναδίπλωση και την απομόνωση.
Εξάλλου η τυχόν έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ, αν συμβεί ως αποτέλεσμα ρήξεων, θα έχει διεκδικούμενο ταξικό πρόσημο. Πιστεύει κανείς ότι η εγχώρια αστική τάξη θα παραιτηθεί οικειοθελώς από την απαίτησή της για ηγεμονία ακόμη και εκτός της ΕΕ; Το πιο πιθανό είναι να αναζητήσει σε άλλα γνωστά υπερατλαντικά κέντρα στήριξη και συμμαχίες.
Ας μη ξεχνάμε τον τρόπο με τον οποίο ο Αμερικανικός ιμπεριαλισμός αντικατέστησε τον Αγγλικό κατά τη δεκαετία του ’40, εξασφαλίζοντας στην εγχώρια αστική τάξη τη νίκη στον εμφύλιο και τη διαιώνιση της ταξικής κυριαρχίας της.