Η κυβέρνηση των Σαμαρά-Βενιζέλου-Κουβέλη θα επιχειρήσει να τσακίσει το εισόδημα των εργαζομένων, να συνεχίσει το ψαλίδισμα στις κοινωνικές δαπάνες, να ξεθεμελιώσει οριστικά τις εργασιακές σχέσεις και να ολοκληρώσει τη φοροεπιδρομή σε βάρος των λαϊκών τάξεων. Αυτό το καταστρεπτικό πρόγραμμα θα πρέπει να σταματήσει, η κυβέρνηση, που το στηρίζει, πρέπει να ανατραπεί το συντομότερο.
Σαμαράς-Βενιζέλος-Κουβέλης: Η νέα μνημονιακή τρικομματική
Λίγες μόλις βδομάδες πριν, ο Φώτης Κουβέλης δήλωνε: «να προσέξουν οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ, γιατί την Κυριακή (σ.σ.: την 6η Μάη) θα ψηφίσουν ΠΑΣΟΚ και πρωθυπουργό τον κ. Σαμαρά». Πριν καν στεγνώσει το μελάνι στα ψηφοδέλτια της 17ης Ιούνη, οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ διαπιστώνουν ότι ψήφισαν για πρωθυπουργό τον Αντ. Σαμαρά. Γιατί πέρα από το φύλλο συκής περί «Εθνικής Σωτηρίας», οι (λέμε τώρα) σοσιαλδημοκράτες του ΠΑΣΟΚ και οι «αριστεροί της ευθύνης» της ΔΗΜΑΡ συσπειρώνονται σε μια κυβέρνηση της ΝΔ και μάλιστα με αρχηγό τον Αντ. Σαμαρά, που επανέφερε στη ζωή όλα τα ιδεολογήματα της σκληρής Δεξιάς του ’50 και του ’60.
Και αυτό δεν είναι τυχαίο, αλλά αντίθετα υποχρεωτικό για όλα τα κόμματα που είναι εξαρτημένα από το σύστημα. Μετά τον αριστερό-εργατικό-λαϊκό σεισμό της 6ης Μάη (όταν η ντόπια κυρίαρχη τάξη και οι διεθνείς σύμμαχοί της διαπίστωναν με βαθιά ανησυχία ότι ήταν εφικτό και πραγματοποιήσιμο το σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ για μια κυβέρνηση της Αριστεράς που ως ιδρυτική πράξη της υποσχόταν την ακύρωση του μνημονίου και την καταγγελία της δανειακής σύμβασης…) οι δυνάμεις του συστήματος συσπειρώθηκαν κυρίως γύρω από τον Αντ. Σαμαρά και τη ΝΔ. Και επέβαλλαν στο ΠΑΣΟΚ και στη ΔΗΜΑΡ «δεύτερους ρόλους», στην προσπάθεια ανακοπής του απειλητικού λαϊκού ρεύματος που αντιπροσώπευε ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η συμμαχία καλείται σήμερα να αναλάβει τα βάρη της διακυβέρνησης.
Πολύ περισσότερο όταν η «νίκη» των μνημονιακών δυνάμεων στις 17 Ιούνη ήταν κυριολεκτικά οριακή και ουσιαστικά ασταθής και αβέβαιη. Μια πλατύτατη κοινωνικοπολιτική συμμαχία (που άρχιζε από τη Μέρκελ και έφτανε μέχρι τα «Νέα» και το «Έθνος») ίδρωσε για να ξεπεράσει κατά 2,5% τον ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα που πριν λίγους μήνες «μέτραγε» κάτι ανάμεσα στο 4 και 5%.
Το 27% του ΣΥΡΙΖΑ προέκυψε μέσα από την επιμονή και την αποφασιστικότητα ενός πλατιού εργατικού-λαϊκού τμήματος του πληθυσμού να συγκρουστεί με το μνημόνιο, αλλά επιδιώκοντας την πραγματική ανατροπή, την πραγματική νίκη. Αυτός ο παράγοντας και μόνο ερμηνεύει την απομόνωση κυρίως του ΚΚΕ –αλλά και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ– δηλαδή την εκλογική ήττα εκείνου του τμήματος της Αριστεράς που δεν κατάλαβε το πραγματικό διακύβευμα των εκλογών και αντέδρασε τελικά με σεχταριστική και παθητική τακτική.
Στις εκλογές της 6ης Μάη και της 17ης Ιούνη ο χάρτης της Αριστεράς άλλαξε. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ κατορθώσει να σταθεροποιήσει πολιτικά το εργατικό-λαϊκό ρεύμα των ψηφοφόρων του, τότε οι καθεστωτικές δυνάμεις θα έχουν επιτέλους απέναντί τους έναν επικίνδυνο πολιτικό αντίπαλο, που θα έχει πλειοψηφική επιρροή μέσα στους εργαζόμενους, στους ανέργους, στη νεολαία, στις κρίσιμες παραγωγικές ηλικίες…
Πρόκειται για τον κρίσιμο παράγοντα –που μαζί με το ξέσπασμα των μαζικών κοινωνικών αγώνων– θα «αποφασίσει» πόσο γρήγορα θα πέσει η νέα εκτρωματική τρικομματική κυβέρνηση του μνημονίου και των δανειστών.
«Επαναδιαπραγμάτευση»
Το «καρότο» στην προεκλογική τακτική τόσο του Αντ. Σαμαρά όσο και του Ευαγγ. Βενιζέλου ήταν η περίφημη επαναδιαπραγμάτευση, η υπόσχεση ότι θα επιδιώξουν δια του διαλόγου με την ΕΕ αλλαγές στο μνημόνιο σε φιλολαϊκή κατεύθυνση.
Είναι αλήθεια ότι μετά τις 6 Μάη ηγετικά στελέχη της ΕΕ άφηναν ανοιχτό το ενδεχόμενο κάποιων τέτοιων «αλλαγών», υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα ότι δεν θα ανεχθούν μονομερείς ενέργειες, όπως η κατάργηση του μνημονίου που υποσχόταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Επρόκειτο κυρίως για προσαρμογή των ευρωηγεσιών στη λαϊκή οργή που εκφράστηκε στην Ελλάδα και λιγότερο για μια πραγματική αλλαγή συσχετισμών μέσα στην ΕΕ, που, τάχα, σηματοδοτούσε η εκλογή του Ολάντ στη Γαλλία. Όμως οι εκλογές τελείωσαν. Και οι Σαμαράς, Βενιζέλος, Κουβέλης θα υποχρεωθούν να προσγειωθούν στη σκληρή πραγματικότητα.
Σήμερα οι ευρωηγεσίες δηλώνουν ότι στο Γιούρογκρουπ, αλλά και στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ στις 28-29 Ιούνη, το μόνο συζητήσιμο θέμα είναι η «επιμήκυνση», κατά 1-2 χρόνια, της εφαρμογής των δημοσιονομικών μέτρων. Αντίθετα, η σκληρή λιτότητα, που αποτελεί την ψυχή των μνημονίων, είναι απολύτως εκτός διαπραγμάτευσης. Η «απελευθέρωση» των αγορών, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και οι fast track ιδιωτικοποιήσεις θα πρέπει, λέει, να προχωρήσουν και μάλιστα με ταχύτερο ρυθμό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, χωρίς μέτρα χαλάρωσης της λιτότητας, η όποια «επιμήκυνση» είναι όχι μόνο άχρηστη, αλλά και επικίνδυνη: σημαίνει απλώς επιμήκυνση της επιτήρησης της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής από την τρόικα.
Ανάλογη είναι και η απότομη προσγείωση στα ζητήματα περί «ανάπτυξης». Στη Σύνοδο των G20 στο Μεξικό, η Μέρκελ, ο Μπαρόζο και ο Βαν Ρομπάι σκλήρυναν τη στάση τους απέναντι στις πιέσεις του Ομπάμα, αλλά και των BRIC’s (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα) για μια πιο «αναπτυξιακή» πολιτική της ΕΕ ως αντίδοτο στην κρίση. Η Μέρκελ επανέλαβε την προσήλωσή της στο τρίπτυχο: Άμεσα δημοσιονομική σταθερότητα, μεσοπρόθεσμα κάποια αναπτυξιακά μέτρα, μακροπρόθεσμα πολιτικές οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης. Σε αυτό το σχέδιο, το «αναπτυξιακό» ευρωπακέτο περιορίζεται στα 120 δισ. ευρώ αθροιστικά για όλες τις χώρες της ΕΕ. Πρόκειται κυριολεκτικά για ασπιρίνες απέναντι στον καρκίνο της κρίσης.
Αυτά σημαίνουν ότι η τρικομματική υπό τον Σαμαρά θα έχει ακριβώς το ίδιο καθήκον με την τρικομματική υπό τον Παπαδήμο: να εφαρμόσει πιστά το πρόγραμμα του μνημονίου. Η αντικατάσταση του Καρατζαφέρη με τον Κουβέλη σε τίποτα δεν αλλάζει το χαρακτήρα της κυβέρνησης που έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
Ανατροπή
Η κυβέρνηση των Σαμαρά-Βενιζέλου-Κουβέλη θα επιχειρήσει να τσακίσει το εισόδημα των εργαζομένων, να συνεχίσει το ψαλίδισμα στις κοινωνικές δαπάνες, να ξεθεμελιώσει οριστικά τις εργασιακές σχέσεις και να ολοκληρώσει τη φοροεπιδρομή σε βάρος των λαϊκών τάξεων. Αυτό το καταστρεπτικό πρόγραμμα θα πρέπει να σταματήσει, η κυβέρνηση, που το στηρίζει, πρέπει να ανατραπεί το συντομότερο.
[[{"type":"media","view_mode":"media_original","fid":"711","attributes":{"class":"media-image","id":"1","style":"width: 673px; height: 445px;","typeof":"foaf:Image"}}]]
Η πρόσφατη εκλογική «αναβάπτιση» και το επερχόμενο καλοκαίρι ίσως δώσουν στην κυβέρνηση Σαμαρά κάποιες βδομάδες «χάριτος». Όμως είναι σίγουρο ότι σύντομα θα βρεθεί απέναντι στη λαϊκή οργή, όπως ακριβώς βρέθηκαν οι προκάτοχοί της.
Στο ΣΥΡΙΖΑ πέφτει πλέον ο πρώτος λόγος για την οργάνωση αυτού του αγώνα. Στην ηγεσία του ΣΥΝ κάποιοι μιλούν για «υπεύθυνη» αντιπολίτευση. Είμαστε βέβαιοι ότι κάτω από τους εκβιασμούς της πραγματικής πολιτικής ζωής και –κυρίως– κάτω από τις πιέσεις της κοινωνικής βάσης του, ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιλέξει την αριστερή, ανατρεπτική αντιπολίτευση για να ολοκληρώσει το έργο που άρχισε στις 6 Μάη.
Ανάλογα καθήκοντα πέφτουν στους ώμους του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η στροφή από το σεχταρισμό στην ενιαιομετωπική πολιτική γίνεται υποχρεωτική μετά τα εκλογικά αποτελέσματα. Στους κοινωνικούς αγώνες, αλλά και στους πολιτικούς αγώνες που έρχονται, το μέτωπο της Αριστεράς γίνεται προϋπόθεση για την αντεπίθεση, για την τελική νίκη του κόσμου μας.
Η ενότητα στη δράση δεν είναι σήμερα σε αντίθεση με τη ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής της Αριστεράς. Αντίθετα, αυτά τα δύο κρίσιμα στοιχεία έρχονται σε άμεσα διαλεκτική αλληλεπίδραση. Ένα μεγάλο αριστερό μέτωπο, με ριζοσπαστικό ανατρεπτικό πρόγραμμα που θα λογοδοτεί στις ανάγκες των εργαζομένων και της νεολαίας, είναι αναγκαίο και εφικτό. Υπό αυτή την προϋπόθεση –και όπως έδειξαν οι εκλογές της 6ης Μάη και της 17ης Ιούνη– η νίκη μπορεί να είναι πιο κοντά μας απ’ όσο φανταζόμαστε.