Τι ήταν ο επαναστατικός ντεφετισμός;

Φωτογραφία

O Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918) ήταν ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος από όλες τις πλευρές. Η «Τριπλή Συνεννόηση» Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας και το αντίπαλο μπλοκ Γερμανίας, Αυστρίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συγκρούστηκαν για το ξαναμοίρασμα των αποικιών και των αγορών. Τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα μεταμφιέστηκαν πίσω από τα εθνικά δικαιώματα –δήθεν– ενάντια στην καταπίεση, πίσω από τη δημοκρατία –τάχα– ενάντια στην απολυταρχία, αλλά και τον δήθεν πολιτισμό ενάντια στη βαρβαρότητα. Το παλιό status quo δεν αντιστοιχούσε πια στους νέους οικονομικούς και στρατιωτικούς συσχετισμούς. Ο πόλεμος είχε γίνει το φυσικό επακόλουθο μιας ένοπλης ειρήνης, που διαρκούσε σχεδόν 40 χρόνια στην Ευρώπη.

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Παναγιώτης Λίλλης

Το αναπόφευκτο του πολέμου δεν ήταν για τους σοσιαλιστές της εποχής, και ιδιαίτερα για τη Β΄ Διεθνή, ένα ακαδημαϊκό ζήτημα. Στο συνέδριο της Στουτγάρδης, το 1907, είχαν ήδη βγει αποφάσεις ενάντια στον ανερχόμενο μιλιταρισμό που κατέκλυζε τις ευρωπαϊκές χώρες. Όμως οι βαλκανικοί πόλεμοι (1912-1913) έβαλαν στην ημερήσια διάταξη μια γενική σύρραξη μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Κάτω από την πίεση αυτών των εξελίξεων συγκλήθηκε το 1912 το Έκτακτο Συνέδριο της Β΄  Διεθνούς στη Βασιλεία. Το μανιφέστο, που εκδόθηκε, έγινε αποδεκτό από όλα τα σοσιαλιστικά κόμματα της εποχής και δεν αμφισβητήθηκε από καμιά πλευρά. 
Το μανιφέστο, χωρίς υπεκφυγές, καλούσε τις εργαζόμενες τάξεις και τα σοσιαλιστικά κόμματα:  Πρώτο, να εμποδίσουν με κάθε τρόπο και μέσο, που διαθέτουν, το ξέσπασμα του επερχόμενου πολέμου. Δεύτερο, αν παρ’ όλα αυτά ξεκινήσει, να παρέμβουν άμεσα για τον τερματισμό του. Και τρίτο, με όλες τις δυνάμεις τους να αξιοποιήσουν και να εκμεταλλευτούν την οικονομική και πολιτική κρίση, που θα επέφερε ο πόλεμος, για να ξεσηκώσουν τις μάζες για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας.
Στρατηγική βάση γι’ αυτές τις αποφάσεις ήταν η διεθνιστική εργατική αλληλεγγύη ενάντια στον ιμπεριαλισμό, αλλά και η αξιοποίηση του φόβου της καπιταλιστικής ολιγαρχίας για το ενδεχόμενο μιας  προλεταριακής επανάστασης. Και η Β΄ Διεθνής ακριβώς αυτό το φόβο θεωρούσε σαν τη μοναδική εγγύηση για την ειρήνη. Γι’ αυτό μπήκαν στο μανιφέστο της Βασιλείας, για εκφοβισμό της άρχουσας τάξης, οι αναφορές στην Κομούνα του 1871 (που είχε προέλευση την ήττα της Γαλλίας στο γαλλοπρωσικό πόλεμο 1870-1871)  και στη Ρωσική Επανάσταση του 1905 (σαν αποτέλεσμα της ήττας του τσαρισμού στο ρωσοϊαπωνικό πόλεμο 1904-1905).
Σοσιαλσοβινισμός
Δύο χρόνια όμως μετά, τον Αύγουστο του 1914, τα σοσιαλιστικά κόμματα και οι κοινοβουλευτικές τους ομάδες ψήφισαν τις δαπάνες για τους  εξοπλισμούς και υποστήριξαν με κάθε τρόπο τη στρατιωτική προσπάθεια των «δικών τους» κυβερνήσεων. Ήταν ο θρίαμβος της εθνικής ενότητας ενάντια στον εξωτερικό εχθρό. Στη θέση του διεθνισμού σάρωνε ο σοσιαλσοβινισμός. Ήταν το τέλος της Β΄ Διεθνούς.  
Πώς ήταν, όμως, δυνατόν να γίνει τέτοια προδοσία;  Πώς ήταν δυνατόν η Β΄ Διεθνής, που γεννήθηκε το 1889 σαν εργαλείο της ταξικής πάλης και της διεθνιστικής αλληλεγγύης, στις δεκαετίες που ακολούθησαν να μετατραπεί στο αντίθετό της;
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1890, η οικονομική ανάπτυξη ήταν ραγδαία. Σε μια τέτοια συγκυρία, ο αγώνας  για άμεσες μεταρρυθμίσεις διαμόρφωνε ένα «ρεαλισμό» που έσπαγε  το δεσμό της καθημερινής πάλης με τον σοσιαλιστικό σκοπό. Ταυτόχρονα η μακρά περίοδος νομιμότητας άμβλυνε τη μαχητικότητα του εργατικού κινήματος. Τα χρόνια της ανάπτυξης και της δημοκρατίας είχαν ενισχύσει εξαιρετικά τη δύναμη της γραφειοκρατίας των συνδικάτων και των σοσιαλιστικών κομμάτων.
Πάνω σ’ αυτή τη βάση υπήρχε στη σοσιαλδημοκρατία μία διαρκής αντιπαράθεση μεταξύ της επαναστατικής πτέρυγας και του οπορτουνισμού. Ιδιαίτερα στη Γερμανία, όπου το SPD ήταν το μεγαλύτερο κόμμα της Διεθνούς και η πρώτη κοινοβουλευτική δύναμη της χώρας, αυτές οι εξελίξεις εκφράζονταν με πιο συμπυκνωμένο τρόπο.  Ο σοσιαλσοβινισμός (η υπεράσπιση της πατρίδας σε έναν άδικο και ιμπεριαλιστικό πόλεμο) δεν ήταν ένα ξαφνικό και ανεξήγητο φαινόμενο. Ήταν η ολοκλήρωση μιας μεγάλης πορείας εκφυλισμού της ηγεσίας των συνδικάτων και των κοινοβουλευτικών σοσιαλιστικών κομμάτων.
Διεθνισμός και επαναστατικός ντεφετισμός
Η απάντηση της σοσιαλιστικής Αριστεράς ήταν κάθετη. «Πρώτο καθήκον μας είναι η συνέχιση της ταξικής πάλης μέσα στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και δεύτερο η μετατροπή του πολέμου  σε επανάσταση». Αυτή η κατεύθυνση ήταν σίγουρα μειοψηφική στις αρχές του πολέμου. Απέναντι στο δίλημμα με ποιο ιμπεριαλιστικό μπλοκ  θα ταχθούμε στον πόλεμο, εισήγαγε μια άλλη εναλλακτική: την επανάσταση. Ήταν όμως ρεαλιστική αυτή η στρατηγική;
Για τους Μπολσεβίκους, που ήταν οι πιο συνεπείς εκπρόσωποι του εργατικού διεθνισμού, αυτή η στρατηγική στηριζόταν στα γερά θεμέλια μιας ανάλυσης που συνέδεε τον ιμπεριαλισμό με τον πόλεμο και τον πόλεμο με την επανάσταση. Ο Λένιν είχε σ’ αυτό τον τομέα μια από τις σπουδαιότερες συμβολές. Αλλά μερικούς μήνες μετά το ξεκίνημα του σφαγείου του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, μια σειρά από γεγονότα  τους επιβεβαίωναν ήδη.
Τα οικονομικά γεγονότα ήταν: ραγδαία πτώση της παραγωγής σ’ όλες τις χώρες, τεράστια αύξηση των χρεών σε όλα τα εμπόλεμα κράτη, κοινωνική πόλωση μεταξύ καπιταλιστικής ολιγαρχίας και μαζών, πείνα, μαζικές ασθένειες και θάνατοι.
Τα πολιτικά γεγονότα ήταν: άγριες απεργίες στα μετόπισθεν, συναδελφώσεις φαντάρων στα χαρακώματα, ανακατατάξεις στα σοσιαλιστικά κόμματα, ηθική αμφισβήτηση όλων των καθεστώτων. Όλα όμως τα γεγονότα  είχαν έναν κοινό παρανομαστή: την αδυναμία των «από πάνω», αλλά και τη ριζοσπαστικοποίηση των «από κάτω».
Αυτή η στρατηγική στηριζόταν στη λογική της μάχης μιας επαναστατικής πρωτοπορίας και όχι στον παθητικό και αφηρημένο αντιπολεμικό ριζοσπαστισμό. Για τους Μπολσεβίκους το πέρασμα από τον πόλεμο στην επανάσταση προϋπέθετε την ύπαρξη μιας επαναστατικής κατάστασης ( την οικονομική και πολιτική κρίση που θα επέφερε ο πόλεμος), που ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια τους και απαιτούσε με τη σειρά της μια συστηματική πολιτική παρέμβαση.
Σίγουρα τον κόμπο θα τον έλυνε μια νικηφόρα εργατική εξέγερση, αλλά αυτό δεν ήταν, ακόμα, το καθήκον της ημέρας. Το καθήκον της ημέρας, στις αρχές του πολέμου, ήταν να μην ψηφιστούν οι πολεμικές πιστώσεις που ζητούσαν οι κυβερνήσεις των εμπολέμων, να υποστηριχτούν όλες οι απεργίες που ήδη είχαν ξεσπάσει, αλλά και κάθε αντιπολεμική προπαγάνδα και δράση  είτε στις πόλεις είτε στα χαρακώματα. Και για να γίνουν όλα αυτά τα «μικρά», αλλά αναγκαία για την προπαρασκευή της επανάστασης, χρειαζόταν ένα κόμμα συμπαγές και με ισχυρούς δεσμούς με την τάξη των εργατών. Και σ’ αυτό οι Μπολσεβίκοι δεν έκαναν καμιά παραχώρηση πουθενά.
Το σχέδιο μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε επανάσταση και τα άμεσα μέτρα αντιπολεμικής δράσης έβαζαν μπροστά τους σκληρά ερωτήματα:  «...Μα έτσι δεν δουλεύετε για την ήττα της χώρας μας στον πόλεμο; Δεν γινόσαστε πράκτορες του Κάιζερ;…».
Η απάντηση ήταν το ίδιο ωμή και σκληρή: «Η ήττα της κυβέρνησής μας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο είναι το μικρότερο κακό», γιατί έτσι ανοίγει ο δρόμος για την επανάσταση, όπως έδειξαν τα παραδείγματα της Κομούνας και του 1905. Αυτό ήταν ο επαναστατικός ντεφετισμός στη γλώσσα της επαναστατικής πρωτοπορίας. Στη γλώσσα των μαζών όμως;
 Όπως έλεγε ο Τρότσκι: «…να πάρουμε τους εργάτες από εκεί που είναι και όπως είναι και να τους οδηγήσουμε μπροστά από τα μερικά καθήκοντα στα γενικά, από την άμυνα στην επίθεση, από τις πατριωτικές προκαταλήψεις στην ανατροπή του αστικού κράτους». Και αυτό σήμαινε στη γλώσσα των μαζών στη Ρωσία το σύνθημα «γη-ειρήνη-δημοκρατία», που ήταν το προγονικό πρόγραμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης του 1917.
Ο σοσιαλσοβινισμός και ο επαναστατικός ντεφετισμός αναμετρήθηκαν όχι μόνο θεωρητικά, αλλά και με τα πρακτικά και πολιτικά αποτελέσματά τους. Ο σοσιαλσοβινισμός στήριξε το σφαγείο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο επαναστατικός ντεφετισμός οδήγησε στο επαναστατικό κύμα του 1917, την πιο φωτεινή στιγμή της ανθρωπότητας. Ο σοσιαλσοβινισμός οδήγησε στη χρεοκοπία της Β΄  Διεθνούς, ο διεθνισμός στην ίδρυση της Γ΄ Διεθνούς.

 

Φύλλο Εφημερίδας