Η 11η Σεπτέμβρη, «Εθνική Μέρα της Καταλονίας», τα τελευταία χρόνια έχει πάρει το χαρακτήρα «Μέρας Ανεξαρτησίας», με μαζικές διαδηλώσεις. Φέτος η συμμετοχή ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Δύο εκατομμύρια Καταλανοί (σε πληθυσμό περίπου 7 εκατομμυρίων) απαίτησαν δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία τους, σε μια από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις στην ευρωπαϊκή ιστορία. Για τη σημασία του καταλανικού «εθνικού ζητήματος» στις συνθήκες γενικής καθεστωτικής κρίσης και την καλύτερη παρέμβαση και στρατηγική της Αριστεράς σε αυτό, γράφει ο Γιοζέπ Μαρία Αντέντας, μέλος της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και του Podemos. Παραθέτουμε συντομευμένη εκδοχή του κειμένου.
Δεν υπάρχει πια αμφιβολία. Η στιγμή της αλήθειας πλησιάζει. Αλλά ποιας αλήθειας; Οι επόμενοι μήνες θα μοιάζουν με χρόνια.
Οι πρώτες πράξεις του σεναρίου, που θα παιχτεί τις ερχόμενες εβδομάδες, φαίνονται καθαρά. Μετά την κινητοποίηση της 11ης Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση Mas (τοπική κυβέρνηση της Καταλονίας) θα εγκρίνει το Νόμο της Διαβούλευσης (ΣτΜ: και εδώ και παρακάτω, η «διαβούλευση» είναι το συμβουλευτικό και όχι αποφασιστικό δημοψήφισμα) και στη συνέχεια θα υπογράψει το διάταγμα για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, το οποίο θα ακυρωθεί πιθανότατα από το Συνταγματικό Δικαστήριο.
Μετά υπάρχουν δύο πιθανές εναλλακτικές προοπτικές. Είτε η συνέχεια μέχρι τέλους μιας ορμητικής δημοκρατικής ανυπακοής που θα επιταχύνει τη διαδικασία της εθνικής κυριαρχίας και θα φθείρει το κράτος, είτε η υποχώρηση.
Εάν η κυβέρνηση Mas σεβαστεί την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, θα κάνει ένα πρώτης τάξεως στρατηγικό λάθος. Η βασική πρόκληση για τις καταλανικές δημοκρατικές δυνάμεις είναι η ανυπακοή σε μια απαγόρευση που είναι άδικη και ανεξήγητη τόσο σε όσους δεν γνωρίζουν την κατάσταση στο Ισπανικό Κράτος, αλλά και στα μάτια της πλειοψηφίας της ισπανικής κοινής γνώμης. Αντιμέτωπες με τις ενδείξεις ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί, οι αριστερές δυνάμεις πρέπει να γίνουν οι βασικοί υπερασπιστές της Διαβούλευσης. Στην κρίσιμη στιγμή της αλήθειας δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία για το ποιος προτιμά να φτάσει στα άκρα για την υπεράσπιση του δικαιώματος της επιλογής.
Ενότητα; Ποια ενότητα;
Το κλειδί σε αυτή την κατάσταση είναι η διατήρηση τους επόμενους μήνες της ευρύτερης δυνατής ενότητας στο μπλοκ όσων είναι υπέρ της διαβούλευσης. Η ενότητα στην υπεράσπιση της διαβούλευσης δεν πρέπει να συγχέεται με το σύνθημα της πατριωτικής ενότητας, που υποτάσσει όλες τις κοινωνικές αντιφάσεις στο εθνικό ζήτημα και χρησιμεύει στην εξουδετέρωση των αντιστάσεων στις πολιτικές λιτότητας.
Η δικαιολόγηση μιας στρατηγικής για την ανεξαρτησία, αποκομμένης από τα κοινωνικά αιτήματα, βασίζεται στον ισχυρισμό ότι πρέπει πρώτα να παλέψουμε όλοι μαζί για την ανεξαρτησία, χωρίς να διασπάμε τις δυνάμεις μας, και μετά να συζητήσουμε για το ποια Καταλονία θέλουμε. Υπάρχουν αρκετές αδυναμίες σε αυτή τη λογική.
Πρώτο, η ενότητα για την υπεράσπιση της άσκησης του δικαιώματος της επιλογής δεν είναι αντιπαραθετική με την ανοιχτή διατύπωση όλων των απόψεων σχετικά με το μοντέλο της χώρας που θέλουμε.
Δεύτερο, μια ανεξαρτησία χωρίς κοινωνικό περιεχόμενο είναι ανίκανη να ενώσει ένα σημαντικό κομμάτι του καταλανικού λαού και της εργατικής τάξης με τον Καταλανικό Εθνικισμό.
Τρίτο, υπάρχει ήδη, εδώ και τώρα, ένα εθνικό μοντέλο και αυτοί που το καθοδηγούν το ορίζουν κάθε μέρα με περικοπές, απολύσεις και εξώσεις. Μία Καταλονία υπάρχει ήδη, αυτή της οικονομικής εξουσίας, αυτή του Μas. Οπότε γιατί να αναβάλλουμε την υπεράσπιση της δικής μας Καταλονίας; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι περικοπές, οι απολύσεις και οι εξώσεις διχάζουν την καταλανική κοινωνία. Αλλά κάποιοι επωφελούνται από αυτές τις πολιτικές, και αυτό είναι που μετράει στο τέλος.
Και τέταρτο και τελευταίο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, σε μια διαδικασία μετάβασης, αυτός που την ελέγχει καθορίζει και το τι θα γίνει στη συνέχεια. Και με αυτό τον τρόπο ο συσχετισμός των κοινωνικών δυνάμεων δεν είναι ποτέ δίκαιος.
Η υποταγή των κοινωνικών αιτημάτων και του στόχου του κοινωνικού-οικονομικού μετασχηματισμού στις πολιτικές διεκδικήσεις έχει μακριά παράδοση αποτυχίας στην πορεία μαζικών κινημάτων όλων των ειδών.
Η Ιστορία είναι γεμάτη από επαναστάσεις μέσω σταδίων, οι οποίες πάντα σταματούν στο δημοκρατικό στάδιο και το κοινωνικό δεν ακολουθεί ποτέ, αλλά χάνεται μέσα σε διαλυμένες αυταπάτες και φρούδες ελπίδες.
Η εθνική ενότητα, επιπλέον, όχι μόνο δεν είναι συγκυριακή τακτική, αλλά καταλήγει να γίνεται μια μόνιμη στρατηγική χωρίς τέλος. Εάν αποδεχτούμε σήμερα το επιχείρημα «πρώτα η ανεξαρτησία μετά τα άλλα», σύντομα θα κληθούμε να δεχτούμε, για το ενδεχόμενο μιας ανεξάρτητης Καταλονίας, τη λιτότητα που επιβάλλεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τότε το επιχείρημα θα είναι: «Ψυχραιμία, είναι απαραίτητο να γίνουν θυσίες, για να μας αναγνωρίσει η Τρόικα, αλλά αργότερα θα επαναφέρουμε τα δικαιώματα που χάθηκαν». Πάντα υπάρχει μια καλή δικαιολογία για να αναβάλλονται οι πολιτικές αναδιανομής πλούτου και η επέκταση των δικαιωμάτων.
Στη διαδικασία της ανεξαρτησίας υπάρχει μια διπλή τεμνόμενη σύγκρουση. Σε πρώτο, επιφανειακό, επίπεδο υπάρχει η θεσμική σύγκρουση ανάμεσα στον κρατικό μηχανισμό και την καταλανική κυβέρνηση. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, υπάρχει μια βαθύτερη αντίθεση ανάμεσα στην πολιτική του δρόμου –της συμμετοχής και της πραγματικής δημοκρατίας– και την πολιτική «από τα πάνω». Αυτό το δεύτερο επίπεδο, τοποθετεί το καταλανικό λαϊκό κίνημα απέναντι στον Ραχόι, αλλά και απέναντι σε αυτούς που θέλουν να διαχειριστούν –στην καλύτερη των περιπτώσεων– το δικαίωμα της επιλογής από τα πάνω και να θέσουν αυτή τη διαδικασία σε ελεγχόμενα κανάλια ενάντια σε κάθε συνεπή δημοκρατική λογική. Πρέπει να αντιπαρατεθούμε ενάντια σε δύο κρατικές λογικές, αυτή του υπάρχοντος ισπανικού κρατικού μηχανισμού και αυτή του ανύπαρκτου ακόμα καταλανικού κράτους. Και τα δύο μπορούν να «αναισθητοποιήσουν» το κίνημα. Ο αγώνας απαιτεί να αντιπαρατεθούμε ανοιχτά με τον πρώτο μηχανισμό, χωρίς να γίνουμε υποχείρια του δεύτερου.
Κάτω από τη συνδυασμένη πίεση των πολιτικών λιτότητας και της διαδικασίας ανεξαρτητοποίησης, τα παραδοσιακά καταλανικά κόμματα έχουν αυτοκαταστραφεί. Τα δύο μεγάλα κόμματα, το CiU (ΣτΜ: το δεξιό καταλανικό εθνικιστικό κόμμα του Mas) και το PSC (ΣτΜ: το Σοσιαλιστικό Κόμμα στην Καταλονία) περνούν κρίση. Το δεύτερο έχει χάσει κάθε αξιοπιστία και στα κοινωνικά ζητήματα, αλλά και στο εθνικό ζήτημα και είναι αντιμέτωπο με τη μοίρα του ΠΑΣΟΚ. Το πρώτο, αν και βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση, διαβρώνεται ασταμάτητα και από τις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζει και επειδή αμφισβητείται η αξιοπιστία του σε σχέση με τη διαδικασία ανεξαρτητοποίησης.
Σε αντίθεση με το πολιτικό σύστημα στο Ισπανικό Κράτος, όπου το PP (ΣτΜ: το δεξιό Λαϊκό Κόμμα) και το PSOE (ΣτΜ: το Σοσιαλιστικό Κόμμα) γνωρίζουν μεν μια πτώση, αλλά δεν έχουν υπερφαλαγγιστεί ακόμα από αναδυόμενες δυνάμεις, η κρίση του CiU και του PSC είναι βαθύτερη και έχουν χάσει την πολιτική-εκλογική ηγεμονία. Αλλά εξαιτίας της κεντρικότητας της διαμάχης πάνω στο εθνικό ζήτημα, αυτός που ωφελείται από την πολιτική κρίση είναι μια δύναμη, το ERC (ΣτΜ: Καταλανική Ρεπουμπλικανική Αριστερά) που διακηρύσσει ένα πρόγραμμα ρήξης στο εθνικό ζήτημα, αλλά συνεχίζοντας την ίδια οικονομική πολιτική, και όχι ένα κόμμα ενάντια στη λιτότητα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα ή το Podemos στην Ισπανία. Αυτό είναι το μεγάλο παράδοξο της καταλανικής πολιτικής κρίσης.
Σε αυτό το πλαίσιο είναι αναγκαίο να διαμορφώσουμε μια πλατιά εναλλακτική δύναμη και υπέρ της εθνικής κυριαρχίας και ενάντια στη λιτότητα.
Μπροστά στην παρακμή του CiU και του PSC και την άνοδο του ERC, χρειάζεται ένα νέο υποκείμενο που θα μπορέσει να βρεθεί στο επίκεντρο της καταλανικής πολιτικής και το οποίο θα ενσαρκώνει την κριτική στις πολιτικές λιτότητας και το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα, που εκφράστηκαν εκρηκτικά από το κίνημα 15-Μ το 2011 (ΣτΜ: το κίνημα των Ιντιγνάδος).
Ήρθε η ώρα να βρεθούν τρόποι σύγκλισης και κοινής δράσης. Αλλά αυτό το νέο υποκείμενο δεν μπορεί να είναι μόνο το άθροισμα συντομογραφιών. Χρειάζεται η ταυτόχρονη σύγκλιση και του μη οργανωμένου κόσμου και των υπαρκτών οργανώσεων.
Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, αυτοί που θέλουν όχι μόνο πολιτική αλλαγή, αλλά και αλλαγή του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου, έχουν σοβαρές πιθανότητες να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην καταλανική πολιτική σκηνή. Το να αφήσουμε μια τέτοια ευκαιρία να χαθεί, θα έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος μακροπρόθεσμα από τις προφανείς θυσίες και βραχυπρόθεσμες δυσκολίες που έχει το χτίσιμο μιας συμμαχίας.
Εσωτερικό και εξωτερικό
Η διαβούλευση στις 9 Νοεμβρίου 2014 δεν είναι απλά μια καταλανική υπόθεση. Αντίθετα με ό,τι πιστεύει η πλειοψηφία της κοινής γνώμης του καταλανικού κινήματος ανεξαρτησίας, αυτά που συμβαίνουν εκτός της Καταλονίας θα παίξουν καθοριστικό ρόλο. Χωρίς εξωτερικούς συμμάχους, η άσκηση του δικαιώματος της επιλογής γίνεται πιο περίπλοκη και η πίεση προς την κατεύθυνση της ενότητας με τους πατριώτες που επενδύουν τα χρήματά τους στην Ανδόρα γίνεται μεγαλύτερη. Και αντίθετα με ό,τι πιστεύει σημαντικό κομμάτι της Ισπανικής Αριστεράς, η καταλανική διαδικασία ανεξαρτητοποίησης όχι μόνο δεν είναι μια ακραία εμμονή, αλλά είναι μια θαυμάσια ευκαιρία για να ένα καίριο πλήγμα στο χτυπημένο πλοίο της Μετάβασης.
Πρέπει να τονίζουμε συνεχώς: Όσοι θέλουν να εμποδίσουν το δικαίωμα του καταλανικού λαού να ψηφίσει στις 9 Νοεμβρίου είναι οι ίδιοι που δεν επιτρέψανε στον ισπανικό λαό να διαλέξει ανάμεσα στη μοναρχία και τη δημοκρατία, οι ίδιοι που κάνουν περικοπές στην υγεία και την παιδεία, οι ίδιοι που προστάτεψαν τις τράπεζες και όχι τις οικογένειες και κάλυψαν τις υποθέσεις διαφθοράς στους κύκλους τους. Υπάρχουν πολλά κοινά συμφέροντα –αν και δεν έχουν δυστυχώς σχηματοποιηθεί και κατανοηθεί πλήρως– ανάμεσα σε σημαντικό κομμάτι αυτών που ζητάνε την ανεξαρτησία της Καταλονίας και σε όσους αντιτίθενται στο δικομματισμό των PP-PSOE και των πολιτικών τους. Εάν ο Ραχόι (και το PSOE του Πέδρο Σάντσεζ) χάσουν την αντιπαράθεση για την Καταλονία, το κύρος τους θα πληγεί σε όλη τη χώρα. Το αίσθημα της συντριβής θα γενικευτεί.
Η κατανόηση αυτής ακριβώς της διπλής στρατηγικής, εντός και εκτός Καταλονίας, είναι που μπορεί να γεννήσει το «μικρόβιο» της εθελοντικής συνύπαρξης, γειτνίασης και συμμαχίας ανάμεσα σε δύο ανεξάρτητους λαούς που μπορούν να αντιμετωπίσουν από κοινού τους εσωτερικούς και διεθνείς οικονομικούς εχθρούς τους. Η προσέγγιση του εθνικού ζητήματος δεν πρέπει να γίνεται με βάση την πολιτική ταυτότητας ή με συναισθηματικούς όρους, αλλά με μια δημοκρατική στρατηγική λογική. Αυτός είναι ο τρόπος για να μη λοξοδρομήσουμε, να μη συγχέονται οι φίλοι με τους αντιπάλους, να δίνονται οι σωστές προτεραιότητες και να μη χειραγωγούμαστε από όσους είτε δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα, είτε θέλουν να «αλλάξουν τα πάντα, ώστε να μην αλλάξει τίποτα».
Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να συμβεί στην περίπτωση μιας μετωπικής σύγκρουσης ανάμεσα στους θεσμούς του ισπανικού κράτους και των Καταλανών. Κανείς δεν μπορεί να δει με απόλυτη διαύγεια το αποτέλεσμα μιας τέτοιας σύγκρουσης. Αλλά αυτή η σύγκρουση δεν έχει τίποτα καλό να προσφέρει στο σημερινό πληγωμένο καθεστώς και μπορεί να αναδείξει πολλές δυνατότητες για τις δημοκρατικές δυνάμεις που παλεύουν ενάντια στη λιτότητα σε όλη τη χώρα, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι μπορούμε να εκτιμήσουμε σωστά την κατάσταση και δεν θα αφήσουμε την πρωτοβουλία κινήσεων σε όσους παλεύουν να σώσουν αυτό το πολιτικό σύστημα και το θεσμικό του πλαίσιο που καταρρέει.