«Από τον Κέυνς στην Θάτσερ Χωρίς Επιστροφή» των Χρήστου Λάσκου, Ευκλείδη Τσακαλώτου (Εκδόσεις «ΚΨΜ», Σελίδες 220)

Ημερ.Δημοσίευσης

Το βιβλίο των Ευκλείδη Τσακαλώτου και Χρήστου Λάσκου «Από τον Κέυνς στη Θάτσερ Χωρίς Επιστροφή: Καπιταλιστικές Κρίσεις, Κοινωνικές Ανάγκες, Σοσιαλισμός» αποτελεί ένα πολύτιμο βοήθημα για την κατανόηση τόσο της έκτασης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, όσο και των διεργασιών που οδήγησαν στην επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού.

Η ανάγκη για βιβλία ανάλυσης της παρούσας κρίσης από μαρξιστική σκοπιά είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Και νομίζουμε πως το συγκεκριμένο βιβλίο, παρά τις επιμέρους διαφωνίες που μπορεί να δημιουργεί, πατάει στέρεα στο έδαφος αυτής της ανάλυσης, παρουσιάζοντας μια συνεκτική ερμηνεία της εξέλιξης του σύγχρονου καπιταλισμού και αναλύοντας τα σημεία καμπής σε αυτή την πορεία.  

Ένα από αυτά τα σημεία και στο οποίο αφιερώνεται το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου είναι η κρίση της δεκαετίας του 1970. Μια κρίση που είναι συνδεδεμένη, σύμφωνα με τους συγγραφείς, με μια δραστική μείωση του ποσοστού κέρδους, έστω και αν το μέγεθος αυτής της μείωσης προκάλεσε πολλές αντιπαραθέσεις μεταξύ των οικονομολόγων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πορείας μείωσης του ποσοστού κέρδους είναι ότι για τις ΗΠΑ αυτό κινήθηκε από το 14% το έτος 1965 σε μόλις 4% το 1982.

Η εισαγωγή νεοφιλελεύθερων πολιτικών τη δεκαετία του 1970 και η εξάπλωσή τους αποτέλεσε τον τρόπο με τον οποίο οι άρχουσες τάξεις προσπάθησαν να απαντήσουν σε αυτή τη μείωση, μέσα από το ξήλωμα των κατακτήσεων του κόσμου της εργασίας της προηγούμενης περιόδου. Δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο στην ιστορία του καπιταλισμού. Όπως αναφέρουν και οι συγγραφείς:

«Έτσι και αλλιώς, πάντως, ανεξαρτήτως της «αιτίας» της καθεμιάς συγκεκριμένης κρίσης, η αύξηση της εκμετάλλευσης είναι η βασιλική οδός για την καπιταλιστική της υπέρβαση».

Είναι εκείνη η περίοδος που σημαίνει την αρχή πολιτικών περιορισμού του κοινωνικού κράτους και τη δυναμική είσοδο των «αγορών» στο δανεισμό κρατών και στη διαμόρφωση της πολιτικής ατζέντας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η αναφορά στη στάση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και κομμάτων της Αριστεράς, όπως του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας και του Εργατικού Κόμματος στη Μεγάλη Βρετανία, τα οποία, μέσα από μια ρητορική υπεύθυνης εθνικής στάσης απέναντι στην κρίση, επέτρεψαν την αντεπίθεση του κεφαλαίου.

Η αντεπίθεση του κεφαλαίου και η κρίση του 2008 είναι τα θέματα του δεύτερου κεφαλαίου του βιβλίου. Σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Χάρβεϊ, ο νεοφιλελευθερισμός είχε δύο βασικούς στόχους: την αποκατάσταση της ταξικής ισχύος των καπιταλιστών και την εγκαθίδρυση μιας νέας εποχής εκτεταμένης καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αυτό το ιδιαίτερα ενδιαφέρον κεφάλαιο του βιβλίου ασχολείται με τις οικονομικές διαδικασίες οι οποίες χαρακτηρίζουν την περίοδο μέχρι το 2008, παραθέτοντας αρκετά τεκμηριωμένα στοιχεία.

Η παγκοσμιοποίηση, η φιλελευθεροποίηση των χρηματαγορών, το διεθνές εμπόριο αναλύονται και εξηγείται η επίδραση τους στον τομέα της εργασίας. Η ανάλυση του ρόλου του χρηματιστικού κεφαλαίου στην παρούσα κρίση, ξεφεύγει από την πεπατημένη των κυρίαρχων μέσων και είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική, ενώ η πραγματική αρετή της οπτικής των συγγραφέων γίνεται φανερή στο βάρος που δίνουν στη μελέτη των κοινωνικών αιτίων της κρίσης, όπως η αύξηση των ανισοτήτων μετά τη δεκαετία του ’70.

Το τέταρτο κεφάλαιο αφιερώνεται αρκετά στην ανάλυση της κατάστασης στην Ευρώπη και την Ελλάδα. Όσον αφορά την από εδώ πλευρά του Ατλαντικού σημειώνεται ότι «Η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης υπαγορεύτηκε από το χειροπιαστό και άμεσο κοινό συμφέρον των εθνικών αρχουσών τάξεων να αμφισβητήσουν το κοινωνικό κεκτημένο στην Ευρώπη, δηλαδή τις εργατικές κατακτήσεις των προηγούμενων δεκαετιών», ενώ για την Ελλάδα παρατίθενται αναλυτικά στοιχεία για την κερδοφορία του ελληνικού κεφαλαίου τα τελευταία χρόνια, το μερίδιο των μισθών, όπως επίσης στοιχεία για την μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και για το πραγματικό κόστος του κοινωνικού κράτους.

Στην εξήγηση της αύξησης του δημοσιονομικού ελλείμματος και του χρέους οι συγγραφείς αναφέρονται σε μια σειρά παράγοντες που δεν περιλαμβάνονται στις επίσημες ερμηνείες: «την τεράστια και εμπράκτως νομιμοποιημένη από την εξουσία φοροδιαφυγή και φοροκλοπή... την έμμονη και διαρκή μέριμνα των κυβερνήσεων να μειώνουν τους φόρους στο κεφάλαιο (ο φορολογικός συντελεστής στα κέρδη μειώθηκε από 40% το 1995, στο 24% το 2010... (ο εν δυνάμει φορολογικός συντελεστής ήταν μόνο 15,9%), την κοινωνικοποίηση των χρεών των εταιρειών του ιδιωτικού τομέα, τις υπερβολικές στρατιωτικές δαπάνες... τη στήριξη των ιδιωτικών τραπεζών μετά την κρίση (με συνολικό μέγεθος άνω των 110 δισ. ευρώ). Στις εκσυγχρονιστικές-νεοφιλελεύθερες αναλύσεις, οι τραπεζίτες, οι κατασκευαστές, οι προμηθευτές όπλων και μια σειρά άλλων ομάδων σπάνια αντιμετωπίζονται ως συντεχνιακά συμφέροντα»

Συμπερασματικά πρόκειται για ένα βιβλίο που προσπαθεί και καταφέρνει μια αριστερή ανάλυση της κρίσης και του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα, όχι με έναν αφηρημένο τρόπο, αλλά με παραδείγματα από την πρόσφατη ιστορία. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι πρόκειται για μία όχι εύκολη προσπάθεια αποδόμησης της κυρίαρχης ιδεολογίας και του τρόπου με τον οποίο γίνονται οι αναλύσεις για την κρίση από τη μεριά της.

Έχει πολύ μεγάλη σημασία για την επίσημη αφήγηση η προσπάθεια να διαχωριστεί η τρέχουσα οικονομική κρίση από τα αίτιά της και να παρουσιαστεί σαν ένα αποκομμένο φαινόμενο από τις επιλογές των προηγούμενων δεκαετιών και τον τρόπο που είχε οργανωθεί η παραγωγή. Η αντιμετώπισή της περιορίζεται μόνο στο επίπεδο καλύτερης ρύθμισης «υποτίθεται» των κρατικών χρεών και του νοικοκυρέματος των οικονομικών τους. Το βιβλίο, με τον τρόπο που είναι γραμμένο, δίνει πλήθος απαντήσεων σε αυτή την οπτική.

Όπως αναφέρεται και στην εισαγωγή του βιβλίου από τους συγγραφείς, πρόκειται περισσότερο για ένα βοήθημα πολιτικής ανάλυσης παρά για μια τεχνική πραγματεία γύρω από τα ζητήματα της κρίσης. Θέτει τα θέματα της οικονομίας σε σχέση με την κοινωνία και τις ταξικές αντιπαραθέσεις, ξαναπιάνοντας το νήμα μιας μαρξιστικής παράδοσης ερμηνείας των οικονομικών θεμάτων, δίνοντας έμφαση στα βαθύτερα αίτια και στην ταξική πάλη.
Επίσης καίρια είναι η συμβολή του βιβλίου στην προσπάθεια να τοποθετηθεί η ελληνική κρίση στο πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή ανήκει: δεν πρόκειται για μια ειδική περίπτωση, αλλά μάλλον για ένα κομμάτι της παγκόσμιας κρίσης, με τις ιδιαιτερότητές της βέβαια, αλλά σε καμία περίπτωση αποκομμένη από την αλυσίδα των εξελίξεων σε παγκόσμιο επίπεδο.

Πρόκειται λοιπόν για ένα πολύ χρήσιμο βιβλίο για τους αγωνιστές της Αριστεράς και σε αυτή την κατεύθυνση βοηθάει η επιμονή στις θέσεις που ενοποιούν τα διάφορα ρεύματα της Αριστεράς, αποφεύγοντας να πάρει θέση για τα ζητήματα της τρέχουσας πολιτικής επικαιρότητας. Από την άλλη, αυτή ακριβώς η έλλειψη ίσως να αποτελεί και το αδύνατο σημείο του.