Σε ένα διάσημο απόσπασμά του, ο Γκράμσι περιγράφει μια σκοτεινή μεταβατική εποχή, όπου το «παλιό» πεθαίνει, αλλά δεν έχει πεθάνει ακόμα, ενώ το «καινούργιο» γεννιέται, αλλά δεν έχει ακόμα γεννηθεί. Τη δύσκολη αυτή περίοδο ο μεγάλος Σαρδηνός μαρξιστής περιγράφει ως «εποχή των τεράτων». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχουμε μπει σε μια «εποχή των τεράτων».1

Η νίκη του νεοφασίστα Μπολσονάρο στη Βραζιλία είναι μια συγκλονιστική είδηση που θα επηρεάσει άμεσα τη Λατινική Αμερική και προοπτικά ολόκληρο τον κόσμο. Μια σκληρή ακροδεξιά, με επικεφαλής έναν θαυμαστή της δικτατορίας και των βασανιστηρίων, βρίσκεται στην εξουσία στην 8η σε μέγεθος οικονομία στον κόσμο, επικεφαλής του ισχυρότερου στρατού στη Λατινική Αμερική και μιας μεγάλης αστυνομίας με φρικτό παρελθόν αιματηρής καταπίεσης μέσα στη χώρα, αλλά και σε όλη την υπο-ήπειρο.
Ασφαλώς, ιστορικές ευθύνες για τη νίκη του Μπολσονάρο έχει η ηγεσία του Εργατικού Κόμματος (PT) που, από την εποχή της πρώτης νίκης του Λούλα το 2003, άσκησε την κυβερνητική εξουσία στη Βραζιλία. Η κυβερνητική πολιτική του PT, παρά τις κάποιες οριακές βελτιώσεις στο βιοτικό επίπεδο των φτωχότερων των φτωχών, ταυτίστηκε με τις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις που απαιτούσε το κεφάλαιο. Η μετάβαση του «λουλισμού» στον νεοφιλελευθερισμό και η ήττα των μεγάλων κινητοποιήσεων εργατικής και λαϊκής αντίστασης στο PT στα χρόνια που ακολούθησαν, οδήγησαν στη μαζική απογοήτευση και στη διαλυτική κρίση της κοινωνικής βάσης που είχε στηρίξει τη νίκη του Λούλα. Το PT βυθίστηκε στα σκάνδαλα διαφθοράς και η επιχείρηση «καθαρά χέρια», που εξαπέλυσαν οι καθεστωτικές δυνάμεις με πρωτοπόρους τους δικαστικούς, έχτισαν τις πολιτικές συνθήκες για τη σημερινή νίκη της ακροδεξιάς. Η ιστορία αυτή βγάζει «μηνύματα» με πολλούς αποδέκτες, μεταξύ των οποίων προφανώς συγκαταλέγονται οι εγχώριοι ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ.
Πολύ περισσότερο που το «φαινόμενο» Μπολσονάρο δεν είναι απομονωμένο.
Σήμερα στην ηγεσία των ΗΠΑ είναι ο Τραμπ, στη Ρωσία ο Πούτιν, στην Ιταλία ο Σαλβίνι, στην Ουγγαρία ο Ουρμπάν, στην Αυστρία ο συνασπισμός της Δεξιάς και της ακροδεξιάς που δήλωσε ότι αποσύρεται από τη συμφωνία του ΟΗΕ για τα δικαιώματα των προσφύγων και μεταναστών, γιατί αυτή «περιορίζει την εθνική κυριαρχία» της χώρας τους.
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι μόνο «αυθόρμητο». Ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου σωστά και έγκαιρα εντόπισε τη σημασία της πρόσφατης περιοδείας του Στίβεν Μπάνον στην Ευρώπη. Αυτός ο γκουρού του Τραμπ και της Νέας Δεξιάς στις ΗΠΑ, αυτός ο άνθρωπος των τραπεζών (μεταξύ άλλων της διαβόητης Goldman Sachs) και των ΜΜΕ, προβάλλει ένα «νέο» πρόγραμμα: την αταλάντευτη επιμονή στη νεοφιλελεύθερη επιθετικότητα των αντιμεταρρυθμίσεων, σε συνδυασμό με μια απορρύθμιση της «παγκοσμιοποίησης» με την επιστροφή στις πολιτικές εθνικής προτεραιότητας και εθνικής κυριαρχίας, την επανανακάλυψη του οικονομικού εθνικισμού και, κατά συνέπεια, την ενίσχυση του πολιτικού εθνικισμού και του ρατσισμού. Ο Μπάνον, «συνομιλώντας» με τη Λεπέν και την AfD, με τον Ουρμπάν και τον Σαλβίνι, υποστηρίζει τον συντονισμό της εθνικιστικής-ρατσιστικής ακροδεξιάς στην Ευρώπη και προαναγγέλλει μια «έκρηξη» της ακροδεξιάς στα αποτελέσματα των ευρωεκλογών του Μάη του 2019. Και δεν μένει στα λόγια: Το ίδρυμα που έχει ιδρύσει και ο δημοσιογραφικός οργανισμός Breitbart που διευθύνει, θα διαθέσουν πολλά χρήματα για την προεκλογική καμπάνια της ακροδεξιάς. Η σκληρή αμερικανική Νέα Δεξιά έχει «αποβιβαστεί» στην Ευρώπη.
Όμως, επίσης, το φαινόμενο δεν είναι κυρίως «κατευθυνόμενο», δεν είναι το αποτέλεσμα μιας συνωμοτικής ακροδεξιάς δραστηριότητας.
Στα 10 χρόνια από το ξέσπασμα της κρίσης, οι κυρίαρχες τάξεις κατόρθωσαν να κάμψουν τις αντιστάσεις και να εξουδετερώσουν τις «απειλές», με αποτέλεσμα να είναι οι ίδιες οι κυρίως επωφελούμενες από τις πολιτικές που αναπτύχθηκαν στα χρόνια της κρίσης. Πατώντας σήμερα πάνω στο «κεκτημένο» της ενίσχυσης των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων, ευνοούν την ανάπτυξη της σύγχρονης ακροδεξιάς: των πολιτικών δυνάμεων που υπερασπίζουν φανατικά τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές ως «φυσιολογικές», ενώ ταυτόχρονα δαιμονοποιούν ως παράλογη και «αφύσικη» την εργατική/λαϊκή αντίσταση σε αυτές, αλλά επίσης προσφέρουν σε τσακισμένα λαϊκά στρώματα ένα στόχο εκτόνωσης της συσσωρευμένης οργής, έναν αποδιοπομπαίο τράγο, χτίζοντας τις ιδέες, αλλά και τις κινητοποιήσεις ενάντια στους πρόσφυγες και τους μετανάστες.
Η σύγχρονη ακροδεξιά δεν οχυρώνεται πλέον πίσω από τα ιστορικά σύμβολά της. Επιδιώκοντας να κερδίσει μαζικά ακροατήρια, προσπαθεί συστηματικά να αποκηρύξει τη σχέση της με τους προγόνους –με τον Χίτλερ, τον Μουσολόνι, τον Φράνκο κ.ο.κ.– προβάλλοντας ένα «νέο» πρόσωπο: της τάχα εναλλακτικής λύσης απέναντι στα δεινά της παγκοσμιοποίησης, μέσω της επιστροφής στην εθνική/κρατική κυριαρχία, στις πολιτικές «εθνικής προτεραιότητας», στον προστατευτισμό και την αγιοποίηση των κρατικών μηχανισμών (με μια προτεραιότητα στο στρατό, την αστυνομία, την εκκλησία…).
Κρίση
Ποιο είναι το υπόβαθρο αυτής της εξέλιξης;
Το 2008 η κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς «ανακοίνωσε» στον πλανήτη το ξέσπασμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης, της βαθύτερης που συγκλόνισε τον καπιταλισμό μετά την ιστορική κρίση που άρχισε το 1929 και τερματίστηκε μέσω της καταστροφής που προκάλεσε το σφαγείο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Όσοι θεωρούν ότι η κρίση του ’29 αντιμετωπίστηκε με το Νιου Ντιλ του Ρούζβελτ, ότι ακολούθησε μια «ανάπαυλα» μεταξύ 1934-1936 και μετά ξέσπασε μια «νέα κρίση», απλώς απέχουν από τα βασικά θεωρητικά κεκτημένα όλης της μαρξιστικής Αριστεράς διεθνώς.
Η κρίση του 2008 τερμάτισε το «μπουμ» της δεκαετίας του ’90, αναδεικνύοντας το ιστορικό αδιέξοδο του νεοφιλελευθερισμού που είχε στηρίξει τις προηγούμενες επιτυχίες των Θάτσερ, Ρίγκαν, Κλίντον κ.ο.κ. Στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, οι καθεστωτικές δυνάμεις, μπροστά στην κρίση, στηρίχθηκαν σε δύο βασικά γιατροσόφια: Αφενός, στα μαζικά προγράμματα κρατικής «ενίσχυσης», κυρίως των τραπεζών, με τη διάθεση κολοσσιαίων ποσών της τάξης των δεκάδων τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Αφετέρου, με τη σκληρή απαίτηση προς τις κυβερνήσεις και τους διεθνικούς «θεσμούς» να συνεχίσουν απαρέκλιτα τις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις.
Αυτά τα μέτρα εμφάνισαν, προσωρινά, γύρω στο 2015, μια κάποια αποτελεσματικότητα. Το τσάκισμα των μισθών και των εργατικών δικαιωμάτων, μέσω της διαρκούς πίεσης των αντιμεταρρυθμίσεων, οδήγησε σε μια αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Το φαινόμενο είχε σημαντικές υποσημειώσεις: οι ίδιοι οι καθεστωτικοί αναλυτές το περιγράφουν ως ασθενικό και αβέβαιο, ενώ ταυτόχρονα δεν αφορούσε στον ίδιο βαθμό όλα τα «κέντρα» του συστήματος.
Όμως το βασικό πρόβλημα δεν ήταν αυτό. Όλοι οι δείκτες για τις επενδύσεις και η ιστορικών διαστάσεων στασιμότητα της παραγωγικότητας (στα επίπεδα των μέσων της δεκαετίας του 2000…) δείχνουν ότι οι ίδιοι οι καπιταλιστές δεν πιστεύουν ότι το σύστημά τους έχει μπει σε «φωτεινό κύκλο». Η αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων κατευθύνεται κυρίως στην αποθησαύριση, δηλαδή στη δημιουργία μιας σειράς από νέες «φούσκες».
Η επέτειος των 10 χρόνων από το ξέσπασμα της κρίσης αντιμετωπίστηκε με μια αξιοσημείωτη επίδειξη απαισιοδοξίας από τα «σοβαρά» έντυπα που οργανώνουν τη διεθνή συζήτηση μεταξύ των καπιταλιστών. Αυτά υπογράμμιζαν, σε μια σπάνια ομοβροντία ομοφωνίας, ότι καμιά από τις σοβαρές αιτίες που προκάλεσαν το 2008, δεν έχει «θεραπευτεί», ότι τα «αποθέματα» κεντρικής παρέμβασης στο ενδεχόμενο μιας νέας επιδείνωσης είναι πολύ πιο περιορισμένα, ενώ προειδοποιούσαν ότι τα επερχόμενα «νέα επεισόδια» θα έχουν διαστάσεις συγκρίσιμες με του 2008 (ή και μεγαλύτερες…) και θα δοκιμάσουν σοβαρά τη συνοχή του συστήματος.
Τα προβλήματα που ήρθαν στο προσκήνιο στη συνέχεια (χρηματιστηριακό κραχ, επανεμφάνιση της αστάθειας στις τράπεζες, κρίση στις «αναδυόμενες» οικονομίες όπως στην Τουρκία, την Αργεντινή, τη Βραζιλία κ.ο.κ.) επιβεβαιώνουν αυτή την εκτίμηση.
Τα σκαμπανεβάσματα του συστήματος έχουν και μια διασκεδαστική παρενέργεια. Μέσα στις γραμμές τις αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, κάποιοι «σοβαροί αναλυτές» θεωρούν ότι έχουν τα περιθώρια να κηρύσσουν (π.χ. τον Μάρτη του 2018) το «τέλος της κρίσης», να διαπιστώνουν ότι μπαίνουμε σε ένα «μεσοδιάστημα σταθερότητας του συστήματος» και να επανέρχονται έντρομοι (π.χ. τον Σεπτέμβρη του 2018), διαπιστώνοντας μια νέα «σεισμικών διαστάσεων κρίση». Όσοι αλλάζουν απόψεις, εκτιμήσεις και στρατηγικές κάθε Τρίτη-Πέμπτη-Σάββατο, ας προφυλαχτούν τουλάχιστον από τη γελοία πεποίθηση ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός τους ακολουθεί σε αυτόν τον ρυθμό της ανεμοδούρας.
Η καλύτερη απόδειξη της παρατεταμένης κρίσης του συστήματος είναι το πέρασμά της στο πολιτικό πεδίο και ο πολύ πιο επικίνδυνος παροξυσμός των ανταγωνισμών.
Η πολιτική ζωή σε βασικές χώρες του συστήματος μοιάζει σαν να έχει μπει στην… πρίζα. Ο Τραμπ στην Αμερική είναι το κορυφαίο παράδειγμα, αλλά εξίσου σοκαριστικό είναι ο ακροδεξιός Σαλβίνι στην Ιταλία (τη μητέρα-πατρίδα της ευρωπαϊκής Αριστεράς και της σύγχρονης άκρας Αριστεράς) ή οι δημοσκοπικές προβλέψεις που λένε ότι η Λεπέν βρίσκεται πλέον στην πρώτη θέση στη Γαλλία.
Ο Γκράμσι εξηγούσε αυτά τα φαινόμενα ως αποτέλεσμα της σύμπτωσης της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης.
Έγραφε:
«Σε ένα δεδομένο σημείο της ιστορικής εξέλιξης, κοινωνικά στρώματα αποσπώνται από τα παραδοσιακά κόμματά τους. Με άλλα λόγια, τα παραδοσιακά κόμματα στη συγκεκριμένη οργανωτική μορφή τους, με τους συγκεκριμένους ανθρώπους που τα συγκροτούν, τα αντιπροσωπεύουν και τα καθοδηγούν, δεν αναγνωρίζονται πλέον από τις τάξεις (ή τα τμήματα των τάξεων) ως εκφραστές τους. Όταν τέτοιες κρίσεις προκύπτουν, η άμεση κατάσταση μετατρέπεται σε ευαίσθητη και επικίνδυνη, γιατί το πεδίο γίνεται ανοιχτό για βίαιες λύσεις, για τη δραστηριοποίηση άγνωστων δυνάμεων, που εκπροσωπούνται από χαρισματικούς “ανθρώπους του πεπρωμένου”».
Πρόκειται για μια προφητική περιγραφή του συνδυασμού της αστάθειας και μεταβλητότητας των συνθηκών (που εγκυμονεί ευκαιρίες για το κίνημα και την Αριστερά), αλλά και της επικινδυνότητας των συνθηκών, που γίνονται «ανοιχτές για βίαιες λύσεις» σε βάρος του κινήματος, της Αριστεράς και της κοινωνικής πλειοψηφίας. Αυτό το «περιβάλλον» αναπτύσσεται και μπορεί να ερμηνευτεί μόνο ως αποτέλεσμα της σύμπτωσης της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης του συστήματος. Αν αυτά τα θεμελιώδη φαινόμενα δεν ήταν εν εξελίξει, τότε η Κλίντον θα κατοικούσε στο Λευκό Οίκο, στη Βρετανία ο Κάμερον θα απολάμβανε τους καρπούς της νίκης του στο δημοψήφισμα κατά του Brexit, στην Ιταλία θα κυριαρχούσε η σοσιαλφιλελεύθερη κεντροαριστερά και στη Γαλλία ο Μακρόν θα σχεδίαζε τη μακροπρόθεσμη ηγεμονία του. Όμως ο κόσμος έχει πλέον την τάση να έρθει ανάποδα…
Πολύ πιο επικίνδυνο γίνεται το πεδίο των ανταγωνισμών μεταξύ των καπιταλιστών που, παρά τις αλλαγές που έχει επιφέρει η «παγκοσμιοποίηση» της δράσης του κεφαλαίου, εξακολουθούν να διαθέτουν ως βάση τα κράτη μέσα στα οποία αναπτύχθηκαν ακόμα και οι πιο πολυπλόκαμες των πολυεθνικών εταιριών. Ο Τραμπ συνεχίζει ασφαλώς να υπερασπίζει τους τομείς της «παγκοσμιοποίησης» που αποτελούν ζωτικό χώρο για τις αμερικανικές πολυεθνικές, αλλά πλέον δεν διστάζει καθόλου μπροστά σε μέτρα σκληρού προστατευτισμού, σκληρού οικονομικού εθνικισμού, όπου αυτές οι πολιτικές είναι αναγκαίες για την προστασία άλλων τμημάτων του αμερικανικού κεφαλαίου. Αυτή η στροφή στη μεγαλύτερη σε όγκο οικονομία του πλανήτη θα βρει αναπόφευκτα μιμητές, θα πάρει αναπόφευκτα ανάλογες απαντήσεις από τους άλλους «παίκτες» του συστήματος. Για την ακρίβεια, αυτό ήδη συμβαίνει: η Κίνα, η Ρωσία, η ΕΕ δεν συζητούν για το εάν θα πάρουν αντίμετρα προστατευτισμού, αλλά για το ποια ακριβώς θα είναι αυτά και με τι ρυθμό θα ξεδιπλωθούν. Και ακολουθούν ακόμα και οι δευτερεύοντες «παίκτες»: για παράδειγμα, ο Μπολσονάρο δήλωσε ότι θα τελειώσει με τις «φιλολογίες» περί λατινο-αμερικανισμού, που ενισχύθηκαν από τον Λούλα και όλο το «ροζ κύμα» της προηγούμενης περιόδου, και θα αντικαταστήσει αυτόν τον προσανατολισμό με αυτόνομη πορεία του βραζιλιάνικου καπιταλισμού και διμερείς σχέσεις, κυρίως με τις ΗΠΑ.
Αυτή η ένταση των ανταγωνισμών, επίσης, μπορεί να ερμηνευτεί μόνο πάνω στο έδαφος της εκτίμησης για την παρατεταμένη και βαθιά κρίση. Οι «ευκαιρίες» γίνονται για όλους λιγότερες και κατά συνέπεια ο αγώνας για το άρπαγμά τους γίνεται όλο και πιο λυσσαλέος.
Και όλοι μας οφείλουμε να θυμόμαστε ότι ο οικονομικός εθνικισμός ήταν, πάντα στην ιστορία, ο «πρόλογος» του πολιτικού εθνικισμού, του ρατσισμού και της φιλοπόλεμης ιμπεριαλιστικής απληστίας.
Πολιτική
Αυτή η εξέλιξη βάζει τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς μπροστά σε κρίσιμες πολιτικές επιλογές:
1. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τις δυνάμεις της εθνικιστικής-ρατσιστικής ακροδεξιάς ως θανάσιμο αντίπαλο του εργατικού-λαϊκού κινήματος και κάθε εκδοχής της Αριστεράς. Αυτή η εκτίμηση πρέπει να είναι απόλυτη, χωρίς δισταγμούς και υποσημειώσεις, και θα πρέπει να οδηγεί σε μια πολιτική τακτική σκληρής αντιπαράθεσης με τις ιδέες, με τις πρωτοβουλίες και τις κινητοποιήσεις, με την ατζέντα της ακροδεξιάς.
Μια τάση μετατόπισης προς την ατζέντα και τα ακροατήριά τους (όπως κάνει π.χ. ο λεγόμενος «πατριωτικός» χώρος) είναι ένα εξαιρετικά επικίνδυνο πολιτικό λάθος, γιατί οδηγεί στη νομιμοποίηση και όχι στην απομόνωση των νεοφασιστών. Το λάθος αυτό το πλήρωσε ακριβά το Linke στη Γερμανία, όταν η «ριζοσπαστική» εκπρόσωπός του Σάρα Βάγκενχεντ μετατοπίστηκε προς τις πολιτικές «εθνικής κυριαρχίας», με αποτέλεσμα να βυθιστεί το Linke μέσα στη σύγχυση και να αφεθούν οι Πράσινοι ως η μόνη ορατή εναλλακτική επιλογή απέναντι στη ρατσιστική AfD.
Απέναντι στην πολιτική του Σαλβίνι δεν είναι δυνατόν να παραμένει κανείς στα ερωτήματα «εάν και εφόσον ολοκληρώσει τη ρήξη με την ΕΕ και την έξοδο από το ευρώ», χάνοντας από τα μάτια του το γεγονός ότι ο Σαλβίνι προχωρά σε αυτές τις επιλογές ως τμήμα ενός προγράμματος και μιας τακτικής που είναι ολοκληρωτικός πόλεμος ενάντια σε κάθε κατάκτηση της εργατικής τάξης, ένας πόλεμος κρυμμένος πίσω από τις πρωτοφανείς σε σκληρότητα επιθέσεις στους μετανάστες και στους πρόσφυγες.
2. Η πάλη ενάντια στην ακροδεξιά οφείλει να μην υποχωρήσει ούτε πόντο πίσω από την κεντρική ιδέα ότι το «ακραίο κέντρο», ο χώρος που δημιουργείται μέσω της σύγκλισης των συντηρητικών κομμάτων, της σοσιαλδημοκρατίας και της κεντροαριστεράς, δεν αποτελεί εναλλακτική λύση στους νεοφασίστες.
Αντίθετα είναι η πολιτική του «ακραίου κέντρου», η πολιτική της προχώρησης στο νεοφιλελευθερισμό, που στρώνει μέσω των αντιμεταρρυθμίσεων το δρόμο στην ακροδεξιά. Και ταυτόχρονα, το «ακραίο κέντρο» ανοίγει το δρόμο στις πιο συγκεκριμένες, στις «ταυτοτικές» πρωτοβουλίες του ρατσισμού και του εθνικισμού: Τη ρατσιστική αντιμετώπιση των προσφύγων και των μεταναστών δεν την «έχτισαν» οι νεοφασίστες, αλλά οι κυβερνήσεις και οι διεθνικοί θεσμοί όπως η ΕΕ-φρούριο. Την ισλαμοφοβία δεν την θέριεψε ο Τραμπ και η Νέα Δεξιά, αυτοί ήρθαν να μαζέψουν τους καρπούς της προηγούμενης αντιδραστικής μετατόπισης των «πολυπολιτισμικών» τύπου Χίλαρι Κλίντον ή Ομπάμα. Τον αυταρχισμό και την ενίσχυση του κύρους της αστυνομίας και του στρατού τον έχτισαν οι σοσιαλφιλελεύθερες κυβερνήσεις που χρειάστηκαν το «κράτος πυγμής» για να επιβάλουν τις αντιμεταρρυθμίσεις κ.ο.κ.
Όσοι είδαν τον Μακρόν ως εκλογικό αντίβαρο στη Μαρίν Λεπέν είναι καταδικασμένοι στο τέλος της ημέρας να επιλέξουν τον Τσίπρα ως αντίβαρο στον… Μιχαλολιάκο.
Αντίθετα, μόνο η αποτελεσματική πάλη ενάντια στις κυβερνήσεις και τα προγράμματά τους, ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς θεσμούς και την πολιτική τους, μπορεί να είναι αποτελεσματική πάλη ενάντια στην ακροδεξιά.
3. Σε αυτή την πορεία, το μεταβατικό πρόγραμμα που έχει ανάγκη η ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά δεν είναι δυνατόν να τεμαχίζεται και οι στόχοι του να θρυμματίζονται σε «στάδια».
Στη Βρετανία σήμερα, αρκετό καιρό μετά το δημοψήφισμα για το Brexit, γνωρίζουμε ότι μια απόφαση για «ρήξη με την ΕΕ» δεν λέει από μόνη της πολλά πράγματα για τον κόσμο της εργασίας και τις προοπτικές του. Για την ακρίβεια, γνωρίζουμε πλέον, δια του παραδείγματος, ότι υπάρχει εκδοχή «ρήξης με την ΕΕ» από δεξιά, μια πολιτική επιστροφής στην ενίσχυση της «εθνικής κυριαρχίας» που συνδυάζεται άνετα με την παράταση της πιο σκληρής λιτότητας. Αν με το ελληνικό παράδειγμα του 2015 αποδείχθηκε ότι η ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ είναι «αναγκαία συνθήκη» για την ανατροπή της λιτότητας, το παράδειγμα της Βρετανίας αποδεικνύει ότι δεν είναι και «ικανή συνθήκη». Η ενοποίηση ανάμεσα στα δύο βασικά στοιχεία μπορεί να προκύπτει μόνο μέσα από μια συνολική πολιτική της ριζοσπαστικής Αριστεράς και τη διεκδίκηση ενός ηγεμονικού ρόλου των εργατικών μαζών μέσα στις εξελίξεις.
Στις επερχόμενες ευρωεκλογές, η άκρα Δεξιά θα κατέβει με κεντρικό σύνθημα: «Επιστροφή στην Ευρώπη των κυρίαρχων εθνών-κρατών» (σύμφωνο Λεπέν-Σαλβίνι). Η αντιπαράθεση με αυτή την αντιδραστική στρατηγική θα υποχρεώνει τη ριζοσπαστική Αριστερά να ενοποιήσει τα αντιιμπεριαλιστικά και αντιαυταρχικά συνθήματά της με τα ταξικά αιτήματα της αντιλιτότητας, θα υποχρεώνει σε διευκρινήσεις πάνω στα αιτήματα για «λαϊκή κυριαρχία» (με την έννοια της υπεράσπισης και της διεύρυνσης των δημοκρατικών δικαιωμάτων) σε ρήξη με τις ιδέες της «εθνικής κυριαρχίας» (και χειρότερα, των «κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας») που στρέφονται προς τον εθνικό ανταγωνισμό, τον επεκτατισμό και αποτελούν νομιμοποιητική βάση για τους εξοπλισμούς και φιλοπόλεμους τυχοδιωκτισμούς.
4. Στην πορεία αυτή θα κληθούμε να παρουσιάσουμε επί σκηνής σοβαρές και αποτελεσματικές δυνάμεις. Είτε στις επερχόμενες πολιτικές-εκλογικές αναμετρήσεις, είτε στις κρίσιμες μάχες της «επόμενης μέρας».
Κάποιοι σύντροφοι, αναλύοντας τη νίκη του Μπολσονάρο στη Βραζιλία, στέκονται αποκλειστικά στις αναμφισβήτητες ευθύνες του PT (και κάποιοι από αυτούς «αναφέρονται» στο PSOL, το Κόμμα για το Σοσιαλισμό και την Ελευθερία που αποτελεί μια «μετωπική» συγκρότηση στα αριστερά του PT).
Όμως είναι άλλο να αναλύεις τα αίτια μιας νίκης της ακροδεξιάς και άλλο να καλείσαι να αντιμετωπίσεις τις συνέπειες αυτής της νίκης.
Ας δούμε τι λένε οι ίδιοι οι σύντροφοι στη Βραζιλία. Αντιγράφουμε από τη διακήρυξη της Resistencia, μιας από τις πιο ριζοσπαστικές τάσεις του PSOL, την επόμενη ημέρα της νίκης του Μπολσονάρο:
«Από σήμερα το κεντρικό μας καθήκον θα είναι η οικοδόμηση ενός Ενιαίου Μετώπου (προσπαθώντας να συγκεντρώσουμε τις δυνάμεις της Αριστεράς –από το PT, το PSOL, το PCdoB, το PCB, το PSTU κ.ά.– αλλά και τις δυνάμεις του εργατικού και φοιτητικού κινήματος), με στόχο να αντισταθούμε και να οδηγήσουμε στην ήττα την ακροδεξιά κυβέρνηση του Ζαΐρ Μπολσονάρο… (μέσα σε αυτή τη γενικότερη αντίσταση) θα παλέψουμε επίσης για την οικοδόμηση μιας Νέας Αριστεράς, που θα επιδιώκει να ξεπεράσει τα βαριά λάθη και τους περιορισμούς του PT, μαζί με το PSOL, το PCB (Κομουνιστικό Κόμμα Βραζιλίας), το MTST (Κίνημα Αστέγων Εργατών), το APIB (Συντονισμός των Ιθαγενικών Λαών στη Βραζιλία) και άλλα τμήματα που επιδιώκουν μια νέα σοσιαλιστική προοπτική για τη χώρα…».
Δεν γνωρίζουμε την κατάσταση στη Βραζιλία και δεν μας αφορά να πάρουμε θέση για την ακρίβεια κάθε αράδας αυτής της πολιτικής στάσης. Η συγκεκριμένη ανάλυση των συγκεκριμένων συνθηκών είναι αναντικατάστατη προϋπόθεση μπροστά σε τέτοιες επιλογές και αποφάσεις. Όμως, για άλλη μια φορά αποδεικνύεται ότι το Ενιαίο Μέτωπο στις σημερινές συνθήκες αποτελεί τη lingua franca των ακτιβιστών, των αγωνιστών που καλούνται να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά. Αποτελεί τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε κάθε σοβαρή απόπειρα αντίστασης και παρέμβασης, και τους ανέξοδους και αδιέξοδους βερμπαλισμούς. Ταυτόχρονα διαπιστώνουμε ότι οι σύντροφοι αυτοί, σωστά κατά τη γνώμη μας, συνδέουν την υποχρέωση του Ενιαίου Μετώπου με τη διεκδίκηση ενός σοβαρού, συστηματικού, διαρκούς συντονισμού στη δράση των δυνάμεων της «άλλης», της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Αυτή η απλή, αλλά τόσο ουσιαστική επιλογή, εδώ χάνεται κάτω από τόνους φλυαρίας και ασκήσεων επί χάρτου.
Άλλοι επιλέγουν να χτίσουν ένα κάποιο «κόμμα», αποφεύγοντας τα κρίσιμα ερωτήματα του πολιτικού χρόνου, αποφεύγοντας δηλαδή να μας πουν το τι θα κάνουν μέχρι την ίδρυση (σε βδομάδες; Σε μήνες; Σε χρόνια;) αυτού του κόμματος. Άλλοι επιλέγουν να αποχωρήσουν από το «κεντρικό πολιτικό» πεδίο, να επιστρέψουν στο «κοινωνικό», αφήνοντας για αργότερα τις αναγκαίες πολιτικές πρωτοβουλίες (και υποτιμώντας το γεγονός ότι στο μεταξύ, έτσι, ο κόσμος μας θα γίνει βορρά εκβιαστικών διλημμάτων, που άλλους εξυπηρετούν…). Άλλοι βιάζονται να επιστρέψουν στην «ασφάλεια» της ιδεολογικής κριτικής μέσω μικρών και απομονωμένων ομάδων, αποφεύγοντας προς το παρόν(;) πολιτικές ευθύνες.
Αν βάλουμε ως κριτήριο τις ανάγκες του κόσμου μας, γίνεται σαφές ότι χρειάζεται «άλλος δρόμος». Από την πλευρά μας έχουμε δηλώσει ότι η συζήτηση αυτή αφορά κυρίως τις δυνάμεις της ΛΑΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, άλλες δυνάμεις που αποσπάστηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015, οργανώσεις, ομάδες και ανένταχτους αγωνιστές/στριες που επέμειναν στο δρόμο της κοινωνικής αντίστασης. Γνωρίζουμε ότι για μια κοινή στάση και κοινή προσπάθεια αυτού του «χώρου» υπάρχουν πολιτικές προϋποθέσεις. Γνωρίζουμε ότι σοβαρά λάθη της ηγεσίας της ΛΑΕ έκαναν αυτή την προοπτική πιο δύσκολη, γι’ αυτό άλλωστε (εμείς και άλλοι!) αντιδράσαμε έντονα σε αυτά. Όμως γνωρίζουμε, επίσης, ότι οι πολιτικές προϋποθέσεις απαντιόνται πιο εύκολα μέσα από μια κοινή προσπάθεια, αν αναγνωριστεί η σημασία του στόχου να απαντηθούν και αν δηλωθεί η πρόθεση συμμετοχής σε αυτή τη διαδικασία.
Με ορίζοντα όχι μόνο την επόμενη πολιτική-εκλογική αναμέτρηση, αλλά κυρίως την επόμενη ημέρα.
Σημειώσεις
1. Για περισσότερα δες το «Morbid Symptoms» του Ζιλμπέρ Ασκάρ στο τεύχος 108 του International Socialist Review, https://isreview.org/issue/108/morbid-symptoms