1. Η εισβολή της Ρωσίας του Πούτιν στην Ουκρανία, είναι μια ιδιαίτερα επικίνδυνη εξέλιξη για τους λαούς όλου του πλανήτη.
Είναι το αποτέλεσμα της όξυνσης και της κλιμάκωσης των ανταγωνισμών των καπιταλιστικών/ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, όπως αυτές διαμορφώθηκαν κατά τη λεγόμενη «μετα-ψυχροπολεμική» εποχή, στα 30 χρόνια μετά το 1989-91. Της σύγκρουσης μεταξύ του ισχυρότερου Νατοϊκού στρατοπέδου των ΗΠΑ και της ΕΕ, που προώθησαν την οικονομική διείσδυση και την άμεση στρατιωτική παρουσία τους βαθιά στην ανατολική Ευρώπη και του ρωσικού καθεστώτος, που ανασυγκροτήθηκε μέσω του συμβιβασμού του κρατικοκαπιταλιστικού τομέα και των νέων ολιγαρχών στην εποχή του Πούτιν, που διεκδικεί την επιστροφή του σε ρόλο αναγνωρισμένης Μεγάλης Δύναμης στην Ευρασία.
Η σύγκρουση αυτή είναι αντιδραστική και άδικη και από τις δυο πλευρές. Η εργατική τάξη και η διεθνής Αριστερά δεν έχει κανένα πραγματικό συμφέρον για τη νίκη μιας από αυτές σε βάρος της άλλης. Στη σύγκρουση μεταξύ «χορτάτων» και «πεινασμένων» ιμπεριαλιστών, η ανεξαρτησία του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς του πρέπει να διαφυλαχτεί ως κόρη οφθαλμού, όπως ακούραστα υπογράμμιζε ο Λένιν.
2. Σε αυτόν τον ανταγωνισμό ο λαός της Ουκρανίας είναι το πιο άμεσο θύμα. Θα πληρώσει με αίμα, ιδρώτα και δάκρυα τη σύγκρουση των Μεγάλων Δυνάμεων στο έδαφος της χώρας του και τον παροξυσμό των εθνικιστικών διαιρέσεων στο εσωτερικό της. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι αυτό θα ισχύσει και για τον κόσμο στην ανατολική Ουκρανία, στις λεγόμενες «Λαϊκές Δημοκρατίες» του Ντονμπάς. Η ντεφάκτο προσάρτησή τους από τη Ρωσία, δεν θα τους οδηγήσει στο να δρέψουν τους καρπούς μιας υποθετικής «αντιφασιστικής επανάστασης» στα χρόνια μετά το 2014, αλλά στο να μοιραστούν την άγρια εκμετάλλευση και καταπίεση που το καθεστώς Πούτιν επιβάλει σε όλη την εργατική τάξη στο εσωτερικό της Ρωσίας.
Η ελάχιστη υποχρέωση αλληλεγγύης απέναντι σε αυτό τον πληθυσμό, μιας από τις πιο φτωχές και βασανισμένες χώρες στην Ευρώπη, μεταφράζεται στην απαίτηση να αποχωρήσουν από το έδαφος της Ουκρανίας όλες οι εξωτερικές στρατιωτικές δυνάμεις, να δοθεί στους Ουκρανούς η δυνατότητα να αποφασίσουν μόνοι για το μέλλον τους. Το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση, που ο Πούτιν στο διάγγελμά του χαρακτήρισε ως «ιστορικό λάθος του Λένιν και των Μπολσεβίκων», παραμένει μια πολύτιμη-δημοκρατική κληρονομιά της εποχής της Οκτωβριανής Επανάστασης. Οι ΗΠΑ στο Βιετνάμ, στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, η Γαλλία στην Αλγερία, αλλά και η ΕΣΣΔ παλιότερα στο Αφγανιστάν, διαπίστωσαν ότι η παραβίασή του μπορεί να πληρωθεί με ιδιαίτερα οδυνηρό τρόπο.
3. Η εξέλιξη αυτή βάζει ιδιαίτερα καθήκοντα για όσους-όσες ζούμε και παλεύουμε στην Ελλάδα, μια χώρα όπου οι καθεστωτικές δυνάμεις πάντα διακηρύσσουν ότι «ανήκομεν εις την Δύση». Η ρήξη με την πολιτική των ΗΠΑ και της ΕΕ είναι απόλυτη προτεραιότητα, είναι «οδηγός» των υποχρεώσεών μας.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη (συνεχίζοντας εν πολλοίς τις επιλογές των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) εντάσσει ολοκληρωτικά το ελληνικό κράτος στους σχεδιασμούς του ευρωατλαντισμού. Τα πολεμικά «σύμφωνα» με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ, οι «άξονες» με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τα Εμιράτα, η επέκταση των αμερικανονατοϊκών βάσεων και τα κολοσσιαία εξοπλιστικά προγράμματα, περιγράφουν τη βαθιά ένταξη στην πολεμική αλυσίδα της Δύσης. Πρέπει να υπογραμμιστεί η ιδιαίτερη σημασία της στρατιωτικής αξιοποίησης του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης για την οικοδόμηση του αμερικανονατοϊκού χερσαίου «διαδρόμου» ταχείας μετάβασης προς τη Μαύρη Θάλασσα, μιας απόφασης άμεσα ενταγμένης στους πολεμικούς υπολογισμούς για την Ουκρανία.
Όλα αυτά τα σημεία πρέπει να γίνουν μέτωπα πάλης για όλες τις δυνάμεις που θέλουν να ξεδιπλώνουν μια αυθεντικά αντιιμπεριαλιστική/αντικαπιταλιστική πάλη, που οφείλει να αποσκοπεί στην απαίτηση της ρήξης με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Προς τούτο, πρέπει να ξεπερνιέται αποφασιστικά ο καθεστωτικός ισχυρισμός ότι οι εξοπλισμοί, οι πολεμικές προετοιμασίες και η σύσφιξη των σχέσεων με τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, είναι τάχα αναγκαίες και δικαιολογημένες επιλογές, λόγω του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
4. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν είναι καθαρό το εάν και πού θα σταματήσει η «φωτιά» στην Ουκρανία.
Είναι όμως δεδομένο ότι ο κόσμος που ζούμε έχει γίνει πλέον ένας πιο επικίνδυνος τόπος. Η στρατιωτική απειλή, συμπεριλαμβανομένης της πυρηνικής απειλής, γα το μοίρασμα και ξαναμοίρασμα των αγορών, των πρώτων υλών, των ευκαιριών κερδοφορίας και των ζωνών ενισχυμένης επιρροής, είναι μια χαοτική εξέλιξη. Και έχει την τάση να επεκταθεί σε όλες τις γωνιές του πλανήτη: Πχ οι ΗΠΑ με το AUKUS διεκδικούν την πρωτοκαθεδρία στον Ειρηνικό, βάζοντας ως όριο την «ασφάλεια» της Ταϊβάν, ενώ η Κίνα υπενθυμίζει ότι θεωρεί την Ταϊβάν κινεζικό έδαφος…
Όμως πέρα από αυτό τον άμεσο ανταγωνισμό δια των όπλων, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για αυταπάτες σχετικά με τον έμμεσο, με τον οικονομικό-διπλωματικό ανταγωνισμό. Η γλώσσα των «κυρώσεων» που (για την ώρα;) χρησιμοποιούν οι ΗΠΑ και η ΕΕ στην ουκρανική κρίση, είναι απολύτως υποκριτική.
Τα καθεστώτα έχουν εναλλακτικές. Ο Πούτιν θα έχει ως διέξοδο να διαθέσει το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, που μέχρι σήμερα πουλούσε στις ευρωπαϊκές αγορές, προς την Κίνα. Επίσης θα μπορεί να προμηθεύεται από αυτήν τα προϊόντα νέων τεχνολογιών, που μέχρι σήμερα αγόραζε από τη Γερμανία και τις ΗΠΑ.
Όμως οι εργαζόμενοι και οι λαϊκές μάζες θα πληρώσουν ακριβά τις «κυρώσεις». Το παράδειγμα της εκτίναξης προς τα πάνω των τιμών στα καύσιμα και στην ενέργεια που ήδη διαπιστώνουμε στην Ελλάδα, είναι πλέον διεθνές φαινόμενο.
Το κόστος των ανταγωνισμών και των συγκρούσεων θα κληθούν να πληρώσουν τελικά οι εργαζόμενοι, με δραματική επιδείνωση του επιπέδου της ζωής τους.
Αυτό δείχνει και το προς τα πού θα πρέπει να στραφεί ο στρατηγικός προσανατολισμός μας. Στην εποχή που ζούμε, η απάντηση στην ιμπεριαλιστική καταπίεση είναι άμεσα δεμένη με την πάλη ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση. Απέναντι στην αγριότητα που επικρατεί στην Ουάσινγκτον και στο Βερολίνο, αλλά και στη Μόσχα και στο Πεκίνο, η εναλλακτική είναι η πάλη για το σοσιαλισμό και ο διεθνισμός.