Βιβλιοκριτική: "Η Συμμορία - Το διεφθαρμένο σύστημα εξουσίας στην Κύπρο. Το κούρεμα και η διαπλοκή πολιτικών και δικηγόρων"

Μαρία Παναγοπούλου
Ημερ.Δημοσίευσης

Μακάριος Δρουσιώτης • Αλφάδι, 2020 • 300 σελ. • €20,00

βιβλίο Δρουσιώτη

Η διαφθορά στην Κύπρο και τα παρακλάδια της 


Λίγα λόγια για την πολιτική κατάσταση…
Οι φετινές βουλευτικές εκλογές διεξήχθηκαν σε ένα διαφορετικό –από τα συνηθισμένα– πλαίσιο. Οι αποκαλύψεις του Al Jazeera το περασμένο φθινόπωρο για τα σκάνδαλα με τα χρυσά διαβατήρια (που ήταν λίγο-πολύ γνωστά σε όλους αλλά το να επιβεβαιώνεται το απόλυτο ξεσάλωμα των εμπλεκόμενων έχει άλλη χάρη), η διαφθορά σε όλους σχεδόν τους θεσμούς του κράτους και οι εξελίξεις στο Κυπριακό αποτελούν τα κεντρικά ζητήματα της περιόδου. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των ΜΜΕ να κρατήσουν χαμηλά τον αντίκτυπο των σκανδάλων και παρά τις πρωτόγνωρες απαγορεύσεις που είχαν επιβληθεί λόγω πανδημίας στη δημόσια ζωή, η κοινωνία αυτή τη φορά δεν σιώπησε. Αντίθετα, πολύς κόσμος βγαίνει στο δρόμο και φωνάζει «Ως Δαμέ» (ως εδώ) με τη διαφθορά, την αυταρχικότητα και τον εθνικισμό. Μέσα σε αυτό το κλίμα αυξανόμενης πολιτικής αμφισβήτησης της κυβέρνησης κυκλοφόρησε στα τέλη του 2020 το βιβλίο του Μακάριου Δρουσιώτη «Η συμμορία».


Λίγα λόγια για το συγγραφέα…


Ο Μακάριος Δρουσιώτης είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος και έχει ασχοληθεί επιστάμενα με τη σύγχρονη κυπριακή ιστορία («ΕΟΚΑ, η σκοτεινή όψη» κ.ά.). Από το  2013 ήταν ένας από τους βασικούς συνεργάτες του Προέδρου Ν. Αναστασιάδη. Κατά τη διάρκεια της πρώτης πενταετούς διακυβέρνησης Αναστασιάδη είχε διοριστεί ως πολιτικός σύμβουλος και συνεργάτης του υφυπουργού παρά τω προέδρω. Τα επόμενα χρόνια δούλεψε ως πολιτικός σύμβουλος του επίτροπου Χ. Στυλιανίδη στην Κομισιόν. 


Το ημερολόγιο ενός αυτόπτη μάρτυρα…


Αρχικά να πούμε ότι πρόκειται για μια αρκετά διαφορετική προσέγγιση του συγγραφέα σε σχέση με προηγούμενες δουλειές του. Το βιβλίο έχει το χαρακτήρα της τήρησης ενός ημερολογίου με στόχο την καταγραφή μιας -όσο το δυνατόν- πληρέστερης προσωπικής μαρτυρίας όσων έζησε ο Δρουσιώτης όντας έμπιστος συνεργάτης του Αναστασιάδη. Η προσέγγιση αυτή έχει τα θετικά και συνάμα τα αρνητικά των βιβλίων αυτού του είδους. Από τη μια πλευρά προσφέρει πολύτιμες μαρτυρίες που μόνο η φυσική παρουσία και η βιωματική εμπειρία μπορεί να εξασφαλίσει. Από την άλλη πλευρά η προσωπική άποψη έχει και τους περιορισμούς της, ειδικά όταν αυτή η άποψη δεν λογοδοτεί πουθενά. Μεθοδολογικά η έμφαση που δόθηκε από το συγγραφέα στην καταγραφή των προσωπικών μαρτυριών του ως το κεντρικό ερμηνευτικό εργαλείο της πολιτικής κατάστασης αποτελεί και την  καυτή πατάτα του εγχειρήματος. Διότι πέραν από τις μικρές αδυναμίες (ερμηνευτικά άλματα, αντιφάσεις, γενικεύσεις) που αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης σε διάφορα σημεία του βιβλίου, η βασική αδυναμία του βιβλίου είναι η έλλειψη εμβάθυνσης και τεκμηρίωσης. 


Ενδεχομένως αυτό να οφείλεται στην προσωπική στάση που φαίνεται να υιοθετεί ο συγγραφέας αναφορικά με την πορεία εξέλιξης των πραγμάτων. Για τον Δρουσιώτη οι εξελίξεις καθορίζονται από τους «μεγάλους άντρες» και εξαιρούνται παντελώς από την αφήγηση του οι κοινωνικές διεργασίες.  Από την άλλη πλευρά η επιλογή να διηγηθεί ο συγγραφέας τα όσα έγιναν μέσα από το προσωπικό του βίωμα έχει ως αποτέλεσμα να μην του επιτρέπει να στοχαστεί πέραν από τα στενά όρια της πολιτικής/ιδεολογικής του τοποθέτησης, με αποτέλεσμα αφενός να δικαιολογεί απολύτως τους εκβιασμούς της ΕΕ κατά της φάσης υπαγωγής της Κύπρου σε μνημονιακό καθεστώς και αφετέρου να αφήνει έξω από την ανάλυση και την κριτική του κεντρικότατους «παίκτες» (ΗΠΑ, Ισραήλ, Σαουδική Αραβία κ.ά.). Φυσικά, λέγοντας αυτό, σε καμία περίπτωση δεν υπερασπιζόμαστετην τήρηση μιας υποτιθέμενης ιδεολογικής ουδετερότητας αλλά αντίθετα υποστηρίζουμε ότι η ξεκάθαρη δήλωση της ιδεολογικής στράτευσης θα συνιστούσε την πιο αξιόπιστη μεταβλητή για την ερμηνεία των πραγμάτων.


Έχοντας αυτά κατά νου, το βιβλίο, παρ’ ότι δεν αποκαλύπτει εντελώς άγνωστα γεγονότα, είναι ωστόσο αρκετά διαφωτιστικό για όσα διαμείφθηκαν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της κυπριακής κυβέρνησης με την τρόικα το 2013, αλλά και για τις σχέσεις διαπλοκής πολιτικών, δικηγόρων και επιχειρηματιών -ντόπιων και μη- στο νησί. Παρ’ ότι οι αναφορές του Δρουσιώτη για τον ποιόν του Αναστασιάδη και του κυκλώματος που κυβερνά τη χώρα δεν προκάλεσαν κανένα ντόμινο αποκαλύψεων, έχει ενδιαφέρον ότι η κυκλοφορία του βιβλίου θάφτηκε από τα ΜΜΕ κατ’ εντολή της κυβέρνησης σύμφωνα με τον συγγραφέα. Η υποδοχή του βιβλίου αντανακλά και τη συνήθη τακτική που ακολουθείται από τις μιντιακές επιχειρήσεις στην Κύπρο όταν οι πληροφορίες δεν εξυπηρετούν τους κυβερνώντες και τους συνεταίρους τους… ομερτά! Για ποιο λόγο οι κυβερνώντες και οι συνεργάτες τους επιφύλαξαν τέτοια απαξίωση στην κυκλοφορία ενός βιβλίου με τέτοια θεματολογία; Ανεξάρτητα από τους λόγους για τους οποίους ο συγγραφέας αποφάσισε να δημοσιοποιήσει το περιεχόμενό τους στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, το συμπέρασμα είναι σαφές και απολύτως ξεκάθαρο. Αυτού του τύπου οι κυβερνήσεις δεν δρουν ποτέ για τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας. 


Γυρνώντας πίσω στο 2013 και παρακολουθώντας «μέσα από την κλειδαρότρυπα» τις συζητήσεις του προέδρου και της κυβέρνησης με τους κεντρικούς παίκτες (μεγαλοκαταθέτες, ΕΕ, κόμματα, τρόικα, Ρωσία, Eλλάδα κ.ά.) προκύπτει ότι προτεραιότητα του προεδρικού γραφείου ήταν η σωτηρία του κυπριακού «αναπτυξιακού» μοντέλου ή αλλιώς της επιχείρησης νομιμοποίησης διαδρομών μαύρου χρήματος. Για την επιτυχία του κυπριακού «αναπτυξιακού προγράμματος» συνέδραμαν διάφορα δικηγορικά γραφεία (μεταξύ αυτών και το δικηγορικό γραφείο «Ν. Αναστασιάδης και συνεργάτες»), τα οποία φρόντιζαν με το αζημίωτο να «εξυπηρετηθούν» οι μεγαλόσχημοι πελάτες τους όσο το δυνατόν καλύτερα. Η λειτουργία αυτού του δικτύου είχε ως αποτέλεσμα οι μεσάζοντες να γίνουν πανίσχυροι και δρώντας για λογαριασμό των ακόμα ισχυρότερων πελατών να πάρουν την κυβέρνηση.


Η οικονομική κρίση και ο φόβος κατάρρευσης των τραπεζών είχε ως αποτέλεσμα σε πυκνό πολιτικό χρόνο να αναγκαστεί η κυβέρνηση να κινηθεί χωρίς φραγμούς ώστε να υπερασπιστεί τα συμφέροντα που εξυπηρετεί. Κωδικοποιώντας τις πληροφορίες του Δρουσιώτη προκύπτει ότι ο Αναστασιάδης προσπάθησε με κάθε μέσο να αποτρέψει το κούρεμα καταθέσεων των Ρώσων ολιγαρχών, κάποιοι από τους οποίους ήταν και πελάτες του. Σ’ αυτό το πλαίσιο επιχείρησε να φορτώσει τις ζημιές αποκλειστικά στους ντόπιους καταθέτες, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να προτείνει η ίδια η κυβέρνηση στην τρόικα το κούρεμα να αφορά και τις ασφαλισμένες καταθέσεις! Την ώρα που η κυβέρνηση ήταν προσηλωμένη στο στόχο της να πληρώσουν όσο το δυνατόν λιγότερα οι Ρώσοι ολιγάρχες, η εναλλακτική της για να σωθούν οι τράπεζες ήταν η απομύζηση των συνταξιοδοτικών ταμείων.


Με βάση τα όσα παρουσιάζει ο συγγραφέας φαίνεται ότι ο Αναστασιάδης σύρθηκε στη λύση του κουρέματος των ξένων καταθέσεων αφού εξάντλησε όλα τα διαθέσιμα μέσα (χειραγώγηση της βουλής, ανεπιτυχείς κρούσεις προς τον Πούτιν κ.ά.). Επίσης, μεγάλο ενδιαφέρον έχουν οι μαρτυρίες που παραθέτει ο Δρουσιώτης όπου επιφανείς πολιτικοί στην προσπάθεια τους να υπερασπιστούν τις επιλογές της κυβέρνησης το γυρίζουν στο πατριωτισμό επιβεβαιώνοντας πανηγυρικά τη ρήση του Σ. Τζόνσον ότι «ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων».


Στα κεφάλαια που ακολουθούν ο συγγραφέας καταπιάνεται με την επόμενη μέρα της τραπεζικής κρίσης και με τις προσπάθειες της κυβέρνησης να επιβιώσει και να προστατεύσει για άλλη μια φορά αυτούς που προκάλεσαν την κρίση. «Η συμμορία» φαίνεται να έχει πλοκάμια παντού, από τη δικαιοσύνη και την αστυνομία, τη Βουλή και τα κόμματα μέχρι και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ο Δρουσιώτης, θέλοντας να αναδείξει την κατάσταση, αναφέρεται στις καταδίκες για διαφθορά δυο προέδρων της Επιτροπής Θεσμών και Αξιών της κυπριακής Βουλής (!) αλλά και στην ευνοϊκή μεταχείριση που είχε μεγαλοδικηγόρος, εξέχων μέλος της «συμμορίας», ο οποίος όταν καταδικάστηκε από ατύχημα εξέτισε την ποινή του σε ένα διαμέρισμα που βαφτίστηκε «φυλακή» μέχρι να απαλλαγεί με προεδρική χάρη.
Mια βασική συνεισφορά του βιβλίου είναι ότι προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες για όσους θέλουν να αποκτήσουν μια εικόνα για την τραπεζική χρεοκοπία το 2013 και την μεταμνημονιακή διαχείρισή της, ώστε να κατανοήσουν το σήμερα. Ο συγγραφέας σκιαγραφώντας τους συσχετισμούς δυνάμεων εκείνης της περιόδου φωτίζει το υπόβαθρο πάνω στο οποίο στήθηκε το επενδυτικό πρόγραμμα, γνωστό ως «Cyprus Papers ή Χρυσά Διαβατήρια» με τη συμμετοχή και άλλων παικτών πχ του αρχιεπισκόπου, μεγαλοεργολάβων κ.ά. Παρά τις αδυναμίες του, το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί καθώς αποτελεί μια μαρτυρία «από τα μέσα» για τη λειτουργία ενός μηχανισμού, όπου σύμφωνα με τον συγγραφέα «Δεν υπάρχει διάκριση των εξουσιών, ούτε αποτελεσματικό σύστημα ελέγχου και διατήρησης των ισορροπιών που να ρυθμίζουν τη λειτουργία ενός κράτους δικαίου[...] Μια ομάδα ανθρώπων που βρήκαν τρόπους να θωπεύουν την εξουσία νέμεται τον πλούτο της χώρας». Το αν αυτό το συμπέρασμα περιγράφει την «κυπριακή παραφωνία» μιας κατά τα λοιπά δίκαιης Ευρωπαϊκής Ένωσης -όπως φαίνεται να υποστηρίζει ο συγγραφέας- ή είναι η κυπριακή εκδοχή της δομικής διαφθοράς του καπιταλιστικού συστήματος  είναι ευθύνη των αναγνωστών να το αποφασίσουν. 

Συντάκτης
Μαρία Παναγοπούλου