Αφιέρωμα στο «κίνημα των πλατειών»

Ημερ.Δημοσίευσης

Η πλατεία ήταν γεμάτη...

Συλλογή άρθρων που δημοσιεύτηκαν σε διαδοχικά φύλλα της εφημερίδας «Εργατική Αριστερά».

H αγανάκτηση να γίνει δύναμη

Των Γρηγόρη Δεμέστιχα, Κατερίνας Σεργίδου

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Εργατική Αριστερά» Νο 245, 1/6/2011

 

Η πλατεία ήταν γεμάτη... και συνεχίζει να είναι γεμάτη από την Τετάρτη 25 Μάη. Οι idignados, που κατέλαβαν τις πλατείες και τους  δρόμους της Ισπανίας, έγιναν οι «αγανακτισμένοι» στην Ελλάδα, πλημμυρίζοντας καθημερινά το Σύνταγμα, αλλά και άλλες πόλεις της χώρας. Οι εικόνες από τις πρωτοφανείς αυτές κινητοποιήσεις έχουν κάνει το γύρο του κόσμου και είναι πραγματικά εντυπωσιακές.

 

 

Γι’ αυτές τις συγκεντρώσεις πολλά και κυρίως διαφορετικά έχουν ειπωθεί και γραφτεί. Ξεκινώντας από την Αριστερά, οι αντιδράσεις κινούνται από την απόλυτη «υπόκλιση» σε κάθε έκφραση του κινήματος και κορώνες του τύπου «εμείς το είχαμε προβλέψει», μέχρι την υποτίμηση και τα φοβικά σύνδρομα απέναντι στο αυθόρμητο κίνημα.

 

Στην άλλη όχθη, το σύστημα και τα ΜΜΕ, φοβούμενοι το ανεξέλεγκτο κίνημα, επιμένουν να λένε στον κόσμο ότι το κίνημα αυτό είναι απολίτικο, ειρηνικό, ακομμάτιστο και αχρωμάτιστο.

Πώς γεννήθηκε αυτό το κίνημα

Τα ΜΜΕ, μέρος της Αριστεράς, αλλά και ο ίδιος ο κόσμος θεωρεί ότι αυτό το κίνημα δημιουργήθηκε αυθόρμητα, μέσα από το διαδίκτυο και κυρίως μέσα από το facebook. Είναι αλήθεια ότι τον τελευταίο καιρό οι άνθρωποι έχουν ανακαλύψει καινούριες μορφές επικοινωνίας, θέλοντας, και σωστά, να ξεφύγουν από τον «κατευθυνόμενο λόγο» της τηλεόρασης. Ακόμα και αν η πλειοψηφία της κοινωνίας δεν θα πει ποτέ τη φράση «τα ΜΜΕ είναι μηχανισμός προπαγάνδας του αστικού κράτους», ξέρει πως, όταν ο Πρετεντέρης διαφημίζει το κίνημα του Συντάγματος, κάτι δεν πάει καλά.

Το facebook βοήθησε αρκετά στο να διαδοθεί το γεγονός. Όμως δεν έφτανε από μόνο του. Τα ΜΜΕ όλες τις μέρες, αλλά ιδιαίτερα την προηγούμενη της Τετάρτης καλούσαν τον κόσμο να κατέβει μαζικά στο δρόμο, θέλοντας να  προλάβουν την Αριστερά. Χρειάζεται να θυμόμαστε και να θυμίζουμε ότι αυτοί οι ίδιοι που τώρα χαϊδεύουν το κίνημα, είναι αυτοί που ρίχνουν λάσπη στις απεργίες και τις καταλήψεις, αυτοί που δικαιολογούν την αστυνομική βία και καλλιεργούν τον κοινωνικό αυτοματισμό.
Το Σύνταγμα επίσης δεν οφείλεται σε μια καλή ιδέα που μπορεί να είχαν κάποιοι. Όσο και αν πολλοί έλεγαν από καιρό «να καταλάβουμε την πλατεία του Συντάγματος», αν δεν είχε προηγηθεί το εντυπωσιακό κίνημα των Ισπανών, το πιο πιθανόν είναι ότι αυτή η κατάληψη θα αργούσε περισσότερο. Γιατί τα κινήματα δεν βγαίνουν ποτέ κατά παραγγελία. Και αν βγουν, τότε δεν είναι κινήματα.

Ποιοι είναι οι υποκινητές της δράσης στο Σύνταγμα;

Προσπερνώντας όμως  την εύκολη εξήγηση περί facebook, χρειάζεται να ψάξουμε πιο βαθιά. Οι πραγματικές αιτίες, που θα έβγαζαν τον κόσμο στο δρόμο αργά ή γρήγορα, είναι  προφανώς η πρωτοφανής επίθεση που βιώνει. Η κοινωνία εδώ και καιρό είναι ένα καζάνι που βράζει, έτοιμο να εκραγεί. Όσο και αν θέλουν να το κρύβουν οι Πρετεντέρηδες, στοιχεία αυτής της δυναμικής είδαμε πολλές φορές στο πρόσφατο παρελθόν. Στις μεγάλες απεργιακές συγκεντρώσεις, όπως ήταν η περσινή στις 5 Μάη, αλλά και πιο πρόσφατα στις 23 Φλεβάρη, στα οργισμένα μπλοκ των εργαζομένων της ΔΕΗ, των συμβασιούχων, των συγκοινωνιών, των γιατρών κ.λπ., αλλά και στη μεγάλη αποδοχή που είχαν τα κινήματα ανυπακοής όπως το «Δεν πληρώνω». Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η χώρα το Δεκέμβρη του 2008 συνταράχτηκε από τη μεγαλειώδη εξέγερση εκατοντάδων χιλιάδων νεολαίων. Αυτή είναι η δύναμη που έχει οδηγήσει σε πολιτική κρίση το σύστημα, που δεν αφήνει την κυβέρνηση να ολοκληρώσει τις «μεταρρυθμίσεις» της, που αναγκάζει το πολιτικό σύστημα να αναζητεί λύσεις συναίνεσης.

 

Γιατί αυτή η μορφή;

Γιατί ο κόσμος δεν επέλεξε και αυτή τη φορά τις κλασικές μορφές πάλης και διαμαρτυρίας; Επειδή τα συνδικάτα και η Αριστερά δεν στέκονται στο ύψος των περιστάσεων. Οι γραφειοκράτες εδώ και χρόνια οργανώνουν τυπικά τις απεργιακές συγκεντρώσεις. Ακόμα χειρότερα δεν καλύπτουν τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα και υπογράφουν συμβάσεις ντροπής. Δεν οργανώνουν αγώνες, αλλά επαναπαύονται πάνω στα προνόμιά τους, προσπαθώντας να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα. Με λίγα λόγια έχουν γίνει κομμάτι του προβλήματος.

Από την άλλη ένα μέρος της Αριστεράς διακατέχεται από το άγχος των «ρεαλιστικών προτάσεων» εντός της αντοχής του συστήματος, ενώ άλλα της κομμάτια, αν και αγωνιστικά, κρύβονται πίσω από καθαρούτσικα -τάχα- αντικαπιταλιστικά «πλαίσια», αρνούμενοι πεισματικά (παρά τις αντίθετες διαθέσεις του κόσμου) την αναγκαιότητα δράσης μέσα στο κίνημα. Έτσι καταλήγουμε (άλλοτε σωστά και άλλοτε λανθασμένα) ο κόσμος να μην εμπιστεύεται κανένα και να θεωρεί την Αριστερά και τα συνδικάτα κομμάτι του πολιτικού συστήματος.Αυτή η κατάσταση, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πολλοί εργαζόμενοι (ενοικιασμένοι, συμβασιούχοι, μερικής απασχόλησης) ούτως ή άλλως δεν μπορούν να απεργήσουν, τους οδηγεί στο να αναζητούν άλλους τρόπους,  που φαίνονται πιο εύκολοι, πιο δημιουργικοί, πιο καινούριοι.

 

Καλοδεχούμενα προβλήματα ζητούν λύσεις
Πολλά «αρνητικά» μπορεί να βρει  κανείς στο Σύνταγμα. Απολίτικα και σεξιστικά συνθήματα, αρκετές ελληνικές σημαίες και απόψεις περί ενότητας όλων των Ελλήνων. Πρόκειται για χαρακτηριστικά που εύκολα μπορεί να εκμεταλλευτεί η δεξιά και η ακροδεξιά. Πλάι σε αυτά όμως υπάρχει και μια μαζική δήλωση: «Ξυπνήσαμε».  Όποιος δεν πιστεύει ότι είναι καλό νέο το γεγονός ότι χιλιάδες άνθρωποι πιστεύουν ότι ξύπνησαν, τότε μάλλον κοιμάται και συνεχίζει να ονειρεύεται «καθαρά» κινήματα. Όλα τα προβλήματα που κουβαλάει το νέο αυτό κίνημα, ανεξάρτητα από το πόσο θα κρατήσει, είναι καλοδεχούμενα. Το ζητούμενο είναι να τα λύσουμε.

Ας αρχίσουμε, μεταφέροντας το κλίμα της πλατείας Συντάγματος στους εργασιακούς χώρους, στα πανεπιστήμια, στις γειτονιές. Τώρα είναι η ώρα η Αριστερά, τα σωματεία, οι επιτροπές αγώνα να οργανώσουν συνελεύσεις και συζητήσεις που θα δίνουν χώρο και λόγο στον καθένα. Ταυτόχρονα να βρούμε τρόπους να συνδεθούμε με τον κόσμο του Συντάγματος. Όλη αυτή η διάθεση μπορεί να γίνει δύναμη σε κάθε χώρο. Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει ή δεν ξέρουν ότι «παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου» σημαίνει απεργώ, αποφασίζω, συμμετέχω εκεί που σπουδάζω, εκεί που δουλεύω, εκεί που ζω. Να μεταφέρουμε παντού το αίτημα για γενική απεργία.

Κυρίως όμως, αν κάτι έχει να προσφέρει η Αριστερά είναι ιδέες, στόχους και όνομα στα πράγματα. Είμαστε αγανακτισμένοι όχι γενικά, αλλά πολύ συγκεκριμένα με τα αφεντικά. Αυτοί είναι οι πραγματικοί κλέφτες και έχουν όνομα. Δεν λέγονται γενικά πολιτικοί. Λέγονται τραπεζίτες, εφοπλιστές και βιομήχανοι.

Ποιος είναι ο στόχος μας; Η ανατροπή. Να διώξουμε την κυβέρνηση, το μνημόνιο και όσους συναινούν σε αυτή την πολιτική, αλλά και αυτούς που κερδίζουν από αυτή.

Ποιοι είμαστε; Οι εργαζόμενοι που παράγουν τον πλούτο. Αυτοί που έχουν τη δύναμη να αλλάξουν την κοινωνία.

Αν βρούμε τον τρόπο να ακούσουμε και να μας ακούσουν, τότε θα δούμε και τις κόκκινες σημαίες στις πλατείες. Τότε, πέρα από αγανακτισμένοι, θα γίνουμε και πολύ πιο επικίνδυνοι. 

 

 

 

Το κίνημα των πλατειών βάζει στόχο την ανατροπή του μεσοπρόθεσμου

Των Κατερίνας Σεργίδου, Σπύρου Αντωνίου 

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Εργατική Αριστερά» Νο 248, 13/7/2011

 

Τις μέρες μετά τις 28 και 29 Ιούνη το ερώτημα, που πλανιέται πάνω από τις πλατείες της χώρας, είναι το πώς συνεχίζουμε. Δικαιολογημένα το καλοκαίρι οι ρυθμοί πέφτουν και η αγωνία πολλών αγωνιστών είναι αν θα κρατήσουμε ζωντανές τις πλατείες μας, όρθια τη σημαία του αγώνα. Αυτή η αγωνία δείχνει την αποφασιστικότητά τους να μείνουν στο δρόμο. Το ζητούμενο σε αυτές τις συνθήκες είναι να δούμε ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να δώσουμε το στίγμα της συνέχειας, προστατεύοντας ταυτόχρονα το κίνημα μας από τον εκφυλισμό.

Στις 29 Ιούνη έκλεισε ο πρώτος κύκλος αγώνα. Αν δεν το παραδεχτούμε, δεν θα μπορέσουμε να μαζέψουμε δυνάμεις για τον επόμενο γύρο, που θα είναι ακόμα πιο δύσκολος και πιο κρίσιμος. Και ο επόμενος γύρος είναι η μάχη για την ανατροπή του μνημονίου στην πράξη. Παρ’ όλα αυτά, οι εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου, που βγήκαν στο δρόμο και πίστεψαν ότι μπορούν να διώξουν την κυβέρνηση, αγωνιούν ακόμα και έχουν τα μάτια τους στραμμένα στην πλατεία Συντάγματος. Γι’ αυτό και το μήνυμα που θα σταλεί σε όλες τις λαϊκές συνελεύσεις είναι πολύ κρίσιμο.

Το πρώτο και βασικό πρόβλημα που έχουμε να λύσουμε είναι να αποδεσμευτούμε από τη συζήτηση ότι συνέχεια σημαίνει κρατάμε την πλατεία όλο το καλοκαίρι, ενώ αντίστροφα, αν δεν κρατηθεί η πλατεία ή οι πλατείες, σημαίνει ότι χάσαμε. Η μάχη με την κυβέρνηση δεν θα κριθεί από το αν θα κρατήσουμε το «οδόφραγμα» του Συντάγματος όλο τον Αύγουστο. Για συμβολικούς λόγους προφανώς μπορούν και πρέπει να οργανωθούν μέσα στο καλοκαίρι κάποιες συνελεύσεις, κάποια χάπενινγκ, πιθανά και κάποιες εβδομαδιαίες συνελεύσεις αντί για τις καθημερινές. Από την άλλη χρειάζεται να περιφρουρήσουμε τις μαζικές διαδικασίες που κατακτήθηκαν κατά τη διάρκεια των 40 ημερών, να προφυλάξουμε το κίνημά μας από τους διάφορους καλοθελητές που θα παρουσιάζουν τους 150 και 300, που θα μαζεύονται στην πλατεία, σαν ήττα, αλλά και από κατασταλτικές και παρακρατικές δυνάμεις που πιθανά να βρουν ευκαιρία να χτυπήσουν μέσα στο καλοκαίρι την πλατεία.

Σε κάθε «πόλεμο» υπάρχουν οι στιγμές της κλιμάκωσης και της σύγκρουσης (τέτοιες ήταν η 15 Ιούνη και το 48ωρο της απεργίας 28-29 Ιούνη), αλλά υπάρχουν και οι στιγμές του απολογισμού, της συσπείρωσης δυνάμεων και της προετοιμασίας. Σε τέτοια φάση βρίσκεται τώρα το κίνημά μας.

Μήνυμα
Η πλατεία Συντάγματος χρειάζεται να μεταφέρει σε όλες τις πλατείες της χώρας με αφίσες, ανακοινώσεις κ.λπ. τα μηνύματα: α) Η ψήφιση του μεσοπρόθεσμου ήταν απλώς μια προσωρινή ανάσα για την κυβέρνηση και όχι νίκη. β) Το κίνημα κέρδισε πολλά, όπως το γεγονός ότι εκατομμύρια άνθρωποι «ξύπνησαν», άντεξαν την τρομοκρατία των ΜΜΕ και την καταστολή και τρόμαξαν την κυβέρνηση και ολόκληρο το κατεστημένο. γ) Συνεχίζουμε. Το μήνυμα αυτό φυσικά θα το μεταφέρει κυρίως η Αριστερά της πλατείας. Με προτάσεις, με συνθήματα όπως «Δεν χρωστάμε-Δεν πουλάμε-Δεν πληρώνουμε», αλλά και με το δίχτυο κατοίκων και συνδικαλιστών στους χώρους μπόρεσε σε μεγάλο βαθμό να καθορίσει και να δώσει πολιτικά χαρακτηριστικά στο κίνημα, καταφέρνοντας έτσι να σηκώσει και την κόκκινη σημαία που έλειπε.

Προετοιμασία

Οι επόμενες μάχες θα κριθούν στο μέτωπο των ιδιωτικοποιήσεων (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ), στο χώρο των πανεπιστημίων (νόμος πλαίσιο), αλλά και στην επίθεση στο δημόσιο τομέα. Τα συμπεράσματα από τον προηγούμενο γύρο έχουν μεγάλη σημασία για τη συνέχεια. Το γεγονός δηλαδή ότι η συνάντηση του εργατικού κινήματος με το κίνημα των πλατειών δεν έγινε στο βαθμό που θα μπορούσε, ήταν κάτι που μας κόστισε και σε μαζικότητα και σε αποτελεσματικότητα στις 28-29/6. Αυτό δεν σημαίνει ότι η 48ωρη απεργία ήταν υπερβολική και «υπερέβαινε τις δυνατότητές μας». Χρειάζεται από τώρα όλες οι δυνάμεις να προσανατολιστούν προς τη σύνδεση και την απεύθυνση σε ομοσπονδίες και σωματεία, να εμπνεύσουμε τον εργαζόμενο κόσμο των πλατειών να πιέσει για την οργάνωση συνελεύσεων, που να θυμίζουν Σύνταγμα στους χώρους δουλειάς.

Το επόμενο διάστημα θα χρειαστούμε την οργανωμένη δύναμη της εργατικής τάξης για να νικήσουμε. Αυτή τη δύναμη θα τη χρειαστούμε επίσης για την περιφρούρηση και την αυτοάμυνα του κινήματος, για την οποία γίνεται πολύς λόγος.Σε αυτό το νέο γύρο οι λαϊκές συνελεύσεις και όσες συλλογικότητες και επιτροπές δρουν στις γειτονιές, έχουν να παίξουν πολύ χρήσιμο ρόλο. Στο να ενημερώνουν τον κόσμο και κυρίως στο να λειτουργούν ως ο συνδετικός κρίκος όλων των τοπικών αντιστάσεων. Ως η δύναμη που θα καλλιεργεί κλίμα ενότητας και αλληλεγγύης ανάμεσα στους εργαζόμενους του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, ανάμεσα στους φοιτητές και την κοινωνία.

Η εποχή που διανύουμε, είναι εξαιρετικά κρίσιμη. Ο αγώνας που δίνουμε, είναι μαραθώνιος και περιλαμβάνει πολλούς γύρους. Η μεταφορά της εμπειρίας και των συμπερασμάτων από τον ένα γύρο στον άλλο με τέτοιο τρόπο ώστε να μην απογοητεύονται, αλλά να στρατεύονται περισσότεροι άνθρωποι στον πόλεμο, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την τελική νίκη.

 

 

Οι πλατείες, η σημαία και η Αριστερά

Του Αντώνη Νταβανέλλου

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Εργατική Αριστερά», Νο 247, 29/6/2011

 

 

Όσο στις πλατείες των «αγανακτισμένων» κυματίζουν οι γαλανόλευκες, δήλωναν στις εφημερίδες βασικοί μυστικοσύμβουλοι του Σαμαρά, τόσο ο αρχηγός της ΝΔ διατηρεί ακέραιες τις ελπίδες να είναι τελικά αυτός ο πολιτικά κερδισμένος από το μαζικό ξέσπασμα των τελευταίων εβδομάδων.

Ο ισχυρισμός αυτός ασφαλώς δεν είναι ακριβής. Σε όλα τα μαζικά κινήματα η διαμόρφωση της πολιτικής συνείδησης καθορίζεται από στάδια, έχοντας ένα χαρακτήρα μεταβατικό. Αυτό ίσχυσε και σε μεγάλα μαζικά κινήματα που τελικά καθορίστηκαν από την Αριστερά. Για παράδειγμα, το μεγάλο αντιδικτατορικό κίνημα, που κατέληξε να διαμορφώσει την «κόκκινη» γενιά της Μεταπολίτευσης, στις πρώιμες μαζικές εκδηλώσεις του (π.χ. στην κηδεία του Γ. Παπανδρέου ή στην κηδεία του Γ. Σεφέρη) «κράτησε» και αυτό γαλανόλευκες σημαίες ή φώναξε με πάθος αστικοδημοκρατικά συνθήματα (π.χ. 1-1-4). Όμως με την πρόοδο των αγώνων και των εμπειριών, ένας πλατύς κόσμος συνέδεσε το μίσος ενάντια στη χούντα με την απόρριψη του συστήματος που την έφερε στο προσκήνιο και τη στήριξε.

Τα «σύμβολα» στις διαδηλώσεις άλλαξαν, η κόκκινη σημαία έγινε πλειοψηφική, ο κόσμος των αγώνων εντάχθηκε στην Αριστερά, ουσιαστικά έχτισε από την αρχή το ΚΚΕ, το ΚΚΕ εσ., τις οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς, που συνολικά ως «χώρος» βρισκόταν στο ναδίρ, μετά τις ήττες του 1967 και τη διάσπαση του 1968…

Με το ιστορικό παράδειγμα θέλουμε να πούμε το εξής: Η πολιτικοποίηση θέλει το χρόνο της, θέλει τα στάδια εμπειρίας μεγάλου αριθμού ανθρώπων. Ασφαλώς θα ήταν λάθος μια βίαια αντιπαράθεση με όσους στις πλατείες επιλέγουν να κρατούν τις γαλανόλευκες. Όπως και στην περίοδο της δικτατορίας, έτσι και σήμερα, μιλώντας για τη μεγάλη κλίμακα μαζικότητας, το κίνημα των «αγανακτισμένων» ξεκινά από ένα σημείο ιδεολογικής και πολιτικής ήττας της Αριστεράς.

Ιδεολογικής ήττας, μετά την ανικανότητα της Αριστεράς να διαφοροποιηθεί από τα ανατολικά καθεστώτα και την κατάρρευσή τους το 1989. Και κυρίως πολιτικής ήττας, μετά την ανικανότητα της Αριστεράς να οργανώσει και να εκφράσει πολιτικά τις αντιστάσεις του κόσμου στη νεοφιλελεύθερη πολιτική είτε των δεξιών είτε των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων.

Όμως το ένα λάθος –το λάθος του σεχταρισμού– δεν νομιμοποιεί το αντίστροφό του, το λάθος της υποταγής. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τίποτα δεν υπάρχει ως απολύτως αυθόρμητο. Για παράδειγμα, τις σημαίες τις «σπρώχνουν» οργανωμένα στις πλατείες οι κύκλοι της Δεξιάς, της ακροδεξιάς και της εκκλησίας, τις αβαντάρουν συστηματικά όλα τα ΜΜΕ, μετρώντας τες μάλιστα ως σημάδι «υγείας» και ανεξαρτησίας αυτού του νέου κινήματος από τα κόμματα γενικώς, έστω και αν όλοι γνωρίζουν ότι αυτό ευνοεί κάποια συγκεκριμένα κόμματα, όπως τη ΝΔ του Σαμαρά ή το ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη…

Όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς οφείλουν με τρόπο, αλλά συστηματικά και επίμονα, να δώσουν και να κερδίσουν τη μάχη των «συμβόλων». Γιατί η γαλανόλευκη κουβαλά ιδέες και υποστηρίζει στρατηγικές. Τις ιδέες της εθνικής και όχι της ταξικής ενότητας. Τις στρατηγικές που λένε ότι υπάρχουν τρόποι αντίστασης στο μνημόνιο και στο μεσοπρόθεσμο που θα αυτοπεριορίζονται στη μάχη «κατά της διαφθοράς» ή στην πίεση για ένα «άλλο μίγμα πολιτικής». Και οι ιδέες αυτές καταλήγουν στην ήττα ακόμα και του κόσμου που τις κουβαλά. Καταλήγουν στην εναλλαγή στην κυβερνητική εξουσία του διαχειριστή του συστήματος.

Το διακύβευμα της μάχης των «συμβόλων» είναι μεγάλο: Είναι να πειστεί ένας πλατύς κόσμος –μέσα από την πείρα των αγώνων του– ότι ο μόνος δρόμος για να υπερασπίσει τα δικαιώματά του είναι ο δρόμος της πάλης για τη συνολική αλλαγή του κόσμου, ο δρόμος της σύγκρουσης με την ΕΕ και το ΔΝΤ, αλλά και με ένα συγκεκριμένο τμήμα του «έθνους»: τους ντόπιους βιομήχανους, τραπεζίτες, εφοπλιστές…

Το τμήμα της Αριστεράς που υποτιμά αυτό το καθήκον διαπράττει σοβαρό πολιτικό λάθος. Ακόμα σοβαρότερο λάθος κάνουν όσοι μετατρέπουν την αδυναμία σε αρετή. Οι μεταμοντέρνες «αναλύσεις» ότι η παρουσία της γαλανόλευκης αποδεικνύει το πέρασμα σε μια μετα-αριστερή εποχή, όπου ο λαός –τάχα– σφυρηλατεί από τα κάτω μια «νέα εθνική-λαϊκή-ταξική ενότητα» ενάντια στο μνημόνιο, την τρόικα και τους δανειστές, πρέπει να εγκαταλειφθούν, γιατί στρώνουν το δρόμο στην πολιτική ήττα είτε από τη «Σπίθα» του Μ. Θεοδωράκη και του επικίνδυνου επιτελείου του, είτε από νέες πολιτικές δυνάμεις τύπου Μαρκεζίνη, είτε –το πιθανότερο– από τις αυταπάτες για αλλαγή μέσω μιας εκλογικής νίκης της Δεξιάς πολυκατοικίας.
Και θα είναι κυριολεκτικά κρίμα για ένα κίνημα που γέννησε τόσες ελπίδες και άνοιξε τόσες νέες δυνατότητες.