Κωνσταντίνος Ζαγάρας, ΘΕΜΕΛΙΟ , 2019. • 392 σελ. • €22,26
Το βιβλίο του Κωνσταντίνου Ζαγάρα «Η κατάρρευση του “υπαρκτού” και η διάσπαση του ΚΚΕ – Η κοµβική στιγµή του 1991» καταπιάνεται µε τις συνέπειες πάνω στην ελληνική Αριστερά ενός συγκλονιστικού γεγονότος, του «διεθνούς 1989» µε την πτώση του Τείχους στο Βερολίνο και αργότερα την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, κυκλοφορώντας ακριβώς µε τη συµπλήρωση των 30 χρόνων από εκείνη τη «στιγµή» που άλλαξε καθοριστικά το χάρτη της παγκόσµιας Αριστεράς.
Στην Ελλάδα αυτός ο διεθνής σεισµός συνέπεσε χρονικά µε ένα ακόµα µεγάλο τράνταγµα των συνειδήσεων, των ιδεών, των παραδόσεων των αριστερών ανθρώπων: Μετά το ξέσπασµα του σκανδάλου Κοσκωτά, υπό το πρόσχηµα της «κάθαρσης» του ελληνικού καπιταλισµού, οι δύο βασικές πτέρυγες του πρώην ενιαίου ΚΚΕ –τόσο οι «ανανεωτές» της ΕΑΡ του Κύρκου, όσο και οι «ορθόδοξοι» του ΚΚΕ– αποφάσισαν να συγκυβερνήσουν µε τη Δεξιά. Το «ελληνικό 1989» άνοιξε το δρόµο για την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, που πρώτη άρχισε τον καλπασµό των νεοφιλελεύθερων αντιµεταρρυθµίσεων στην Ελλάδα, που είχαν καθυστερήσει λόγω της δύναµης των µαζικών αγώνων στην περίοδο της εργατικής Μεταπολίτευσης.
Το εργατικό και λαϊκό κίνηµα ξεκαθάρισε τελικά τους λογαριασµούς του µε την κυβέρνηση Μητσοτάκη µε τους µεγάλους αγώνες της περιόδου 1989-1992. Οι νεοφιλελεύθερες αντιµεταρρυθµίσεις µπήκαν ξανά στον πάγο και χρειάστηκε η συστηµατική και επίµονη πολιτική της περιόδου Σηµίτη, µε τον σοσιαλφιλελεύθερο εκφυλισµό του ΠΑΣΟΚ, για να προωθηθούν ουσιαστικά.
Όµως οι πρωτεργάτες του «ελληνικού 1989» τιµωρήθηκαν: Ο Κύρκος και η ΕΑΡ οδηγήθηκαν σε δορυφοροποίηση γύρω από τους «εκσυγχρονιστές» του Σηµίτη, το ΚΚΕ έχασε άµεσα την αριστερή πτέρυγα (κυρίως) της ΚΝΕ και πολύ σύντοµα η αντίθεση στο εσωτερικό του, µεταξύ «ανανεωτών» και «δογµατικών», οδηγήθηκε στη διάσπαση του 1991.
Αυτά τα συγκλονιστικά γεγονότα δεν προέκυψαν από συγκυριακά, ή από «στιγµιαία», λάθη και αδυναµίες. Συνδέονται µε προηγούµενες διεργασίες, που εξελίσσονταν υπόγεια και ήρθαν εκρηκτικά στην επιφάνεια κάτω από την πίεση των µεγάλων γεγονότων.
Αυτή είναι η αξία του βιβλίου του Κ. Ζαγάρα. Τόσο στις δικές του σελίδες –και ακόµα πιο παραστατικά στις συνεντεύξεις «πρωταγωνιστών» που συµπεριλαµβάνονται– ο προσεκτικός αναγνώστης θα διακρίνει τα «χνάρια» από αυτές τις διεργασίες, που καθόρισαν τότε τις εξελίξεις µέσα στην Αριστερά και εξακολουθούν να έχουν πολιτική σηµασία και σήµερα.
Δεν είναι µυστικό ότι η ιδεολογικοπολιτική συγκρότηση του παλιού ενιαίου ΚΚΕ είχε ως καθοριστικό στοιχείο την αναφορά στο «διεθνές κέντρο». Οι εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του ’30, το σύµφωνο Μολότοφ-Ρίµπεντροπ, η Γιάλτα, η στροφή (ζώντος του Στάλιν) στην «ειρηνική συνύπαρξη» και το «δηµοκρατικό δρόµο» που οδήγησε τα ΚΚ να µπουν στις κυβερνήσεις «Εθνικής Ανασυγκρότησης» το 1945-1948 σε πολλές χώρες, η ρήξη µε τους Γιουγκοσλάβους και αργότερα µε τους Κινέζους, οι εργατικές-λαϊκές εξεγέρσεις στις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ και η Έκθεση του Χρουστσόφ (για να µην ξεχνιόµαστε: του επικεφαλής της άµυνας στο Στάλινγκραντ…) και άλλα µεγάλα γεγονότα συµπιέστηκαν µέσα σε µια «αφήγηση» που έµοιαζε συµπαγής, που εγκρινόταν (συνήθως οµόφωνα) στα κοµµατικά συνέδρια, αλλά δεν γινόταν πλέον ιδιαίτερα πειστική µέσα στον πλατύ κόσµο της εργατικής και λαϊκής Αριστεράς.
Αυτός είναι ένας παράγοντας (µεταξύ άλλων) που ερµηνεύει την αναβίωση της σοσιαλδηµοκρατίας στη µεταπολεµική Δυτική Ευρώπη. Το πρόβληµα αυτό καθυστέρησε (λόγω των µετεµφυλιακών συνθηκών και της δικτατορίας) στην Ελλάδα, αλλά τελικά έφτασε και εδώ στις συνθήκες µετά τη Μεταπολίτευση: ο Αντρέας Παπανδρέου ενίσχυσε την ανάπτυξη του ΠΑΣΟΚ µε την υπόσχεση ενός «3ου Δρόµου προς τον Σοσιαλισµό», σε ρήξη τάχα µε την ευρωπαϊκή σοσιαλδηµοκρατία, αλλά και σε διαφοροποίηση µε το «µοντέλο» του σοβιετικού «µαρξισµού».
Η κρίση του σταλινισµού –που εκδηλωνόταν µε τον πιο έντονο τρόπο µέσα στην ίδια του την «έδρα» (στην οικονοµία και στην κοινωνία της ΕΣΣΔ)– ήταν το υπόβαθρο για την εµφάνιση του ρεύµατος του ευρωκοµουνισµού και της διάσπασης, εδώ, του ΚΚΕ το 1968.
Όµως και τα δύο «ρεύµατα» διατήρησαν τις σχέσεις τους µε το «διεθνές κέντρο».
Κατά τη γνώµη µου (που επιβεβαιώνεται από κάποιες «αφηγήσεις» που παρουσιάζει ο Κ. Ζαγάρας), η απόφαση των στελεχών του ΚΚΕ εσ. και του Κύρκου να βγουν από τον κόσµο του «Κ» και να ανοιχθούν στον κοπανιστό αέρα της ΕΑΡ, ήταν αποτέλεσµα και µιας προτροπής των σοβιετικών (ή τουλάχιστον «προτρεπτικής ενηµέρωσης» για την επερχόµενη διάλυση του ΚΚΣΕ και της ΕΣΣΔ).
Ο καθοριστικός ρόλος του «διεθνούς κέντρου» ίσχυε κατά πολύ περισσότερο στο περιβάλλον του ΚΚΕ. Τα στελέχη που µετά το 1991 βρέθηκαν εκτός ΚΚΕ, κατά τη γνώµη µου, κάνουν λάθος που υποβαθµίζουν τις αναφορές τους επ’ αυτού, µε µοναδική εξαίρεση την παραδοχή της πίεσης των σοβιετικών για υποστήριξη προς τον Αντρέα Παπανδρέου. Οι δε «ορθόδοξοι», σε όλη την περίοδο µεταξύ 1985-1990, υπήρξαν θερµοί υποστηρικτές του… Γκορµπατσόφ, θεωρώντας ότι πρόκειται για απόπειρα ανανέωσης της δυναµικής και όχι αποτέλεσµα της κρίσης (και µάλιστα της τελικής) του κρατικού καπιταλισµού στη Ρωσία.
Η αδυναµία ανάλυσης του καθεστώτος στη Ρωσία και η καθυστέρηση της αυτονόµησης από αυτό είναι ένας από τους πυλώνες της κρίσης/διάσπασης του ΚΚΕ. Ο άλλος είναι η συγκεκριµένη πολιτική γραµµή του εδώ, µετά το 1974.
Στη Μεταπολίτευση, το ΚΚΕ εσ., µε τη γραµµή της Εθνικής Αντιδικτατορικής Ενότητας (ΕΑΔΕ), επέλεξε έναν ρόλο συµπληρωµατικό προς την εµπέδωση της κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας, που καθοδηγούσε ο Καραµανλής. Αυτή η επιλογή, που ήταν καθαρή και οµολογηµένη, έφερε το ΚΚΕ εσ. σε άµεση αντίθεση µε το ριζοσπαστισµό της εποχής και σε οργανωτική συρρίκνωση. Το ΚΚΕ, αντίθετα, έκρυψε στα λόγια και στις αναλύσεις (περί σταδιακής πορείας προς έναν κάποιο σοσιαλισµό), αλλά ακολούθησε στην πράξη ανάλογη πολιτική: ανέχτηκε τον περιορισµό της «αποχουντοποίησης» σε ελάχιστες συµβολικές «κορυφές» των κατασταλτικών µηχανισµών, χτύπησε ως «ανευθυνότητες» κάποιες αυθόρµητες κορυφώσεις της πάλης (23 Ιούλη 1975, 25 Μάη 1976, «αριστεροχουντισµός»), αντιστάθηκε πεισµατικά στο ρεύµα των εργοστασιακών σωµατείων, ενώ αρνήθηκε κάθε µεγάλη πολιτική πρωτοβουλία ενάντια στην κυβέρνηση Καραµανλή, µέχρις ότου –µετά το 1977– ο Α. Παπανδρέου έθεσε το στόχο για (εκλογική) ανατροπή της Δεξιάς. Η γραµµή αυτή δεν περιοριζόταν στην ηγεσία: Η στάση της ΚΝΕ απέναντι στις καταλήψεις του 1979 και η σύγκρουση στο Χηµείο ακόµα περιµένουν έναν υπεύθυνο και έντιµο απολογισµό/αυτοκριτική.
Οι δυνάµεις του σηµερινού ΚΚΕ κέρδισαν την πλειοψηφία στη διάσπαση του 1991 χάρη στη στάση του Χαρίλαου Φλωράκη. Που υπήρξε όµως ο αρχιτέκτονας της πολιτικής του συµπληρωµατικού ρόλου ως προς το ΠΑΣΟΚ. Η γραµµή «Αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ» ήταν η παραδοχή ότι τα όρια των διεκδικήσεων και των επιδιώξεων θα έπρεπε να µείνουν αυτά που όριζε δια της «Αλλαγής» ο Α. Παπαντρέου, και το ΚΚΕ θα περιοριζόταν να διεκδικεί µέσα σε αυτά τον πιο ενισχυµένο δικό του ρόλο («ΚΚΕ-Αλλαγή-2η Κατανοµή»). Το «µορατόριουµ» του ΚΚΕ απέναντι στην πρώτη κυβέρνηση Παπανδρέου ήταν µια µεγάλη στροφή στη ρεάλ πολιτίκ.
Δυστυχώς, όταν το 1985 η εργατική οργανωµένη βάση του ΠΑΣΟΚ συγκρούστηκε µε την ηγεσία της, µετά το «σταθεροποιητικό πρόγραµµα» των Παπανδρέου-Σηµίτη, η ρεάλ πολιτίκ έσπρωξε το ΚΚΕ στην αντίστροφη κατεύθυνση. Η γραµµή στις δηµοτικές εκλογές του 1986 –που έδωσε στη ΝΔ τη δυνατότητα να κερδίσει την Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη– ήταν µια πρόβα τζενεράλε για την κυβερνητική συνεργασία µε τον Μητσοτάκη το 1989 και όχι –όπως πολλοί από τους τότε «πρωταγωνιστές» ακόµα ισχυρίζονται– µια «αυτονόµηση» από το ΠΑΣΟΚ. Επίσης δυστυχώς, το ΠΑΣΟΚ διατηρούσε την πολιτική δύναµη να αποκαλύπτει (σε ένα βαθµό πειστικά) αυτή τη «συναλλαγή» κι έτσι κατόρθωσε να «ρεφάρει» εν µέρει τις απώλειες του 1985 και τελικά –παρά την κρίση του σκανδάλου Κοσκωτά– να κρατήσει το 1989 τις δυνάµεις του στο επίπεδο του 40%. Οδηγώντας έτσι τη ρεάλ πολιτίκ του Χαρίλαου και του Κύρκου στο πλήρες αδιέξοδο και στην κατάρρευση.
Ο συνδυασµός από αυτές τις ξεχασµένες «κωλοτούµπες» και το ξέσπασµα της κατάρρευσης του σταλινικού γραφειοκρατικού κρατικού καπιταλισµού στην ΕΣΣΔ οδήγησαν σε διαλυτική κρίση το ΚΚΕ. Που έχασε την ΚΝΕ προς τα αριστερά, µε την πρωτοβουλία των συντρόφων που µετά ίδρυσαν το ΝΑΡ. Και δύο χρόνια αργότερα, έφτασε στη διάσπαση του 1991, µε τη σύγκρουση µεταξύ «ανανεωτών» (που είχαν υλοποιήσει τη ρεάλ πολιτίκ Φλωράκη) και «ορθόδοξων» που, την τελευταία στιγµή, ενισχύθηκαν από τον Χαρ. Φλωράκη που αποφάσισε να προσπαθήσει να σώσει τα «εικονίσµατα».
Οι «ανανεωτές» πήραν µια πορεία κατάτµησης, άλλοι προς τα δεξιά και άλλοι προς τα αριστερά, των θέσεων που κράτησαν το 1991. Οι «ορθόδοξοι» διατήρησαν τις δυνάµεις τους, αλλά µετά από τη δεκαετία βαθιάς κρίσης του ελληνικού καπιταλισµού και µεγάλων κοινωνικών αγώνων, «πανηγυρίζουν», µετά τις εκλογές του 2019, για µια «ανθεκτικότητα» του κόµµατος, στα όρια της πολιτικής/εκλογικής επιρροής που είχαν… λίγο µετά τη µεγάλη κρίση και διάσπαση του ’91. Και θυµίζουµε ότι στην ΕΣΣΔ η «στασιµότητα» επί Μπρέζνιεφ, ενώ έµοιαζε ακλόνητη, λίγο µετά αποδείχθηκε ότι στηριζόταν σε πήλινα πόδια. Όµως αυτό είναι µια άλλη ιστορία…
Το βιβλίο του Κ. Ζαγάρα, επαναφέροντας στη συζήτηση όλα αυτά, αξίζει να διαβαστεί, τόσο από τους παλιότερους αγωνιστές-στριες (που θα έχουν να θυµηθούν µέσα από τις σελίδες του πολλά από τα γεγονότα που σηµάδεψαν τη ζωή µας), όσο και από τους νεότερους-ες που θα έχουν να πάρουν µια «εισαγωγική» γνώση πάνω στη σύγχρονη ιστορία της Αριστεράς στην Ελλάδα.