Μια κριτική παρουσίαση του βιβλίου του Ερίκ Τουσέν «Συνθηκολογήσεις ενηλίκων» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Red Marks. Αναδημοσίευση από το μπλογκ του Μάικλ Ρόμπερτς (Αμερικάνου μαρξιστή οικονομολόγου), thenextrecession.wordpress.com. Μετάφραση: Στέλλα Μούσμουλα.
Συνθηκολογώντας με τους ενήλικες
Κατά τη διάρκεια της απαγόρευσης κυκλοφορίας λόγω πανδημίας, μπόρεσα να διαβάσω μια σειρά από καινούρια βιβλία για την οικονομία, κάποια από αυτά μαρξιστικά αλλά τα περισσότερα όχι. Φαίνεται ότι πολλοί κορυφαίοι οικονομολόγοι έχουν δημοσιεύσει καινούρια πράγματα τους τελευταίους δύο μήνες. Τις επόμενες εβδομάδες, θα αναρτήσω κριτικές για κάποια από αυτά. Θα ξεκινήσω με το «Sellouts in the Room» [ο τίτλος της αγγλικής έκδοσης] του Ερίκ Τουσέν. Αρχικά δημοσιευμένο στα γαλλικά και στα ελληνικά το Μάρτιο του 2020 με τον τίτλο «Capitulation entre Adultes» [«Συνθηκολογήσεις Ενηλίκων»], το βιβλίο θα είναι διαθέσιμο στην αγγλική γλώσσα πριν από το τέλος του 2020. Ο Ερίκ Τουσέν μας μεταφέρει πίσω στα γεγονότα της ελληνικής κρίσης χρέους, όταν η Τρόικα (η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ) θέλησε να επιβάλει ένα αυστηρό πρόγραμμα λιτότητας στον ελληνικό λαό ως αντάλλαγμα για τα κεφάλαια «διάσωσης» για την κάλυψη υφιστάμενων χρεών που οφείλονταν από τις ελληνικές τράπεζες και την ελληνική κυβέρνηση σε ξένους δανειστές, καθώς η πίστωση των αγορών προς την Ελλάδα είχε στερέψει και η κυβέρνηση όδευε προς αδυναμία πληρωμών.
Στις αρχές του 2015, ο ελληνικός λαός εξέλεξε στην κυβέρνηση το αριστερό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύτηκε να αντισταθεί στα μέτρα λιτότητας. Ο νέος πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, διόρισε τον ήδη διάσημο προοδευτικό οικονομολόγο Γιάνη Βαρουφάκη ως υπουργό Οικονομικών, προκειμένου να διαπραγματευτεί μια συμφωνία με την Τρόικα. Όπως γνωρίζουμε πλέον, ο Βαρουφάκης δεν μπόρεσε να πείσει την Τρόικα και τις ηγεσίες της ΕΕ να εγκαταλείψουν τις απαιτήσεις τους για λιτότητα. Ο Τσίπρας κάλεσε τον ελληνικό λαό να αποφασίσει σε δημοψήφισμα αν θα αποδεχθεί τις απαιτήσεις της τρόικας. Παρά την θηριώδη εκστρατεία των καπιταλιστικών μέσων ενημέρωσης, τις τρομερές απειλές της Τρόικας και τον στραγγαλισμό της ελληνικής οικονομίας και των τραπεζών από την ΕΚΤ, ο ελληνικός λαός ψήφισε με πλειοψηφία πάνω από 60% την απόρριψη του σχεδίου της Τρόικας. Αλλά αμέσως μετά το δημοψήφισμα, ο Τσίπρας ενέδωσε στην Τρόικα και αποδέχτηκε τις απαιτήσεις της. Ο Βαρουφάκης παραιτήθηκε από τη θέση του υπουργού Οικονομικών και αργότερα έγραψε έναν απολογισμό των διαπραγματεύσεών του με την Τρόικα, με τον τίτλο «Adults in the Room» (ΣτΜ: «Ενήλικες στο δωμάτιο», στα ελληνικά κυκλοφόρησε ως «Ανίκητοι Ηττημένοι»).
Ο Ερίκ Τουσέν βρισκόταν επίσης στην Ελλάδα εκείνη την εποχή. Συντόνιζε το έργο μιας επιτροπής ελέγχου για το χρέος (Στμ: Επιτροπή Αλήθειας για το Δημόσιο Ελληνικό Χρέος) που ιδρύθηκε από την πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων το 2015 για να εξετάσει τη φύση του χρέους που όφειλαν οι Έλληνες στο σινάφι των ευρωπαϊκών τραπεζών, των hedge funds και των άλλων κυβερνήσεων. Όπως γράφει ο ίδιος, «Έζησα σχεδόν τρεις μήνες στην Αθήνα μεταξύ Φλεβάρη και Ιούλη 2015, και στο πλαίσιο της δουλειάς μου ως επιστημονικού συντονιστή του ελέγχου του Ελληνικού χρέους, είχα απευθείας επαφές με μια σειρά από μέλη της κυβέρνησης Τσίπρα». Ο Τουσέν έγραψε τώρα μια εναλλακτική θεώρηση αυτών των γεγονότων από αυτή που εξιστόρησε ο Βαρουφάκης. Και αποτελεί μια συντριπτική κριτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και της στρατηγικής και τακτικής που ακολούθησε ο Βαρουφάκης κατά τη διάρκεια του 2015.
Έχει σημασία τι συνέβη τότε; Ο Τουσέν πιστεύει ότι έχει, επειδή υπάρχουν σημαντικά διδάγματα τα οποία πρέπει να αντληθούν από την ελληνική κρίση χρέους. Η επικρατούσα αντίληψη είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε άλλη εναλλακτική λύση από την υποταγή στην Τρόικα, γιατί διαφορετικά οι ελληνικές τράπεζες θα είχαν καταρρεύσει, η οικονομία θα είχε κάνει βουτιά στην άβυσσο και η Ελλάδα θα είχε πεταχτεί έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση για να τα βγάλει πέρα μόνη της. Για παράδειγμα, ο Πολ Μέισον, Βρετανός αριστερός παρουσιαστής και συγγραφέας, έγραψε το 2017 ότι «εξακολουθώ να πιστεύω ότι ο Τσίπρας είχε δίκιο να υποχωρήσει απέναντι στο τελεσίγραφο της ΕΕ και ότι ευθύνεται ο Βαρουφάκης για τον τρόπο που σχεδίασε τη στρατηγική της “θεωρίας παιγνίων”». Ο Τουσέν αρνείται αυτήν την αφήγηση του TINA («Δεν Υπάρχει Εναλλακτική»), υποστηρίζοντας ότι υπήρχε μια εναλλακτική στρατηγική που θα μπορούσε να είχε ακολουθήσει ο ΣΥΡΙΖΑ και επισημαίνει ιδιαιτέρως ότι ο Βαρουφάκης δεν την αναγνώρισε ή υιοθέτησε ως υπουργός Οικονομικών. Κατά την άποψη του Τουσέν, ο Βαρουφάκης είχε ως αφετηρία την εκτίμηση ότι έπρεπε να πείσει τους τροϊκανούς να ενεργήσουν ως «ενήλικες» και να εργαστεί για να τους πείσει να επιτευχθεί ένας λογικός συμβιβασμός. Από την αρχή ο Βαρουφάκης υπέβαλε εξαιρετικά μετριοπαθείς αντιπροτάσεις στα μέτρα λιτότητας της Τρόικας: «Ο Βαρουφάκης διαβεβαίωσε τους ομολόγους του ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν θα ζητούσε μείωση του χρέους και ποτέ δεν αμφισβήτησε τη νομιμοποίηση ή τη νομιμότητα του χρέους του οποίου η αποπληρωμή απαιτούνταν από την Ελλάδα».
Ο Τουσέν λέει ότι ο Βαρουφάκης δεν προέβαλε ποτέ το δικαίωμα και την αποφασιστικότητα της ελληνικής κυβέρνησης να διενεργήσει έλεγχο των χρεών της Ελλάδας. Επιπλέον, ο Βαρουφάκης όχι μόνο είπε ότι η κυβέρνηση που εκπροσωπούσε δεν επρόκειτο να αμφισβητήσει τις ιδιωτικοποιήσεις που είχαν πραγματοποιηθεί από το 2010, αλλά άφησε και ανοιχτή την πιθανότητα για περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεις. Πράγματι, ο Βαρουφάκης επανέλαβε ξανά και ξανά στις ευρωπαϊκές ηγεσίες ότι το 70% των προβλεπόμενων μέτρων του Μνημονίου ήταν αποδεκτά. Ενώ ο Βαρουφάκης συζητούσε με αυτούς τους «ενήλικες στην αίθουσα», η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ συνέχιζε να αποπληρώνει χρέη αρκετών δισεκατομμυρίων ευρώ μεταξύ Φεβρουαρίου και 30 Ιουνίου 2015, ενώ η Τρόικα δεν έδωσε ούτε ένα ευρώ. Τα δημόσια ταμεία συνέχισαν να αδειάζουν, κυρίως προς όφελος του ΔΝΤ. Ο Βαρουφάκης και ο στενός κύκλος γύρω από τον Τσίπρα, φτάνοντας σε συμφωνία με την Τρόικα στα τέλη Φεβρουαρίου 2015 για παράταση του δεύτερου Μνημονίου, δεν επέδειξαν ποτέ ίχνος αποφασιστικότητας να αναλάβουν δράση εάν οι πιστωτές αρνούνταν να κάνουν παραχωρήσεις. Και αυτό καταδίκασε την ελληνική κυβέρνηση να αντιμετωπίζεται με περιφρόνηση. Το σημαντικότερο, λέει ο Τουσέν, είναι ότι οι υπουργοί της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δεν βρήκαν το χρόνο να βγουν έξω και να βρεθούν με τον ελληνικό λαό, να μιλήσουν σε συγκεντρώσεις όπου εκπροσωπούνταν ο πληθυσμός. Δεν ταξίδεψαν σε όλη τη χώρα για να συναντηθούν και να μιλήσουν με ψηφοφόρους και να εξηγήσουν τι συνέβαινε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ή τα μέτρα που η κυβέρνηση ήθελε να λάβει για να καταπολεμήσει την ανθρωπιστική κρίση και να επανεκκινήσει την οικονομία της χώρας. Απέτυχαν πλήρως στο να απευθύνουν έκκληση προς τους εργαζόμενους στην Ευρώπη και αλλού για υποστήριξη.
Αντίθετα, ο Βαρουφάκης και οι άλλοι Έλληνες υπουργοί πήραν μέρος στη διεξαγωγή «μυστικής διπλωματίας» μέσα σε δωμάτια, ενθαρρύνοντας έτσι την Τρόικα να «επιμείνει στη χρήση των χειρότερων μορφών εκβιασμού». Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 ήταν η κατάληξη αυτών των διαπραγματεύσεων. Προφανώς ο Τσίπρας περίμενε ότι ο ελληνικός λαός θα υπέκυπτε στην πίεση των ΜΜΕ και την απειλή οικονομικής καταστροφής και αποβολής από την ΕΕ, και θα αποδεχόταν τις απαιτήσεις της Τρόικας. Αλλά δεν συνέβη έτσι. Ο Τουσέν λέει ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν μια τέλεια ευκαιρία για να κινητοποιηθεί ο ελληνικός λαός, να απορρίψει τον εκβιασμό της Τρόικας, να αρνηθεί τα τελεσίγραφά της και να απαντήσει με αναστολή πληρωμών του χρέους εν αναμονή των αποτελεσμάτων του ελέγχου του. Η κυβέρνηση θα έπρεπε να είχε ανακοινώσει την εθνικοποίηση των τραπεζών και να επιβάλει ελέγχους για να σταματήσει την δραπέτευση κεφαλαίων και να αναλάβει τον έλεγχο του συστήματος πληρωμών.
Όπως επισημαίνει ο Τουσέν: «Όταν ένας συνασπισμός ή ένα κόμμα της Αριστεράς αναλαμβάνει την κυβέρνηση, δεν αναλαμβάνει την πραγματική εξουσία. Η οικονομική εξουσία (που προκύπτει από την ιδιοκτησία και τον έλεγχο των χρηματοοικονομικών και βιομηχανικών ομίλων, των μεγάλων ιδιωτικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, του μαζικού λιανικού εμπορίου κ.λπ.) παραμένει στα χέρια της καπιταλιστικής τάξης, του πλουσιότερου 1% του πληθυσμού. Αυτή η καπιταλιστική τάξη ελέγχει το κράτος, τα δικαστήρια και την αστυνομία, τα υπουργεία οικονομίας και οικονομικών, την κεντρική τράπεζα, τα μεγάλα όργανα λήψης αποφάσεων». Αυτό το αγνόησε ή το αρνήθηκε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, συμπεριλαμβανομένου και του ροκ-σταρ υπουργού Οικονομικών της. Είχαν ως αφετηρία την εκτίμηση ότι οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου στην Τρόικα θα μπορούσαν να πεισθούν να φανούν λογικοί, να ενεργήσουν ως ενήλικες. Η ταξική φύση αυτής της μάχης αποκρύφτηκε. Όπως λέει ο Τουσέν: «Στην πραγματικότητα, μια σημαντική στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –που οδήγησε στην κατρακύλα της– ήταν η συνεχής αποφυγή της σύγκρουσης με την ελληνική καπιταλιστική τάξη. Δεν ήταν απλά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση δεν επεδίωκαν τη λαϊκή κινητοποίηση ενάντια στην ελληνική αστική τάξη, η οποία ήταν σε μεγάλο βαθμό προσκολλημένη στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της ΕΕ. Η κυβέρνηση επεδίωξε ανοιχτά μια πολιτική συμφιλίωσης μαζί της».
Ο Τουσέν προτείνει μια εναλλακτική στρατηγική στο βιβλίο του. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ «έπρεπε να είχε ακολουθήσει αποφασιστικά το δρόμο της ανυπακοής στις ευρωπαϊκές συνθήκες και της άρνησης να υποταχθεί στις εντολές των δανειστών. Ταυτόχρονα, θα έπρεπε να είχε επιτεθεί στους Έλληνες καπιταλιστές, κάνοντάς τους να πληρώσουν φόρους και πρόστιμα, ειδικά στους κλάδους της ναυτιλίας, των χρηματοοικονομικών, των μέσων μαζικής ενημέρωσης και του μαζικού λιανικού εμπορίου. Ήταν επίσης σημαντικό να υποχρεωθεί να πληρώσει φόρους η Ορθόδοξη Εκκλησία, ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης γης στη χώρα. Ως μέσα επιβολής αυτών των πολιτικών, η κυβέρνηση θα έπρεπε να ενθαρρύνει την ανάπτυξη διαδικασιών αυτο-οργάνωσης σε υπαρκτά συλλογικά εγχειρήματα σε διάφορους τομείς (για παράδειγμα, αυτοδιαχειριζόμενα κοινωνικά ιατρεία για την αντιμετώπιση της κοινωνικής και ανθρωπιστικής κρίσης ή ενώσεις που εργάζονται για τη σίτιση των πλέον ευάλωτων ανθρώπων».
Αυτό μας φέρνει στο ζήτημα της συμμετοχής της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μέχρι τη στιγμή του δημοψηφίσματος, εκτός από το Κομμουνιστικό Κόμμα, κανένα κόμμα δεν υποστήριζε την έξοδο από την ΕΕ ως λύση απέναντι στην κρίση. Η πλειοψηφία των Ελλήνων δεν την είχε υποστηρίξει. Μετά τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ, η κομματική ηγεσία διασπάστηκε και εκείνοι που αντιτάχθηκαν στη συνθηκολόγηση πήραν θέση υπέρ του Grexit (με εξαίρεση τον Βαρουφάκη) ως βασική πολιτική πρόταση και λύση. Στις εκλογές που ακολούθησαν, αυτές οι δυνάμεις απέτυχαν να εισέλθουν στο κοινοβούλιο και η κυβέρνηση Τσίπρα επανέκαμψε άθικτη. Στο βιβλίο του, ο Τουσέν θεωρεί ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να είχε επιλέξει να ενεργοποιήσει το άρθρο 50 του Συντάγματος της ΕΕ ως μέθοδο εξόδου από αυτή. Αυτό είναι το άρθρο που χρησιμοποίησε αργότερα η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου για να επιτύχει την έξοδό του μετά το δημοψήφισμα για αποχώρηση το 2016. Ο Τουσέν θεωρεί ότι η χρήση αυτού του εργαλείου θα είχε δώσει στην Ελλάδα δύο χρόνια για να ανταλλάσσει επιχειρήματα με την ΕΕ πάνω στη διαδικασία της εξόδου, ενώ παράλληλα θα αρνούνταν να συνεχίσει να πληρώνει το χρέος κ.λπ. Δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι αυτή θα ήταν μια καλή τακτική. Όπως επισημαίνει ο Τουσέν, κανένα κράτος-μέλος της ΕΕ δεν μπορεί να αποβληθεί και σε κάθε περίπτωση υπάρχουν λίγες κυρώσεις τις οποίες η ΕΕ θα μπορούσε να επιβάλει στην Ελληνική κυβέρνηση –πέρα από το να μπλοκάρουν την πίστωση από την ΕΚΤ, κάτι που έκαναν ήδη έτσι κι αλλιώς. Υποβάλλοντας αίτηση για υπαγωγή στο άρθρο 50, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έλεγε στον ελληνικό λαό ότι η κυβέρνηση είχε ως στόχο την εκούσια αποχώρηση από την ΕΕ (κάτι που η πλειονότητα των Ελλήνων δεν ήθελε). Επιπλέον, θα χάριζε στις ηγεσίες της ΕΕ έναν εύκολο τρόπο να ξεφορτωθούν την Ελλάδα, κάτι που -όπως ισχυρίζεται ο Βαρουφάκης στην αφήγησή του- έβλεπε θετικά ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Σόιμπλε.
Στην αρθρογραφία μου κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης, υποστήριξα ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να είχε αρνηθεί την πληρωμή του χρέους. Ότι έπρεπε να είχε πάρει τον έλεγχο των τραπεζών και των μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων, να είχε κινητοποιήσει το λαό για να καταλάβει τους χώρους εργασίας και να εφαρμόσει τον εργατικό έλεγχο. Ότι όφειλε να είχε μπλοκάρει την μεταφορά (στο εξωτερικό) κεφαλαίων των πλουσίων και των εταιρειών. Και να είχε κάνει έκκληση προς το εργατικό κίνημα της Ευρώπης για υποστήριξη ενάντια στις πολιτικές των κυβερνήσεών τους. Ας άφηνε τις κυβερνήσεις αυτές να προσπαθήσουν να πετάξουν έξω την Ελλάδα. Αλλά να μην τους χάριζε το συνταγματικό όπλο για να πράξουν κάτι τέτοιο.
Η κύρια έμφαση στο βιβλίο του Τουσέν δίνεται στο ρόλο του Βαρουφάκη, όχι λόγω κάποιας προσωπικής έχθρας, αλλά επειδή αυτός ο «ανορθόδοξος μαρξιστής», όπως ο ίδιος ο Βαρουφάκης αυτοαποκαλείται, ήταν στο επίκεντρο των γεγονότων και στη συνέχεια έγραψε τον προσωπικό του απολογισμό για το τι συνέβη, ο οποίος έγινε best seller. Ο Βαρουφάκης έπειτα ίδρυσε ένα πανευρωπαϊκό πολιτικό κόμμα, το DIEM 25, και τελικά επανεξελέγη βουλευτής στο ελληνικό κοινοβούλιο στις πρόσφατες εκλογές του 2019, οι οποίες οδήγησαν στην ανάκτηση της εξουσίας από το συντηρητικό κόμμα.
Γιατί ο Βαρουφάκης ως υπουργός Οικονομικών υιοθέτησε από την αρχή τη στρατηγική του να προσπαθήσει να πείσει τους ηγέτες της Τρόικας να φανούν λογικοί, αντί να κινητοποιήσει τον ελληνικό λαό να αγωνιστεί ενάντια στις απαιτήσεις της Τρόικας; Η απάντηση, νομίζω, έγκειται στην άποψη του Βαρουφάκη σχετικά με την δυνατότητα του σοσιαλισμού. Πριν διοριστεί υπουργός Οικονομικών από τον Τσίπρα, δεν ήταν μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν ακαδημαϊκός. Έγραφε τότε: «Βλέπετε, σε τελική ανάλυση δεν είναι περιβάλλον αυτό για ριζοσπαστική σοσιαλιστική πολιτική. Αντίθετα, είναι το ιστορικό καθήκον της Αριστεράς, σε αυτήν τη συγκεκριμένη συγκυρία, να σταθεροποιήσει τον καπιταλισμό, να σώσει τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό από τον εαυτό του και από τους ανόητους διαχειριστές της αναπόφευκτης κρίσης της Ευρωζώνης».
Είχε γράψει μαζί με τον σοσιαλδημοκράτη ακαδημαϊκό Στιούαρτ Χόλαντ και τον στενό συνεργάτη και φίλο του, μετακεϊνσιανό Τζέιμς Γκάλμπρεϊθ την επονομαζόμενη «Μετριοπαθή Πρόταση για την Επίλυση της Κρίσης του Ευρώ», στην οποία ο Βαρουφάκης έλεγε με περηφάνια ότι «δεν υπάρχει ίχνος μαρξισμού». Αυτός ο «ανορθόδοξος μαρξιστής» θεώρησε καθήκον του ως Έλληνας υπουργός Οικονομικών «να σώσει τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό από τον εαυτό του» ώστε να «ελαχιστοποιηθεί το περιττό ανθρώπινο κόστος αυτής της κρίσης, οι αμέτρητες ζωές των οποίων οι προοπτικές θα συντριβούν κι άλλο χωρίς κανένα όφελος για τις μελλοντικές γενιές των Ευρωπαίων». Προφανώς, για τον Βαρουφάκη, ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να το κάνει αυτό γιατί «απλά εμείς δεν είμαστε έτοιμοι να καλύψουμε το χαώδες κενό που θα αφήσει ένας καταρρέοντας ευρωπαϊκός καπιταλισμός, με ένα λειτουργικό σοσιαλιστικό σύστημα». Λέγοντας «εμείς», αναφερόταν στους εργαζόμενους, αλλά στην πράξη εννοούσε τον εαυτό του. Ο Βαρουφάκης προχώρησε ακόμα περισσότερο. Βλέπετε, «Μια μαρξιστική ανάλυση τόσο του ευρωπαϊκού καπιταλισμού όσο και της τρέχουσας κατάστασης της Αριστεράς μας υποχρεώνει να εργαστούμε για έναν ευρύ συνασπισμό, ακόμη και με δεξιούς, σκοπός του οποίου θα έπρεπε να είναι η επίλυση της κρίσης της Ευρωζώνης και η σταθεροποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης… Είναι ειρωνεία της τύχης, ότι όσοι απεχθανόμαστε την Ευρωζώνη έχουμε ηθική υποχρέωση να τη σώσουμε!».
Έτσι, διεξήγαγε εκστρατεία για τη Μετριοπαθή Πρότασή του για την Ευρώπη με «ανθρώπους σαν τους δημοσιογράφους του Bloomberg και των New York Times, τους βουλευτές που ανήκαν στη παράταξη των Τόρηδων, τους χρηματοοικονομικούς συμβούλους που ανησυχούσαν για την επισφαλή κατάσταση της Ευρώπης». Στη «Συνθηκολόγηση Ενηλίκων», ο Ερίκ Τουσέν αποκαλύπτει με καυστικό τρόπο αυτήν την εσφαλμένη προσέγγιση του «ανορθόδοξου μαρξιστή». Με πολλούς τρόπους είναι μια επώδυνη ανάγνωση, καθώς ο Τουσέν αφηγείται κεφάλαιο προς κεφάλαιο την θλιβερή πρόοδο του Βαρουφάκη ή την έλλειψη αυτής.
Σε μια πρόσφατη συνέντευξη, ο Βαρουφάκης είπε: «Τι θα είχα κάνει διαφορετικά με τις πληροφορίες που είχα τότε; Νομίζω ότι θα έπρεπε να είμαι πολύ λιγότερο συμβιβαστικός απέναντι στην τρόικα. Θα έπρεπε να ήμουν πολύ πιο σκληρός. Δεν θα έπρεπε να έχω επιδιώξει μια ενδιάμεση συμφωνία. Θα έπρεπε να τους δώσω τελεσίγραφο: “αναδιάρθρωση του χρέους, ή βγαίνουμε σήμερα από το ευρώ”». Δυστυχώς, ποτέ δεν βγαίνει ιδιαίτερο όφελος από εκ των υστερών διαπιστώσεις, εκτός από το να αποφύγει κανείς τα ίδια λάθη όταν παρουσιαστεί μια άλλη ευκαιρία. Το βιβλίο του Τουσέν είναι ένας οδηγός γι’ αυτό. Εν τω μεταξύ, ο ελληνικός λαός είναι τώρα αντιμέτωπος με έναν ακόμη κύκλο λιτότητας και ύφεσης μετά την κρίση του κοροναϊού, που έρχεται σε συνέχεια των τρομερών χρόνων πριν και μετά τη συνθηκολόγηση του 2015. Η πρόβλεψη του ΔΝΤ για το 2020 είναι ότι το ελληνικό εθνικό εισόδημα θα επιστρέψει στο επίπεδο που βρισκόταν πριν από 25 χρόνια!