Η γλώσσα αυτών που δεν ακούγονται

Σάρον Σμιθ
Ημερ.Δημοσίευσης

Μια παρουσίαση των πρώτων εβδομάδων της εξέγερσης στις ΗΠΑ, που αναδεικνύει το συστημικό ρατσισμό, καταγράφει τους χειρισμούς των πολιτικών δυνάμεων και καλωσορίζει τις επιτυχίες που έχουν ήδη σημειώσει οι διαδηλώσεις και οι «ταραχές». Δημοσιεύτηκε στις 8 Ιούνη του 2020 στο InternationalSocialism.net και μεταφράστηκε από την Ελένη Πελέκη. H Σάρον Σμιθ ανήκει στην ιστορική ηγεσία της International Socialist Organization (ISO) στις ΗΠΑ. Μετά την κατάρρευση της Οργάνωσης, συγκρότησε μαζί με άλλα ιστορικά στελέχη της το International Socialicm Project

Black Lives Matter

«Τώρα μας ακούτε;». Αυτές οι λέξεις γράφτηκαν με σπρέι στα καλυμμένα παράθυρα μιας κλινικής στη Μινεάπολη, κοντά στο 3ο Αστυνομικό Τμήμα που είχαν κάψει οι διαδηλωτές το βράδυ της 28ης Μάη.

Όλος ο κόσμος έχει δει σε βίντεο τέσσερις αστυνομικούς της Μινεάπολης να δολοφονούν τον Τζορτζ Φλόιντ. Ακόμα κι έτσι όμως, χρειάστηκαν οκτώ ολόκληρες μέρες συνεχόμενων, μαζικών και πολυφυλετικών διαδηλώσεων σε εκατοντάδες πόλεις των ΗΠΑ προκειμένου να απαγγελθούν έστω κατηγορίες και στους τέσσερις αστυνομικούς. Χωρίς τις διαδηλώσεις -και ναι, χωρίς τις βίαιες ταραχές- η εν ψυχρώ δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ θα αντιμετωπιζόταν ως άλλη μία περίπτωση όπου απλά η αστυνομία «κάνει τη δουλειά της».

Οι διαδηλώσεις έχουν επιτέλους αναγκάσει τον κόσμο να αναγνωρίσει ότι η λευκή ανωτερότητα δεν ανήκει σε μια περασμένη εποχή αλλά είναι μόνιμα χαραγμένη στα ίδια τα θεμέλια της Αμερικάνικης κοινωνίας, από τον καιρό που η δουλοκτησία των μαύρων και η γενοκτονία των Ιθαγενών Αμερικανών διευκόλυναν την ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος. Ο ρατσισμός δεν είναι μια παρέκκλιση του συστήματος αλλά κεντρικό συστατικό του. Όσοι επικρίνουν τη «βία» που ξέσπασε στις διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα έχουν χάσει το νόημα: Η αστική τάξη δεν νοιάζεται καθόλου για τις ζωές των Μαύρων και των Μελαμψών (ΣτΜ: Brown, «καφέ», ο όρος αναφέρεται κυρίως στους «ισπανόφωνους», τους ανθρώπους λατινοαμερικάνικης καταγωγής, αλλά μπορεί να περιλαμβάνει και άλλους μη-λευκούς πληθυσμούς, πχ αραβικής καταγωγής), νοιάζεται όμως πάρα πολύ για την ιερότητα της ιδιωτικής περιουσίας και το κύρος της αστυνομίας που «υπηρετεί και προστατεύει» τα συμφέροντα της.

Η γλώσσα όσων δεν ακούγονται

Όπως είχε πει ο Δρ. Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ Τζούνιορ το 1967: «Οι βίαιες εξεγέρσεις είναι η γλώσσα όσων δεν ακούγονται. Και τι είναι αυτό που έχει αποτύχει να ακούσει η Αμερική; Έχει αποτύχει να ακούσει ότι τα δεινά των φτωχών Νέγρων έχουν χειροτερέψει τα τελευταία χρόνια. Έχει αποτύχει να ακούσει ότι οι υποσχέσεις για ελευθερία και δικαιοσύνη δεν έχουν εκπληρωθεί. Έχει αποτύχει να ακούσει ότι μεγάλα κομμάτια της λευκής κοινωνίας ενδιαφέρονται περισσότερο για την ηρεμία και το στάτους κβο από ό,τι για την δικαιοσύνη, την ισότητα και την ανθρωπιά. Κάπως έτσι, τα καλοκαίρια των εξεγέρσεων στη χώρα μας προκλήθηκαν από τους χειμώνες των αναβολών».

Ο Κινγκ κατέληξε με το συμπέρασμα: «όσο η Αμερική αναβάλει την απόδοση δικαιοσύνης, θα βλέπουμε τη βία και τις εξεγέρσεις να επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά. Η κοινωνική δικαιοσύνη και η πρόοδος είναι οι καλύτερες εγγυήσεις για την πρόληψη των εξεγέρσεων».

Τα λόγια του Κινγκ παραμένουν το ίδιο επίκαιρα σήμερα, γεγονός που αποδεικνύει πόσο λίγο έχει περιοριστεί η ασθένεια του ρατσισμού στην αμερικάνικη κοινωνία πέντε δεκαετίες αργότερα. Τότε, όπως και τώρα, οι εξεγέρσεις στις πόλεις τάραξαν συθέμελα την κοινωνία, φέρνοντας το ζήτημα της ρατσιστικής αστυνομικής βίας στο προσκήνιο. Στη δεκαετία του 1960 όμως οι εξεγέρσεις γίνονταν σχεδόν εξολοκλήρου από Μαύρους, ενώ οι διαδηλώσεις που γίνονται σήμερα είναι πολυφυλετικές.

Είναι σημαντικό όχι μόνο ότι βγαίνουν και διαδηλώνουν και λευκοί, αλλά ότι και άλλοι φυλετικά καταπιεσμένοι -όπως οι Ιθαγενείς Αμερικάνοι, που έχουν επίσης υποφέρει εκατοντάδες χρόνια βιαιότητας- ταυτίζονται με τον αγώνα. Ο Μπεν Πιζ, ένας Ιθαγενής καλλιτέχνης από την Μοντάνα δήλωσε: «Προσωπικά, σκέφτομαι, πόσο δυνατά πρέπει να φωνάξεις για να ακουστείς; Πόσες φορές πρέπει να πεθάνεις; Πόσοι Αφροαμερικανοί πρέπει να πεθάνουν στα χέρια της αστυνομίας για να υπάρξει συστημική αλλαγή; Οι βίαιες ταραχές φέρνουν αποτελέσματα. Το πλιάτσικο φέρνει αποτελέσματα. Οι διαδηλώσεις φέρνουν αποτελέσματα».

Πρέπει να αναρωτηθούμε τι σημαίνουν όλα αυτά για το μέλλον της οργάνωσης της πάλης ενάντια στο ρατσισμό. Παρόλο που οι περισσότεροι σχολιαστές των μεγάλων ΜΜΕ καταδικάζουν τις λεηλασίες και τις πυρπολήσεις ως απρόκλητες πράξεις καταστροφής, η εξέγερση ενάντια στο ρατσισμό είναι μια τακτική που αποδεδειγμένα καταφέρνει να προκαλέσει την προσοχή στη συστηματική βία που υφίστανται οι Μαύροι και οι Μελαμψοί –η οποία έχει κανονικοποιηθεί μέσα στην κοινωνία, συντηρείται από πολιτικούς αξιωματούχους που επιβάλουν το στάτους κβο και εφαρμόζεται από ένοπλους αστυνομικούς και οπαδούς της λευκής ανωτερότητας (οι δύο ιδιότητες αρκετά συχνά ταυτίζονται).

Η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα λιντσάρισμα του 21ου αιώνα. «Δεν μπορώ να αναπνεύσω» ήταν επίσης τα τελευταία λόγια και του Έρικ Γκάρνερ το 2014, τα οποία επανέλαβε με απόγνωση 11 φορές πριν δολοφονηθεί από αστυνομικό στραγγαλισμό στο Στάτεν Άιλαντ, μια δολοφονία που επίσης καταγράφηκε σε βίντεο. Κάθε μεγάλη πόλη των ΗΠΑ έχει τους δικούς της Μαύρους και Μελαμψούς δολοφονημένους- πολλούς από την αστυνομία και κάποιους από ένοπλους λευκούς «τιμωρούς» (ΣτΜ: οι «vigilantes» που «παίρνουν το νόμο στα χέρια τους»). Σε αυτά τα θύματα περιλαμβάνονται πιο πρόσφατα η Μπριόνα Τέιλορ, η νεαρή νοσοκόμα πρώτων βοηθειών από το Λούισβιλ του Κεντάκι, την οποία η αστυνομία πυροβόλησε και σκότωσε ενώ κοιμόταν στο σπίτι της, και ο Άχμουντ Άρμπερι από το Μπρούνσγουϊκ της Τζόρτζια, που δολοφονήθηκε ενώ έκανε τζόκινγκ από δύο λευκούς (ο ένας πρώην μπάτσος), κάτι που επίσης καταγράφηκε σε βίντεο. Το «Πείτε τα ονόματά τους» έχει γίνει ενοποιητική κραυγή στις διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα, στην μνήμη τόσων πολλών άλλων Μαύρων δολοφονημένων των οποίων οι φονιάδες αφέθηκαν ελεύθεροι –από τον Τρέιβον Μάρτιν μέχρι τον Μάικλ Μπράουν, τον Φρέντυ Γκρέυ και τον Ταμίρ Ράις, για να αναφέρουμε μόνο λίγους από μια πολύ μακριά λίστα θυμάτων.

Οι διαδηλώσεις εξαπλώθηκαν σε όλο τον κόσμο σε αλληλεγγύη με τον αγώνα στις ΗΠΑ –γιατί ο ρατσισμός και η ρατσιστική αστυνομική βία είναι θεμελιώδη χαρακτηριστικά του καπιταλισμού παντού. Το «Δεν μπορώ να αναπνεύσω» έχει γίνει ένα παγκόσμιο σύνθημα των αντιρατσιστών σε όλη την υφήλιο, καθώς διαδηλωτές κουβαλούν φωτογραφίες του Τζορτζ Φλόιντ και η αστυνομία, όπως ήταν αναμενόμενο, απαντά με δακρυγόνα. Ο αντίκτυπος της δολοφονίας του Φλόιντ και η κατακραυγή που προκάλεσε φάνηκαν ξεκάθαρα στις 30 Μάη, όταν εκατοντάδες διαδήλωσαν στο Τελ Αβίβ απαιτώντας δικαιοσύνη για τον Ιλιάντ Χαλάκ, έναν Παλαιστίνιο με αυτισμό που είχε πρόσφατα πυροβοληθεί και σκοτωθεί από την αστυνομία στην Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήμ –οι πικέτες έγραφαν «Οι Ζωές των Παλαιστινίων Έχουν Αξία» και «Δικαιοσύνη για τον Ιλιάντ, Δικαιοσύνη για τον Τζορτζ».

Απαγόρευση κυκλοφορίας και Αστυνομική Βία

Πολιτικοί και αναλυτές σχολίασαν αρχικά τη δολοφονία του Φλόιντ εκφράζοντας τον πόνο τους (άλλοτε ψεύτικο κι άλλοτε ειλικρινή), αλλά μεταστράφηκαν προς την αγανακτισμένη καταδίκη των διαδηλωτών αμέσως μόλις ξεκίνησαν οι πυρπολήσεις και οι λεηλασίες. Οι αξιωματούχοι δεν έχασαν καθόλου χρόνο στην άμεση επιβολή νυχτερινής απαγόρευσης της κυκλοφορίας ενώ 24 πολιτείες και η περιφέρεια της Κολούμπια κάλεσαν την Εθνοφρουρά –μετατρέποντας τις διαδηλώσεις σε «παράνομες» συγκεντρώσεις. Τα κυρίαρχα ΜΜΕ επικεντρώθηκαν στους διαδηλωτές που ξαφνικά έγιναν «άνομοι», και όχι στην ρατσιστική αστυνομική βία που προκάλεσε τις διαδηλώσεις εξαρχής. Ενώ τα καθεστωτικά ΜΜΕ εστίαζαν αποκλειστικά στη «βία» των διαδηλωτών, η αστυνομία ξεσάλωνε βίαια γύρω τους, ρίχνοντας πλαστικές σφαίρες, χτυπώντας, κλωτσώντας, ψεκάζοντας με δακρυγόνα -και σε μερικές περιπτώσεις σκοτώνοντας- διαδηλωτές που είχαν σηκώσει ψηλά τα χεριά τους και δημοσιογράφους που αποκάλυπταν την αστυνομική βία.

Κάποια ειδησεογραφικά σάιτ όπως το Vox, το Slate και το The Verge, μαζί με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ήταν από τα πρώτα που κατέγραψαν τις αμέτρητες περιπτώσεις όπου αστυνομικοί όρμησαν εξαγριωμένοι εναντίον των διαδηλωτών –πολύ πριν υποπέσουν όλα αυτά στην αντίληψη των μεγάλων ΜΜΕ. Ένα ιδιαίτερα ανατριχιαστικό βίντεο δείχνει την αστυνομία στο Όστιν του Τέξας να ρίχνει προς ένα πλήθος ειρηνικών διαδηλωτών πλαστικές σφαίρες και δακρυγόνα και μετά να ρίχνει και προς αυτούς που προσπαθούσαν να μεταφέρουν τους τραυματισμένους σε ασφαλές μέρος. Σε μια άλλη περίπτωση, η αστυνομία του Λούισβιλ και η εθνοφρουρά πυροβόλησαν και σκότωσαν τον Ντέιβιντ ΜακΆτι, ιδιοκτήτη ενός δημοφιλούς στους ντόπιους εστιατορίου. Κανείς από τους αστυνομικούς δεν είχε ενεργοποιήσει τις κάμερες που πρέπει να φορούν πριν ανοίξουν πυρ εναντίον του ΜακΆτι. Η αστυνομία του Μπάφαλο καταγράφηκε σε βίντεο να χρησιμοποιεί γκλομπ για να ρίξει έναν 75χρονο ειρηνικό διαδηλωτή στο έδαφος και να τον εγκαταλείπει ενώ αιμορραγούσε από το κεφάλι.

Η αστυνομική βία είναι τόσο άγρια και τόσο διαδεδομένη που κανένας από όσους την έχουν δει ή πόσο μάλλον την έχουν βιώσει δεν μπορεί πλέον να συνεχίσει να την αποδίδει σε «λίγους κακούς μπάτσους». Είναι προφανώς συστημική. Είναι αδύνατο να αγνοήσουμε την αντίθεση με την ευγενέστατη στάση που έδειξε η αστυνομία απέναντι σε αντιδραστικούς λευκούς διαδηλωτές στο Μίσιγκαν και σε άλλες Πολιτείες που απαιτούσαν την επανεκκίνηση της οικονομίας και την άρση του lockdown λόγω κορονοϊού. Δεν έγινε ούτε μία σύλληψη μεταξύ αυτών των λευκών που κράδαιναν τα όπλα τους, παρόλο που έβριζαν και έφτυναν τους αστυνομικούς –ενώ ο Πρόεδρος Τραμπ τους επευφημούσε, καλώντας τους κυβερνήτες των Πολιτειών να τους «απελευθερώσουν» από την τυραννία της κοινωνικής αποστασιοποίησης εν μέσω πανδημίας.

Ο Ντόναλντ Τραμπ και το σινάφι του έχουν αναμφίβολα υποκινήσει ακόμα περισσότερη αστυνομική βία εναντίον των διαδηλωτών. Το 2017, ο Τραμπ συμβούλευε τους αστυνομικούς που συλλαμβάνουν «αλήτες» να είναι «σκληροί» μαζί τους. Στο ίδιο πνεύμα, ο Τραμπ απάντησε στους διαδηλωτές για τον Τζορτζ Φλόιντ με έναν καταιγισμό αναρτήσεων στο τουίτερ όπου τους αποκαλούσε «ΑΛΗΤΕΣ!» και ανακοίνωσε ότι «Όταν αρχίζετε το πλιάτσικο, αρχίζουμε να πυροβολούμε», επαναλαμβάνοντας την εμβληματική φράση-απειλή της αστυνομίας στον φυλετικά διαχωρισμένο Νότο της δεκαετίας του 1960.

Ο Τραμπ και ο λακές του στη Γενική Εισαγγελία, Γουίλιαμ Μπαρ, δεν έχασαν την ευκαιρία να κατηγορήσουν για τη βία αριστερούς «ακραίους υποκινητές» όπως οι «Antifa». Ο Τράμπ μάλιστα ανακοίνωσε μέσω τουίτερ ότι θα βάλει «την Antifa» στη λίστα των «τρομοκρατικών οργανώσεων» (παρόλο που δεν υπάρχει τέτοια οργάνωση).

Ο Τραμπ το παρακάνει

Στη συνέχεια ο ανώριμος Τραμπ υπερέβη των εξουσιών του με ακραίο τρόπο. Στις 31 Μάη, φαίνεται ότι είχε καταφύγει σε μπούνκερ στο Λευκό Οίκο καθώς οι διαδηλώσεις αυξάνονταν στην Ουάσινγκτον. Την επόμενη μέρα, αποφάσισε ότι χρειάζεται μια φωτογράφιση που να αντιστρέφει αυτήν την εικόνα του δειλού. Σκέφτηκε λοιπόν ότι το να διασχίσει το δρόμο μέχρι την μερικώς καμένη Εκκλησία του Αγίου Ιωάννη και να ποζάρει μπροστά της με μια Βίβλο στο χέρι θα επανασυσπείρωνε την εκλογική του βάση.

Ο Μπαρ έσπευσε στους δρόμους με εντολή Τραμπ για να διατάξει την αστυνομία να εκδιώξει τους ειρηνικούς διαδηλωτές ώστε να καθαρίσει ο δρόμος πριν την πολυπόθητη φωτογράφιση του Τραμπ. Πάνοπλοι αστυνομικοί χρησιμοποίησαν πλαστικές σφαίρες, χειροβομβίδες κρότου-λάμψης και δακρυγόνα ενάντια στην καθόλα νόμιμη διαδήλωση που εξελισσόταν πριν την απαγόρευση της κυκλοφορίας που στην πόλη της Ουάσινγκτον ξεκινάει στις 7 μμ. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου στο Ρόουζ Γκάρντεν -όπου ο Τραμπ ανακοίνωσε την πρόθεσή του να ενεργοποιήσει τον Νόμο περί Εξέγερσης και να κινητοποιήσει τον ομοσπονδιακό τακτικό στρατό για να «κυριαρχήσει» στους δρόμους ενάντια στους διαδηλωτές- οι κραυγές των διαδηλωτών και ο βροντερός θόρυβος από τα όπλα της αστυνομίας ακούγονταν καθαρά στο φόντο. Όταν ο Τραμπ, που σπάνια εκκλησιάζεται, φωτογραφήθηκε με τη Βίβλο στα χέρια μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, ρωτήθηκε εάν η Βίβλος ήταν δική του. Απάντησε «Είναι μια Βίβλος».

Φαίνεται ότι ο Τραμπ προκάλεσε ένα είδος συνταγματικής κρίσης όταν απείλησε να χρησιμοποιήσει το Νόμο περί Εξεγέρσεων σε όλη τη χώρα, ενώ ταυτόχρονα κάλεσε τα εν ενεργεία στρατεύματα από την 82η Βάση να αναπτυχθούν στην πόλη της Ουάσινγκτον. Ακόμα και κοντινοί σύμμαχοί του άρχισαν να αποσύρουν τη στήριξή τους μετά από αυτές τις εξελίξεις.

Ο Υπουργός Άμυνας, Μαρκ Έσπερ, δήλωσε την αντίθεσή του με την εφαρμογή του Νόμου περί Εξεγέρσεων, λέγοντας: «H επιλογή να χρησιμοποιήσουμε τα ενεργά στρατεύματα σε ρόλο επιβολής του νόμου θα έπρεπε να γίνεται μόνο σαν λύση τελευταίας ανάγκης και μόνο στις πιο επείγουσες και ακραία επικίνδυνες περιστάσεις. Δεν είμαστε σε μια τέτοια κατάσταση αυτή τη στιγμή».

Ο πρώην Υπουργός Άμυνας της κυβέρνησης Τραμπ, Τζέιμς Μάτις, δήλωσε ότι ένιωθε «οργισμένος και αποτροπιασμένος» με την αντίδραση του Τραμπ. Πρόσθεσε: «Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι οι στρατιώτες… θα έπαιρναν εντολή υπό οποιεσδήποτε συνθήκες να παραβιάσουν τα Συνταγματικά Δικαιώματα των συμπολιτών τους –πόσο μάλλον να λειτουργήσουν ως φόντο για μια περίεργη φωτογράφιση του εκλεγμένου επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων (ΣτΜ: όπως αποκαλείται ο Πρόεδρος των ΗΠΑ) με τη στρατιωτική ηγεσία στο πλευρό του».

Κάποια εκλεγμένα μέλη των Ρεπουμπλικάνων στο Κογκρέσο υποστήριξαν ανοιχτά τον Μάτις, με την Γερουσιαστή Λίζα Μαρκόφσκι από την Αλάσκα να δηλώνει ότι «δυσκολεύεται να αποφασίσει» αν θα ψηφίσει τον Τραμπ το 2020. Απομένουν βέβαια πέντε μήνες ακόμα μέχρι τις εκλογές του Νοέμβρη, αλλά αναδύονται δυσοίωνα σημάδια για το μέλλον της πολιτικής καριέρας του Τραμπ. O Αντιπρόσωπος της Αϊόβα, Στιβ Κινγκ, που επανεκλεγόταν επί 9 θητείες και το γραφείο του κοσμούσε μια σημαία της Συνομοσπονδίας του Νότου, ηττήθηκε στις προκριματικές του Ιούνη του 2020. Σε μια διαβόητη συνέντευξή του με τους New York Times το Γενάρη του 2019 είχε αναρωτηθεί: «Λευκός εθνικιστής, οπαδός της λευκής ανωτερότητας, Δυτικός πολιτισμός –γιατί ακριβώς έγιναν αυτοί οι όροι προσβλητικοί;».

Ο φιλελεύθερος αντίλαλος

Ο κυβερνήτης της Μινεσότα, Τίμοθι Γουάλτς είναι μέλος του φιλελεύθερου Δημοκρατικού-Αγροτικού-Εργατικού Κόμματος (DFL). Ο δήμαρχος της Μινεάπολης, Τζέικομπ Φρέι (επίσης μέλος του DFL), και ο δήμαρχος του Σαιντ Πολ (Μέλβιν Κάρτερ ο 3ος, ο πρώτος μαύρος δήμαρχος της πόλης) είναι επίσης φιλελεύθεροι. Και οι τρεις εξέφρασαν την απογοήτευση και την οργή τους για τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, αλλά παρόλα αυτά αναπαρήγαγαν την ιδέα ότι «εξωτερικοί υποκινητές» ήταν υπεύθυνοι για την βία που ξέσπασε. Σε αντίθεση με τον Τραμπ και τους συνεργάτες του, δεν κατηγόρησαν μόνο τους αριστερούς, αλλά και λευκούς ρατσιστές που υποτίθεται ότι εισέβαλλαν στην Πολιτεία για να υποκινήσουν την βία. Αναγκάστηκαν όμως να αποσύρουν τους ισχυρισμούς αυτούς όταν εμφανίστηκαν αδιάψευστες αποδείξεις ότι αυτοί που είχαν συλληφθεί στην Μινεάπολη, ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία ντόπιοι.

Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι λευκοί ακροδεξιοί αποπειράθηκαν (με ελάχιστη επιτυχία) να υποκινήσουν βίαια επεισόδια και να κατηγορήσουν τους Antifa. Δεν έχει υπάρξει καμία αξιόπιστη απόδειξη ότι έκαναν το ίδιο και «βίαιοι ριζοσπάστες» [της Αριστεράς]. Για παράδειγμα, η λευκή εθνικιστική ομάδα Identity Evropa, δημιούργησε τον παραπλανητικό λογαριασμό @ANTIFA_US στο twitter και έκανε την ανάρτηση: «Απόψε είναι η νύχτα μας Σύντροφοι… Απόψε λέμε Γ…… την πόλη, κινούμαστε προς τις κατοικημένες περιοχές… στις γειτονιές των λευκών… και παίρνουμε αυτά που μας ανήκουν...» συνοδευόμενη από ένα εμότζι μιας υψωμένης μελαμψής γροθιάς.

Οι φιλελεύθεροι πολιτικοί ηγέτες αντιμετώπισαν τους διαδηλωτές με αξιοσημείωτη εχθρότητα. Για παράδειγμα, όταν αστυνομικοί στη Νέα Υόρκη οδήγησαν σκόπιμα δύο οχήματα πάνω σε ένα πλήθος διαδηλωτών, ο δήμαρχος Μπιλ Ντε Μπλάζιο είπε ότι «δεν κατηγορεί» την αστυνομία, προσθέτοντας «αν οι διαδηλωτές είχαν φύγει από το δρόμο και δεν προσπαθούσαν να περικυκλώσουν το όχημα, δε θα μιλούσαμε καν γι αυτό». Λίγες μέρες μετά ο δήμαρχος υπερασπίστηκε τους αστυνομικούς που έδερναν διαδηλωτές με γκλομπ λέγοντας: «Στο πλαίσιο της κρίσης, με την απαγόρευση της κυκλοφορίας σε ισχύ, υπάρχει ένα σημείο όπου φτάνει ο κόμπος στο χτένι». Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που όταν ο Ντε Μπλάζιο σηκώθηκε να μιλήσει σε μια εκδήλωση μνήμης για τον Τζορτζ Φλόιντ στις 4 Ιούνη, το πλήθος τον γιούχαρε φωνάζοντας το σύνθημα «Δεν μπορώ να αναπνεύσω» μέχρι να κατέβει από την εξέδρα.

Παρομοίως, ο δήμαρχος της Μινεάπολης, Τζέικομπ Φρέι, ακόμα και μετά από δύο εβδομάδες συνεχόμενων διαδηλώσεων αρνούνταν να δεσμευτεί για την αποχρηματοδότηση της αστυνομίας –και εκδιώχθηκε από μια διαδήλωση για τον Τζορτζ Φλόιντ στις 6 Ιούνη κάτω από ισχυρές αποδοκιμασίες και φωνές όπως «τράβα σπίτι σου Τζέικομπ».

Εν τω μεταξύ, ο Τζο Μπάιντεν, που πιθανότατα θα είναι ο υποψήφιος των Δημοκρατικών για την Προεδρία, δεν προκάλεσε ιδιαίτερη ανακούφιση σε όσους αποζητούν ριζικές αλλαγές στο ρατσιστικό σύστημα αστυνόμευσης όταν έδωσε την παρακάτω συμβουλή στους αστυνομικούς σχετικά με την τακτική τους για την αντιμετώπιση άοπλων υπόπτων: «Πυροβολήστε τους στα πόδια, όχι στην καρδιά».

Η φαινομενικά «φιλελεύθερη» New York Times δημοσίευσε στις 3 Ιουνίου ένα άρθρο γνώμης του Γερουσιαστή Τομ Κότον από το Αρκάνσας, με τίτλο «Κατεβάστε το Στρατό» που απηχούσε την πρόθεση του Τράμπ να εφαρμόσει τον Νόμο περί Εξεγέρσεων και να κινητοποιήσει τον ομοσπονδιακό στρατό και καλούσε «σε μια συντριπτική επίδειξη ανυπέρβλητης δύναμης που θα διαλύσει, θα φυλακίσει και εντέλει θα αποθαρρύνει τελείως όσους παρανομούν». Ο Κότον επανέλαβε επίσης τους ψευδείς ισχυρισμούς του Τραμπ ότι η καταστροφή περιουσιών είχε προκληθεί από «επιτελεία αριστερών ριζοσπαστών, όπως οι antifa που παρεισφρέουν στις διαδηλώσεις για να εκμεταλλευτούν το θάνατο του Φλόιντ για τους δικούς τους, αναρχικούς σκοπούς».

Το άρθρο του Κότον όμως προκάλεσε την εξέγερση των ίδιων των εργαζομένων στους Times, καθώς δεκάδες δήλωσαν μέσω Twitter: «η δημοσίευση αυτού του άρθρου θέτει σε κίνδυνο τους μαύρους εργαζόμενους των New York Times». Επιπλέον, περισσότεροι από 800 εργαζόμενοι υπέγραψαν μια επιστολή διαμαρτυρίας και απείλησαν με «ηλεκτρονική απεργία». Οι Times δημοσίευσαν ένα άρθρο γνώμης με τίτλο «Το Φασιστικό Άρθρο του Τομ Κότον» την ίδια μέρα και εξέδωσαν μια απολογία την επόμενη. Στις 7 Ιουνίου ο υπεύθυνος της σελίδας με τα άρθρα γνώμης παραιτήθηκε μετά από πιέσεις.

Μινεσότα: ένας μικρόκοσμος όλων όσων πάνε στραβά στην Αμερική

Η οικογένεια του Τζορτζ Φλόιντ ζήτησε όχι μόνο την σύλληψη των τεσσάρων αστυνομικών που τον σκότωσαν αλλά και την απαγγελία της κατηγορίας για δολοφονία πρώτου βαθμού για τον Σωβίν, όπως αρμόζει στη σοβαρότητα και την εγκληματική πρόθεση την πράξης του. Αποδείχτηκε ότι ο Σωβίν και ο Φλόιντ είχαν δουλέψει και οι δύο ως σεκιούριτι στο ίδιο τοπικό νυχτερινό κέντρο, το Ελ Νουέβο Ρόντεο (που έχει πλέον καεί), και οι βάρδιές τους συνέπιπταν τις Τρίτες. Η πρώην ιδιοκτήτης του κέντρου περιγράφει τον Φλόιντ ως «αγαπητό στην Ισπανόφωνη κοινότητα» ενώ σημειώνει ότι Μαύροι πελάτες παραπονιόντουσαν για την άσχημη συμπεριφορά του Σωβίν απέναντι τους –και προσθέτει ότι ψέκαζε τον κόσμο με σπρέι πιπεριού όταν ξεσπούσαν καυγάδες, κάτι που η ίδια χαρακτήριζε «υπερβάλλοντα ζήλο».

Ο Μπέντζαμιν Κραμπ, δικηγόρος της οικογένειας του Φλόιντ, δήλωσε για την εργασιακή συνύπαρξη του Φλόιντ με τον Σωβίν, «Είναι μια ενδιαφέρουσα πτυχή της υπόθεσης και ελπίζουμε ότι θα αναβαθμίσει τις κατηγορίες σε δολοφονία πρώτου βαθμού επειδή πιστεύουμε ότι ήξερε ποιος ήταν ο Τζορτζ Φλόιντ. Πιστεύουμε ότι υπήρχε πρόθεση». Έχουν γίνει 18 επίσημες καταγγελίες για τον Σωβίν κατά τη διάρκεια των είκοσι χρόνων που είναι στο σώμα. Μόνο δύο από αυτές είχαν ως αποτέλεσμα τουλάχιστον μια επίπληξη ενώ οι υπόλοιπες δεν κατέληξαν σε καμία πειθαρχική πράξη. Αντίθετα, ο Σωβίν θεωρούταν το «καμάρι» της αστυνομίας της Μινεάπολης, για τη «γενναιότητά» του στη δουλειά. Έχει τιμηθεί με δύο μετάλλια ανδρείας, το 2006 και το 2008. Έχει επίσης τιμηθεί με δύο επαίνους, το 2008 και το 2009.

Η Μινεάπολη, είναι θεωρητικά μια φιλελεύθερη πόλη. Το δημοτικό συμβούλιο αποτελείται από δώδεκα Δημοκρατικούς κι ένα μέλος του Πράσινου Κόμματος, ενώ έχει δύο μαύρα διεμφυλικά μέλη. Ο Ρόμπερτ Λίλλιγκρεν, ο πρώτος Ιθαγενής Αμερικάνος που εκλέχτηκε στο δημοτικό συμβούλιο εξηγεί: «Η Μινεάπολη αξιοποιεί τη φήμη της προοδευτικής πόλης. Το κλίμα είναι ως εξής: Κάνε κάτι επιφανειακό για να αισθάνεσαι ότι έκανες κάτι ουσιαστικό. Φτιάξε μια επιτροπή κοινωνικών δικαιωμάτων, φτιάξε μια επιτροπή πολιτών για να ελέγχει την αστυνομία, αλλά χωρίς να τους δίνεις καμία εξουσία για να κάνουν αλλαγές και να αλλάξουν το σύστημα». Ένας ντόπιος Σομαλικής καταγωγής περιγράφει την κουλτούρα της πόλης ως «ρατσισμός με χαμόγελο».

Η αστυνομία της Μινεάπολης, έχει τη φήμη ότι είναι βαθιά ρατσιστική, έχοντας σκοτώσει τριάντα ανθρώπους από το 2000 ως το 2018, οι περισσότεροι εκ των οποίων μαύροι –σε μια πόλη όπου ο πληθυσμός των μαύρων δεν ξεπερνά το 20%. Τα αρχεία της αστυνομίας δείχνουν τουλάχιστον 237 περιπτώσεις όπου αστυνομικοί χρησιμοποίησαν «τεχνικές κεφαλοκλειδώματος» για τον περιορισμό των υπόπτων κατά την διάρκεια της σύλληψης με αποτέλεσμα να χάσουν τις αισθήσεις τους 44 άνθρωποι. Τα 3/5 αυτών ήταν μαύροι. Κι όμως, μόνο ένας αστυνομικός έχει καταδικαστεί τις τελευταίες δεκαετίες –ο Μοχάμεντ Νουρ, ο μαύρος αστυνομικός που το 2017 πυροβόλησε και σκότωσε την Τζαστίν Ρουίτζικ, μια άοπλη λευκή. Δόθηκε αποζημίωση δύο εκατομμυρίων δολαρίων στην οικογένειά της. Η καταδίκη και η αποζημίωση ήταν δίκαια, όμως τα διπλά στάνταρ τονίζουν ακόμα περισσότερο το συστημικό ρατσισμό της αστυνομίας, καθώς οι οικογένειες των μαύρων δεν κερδίζουν ποτέ ούτε την ηθική ικανοποίηση μιας καταδίκης ούτε έναν οικονομικό διακανονισμό οποιουδήποτε τύπου, ακόμα και όταν υπάρχουν ισχυρές αποδείξεις.

Το 2016 για παράδειγμα, ο Φιλάντο Καστίλ σταμάτησε το αυτοκίνητό του σε έναν έλεγχο. Όταν ενημέρωσε τον αστυνομικό ότι είχε στη κατοχή του ένα νόμιμο όπλο με άδεια οπλοκατοχής, ο αστυνομικός αντέδρασε πυροβολώντας τον επτά φορές. Η κοπέλα του Καστίλ άνοιξε το Facebook Live και κατέγραψε τις τελευταίες στιγμές πριν τον θάνατό του, ενώ η 4χρονη κόρη της παρακολουθούσε από το πίσω κάθισμα. Οι εισαγγελείς απήγγειλαν κατηγορίες για ανθρωποκτονία αλλά ο αστυνομικός αθωώθηκε λίγους μήνες μετά, παρά το γεγονός ότι ο πυροβολισμός είχε καταγραφεί στην κάμερα του αστυνομικού οχήματος.

Ο υπαστυνόμος Μπομπ Ρολλ, ο αρχηγός του σωματείου των αστυνομικών της Μινεάπολης, είναι ένας δηλωμένος ανοιχτά ρατσιστής, που φέρει περήφανα το σήμα της «Λευκής Δύναμης» στο μπουφάν του και είναι μέλος στη Λέσχη Μοτοσικλετιστών Σίτυ Χιτ (City Heat Motorcycle Club), μια λέσχη αστυνόμων μοτοσικλετιστών που πιστεύουν στην ανωτερότητα της λευκής φυλής. Είναι ενθουσιώδης υποστηρικτής του Τραμπ που έχει αποκαλέσει το κίνημα Black Lives Matter «τρομοκρατική οργάνωση», ενώ απαντώντας στις πρόσφατες κινητοποιήσεις ενάντια στην αστυνομική βία κατηγόρησε τον Τζορτζ Φλόιντ ως «βίαιο εγκληματία».

Πράγματι, η Μινεσότα είναι ένας μικρόκοσμος όλων όσων είναι λάθος στην Αμερική. Όπως περιέγραψαν οι Κάντας Μοντγκόμερι και Μίσκι Νουρ στο Vox: Η Μινεσότα, όπου ο πληθυσμός των μαύρων αντιστοιχεί στο 6% του συνολικού (ο μαύρος πληθυσμός της Μινεάπολης, είναι σχεδόν 20%), έχει την τέταρτη μεγαλύτερη απόκλιση στην εργασιακή απασχόληση μεταξύ μαύρων και λευκών στις ΗΠΑ. Σε πρόσφατες έρευνες, περίπου το 8% των μαύρων νοικοκυριών ήταν χωρίς δουλειά, ενώ το αντίστοιχο νούμερο για τα λευκά νοικοκυριά είναι 3%. Οι ικανότητες ανάγνωσης των μαύρων παιδιών δημοτικού είναι σημαντικά χαμηλότερες από τους λευκούς συμμαθητές τους, με τη δεύτερη μεγαλύτερη απόκλιση στις 41 Πολιτείες που εξέτασαν επαρκή αριθμό μαύρων μαθητών. Σύμφωνα με τα δεδομένα της απογραφής του 2017, το 76% των λευκών νοικοκυριών στην Μιννεάπολη έχουν ιδιόκτητο σπίτι, ενώ το αντίστοιχο νούμερο για τα μαύρα νοικοκυριά είναι 24%, μια από τις μεγαλύτερες διαφορές στη χώρα. Το 2019, μια οικονομική ενημερωτική ιστοσελίδα κατέταξε την Μινεάπολη ως την τέταρτη χειρότερη μητροπολιτική περιοχή στις ΗΠΑ για τους Μαύρους Αμερικανούς, με βάση αυτές τις αποκλίσεις.

Αυτή η ανισότητα αντικατοπτρίζεται και στη συμπεριφορά της αστυνομίας της Μινεάπολης. Σύμφωνα με το City Lab, μια έρευνα της Αμερικανικής Ένωσης για τις Πολιτικές Ελευθερίες το 2015, έδειξε ότι στη Μινεάπολη οι Μαύροι «είναι 8,7 φορές πιθανότερο να συλληφθούν για μικροπαραβάσεις όπως η καταπάτηση, η δυνατή μουσική στο αυτοκίνητο (είναι όντως παράνομο), η κατανάλωση αλκοόλ σε δημόσιο χώρο και η διατάραξη κοινής ειρήνης», και πέντε φορές πιο πιθανό να συλληφθούν για αδυναμία να αποδείξουν ότι έχουν ασφάλεια αυτοκινήτου. Είναι 25 φορές πιο πιθανό για έναν Μαύρο να συλληφθεί για «περιπλάνηση με πρόθεση διάπραξης αδικημάτων σχετικών με ναρκωτικά», το οποίο αποτελεί αδίκημα ακόμα κι αν δεν βρεθούν ναρκωτικά στην κατοχή κάποιου.

Αλλάζοντας καρδιές και μυαλά

Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι οι πρόσφατες κινητοποιήσεις –που είναι πιο ακριβές να χαρακτηριστούν εξεγέρσεις κατά του ρατσισμού– έχουν κατορθώσει σε λίγες μέρες περισσότερα από ότι δεκαετίες υπομονετικής οργανωτικής προσπάθειας για την επίτευξη μικρών και σταδιακών αλλαγών. Στη Μινεάπολη απαγορεύτηκαν τα κεφαλοκλειδώματα και οι περιοριστικές λαβές στο λαιμό (ΣτΜ: η εύσχημη περιγραφή της πρακτικής του στραγγαλισμού), ενώ πολλοί αναρωτιούνται γιατί αυτές οι σαδιστικές τεχνικές ήταν εξαρχής αποδεκτές αστυνομικές πρακτικές.

Ο δημοτικός σύμβουλος Τζερεμάια Έλλισον έγραψε ότι στοχεύουν στην πλήρη αντικατάσταση των αστυνομικών αρχών της πόλης με «ένα νέο, διαφορετικό μοντέλο δημόσιας ασφάλειας». Αυτό το αποτέλεσμα θα ήταν καλοδεχούμενο από τους απανταχού αντιρατσιστές, αλλά η ιστορία μας έχει διδάξει ότι κάτι τέτοιο δεν είναι πιθανό να συμβεί αν «κρυώσει» το θέμα –ή για να το πούμε διαφορετικά, χωρίς τον συνεχή, μαζικό, οργανωμένο αγώνα. Αυτό άλλωστε εξηγεί γιατί ακόμα και μετά από αιώνες αγώνων των Μαύρων και των Μελαμψών ενάντια στο ρατσισμό, αυτό το βασικό συστατικό του καπιταλιστικού συστήματος παραμένει ζωντανό.

Ο Επίτροπος της Εθνικής Ομοσπονδίας Φούτμπολ (NFL), Ρότζερ Γκούντελ, απολογήθηκε επιτέλους στους Μαύρους παίκτες στις 5 Ιουνίου, παραδεχόμενος ότι «κάναμε λάθος» που δεν άκουγαν τις ανησυχίες τους για το ρατσισμό. Παρόλο που αυτό αποτελεί μια σημαντική αλλαγή στη δημόσια τοποθέτηση του NFL, ο Γκούντελ δεν είπε ή έκανε τίποτα για την αδικία που υπέστη ο Κόλιν Κάπερνικ, ο οποίος στεκόταν στο ένα γόνατο κατά τη διάρκεια του Εθνικού Ύμνου το 2016 ως ένδειξη διαμαρτυρίας ενάντια στην αστυνομική βία κατά των Μαύρων και έκτοτε δεν έχει καταφέρει να βρει συμβόλαιο σε καμία ομάδα του NFL. Η σύνδεση της θυσίας του Κάπερνικ με τις πρόσφατες διαδηλώσεις δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρη. Σε μια ανάρτησή του στο τουΐτερ ο ίδιος έγραψε: «Όταν η ευγενική συμπεριφορά οδηγεί στο θάνατο, η εξέγερση είναι η μόνη λογική αντίδραση».

Οι συνέπειες των τεράστιων διαδηλώσεων εξαιτίας της δολοφονίας του Φλόιντ έχουν φανεί στις αλλαγές που συντελέστηκαν στα συναισθήματα και στις σκέψεις της πλειοψηφίας του αμερικάνικου πληθυσμού, ο οποίος συντάσσεται με τους διαδηλωτές. Μια δημοσκόπηση του Ρόιτερς που δημοσιεύτηκε στις 2 Ιουνίου έδειξε πως «το 64% των ενήλικων Αμερικανών εξέφρασαν συμπάθεια προς τους ανθρώπους που διαδηλώνουν». Στις 5 Ιουνίου, μια δημοσκόπηση του ABC/Ipsos έδειξε ότι σχεδόν τα ¾ όσων ερωτήθηκαν (και το 70% των λευκών) αντιμετώπισαν το θάνατο του Τζορτζ Φλόιντ ως σημάδι ενός συστημικού ρατσιστικού υπόβαθρου, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 2014, μετά τις δολοφονίες των Έρικ Γκάρνερ και Μάικλ Μπράουν ήταν μόλις 43%. Μόνο το 32% των ερωτηθέντων στην δημοσκόπηση του ABC/Ipsos ενέκριναν τη στάση του Τραμπ μετά τη δολοφονία του Φλόιντ.

Οι διαδηλωτές δεν έχουν φέρει στην επιφάνεια μόνο το βαθιά ρατσιστικό χαρακτήρα της αμερικάνικης κοινωνίας. Εν μέσω της πανδημίας του κοροναϊού και της μαζικής ανεργίας, οι διαδηλώσεις για τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ έχουν επίσης αναδείξει όλες τις αντιφάσεις του καπιταλισμού –όπως ο νομικός ορισμός του «εγκλήματος» μεταξύ άλλων. Ο Τζεφ Μπέζος έγινε τρισεκατομμυριούχος λεηλατώντας τους κακοπληρωμένους και εξαντλημένους υπαλλήλους του, πολλοί εκ των οποίων είναι Μαύροι και Μελαμψοί, και παρόλα αυτά θεωρείται νομοταγής πολίτης. Το κόστος των καταστροφών σε περιουσίες που προκάλεσαν οι υποτιθέμενοι «εγκληματικοί» διαδηλωτές είναι μηδαμινό όταν το συγκρίνουμε με τα ποσά που κερδίζει καθημερινά ο Μπέζος από την ληστεία των μισθών των εργαζομένων του.

Στις 6 Ιουνίου, τη δωδέκατη συνεχόμενη μέρα των κινητοποιήσεων, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι –περισσότεροι από κάθε άλλη φορά– βγήκαν στους δρόμους σε όλη τη χώρα –όπως και στην πόλη της Ουάσινγκτον όπου ο Τραμπ είχε αυξήσει την ασφάλεια γύρω από τον Λευκό Οίκο. Οι διαδηλωτές ανήκαν σε όλες τις ηλικίες, σε πολλές φυλές και φύλα και για πολλούς ήταν η πρώτη τους διαδήλωση. Πικέτες με τα συνθήματα «Λευκή Σιωπή = Βία» εμφανίστηκαν σε πολλά μέρη. Ένας λευκός κάτοικος στη Δυτική Βιρτζίνια είχε ένα πλακάτ που έγραφε «Οι Hillibillies στηρίζουν το Black Lives Matter» (ΣτΜ: Οι Hillibillies είναι παραδοσιακοί άνθρωποι της υπαίθρου, στις ορεινές περιοχές του Νότου. Ο όρος περιγράφει μια σειρά συνηθειών και αντιλήψεων, αλλά σε γενικές γραμμές θεωρούνται συντηρητικοί σε θέματα ρατσισμού). Λίγες μέρες νωρίτερα, μια ομάδα πενήντα μαύρων έφιππων καουμπόηδων ενώθηκαν με μια διαδήλωση 60.000 ανθρώπων στο Χιούστον, φορώντας μπλούζες με το σύνθημα «Οι Μαύροι Καουμπόηδες έχουν Αξία».

Ο κυβερνήτης της Βιρτζίνια διέταξε να απομακρυνθεί το άγαλμα του Στρατηγού της Συνομοσπονδίας της Νότου, Ρόμπερτ Ε. Λι, από το Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια, ενώ στην πόλη Φρέντερικσμπουργκ οι αξιωματούχοι απομάκρυναν ένα βάθρο για δημοπρασίες σκλάβων που «διακοσμούσε» το κέντρο της πόλης από το 1830 ή 1840.

Το «Αποχρηματοδότηση της Αστυνομίας» είναι πλέον ένα βασικό αίτημα των διαδηλωτών στις κοινότητες που έχουν λεηλατηθεί από την οικονομική κρίση –καθώς οι διαδηλωτές απορρίπτουν την ενίσχυση των ήδη παραφουσκωμένων αστυνομικών προϋπολογισμών ενώ περικόπτονται οι δαπάνες για την παιδεία, την υγεία και δεν υπάρχει καμία πρόνοια για τα ζητήματα της στέγης.

Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, μια πνοή ελπίδας έχει αρχίσει να αντικαθιστά την απόγνωση που είχε κυριαρχήσει στην αμερικάνικη κοινωνία. Πρέπει να ευχαριστήσουμε γι’ αυτό τους διαδηλωτές –και ναι, και τους «βίαιους ταραξίες»– που επιτέλους δώσανε φωνή σε όσους δεν ακούγονταν. Όλος ο κόσμος πλέον ακούει και βλέπει.

Συντάκτης
Σάρον Σμιθ