Μια παρουσίαση μέρους του θεωρητικού και πολιτικού έργου του Τρότσκι. Το άρθρο καταγράφει τα βασικά σημεία της ζωής και της δράσης του, αλλά και την επικαιρότητα των μεγαλύτερων θεωρητικών συμβολών του στο μαρξισμό.
Ο Τρότσκι γεννήθηκε το 1879 σε μια επαρχία της νότιας Ουκρανίας που ανήκε στη ρωσική αυτοκρατορία. Τι ήταν όμως τότε, η ρωσική αυτοκρατορία; Ήταν η πιο μεγάλη πληθυσμιακά και γεωγραφικά χώρα της Ευρώπης αλλά και η πιο καθυστερημένη οικονομικά και κοινωνικά. Ήταν το προπύργιο της αντίδρασης σε όλη την Ευρώπη. Η τσαρική αυλή και η αριστοκρατία της γης, που ήταν το κοινωνικό της στήριγμα, πλούτιζαν από την άγρια εκμετάλλευση των μουζίκων αγροτών και των εθνικών μειονοτήτων. Ανάμεσα στον πυθμένα της κοινωνικής πυραμίδας και τις κορυφές της κινούταν μια μεσαία τάξη εμπόρων και διανόησης, χωρίς ιδιαίτερο κοινωνικό βάρος και πολιτική δύναμη για να προωθήσει τον εκδημοκρατισμό και εκσυγχρονισμό της κοινωνίας.
Στην αυγή όμως του 20ού αιώνα, η Ρωσία είχε αλλάξει. Το μεγάλο ξένο κεφάλαιο έκανε τεράστιες επενδύσεις στη βιομηχανία. Μαζί με την βιομηχανία εκτινάχτηκε και η ανάπτυξη των ρωσικών πόλεων. Εμφανίσθηκε η ρωσική αστική τάξη των βιομηχάνων και ένα δυναμικό προλεταριάτο. Έτσι δίπλα σε μια μισοφεουδαρχική επαρχία αναπτυσσόταν ο πιο σύγχρονος καπιταλισμός. Το εργοστάσιο Πουτίλοβ, το καμάρι της ρωσικής βιομηχανίας, ήταν το μεγαλύτερο και πιο μοντέρνο εργοστάσιο του κόσμου. Το τσαρικό κράτος, όμως, έπνιγε τη δυναμική της καπιταλιστικής ανάπτυξης με το τεράστιο βάρος του και το άλυτο αγροτικό ζήτημα. Ταυτόχρονα οι καπιταλιστές βιομήχανοι είχαν να αντιμετωπίσουν και το νεαρό εργατικό κίνημα, που παρότι βρισκόταν στο ξεκίνημα του, έκανε γιγάντια βήματα μπροστά.
Ήταν μια κατάσταση που συνδύαζε την πρόοδο με την καθυστέρηση. Αυτή η αντιφατική πραγματικότητα βρήκε την συμπύκνωση της στο «νόμο της συνδυασμένης και ανισόμερης ανάπτυξης».
Η Διαρκής Επανάσταση
Ο Τρότσκι στρατεύθηκε από μικρή ηλικία στο κίνημα ενάντια στο τσαρισμό και μεγάλωνε μαζί του. Συνελήφθη για παράνομη δράση το 1898, φυλακίστηκε και στάλθηκε εξόριστος στη Σιβηρία. Από τη Σιβηρία δραπέτευσε το 1902 και βρέθηκε εμιγκρές στην Ευρώπη. Εκεί συναντήθηκε για πρώτη φορά με όλους τους Ρώσους ηγέτες της επανάστασης, τον Πλεχάνοφ, τον Λένιν, τον Μάρτοφ κ.ά. Συμμετείχε στο 2ο συνέδριο του ΡΣΔΕΚ (Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα) του 1903 και πήρε μέρος στις διαμάχες των Ρώσων σοσιαλδημοκρατών. Βρέθηκε στην πλευρά των Μενσεβίκων απέναντι στο Λένιν και τους Μπολσεβίκους. Τότε ήταν που έγραψε την μπροσούρα «Τα πολιτικά μας καθήκοντα». Μαζί με το ανάλογο βιβλίο της Ρόζας Λούξεμπουργκ «Τα οργανωτικά προβλήματα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας» ήταν μια αντιπαράθεση στο σχέδιο του Λένιν για την συγκρότηση ενός πειθαρχημένου επαναστατικού κόμματος. Η ζωή αργότερα επιβεβαίωσε τις επιλογές του Λένιν με θετικό τρόπο (το 1917, με τη Ρωσική επανάσταση) όμως δυστυχώς και με αρνητικό τρόπο (το 1919, με την εξέγερση του Σπάρτακου στη Γερμανία).
Το 1905 όλοι οι Ρώσοι εμιγκρέδες επέστρεψαν στη Ρωσία και συμμετείχαν στην πρώτη επανάσταση ενάντια στο τσαρισμό. Ο Τρότσκι όμως έπαιξε ένα ξεχωριστό ρόλο. Αναδείχθηκε ηγέτης των εργατικών συμβουλίων της Πετρούπολης, που αποτελούσαν το επαναστατικό κέντρο του 1905. Μετά την ήττα και την υποχώρηση της επανάστασης το 1906, συνελήφθη ξανά, αυτή τη φορά με την κατηγορία της οργάνωσης εξέγερσης ενάντια στο κράτος και αντιμετωπίζοντας την ποινή του θανάτου. Η ανασφάλεια των τσαρικών αρχών μέσα στη συνεχιζόμενη αναταραχή τον έσωσαν από τα χέρια του δήμιου και τον οδήγησαν για δεύτερη φορά στην Σιβηρία. Δραπέτευσε το 1907 και βρέθηκε ξανά εμιγκρές στην Ευρώπη.
Η επανάσταση του 1905 δεν έφερε μόνο την ανοικτή δράση των μαζών και την καθοριστική παρέμβασή τους στην κεντρική πολιτική σκηνή. Διαμόρφωσε και ξεκαθάρισε τη φυσιογνωμία όλων των κομμάτων. Οι φιλελεύθεροι Καντέτοι, οι ριζοσπάστες Εσέροι και οι δύο πτέρυγες της σοσιαλδημοκρατίας, Μενσεβίκοι και Μπολσεβίκοι, σχημάτισαν με τον πιο σαφή τρόπο, μέσα στο καμίνι του επαναστατικού αγώνα, τις στρατηγικές τους επιλογές. Για όλες τις τάσεις της Ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας, η λύση των άμεσων προβλημάτων της Ρωσικής κοινωνίας (μοίρασμα της γης στους αγρότες, το 8ωρο για την εργατική τάξη, το καθολικό εκλογικό δικαίωμα, τα δικαιώματα των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων κ.λπ.) περνούσε μέσα από το δρόμο της ανατροπής του τσαρισμού. Μέχρι σ’ αυτό το σημείο, όλες οι τάσεις συμφωνούσαν.
Όμως ποιες τάξεις είχαν πραγματικό συμφέρον από την ανατροπή του τσαρισμού και ποιος θα ήταν ο ρόλος τους και οι σχέσεις μεταξύ τους; Κατ’ επέκταση ποια θα ήταν τα καθήκοντα των σοσιαλιστών; Για τους Μενσεβίκους, φυσικός ηγέτης της επανάστασης θεωρούταν η φιλελεύθερη αστική τάξη. Πρώτα, γιατί η Ρωσία ήταν ώριμη μόνο για ένα δημοκρατικό-καπιταλιστικό στάδιο ανάπτυξης. Αυτό ήταν το απόσταγμα μιας μηχανιστικής οικονομίστικης σκέψης, που κυριαρχούσε επί δεκαετίες στο διεθνές σοσιαλιστικό κίνημα. Δεύτερο, γιατί τα άμεσα αιτήματα των μαζών ήταν κυρίως αστικοδημοκρατικά. Ο ρόλος των σοσιαλιστών και του εργατικού κινήματος θα ήταν αυτός της πίεσης στο φιλελευθερισμό για να προχωρήσει μπροστά και της αριστερής αντιπολίτευσης όταν θα έδειχνε δισταγμό.
Απέναντι σ’ αυτή τη στρατηγική, οι Μπολσεβίκοι ανέπτυξαν μια διαφορετική προσέγγιση. Εγκατέλειψαν τα αφηρημένα σχήματα οικονομικής προόδου και ανέλυσαν τη ρωσική κοινωνία με ζωντανό και συγκεκριμένο τρόπο. Αφετηρία ήταν το άλυτο αγροτικό ζήτημα, που απασχολούσε τη συντριπτική πλειοψηφία της ρωσικής κοινωνίας και απαιτούσε τη δήμευση και μοίρασμα της γης των αριστοκρατών. Μπροστά σ’ αυτό το καθήκον η φιλελεύθερη αστική τάξη δεν θα τολμούσε να περάσει με την πλευρά των αγροτικών μαζών και να προχωρήσει στο ριζοσπαστικό μέτρο της αναδιανομής της γης. Η ρωσική αστική τάξη είχε έρθει πολύ καθυστερημένα στην ιστορική σκηνή και δεν προικίστηκε ποτέ με τη δυναμική μιας ανερχόμενης κοινωνικής δύναμης, όπως η αγγλική και η γαλλική αστική τάξη τον 17ο και 18ο αιώνα. Φοβόταν πολύ περισσότερο το προλεταριάτο και την αναταραχή των κοινωνικών αγώνων και πολύ λιγότερο τη βαναυσότητα και τη φαυλότητα της τσαρικής μηχανής. Αυτό ήταν το θεμέλιο για τη διάταξη των επαναστατικών δυνάμεων στη στρατηγική των μπολσεβίκων: Η φιλελεύθερη αστική τάξη δεν θεωρούταν επαναστατική δύναμη. Το μπλοκ των επαναστατικών δυνάμεων για την κατάκτηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων των μαζών, θα αποτελούσε η συμμαχία του προλεταριάτου με την αγροτιά, κάτω από την ηγεμονία του προλεταριάτου.
Ο Μπολσεβικισμός είχε κάνει ήδη πολύ μεγάλα προχωρήματα στην ανάλυση της επερχόμενης δημοκρατικής επανάστασης. Ταυτόχρονα όμως είχε σταθεί μετέωρος και άφηνε ανοικτά μια σειρά ερωτήματα: μπορούσε η ρωσική αγροτιά να αποτελέσει ανεξάρτητη πολιτική δύναμη με δικό της αυτόνομο κόμμα και πρόγραμμα ή θα παρέμενε μια ταλαντευόμενη δύναμη λόγω του μικροαστικού της χαρακτήρα; Πως συνδεόταν η δημοκρατική επανάσταση (που είχε βάση το μίνιμουμ πρόγραμμα των σοσιαλδημοκρατών) με τη σοσιαλιστική προοπτική; Το 1906, ο Τρότσκι για πρώτη φορά διατύπωσε με πλήρη τρόπο τη θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης. Το βιβλίο του «Αποτελέσματα και προοπτικές» αποτέλεσε μια εξαιρετική παρουσίαση της εμπειρίας των σοβιέτ και μια διακριτή απάντηση στα θεμελιώδη ερωτήματα της επανάστασης (ποιο πρέπει να είναι το πρόγραμμα της, τι σημαίνει τσάκισμα της τσαρικής κρατικής μηχανής και τι επαναστατική δικτατορία, ποιες είναι οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που αποτελούν το μπλοκ της επανάστασης, ποια θα είναι η ηγετική τάξη) αλλά και πρωτότυπες σκέψεις για τη δυναμική της δημοκρατικής επανάστασης και τη σύνδεσή της με τη σοσιαλιστική και τη διεθνή εξάπλωση της.
Ήταν η πρώτη μεγάλη συμβολή του Τρότσκι στο μαρξισμό. Από τότε η θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης έγινε ο ακρογωνιαίος λίθος της δράσης και της σκέψης του Τρότσκι μέχρι το τέλος της ζωής του. Θα δανειστούμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Τρότσκι «Η Διαρκής Επανάσταση» του 1929 (είχε ήδη εξοριστεί στη Τουρκία από τη σταλινική γραφειοκρατία) για να εκθέσουμε με πυκνό τρόπο τη θεωρία της:
«…είναι αναγκαίο να διακρίνουμε τρεις γραμμές σκέψης που ενώνονται σ’ αυτή τη θεωρία. Πρώτα, αγκαλιάζει το πρόβλημα της μετάβασης από τη δημοκρατική στη σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτή είναι στην ουσία η ιστορική καταγωγή της θεωρίας. Η θεωρία της διαρκούς επανάστασης, που γεννήθηκε το 1905… τόνισε ότι τα δημοκρατικά καθήκοντα των καθυστερημένων αστικών εθνών οδηγούσαν άμεσα, στην εποχή μας, στη διχτατορία του προλεταριάτου και ότι η διχτατορία του προλεταριάτου βάζει τα σοσιαλιστικά καθήκοντα στην ημερήσια διάταξη. Εδώ βρίσκεται η κεντρική ιδέα της θεωρίας.
Η δεύτερη όψη της θεωρίας της διαρκούς ασχολείται με τη σοσιαλιστική επανάσταση σαν τέτοια. Για μια απεριόριστη μακριά περίοδο και με σταθερούς εσωτερικούς αγώνες, όλες οι κοινωνικές σχέσεις υφίστανται μια μεταμόρφωση… Αυτό το προτσές αναγκαστικά διατηρεί έναν πολιτικό χαρακτήρα. Δηλαδή, αναπτύσσεται μέσα από συγκρούσεις ανάμεσα στις διάφορες ομάδες της κοινωνίας που βρίσκεται σε μετασχηματισμό. Σ’ αυτό βρίσκεται ο διαρκής χαρακτήρας της σοσιαλιστικής επανάστασης σαν τέτοιας.
Ο διεθνής χαρακτήρας της σοσιαλιστικής επανάστασης, που αποτελεί την τρίτη όψη της θεωρίας της διαρκούς επανάστασης, πηγάζει από τη σημερινή κατάσταση της οικονομίας και την κοινωνική δομή της ανθρωπότητας. Ο διεθνισμός δεν είναι μια αφηρημένη αρχή, αλλά μια θεωρητική και πολιτική αντανάκλαση του χαρακτήρα της παγκόσμιας οικονομίας, της παγκόσμιας ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και του παγκόσμιου χαρακτήρα της ταξικής πάλης. Η σοσιαλιστική επανάσταση αρχίζει σε εθνική βάση αλλά δεν μπορεί να ολοκληρωθεί σ’ αυτή τη βάση.
Η πάλη των [σταλινικών] επιγόνων κατευθύνεται, αν και όχι πάντοτε με την ίδια σαφήνεια, ενάντια και στις τρεις πλευρές της θεωρίας της διαρκούς επανάστασης. Και πώς μπορούσε να γίνει αλλιώς αφού πρόκειται για τρία αχώριστα δεμένα μέρη ενός όλου; Οι επίγονοι χωρίζουν μηχανιστικά τη δημοκρατική και τη σοσιαλιστική διχτατορία. Χωρίζουν την εθνική σοσιαλιστική επανάσταση από την διεθνική. Θεωρούν ότι στην ουσία, η κατάχτηση της εξουσίας, μέσα στα εθνικά όρια δεν αποτελεί την αρχική αλλά την τελική πράξη της επανάστασης».
Η πορεία προς την επανάσταση
Τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι τη δεύτερη Ρωσική επανάσταση του 1917, δεν ήταν ιδιαίτερα γόνιμα για τον Τρότσκι. Η εποχή της αντίδρασης που κυριάρχησε μετά το 1906, σήμανε μια υποχώρηση του κινήματος σε όλα τα επίπεδα. Ποια ήταν η θέση του Τρότσκι τότε; Από τη μια, οι οργανωτικές του απόψεις τον οδηγούσαν στο βάλτο του μενσεβικισμού και άρα μακριά από τον Λένιν και τους Μπολσεβίκους. Από την άλλη, η θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης γεννούσε ένα αγεφύρωτο χάσμα με τους Μενσεβίκους και τον προσέγγιζε με τη στρατηγική των Μπολσεβίκων. Αυτή η οξεία αντίφαση πώς θα λυνόταν;
Η έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1914-18) όχι μόνο βάθυνε τους διαχωρισμούς μέσα στη Ρωσική σοσιαλδημοκρατία αλλά τους έφτασε σε σημείο παροξυσμού. Στη βάση των παλιών διαιρέσεων (για το κόμμα και για τη στρατηγική της επανάστασης) προστέθηκε ακόμη μία: η στάση απέναντι στον πόλεμο. Από τη μια οι Μενσεβίκοι μετατράπηκαν σε σοσιαλπατριώτες, υποστηρίζοντας στην πλειοψηφία τους την σημαία της τσαρικής απολυταρχίας. Απ ’την άλλη οι Μπολσεβίκοι, κατήγγειλαν από την αρχή τον πόλεμο σαν ιμπεριαλιστικό και προσπάθησαν να αξιοποιήσουν κάθε κρίση που προκαλούσε και κάθε δυσαρέσκεια των μαζών, σαν ευκαιρία για επαναστατική δράση. Ο Τρότσκι συντάχτηκε με τους διεθνιστές και ήλθε σε οριστική ρήξη με τον μενσεβικισμό. Η διακήρυξη του Τσίμερβαλντ, το 1915, έφερε τη δική του υπογραφή.
Η δοκιμασία του πολέμου είναι πάντα ιδιαίτερα σκληρή στις πιο αδύνατες χώρες. Η Ρωσία ήταν ο αδύνατος κρίκος του ιμπεριαλισμού, ήταν ο κρίκος που έσπασε από την πίεση του πολέμου. Τα εκατομμύρια των νεκρών μιας άδικης και τυχοδιωκτικής πολεμικής περιπέτειας, η καταστροφή της οικονομίας και η πείνα του άμαχου πληθυσμού, ταυτόχρονα με τα σκανδαλώδη πολεμικά κέρδη της άρχουσας τάξης και την απίστευτη ανικανότητά της, ήταν η αντικειμενική βάση της επανάστασης. Αλλά η υποκειμενική πλευρά ήταν ένα συνειδητοποιημένο προλεταριάτο, μέσα από τα μαθήματα της προηγούμενης επανάστασης του 1905 (η «γενική δοκιμή», που έλεγαν ο Λένιν και ο Τρότσκι) και μια ριζοσπαστική Αριστερά που είχε ξεκαθαρίσει τις απόψεις της μέσα από τις οξύτατες διαμάχες.
Όταν ξέσπασε η επανάσταση, τον Φλεβάρη του 1917, το άμεσο αποτέλεσμά της δεν ήταν μόνο η συντριβή της τσαρικής μοναρχίας αλλά και το φαινόμενο της δυαδικής εξουσίας, που την διαδέχτηκε. Τα Σοβιέτ ήταν ο ένας πόλος εξουσίας, που είχε προέλευση στο τεράστιο και ριζοσπαστικό κίνημα των μαζών. Η Προσωρινή Κυβέρνηση ήταν ο άλλος πόλος, που απαρτιζόταν από πολιτικούς των Καντέτων, των Εσέρων και των Μενσεβίκων που υποστήριζαν τη συνέχιση του πολέμου. Η δυναμική της επανάστασης καθορίστηκε από την αυθόρμητη δράση των μαζών. Αλλά θα ήταν αδύνατη η κατάκτηση της νίκης χωρίς ένα μαζικό επαναστατικό κόμμα. Τον Φλεβάρη οι μάζες ήταν αρκούντως ισχυρές για να γκρεμίσουν τον τσαρισμό, αλλά όχι για να αποτρέψουν την διακυβέρνηση από την Προσωρινη Κυβέρνηση. Ήταν το έργο των μαζών που δεν είχαν επικεφαλής ένα επαναστατικό κόμμα. Είναι γεγονός ότι το κόμμα των Μπολσεβίκων ταλαντευόταν, στην αρχή, μεταξύ της κριτικής υποστήριξης στην κυβέρνηση και της ανοιχτής σύγκρουσης. Αυτή η ταλάντευση έληξε μετά την παρέμβαση του Λένιν και τις κομβικές «Θέσεις του Απρίλη», που αναπροσανατόλισαν το κόμμα προς την κατάκτηση της πλειοψηφίας των Σοβιέτ (οι μπολσεβίκοι είχαν μόνο 13% ψήφων των εργατικών αντιπροσώπων στο 1ο συνέδριο των Σοβιέτ, τον Ιουνη του 1917). Η υλοποίηση αυτής της γραμμής θα περνούσε μέσα από μια ανεξάντλητη σε υπομονή προσπάθεια εξήγησης στις εργατικές μάζες των προβλημάτων και των καθηκόντων που είχαν μπροστά τους. Και μετά την κατάκτηση των σοβιέτ, θα ερχόταν επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας, μέσω των σοβιέτ.
Ο Τρότσκι πέρασε στους Μπολσεβίκους τον Αύγουστο του 1917, μαζί με την μικρή του ομάδα. Από καιρό ήδη συνεργαζόταν μαζί τους σε όλα τα ζητήματα της καθημερινής δουλειάς στα σοβιέτ και της άμεσης μαζικής δράσης στους δρόμους. Στις «Θέσεις του Απρίλη» αναγνώρισε τις δικές του εκτιμήσεις και τη λογική της Διαρκούς Επανάστασης. Ο Τρότσκι αναδείχθηκε αμέσως στην ΚΕ των Μπολσεβίκων και ανέλαβε κρίσιμο ρόλο στην οργάνωση της εξέγερσης του Οκτώβρη. Αναδείχτηκε όχι απλά ένας από τους ηγέτες της, αλλά και ο δημόσιος λόγος της. Αν ο Λένιν ήταν ο εγκέφαλος της επανάστασης, ο Τρότσκι ήταν η φωνή της, ήταν η κραυγή μάχης των επαναστατημένων μαζών.
Στο 2ο συνέδριο των Σοβιέτ (Οκτώβρης του 1917) οι Μπολσεβίκοι είχαν κατακτήσει την πλειοψηφία των αντιπροσώπων με 60% και ο Τρότσκι είχε εκλεγεί πρόεδρός τους. Η Επαναστατική Στρατιωτική Επιτροπή είχε κατακτήσει τα ανάκτορα σχεδόν αμαχητί. Η περίοδος της δυαδικής εξουσίας είχε λήξει. Οι υπουργοί της Προσωρινής Κυβέρνησης έφευγαν τρέχοντας. Η σοβιετική δημοκρατία είχε εγκαθιδρυθεί. Ήταν ένα σοκ άνευ προηγουμένου για τη ρωσική ολιγαρχία και το διεθνή ιμπεριαλισμό. Ο Τρότσκι περιέγραφε στο βιβλίο του «Η ρωσική επανάσταση» (1930) την αντίδραση του Ρώσου στρατηγού Ζελέσκι:
«Ποιος θα το περίμενε; …ο θυρωρός του δικαστηρίου ότι θα γινόταν πρόεδρος του δικαστηρίου… ο κουρέας θα γινόταν ανώτατος κρατικός αξιωματούχος…ο κλειδαράς των τρένων θα διηύθυνε εργοστάσιο. Ποιος θα το πίστευε;».
Ηρθε όμως η ώρα να το πιστέψουν. Αυτή τη φορά η επανάσταση είχε νικήσει και ήταν το συνειδητό έργο των μαζών με την καθοδήγηση των Μπολσεβίκων. Όταν ο Λένιν ανακοίνωνε τις δύο πρώτες αποφάσεις της κυβέρνησης, το «διάταγμα για την ειρήνη» και το «διάταγμα για τη γη», ο Τρότσκι σαν πρόεδρος των σοβιέτ είχε φτάσει στο κορυφαίο σημείο της επαναστατικής του διαδρομής. Από αυτό το σημείο και πέρα άρχιζε η αντίστροφη πορεία…
Ενάντια στο σταλινικό εκφυλισμό
Τα χρόνια μετά το 1917 ξεκίνησαν γεμάτα αισιοδοξία. Η επανάσταση στη Γερμανία ήταν στον προθάλαμο. Ιταλία και Ουγγαρία σαρώνονταν από μεγάλα ταξικά κινήματα. Ακόμη και ο πάντα μετρημένος Λένιν έλεγε: «… οι Ρώσοι ξεκίνησαν την επανάσταση. Οι Γερμανοί, οι Γάλλοι και οι Αγγλοι θα την ολοκληρώσουν και ο σοσιαλισμός θα θριαμβεύσει».
Όμως η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη. Μέχρι το 1921 το επαναστατικό κύμα, που ξέσπασε με τη Ρωσική επανάσταση, είχε υποχωρήσει. Η Τρίτη Διεθνής (1919) που γεννήθηκε με την άνοδο των κινημάτων, είχε τώρα μπροστά της το καθήκον να οργανώσει την άμυνά τους στην καπιταλιστική επίθεση (3ο και 4ο συνέδριο 1921, 1922). Αυτό ήταν το διεθνές φόντο του εμφυλίου πολέμου και των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στη Ρωσία ενάντια στην σοβιετική εξουσία. Για να επιβιώσουν τα Σοβιέτ χρειάζονταν στρατό και ο Τρότσκι ανέλαβε να τον οργανώσει. Και για να συντηρηθεί ο στρατός, χρειαζόταν η καταναγκαστική πολιτική δήμευσης τροφίμων, ο «πολεμικός κομμουνισμός». Το αποτέλεσμα ήταν συγκλονιστικό. Από μερικές χιλιάδες «κόκκινους φρουρούς» για την προστασία των εργοστασίων και των εργατικών συνοικιών, κατόρθωσε να χτίσει μέχρι το τέλος του εμφυλίου το 1921, ένα Κόκκινο Στρατό 5 εκατομμυρίων στρατιωτών, εξαιρετικά αποτελεσματικό και ευκίνητο, συγκροτημένο μέσα στα πεδία των μαχών απέναντι στις πιο σύγχρονες πολεμικές μηχανές της εποχής. Το επιστέγασμα ήταν η νίκη.
Όμως και το τίμημα ήταν εξαιρετικά βαρύ. Οι παλιές άρχουσες τάξεις των καπιταλιστών και των γαιοκτημόνων είχαν εκμηδενιστεί. Το προλεταριάτο επίσης σαν τάξη είχε αποδεκατιστεί. Μετά 3,5 χρόνια πολέμου, η Ρωσία είχε μείνει μια χώρα έρημη και κατεστραμμένη, γονατισμένη από την πείνα και περικυκλωμένη από τον διεθνή ιμπεριαλισμό. Η σοβιετική εξουσία που στηριζόταν στη συμμαχία του προλεταριάτου με την τεράστια μάζα της αγροτιάς διασπάστηκε. Μια σειρά «πράσινων» εξεγέρσεων κατέκλυσαν τη χώρα, με πιο εμβληματική απ’ αυτές, την εξέγερση της Κροστάνδης (της μεγαλύτερης βάσης του ρωσικού στόλου). Ο Τρότσκι σαν καθοδηγητής του Κόκκινου Στρατού ανέλαβε την πολιτική ευθύνη για την καταστολή της εξέγερσης. Τα γεγονότα έδειχναν χωρίς αμφιβολίες ότι η κυβέρνηση είχε χάσει την λαϊκή υποστήριξη και είχε απομείνει μια ασταθής εργατική εξουσία που βασιζόταν κυρίως στο κόμμα και την αποδεκατισμένη εργατική τάξη. Έπρεπε να γίνει υποχώρηση. Και αυτό σηματοδοτούσε το πέρασμα από το έκτακτο καθεστώς του «Πολεμικού Κομμουνισμού» στη «Νέα Οικονομική Πολιτική» (ΝΕΠ, 1921).
Ο άμεσος στόχος της ΝΕΠ ήταν η επαναλειτουργία της οικονομίας μέσα από παραχωρήσεις στο ιδιωτικό κεφάλαιο στο εμπόριο, στη βιοτεχνία και στον αγροτικό τομέα. Όμως η σοβιετική κυβέρνηση έκανε αυτές τις παραχωρήσεις κρατώντας στα χέρια της το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου και την κρατικοποίηση της βαριάς βιομηχανίας. Τα αποτελέσματα ήρθαν γρήγορα και ήταν θετικά, αλλά αυτό είχε σοβαρές επιπτώσεις στην ισορροπία των τάξεων. Νέες κοινωνικές ομάδες αναδείχτηκαν: ο κουλάκος (πλούσιος αγρότης) στην ύπαιθρο και ο «νέπμαν» (ο έμπορος και ο κερδοσκόπος) στις πόλεις. Μαζί τους η διαρκώς ανερχόμενη κρατική και κομματική γραφειοκρατία, που απολάμβανε τα προνόμια μιας έκδηλης ανισότητας σε βάρος των εργατών και ζούσε μέσα στη διαφθορά.
Πάνω σ ’αυτό το κοινωνικό έδαφος ξέσπασαν οι πολιτικές διαμάχες μέσα στο Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Κουλάκος-Νεπμαν-Γραφειοκρατία ήταν το νέο κυβερνητικό μπλοκ. Στην αρχή εκφράστηκε με ενιαίο τρόπο ενάντια στην Αριστερή Αντιπολίτευση, η οποία είχε επικεφαλής τον Τρότσκι. Η κυρίαρχη τάση στο κόμμα προωθούσε την πολιτική και οικονομική ενίσχυση των πλούσιων χωρικών και των μικροεπιχειρηματιών εν ονόματι της «συμμαχίας εργατών-αγροτών» και μια «συνετή» εξωτερική πολιτική, που δεν υπολόγιζε πια σαν αποφασιστικό παράγοντα την παγκόσμια επανάσταση. Στρατηγικό της σύνθημα ήταν ο «Σοσιαλισμός σε μια μόνη χώρα». Για πρώτη φορά αυτή η θεωρία διατυπώθηκε το 1924, στα πλαίσια της πολεμικής ενάντια στον «τροτσκισμό», και από τότε έγινε η σημαία που συσπείρωσε γύρω της το κοινωνικό στρώμα της γραφειοκρατίας.
Αντίθετα η Αριστερή Αντιπολίτευση πρότεινε μια πολιτική προτεραιότητας στη βαριά βιομηχανία για την ενίσχυση του βάρους του προλεταριάτου στη ρωσική κοινωνία. Ταυτόχρονα επέμενε σε μεγάλες αυξήσεις μισθών και βελτίωση των συνθηκών ζωής για να αυξηθεί με τη σειρά της και η παραγωγικότητα της εργασίας. Παράλληλα διεκδικούσε τη συμμαχία κυρίως με τη φτωχή αγροτιά και την αναγέννηση της δημοκρατίας μέσα στο κόμμα.
Την περίοδο του 1927, τα δύο αντίπαλα προγράμματα εσωτερικής και διεθνούς πολιτικής είχαν φτάσει στην τελική αναμέτρησή τους. Η αντιπαράθεση έληξε με την συντριβή της Αριστερής Αντιπολίτευσης, τη διαγραφή των μελών της από το κόμμα και την εξορία τους στη Σιβηρία. Είχαν ήδη προηγηθεί οι ήττες των επαναστάσεων στη Γερμανία το 1923 και στην Κίνα (1925-27), που διαμόρφωσαν το ψυχολογικό κλίμα της πολιτικής παθητικότητας στη ρωσική εργατική τάξη και την εξατομίκευση της. Ο δρόμος που πρότεινε ο Τρότσκι δεν φαινόταν πια ρεαλιστικός.
Όμως οι εξελίξεις πήραν γρήγορα δραματική μορφή. Οι κουλάκοι αναθάρρησαν από την ήττα της Αριστερής Αντιπολίτευσης και, το 1928, πέρασαν σε μια ανοικτά εκβιαστική πολιτική απέναντι στο γραφειοκρατικό καθεστώς με την «κρίση των σιτηρών». Αυτή τη φορά η γραφειοκρατία στράφηκε ανοικτά ενάντια στους κουλάκους, επιβάλλοντας με την βία τη κολλεχτιβοποίηση της γεωργίας και την ραγδαία εκβιομηχάνιση. Τα άμεσα οικονομικά αποτελέσματα ήταν καταστροφικά για τις τεράστιες μάζες των αγροτών αλλά και για τις συνθήκες ζωής των εργατών. Η όψη της Ρωσίας όμως είχε αλλάξει. Είχε μετατραπεί, μέσα σε λίγα χρόνια, σε μια βιομηχανική δύναμη κάτω από τη διεύθυνση της γραφειοκρατίας.
Οι πολιτικές συνέπειες ήταν ακόμη ανυπολόγιστες. Αν η γραφειοκρατία είχε τέτοια ανεξάρτητη δύναμη, να εκκαθαρίζει την αριστερά από το παλιό κόμμα των Μπολσεβίκων, να συντρίβει αμέσως μετά τους κουλάκους και να επιβάλλει τη ραγδαία εκβιομηχάνιση πάνω στις ράχες των εργαζόμενων τάξεων… τελικά τι ήταν; Ήταν απλά ένα προνομιούχο και παρασιτικό στρώμα; Και ποιες πολιτικές προοπτικές είχε; Στη μέσα της δεκαετίας του ’30, ο Τρότσκι έδωσε τη μοναδική μέχρι τότε, συνεκτική απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα. Δεν είχε τίποτα κοινό με τις ερμηνείες που βασίζονταν στο στυλ και την κουλτούρα των ηγετών («ο βάρβαρος Στάλιν») ούτε με τις αποσπασματικές περιγραφές της βίας και της καταπίεσης. Και οι δύο κατευθύνσεις οδηγούσαν από την κριτική στο σταλινισμό στον φιλελεύθερο αντικομουνισμό (που ταύτιζαν τον Λένιν με τον Στάλιν και θεωρούσαν τον Τρότσκι τον χειρότερο όλων) και στο τέλος στην πρακτική ένταξη στους ιμπεριαλιστικούς κρατικούς μηχανισμούς. Ήταν ατέλειωτες οι περιπτώσεις, από τον χώρο των διανοουμένων της Δύσης, όπου η ηθικολογική αντισταλινική υστερία, τους οδήγησε να γίνουν συνεργάτες στις μυστικές υπηρεσίες των δυτικών δημοκρατιών.
Για τον Τρότσκι η γραφειοκρατία ήταν ένα προνομιούχο στρώμα που λειτουργούσε σαν παράσιτο πάνω στο σώμα του εργατικού κράτους και της κρατικής ιδιοκτησίας. Έκανε «μεταφορά» του παραδείγματος της γραφειοκρατίας των συνδικάτων στη μετεπαναστατική, καθυστερημένη και περικυκλωμένη Ρωσία. Έτσι το πρώτο πρόγραμμα της Αντιπολίτευσης ήταν η προσπάθεια ειρηνικής μεταρρύθμισης και διόρθωσης της κυρίαρχης πολιτικής. Αυτός εξάλλου δεν είναι ο τρόπος που παλεύουν οι κομμουνιστές μέσα στα γραφειοκρατικά συνδικάτα; Αλλά αυτός ο μεταρρυθμιστικός προσανατολισμος, δεν απομάκρυνε ποτέ τον Τρότσκι από τη διεθνιστική αρχή ότι η πορεία για το σοσιαλισμό θα ήταν εντελώς επισφαλής αν η παγκόσμια επανάσταση δεν προχωρούσε. Ήταν η πρώτη στρατηγική απάντηση της Διαρκούς Επανάστασης μπροστά στα προβλήματα ενός απομονωμένου εργατικού κράτους που εμφάνιζε σοβαρά συμπτώματα εκφυλισμού.
Όμως στα μέσα της δεκαετίας του ’30, μια σειρά από τεκτονικές αλλαγές επέβαλλαν μια επανεξέταση των δεδομένων και της πολιτικής γραμμής. Η άνοδος του Χίτλερ στη εξουσία το 1933 και η τραγική εμπειρία των πεντάχρονων πλάνων στη ρωσική οικονομία, οδήγησαν στην αναθεώρηση της στρατηγικής για τη μεταρρύθμιση της ΕΣΣΔ. Αυτό το ενδεχόμενο είχε πια αποκλειστεί σα δυνατότητα και το πολιτικό καθήκον που έμπαινε μπροστά ήταν η πολιτική επανάσταση ενάντια στη γραφειοκρατία. Το 1936, όταν ο Τρότσκι τέλειωνε το βιβλίο του η «Προδομένη Επανάσταση», άρχιζε σχεδόν ταυτόχρονα ένα πρωτοφανές κύμα σταλινικής τρομοκρατίας ενάντια στους παλιούς Μπολσεβίκους και σε κάθε ανυπότακτο κομμάτι του προλεταριάτου. Οι Δίκες της Μόσχας (1936-38), που κατέληξαν στη μαζική δολοφονία όλων των αντιφρονούντων, ήταν ίσως η πιο άτιμη και μοχθηρή πράξη του σταλινισμού…
Ακόμη και τότε, όμως, ο Τρότσκι δεν άλλαξε την εκτίμησή του για τη φύση της γραφειοκρατίας. Ήταν ένα ασταθές παρασιτικό στρώμα και όχι μια ανεξάρτητη εκμεταλλευτική τάξη -κρατική αστική τάξη- παρότι ζούσε από την εκμετάλλευση των εργαζόμενων τάξεων και είχε τον έλεγχο της παραγωγής. Πατώντας σ’ αυτή τη θέση, προέβλεψε το τέλος της γραφειοκρατικής εξουσίας με το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Εκτιμούσε ότι δεν θα μπορούσε να αντέξει και να επιβιώσει τη δοκιμασία ενός παγκοσμίου πολέμου, λόγω της φύσης της. Οι εναλλακτικές που ανοίγονταν ήταν δύο. Είτε καπιταλιστική αντεπανάσταση και εισβολή από τη Δύση για να αποκατασταθεί η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Είτε εργατική πολιτική επανάσταση που θα αποκαθιστούσε την εργατική δημοκρατία, χωρίς να θίξει την βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας.
Αλλά αντί να ισχύσει μία από τις δύο εναλλακτικές, προέκυψε μια τρίτη. Η γραφειοκρατία όχι μόνο επιβίωσε, αλλά νίκησε στον Πόλεμο και επεκτάθηκε πέρα από τα παλιά της σύνορα, προσαρτώντας ουσιαστικά μια τεράστια περιοχή, την Ανατολική Ευρώπη. Η διάψευση ήταν πλήρης.
Πολεμώντας το ναζισμό
Όταν ο Τρότσκι εξορίστηκε στην Τουρκία το 1929, το κύριο μέτωπο της σκέψης και της δράσης του ήταν η πάλη της Αριστερής Αντιπολίτευσης ενάντια στη σταλινική γραφειοκρατία. Το 1929 όμως ήταν η χρονιά της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης στην ιστορία του καπιταλισμού μέχρι τότε. Η Γερμανία ήταν το κυριότερο θύμα της. Ήταν επίσης η χρονιά της εμφάνισης στη Γερμανία ενός μεγάλου και επιθετικού φασιστικού κινήματος, των ναζιστών του Χίτλερ.
Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης(1919-33) ήταν ο γενικός ισολογισμός δύο μεγάλων και ιστορικών ηττών. Απ’ τη μια, η ήττα και η συνθηκολόγηση της Πρωσικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών η Γερμανία έχασε πολλά εδάφη, ταπεινώθηκε και έπρεπε να πληρώσει τεράστιες πολεμικές αποζημιώσεις στις νικήτριες δυνάμεις. Απ’ την άλλη τρεις διαδοχικές εργατικές εξεγέρσεις (1919, 1921, 1923) νικήθηκαν με αποτέλεσμα την προσωρινή σταθεροποίηση του γερμανικού καπιταλισμού. Όμως η Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν ξεπέρασε ποτέ τις εσωτερικές αντιφάσεις της. Η εργατική τάξη της Γερμανίας ήταν η πιο ισχυρή της Ευρώπης. Τα συνδικάτα είχαν εκατομμύρια μέλη και είχαν κατακτήσει ένα σύστημα αμοιβών και κοινωνικής προστασίας πολύ προχωρημένο συγκριτικά με τις άλλες χώρες. Ταυτόχρονα το SPD, η σοσιαλδημοκρατία, ήταν η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη. Σε άμεσο ανταγωνισμό με το SPD ήταν το KPD, το κομμουνιστικό κόμμα, που είχαν ιδρύσει η Λούξεμπουργκ και ο Λήμπνεχτ το 1918, ενώ είχαν δολοφονηθεί ένα μήνα μετά, τον Γενάρη του 1919 στην εξέγερση του Σπάρτακου. Σταδιακά στο KPD κυριαρχούσε ο σταλινισμός.
Όταν ξέσπασε η κρίση του 1929 το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα της Γερμανίας τραντάχτηκε συθέμελα. Ο γερμανικός καπιταλισμός που έτσι και αλλιώς ασφυκτιούσε στα στενά σύνορα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, έψαχνε «ζωτικό χώρο» για την επέκτασή του. Ταυτόχρονα το κοινωνικό κράτος κόστιζε πολύ και μείωνε το ποσοστό των κερδών του. Ήταν εποχή ριζοσπαστικών αποφάσεων και μέτρων. Οι παλιές ισορροπίες, με τη σοσιαλδημοκρατία στο πηδάλιο, ή με συντηρητικές αυταρχικές κυβερνήσεις, δεν μπορούσαν να δώσουν λύσεις στα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα. Σ’ αυτή τη συγκυρία ήρθε ο ναζισμός να επιτελέσει το ιστορικό του καθήκον: να συντρίψει το εργατικό κίνημα, να εξατομικεύσει την εργατική τάξη και να ετοιμάσει τον πόλεμο προς το εξωτερικό.
Ο φασισμός δεν ήταν αυτή τη φορά ένα νέο πολιτικό φαινόμενο, που αιφνιδίασε το εργατικό κίνημα και την Αριστερά, θεωρητικά και πρακτικά. Η εμπειρία από την άνοδο του Μουσολίνι στην Ιταλία είχε ήδη προκαλέσει μεγάλες αντιπαραθέσεις στην Τρίτη Διεθνή και γενικότερα στην Αριστερά. Μια «αριστερή» τάση που την έκφραζε κυρίως ο Μπορντίγκα, υποστήριζε ότι ο φασισμός ήταν απλά μια άλλη μορφή πολιτεύματος, μια απάντηση στην προλεταριακή επίθεση, κάτι σαν θεσμοποιημένη λευκή τρομοκρατία. Αυτή τη γραμμή ανέπτυξαν στη συνέχεια ο Ζινόβιεφ και ο Στάλιν. Η δεξιά τάση, αντιμετώπιζε το φασισμό σαν έκφραση της εξέγερσης και της ανεξαρτησίας των μικροαστικών μαζών μέσα στη κρίση ενάντια στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο. Αυτή τη θέση υποστήριζαν οι Ιταλοί σοσιαλδημοκράτες και στη συνέχεια οι Γερμανοί ομόλογοί τους. Και οι δύο προσεγγίσεις ήταν μονόπλευρες και απόλυτες. Όμως και οι δύο τάσεις υποτιμούσαν απίστευτα το θανάσιμο κίνδυνο του φασισμού στη Γερμανία. Ήταν μια πρόβλεψη που δεν κατανοούσε τη ρευστότητα και την πολυπλοκότητα της κατάστασης.
H οπτική του Τρότσκι ήταν εντελώς διαφορετική. Ήταν πολύ συγκεκριμένη, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στο ειδικό βάρος της Γερμανίας στη διεθνή σκηνή. Την θεωρούσε χωρίς περιστροφές κλειδί της παγκόσμιας κατάστασης. Ταυτόχρονα ήταν διαλεκτική γιατί συνδύαζε δημιουργικά όλα τα στοιχεία του φασιστικού φαινομένου: Πρώτο, την καπιταλιστική κρίση σε μια χώρα του αναπτυγμένου καπιταλισμού και την τάση επέκτασης των γερμανικών μονοπωλιακών κολοσσών. Δεύτερο, το μαζικό αντιδραστικό (αντεργατικό, αντικομμουνιστικό) κίνημα των απελπισμένων και εξαγριωμένων μικροαστών, που βρισκόταν παγιδευμένοι ανάμεσα στο κεφάλαιο και την οργανωμένη εργατική τάξη. Τρίτο, τη στενή συνεργασία του κράτους (εξοπλισμός, κοινές επιχειρήσεις κλπ) με τις φασιστικές παραστρατιωτικές συμμορίες. Και τέταρτο, το πρόγραμμα των φασιστών για εκμηδένιση όλων των οργανώσεων της εργατικής τάξης (συνδικάτα, κόμματα κλπ) με σκοπό τον κατακερματισμό της και την εξατομίκευση.
Εκκινώντας απ’ αυτήν τη βάση, ο Τρότσκι εκτίμησε ότι η απειλή του φασισμού είναι θανάσιμη και άμεση για το εργατικό κίνημα της Γερμανίας. Και ότι μόνο η τακτική του ενιαίου μετώπου στη δράση μεταξύ του σοσιαλιστικού και του κομμουνιστικού κινήματος θα μπορούσε να αποκρούσει αυτή την απειλή.
Το 1928, το 6ο συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς αποτέλεσε μια καταστροφική τομή πολιτικής σε σχέση με τα τέσσερα πρώτα συνέδρια (1919-22). Ενώ το συνδικαλιστικό κίνημα ήταν σε υποχώρηση διεθνώς και τα κομμουνιστικά κόμματα δεν είχαν κατορθώσει να ξεπεράσουν σε επιρροή και οργανωμένη δύναμη την σοσιαλδημοκρατία, το συνέδριο κατέληξε στην εκτίμηση ότι η περίοδος μετατρέπεται σε επαναστατική (η λεγόμενη «Τρίτη Περίοδος»). Η εκτίμηση βασιζόταν στα πρώτα σημάδια της οικονομικής ύφεσης, που ξέσπασε στη μεγάλη κρίση του 1929. Η πολιτική προέκταση αυτής της θέσης ήταν ότι το κράτος φασιστικοποιείται για να απαντήσει πολιτικά στην οικονομική κρίση και η σοσιαλδημοκρατία, σαν ενσωματωμένο πολιτικό τμήμα αυτού του κράτους, γίνεται και αυτή φασιστική. Έτσι η λογική απόρροια ήταν ότι η σοσιαλδημοκρατία είναι η μετριοπαθής πτέρυγα του φασισμού… ή ότι η σοσιαλδημοκρατία μετατρέπεται σε σοσιαλφασισμό… κλπ. Το τελικό σημείο όμως της ανάλυσης ήταν ακόμη χειρότερο: η σοσιαλδημοκρατία ήταν ο κύριος εχθρός του κομμουνιστικού κινήματος και η καταστροφή της ήταν η προϋπόθεση για την νίκη στην επερχόμενη επανάσταση. Όλο το θεωρητικό υπόβαθρο της «Τρίτης Περιόδου» και του «σοσιαλφασισμού» ήταν φαταλιστικό και φορμαλιστικό.
Ο Τρότσκι ξεσκέπασε αμείλικτα όλες τις αντιφάσεις και αδυναμίες της σταλινικής γραμμής, που θα δοκιμάζονταν λίγο αργότερα στη Γερμανία. Ήταν φαταλισμός η εξαγωγή αυτόματα της επαναστατικής κατάστασης από την οικονομική κρίση γιατί υποτιμούσε τον υποκειμενικό παράγοντα: τις μάζες και τα κόμματα. Ήταν φορμαλισμός γιατί ταύτιζε τη σοσιαλδημοκρατία που στηριζόταν στις μαζικές οργανώσεις του εργατικού κινήματος με το φασισμό που στηριζόταν στις πολιτικές, επαγγελματικές και παραστρατιωτικές οργανώσεις των μεσαίων στρωμάτων.
Ξαναγυρίζουμε όμως στη Γερμανία. Το βιβλίο του Τρότσκι «Και τώρα;» γράφτηκε στις αρχές του 1932, σχεδόν τρία χρόνια μετά την κρίση. Μέχρι σήμερα θεωρείται ένα από τα κορυφαία έργα μαρξιστικής πολιτικής ανάλυσης. Το 1932, ήταν η πιο κρίσιμη χρονιά πριν ο Χίτλερ ανέβει στην εξουσία. Η ανεργία από 8,5% το 1929 είχε φτάσει τα τέλη του 1932 στο 30%. Οι δηλωμένοι άνεργοι, οι αδήλωτοι και αυτοί που απασχολούνταν με μερική απασχόληση και περιστασιακά, είχαν φτάσει σχεδόν τα 9 εκατομμύρια, δηλαδή περισσότερο από τη μισή εργατική τάξη. Οι γυναίκες εργάτριες απολυόνταν μαζικά και «επέστρεφαν στη κουζίνα». Η υποβάθμιση της καθημερινής ζωής ήταν απότομη και κάθετη. Η πορνεία, το έγκλημα και τα ναρκωτικά είχαν εκτοξευθεί στα ύψη. Η θανατική ποινή είχε επιστρέψει στον ποινικό κώδικα και είχε την αποδοχή της πλατιάς κοινής γνώμης. Αντανάκλαση αυτών των συνθηκών ήταν η πολιτική πόλωση και η βία που είχε φτάσει σε επίπεδα εμφυλίου πολέμου. Η σαρωτική εκλογική άνοδος των ναζί είχε σταματήσει στα τέλη του 1932 και τα ποσοστά τους υπολείπονταν ακόμη αρκετά από τις συνδυασμένες ψήφους σοσιαλιστών και κομμουνιστών.
Τότε έγινε σαφές σε όλες τις πλευρές της ολιγαρχίας ότι οι ναζί δεν θα κατόρθωναν να ανέλθουν στη εξουσία ούτε από το δρόμο των εκλογών ούτε από το δρόμο της τρομοκρατίας των Ταγμάτων Εφόδου. Χρειαζόταν η συνεργασία του γερμανικού κράτους (ιδιαίτερα του στρατού), της μεγάλης βιομηχανίας και των συντηρητικών πολιτικών κύκλων για να τους ανοίξουν το δρόμο. Και εδώ μετρήθηκε ο αφοπλισμός της εργατικής τάξης από την πολιτική των σταλινικών και της σοσιαλδημοκρατίας. Από τη μια, η σταλινική γραμμή «κύριος εχθρός ο σοσιαλφασισμός» είχε προκαλέσει αγεφύρωτο ρήγμα στις γραμμές του εργατικού κινήματος. Και από την άλλη, η σοσιαλδημοκρατική προσμονή για παρέμβαση των κρατικών θεσμών που θα απέκλειε τους ναζί από την κυβέρνηση, ήταν προδοτική αφέλεια. Και οι δύο κατευθύνσεις οδήγησαν στην παράλυση της εργατικής τάξης και στην προέλαση των ναζί στην κυβέρνηση χωρίς την παραμικρή αντίσταση. Ήταν μια πολιτική καταστροφή χωρίς προηγούμενο, που οδήγησε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
To Mάρτη του 1933, ο Τρότσκι έγραψε ουσιαστικά τον επίλογο στο κεφάλαιο - ναζισμός. Ήταν το βιβλίο «Η τραγωδία του γερμανικού προλεταριάτου» και το τελείωνε έτσι: «η εργατική τάξη της Γερμανίας θα ορθοποδήσει ξανά, ο σταλινισμός ποτέ».
Η κληρονομιά του Τρότσκι
Προσπαθήσαμε να περιγράψουμε με ελλειπτικό και σχηματικό τρόπο ένα μέρος από το θεωρητικό και πολιτικό έργο του Τρότσκι. Δεν είχαμε ποτέ την αυταπάτη ότι θα κατορθώναμε κάτι περισσότερο. Όμως οι επέτειοι δεν είναι μόνο μια ευκαιρία για σχόλια στις απαντήσεις των παλιών ερωτημάτων αλλά και μια πρόκληση για το μέλλον: τι κρατάμε από τον Τρότσκι σήμερα; Είναι επίκαιρο το έργο του στη σημερινή εποχή;
1) Ισχυριζόμαστε ότι οι κεντρικές ιδέες της Διαρκούς Επανάστασης –η διαλεκτική σχέση δημοκρατικών διεκδικήσεων και σοσιαλιστικής προοπτικής, η αλληλεπίδραση του εθνικού με το διεθνικό στα κινήματα και την Αριστερά, ο νόμος της συνδυασμένης και ανισόμερης ανάπτυξης σαν αναγκαίος όρος για την ανάλυση των συγκεκριμένων καταστάσεων, η ηγεμονία του προλεταριάτου σαν απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία των δημοκρατικών κινημάτων– αποτελούν ακόμη και σήμερα τη βάση για την επαναστατική πολιτική στον αναπτυγμένο Βορά και στον παγκόσμιο Νότο. Από την Αραβική Άνοιξη (2011-13) μέχρι το αντιρατσιστικό κίνημα στις ΗΠΑ με το Βlack Lives Matter (2020), το τέστ των γεγονότων επιβεβαιώνει, κατά τη γνώμη μας, την στρατηγική σύλληψη της Διαρκούς Επανάστασης.
2) Υποστηρίζουμε ότι η θεωρία του Τρότσκι για τα εκφυλισμένα εργατικά κράτη διαψεύστηκε στη βασική της υπόθεση: η σταλινική γραφειοκρατία στην ΕΣΣΔ και στην Ανατολική Ευρώπη ήταν μια νέα εκμεταλλευτική τάξη (κρατικός καπιταλισμός). Για αυτό και η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» την περίοδο 1989-91 και η μετάβαση στον φιλελεύθερο καπιταλισμό έγινε με όρους συνέχειας και όχι ρήξης και ανατροπής. Η παλιά νομενκλατούρα μεταμορφώθηκε στη νέα ολιγαρχία. Ποιος ήταν ο ρόλος της εργατικής τάξης; Ήταν γενικά παθητικός θεατής και στις λίγες περιπτώσεις που εμφανίσθηκε δεν ήταν ως υπερασπιστής του παλιού καθεστώτος. Εξάλλου, όπως την τελευταία περίοδο της κρίσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» αλλά και της κρίσης που ακολούθησε τη μετάβαση στην ελεύθερη αγορά, η εργατική τάξη ήταν το θύμα όλων των αλλαγών και των μετασχηματισμών.
Όμως η θεωρία του Τρότσκι αποτέλεσε ένα μεγάλο βήμα μαρξιστικής ανάλυσης. Ο αναρχισμός και ο φιλελεύθερος αντικομουνισμός είχαν φτάσει μέχρι το επίπεδο περιγραφών. Είχαν πλήρη αδυναμία να εξηγήσουν και να προβλέψουν τη δυναμική του σταλινικού καθεστώτος. Η δύναμη της ανάλυσης του Τρότσκι πού βρισκόταν; Ήταν συνολική και όχι αποσπασματική γιατί αγκάλιαζε σφαιρικά τη ρωσική κοινωνία της εποχής του Στάλιν. Ήταν υλιστική γιατί δεν χανόταν στα ψυχογραφήματα των μεγάλων ηγετών αλλά εκκινούσε από την κατάσταση των τάξεων και την πάλη τους. Ήταν διαλεκτική γιατί προσπαθούσε να ανιχνεύσει και να εμβαθύνει στις αντιφάσεις σαν κινητήρια δύναμη των κοινωνικών αλλαγών. Ήταν ριζοσπαστική στην κατεύθυνσή της, γιατί μπόρεσε να κάνει το πέρασμα από τη στρατηγική μεταρρύθμισης του «εργατικού εκφυλισμένου κράτους» στην πολιτική επανάσταση. Ήταν το θεμέλιο και η προϋπόθεση για την ανάπτυξη της νέας κοινωνικής κριτικής και της θεωρίας του κρατικού καπιταλισμού. Και σ’ αυτό τον τομέα οφείλουμε ένα μεγάλο χρέος στον Τρότσκι.
3) Εκτιμούμε ότι η ανάλυση του Τρότσκι για το ναζισμό στη Γερμανία του μεσοπολέμου, αλλά και γενικότερα για το φασισμό, είναι αξεπέραστη μέχρι σήμερα στο πυρήνα των επιχειρημάτων της. Στην εποχή της αναμετρήθηκε με διάφορες και αντίθετες γραμμές σκέψης και πολιτικής («σοσιαλφασισμός», Λαϊκά Μέτωπα, θεωρία του ολοκληρωτισμού κ.λπ.). Η υπεροχή της ήταν συντριπτική στην κατανόηση του φασιστικού φαινομένου, την πρόβλεψη των άμεσων και μακροχρόνιων εξελίξεων, τα καθήκοντα της Αριστεράς και την τακτική του Ενιαίου Μετώπου. Η επιβεβαίωσή της ήταν επίσης «καταθλιπτικά αδιάσειστη» από την πορεία των γεγονότων. Στη σημερινή εποχή, που μια νέα ακροδεξιά με ισχυρές αποχρώσεις αλλά και τάσεις νεοφασισμού έχει αναδειχτεί σαν σοβαρή πολιτική δύναμη σε όλη την Ευρώπη και όχι μόνο, οι διαμάχες για το φασισμό έχουν ξαναγίνει επίκαιρες.
Απέναντι στο μαρξισμό ορθώνεται ένα ολόκληρο σύστημα φιλελευθέρων αντιλήψεων, που επιδιώκει στις έρευνές του και στα συμπεράσματά του, είτε να ορίσει το φασισμό σαν ιδεολογικό ρεύμα ανεξάρτητο από κοινωνικές τάξεις και πρακτικά διακυβεύματα, είτε να καθιερώσει την άποψη ότι ο φασισμός ήταν μόνο ένα μεσοπολεμικό πολιτικό κίνημα και σήμερα δεν υπάρχει σαν απειλή, είτε ακόμη να ταυτίσει το φασισμό με τον εργατικό σοσιαλισμό. Οι θέσεις του Τρότσκι για τον ταξικό χαρακτήρα του φασισμού, το ρόλο του και το πρόγραμμά του, αλλά και για την τακτική του ενιαίου μετώπου, είναι ακόμη και σήμερα το πιο χρήσιμο εργαλείο που διαθέτουμε για την αντιφασιστική πάλη.
Παρ’ όλα αυτά το γενικό ερώτημα για την επικαιρότητα του Τρότσκι και του τροτσκισμού εξακολουθεί να επιμένει… Όμως στην εποχή της παγκόσμιας κρίσης, των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και πολέμων, της καταστροφής του περιβάλλοντος και της επέλασης των επιδημιών, η προοπτική όχι μόνο του παγκόσμιου εργατικού κινήματος αλλά και της ανθρωπότητας συνολικά είναι εγκλωβισμένη στο δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Όσο οξύνεται αυτό το δίλημμα, τόσο η κληρονομιά του Τρότσκι είναι ένα από τα βασικά όπλα μας.
Η διαθήκη του Τρότσκι
«Η ψηλή και συνεχώς αυξανόμενη πίεσή μου ξεγελάει όσους είναι κοντά μου για τη φυσική μου κατάσταση. Είμαι ενεργός και παραγωγικός, αλλά προφανώς το τελος πλησιάζει. Αυτές οι γραμμές θα κοινοποιηθούν μετά το θάνατο μου.
Δεν χρειάζομαι να αντικρούσω εδώ για μια άλλη φορά τις ηλίθιες και απεχθείς συκοφαντίες του Στάλιν και των πρακτόρων του: δεν υπάρχει ούτε μία κηλίδα στην επαναστατική μου τιμή. Ποτέ δεν έχω συνάψει, είτε άμεσα είτε έμμεσα, κρυφές συμφωνίες, ούτε καν διαπραγματεύσεις, με τους εχθρούς της εργατικής τάξης. Χιλιάδες αντιφρονούντες του Στάλιν έχουν πέσει θύματα παρόμοιων αναληθών κατηγοριών. Οι νέες επαναστατικές γενιές θα αποκαταστήσουν την πολιτική τους τιμή και θα αντιμετωπίσουν τους εκτελεστές του Κρεμλίνου όπως τους αξίζει.
Ευχαριστώ θερμά τους φίλους που παρέμειναν πιστοί στις πιο δύσκολες ώρες της ζωής μου. Δεν κάνω ιδιαίτερη μνεία κανενός, γιατί δεν μπορώ να τους κατονομάσω όλους.
Όμως θεωρώ ότι δικαιούμαι να κάνω μια εξαίρεση στην περίπτωση της συντρόφου μου, της Ναταλία Ιβάνοβνα Σέντοβα. Πέρα από την ευτυχία που είχα ως μαχητής για το σκοπό του σοσιαλισμού, η μοίρα μου έδωσε την ευτυχία να είμαι σύζυγος της. Σε όλα τα σχεδόν σαράντα χρόνια της κοινής μας ζωής, παρέμεινε μια ανεξάντλητη πηγή αγάπης, μεγαλοψυχίας και τρυφερότητας. Υπέστη μεγάλες δοκιμασίες, ιδιαίτερα στην τελευταία φάση της ζωής μας. Αλλά βρίσκω κάποια παρηγοριά στο γεγονός ότι γνώρισε και ευτυχισμένες μέρες.
Επί σαράντα τρία χρόνια της ενσυνείδητης ζωής μου παρέμεινα επαναστάτης: τα σαράντα δύο από αυτά αγωνιζόμουν κάτω από τη σημαία του μαρξισμού. Αν έπρεπε να ξαναρχίσω από την αρχή, θα προσπαθούσα βέβαια να αποφύγω αυτό ή το άλλο λάθος, αλλά η κύρια πορεία της ζωής μου θα παρέμενε αναλλοίωτη. Θα πεθάνω ως επαναστάτης προλετάριος, μαρξιστής, διαλεκτικός υλιστής και συνεπώς ένας ασυμβίβαστος αθεϊστής. Η πίστη μου ότι ο κομμουνισμός είναι το μέλλον της ανθρωπότητας δεν είναι λιγότερο δυνατή, μάλιστα είναι πιο στερεή σήμερα απ΄ότι ήταν στα νιάτα μου.
Η Νατάσα μόλις ήρθε στο παράθυρο από την αυλή και το άνοιξε διάπλατα, ώστε ο αέρας να μπαίνει ανεμπόδιστα στο δωμάτιο μου. Βλέπω την καταπράσινη λωρίδα χλόης κάτω από τον τοίχο, τον καταγάλανο ουρανό πάνω από τον τοίχο και το φως του ήλιου παντού. Η ζωή είναι ωραία. Οι επόμενες γενιές ας την καθαρίσουν από όλα τα κακά, την καταπίεση και τη βία, και ας την απολαύσουν στο έπακρο.
Κογιοακάν, Μεξικό, 27 Φεβρουαρίου 1940»
Ο Τρότσκι πέθανε στις 21 Αυγούστου του 1940, μετά από πισώπλατο δολοφονικό κτύπημα από ένα πράκτορα της σταλινικής Γκε Πε Ου. Η δολοφονία του σφράγισε το φυσικό τέλος της επαναστατικής γενιάς του 1917. Ήταν ο τελευταίος. Αλλά ήταν και το κλείσιμο ενός τραγικού κύκλου ζωής. Υπήρξε από τους μεγαλύτερους επαναστάτες ηγέτες, είχε συμβάλλει στην οικοδόμηση του πρώτου εργατικού κράτους που το κυρίευσε η σταλινική γραφειοκρατία, είδε και έζησε την μαζική εξόντωση της παλιάς φρουράς των Μπολσεβίκων, τη δολοφονία των παιδιών του και των συγγενών του από τη διεστραμμένη δολοφονική μηχανή του Στάλιν. Δεν λύγισε όμως ποτέ, δεν συμβιβάστηκε, δεν ζήτησε έλεος. Έμεινε ακλόνητος και διαυγής μέχρι το τέλος. Είχε πει «…για όσους ο σοσιαλισμός δεν είναι κενός λόγος αλλά το πραγματικό περιεχόμενο μιας ηθικής ζωής… Ούτε οι απειλές, ούτε οι διώξεις, ούτε η βία θα μας σταματήσουν. Ισως νικηθούμε, αλλά η αλήθεια θα θριαμβεύσει. Θα της ανοίξουμε το δρόμο. Θα νικήσει… Ξέρουμε το καθήκον μας σαν επαναστάτες. Αγώνας μέχρις εσχάτων». Ήταν ο Τρότσκι, το λιοντάρι της επανάστασης.
Βιβλιογραφικές αναφορές σε έργα του Τρότσκι που χρησιμοποιήθηκαν στο κείμενο
1.«Τα πολιτικά μας καθήκοντα» (1904)
2.«Αποτελέσματα και προοπτικές» (1906)
3.«Η Διαρκής Επανάσταση» (1929-30)
4.«Η σοσιαλδημοκρατία και ο πόλεμος» (1915)
5.«Η ρωσική επανάσταση» (1930)
6.«Η προδομένη επανάσταση» (1936)
7.«Και τώρα;» (1932)
8.«Η τραγωδία του γερμανικού προλεταριάτου» (1933)