Η κρίση, η κυβέρνηση της Δεξιάς, η ήττα της Αριστεράς

Της σύνταξης
Ημερ.Δημοσίευσης

Της σύνταξης

Κρίση, ήττα της Αριστεράς

Παραδοσιακά, στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, οι κυβερνήσεις παρουσιάζουν τα προγράµµατα και τις προοπτικές τους.

Φέτος τα φώτα της προσοχής έπεφταν στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ο ούλτρα νεοφιλελεύθερος αρχηγός της Νέας Δηµοκρατίας απολαµβάνει ακόµα την άνεση που του δίνει η πολιτική νίκη του κόµµατός του στις εκλογές της 7 Ιούλη 2019, όπου η Νέα Δηµοκρατία, µε 39,8% των ψήφων, κέρδισε τη δυνατότητα για µια αυτοδύναµη κυβέρνηση. Παρότι η προοπτική της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ του Αλ. Τσίπρα είχε διαφανεί από πολύ νωρίτερα, το αποτέλεσµα αυτό ήταν αδιανόητο ένα χρόνο πριν, όταν η πλειοψηφία των πολιτικών αναλυτών προέβλεπε µεν τη νίκη του Μητσοτάκη και της Δεξιάς, αλλά όχι την αυτοδυναµία της ΝΔ. Η δηµόσια συζήτηση επεκτεινόταν στους φόβους για µια νέα περίοδο πολιτικής αστάθειας στον ελληνικό καπιταλισµό, που θα µπορούσε να προκληθεί από τις δυσκολίες σχηµατισµού κυβέρνησης συνεργασίας της ΝΔ µε κάποιο από τα µικρότερα κόµµατα.

Στις περιφερειακές εκλογές η ΝΔ κέρδισε επίσης τις 12 από τις 13 περιφέρειες της χώρας. Η Δεξιά βγήκε, λοιπόν, από τις εκλογικές δοκιµασίες του τέλους της κυβερνητικής περιόδου του ΣΥΡΙΖΑ ως ο ουσιαστικός νικητής. Το γεγονός χαιρετίστηκε από το σύνολο των καθεστωτικών δυνάµεων, που ξέχασαν γρήγορα τις αµφιβολίες τους σχετικά µε τις ηγετικές ικανότητες του Κυριάκου Μητσοτάκη και την πολιτική αποτελεσµατικότητα του κόµµατός του (θυµίζουµε ότι στις δηµοσκοπήσεις του ταραγµένου 2015, η ΝΔ σε µια πτώση ηπιότερη από του ΠΑΣΟΚ, αλλά επίσης µεγάλη, είχε βυθιστεί στην πρόβλεψη για 14%... κρατώντας γύρω της µόνο τον ιστορικό σκληρό πυρήνα της Δεξιάς) και τώρα όλοι µαζί σαλπίζουν την «επιστροφή στην κανονικότητα». Ο προσεκτικός αναγνώστης θα διακρίνει στις σελίδες του «σοβαρού» αστικού Τύπου ότι δεν πανηγυρίζουν την ήττα του Αλ. Τσίπρα –αντίθετα, όπως θα ισχυριστούµε παρακάτω, προσπαθούν να κρατήσουν ανοιχτές τις προοπτικές της ηγετικής οµάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, πανηγυρίζουν την ήττα του µεγάλου εργατικού και λαϊκού κινήµατος της περιόδου 2010-2013, που οδήγησε στην πολιτική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Γενάρη του 2015 και στη δύναµη που έδειξε αυτός ο κόσµος στο Δηµοψήφισµα του καλοκαιριού του 2015, όπου το 62% του ΟΧΙ απαιτούσε τον άµεσο τερµατισµό της λιτότητας και την ανατροπή των νεοφιλελεύθερων αντιµεταρρυθµίσεων. Το σύνθηµα της «επιστροφής στην κανονικότητα» καταγγέλλει την «τρέλα» της περιόδου όπου ο κόσµος από τα κάτω ήλπισε ότι θα µπορούσε να νικήσει.

Η κυβέρνηση της Δεξιάς

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο δρόµο του προς την κυβερνητική εξουσία είχε χρησιµοποιήσει τα σκληρά συνθήµατα και τη γλώσσα του ρεβανσισµού της Δεξιάς. Έθετε ως στόχο τη µετατροπή της διαφαινόµενης πολιτικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ σε στρατηγική ήττα συνολικά της Αριστεράς, του εργατικού κινήµατος και των κοινωνικών αντιστάσεων, επιδιώκοντας την απαξίωση του συνόλου των ιδεών, των µεθόδων πάλης, ακόµα και των συµβόλων της εργατικής λαϊκής-πάλης. Βασικά στελέχη της ΝΔ, όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης και ο Μάκης Βορίδης, που προέρχονται από την ακροδεξιά πτέρυγα του κόµµατος, έθεταν δηµόσια το στόχο µιας πολιτικής κυριαρχίας της Δεξιάς ανάλογης µε εκείνη των ηµερών µετά τον Εµφύλιο Πόλεµο.

Στους δύο πρώτους µήνες της κυβέρνησης Μητσοτάκη υπήρξαν ανησυχητικές προειδοποιήσεις σχετικά µε το «ρεβανσισµό» της Δεξιάς. Η αστυνοµία, µε επικεφαλής τον πρώην σοσιαλδηµοκράτη Χρυσοχοΐδη (έναν καλό φίλο των αµερικανικών υπηρεσιών, που διακρίθηκε επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ στον «αντιτροµοκρατικό αγώνα»), επιτέθηκε και εκκένωσε καταλήψεις, που φιλοξενούσαν πρόσφυγες, και άρχισε τον πόλεµο για την επιβολή του νόµου και της τάξης στα Εξάρχεια. Η ακραία νεοφιλελεύθερη υπουργός Παιδείας, κ. Κεραµέως, εγκαινίασε τη θητεία της καταργώντας το «άσυλο» στους πανεπιστηµιακούς χώρους, µια κατάκτηση του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήµατος που καµιά κυβέρνηση µέχρι σήµερα δεν είχε τολµήσει να ακυρώσει. Κεντρικά στελέχη της ΝΔ και του κυβερνητικού µηχανισµού µιλούν για τους πρόσφυγες και τους µετανάστες µε µια γλώσσα απολύτως προσβλητική (π.χ. «ανθρώπινα σκουπίδια»), που νοµιµοποιεί τη ρατσιστική δράση. Η ελληνορθόδοξη Εκκλησία όρισε επισήµως µια µέρα «πένθους» για τα αγέννητα παιδιά, αρχίζοντας ουσιαστικά την αµφισβήτηση της ελεύθερης και νόµιµης έκτρωσης.

Η πάλη ενάντια στην καταστολή, τον ρατσισµό και τη γενικότερη συντηρητική ιδεολογική αντεπίθεση της Δεξιάς θα είναι ένα πρώτο τεστ για το µαζικό κίνηµα, ένα τεστ που θα κριθεί στις µάχες του φθινοπώρου που έρχεται.

Όµως η ιστορία της ταξικής πάλης σ’ αυτή τη χώρα αποδεικνύει ότι η καταστολή από µόνη της ποτέ δεν ήταν αρκετή για τη µακροηµέρευση µιας κυβέρνησης. Το καλύτερο παράδειγµα είναι η κυβέρνηση του πατρός Μητσοτάκη, που άρχισε πρώτος τη νεοφιλελεύθερη επίθεση το 1989, µε την πλήρη υποστήριξη και τότε όλων των καθεστωτικών δυνάµεων, για να ανατραπεί το 1992 από ένα θυελλώδες κίνηµα ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, όταν στις καταλήψεις και στις µεγάλες συγκρούσεις στην Αθήνα δεν πρωτοστάτησαν η άκρα Αριστερά και οι αναρχικοί, αλλά οι τραπεζοϋπάλληλοι και οι εργάτες στις µεταφορές και τις τηλεπικοινωνίες.

Στη φετινή ΔΕΘ ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδειξε να έχει επίγνωση των κινδύνων που θα κληθεί να αντιµετωπίσει µεσοπρόθεσµα. Εκπλήσσοντας την πλειοψηφία των αναλυτών στον Τύπο, χρησιµοποίησε µια «κεντρώα» γλώσσα, που αφήνει ανοιχτό το πεδίο συνεννοήσεων και, αν οι συνθήκες το καταστήσουν αναγκαίο, «ευρύτερων συναινέσεων». Είναι σαφές ότι το µήνυµα αφορούσε τόσο τη Φώφη Γεννηµατά του ΚΙΝΑΛ, όσο και τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλ. Τσίπρα.

Στη βάση αυτής της επιλογής βρίσκεται ο φόβος για τις εξελίξεις. Όλοι γνωρίζουν ότι η συµφωνία µεταξύ Τσίπρα και δανειστών για την ψευδεπίγραφη «έξοδο από τα µνηµόνια», τον Αύγουστο του 2018, έχει γραφτεί µε βάση το πιο αισιόδοξο σενάριο για τη διεθνή οικονοµία. Ερωτηθείς στη Θεσσαλονίκη για τις συνέπειες µιας πιθανής διεθνούς οικονοµικής επιδείνωσης, ο ούλτρα νεοφιλελεύθερος Μητσοτάκης ευχήθηκε να µη συµβεί, ενώ ζήτησε µια κάποια… νεοκεϊνσιανή στροφή στην ΕΕ, υπογραµµίζοντας ως παράδειγµα την ανάγκη µέτρων χαλάρωσης της λιτότητας στη… Γερµανία.

Ασφαλώς πίσω από αυτούς τους δισταγµούς, πίσω από τη βελούδινη γλώσσα της αναζήτησης των συναινέσεων, υπήρχαν όλες οι σκληρές επιλογές που απαιτεί εδώ και τώρα το κεφάλαιο στην Ελλάδα:

– Ο Μητσοτάκης εξήγγειλε την άµεση κατάργηση όλων των περιβαλλοντικών και πολεοδοµικών περιορισµών για τις επενδύσεις, ακόµα και των ελάχιστων περιορισµών που αφορούν την υγεία και την ασφάλεια των εργαζοµένων στις νέες επιχειρήσεις. Μεταξύ των µέτρων αυτής της δέσµης ξεχωρίζει η «ελαστικοποίηση» των Συλλογικών Συµβάσεων Εργασίας, που δίνει στους καπιταλιστές συγκεκριµένων περιοχών ή κλάδων τη δυνατότητα να απασχολούν ειδικευµένους εργάτες, πληρώνοντας τον κατώτατο νόµιµο µισθό του ανειδίκευτου και όχι τον προβλεπόµενο από την κλαδική σύµβαση µισθό.

– Εξήγγειλε καλπασµό των ιδιωτικοποιήσεων, αρχίζοντας από την ολοκλήρωση του ξεπουλήµατος της τεράστιας και παραθαλάσσιας έκτασης στο Ελληνικό της Αττικής στον Λάτση, την ολοκλήρωση του ξεπουλήµατος του αερολιµένα Αθηνών, την ολοκλήρωση της ιδιωτικοποίησης των Ελληνικών Πετρελαίων (που ελέγχουν ένα από τα µεγαλύτερα διυλιστήρια στη Μεσόγειο), την ιδιωτικοποίηση της Δηµόσιας Επιχείρησης Φυσικού Αερίου. Και όλοι γνωρίζουν ότι επέρχεται η απόπειρα της ιδιωτικοποίησης της µεγάλης Δηµόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισµού, που καµιά κυβέρνηση µέχρι σήµερα δεν τόλµησε να αγγίξει…

– Στο καυτό ζήτηµα των φόρων, ο Μητσοτάκης εξήγγειλε την άµεση µείωση της φορολόγησης των κερδών των επιχειρήσεων από το 28% σήµερα στο 24% φέτος και στο 20% το 2020, όπως και των µερισµάτων των µετόχων από το 10% στο 5%. Πρόκειται για ένα σηµαντικό δώρο προς τους καπιταλιστές. Όµως η µείωση της φορολόγησης στους απλούς ανθρώπους θα είναι αµελητέα. Ο Μητσοτάκης έκανε λόγο για µείωση του συντελεστή φορολόγησης φυσικών προσώπων, όµως µόνο για τα πρώτα 10.000 ευρώ του εισοδήµατος, εκ των οποίων τα 8.648 είναι… αφορολόγητα! Ο ΦΠΑ, ο σκληρός φόρος πάνω στη λαϊκή κατανάλωση, θα παραµείνει σταθερός ως το τέλος της τετραετίας.

Ο ΕΝΦΙΑ, ο ειδικός φόρος πάνω στην κατοικία, είναι ένα ζήτηµα µε το οποίο η ΝΔ αποσκοπεί να οργανώσει τη συµµαχία της µε τη µεσαία τάξη. Η µεσοσταθµική µείωση του ΕΝΦΙΑ, σταδιακά, κατά 30%, θα ελαφρύνει σηµαντικά όσους έχουν µεγάλη ή σχετικά µεγάλη ακίνητη περιουσία, ενώ θα δώσει ψίχουλα στα πολυάριθµα λαϊκά νοικοκυριά, τα οποία στο µεταξύ θα φορτωθούν µε τους αυξηµένους λογαριασµούς στο ηλεκτρικό ρεύµα.

– Τέλος, σχετικά µε το κρίσιµο ζήτηµα της επαναδιαπραγµάτευσης για τα αιµατηρά «πλεονάσµατα» του 3,5% του ΑΕΠ ετησίως, που ο Τσίπρας έχει συµφωνήσει µε τους δανειστές για την πληρωµή του χρέους, ο Μητσοτάκης φρόντισε να υποστείλει αυτή την προεκλογική δέσµευσή του. Άφησε το ζήτηµα για το µέλλον, υπογραµµίζοντας ότι προτίθεται να κινηθεί µόνο µε τη σύµφωνη γνώµη των δανειστών και υπολογίζοντας στη βοήθεια της… Κριστίν Λαγκάρντ, που µετακοµίζει πλέον από το ΔΝΤ στην ΕΚΤ.

Το πρόγραµµα αυτό έγινε, ασφαλώς, δεκτό µε ικανοποίηση από τους καπιταλιστές, που διέγνωσαν µια µεγαλύτερη αποφασιστικότητα και λιγότερες ιδεολογικές αντιφάσεις απ’ ό,τι επιδείκνυε ο Τσίπρας.

Όµως αυτό απέχει από κάποιον ενθουσιασµό ή έστω µια γενικευµένη αισιοδοξία της κυρίαρχης τάξης µε βάση το σύνθηµα «έρχεται η ανάπτυξη!». Την εποµένη της ΔΕΘ, η εφηµερίδα «Το Βήµα», του ολιγάρχη Β. Μαρινάκη, φίλου του Μητσοτάκη, δηµοσίευσε ένα µεγάλο άρθρο του Ν. Χριστοδουλάκη, πρώην υπουργού των Οικονοµικών της σοσιαλφιλελεύθερης κυβέρνησης Σηµίτη. Ο πρώην «τσάρος» της ελληνικής οικονοµίας υπογράµµιζε ότι οι βασικές «πληγές» δεν έχουν  θεραπευτεί: µεγάλη αποεπένδυση, µεγάλο ποσοστό πραγµατικής ανεργίας, µεγάλη µείωση της εσωτερικής ζήτησης. Σε αυτές τις συνθήκες, έγραψε, µόνο ένα µαζικό πρόγραµµα δηµόσιων επενδύσεων µπορεί να ενισχύσει την πορεία της χώρας προς την «ανάπτυξη» και αυτό αποκλείεται, όσο παραµένει ο «παράλογος» στόχος για πλεονάσµατα 3,5% στη δηµοσιονοµική πολιτική. Κατά τα άλλα, ο Χριστοδουλάκης ειρωνεύτηκε την «αισιοδοξία» του Μητσοτάκη, σηµειώνοντας ότι οι µόνες επενδύσεις για τις οποίες είναι ενήµερος είναι κάποια σχέδια για παραγωγή στην Ελλάδα οπιοειδών φαρµάκων (την ώρα της κρίσης αυτού του τοµέα στις ΗΠΑ) και κάποια σχέδια ασύστολης τουριστικής «αξιοποίησης» των αιγιαλών, σχέδια που απειλούν να υποβαθµίσουν την τελευταία «αξία» που δεν έχει αποµειωθεί στην Ελλάδα της κρίσης. Ο  Χριστοδουλάκης υπογράµµισε ένα ακόµα ενδεχόµενο: η µείωση της φορολόγησης του κεφαλαίου, σε συνδυασµό µε την άρση των capital controls, θα οδηγήσει σε έναν νέο κύκλο εξόδου κεφαλαίων προς το εξωτερικό και όχι σε αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων. Από τη δική του, καθόλου φιλεργατική σκοπιά, ο σοσιαλφιλελεύθερος Χριστοδουλάκης είναι σε πολλά σηµεία πιο εύστοχος από τους χειροκροτητές του Μητσοτάκη.

Η κρίση και η αστάθεια στον ελληνικό καπιταλισµό δεν έχει τελειώσει. Η µοίρα της κυβέρνησης Μητσοτάκη θα γραφτεί από την εργατική και λαϊκή αντίσταση (παράγοντα που κανένας δεν δικαιούται να υποτιµά στην Ελλάδα), αλλά και από τις διεθνείς οικονοµικές εξελίξεις και τις συνέπειές τους σε µια τοπική οικονοµία που παραµένει βαθιά άρρωστη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ

Όσο «έκπληξη» ήταν η αυτοδυναµία της ΝΔ, άλλο τόσο έκπληξη ήταν το 31% του ΣΥΡΙΖΑ.

Η ερµηνεία βρίσκεται στη µεγάλη απέχθεια ενός µεγάλου τµήµατος των εργαζοµένων και των φτωχών απέναντι στη ΝΔ και ειδικότερα στην οικογένεια Μητσοτάκη. Στην εποχή της δύναµης του ΠΑΣΟΚ, ο Ανδρέας Παπανδρέου χρησιµοποιούσε το σύνθηµα «Ο λαός δεν ξεχνά τι σηµαίνει Δεξιά», ως θεµέλιο για την αναπαραγωγή της κυριαρχίας του. Το σύνθηµα περιλαµβάνει µια αποπροσανατολιστική δηµαγωγία, αλλά αντανακλά και µια ιστορική εµπειρία: της διαχωριστικές γραµµές µέσα στον πληθυσµό, που «έχτισαν» δύο µεγάλες δικτατορίες και ένας εµφύλιος πόλεµος µέσα στον περασµένο αιώνα.

Πολλοί άνθρωποι, ακόµα και τµήµατα ριζοσπαστικής πολιτικοποίησης που καµιά σχέση δεν έχουν µε το κόµµα του Αλ. Τσίπρα, ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ «κρατώντας τη µύτη τους», ως αντίβαρο στον Μητσοτάκη.

Όµως αν αυτό εξηγεί τη συγκράτηση των δυνάµεων του ΣΥΡΙΖΑ, δεν εξηγεί τίποτα για τις προοπτικές.

Γιατί η σηµερινή πολιτική του Μητσοτάκη πατάει πάνω στο δρόµο που άνοιξε ο Τσίπρας, πάνω στην επιβολή του µνηµονίου 3.

Στην περίοδο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ η ζωή των εργατών και των λαϊκών ανθρώπων όχι µόνο δεν βελτιώθηκε, αλλά συνέχισε να επιδεινώνεται παράλληλα µε την πορεία της «εφαρµογής» του µνηµονίου 3. Το µερίδιο των µισθών και των συντάξεων ως ποσοστό του ΑΕΠ µειώθηκε, σε αντίθεση µε το µερίδιο των κερδών. Ο µέσος πραγµατικός µισθός της εργατικής τάξης µειώθηκε, ακόµα και όταν στα λόγια αυξήθηκε ο κατώτατος µισθός, γιατί ένα µεγαλύτερο τµήµα των εργατών ωθήθηκε προς τον κατώτατο µισθό και για µεγαλύτερα τµήµατα του εργάσιµου βίου τους. Η µείωση της ανεργίας είναι ψευδής, γιατί τα στατιστικά στοιχεία κρύβουν τις εκατοντάδες χιλιάδες νέων που υποχρεώθηκαν σε µετανάστευση και –κυρίως– την τεράστια αύξηση της ελαστικής απασχόλησης. Οι ιδιωτικοποιήσεις «νοµιµοποιήθηκαν» ως αναπόφευκτες και για πρώτη φορά επεκτάθηκαν στους «στρατηγικούς τοµείς», που στο παρελθόν είχαν µείνει ανέγγιχτοι (λιµάνια, αεροδρόµια, µεγάλες δηµόσιες υποδοµές). Η απασχόληση στο Δηµόσιο Τοµέα µειώθηκε και ελαστικοποιήθηκε µε τραγικά αποτελέσµατα στα δηµόσια σχολεία και νοσοκοµεία. Ο νόµος Κατρούγκαλου έβαλε τα θεµέλια για την πλήρη ιδιωτικοποίηση του δηµόσιου ασφαλιστικού συστήµατος.

Η κυβέρνηση Τσίπρα υπήρξε η πιο ανοιχτά φιλοαµερικανική (επί Τραµπ!) κυβέρνηση µετά την πτώση της δικτατορίας στην Ελλάδα, επιταχύνοντας τη νέα στρατηγική του ελληνικού εθνικισµού προς την Ανατολική Μεσόγειο: τον «άξονα» µε το κράτος του Ισραήλ και τη δικτατορία στην Αίγυπτο, την αναβάθµιση των στρατιωτικών βάσεων των ΗΠΑ στην Ελλάδα, το νέο πρόγραµµα εξοπλισµών του ελληνικού µιλιταρισµού.

Αυτά τα πραγµατικά πεπραγµένα της κυβέρνησης Τσίπρα έστρωσαν το δρόµο στο Μητσοτάκη. Αποθαρρύνοντας και απογοητεύοντας µαζικά τις εργατικές και λαϊκές δυνάµεις, φρόντιζαν συστηµατικά να κλείσουν το ιστορικό «παράθυρο» ελπίδας που είχε ανοίξει το 2015, αδιαφορώντας για το ότι αυτό οδηγούσε προς µια νέα νίκη της Δεξιάς. Η πολιτική ήττα στις 7 Ιούλη του 2019 είναι µια «συνέχεια» της πολιτικής ήττας του καλοκαιριού του 2015.

Και όλα αυτά, πέρα από την ερµηνεία του πώς φτάσαµε εδώ, προκαθορίζουν τα όρια της «αντιπολίτευσης» Τσίπρα. Την εποµένη της ΔΕΘ η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν µνηµείο πολιτικής αµηχανίας: κατηγορούσε τον Μητσοτάκη ότι καπηλεύεται την πολιτική Τσίπρα, ότι «τρώει από τα έτοιµα» της περιόδου ΣΥΡΙΖΑ! Και πράγµατι: Πώς να µιλήσουν για τα «πλεονάσµατα», όταν αυτοί τα υπέγραψαν; Πώς να µιλήσουν για τη µείωση της φορολόγησης του κεφαλαίου, όταν αυτοί την ξεκίνησαν; Πώς να θέσουν το ζήτηµα της ελαστικοποίησης των συµβάσεων, όταν αυτοί το θεσµοθέτησαν; Πώς να συγκρουστούν µε τις ιδιωτικοποιήσεις;

Η προοπτική του Τσίπρα είναι να κρατήσει εκλογικές δυνάµεις και να περιµένει τη φθορά του Μητσοτάκη. Και αυτή είναι η βάση της πλήρους σοσιαλφιλελευθεροποίησης που ήδη έχει εξαγγελθεί µέσω της «Προοδευτικής Συµµαχίας». Στο επερχόµενο συνέδριο, ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι ήδη ένα απολύτως διαφορετικό «νέο» κόµµα. Εξάλλου ο Αλ. Τσίπρας από τώρα µιλά για τον e-ΣΥΡΙΖΑ, δείχνοντας τη λειτουργία της e-democracy µε την οποία θα φτιαχτεί ο νέος πόλος του δικοµµατισµού, η εν αναµονή εναλλακτική στον Κυρ. Μητσοτάκη, µε ιδεολογικά µοντέλα, πλέον, τον Μακρόν και τον Ρέντσι.

Σε αυτή τη βάση κάθε φωνή στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ που αυτοπροσδιορίζεται «στα αριστερά της οµάδας Τσίπρα», είναι καταδικασµένη σε ταπεινωτική ήττα και σε περιθωριοποίηση. Ο µιντιακός µηχανισµός της ηγετικής οµάδας Τσίπρα ήδη επιτίθεται δηµόσια στον Σκουρλέτη, στον Ν. Βούτση, στον Ν. Φίλη και ενίοτε στον Ευκλ. Τσακαλώτο. Δεν πρόκειται για ριζοσπάστες της Αριστεράς (αυτοί, σε όλες τις αποχρώσεις τους, αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015). Πρόκειται για βετεράνους του ευρωκοµουνιστικού ρεύµατος και ενός «ευρωπαϊστικού» µεταρρυθµισµού που, όµως, δυσκολεύονται να ισοπεδωθούν µέσα σε µια πλήρως σοσιαλδηµοκρατική µετάλλαξη και µάλιστα στην εποχή της νεοφιλελεύθερης υποταγής της σοσιαλδηµοκρατίας. Οι επιθέσεις εναντίον τους αναπαράγονται µε ευχαρίστηση από τα mainstream αστικά ΜΜΕ, που αποδεικνύουν ότι το σχέδιο «νέος, ευρύτερος, ανοιχτός ΣΥΡΙΖΑ», που επιβάλλει η οµάδα Τσίπρα, έχει την υποστήριξη ευρύτερων καθεστωτικών δυνάµεων. Που αναγνωρίζουν τις υπηρεσίες που προσέφερε ο Τσίπρας, εγκαθιστώντας «κοινωνική ειρήνη» ταυτόχρονα µε την επιβολή του µνηµονίου 3. Που γνωρίζουν ότι ο Μητσοτάκης είναι πιθανό να µπει σε πολιτικές περιπέτειες και, τότε, οι «ευρύτερες συναινέσεις» θα είναι χρήσιµες για τη σταθερότητα του συστήµατος.

Πρόκειται για την προοπτική ενός νέου «δικοµµατικού συστήµατος», που είναι όµως ακόµα υπό κατασκευή: Η ΝΔ του Μητσοτάκη αντιµετωπίζεται ακόµα µε εχθρότητα από ένα πλατύ τµήµα των εργαζοµένων και των φτωχών (κάτι που αποδείχθηκε και στα εκλογικά αποτελέσµατα της 7ης Ιούλη στις εργατογειτονιές), ο νέος ΣΥΡΙΖΑ του Αλ. Τσίπρα απέχει ακόµα από την πολιτική σταθερότητα κι αποφασιστικότητα που επέδειξε στο παρελθόν το ΠΑΣΟΚ του Παπανδρέου και του Σηµίτη, ενώ ο ελληνικός καπιταλισµός παραµένει αδύναµος και αντιµετωπίζει µε δέος την προοπτική µιας νέας διεθνούς κρίσης. Η υπόµνηση ότι ο «νέος δικοµµατισµός» είναι υπό κατασκευή και όχι «τακτοποιηµένος» θα έχει πολιτική σηµασία στις µέρες που έρχονται.

Μέσα σε αυτό το τοπίο και τις αντιφάσεις του θα κριθεί στο επόµενο διάστηµα η αναγκαία ανασυγκρότηση των δυνάµεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Η πέραν του ΣΥΡΙΖΑ Αριστερά

Αυτή η εξέλιξη δεν µπορεί να γίνει κατανοητή παρά µόνο στη βάση της πολιτικής/εκλογικής αποτυχίας της πέραν του ΣΥΡΙΖΑ Αριστεράς.

Γιατί είναι γεγονός (που καταγράφηκε στα εκλογικά αποτελέσµατα της 7ης Ιουλίου) ότι η ριζοσπαστική Αριστερά σε όλες τις εκδοχές της δεν κατόρθωσε να χτίσει µια αξιόπιστη και µαζική εναλλακτική λύση απέναντι στον νεοφιλελεύθερο-µνηµονιακό εκφυλισµό του ΣΥΡΙΖΑ και, ταυτόχρονα, στην απειλή της Δεξιάς.

Υπάρχουν δικαιολογίες. Οι αντικειµενικές κοινωνικές συνθήκες έχουν γίνει ιδιαίτερα σκληρές, αφήνοντας όλο και λιγότερα περιθώρια για πολιτική δράση στους εργαζόµενους και στη νεολαία. Η απογοήτευση από την ήττα του 2015 έπαιξε παραλυτικό ρόλο. Για µια φορά ακόµα στην ιστορία, οι παραλυτικές συνέπειες µιας ήττας επέδρασαν ιδιαίτερα αρνητικά και για όσους-ες πάλεψαν ενάντια στη γραµµή που οδήγησε στην ήττα, για όσους-ες προειδοποίησαν γι’ αυτή.

Όµως δεν αξίζει να συζητάµε για τις δικαιολογίες. Η προσοχή πρέπει να στραφεί στα πολιτικά προβλήµατα, γιατί σ’ αυτή τη συζήτηση χτίζεται η δυνατότητα ανασυγκρότησης.

Το ΚΚΕ έφτασε στις εκλογές της 7ης Ιούλη µέσα σε συνθήκες µιας σπάνιας πολιτικής ευκαιρίας. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι ήταν έτοιµοι/πρόθυµοι να εγκαταλείψουν τον ΣΥΡΙΖΑ. Στα αριστερά του ΚΚΕ δεν υπήρχε σοβαρή πολιτική απειλή, αντίθετα εκατοντάδες µέλη και στελέχη άλλων αποχρώσεων προσήλθαν στα ψηφοδέλτιά του. Το αποτέλεσµα (5,3%) δεν επιβεβαίωσε τις προσδοκίες, µετά από 10 χρόνια κρίσης και µεγάλων κοινωνικών αγώνων. Ο εγκλωβισµός σε αυτή τη στασιµότητα αποδεικνύει τον συντηρητισµό στην πολιτική γραµµή (αποφυγή κάθε πολιτικής πρωτοβουλίας µε δικαιολογία την ανωριµότητα των συνθηκών) και τον σεχταρισµό στις µεθόδους δράσης, την αποφυγή κάθε µορφής ενότητας στη δράση τόσο µέσα στο κίνηµα όσο και µέσα στην Αριστερά. Για πρώτη φορά µετά από χρόνια διαρρέει προς τη δηµόσια συζήτηση µια διαφοροποίηση στο εσωτερικό του ΚΚΕ. Μεταξύ όσων δίνουν την έµφαση στην «ανθεκτικότητα» του κόµµατος και όσων αρχίζουν να υποστηρίζουν κάποια «ανοίγµατα», µε στόχο τη διεκδίκηση µιας µεγαλύτερης επιρροής. Ανοίγµατα που «κοιτούν» προς τα αριστερά του (προς τους απογοητευµένους της ριζοσπαστικής Αριστεράς), αλλά και προς τα δεξιά του κόµµατος (δηµοσιογράφοι, αστέρες, ακροατήριο της γραµµής για τα «εθνικά» κ.ο.κ.).

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, έχοντας απορρίψει για δεύτερη φορά (µετά τις εκλογές του 2015) τις προτάσεις πολιτικής-εκλογικής συνεργασίας µε τη ΛΑΕ, βυθίστηκε σε ποσοστό ήττας (0,41%). Στο εσωτερικό της, οι φυγόκεντρες τάσεις έχουν γίνει έντονες. Η αντίθεση µεταξύ όσων επιµένουν σε ένα «µετωπικό» χαρακτήρα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (κυρίως το ΣΕΚ) και όσων επιδιώκουν την πορεία προς «ένα νέο κοµουνιστικό κόµµα» (κυρίως το ΝΑΡ) είναι αµφίβολο αν θα µπορέσει να γεφυρωθεί µετά τις συγκρούσεις και τις διασπάσεις σε τοπικό-περιφερειακό επίπεδο.

Η ΛΑΕ γνώρισε συντριπτική ήττα µε το 0,28% στις εθνικές εκλογές, που ήρθε µετά το 0,6% στις ευρωεκλογές. Είναι το τέλος µιας διαδροµής κι ενός εγχειρήµατος, που άρχισε το 2015 µε τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και την αποχώρηση της Αριστερής Πλατφόρµας. Η ισχυρότερη τάση στο εσωτερικό της (το Αριστερό Ρεύµα, µε επικεφαλής τον Π. Λαφαζάνη), µέσα στις πολιτικές δυσκολίες της περιόδου 2015-2019, στράφηκε προς τις «λαϊκοµετωπικές» παραδόσεις και µια αρχηγική και υπερσυγκεντρωτική αντίληψη για τα ζητήµατα της οργάνωσης και της πολιτικής λειτουργίας, που κουβαλούσε από τα χρόνια της πρώτης διαµόρφωσής της στο εσωτερικό του ΚΚΕ. Ένα βασικό πρόβληµα του «λαϊκοµετωπισµού» στις σηµερινές συνθήκες στην Ελλάδα είναι µια «φιλική» αντιµετώπιση του ελληνικού εθνικισµού στα πλαίσια, τάχα, µιας στρατηγικής «εθνικής ανεξαρτησίας». Αυτή η γραµµή ηττήθηκε: στην πραγµατικότητα αποδοκιµάστηκε από την πλειοψηφία όσων ακολούθησαν τη ΛΑΕ το 2015, αλλά και όσων βρίσκονταν σε αναζήτηση εναλλακτικής µετά την απογοήτευσή τους από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτή η συνολική αποτυχία δηµιουργεί νέες συνθήκες. Η ανασυγκρότηση έχει ως προϋπόθεση µια νέα σύνδεση µε τα κοινωνικά κινήµατα αντίστασης, στους εργατικούς χώρους, στο αντιφασιστικό-αντιρατσιστικό κίνηµα, στο γυναικείο κίνηµα, στις δράσεις ενάντια στις εξορύξεις και την απειλή της κλιµατικής αλλαγής, στις κινητοποιήσεις ενάντια στην καταστολή κ.ο.κ. Η ανασυγκρότηση έχει ως προϋπόθεση τη συγκέντρωση δυνάµεων γύρω από ένα πολιτικό πλαίσιο που θα είναι ριζοσπαστικά αριστερό, προσπαθώντας να είναι ταυτόχρονα µαζικό, συγκεκριµένο, αποφασιστικό… Με αυτή την έννοια η ανασυγκρότηση συνδέεται µε την ενίσχυση µιας ενωτικής αντίληψης στη δράση και στη λειτουργία. Αυτό µοιάζει να γίνεται κατανοητό σε ένα ευρύτερο τµήµα αγωνιστών-στριών. Αυτή την τάση προσπαθούν να εκφράσουν οργανώσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς που, πριν λίγο καιρό, έκαναν δηµόσια την πρόθεσή τους µε ένα κοινό κείµενο που υπέγραψαν η ΔΕΑ, η ΑΡΑΝ, η Αναµέτρηση, η Συνάντηση.

Η ανασυγκρότηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ελλάδα ίσως πάρει χρόνο και θα χρειαστεί συνειδητές και οργανωµένες προσπάθειες. Όµως αυτό είναι υπόθεση που αφορά ένα υπαρκτό δυναµικό (ίσως µεγαλύτερο από πολλές άλλες χώρες στην Ευρώπη), ένα δυναµικό που στα τελευταία χρόνια έχει συσσωρεύσει µια πολύτιµη εµπειρία.

Αυτή είναι η βάση που µας κάνει να πιστεύουµε ότι στο προσεχές διάστηµα θα µπορέσουµε, ίσως, να στείλουµε ξανά αισιόδοξα µηνύµατα προς τους διεθνείς συντρόφους µας.

Συντάκτης
Της σύνταξης