Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο New Politics (Vol. XVIII No. 2, Whole Number 70, χειμώνας 2021). Τη μετάφραση από τα αγγλικά έκανε ο Πάνος Πέτρου. Ο Κιμ Μούντι υπήρξε ιδρυτής του ιστορικού περιοδικού Labor Notes στις ΗΠΑ. Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων για το εργατικό κίνημα, με πιο πρόσφατο το «On New Terrain: How Capital Is Reshaping the Battleground of Class War» (Haymarket Books, 2017).
Η εργατική τάξη στον 21ο αιώνα παραμένει μια τάξη υπό διαμόρφωση, όπως θα έπρεπε να είναι αναμενόμενο, μέσα σε έναν κόσμο όπου ο καπιταλισμός μόλις πρόσφατα έχει επεκταθεί σε παγκόσμια κλίμακα. Όπως άλλωστε ο ίδιος ο Μαρξ πριν καιρό υπογράμμιζε, μιλώντας για την ανάπτυξη των κοινωνικών τάξεων στην Αγγλία -όπου αυτές έπαιρναν «την πιο κλασσική μορφή»- «ακόμα και εδώ, ωστόσο, η ταξική διάρθρωση δεν αναδύεται σε καθαρή μορφή».[1]
Η εργατική τάξη, ασφαλώς, είναι πολύ ευρύτερη από τους εργάτες που έχουν δουλειά σε μια δοσμένη χρονική στιγμή. Η έμφαση μόνο στους στατιστικούς αριθμούς περί της ενεργού εργατικής δύναμης συσκοτίζει σημαντικές πτυχές της ευρύτερης ύπαρξης της εργατικής τάξης, συμπεριλαμβανομένου του τομέα της αναπαραγωγής της. Παρόλα αυτά, όσοι βρίσκονται σε μισθωτή απασχόληση, ή ωθούνται έξω από αυτήν, αποτελούν τον πυρήνα της εργατικής τάξης, που κάποτε θεωρούταν αντρικός «χώρος» αλλά σήμερα απαρτίζεται κατά το ήμισυ από γυναίκες. Ο περιορισμός του διαθέσιμου χώρου και τα όρια της έρευνας, επιβάλουν σε αυτό το άρθρο να εστιάσει στους απασχολούμενους ή ημι-απασχολούμενους τομείς αυτής της παγκόσμιας κοινωνικής τάξης.
Έχοντας υπόψη αυτούς τους περιορισμούς, ας εξετάσουμε πρώτα το μέγεθος της παγκόσμιας εργατικής δύναμης στον 21ο αιώνα.
Οι σύγχρονες κινητήριες δυνάμεις πίσω από τη δυναμική της, υπήρξαν η άνιση παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού γενικά, και πιο ειδικά η ανάδυση των πολυεθνικών εταιρειών, στα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1960, που οδήγησε το κεφάλαιο πέρα από τα παλιά του σύνορα και παρήγαγε επαναλαμβανόμενες κρίσεις. Το άνοιγμα των πρώην γραφειοκρατικών «κομμουνιστικών» οικονομιών προς τον καπιταλισμό. Και πιο πρόσφατα, η εμβάθυνση των Παγκόσμιων Αλυσίδων Αξίας (global value chains, GVC). [Στμ: των «αλυσίδων», όπου η παραγωγή ενός προϊόντος, ή μιας μορφής υπηρεσιών, δεν ολοκληρώνεται στο εσωτερικό μιας επιχείρησης, ούτε μιας χώρας. Η εξωτερική ανάθεση (outsourcing) και η προσφυγή σε εξωχώριες δυνατότητες παραγωγής (offshore-sourcing) είναι τμήματα της διαχείρισης των GVC, αλλά όχι τα μοναδικά]
Ο τελευταίος παράγοντας, αναπτυσσόταν εδώ και αρκετό καιρό, αλλά στις τελευταίες δύο δεκαετίες διαμόρφωσε την οικονομική μεγέθυνση και τις αλλαγές σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, ενσωματώνοντας τη μέχρι πρότινος απλήρωτη οικιακή αναπαραγωγική εργασία, τη μικρής κλίμακας εμπορευματική παραγωγή και τις προϋπάρχουσες εγχώριες αλυσίδες εφοδιασμού, στη σφαίρα των αλυσίδων παραγωγής αξίας του πολυεθνικού κεφαλαίου.
Αυτό εκτόπισε κάποιες βιομηχανίες και θέσεις εργασίας από τις αναπτυγμένες οικονομίες, αλλά κυρίως κατέληξε στην επέκτασή τους σε νέες περιοχές. Για παράδειγμα, παρότι το μερίδιο των αναπτυγμένων χωρών στην παγκόσμια παραγωγή έχει μειωθεί, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΕ παράγουν περισσότερη προστιθέμενη αξία σήμερα, σε σχέση με 20 ή 30 χρόνια πριν.
Μεγέθυνση
Σύμφωνα με το Διεθνή Οργανισμό Εργασίας [International Labour Organization, ILO], η εργατική δύναμη αυξήθηκε στον κόσμο κατά 25% από το 2000 ως το 2019. Αυτοί που «απασχολούνται» για να διασφαλίσουν ένα εισόδημα, αυξήθηκαν από 2,6 δισεκατομμύρια σε 3,3 δισεκατομμύρια κατά τις πρώτες δύο δεκαετίες του 21ου αιώνα, επίσης κατά 25%. Από τους «απασχολούμενους», όπως τους ορίζει ο ILO, το 53% ήταν μισθωτοί, από 46% το 1996, το 34% ήταν «αυτοαπασχολούμενοι» εργαζόμενοι, από 31% το 1996, το 11% ήταν εργαζόμενοι σε οικογενειακή επιχείρηση, από 23% το 1996, και το 2% ήταν εργοδότες, από 3,4% το 1996.[2]
Ασφαλώς, δεν ανήκουν όλοι οι μη-εργοδότες της καταμέτρησης του ILO στην εργατική τάξη. Αρκετοί είναι μισθωτοί επαγγελματίες ή διευθυντές διαφόρων επιπέδων, άλλοι είναι ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων, άλλοι πλανόδιοι πωλητές κ.ο.κ. Εκτιμούμε εδώ ως πιθανό ότι περίπου τα 2/3, δηλαδή πάνω από 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι, από αυτούς που θεωρεί ως «απασχολούμενους» ο ILO ανήκουν στην εργατική τάξη. Οι απασχολούμενοι που ανήκουν στην εργατική τάξη δεν είναι μόνο αυτοί που εντάσσονται στις κατηγορίες που αμείβονται με μισθό ή ημερομίσθιο. Πολλοί από αυτούς που θεωρούνται «αυτοαπασχολούμενοι» ή και «συμβάλλοντες σε οικογενειακή επιχείρηση», στην πραγματικότητα βρίσκονται εγκλωβισμένοι στη σχέση κεφαλαίου-εργασίας, μέσω της διεύρυνσης και του βάθους των εγχώριων και παγκόσμιων αλυσίδων αξίας ή εφοδιασμού, που χαρακτηρίζουν πλέον την καπιταλιστική ανάπτυξη... Οι «αυτοαπασχολούμενοι» εργαζόμενοι συχνά κατηγοριοποιούνται παράτυπα ως τέτοιοι από τους εργοδότες, για να αποφύγουν αυτοί φόρους, εισφορές και ευθύνες απέναντι σε αυτούς τους εργαζόμενους. Οι γυναίκες έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να εγκλωβίζονται σε αυτή την «άτυπη» απασχόληση, σε σχέση με τους άντρες.
Παρόλα αυτά, η «άτυπη» απασχόληση είναι μια νόμικη κατάσταση για όλους τους εργαζόμενους που βρίσκονται έξω από τις περισσότερες μορφές της κρατικά ρυθμισμένης απασχόλησης. Με βάση αυτό το κριτήριο, οι περισσότεροι εργάτες της εποχής του Μαρξ θα έπρεπε να θεωρούνται ως άτυπα απασχολούμενοι. Όπως έγραψε η Ursula Huws, σχετικά με τις διάφορες μορφές απλήρωτης εργασίας στην αναπαραγωγή, ή της «μη-παραγωγικής» (με όρους υπεραξίας) ατομικής παροχής υπηρεσιών:
«Η ιστορία του καπιταλισμού μπορεί να θεωρηθεί συνοπτικά ως η ιστορία του δυναμικού μετασχηματισμού καθενός από αυτά τα είδη εργασίας σε ένα άλλο, με συνολικό αποτέλεσμα (όπως προέβλεπε ο Μαρξ) να ωθείται ένα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό της ανθρώπινης εργασίας στην “παραγωγική” κατηγορία, όπου υπόκειται στην πειθαρχία στους καπιταλιστές και παράγει αξία για αυτούς».[3]
Έτσι, η Παγκόσμια Τράπεζα σημειώνει ότι οι «εργαζόμενοι στο σπίτι», που είναι κατά μεγαλύτερη αναλογία γυναίκες, αποτελούν πλέον ένα σημαντικό τμήμα του κατώτερου επιπέδου των παγκόσμιων εταιρικών αλυσίδων αξίας και εφοδιασμού. Επιπλέον, μελέτες της σημασίας αυτών των αλυσίδων αξίας/εφοδιασμού, δείχνουν ότι η τεράστια εμπλοκή ανθρώπων στον «άτυπο» τομέα της οικονομίας, δηλαδή των εργαζομένων που ταξινομούνται ως «αυτοαπασχολούμενοι» ή «συμβάλλοντες σε οικογενειακή επιχείρηση» στη Νότια Ασία, την Αφρική και όλον τον αναπτυσσόμενο κόσμο, είναι ενσωματωμένη στις Παγκόσμιες Αλυσίδες Αξίας.[4]
Αυτές οι ελεγχόμενες από τις μεγάλες επιχειρήσεις εφοδιαστικές αλυσίδες, δεν συνδέουν απλώς τις αναπτυσσόμενες οικονομίες με τις πολυεθνικές εταιρείες. Αναδιατάσσουν την τοπική οικονομία και το ντόπιο εργατικό δυναμικό ανάλογα με τις ανάγκες των εταιρειών.
Ακόμα κι αν η πλειοψηφία των εργαζομένων σε μια χώρα δεν συνδέεται άμεσα με μια εταιρική αλυσίδα αξίας, τα επίπεδα της «μαύρης εργασίας», των μισθών, του ρυθμού δουλειάς και της ισορροπίας των φύλων στην απασχόληση, διαμορφώνονται από τις δυναμικές και την ορμή των πολυεθνικών «just in time» Παγκόσμιων Αλυσίδων Αξίας [Στμ: Η στρατηγική just in time, είναι η μορφή μάνατζμεντ της παραγωγής «για τη στιγμή που χρειάζεται». Πιο εύστοχα αποδίδεται στα ελληνικά, ως διαχείριση ελαχιστοποιημένου επιπέδου αποθεμάτων, με στόχο τον προγραμματισμένο περιορισμό της σπατάλης και την επιδίωξη της βέλτιστης παραγωγικότητας].
Όπως τονίζουν οι Bhattacharya και Kesar, η ανάπτυξη της καπιταλιστικής βιομηχανικής/βιοτεχνικής παραγωγής στην Ινδία έχει συνδυαστεί με αύξηση του «άτυπου» τομέα απασχόλησης, καθώς κοστίζει φτηνότερα η στήριξη σε πρώην μικρο-παραγωγούς και σε «κατ’ οίκον» εργαζόμενους, με τις γυναίκες να υποχρεώνονται να παρέχουν μαζί με την κακοπληρωμένη εργασία και την απλήρωτη αναπαραγωγική εργασία, που μειώνει το κόστος αναπαραγωγής των εργατών. Αυτά τα φαινόμενα, όχι μόνο δεν πρέπει να θεωρούνται πλέον ως «προκαπιταλιστικά», αλλά να γίνονται κατανοητά ως το αποτέλεσμα ενός παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.[5]
Οι Παγκόσμιες Αλυσίδες Αξίας ενισχύθηκαν από το 45% του παγκόσμιου εμπορίου που έλεγχαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990, στο 55% το 2008, για να πέσουν στη συνέχεια περίπου στο 50%.[6] Συνεπώς, οι κλάδοι που αναπτύχθηκαν ταχύτερα ήταν αυτοί που σχετίζονταν με τις υποδομές και τη λειτουργία αυτών των Αλυσίδων. Σύμφωνα με υπολογισμούς του ILO, στις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, η απασχόληση στις μεταφορές και τις επικοινωνίες αυξήθηκε κατά 83% και στις κατασκευές κατά 118%, ταχύτερα από κάθε άλλο μεγάλο κλάδο. Με όρους άμεσης απασχόλησης, αυτοί οι κλάδοι απαρτίζονται σε μεγάλο βαθμό από άντρες εργαζόμενους. Ωστόσο, ένα σημαντικό αποτέλεσμα της ανάπτυξης των Παγκόσμιων Αλυσίδων Αξίας ήταν η αύξηση της απασχόλησης των γυναικών, από το 40% της απασχολούμενης εργατικής δύναμης το 2000, στο μισό περίπου (49%) το 2019, ενώ στην χειρωνακτική παραγωγή που είναι συνδεδεμένη με αυτές τις αλυσίδες αξίας, οι γυναίκες αυξήθηκαν από το 41% στο 44% ως το 2019.[7]
Επιπλέον, όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι τραβιούνται «μέσα στο δίχτυ» των κεφαλαιοκρατικών κοινωνικών σχέσεων, όπως το θέτει η Huws, μέσω της αυξανόμενης εμπορευματοποίησης τόσο των δημόσιων υπηρεσιών όσο και της απλήρωτης εργασίας της κοινωνικής αναπαραγωγής, δηλαδή μέσω της καπιταλιστικής οργάνωσης των υπηρεσιών που μέχρι πρότινος παρείχαν οι μισθωτές υπηρεσίες του κράτους, ή προσφέρονταν μέσα στο σπίτι ή την κοινότητα αμισθί.
Δυσανάλογα μεγάλος αριθμός των εργαζομένων σε αυτούς τους τομείς είναι γυναίκες, που αποτελούν πλέον τα 2/3 των εργαζομένων στην εκπαίδευση, την υγεία και τις κοινωνικές υπηρεσίες παγκοσμίως.[8] Ενδεικτική αυτής της τάσης είναι η ταχύτατη αύξηση της «αγοράς υπηρεσιών» από το 20% της απασχόλησης (με όρους ILO) το 1991 στο 31% το 2018. Μια άλλη ένδειξη είναι η υποχώρηση του «δημόσιου κεφαλαίου» και των περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου, ως ποσοστό του εθνικού πλούτου σε όλες τις μεγάλες βιομηχανικές χώρες σε λιγότερο από 10%.[9]
Όταν εξετάζεται η ανασύνθεση της εργατικής τάξης στις αναπτυγμένες χώρες, είναι σύνηθες να τονίζεται η άνοδος των υπηρεσιών και η μείωση της παραγωγής αγαθών και να προκύπτει η υπόθεση ότι αυτό ισοδυναμεί με συρρίκνωση της εργατικής τάξης. Στην πραγματικότητα, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους δύο τομείς συσκοτίζει το πώς δημιουργείται η αξία από την παγκόσμια εργατική τάξη στο σύγχρονο καπιταλισμό. Η παραγωγή υπηρεσιών κυριαρχείται όλο και περισσότερο από γιγάντιες εταιρείες, που εμπλέκονται σε Παγκόσμιες Αλυσίδες Αξίας, με το ποσοστό τους στο εμπόριο προστιθέμενων αξιών να αυξάνεται, από 31% το 1980 σε 43% το 2009. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η παραγωγή αγαθών είναι θεμελιώδης για την παροχή υπηρεσιών και το αντίστροφο. Δεν υπάρχουν υπηρεσίες που μπορούν να παρέχονται χωρίς την εμπλοκή «αγαθών», αλλά και δεν υπάρχουν αγαθά που παράγονται χωρίς τη συμβολή «υπηρεσιών». Η εργασία που παρέχεται και στους δύο τομείς, προορίζεται για να παράξει υπεραξία. Η αξία χρήσης του εμπορεύματος που παράγει είναι δευτερεύουσας σημασίας. Ενώ η απασχόληση στον παγκόσμιο τομέα των υπηρεσιών έχει αυξηθεί κατά 61% στις πρώτες δυο δεκαετίες του 21ου αιώνα, η διεθνής βιομηχανική εργατική δύναμη έχει αυξηθεί επίσης κατά 40%.[10] Αυτή η σχετική διαφορά στη μεγέθυνση οφείλεται, περισσότερο, στην ταχύτερη αύξηση της παραγωγικότητας στον τομέα της μεταποίησης διεθνώς, σε σύγκριση με το σύνολο στην παγκόσμια οικονομία -και όχι σε κάποια μείωση της βιομηχανικής παραγωγής.
Πράγματι, ακόμα και σε αυτή την περίοδο επιβράδυνσης, η προστιθέμενη αξία στη μεταποίηση παγκοσμίως, όχι μόνο δεν μειώθηκε, αλλά αυξήθηκε κατά 123% (σε σημερινά δολάρια), από το 2000 ως το 2019. Συνολικά, σε αντίθεση με την αντίληψη περί ενός «μετα-βιομηχανικού» κόσμου, το εργατικό δυναμικό στη μεταποίηση αυξήθηκε από 393 εκατομμύρια το 2000 σε 460 εκατομμύρια το 2019, ενώ το ευρύτερο βιομηχανικό εργατικό δυναμικό (που περιλαμβάνει τη μεταποίηση, αλλά και τις κατασκευές, και την εξόρυξη) αυξήθηκε από 536 εκατομμύρια σε 755 εκατομμύρια, στην ίδια περίοδο. Σε αυτά τα στοιχεία δεν συμπεριλαμβάνονται οι εργαζόμενοι στις μεταφορές, επικοινωνίες και υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, που είναι επίσης καθοριστικοί για την παραγωγή αγαθών, που προσθέτουν άλλα 226 εκατομμύρια το 2019, από τα 116 εκατομμύρια δυο δεκαετίες πριν. Αθροιστικά αυτός ο παραγωγικός «κορμός» αποτελούσε το 41% του μη-αγροτικού εργαζόμενου δυναμικού παγκοσμίως, το 2019.[11] Με άλλα λόγια, «οι βιομηχανικοί εργάτες του κόσμου», για να δανειστούμε τον παλιό όρο [ΣτΜ: αναφορά στην ομώνυμη ιστορική συνδικαλιστική οργάνωση] παραμένουν ο μαζικός πυρήνας της παραγωγής, αλλά και του εργαζόμενου πληθυσμού. Ωστόσο, ο παγκόσμιος καταμερισμός στο εσωτερικό τους έχει αλλάξει.
Γεωγραφική Διασπορά και Ανισότητα
Η μεγέθυνση της παγκόσμιας παραγωγής και, κατά συνέπεια, της εργατικής τάξης, δεν εξαπλώθηκε ισομερώς στον πλανήτη. Αν και οι αναπτυγμένες χώρες εξακολουθούν να παράγουν το μεγαλύτερο μέρος της μεταποιητικής προστιθέμενης αξίας [manufacturing value added, MVA], οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν αυξήσει το μερίδιό τους από 18% το 1990, σε περίπου 40% το 2019, την ώρα που το μερίδιο των από παλιότερα βιομηχανικών χωρών έπεσε από 79% σε 55% την ίδια περίοδο. Το μερίδιο της ΕΕ έπεσε από 33% της παγκόσμιας παραγωγής MVA το 1990, σε 22% το 2018, ενώ αυτό της Ασίας αυξήθηκε από 24% σε 37% την ίδια περίοδο. Η Κίνα μόνη της εκτινάχθηκε από το 5% της παγκόσμιας παραγωγής MVA το 2000, στο 20% το 2018. Πρόσφατα, μεγάλο μέρος της αύξησης του μεριδίου MVA που παράγεται στην Ασία κατευθύνθηκε σε 4 χώρες: Κίνα, Ινδία, Ινδονησία και Δημοκρατία της Κορέας. Αυτή την τάση ακολούθησε η απασχόληση, με το μερίδιο των βιομηχανοποιημένων χωρών στις θέσεις εργασίας στη μεταποίηση να πέφτει από το 30% το 1991 σε 18% το 2018.[12] Στον 21ο αιώνα, η αύξηση της «άτυπης» απασχόλησης στην παραγωγή αγαθών, αλλά και ο αυξημένος ρόλος των γυναικών, αμφότερα προέκυψαν αρχικά στον αναπτυσσόμενο κόσμο.
Τον ίδιο καιρό, οι πόλεμοι, αλλά και οικονομικοί και πολιτικοί λόγοι, έχουν παράξει υποχρεωτικές μετακινήσεις και έναν αυξανόμενο διεθνώς μεταναστευτικό πληθυσμό. Ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν μακριά από τη χώρα γέννησής τους έχει αυξηθεί από 173.588.441 το 2000 σε 271.642.105 το 2019, μια αύξηση 57%. Οι περισσότεροι από αυτούς τους μετανάστες είναι σε εργάσιμη ηλικία και το 48%, σχεδόν το μισό, είναι γυναίκες. Ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης είχε χαρακτηρίσει το 2017 περίπου 111 εκατομμύρια μετανάστες ως εργάτες, που έστειλαν στις πατρίδες τους εμβάσματα αξίας 689 δισ. δολαρίων μέσα στο 2018.[13] Τουλάχιστον μισό δισεκατομμύριο άνθρωποι εισπράττουν αυτά τα εμβάσματα, που συμβάλλουν σημαντικά στην κοινωνική αναπαραγωγή της παγκόσμιας εργατικής τάξης και συνεπώς μειώνουν το εργατικό κόστος για το διεθνές κεφάλαιο. Όπως έχουν τονίσει οι Ferguson και McNally, αν κανείς υποτιμήσει το ρόλο της εργασίας των μεταναστών «χάνει από τα μάτια του διεθνείς διαδικασίες εκτοπισμού και πρωταρχικής συσσώρευσης, που μεταξύ άλλων, παράγουν παγκόσμιες εφεδρείες εργατικής δύναμης, της οποίας οι μετακινήσεις πέρα από τα σύνορα, βρίσκονται στην καρδιά της παγκόσμιας παραγωγής και αναπαραγωγής του κεφαλαίου και της εργασίας».
Συνεπώς, υπάρχουν επιπρόσθετα 111 εκατομμύρια εργάτες που μπαινοβγαίνουν στις στατικές μετρήσεις του ILO για την απασχόληση, αλλά και στην κοινωνική διαδικασία ταξικής διαμόρφωσης, ειδικά σε σημαντικά κέντρα της παραγωγής όπως οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και η Μέση Ανατολή.[14]
Το κεφάλαιο στο σύνολό του, έχει σημειώσει αρκετές επιτυχίες με τις γεωγραφικές μετακινήσεις, τις τεχνολογικές προόδους, την αναδιοργάνωση της παραγωγικής και της εργασιακής διαδικασίας, αλλά ακόμα και με τις αλλαγές μέσα στις κρίσεις του συστήματος. Συνολικά, στις περισσότερες αναπτυγμένες κι αναπτυσσόμενες οικονομίες, ανεξάρτητα από το αν συγκυριακά αυξάνονταν ή μειώνονταν οι μισθοί, το μερίδιο του εργατικού εισοδήματος ως ποσοστό στο ΑΕΠ έχει μειωθεί από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ως το 2019 (με μερικές ενδιάμεσες αυξομειώσεις). Συνεπώς, αυξήθηκε το μερίδιο του κεφαλαίου. Ενδεικτικά, σε όλες τις μεγάλες οικονομίες, αυξήθηκε το μερίδιο του εθνικού εισοδήματος που καρπώνεται το ανώτερο 10%, ενώ μειώθηκε το μερίδιο του κατώτερου 50%.[15] Η φτώχεια παραμένει κεντρικό χαρακτηριστικό της εργασίας στις αναπτυσσόμενες χώρες, παρά τους ισχυρισμούς περί μείωσής της, που επιτεύχθηκαν κυρίως μέσα από παραπειστικές αλλαγές στον ορισμό της φτώχειας. Ακόμα και σχετικά με την Ευρώπη, που κάποτε υπήρξε η κορυφή στην ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους, ο σοσιαλδημοκράτης θεωρητικός Wolfgang Streeck σημειώνει: «Αυτό που ακολούθησε ήταν μια τροχιά της ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής σε μακρά διάρκεια, καθώς αυτή μεταλλασσόταν από ένα σχεδιασμένο ομοσπονδιακό σοσιαλδημοκρατικό κράτος πρόνοιας, σε ένα πρόγραμμα προσαρμογής στους ανταγωνισμούς μέσα στις παγκόσμιες αγορές».[16] Κοντολογίς, η εργατική τάξη ηττάται παντού.
Η αυξανόμενη ανισότητα οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στη σχετική υποχώρηση των συνδικάτων και την επακόλουθη στασιμότητα των μισθών στις αναπτυγμένες χώρες, στις διαρκείς αυξήσεις της παραγωγικότητας στη μεταποίηση διεθνώς, και στην αυξανόμενη ενσωμάτωση των χαμηλόμισθων «άτυπων» και «τυπικών» εργαζομένων των αναπτυσσόμενων χωρών στα παγκόσμια συστήματα παραγωγής. Αυτές οι τάσεις συνέβαλαν στα αυξανόμενα επίπεδα εκμετάλλευσης παντού. Όπως ισχυρίζεται ο πολιτικός οικονομολόγος Anwar Shaikh: «Το συνολικό επίπεδο εισοδηματικής ανισότητας, σε τελική ανάλυση, προκύπτει από την αναλογία κερδών/μισθών, δηλαδή από τη μοιρασιά της προστιθέμενης αξίας».[17] Η ενίσχυση του μεριδίου του κεφαλαίου διευκολύνθηκε από προηγμένες μεθόδους επιτήρησης, μέτρησης, ποσοτικοποίησης και ρύθμισης της εργασίας που τελικά επηρεάζουν τους εργαζόμενους παντού.
Τεχνολογία και Έλεγχος της Εργασίας
Για εκατοντάδες εκατομμύρια εργάτες σε όλο τον πλανήτη, η εργασία παραμένει πρωταρχικά μια εξαντλητική φυσική προσπάθεια, που παραμένει αποκομμένη από τις δυνατότητες του υψηλής τεχνολογίας καθεστώτος της αυτοματοποίησης και της ψηφιακής διαχείρισης, που ήλθαν για να εντατικοποιήσουν την εργασία. Ανεξάρτητα από το πού και πώς απασχολείται ένας εργαζόμενος, η ταχύτητα και ο κόπος που καταβάλει, καθοδηγούνται από τις ψηφιακές μετρήσεις και τη διεύθυνση της εργασίας, σε όλο το μήκος των just in time διαδρόμων του κεφαλαίου, που διατρέχουν όλον τον πλανήτη.
Αυτό που άλλαξε περισσότερο στη φύση της εργασίας στις τελευταίες δύο δεκαετίες, είναι η βαθμίδα, η διείσδυση και η εφαρμογή των ψηφιακών τεχνολογιών που επιτηρούν, ποσοτικοποιούν, ρυθμίζουν, διαρθρώνουν, καταγράφουν και κατευθύνουν την εργασία ατόμων και ομάδων.[18] Όλα αυτά έρχονται σε συνέχεια, αλλά ταυτόχρονα ξεπερνούν, τις παραδόσεις του Τεϊλορισμού με στόχο να ποσοτικοποιήσει, να κατακερματίσει, να ρυθμίσει και συνεπώς να ελέγξει την ατομική και συλλογική εργασία, ανεξάρτητα από το προϊόν ή την υπηρεσία που αυτή παράγει. Η ψηφιοποίηση της τεχνολογίας που σχετίζεται με την εργασία, σημαίνει ότι η εργασία μπορεί πλέον να μετρηθεί και να κατακερματιστεί σε νανοδευτερόλεπτα, αντί για τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα της εποχής του Τέιλορ, οδηγώντας σε μιαν ακρίβεια που απουσίαζε από τις κατευθύνσεις της «λιτής παραγωγής» με στόχο να περιορίσουν τη «σπατάλη» μέσω της «πιεστικής διοίκησης» [management by stress]. Αυτά σημαίνουν ότι κάθε πτυχή της εργασίας μπορεί πλέον να ποσοτικοποιηθεί. Η απλοποίηση δια της ποσοτικοποίησης βοηθά στην ταχύτητα και η ταχύτητα απαιτεί μεγαλύτερη ποσοτικοποίηση. Η πίεση για αποτελέσματα μπορεί να μετρηθεί, σε αντίθεση με τα συναισθήματα, τα προσόντα της επαγγελματικής εκπαίδευσης, ή τα ιδιαίτερα ταλέντα των εργαζομένων.
Όλα αυτά εφαρμόζονται σήμερα σε υπηρεσίες που είχαν ήδη μετασχηματιστεί κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα: από οικιακές υπηρεσίες ή εργασίες που επιτελούσαν τοπικοί έμποροι και μικρές επιχειρήσεις, είχαν ήδη γίνει μεγάλες εταιρείες παροχής υπηρεσιών. Αυτές στη συνέχεια αναδιοργανώθηκαν στα πλαίσια της «λιτής» παραγωγής, ενώ σήμερα διοικούνται ψηφιακά -από τα τηλεφωνικά κέντρα, ως τα ξενοδοχεία, την συντήρηση κτιρίων κλπ.
Οι σημερινές ψηφιακές μετρήσεις εφαρμόζονται επίσης στην επαγγελματική εργασία σε πεδία όπως η υγεία και η παιδεία. Συλλέγονται δεδομένα από τους εργαζόμενους σε αυτούς τους κλάδους κι έπειτα χρησιμοποιούνται εναντίον τους, όπως και σε ένα εργοστάσιο ή μια αποθήκη. Έτσι, οι εκπαιδευτικοί «αξιολογούνται» μέσα από τους βαθμούς των μαθητών, σε τυποποιημένα τεστ που στηρίζονται στην «τυποποιημένη γνώση», και υποχρεώνονται να «διδάσκουν για το τεστ». Το νοσηλευτικό προσωπικό μπορεί να εντοπίζεται από συνδέσεις με GPS και να καθοδηγείται από αλγορυθμικά Συστήματα Υποστήριξης Κλινικών Αποφάσεων, που συνιστούν τυποποιημένες θεραπείες. Και στις δύο περιπτώσεις, οι εργαζόμενοι είναι εφικτό να αντικατασταθούν από λιγότερο εξειδικευμένους και φτηνότερους εργαζόμενους που μπορούν να επιτελούν τυποποιημένα καθήκοντα. Καθώς αυτό αφορά κυρίως γυναίκες εργαζόμενες που επιπλέον μπορούν να παράσχουν «συναισθηματική εργασία», το συναισθηματικό περιεχόμενο της δουλειάς αποτελεί μια έξτρα και απλήρωτη δυνατότητα για το κεφάλαιο –είναι η απλήρωτη πτυχή της εργασίας κοινωνικής αναπαραγωγής που επιτελείται πλέον στη δουλειά αντί για το σπίτι.[19]
Η Amazon είναι δικαίως το πιο συχνό παράδειγμα για τις συνέπειες στους εργαζόμενους που καθοδηγούνται ψηφιακά. Μια πρόσφατη έρευνα για το κέντρο διαλογής της Amazon στην Καλιφόρνια, περιέγραψε το περιβάλλον στο οποίο εργάζονται οι «απασχολούμενοι», ως εξής:
«Για να χορογραφήσει το βάρβαρο μπαλέτο που ξεκινά από τη στιγμή που ένας καταναλωτής πατήσει το κουμπί “τοποθετήστε την παραγγελία σας” στο Amazon Prime, η εταιρεία αξιοποιεί την αλγορυθμική και τεχνική υπεροχή της μέσα στο θηριώδες δίκτυο επικοινωνιών και ψηφιακής τεχνολογίας, υποδομών αποθήκευσης και μηχανημάτων, καθώς “τεντώνει” αριθμητικά την εργατική δύναμη προς τα πάνω ή προς τα κάτω, σε συγχρονισμό με τις διακυμάνσεις της καταναλωτικής ζήτησης».
Σε πανομοιότυπες εγκαταστάσεις σε όλο τον πλανήτη, η ίδια εργασία καθοδηγείται από σκάνερ και υπολογιστές (στο μπράτσο ή στον καρπό), που παρακολουθούν, χρονομετρούν και καθοδηγούν τους εργαζόμενους προς το «σωστό» προϊόν. Στους εργάτες επιτρέπονται κατά τη διάρκεια της βάρδιας, μόνο 30 λεπτά «εκτός καθήκοντος», δηλαδή χρόνο που δικαιούνται να μην είναι σε κίνηση. Αν χρειαστεί εξωθούνται σε κίνηση από τα ρομπότ Kiva, που επίσης «εργάζονται» στη διαλογή προϊόντων.[20] Αυτό είναι το πρότυπο της δουλειάς παντού αν δεν το ανακόψει η εργατική αντίσταση.
Μια άλλη διάσταση της σημερινής τεχνολογίας στο χώρο δουλειάς αναφέρεται σπάνια. Όπως και όλη η παγκόσμια εργατική δύναμη, η σύνθεση στις αποθήκες της Amazon είναι πολυφυλετική και πολυεθνική. Όπως υπογράμμισε η διεθνής επιρροή της εξέγερσης του Black Lives Matter το 2020, η φυλετική καταπίεση και ο ρατσισμός, που είναι βαθιά ριζωμένα στις ΗΠΑ, είναι επίσης ριζωμένα παγκόσμια κι ενσωματωμένα στις κοινωνίες από τις εποχές της δουλοκτησίας και της αποικιοκρατίας. Ο ρατσισμός στον καπιταλισμό δεν είναι μόνο ένα μέσο να διαιρείται η εργατική τάξη, αλλά και ένας τρόπος επιβολής του περιορισμού στη θέση του εργάτη, σε εκείνες τις φυλετικές ή εθνικές ομάδες των οποίων οι «ευκαιρίες στη ζωή» ελαχιστοποιούνται από φυλετικά ή εθνικά εμπόδια. Είναι μια δύναμη που αξιοποιείται για τον σχηματισμό των κοινωνικών τάξεων. Έτσι, οι Αφροαμερικάνοι είναι κατά μεγαλύτερη αναλογία εργαζόμενοι και φτωχοί. Μπορεί ο καπιταλισμός να κληρονόμησε το ρατσισμό από την εποχή της δουλοκτησίας και των αποικιακών κατακτήσεων, αλλά συνεχίζει να κατανέμει την εργασία και τους εργάτες σε άνισες φυλετικές, εθνοτικές, έμφυλες και εθνικές βάσεις, εδώ και γενιές.[21] Όπως και όλες οι πρακτικές των διοικήσεων γενικότερα, έτσι και η τεχνολογία που ταξινομεί τους εργαζόμενους κατά επάγγελμα, βαθμίδα, ειδίκευση, συμπεριφορά κ.ο.κ., φέρει πάνω της τα σημάδια αυτής της κληρονομιάς.
Η τεχνητή νοημοσύνη και οι αλγόριθμοι προγραμματίζονται από ανθρώπινα όντα που έχουν ανατραφεί μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, και τα οποία συνήθως φέρουν πολλές από τις πολύ παλιές, συχνά υποσυνείδητες προκαταλήψεις, ενώ ταυτόχρονα χρησιμοποιούν δεδομένα που υποχρεωτικά στηρίζονται στο παρελθόν. Όπως το έθεσε ένας αναλυτής: «Το παρελθόν είναι ένα πολύ ρατσιστικό μέρος. Και έχουμε δεδομένα μόνο από το παρελθόν για να εκπαιδεύσουμε την Τεχνητή Νοημοσύνη».[22] Το συμπέρασμα ενός μαθηματικού, σχετικά με τις φυλετικές προκαταλήψεις που αναπαράγονται ως αποτελέσματα στα προγράμματα Τεχνητής Νοημοσύνης που χρησιμοποιεί η αστυνομία για να «προβλέψει» τις περιοχές υψηλής εγκληματικότητας, ισχύει για κάθε πτυχή της ζωής: Τα δεδομένα που προκύπτουν μέσα από τις συνθήκες φυλετικής προκατάληψης, «δημιουργούν έναν ολέθριο φαύλο κύκλο ανατροφοδότησης», που ενισχύει τα φυλετικά στερεότυπα και, συνεπώς την κατανομή των εργαζομένων με βάση τη φυλετική ποσοτικοποίηση στις «ευκαιρίες στη ζωή».[23]
Ένα από τα πιο εξοργιστικά παραδείγματα είναι αυτό της τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπων, η οποία χρησιμοποιείται από εργοδότες και αστυνομικά τμήματα και η οποία συχνά αποτυγχάνει να ξεχωρίσει ανθρώπους μελαμψού δέρματος μεταξύ τους.[24] Δεν είναι τυχαίο που οι περισσότεροι κακοπληρωμένοι και υπερεντατικοποιημένοι εργαζόμενοι στην αποθήκη της Amazon στην Καλιφόρνια είναι «λατίνοι» ή μαύροι. Ο ρατσισμός, σε τελική ανάλυση, είναι ένα από τα όπλα του κεφαλαίου στην ταξική πάλη και τώρα εμπεδώνεται και στην τεχνολογία του. Το ίδιο ισχύει για το φύλο και τον σεξισμό. Για παράδειγμα, τα Συστήματα Υποστήριξης Κλινικών Αποφάσεων που έχουν επιβληθεί στις νοσοκόμες, στηρίζονται σε κλινικές μελέτες που «συστηματικά υποτιμούσαν τις γυναίκες και τις μειονότητες».[25]
Εργασία και Έλεγχος των Διαδρόμων του Κεφαλαίου
Η τεχνολογία, τα μοτίβα απασχόλησης και οι ροές αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων, που χαρακτηρίζουν την εγχώρια παραγωγή και διαμορφώνουν τον κόσμο των εργαζομένων, εξαρτώνται με τη σειρά τους από μια όλο και πιο διεθνοποιημένη υλική υποδομή για τη μετακίνηση προϊόντων και αξίας σε όλο τον πλανήτη. Αυτοί οι υλικοί διάδρομοι του κεφαλαίου αποτελούνται κυρίως από πράγματα που μας είναι οικεία, όπως οι δρόμοι, οι σιδηροδρομικές γραμμές, οι θαλάσσιοι δρόμοι, τα λιμάνια, οι αγωγοί, τα αεροδρόμια και οι παραδοσιακές αποθήκες. Αλλά πλέον περιλαμβάνουν και τεράστιους αστικούς κόμβους εγκαταστάσεων και εργαζομένων στην υλικοτεχνική υποστήριξη (logistics), μίλια οπτικών ινών που χρησιμοποιούνται εκτεταμένα μόλις μετά τα τέλη της δεκαετίας του 1990, datacenters [κέντρα συγκέντρωσης και επεξεργασίας δεδομένων] που η χρησιμοποίησή τους είναι ακόμα πιο πρόσφατη, και αποθηκευτικές βάσεις που έχουν ανασχηματιστεί περισσότερο για τις ανάγκες μετακίνησης παρά για τις ανάγκες αποθήκευσης, ενώ έχουν μεταμορφωθεί από την τεχνολογία. Αυτή η εγκατεστημένη υποδομή δημιουργείται και εξαρτάται από την εργασία εκατομμυρίων εργατών που την κατασκευάζουν και την συντηρούν. Αν η τεχνολογία επιβάλει ελέγχους, η εξάρτηση των υποδομών από την διαρκή ανθρώπινη εργασία, παρέχει στους εργαζόμενους τον δικό τους δυνητικό έλεγχο -την ικανότητα να επιβραδύνουν ή και να σταματούν την αδιάκοπη κίνηση της αξίας από το κεφάλαιο και, συνεπώς, τη διαδικασία συσσώρευσης.
Ο Μαρξ αντιμετώπιζε τις μεταφορές και τις επικοινωνίες ως τμήμα της παραγωγής αξίας.[26] Συνεπώς, τα δεκάδες εκατομμύρια των εργαζομένων, σε όλο τον πλανήτη, σε αυτά τα εγκατεστημένα αποθετήρια πάγιου κεφαλαίου, όπως και στα φορτηγά, τα τρένα, τα πλοία, τα αεροπλάνα, τους καλωδιακούς σταθμούς και τα datacenters, που μετακινούν εμπορεύματα, δεδομένα και χρήματα σε όλο το φάσμα αυτής της υποδομής, είναι εξίσου παραγωγικοί εργάτες με αυτούς στα εργοστάσια, ή στις οικοδομές, ή στην παροχή υπηρεσιών. Αυτοί κατασκευάζουν αυτά τα κυκλώματα του κεφαλαίου, και αυτοί παρέχουν, σε μεγάλο βαθμό, την αναγκαία ταχύτητα με την οποία αυτά τα κυκλώματα αρχίζουν να γίνονται αποδοτικά. Μέσα από τις διαδρομές αυτών των κυκλωμάτων, μέσω των μεταφορών και των επικοινωνιών, η κίνηση του κεφαλαίου, με βάση το σχήμα του Μαρξ M-C-M [Χρήμα-Εμπόρευμα-Χρήμα], επαναλαμβάνεται διαδοχικά και ταυτόχρονα εκατομμύρια φορές τη μέρα. Η ταχύτητα με την οποία ολοκληρώνονται αυτοί οι κύκλοι, καθορίζει και το πιθανό κέρδος.[27] Και, φυσικά, υπό την ώθηση του παγκόσμιου ανταγωνισμού, η ταχύτητα και η just in time παράδοση των προϊόντων, έχουν γίνει πολύ σημαντικά στοιχεία της σύγχρονης παραγωγής και των logistics.
Αυτά ισχύουν εξίσου για όσους εργάζονται στη διαχείριση δεδομένων, πληροφοριών και χρημάτων, όπως και για όσους οδηγούν στο δρόμο, κινούν ένα πλοίο, συντηρούν έναν αγωγό ή δουλεύουν σε ένα εργοστάσιο, δηλαδή για όλους τους εργαζόμενους που συγχωνεύουν ζωντανή ανθρώπινη εργασία με συσσωρευμένη νεκρή εργασία, για να παράξουν αξία. Κανένα κομμάτι αυτής της υποδομής, ούτε ο κεφαλαιακός εξοπλισμός που την καθορίζει, δεν μπορεί να «ζωντανέψει» χωρίς το χέρι και το μυαλό των εργαζομένων. Ακόμα και το πιο αυτοματοποιημένο σύστημα απαιτεί διαρκή συντήρηση και επισκευές. Για παράδειγμα, στις αρχές του 2020, τα 39 υποτίθεται πλήρως αυτοματοποιημένα datacenters της Amazon στις ΗΠΑ και στην Ιρλανδία, απασχολούσαν 10 χιλιάδες εργάτες προκειμένου να παραμένουν σε λειτουργία.[28]
Αυτό που αποκαλείται «cloud» («σύννεφο») ή κυβερνοχώρος, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα εκτεταμένο υλικό σύμπλεγμα οπτικών ινών, datacenters, πομπών και υπολογιστών. Όπως έγραψε ένα άρθρο των New York Times: «Οι άνθρωποι νομίζουν ότι τα δεδομένα είναι στο σύννεφο [cloud, χρησιμοποιούμε τον ελληνικό όρο για να αποδοθεί το λογοπαίγνιο], αλλά δεν είναι εκεί. Βρίσκονται στον ωκεανό». Στην πραγματικότητα βρίσκονται κάτω από τη θάλασσα, αλλά και πάνω και κάτω από το έδαφος, ακολουθώντας τις διαδρομές που διαμορφώθηκαν αρχικά στα μέσα του 19ου αιώνα για τον τηλέγραφο. Τα δίκτυα με τις σύγχρονες οπτικές ίνες μεταβιβάζουν το 95% της κυκλοφορίας στο ίντερνετ. Όλο το συνδεδεμένο υλικό σύστημα και τα επιμέρους τμήματά του είναι εξαιρετικά ευάλωτα, όπου οι βλάβες και οι δυσλειτουργίες είναι συνήθη φαινόμενα.[29]
Αυτό το σύστημα εγκαθίσταται και συντηρείται, από τους εργάτες στα καλωδιακά πλοία, από αυτούς στους καλωδιακούς σταθμούς ανά τον πλανήτη, από τους εργάτες στις εθνικές εταιρείες τηλεπικοινωνιών και από αυτούς στα γρήγορα πολλαπλασιαζόμενα τεράστια datacenters που, όπως παρατήρησε ο James Bridle, «παράγουν τεράστια ποσά απορριπτόμενης θερμότητας και απαιτούν αντίστοιχου μεγέθους ποσότητες ψύξης, ώστε να χρειάζονται ολόκληρα στρέμματα συστημάτων κλιματισμού».[30] Όλα αυτά, με τη σειρά τους, απαιτούν ανθρώπινη εργασία για να λειτουργήσουν. Σε κάθε σημείο αυτής της φαινομενικά άυλης κίνησης δεδομένων και χρημάτων, υπάρχουν εργαζόμενοι διαφόρων ειδικοτήτων και ικανοτήτων, χωρίς τους οποίους δεν θα υπήρχε απολύτως καμία κίνηση. Δεν υπάρχει ψηφιοποίηση χωρίς την ανθρώπινη καθοδήγησή της.
Σε μια περίοδο σχετικά χαμηλών επιπέδων επένδυσης κεφαλαίων, έχουν διατεθεί αναρίθμητα δισεκατομμύρια στην επέκταση και τελειοποίηση αυτής της υποδομής. Η Price Waterhouse Coopers εκτιμά ότι από το 2010 ως το 2017 επενδύθηκαν 1,7 τρισεκ. δολάρια από ιδιωτικές πηγές, σε έναν τομέα στον οποίο συνήθως τον κυρίαρχο ρόλο έπαιζαν οι κρατικές επενδύσεις.[31] Νέα καλώδια απλώνονται, λιμάνια και διώρυγες διανοίγονται, νέες διηπειρωτικές σιδηροδρομικές γραμμές ενσωματώνονται στο υπάρχον δίκτυο, περισσότερα αεροδρόμια κατασκευάζονται και παλιότερα επεκτείνονται.[32] Όσο μεγάλες κι αν είναι αυτές οι νέες επενδύσεις, αποτελούν μόνο το αρχικό κόστος και την αρχική εισροή εργασίας. Όπως ισχυρίζεται ο Akhil Gupta σχετικά με τα νέα έργα υποδομών ανά τον πλανήτη: «Μόλις ολοκληρωθεί το έργο και ανακηρυχθεί επισήμως λειτουργικό, αρχίζουν οι επισκευές του».[33] Δηλαδή, η «νεκρή» εργασία που τοποθετείται στις υποδομές, απαιτεί τη διαρκή εισροή ζωντανής εργασίας, σε όλη τη διάρκεια της λειτουργικής «ζωής» της.
Μια πολύ μεγάλη ώθηση στην επέκταση των υποδομών, υπήρξε η Πρωτοβουλία «Μία Ζώνη – Ένας Δρόμος» του Κινέζου Προέδρου Ξι Γινπίνγκ, που ξεκίνησε το 2013. Αυτή χρηματοδότησε, κυρίως μέσω δανείων, ένα δίκτυο αυτοκινητοδρόμων υψηλής ταχύτητας, σιδηροδρομικών γραμμών (τρεις που θα συνδέουν την Κίνα με την Ευρώπη), λιμανιών και αεροδρομίων που «εξαπλώνονται προς τον Ειρηνικό, τον Ινδικό Ωκεανό και προς βαθιά μέσα στην Αφρική», όπως και στη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη. Ως το 2015, η Κίνα είχε εξασφαλίσει 890 δισ. δολάρια για να δαπανηθούν σε 900 έργα.[34] Ως το 2019, είχε «εστιάσει στην ενέργεια, τις υποδομές και τις μεταφορές με μια συνολική δυνητική επένδυση που εκτιμάται στα 1,4 τρισ. δολάρια –επίπεδα άνευ προηγούμενου», σύμφωνα με τον αναλυτή Daniel Yergin.[35] Τέτοια εγχειρήματα σημαίνουν την απασχόληση τεράστιων αριθμών εργατών σε όλο τον τεράστιο χώρο της Κεντρικής και Νότιας Ασίας, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, οι οποίοι θα δίνουν ζωή σε αυτά τα έργα και -μέσα από τη συλλογική τους δράση- θα μπορούν επίσης να τα κλείσουν.
Εποχή Εξεγέρσεων: Τάξη ή Πλήθος;
Όλα αυτά συνέβησαν σε μια περίοδο οικονομικής αναστάτωσης και διαρκών κρίσεων, μιας κλιματικής απειλής που δεν γίνεται να αγνοηθεί άλλο, και πιο πρόσφατα της πανδημίας Covid-19. Το καθένα από αυτά συνέβαλε, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, σε μια σημαντική άνοδο του κοινωνικού ακτιβισμού, της απεργιακής δράσης και της μαζικής κινητοποίησης, ενάντια στην υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων. Σχεδόν παντού, οι απεργίες, οι μαζικές διαδηλώσεις και οι κινητοποιήσεις προέκυψαν ως απάντηση στις οικονομικές απειλές, στους εκτοπισμούς και τις υποχρεωτικές μετατοπίσεις, αλλά και στους κινδύνους που σε μερικές περιπτώσεις παροξύνονταν από πολέμους. Υπήρξαν, επίσης, ως πολιτικές δράσεις, με την έννοια ότι στρέφονταν κυρίως ενάντια στις κυβερνήσεις, τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και την επακόλουθη διαφθορά, που πολλαπλασίαζαν τα βάσανα πάνω στην πλειοψηφία των ανθρώπων στον πλανήτη. Η διεθνής άνοδος που ξεκίνησε με την Αραβική Άνοιξη το 2011 και συνέχισε ή και επιταχύνθηκε κατά την πανδημία Covid-19 το 2020, υπήρξε πάρα πολύ μεγάλη για να περιγραφεί αναλυτικά σε αυτό το άρθρο. Αντ’ αυτού, θα επιχειρήσω να αναλύσω κάποια από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της και τον ρόλο της εργατικής τάξης σε αυτό το γενικευμένο ξεσηκωμό.
Σύμφωνα με μια ανάλυση της «πολιτικής αναταραχής» από την εταιρεία εκτίμησης κινδύνου,Versisk Maplecroft, 47 χώρες, ή σχεδόν το ένα τέταρτο όλων των χωρών, έζησαν μεγάλες πολιτικές αναταραχές μέσα στο 2019. Η μέτρηση ασχολείται με τις διαμαρτυρίες που σαρώνουν κάθε περιοχή του πλανήτη, εκτός από τη Βόρεια Αμερική.[36] Έτσι, δεν περιλάμβανε κάποιες σημαντικές δράσεις στη Β. Αμερική, συμπεριλαμβανομένων κάποιων μεγάλων απεργιών, της τεράστιας εξέγερσης του Black Lives Matter και τις μαζικές διαδηλώσεις και απεργίες του Ιούλη στο Πουέρτο Ρίκο.[37] Σε αυτά τα επίπεδα «πολιτικής αναταραχής» προστέθηκαν νέες πολύ σημαντικές μαζικές κινητοποιήσεις και συνεχόμενες διαδηλώσεις το 2020, στη Λευκορωσία, στην Ταϊλάνδη, στο ανατολικό τμήμα της Ρωσίας, οι μαζικές απεργίες στην Ινδονησία, και η συνέχεια του ξεσηκωμού του Black Lives Matter στις ΗΠΑ αλλά και σε μεγάλο μέρος του πλανήτη.[38]
Πολλές από αυτές τις κινητοποιήσεις ξεκίνησαν από φοιτητές, ή ακτιβιστές με διαφορετικό ταξικό υπόβαθρο, οπότε πρέπει να εξετάσουμε το ερώτημα του τί ρόλο έπαιξαν οι άνθρωποι και οι οργανώσεις της εργατικής τάξης σε όλη αυτή την «πολιτική αναταραχή».
Ο David McNally έχει αναλύσει «την επιστροφή της μαζικής απεργίας» αρκετά λεπτομερώς. Εξετάζοντας τις μαζικές απεργίες μετά την ύφεση του 2008, σημείωνε το 2020:
«Στη διάρκεια της δεκαετίας μετά την Μεγάλη Ύφεση, γίναμε μάρτυρες μιας σειράς τεράστιων γενικών απεργιών (Γουαδελούπη και Μαρτινίκα, Ινδία, Βραζιλία, Νότια Αφρική, Κολομβία, Χιλή, Αλγερία, Σουδάν, Νότια Κορέα, Γαλλία κ.ά.), όπως και απεργιακών κυμάτων που συνέβαλαν στην ανατροπή κυβερνήσεων κρατών (Τυνησία, Αίγυπτος, Πουέρτο Ρίκο, Σουδάν, Λίβανος, Αλγερία, Ιράκ)».[39]
Επιπλέον, υπήρξαν μαζικές απεργίες, διαφορετικής κλίμακας, σε όλο τον πλανήτη, συχνά συνδεδεμένες με τα ζητήματα της κοινωνικής αναπαραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των απεργιών των εκπαιδευτικών στις ΗΠΑ το 2018-19. Όπως τονίζει ο McNally, η μαζική απεργία έχει πλέον υιοθετηθεί από το γυναικείο κίνημα, ιδιαίτερα μέσω της Διεθνούς Απεργίας Γυναικών που σάρωσε 50 χώρες το 2017 και το 2018, στο όνομα του «φεμινισμού του 99%». Αναφέρει, ότι κάποιες ακόμα απεργίες, υπήρξαν σημαντικές μέσα σε ευρύτερες κινητοποιήσεις σε δρόμους και πλατείες του πλανήτη, όπως αυτές σε Χονγκ Κονγκ, Χιλή, Ταϊλάνδη, Ουκρανία, Λίβανο και Ιράκ.[40]
Το γεγονός ότι η εργατική δράση υπήρξε σημαντικό κέντρο της κινηματικής ανόδου, μπορεί να φανεί σε κάποια γενικά στατιστικά στοιχεία. Το Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Συνδικάτων υπολογίζει ότι μεταξύ 2010 και 2018, υπήρξαν 64 γενικές απεργίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σχεδόν οι μισές από αυτές στην Ελλάδα.[41] Ευρύτερα, ο ILO, εξετάζοντας μόλις 56 χώρες, εκτιμά ότι υπήρξαν 44.000 απεργίες μεταξύ 2010 και 2019, κυρίως στη μεταποίηση. Ο συγγραφέας της έρευνας του ILO τονίζει, ωστόσο, ότι με τους περιορισμούς στα δεδομένα, ο αριθμός των απεργιών «θα μπορούσε να θεωρηθεί πολύ μεγαλύτερος από τις 44.000».[42] Μόνο στην Κίνα, το China Labour Bulletin κατέγραψε 6.694 απεργίες μεταξύ 2015 και 2017 σε ένα ευρύ φάσμα βιομηχανικών κλάδων. Ο Lu Chunsen υπολογίζει 3.220 απεργίες στη μεταποίηση στην Κίνα, από το 2011 ως τον Μάη του 2019, παρά την επισφαλή φύση της δουλειάς, τη μαζική εσωτερική μετανάστευση προς τις πόλεις και την κρατική απαγόρευση των απεργιών.[43] Σε αυτή την περίπτωση βλέπουμε ένα ξεκάθαρο παράδειγμα συγχώνευσης των «άτυπων» μεταναστών εργατών με την «τυπική» εργατική δύναμη -και τις επακόλουθες δράσεις τους.
Ξέρουμε ότι τα συνδικάτα έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε αρκετούς από τους πρόσφατους αγώνες, ακόμα και όπου στελέχη της μεσαίας τάξης τέθηκαν επικεφαλής των μαζών. Για παράδειγμα, στη Λευκορωσία, το BBC ανέδειξε το σημαντικό ρόλο συνδικαλιστών στην εξάπλωση της εξέγερσης. Όπως δήλωσαν άνθρωποι που συμμετείχαν, οι διαδηλώσεις «διευρύνονται σε ένα ευρύτερο κίνημα της εργατικής τάξης που περιλαμβάνει διάχυτες κινητοποιήσεις στους χώρους δουλειάς».[44] Σε μια λεπτομερή ανάλυση της Αραβικής Άνοιξης, ο Anand Gopal σημειώνει ότι ενώ στις περισσότερες αραβικές εξεγέρσεις οι συνδικαλισμένοι εργάτες έπαιξαν κεντρικό ρόλο, στα αρχικά στάδια της συριακής εξέγερσης, οι κατακερματισμένες εργατικές μάζες προέρχονταν από τις παραγκουπόλεις και ότι «η βάση του κινήματος αποτελούταν από επισφαλείς, ημι-απασχολούμενους εργάτες που απλώς δεν διαθέτουν τη δομική δύναμη να απειλήσουν τη συριακή ελίτ».[45]
Με άλλα λόγια, μεγάλο τμήμα της μαζικής βάσης του 2011 προερχόταν και από την οργανωμένη εργατική τάξη και από τους «άτυπους»» εργάτες στις περισσότερες αραβικές χώρες, πολλοί από τους οποίους, όπως είδαμε παραπάνω, είχαν κάποια στιγμή ενταχθεί μέσα στις Παγκόσμιες Αλυσίδες Αξίας του πολυεθνικού κεφαλαίου, δουλεύοντας στις εγκαταστάσεις πετρελαίου, στους αγωγούς, στη Διώρυγα του Σουέζ και στα πολλά λιμάνια της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Ο Gopal ισχυρίζεται ότι η επισφαλής και άτυπη απασχόλησή τους σήμαινε ότι είχαν ελάχιστη δύναμη. Ωστόσο, σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, τέτοιου τύπου εργάτες οργανώνονται στις γειτονιές τους ή μέσα από πανεθνικά συνδικάτα, ενώσεις επισφαλών εργατών, οργανώσεις μεταναστών εργατών και κοπερατίβες μέσα στους χώρους δουλειάς τους, προκειμένου να εξορμήσουν στους δρόμους και τις πλατείες, όπως κάνουν οι εργάτες εδώ και γενιές.[46]
Η φαινομενικά μικτή ταξική όψη πολλών από αυτούς τους απεργούς και διαδηλωτές, ήταν επίσης αποτέλεσμα της «προλεταριοποίησης» μορφωμένων ανθρώπων, όπως οι εκπαιδευτικοί και οι νοσηλευτές, των οποίων οι δουλειές έχουν γίνει τυποποιημένες και υπόκεινται σε αυστηρότερο έλεγχο μέσα από τις διαδικασίες που περιγράφηκαν παραπάνω, όπως και της πτώσης πολλών μορφωμένων «millennials» στις γραμμές της εργατικής τάξης. Σε αυτό το σημείο οι ταξικές διαχωριστικές γραμμές μοιάζουν να θολώνουν, αλλά το κοινωνικό πεπρωμένο της πλειοψηφίας αυτής της γενιάς και της επόμενης είναι εμφανώς στην εργατική τάξη. Κάποια από αυτά τα στοιχεία αναδεικνύονται στις απεργίες των εργαζομένων σε «πλατφόρμες», όπως των διανομέων και άλλων εργαζομένων που πρόσφατα έγιναν αντιληπτοί ως «αναγκαίοι» για την κοινωνική αναπαραγωγή μέσα στις συνθήκες της πανδημίας, ενός γεγονότος που αναμένεται ότι θα επιταχύνει αυτόν τον κοινωνικό μετασχηματισμό.
Αυτό που φαίνεται καθαρά είναι ότι, είτε αν οι φοιτητές έπαιξαν ρόλο πυροκροτητή είτε όχι, είτε αν ανέλαβαν επαγγελματίες πολιτικοί της μεσαίας τάξης ηγετικούς ρόλους ή όχι, η μαζική βάση των περισσότερων εξεγέρσεων της τελευταίας δεκαετίας ήταν εργατική στη σύνθεσή της, και σε ένα αξιοσημείωτο βαθμό χρησιμοποίησε το παραδοσιακό όπλο της μαζικής απεργίας. Αυτό συνέβη είτε αν οι εργάτες ήταν οργανωμένα μέλη συνδικάτων και είχαν μόνιμη απασχόληση είτε όχι, όπως ακριβώς οι μάζες που περιέγραψε η Ρόζα Λούξεμπουργκ αναλύοντας τη Ρωσική Επανάσταση του 1905, των οποίων οι απεργίες «εμφανίζουν μια μεγάλη πολλαπλότητα των πιο ποικίλων μορφών πάλης».[47] Όλη αυτή η περίοδος υπήρξε ένα παράδειγμα αυτενέργειας της εργατικής τάξης με οικονομικά και πολιτικά αιτήματα.
Ωστόσο, γενικά δεν επεδίωξαν οι απεργίες ή οι μαζικές κινητοποιήσεις την πολιτική εξουσία για τους ίδιους τους εργαζόμενους, ή ένα πρόγραμμα που θα κινείται προς το σοσιαλισμό. Η εργατική τάξη, ή οι «μικτές» τάξεις σε μετάβαση, δεν υπήρξαν οργανωμένες γύρω από τη διεκδίκηση τέτοιων στόχων. Σε αρκετές περιπτώσεις, δεν διακρινόταν μεταξύ τους μια αναγνωρίσιμη ηγεσία. Ωστόσο, οι συμμετέχοντες ήταν οργανωμένοι σε μια «πολλαπλότητα των πιο ποικίλων μορφών πάλης» αλλά και οργανώσεων, συχνά μέσω των δικτύων, που διευκόλυναν τα social media.
Η δυσκολία στην ανάλυση του πολιτικού δυναμικού αυτής της εποχής εξεγέρσεων, γίνεται ακόμα πιο πολυσύνθετη λόγω του μη προκαθορισμένου αντίκτυπου που θα έχουν οι τρεις κρίσεις του καπιταλισμού και ιδιαίτερα η πανδημία, σε μια σειρά από κλάδους και Παγκόσμιες Αλυσίδες Αξίας. Οι προβλέψεις πάνω σε αυτά τα ζητήματα αφορούν ένα άλλο άρθρο. Μια χρήσιμη κατανόηση του δυναμικού της σημερινής κινηματικής ανόδου, περιγράφεται από τον McNally, ως εξής:
«Τα νέα απεργιακά κινήματα είναι οι προάγγελοι μιας περιόδου ανασύνθεσης της κουλτούρας εργατικής αγωνιστικότητας, του εργατικού μιλιταντισμού, που αποτελεί το μοναδικό και καλύτερο έδαφος, επί του οποίου μπορεί να ανθίσει ξανά η σοσιαλιστική πολιτική».[48]
Το εάν αυτή η ανασύνθεση θα οδηγήσει σε μια γενικευμένη εξέγερση της εργατικής τάξης, είναι αδύνατο να προβλεφθεί. Αλλά, όπως έγραψε στο Labor Notes ο εκπρόσωπος των «Ενωμένων Εργατών στον Ηλεκτρισμό», Mark Meinster:
«Οι εξεγέρσεις της εργατικής τάξης συμβαίνουν συχνά σε ένα περιβάλλον βαθιών αλλαγών στην κοινωνία στο σύνολό της, μπροστά στο συνδυασμό μιας απότομης και γενικευμένης οικονομικής κατάπτωσης, με μια βαθιά κρίση της νομιμοποίησης των αρχουσών ελίτ, ή με μια μη-φυσιολογικά παρατεταμένη πολιτική αστάθεια».[49]
Αυτά περιγράφουν αρκετά καλά, την κατάσταση που αντιμετωπίζει ο κόσμος της εργασίας σε όλο τον πλανήτη σήμερα.
Σημειώσεις
1. Karl Marx, Capital: Volume III (Penguin, 1981), σελ. 1025.
2. International Labour Office, «World Employment and Social Outlook: Trends 2020» (ILO, 2020), σελ. 19; International Labour Organization, “ILO Modelled Estimates: Employment by Sector: Annual”, Nov. 2019, MBI_33_EN(2).xlsx; International Labour Office, «Global Wage Report 2008/09» (ILO, 2008), σελ. 10.
3. Ursula Huws, «Social Reproduction in Twenty-First Century Capitalism» in Leo Panitch and Greg Albo, eds. Socialist Register 2020 (London: The Merlin Press, 2019), σελ. 169.
4. The World Bank, Report 2020, σελ. 88. Snehashish Bhattacharya και Surbhi Kesar, «Precarity and Development: Production and Labor Process in the Informal Economy in India», Review of Radical Political Economics (Vol 52, Issue 3, 2020), σελ. 387-408. Kate Maegher, «Working in chains: African informal workers and global value chains», Agrarian South: Journal of Political Economy (Vol. 8, Issue 1-2, 2019), σελ. 64-92. ILO, «Interactions Between Workers’ Organizations and Workers in the Informal Economy: A Compendium of Practice» (ILO, 2-19), σελ.13-14.
5. Bhattacharya και Kesar, «Precarity», σελ.387-408.
6. World Bank, Report 2020, σελ.19.
7. ILO, World Employment, σελ. 19. ILO, «ILO Modelled Estimates», Nov. 2019. Bhattacharya και Kesar, «Precarity», σελ. 387-408. Maegher, «Working in chains», σελ. 64-92.
8. Ursula Huws, «Labor in the Digital Economy: The Cybertariat Comes of Age» (Monthly Review, 2014), σελ.149-181. ILO, «ILO Modelled Estimates».
9. World Inequality Lab, «World Inequality Report 2018», Executive Summary (World Inequality Lab, 2017), σελ.11. ILO, «World Employment and Social Outlook – Trends 2019» (ILO, 2019), σελ.14.
10. World Bank, “Employment in Industry (% of total employment) (modeled ILO estimate)”. World Bank, “Employment in Services (% of total employment) (modeled ILO estimate).
11. World Bank, “Manufacturing Value Added ($US current). World Bank, «World Development», σελ. 27. UNIDO, «Industrial Development Report 2020» (United Nations Industrial Development Organization, 2019), σελ.150. ILO, «ILO Modelled Estimates».
12. UNIDO, Report 2020, σελ.144-149; BDI, Global Power Shift, Nov. 11, 2019.
13. International Organization for Migration, «World Migration Report 2020» (International Organization for Migration, 2019), σελ.3, 21.
14. Susan Ferguson και David McNally, «Precarious Migrants: Gender, Race and the Social Reproduction of a Global Working Class», στο Leo Panitch και Greg Albo, eds., Socialist Register 2015 (Merlin Press, 2014), σελ.1, 3.
15. UNCTAD, «Trade and Development Report 2020» (UN Conference on Trade and Development, 2020), σελ. 6. World Inequality Lab, Report 2018, σελ.5-8.
16. Wolfgang Streeck, «Progressive Regression: Metamorphoses of European Social Policy», New Left Review (118, July/August 2019), σελ.117.
17. Anwar Shaikh, «Capitalism: Competition, Conflict, Crises» (Oxford, 2016), σελ.755, έμφαση στο πρωτότυπο.
18. Huws, «Digital Economy», σελ. 94-96.
19. Institute for Health and Socio-Economic Policy, «Health Information Basics» (Institute for Health and Socio-Economic Policy, 2009), σελ.4-7. Lois Weiner, «Walkouts Teach U.S. Labor a New Grammar for Struggle», New Politics (No. 65, Summer 2018), σελ.3-13. Will Johnson, «Lean Production», στο Shawn Gude and BhaskarSunkara, eds., Class Action: An Activist Teacher’s Handbook (Jacobin Foundation, 2014), σελ.11-31. Huws, «Digital Economy», σελ. 34-41.
20. Jason Struna και Ellen Reese, «Automation and the Surveillance-Driven Warehouse in Inland Southern California», στο Jake Alimahomed-Wilson and Ellen Reese, eds., The Cost of Free Shipping: Amazon in the Global Economy (Pluto Press, 2020), σελ.90-92. James Bridle, «New Dark Age: Technology and the End of the Future» (Verso, 2018), σελ.114-116.
21. Για παράδειγμα, βλ. David R. Roediger και Elizabeth D. Esch, «The Production of Difference: Race and the Management of Labor in U.S. History» (Oxford, 2012).
22. Bridle, «Dark Age», σελ.144-145.
23. Cathy O’Neil, «Weapons of Math Destruction: How Big Data Increases Inequality and Threatens Democracy» (Penguin, 2016), σελ.87.
24. Bridle, «Dark Age», σελ.139-144.
25. Institute for Health, σελ.4-7.
26. Karl Marx, «Grundrisse: Introduction to the Critique of Political Economy» (Penguin Books, 1973), σελ.533-534. Karl Marx, «Capital, Volume II» (Penguin Books, 1978), σελ. 226-227.
27. Marx, «Grundrisse», σελ. 517-518.
28. Datacenters.com, “Amazon AWS, maps and photos,” (τελευταία ανάκτηση στις 4/20/20).
29. Alan Satariano, “How the Internet Travels Across Oceans,” New York Times, March 10, 2019. Nicole Starosielski, «The Undersea Network» (Duke University Press, 2015).
30. Bridle, «Dark Age», σελ.61; Starosielski, «The Undersea Network».
31. PwC, «Global Infrastructure Investment: The role of private capital in the delivery of essential assets and services» (Price Waterhouse Coopers, 2017), σελ.5.
32. Για κάποια παραδείγματα κατασκευής και ανοίγματος λιμανιών και καναλιών κυρίως στη Μέση Ανατολή, βλ. Laleh Khalili, «Sinews of War and Trade: Shipping and Capitalism in the Arabian Peninsula» (Verso, 2020).
33. Akhil Gupta, «The Future in Ruins: Thoughts on the Temporality of Infrastructure», στο Nikhil Anand, et al., eds., The Promise of Infrastructure (Duke University Press, 2018), σελ. 72.
34. Peter Frankopan, «The New Silk Roads: The Present and Future of the World» (Bloomsbury, 2018), σελ. 89-114.
35. Daniel Yergin, «The New Map: Energy, Climate, and the Clash of Nations» (Allen Lane, 2020), σελ.181.
36. Miha Hribernik και Sam Haynes, “47 countries witness surge in civil unrest – trend to continue in 2020,” Maplecroft, Jan. 16, 2020. Saceed Kamali Dehghan, “One in four countries beset by civil strife as global unrest soars,” Guardian, Jan. 16, 2020.
37. Rafael Bernabe, «The Puerto Rican Summer», New Politics (No. 68, Winter 2020), σελ.3-10.
38. Dera Menra Sijabat και Richard C. Paddock, “Protests Spread Across Indonesia Over Job Law,” New York Times, Oct. 8, 2020.
39. David McNally, «The Return of the Mass Strike: Teachers, Students, Feminists, and the New Wave of Popular Upheavals», Spectre (Vol. 1, Issue 1, Spring 2020), σελ.20.
40. McNally, «Mass Strike», σελ.15-27.
41. European Trade Union Institute, Strikes in Europe, April 7, 2020.
42. Rosina Gammarano, “At least 44,000 work stoppages since 2010,” ILO, Nov. 4, 2019.
43. Yu Chunsen, «All Workers Are Precarious: The ‘Dangerous Class’ in China’s Labour Regime», στο Panitch and Albo, eds., Socialist Register 2020, σελ.156.
44. Ksenia Kunitskaya και Vitaly Shkurin, “In Belarus, the Left Is Fighting to Put Social Demands at the Heart of the Protests,” Jacobin, Aug. 17, 2020.
45. Anand Gopal, «The Arab Thermidor», Catalyst (Vol. 4, No. 2, Summer 2020), σελ.125-126.
46. Για πολλά σχετικά παράδειγμα, βλ. ILO, «Interactions Between Workers’ Organizations and Workers in the Informal Economy: A Compendium of Practice» (ILO, 2019), Ronaldo Munk, et al., Organising Precarious Workers in the Global South (Open Society Foundations, 2020).
47. Rosa Luxemburg, «The Mass Strike, the Political Party and the Trade Unions», στο Mary-Alice Waters, ed., Rosa Luxemburg Speaks (Pathfinder Press, 1970), σελ.163, 153-218.
48. McNally, «Mass Strike», σελ. 16.
49. Mark Meinster, «Let’s Not Miss Any More Chances», Labor Notes (No. 500, November 2020), σελ.3.