Το άρθρο γράφτηκε τον Οκτώβρη του 2000 για το θεωρητικό σάιτ της Τέταρτης Διεθνούς internationalviewpoint.org. Ως άρθρο αναφοράς, ενός από τους μαρξιστές που εργάστηκε ιδιαίτερα πάνω στο ζήτημα της «Διαρκούς», φιλοξενείται σήμερα στο «ντοσιέ» που διατηρεί το site για το έργο του Λ. Τρότσκι. Ο Μικαέλ Λεβί είναι στέλεχος της 4ης Διεθνούς, κοινωνιολόγος, φιλόσοφος και συγγραφέας πολλών βιβλίων. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βραζιλία ενώ εδώ και δεκαετίες ζει στο Παρίσι.
Η θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης δεν είναι μια μεταφυσική εκτίμηση, αλλά μια προσπάθεια να απαντηθεί ένα από τα πιο δραματικά ερωτήματα της εποχής μας: Πώς θα επιλυθούν τα αποτρόπαια κοινωνικά προβλήματα από τα οποία υποφέρουν οι εξαρτημένες καπιταλιστικές χώρες -αποικίες ή ημι-αποικίες στη γλώσσα της εποχής- και πώς θα ξεφύγουν από τη φτωχοποίηση, τις δικτατορίες, τα ολιγαρχικά καθεστώτα, την ξένη κυριαρχία;
Αυτή η θεωρία υπήρξε αναμφίβολα μια από τις πιο σημαντικές και καινοτόμες συμβολές του Τρότσκι στον Μαρξισμό στον 20ό αιώνα. Πώς αναπτύχθηκε και ποιο είναι το νόημά της σήμερα, στην αυγή ενός νέου αιώνα; Η ιδέα της Διαρκούς Επανάστασης -που αρχικά αφορούσε αποκλειστικά το ρωσικό ζήτημα- εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα γραπτά του Λεβ Νταβίντοβιτς κατά την εξέλιξη των επαναστατικών εξεγέρσεων του 1905-06 στη Ρωσία. Η θέση του Τρότσκι για το χαρακτήρα αυτής της επανάστασης αποτελούσε μια ριζοσπαστική ρήξη με τις ιδέες που κυριαρχούσαν στη Δεύτερη Διεθνή όσον αφορά τις μελλοντικές προοπτικές στη Ρωσία. Οι Μαρξ και Ένγκελς δεν είχαν διστάσει να ισχυριστούν, στον πρόλογο της ρωσικής έκδοσης του Κομμουνιστικού Μανιφέστου (1892), ότι αν η Ρωσική επανάσταση πυροδοτήσει μια προλεταριακή επανάσταση στη Δύση, και η μία συμπληρώσει την άλλη, η κοινοτική ιδιοκτησία που προϋπήρχε στην ύπαιθρο στη Ρωσία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως βάση εκκίνησης μιας εξέλιξης προς τον κομμουνισμό.
Αστική-δημοκρατική
Ωστόσο, μετά τον θάνατό τους, αυτό το σκεπτικό εγκαταλείφθηκε ως ύποπτο για συγγένεια με τον Ρωσικό Λαϊκισμό. Σύντομα, μεταξύ των «ορθόδοξων» μαρξιστών, Ρώσων κι Ευρωπαίων, έγινε καθολική βεβαιότητα -σχεδόν άρθρο πίστης- το ότι η μελλοντική Ρωσική επανάσταση θα είχε υποχρεωτικά κι αναπόφευκτα έναν αυστηρά αστικό και δημοκρατικό χαρακτήρα: ανατροπή του τσαρισμού, εγκαθίδρυση ενός δημοκρατικού καθεστώτος, συντριβή των φεουδαρχικών καταλοίπων στην ύπαιθρο, διανομή της γης στους αγρότες. Όλες οι πτέρυγες της Ρωσικής Σοσιαλδημοκρατίας είχαν υιοθετήσει αυτήν την πρόβλεψη ως αμετάβλητη αφετηρία της πολιτικής τους. Αν προέκυπταν διαφωνίες, αυτές αφορούσαν διαφορετικές εκτιμήσεις για τον ρόλο του προλεταριάτου σε αυτή την αστική επανάσταση και για τις ταξικές του συμμαχίες: ποιος θα έπρεπε να αποτελεί πιο προνομιακό σύμμαχο, η φιλελεύθερη αστική τάξη (όπως ισχυρίζονταν οι Μενσεβίκοι) ή η αγροτιά (όπως ισχυρίζονταν οι Μπολσεβίκοι);
Ο Τρότσκι υπήρξε ο πρώτος μαρξιστής που αμφισβήτησε ολοκληρωμένα αυτό το ιερό δόγμα. Μέχρι το 1917, ήταν ο μόνος που έβλεπε όχι μόνο έναν ηγεμονικό ρόλο του εργατικού κινήματος στη Ρωσική επανάσταση -αυτή τη θέση συμμερίζονταν ο Πάρβους, η Ρόξα Λούξεμπουργκ και σε κάποια κείμενά του ο Λένιν- αλλά και τη δυνατότητα να μετεξελιχθεί η δημοκρατική επανάσταση σε σοσιαλιστική. O Τρότσκι διατύπωσε για πρώτη φορά αυτήν τη νέα θεωρία του σε μια σειρά άρθρων του σε επαναστατικές εφημερίδες στη διάρκεια του 1905. Τη συστηματοποίησε αργότερα στην παμφλέτα «Συμπεράσματα και Προοπτικές» (1906). Είχε επηρεαστεί αναμφίβολα από τον Πάρβους, αλλά ο τελευταίος δεν προχώρησε ποτέ πιο πέρα από την ιδέα μιας εργατικής κυβέρνησης που θα υλοποιούσε ένα αμιγώς δημοκρατικό (αστικό) πρόγραμμα: Ήθελε να αλλάξει την ατμομηχανή της ιστορίας, αλλά όχι τις ράγες της.
Έμπνευση
Φαίνεται ότι ο Τρότσκι άντλησε τον όρο «Διαρκής Επανάσταση» από ένα άρθρο του Φραντζ Μέρινγκ στην Neue Zeit, το Νοέμβρη του 1905. Αλλά το νόημα που απέδιδε στον όρο ο Γερμανός σοσιαλιστής συγγραφέας ήταν λιγότερο ριζοσπαστικό και πολύ πιο θολό από αυτό που απέκτησε στα κείμενα του Ρώσου επαναστάτη. Ο Τρότσκι υπήρξε ο μόνος που τόλμησε να προτείνει, από το 1905, την πιθανότητα μιας επανάστασης που θα προχωρήσει στα σοσιαλιστικά καθήκοντα -δηλαδή την απαλλοτρίωση των μεγάλων καπιταλιστών- στη Ρωσία, μια υπόθεση που απέρριπταν ομόφωνα οι άλλοι Ρώσοι μαρξιστές, ως ουτοπική και τυχοδιωκτική. Μια προσεκτική μελέτη των καταβολών του πολιτικού «θράσους» του Τρότσκι και της θεωρίας του για την Διαρκή Επανάσταση, αποδεικνύει ότι οι απόψεις του στηρίζονταν σε μια ερμηνεία του μαρξισμού και της διαλεκτικής μεθόδου που ήταν πολύ διακριτή από την κυριαρχούσα ορθοδοξία στη Δεύτερη Διεθνή.
Αυτό μπορεί να εξηγηθεί, τουλάχιστον εν μέρει, από την επιρροή που του άσκησε ο Λαμπριόλα, ο πρώτος μαρξιστής φιλόσοφος που μελέτησε ο νεαρός Τρότσκι. Η προσέγγιση του Λαμπριόλα, χεγκελιανής-μαρξιστικής αναφοράς, βρισκόταν στον αντίποδα του «ωμού» θετικισμού και υλισμού που είχε τεράστια επιρροή εκείνη την εποχή.
Χαρακτηριστικά
Παραθέτουμε κάποια από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μαρξιστικής μεθοδολογίας που διαμόρφωσε τα κείμενα του νεαρού Τρότσκι και την θεωρία του για τη Ρωσική επανάσταση:
1. Ως οπαδός μιας διαλεκτικής αντίληψης της ενότητας των αντιθέτων, ο Τρότσκι άσκησε κριτική στον άκαμπτο διαχωρισμό που έκαναν οι Μπολσεβίκοι ανάμεσα στο σοσιαλιστικό προλεταριακό καθεστώς και τη «δημοκρατική δικτατορία των εργατών και των αγροτών» ως «απολύτως φορμαλιστικό και τυπικό». Αντίστοιχα, σε ένα συγκλονιστικό απόσπασμα μιας πολεμικής ενάντια στον Μενσεβίκο Τσερεβάνιν, καταδικάζει τον αναλυτικό -με την έννοια του αφηρημένου, φορμαλιστικού, προ-διαλεκτικού- χαρακτήρα της πολιτικής του προσέγγισης: «Ο Τσερεβάνιν κατασκευάζει τις τακτικές του όπως κατασκεύαζε ο Σπινόζα την ηθική του: δηλαδή, γεωμετρικά».
2. Ο Τρότσκι απορρίπτει ρητά τον οικονομισμό, ένα από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του μαρξισμού του Πλεχάνοφ. Αυτή η τομή αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις μεθοδολογικές προϋποθέσεις της θεωρίας της Διαρκούς Επανάστασης, όπως αποτυπώνεται σε αυτό το γνωστό απόσπασμα του «Συμπεράσματα και Προοπτικές»: «Το να φαντάζεται κανείς ότι η δικτατορία του προλεταριάτου εξαρτάται, με κάποιον τρόπο αυτόματα, από την τεχνική ανάπτυξη και τους πόρους μιας χώρας είναι μια προκατάληψη ενός “οικονομικού” υλισμού που έχει απλοποιηθεί σε βαθμό παραλογισμού. Αυτή η άποψη δεν έχει τίποτε το κοινό με τον μαρξισμό».
3. Η αντίληψη του Τρότσκι για την ιστορία δεν είναι φαταλιστική, αλλά ανοιχτή σε ενδεχόμενα: έγραφε ότι το καθήκον των μαρξιστών είναι «να εντοπίζουν τις δυνατότητες της αναπτυσσόμενης επανάστασης μέσω μιας ανάλυσης του εσωτερικού μηχανισμού της». Η Διαρκής Επανάσταση δεν είναι ένα προκαθορισμένο αποτέλεσμα, αλλά μια αντικειμενική δυνατότητα, εύλογη και ρεαλιστική, της οποίας η υλοποίηση εξαρτάται από αναρίθμητους υποκειμενικούς παράγοντες και απρόβλεπτα γεγονότα.
4. Ενώ οι περισσότεροι Ρώσοι μαρξιστές, λόγω των πολεμικών τους με τον Λαϊκισμό, έτειναν να αρνούνται οποιαδήποτε ιδιαιτερότητα του ρωσικού κοινωνικού σχηματισμού και επέμεναν στην αναπόφευκτη ομοιότητα μεταξύ της κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης της δυτικής Ευρώπης και του μέλλοντος της Ρωσίας, ο Τρότσκι διαμόρφωσε μια νέα διαλεκτική άποψη. Ασκώντας κριτική, εξίσου, στην σλαβόφιλη «υπερ-εξειδίκευση» των Ναρόντνικων και στην αφηρημένη «καθολική» αντίληψη των Μενσεβίκων, ανέπτυξε μια συμπαγή ανάλυση που εξηγούσε ταυτόχρονα τόσο τις ιδιαιτερότητες του ρωσικού σχηματισμού,όσο και τον αντίκτυπο των γενικότερων τάσεων της καπιταλιστικής ανάπτυξης στη χώρα.
Μοναδικότητα
Είναι ο συνδυασμός όλων αυτών των μεθοδολογικών καινοτομιών αυτός που καθιστά το «Συμπεράσματα και Προοπτικές» -τη διάσημη παμφλέτα που έγραψε ο Τρότσκι στη φυλακή το 1906- ένα μοναδικό κείμενο. Ξεκινώντας από τη μελέτη της συνδυασμένης κι ανισόμερης ανάπτυξης (ο όρος δεν είχε εμφανιστεί ακόμα) στη Ρωσία -που είχε ως αποτέλεσμα μιαν αδύναμη και μισο-αλλοδαπή αστική τάξη κι ένα σύγχρονο και εξαιρετικά συγκεντρωμένο προλεταριάτο- κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μόνο το εργατικό κίνημα, με την υποστήριξη της αγροτιάς, θα μπορούσε να υλοποιήσει τη δημοκρατική επανάσταση στη Ρωσία, ανατρέποντας την απολυταρχία και την εξουσία των γαιοκτημόνων.
Στην πραγματικότητα, αυτήν τη προοπτική μιας εργατικής κυβέρνησης στη Ρωσία τη συμμερίζονταν και άλλοι Ρώσοι μαρξιστές -με πιο γνωστό τον Πάρβους. Ο ριζοσπαστικός νεοτερισμός της θεωρίας της Διαρκούς Επανάστασης δεν εδραζόταν τόσο στον προσδιορισμό του ταξικού χαρακτήρα της μελλοντικής Ρωσικής επανάστασης, όσο στην αντίληψη που είχε για τα ιστορικά της καθήκοντα. Η αποφασιστική συμβολή του Τρότσκι ήταν η ιδέα ότι η Ρωσική επανάσταση θα μπορούσε να ξεπεράσει τα όρια ενός βαθιού δημοκρατικού μετασχηματισμού και να ξεκινήσει να παίρνει αντικαπιταλιστικά μέτρα με εμφανώς σοσιαλιστικό περιεχόμενο.
Εικονοκλάστης
Το κεντρικό επιχείρημα στο οποίο στήριζε αυτή την εικονοκλαστική υπόθεση ήταν ότι, αρκετά απλά, «η πολιτική κυριαρχία του προλεταριάτου είναι ασύμβατη με την οικονομική του υποδούλωση». Γιατί θα όφειλε το προλεταριάτο, έχοντας βρεθεί στην πολιτική εξουσία κι ελέγχοντας τα μέσα εξαναγκασμού, να συνεχίσει να ανέχεται την καπιταλιστική εκμετάλλευση; Ακόμα κι αν επιθυμούσε αρχικά να αυτοπεριοριστεί σε ένα μίνιμουμ πρόγραμμα, θα υποχρεωνόταν από τη λογική που επιβάλει η ίδια του η θέση να πάρει κολεκτιβιστικά μέτρα. Έχοντας πει αυτά, ο Τρότσκι ήταν ταυτόχρονα πεισμένος ότι χωρίς την επέκταση της επανάστασης στη δυτική Ευρώπη, το ρωσικό προλεταριάτο θα δυσκολευόταν να κρατηθεί στην εξουσία για αρκετό καιρό.
Τα γεγονότα του 1917 επιβεβαίωσαν δραματικά τις βασικές προβλέψεις που είχε κάνει ο Τρότσκι 12 χρόνια πριν. Η ανικανότητα των αστικών κομμάτων και των συμμάχων τους στη μετριοπαθή πτέρυγα του εργατικού κινήματος να ανταποκριθούν στις επαναστατικές προσδοκίες της αγροτιάς και στην επιθυμία του λαού για ειρήνη, δημιούργησε τις συνθήκες για μια ριζοσπαστικοποίηση του επαναστατικού κινήματος από το Φλεβάρη στον Οκτώβρη. Τα λεγόμενα «δημοκρατικά καθήκοντα» υλοποιήθηκαν -όσον αφορά την αγροτιά- μόνο μετά τη νίκη των σοβιέτ. Αλλά έχοντας βρεθεί στην εξουσία, οι επαναστάτες του Οκτώβρη δεν μπορούσαν να αυτοπεριοριστούν σε απλές δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις: η δυναμική της ταξικής πάλης, τους υποχρέωνε να πάρουν αμιγώς σοσιαλιστικά μέτρα. Πραγματικά, αντιμέτωποι με το οικονομικό μποϊκοτάζ των ιδιοκτητριών τάξεων και την αυξανόμενη απειλή μιας γενικευμένης παράλυσης της παραγωγής, οι Μπολσεβίκοι και οι σύμμαχοί τους υποχρεώθηκαν -πολύ νωρίτερα από ό,τι υπολόγιζαν- να απαλλοτριώσουν το κεφάλαιο: τον Ιούνη του 1918, το Συμβούλιο των Λαϊκών Κομισάριων αποφάσισε την κοινωνικοποίηση των βασικών κλάδων της βιομηχανίας.
Με άλλα λόγια: η επανάσταση του 1917 πέρασε μια διαδικασία αδιάκοπης επαναστατικής εξέλιξης, από την (ημιτελή) «αστική-δημοκρατική» φάση του Φλεβάρη ως την «προλεταριακή-σοσιαλιστική» φάση, που άρχισε τον Οκτώβρη. Με την υποστήριξη της αγροτιάς, τα Σοβιέτ συνδύασαν τα δημοκρατικά μέτρα (η αγροτική επανάσταση) με σοσιαλιστικά μέτρα (η απαλλοτρίωση της αστικής τάξης), χαράσσοντας έναν «μη-καπιταλιστικό δρόμο», ανοίγοντας μια περίοδο μετάβασης προς το σοσιαλισμό. Αλλά το Μπολσεβίκικο Κόμμα μπόρεσε να αναλάβει την ηγεσία αυτού του γιγάντιου κοινωνικού κινήματος που «συγκλόνισε τον κόσμο», μόνο λόγω του ριζικού στρατηγικού αναπροσανατολισμού του, που ξεκίνησε από τον Λένιν τον Απρίλη του 1917, συμβαδίζοντας σε μια οπτική αρκετά κοντά σε αυτήν της Διαρκούς Επανάστασης.
Δε χρειάζεται να προστεθεί ότι ο Τρότσκι, με την ιδιότητα του προέδρου του Σοβιέτ της Πετρούπολης, του ηγετικού στελέχους του Μπολσεβίκικου Κόμματος και του καθοδηγητή του Κόκκινου Στρατού, έπαιξε και ο ίδιος καθοριστικό ρόλο στην σοσιαλιστική «μετεξέλιξη» της επανάστασης του Οκτώβρη.
Αντιπαράθεση
Απομένει το αμφιλεγόμενο ζήτημα της διεθνούς εξάπλωσης της επανάστασης: επιβεβαίωσαν τα γεγονότα την πρόβλεψη αυτής της προϋπόθεσης του Τρότσκι; Ότι χωρίς την επανάσταση στην Ευρώπη, η προλεταριακή εξουσία στη Ρωσία ήταν καταδικασμένη; Ναι και όχι. Η εργατική δημοκρατία στη Ρωσία δεν επιβίωσε της ήττας της ευρωπαϊκής επανάστασης (στα 1919-23). Όμως η υποχώρησή της δεν οδήγησε, όπως πίστευε ο Τρότσκι το 1906, σε μια άμεση παλινόρθωση του καπιταλισμού (αυτή θα συνέβαινε πολύ αργότερα, μετά το 1991), αλλά σε μια απρόβλεπτη εξέλιξη: την αντικατάσταση της εργατικής εξουσίας από τη δικτατορία ενός γραφειοκρατικού στρώματος που προερχόταν από το ίδιο το εργατικό κίνημα.
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920, στη διάρκεια των οξυμένων πολιτικών και θεωρητικών αντιπαραθέσεων με το Σταλινισμό, ο Τρότσκι επεξεργάστηκε τις διεθνείς επιπτώσεις της θεωρίας της Διαρκούς Επανάστασης. Η σκέψη του εξελίχθηκε μέσα από την έκρηξη της ταξικής πάλης στην Κίνα στα 1925-27, με τον ίδιο τρόπο που αρχικά είχε διαμορφωθεί από τη ρωσική επανάσταση του 1905. Στο βιβλίο «Διαρκής Επανάσταση» (1928), ο Τρότσκι παρουσίασε για πρώτη φορά την θέση του για τη δυναμική της κοινωνικής επανάστασης στις αποικιακές και ημι-αποικιακές χώρες (με την ορολογία της εποχής) με ένα συστηματικό τρόπο, ως θεωρία που είχε εφαρμογή σε παγκόσμια κλίμακα.
Αποτελούσε καταρχήν μια πολεμική ενάντια στην καταστροφική κινεζική πολιτική της σταλινοποιημένης Κομιντέρν, η οποία επεδίωκε να επιβάλει στους Κινέζους κομμουνιστές το δόγμα της επανάστασης σε στάδια -η αστική δημοκρατική επανάσταση ως ξεχωριστό ιστορικό στάδιο- και μια συμμαχία με την εθνική αστική τάξη, που εκπροσωπούταν από το Κουομιτάνγκ του Τσανγκ Κάι Σεκ. Ο Τρότσκι επέμενε ότι όπως και στην τσαρική Ρωσία, έτσι και στην Κίνα, η αστική τάξη, νιώθοντας απειλούμενη η ίδια από το σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα, δεν μπορούσε πλέον να διαδραματίσει έναν συνεπή επαναστατικό και αντι-ιμπεριαλιστικό ρόλο: Μόνο το προλεταριάτο, σε συμμαχία με την αγροτιά, μπορούσε να υλοποιήσει το δημοκρατικό πρόγραμμα, στο αγροτικό και στο εθνικό ζήτημα, μέσα σε μια αδιάκοπη διαδικασία «μετεξέλιξης» της δημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική.
Συνδυασμένη κι ανισομερής
Το θεωρητικό θεμέλιο αυτής της ανάλυσης είναι αναμφίβολα ο νόμος της συνδυασμένης κι ανισόμερης ανάπτυξης, που εμφανιζόταν ήδη στα κείμενα του 1906 ή τις πολεμικές του 1928, αλλά διατυπώθηκε, για πρώτη φορά ολοκληρωμένα, στην «Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης» (1930). Αυτός επέτρεψε στον Τρότσκι να ξεπεράσει τα όρια της εξελικτικής αντίληψης της Ιστορίας, που την βλέπει ως μια διαδοχή άκαμπτων και προκαθορισμένων σταδίων, και να επεξεργαστεί μια διαλεκτική ερμηνεία της ιστορικής διαδικασίας, που ενσωματώνει την ανισότητα στους ρυθμούς -οι «καθυστερημένες» χώρες που εμποδίζονται να αναπτυχθούν με τη «συνδυασμένη ανάπτυξη», με την έννοια της διασύνδεσης μεταξύ διακριτών φάσεων και του αμαλγάματος των αρχαϊκών μορφών με τις πιο σύγχρονες.
Από αυτή την προσέγγιση απέρρεαν αποφασιστικά στρατηγικά και πολιτικά συμπεράσματα: η συγχώνευση/διάρθρωση των πιο προχωρημένων κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών με τις πιο καθυστερημένες, είναι το δομικό θεμέλιο της συγχώνευσης ή του συνδυασμού των δημοκρατικών καθηκόντων με τα σοσιαλιστικά, μέσα σε μια διαδικασία Διαρκούς Επανάστασης. Για να θέσουμε το πρόβλημα με έναν άλλο τρόπο, μια από τις θεμελιώδεις πολιτικές συνέπειες της συνδυασμένης κι ανισόμερης ανάπτυξης είναι η αναπόφευκτη αντοχή των άλυτων δημοκρατικών καθηκόντων στις περιφερειακές καπιταλιστικές χώρες.
Εκχυδαϊσμός
Απορρίπτοντας τον εκχυδαϊσμένο εξελικτισμό του σταλινικού δόγματος της επανάστασης σε στάδια, ο Τρότσκι τονίζει στη Διαρκή Επανάσταση, ότι δεν μπορεί να υπάρξει στην Κίνα ή σε άλλες «Ανατολικές» χώρες -η Λατινική Αμερική ή η Αφρική παρέμεναν ως τότε έξω από τα ενδιαφέροντα της ανάλυσης- ένα διακριτό και πλήρες δημοκρατικό στάδιο, που θα αποτελεί με κάποιον τρόπο έναν υποχρεωτικό ιστορικό πρόδρομο του δεύτερου σταδίου που θα είναι σοσιαλιστικό. Οι μόνες αυθεντικά επαναστατικές δυνάμεις είναι το προλεταριάτο και η αγροτιά και μόλις αυτές καταλάβουν την εξουσία, η δημοκρατική επανάσταση στην εξέλιξή της μετασχηματίζεται άμεσα σε σοσιαλιστική επανάσταση κι έτσι γίνεται διαρκής. Από την άποψη μιας μεταφυσικής κι αφηρημένης λογικής, ίσως είναι εφικτό να διακρίνουμε δύο διακριτά στάδια, αλλά στην πραγματική λογική της επαναστατικής διαδικασίας αυτά θα συνδυαστούν οργανικά σε μια διαλεκτική σχέση.
Όπως έγραψε ο Τρότσκι στον πρόλογο του βιβλίου του Harold Isaac για την Κίνα, «Oι επαναστάσεις, όπως έχει ειπωθεί πάνω από μια φορά, έχουν μια δική τους λογική. Αλλά δεν πρόκειται για τη λογική του Αριστοτέλη, κι ακόμα λιγότερο για την πραγματιστική ημι-λογική της “κοινής λογικής”. Πρόκειται για την ανώτερη λειτουργία της σκέψης: τη λογική της εξέλιξης και των αντιφάσεών της, δηλαδή τη διαλεκτική».
Ο βασικός περιορισμός στην ανάλυση του Τρότσκι αφορά έναν «κοινωνιολογικό» κι όχι στρατηγικό χαρακτήρα: Η αντίληψη για την αγροτιά ως αποκλειστικά «υποστηρικτή» του επαναστατικού προλεταριάτου και ως τάξη «μικρο-ιδιοκτητών», της οποίας ο ορίζοντας δεν ξεπερνούσε τα δημοκρατικά αιτήματα. Για παράδειγμα δυσκολευόταν να αποδεχτεί ότι ο Κινεζικός Κόκκινος Στρατός αποτελούνταν στη μεγάλη του πλειοψηφία από αγρότες. Το λάθος του -όπως και των περισσότερων Ρώσων και Ευρωπαίων μαρξιστών της εποχής- ήταν ότι υιοθέτησε χωρίς κριτική επανεξέταση την ανάλυση του Μαρξ (στην «18η Μπρυμαίρ») για την γαλλική αγροτιά ως μια εξατομικευμένη και μικροαστική τάξη και την εφάρμοσε σε αποικιακά ή ημι-αποικιακά έθνη, που έχουν πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, σε ένα από τα τελευταία του κείμενα («Τρεις αντιλήψεις της Ρωσικής επανάστασης», 1939), ισχυρίστηκε ότι η μαρξιστική εκτίμηση της αγροτιάς ως τάξης μη-σοσιαλιστικής δεν είχε ποτέ «απόλυτο κι αμετάβλητο» χαρακτήρα.
Η θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης έχει επιβεβαιωθεί με διπλό τρόπο στη διάρκεια της ιστορίας του 20ού αιώνα. Αφενός, με τις καταστροφές που προέκυψαν με τη στρατηγική των σταδίων, από την τυφλή εφαρμογή του σταλινικού δόγματος της επανάστασης σε στάδια, και της συμμαχίας με την εθνική αστική τάξη, από τα Κομμουνιστικά Κόμματα στις εξαρτημένες χώρες -από την Ισπανία του 1936 ως την Ινδονησία του 1965 ή τη Χιλή του 1973.
Πρόβλεψη
Αφετέρου, επειδή αυτή η θεωρία, όπως είχε διαμορφωθεί από το 1906, μας επέτρεψε σε μεγάλο βαθμό να προβλέψουμε, να εξηγήσουμε και να φωτίσουμε τις επαναστάσεις του 20ού αιώνα, που στις περιφερειακές χώρες υπήρξαν όλες τους «διαρκείς». Αυτά που συνέβησαν στη Ρωσία, την Κίνα, τη Γιουγκοσλαβία, το Βιετνάμ ή την Κούβα ανταποκρίνονται σε γενικές γραμμές στην κεντρική ιδέα του Τρότσκι: Την δυνατότητα μιας συνδυασμένης κι αδιάκοπης επανάστασης -δημοκρατικής και σοσιαλιστικής- σε μια χώρα του περιφερειακού καπιταλισμού, εξαρτημένη ή αποικιοκρατούμενη. Το γεγονός ότι στο σύνολό τους οι ηγεσίες των επαναστατικών κινημάτων μετά τον Οκτώβρη του 1917 δεν αναγνώρισαν τον «διαρκή» χαρακτήρα τους (με κάποιες εξαιρέσεις, όπως ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα), ή το έπραξαν μόνο κατόπιν εορτής και χρησιμοποιώντας διαφορετική ορολογία, δεν ακυρώνει στο ελάχιστο αυτήν την ιστορικά υπαρκτή σχέση.
Η άλλη διάσταση της θεωρίας που έχει επιβεβαιωθεί -κυρίως με τον αρνητικό τρόπο- είναι η αντίληψη της Διαρκούς Επανάστασης σε αντιπαράθεση με το σταλινικό δόγμα του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα. Η άποψη του Τρότσκι ότι ο σοσιαλισμός μπορεί να υπάρξει τελικά μόνο σε διεθνή κλίμακα, ότι μια επανάσταση σε περιφερειακή χώρα μπορεί μόνο να εκκινήσει τη μετάβαση προς το σοσιαλισμό, και ότι μια σοσιαλιστική κοινωνία που θα αξίζει το όνομά της δεν μπορεί να οικοδομηθεί μέσα στα εθνικά όρια μιας μόνο χώρας, έχει επιβεβαιωθεί από το άδοξο τέλος της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Ασφαλώς τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως ήλπιζε -με μια αντιγραφειοκρατική πολιτική επανάσταση- αλλά η αποτυχία του σοβιετικού γραφειοκρατικού πειράματος δεν είναι αμελητέα επιβεβαίωση της βασικής του εκτίμησης.
Η θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης δεν μας επιτρέπει μόνο να κατανοήσουμε τις μεγάλες κοινωνικές επαναστάσεις του 20ού αιώνα. Διατηρεί μια απροσδόκητη επικαιρότητα στην αυγή του 21ου. Γιατί; Καταρχήν, επειδή στη μεγάλη πλειοψηφία των χωρών του περιφερειακού καπιταλισμού -είτε στη Μέση Ανατολή, στην Ασία, στην Αφρική ή στη Λατινική Αμερική- τα καθήκοντα μιας αυθεντικά δημοκρατικής επανάστασης δεν έχουν ακόμα εκπληρωθεί: ανάλογα με κάθε περίπτωση, ο εκδημοκρατισμός -και η εκκοσμίκευση!- του κράτους, η απελευθέρωση από τον έλεγχο του ιμπεριαλισμού, ο κοινωνικός αποκλεισμός της φτωχής πλειοψηφίας, ή η επίλυση του αγροτικού ζητήματος, παραμένουν στην επικαιρότητα.
Η εξάρτηση έχει πάρει νέες μορφές, αλλά αυτές δεν είναι λιγότερο βάρβαρες και περιοριστικές από εκείνες του παρελθόντος: η δικτατορία του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου πάνω στις χρεωμένες χώρες -δηλαδή πρακτικά σε όλες τις χώρες του Νότου- μέσω των μηχανισμών των νεοφιλελεύθερων σχεδίων «προσαρμογής» και των δρακόντειων απαιτήσεων για την αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι, με διάφορους τρόπους, η εξουσία που ασκούν αυτοί οι θεσμοί του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος -στην υπηρεσία των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων γενικά, και των ΗΠΑ ιδιαίτερα- πάνω στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή αυτών των χωρών είναι πιο άμεση, αυταρχική και πλήρης από εκείνη του παλιού νέο-αποικιακού συστήματος.
Συνθετότητα
Συνεπώς, η επανάσταση σε αυτές τις χώρες δεν μπορεί παρά να αφορά ένα σύνθετο και διαρθρωμένο συνδυασμό αυτών των δημοκρατικών αιτημάτων με την ανατροπή του καπιταλισμού. Σήμερα, όπως και χθες, οι επαναστατικοί μετασχηματισμοί που είναι στην επικαιρότητα των κοινωνιών στην περιφέρεια του συστήματος, δεν είναι πανομοιότυποι με αυτούς στις χώρες του κέντρου. Μια κοινωνική επανάσταση στην Ινδία δεν θα μπορούσε να είναι, από τη σκοπιά του προγράμματος, της στρατηγικής και των κινητήριων δυνάμεών της, μια αμιγώς «εργατική επανάσταση» όπως στην Αγγλία. Ο αποφασιστικός πολιτικός ρόλος -που σίγουρα δεν πρόβλεψε ο Τρότσκι!- που παίζουν σε πολλές χώρες σήμερα τα ιθαγενικά και αγροτικά κινήματα (ο EZLN στο Μεξικό, το βραζιλιάνικο MST, η CONAIE στο Εκουαδόρ) αποδεικνύει τη σημασία και τον κοινωνικά εκρηκτικό χαρακτήρα του αγροτικού ζητήματος, όπως και τον δεσμό του με την εθνική απελευθέρωση. Για παράδειγμα, δεν μπορεί κανείς να φανταστεί μια κοινωνική επανάσταση στη Βραζιλία, η οποία δεν θα αναλάμβανε τον εκδημοκρατισμό του κράτους, την εθνική απελευθέρωση, τη ριζοσπαστική αγροτική μεταρρύθμιση, την αναζήτηση ενός δρόμου αυτόνομης οικονομικής ανάπτυξης, προσανατολισμένης στις κοινωνικές ανάγκες της πλειοψηφίας.
Και αντίστροφα: μόνο μια κοινωνική -δηλαδή αντικαπιταλιστική- επανάσταση μπορεί να υλοποιήσει αυτό το δημοκρατικό πρόγραμμα, σε μια διαδικασία «αδιάκοπου» κοινωνικού μετασχηματισμού. Στους αγώνες των χωρών του Νότου ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, ενάντια στους παγκόσμιους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς, ενάντια στην απανθρωπιά του συστήματος εξωτερικών χρεών, ενάντια στην επιβολή πολιτικών «προσαρμογής» από το ΔΝΤ με δραματικές κοινωνικές συνέπειες, το εθνικό ζήτημα ανακτά μια καυτή επικαιρότητα.
Αυταπάτες
Σε αυτό το υπόβαθρο, εντοπίζεται μια νέα άνθηση -με ή χωρίς την συμμετοχή κομμάτων σταλινικών καταβολών- αυταπατών εθνικιστικού τύπου, για τη δυνατότητα μιας «εθνικής (καπιταλιστικής) ανάπτυξης», μιας δραστήριας πολιτικής ενίσχυσης της εθνικής (καπιταλιστικής) βιομηχανίας, μιας στρατηγικής συμμαχίας με τον εθνικιστικό στρατό ή και έναν πλατύ συνασπισμό όλων των τάξεων που στηρίζουν έναν «ανεξάρτητο οικονομικό δρόμο», προσανατολισμένο στην εσωτερική αγορά. Η θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης μας επιτρέπει -ενώ δίνουμε αποφασιστική σημασία στις προσδοκίες για εθνική απελευθέρωση και στην πάλη ενάντια στις νέες μορφές ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας- να ξεπεράσουμε αυτού του είδους τις αυταπάτες, διατηρώντας την κατανόηση του αδιάσπαστου μεταξύ των εθνικών δημοκρατικών και των σοσιαλιστικών αγώνων, σε ένα ενιαίο ιστορικό κίνημα.
Σε αρκετές χώρες του περιφερειακού καπιταλισμού -όπως στην πρώην ΕΣΣΔ και σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης- το εθνικό ζήτημα παίρνει επίσης μια νέα, πολύ ανησυχητική, μορφή: αιματηρές εθνικές συγκρούσεις, δια-κοινοτικές, δια-θρησκευτικές διαμάχες που προωθούνται από αντιδραστικές, συχνά φασίζουσες δυνάμεις, είτε υποκινούνται από δυτικές μεγάλες δυνάμεις είτε όχι. Και σε αυτό το ζήτημα, μόνο μια σοσιαλιστική/διεθνιστική επανάσταση μπορεί να σπάσει το φαύλο κολασμένο κύκλο των δολοφονιών και των αντιποίνων, της αντεκδίκησης μεταξύ κοινοτήτων, προτείνοντας αυθεντικά δημοκρατικές ομόσπονδες ή συνομόσπονδες λύσεις, που εγγυώνται τα εθνικά δικαιώματα των μειονοτήτων και δημιουργούν τις συνθήκες για την ενότητα των εργατών όλων των εθνών. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την νοτιοανατολική Ασία, τη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια.
Για τον Τρότσκι, όποιες κι αν είναι οι βαθιές κοινωνικές αντιφάσεις των εξαρτημένων χωρών, η επανάσταση δεν είναι ποτέ «αναπόφευκτη», το «αναγκαστικό» προϊόν της κρίσης του καπιταλισμού ή της επιδείνωσης της φτώχειας. Το μόνο που μπορούμε να υποστηρίξουμε καθαρά είναι μια πρόβλεψη υπό όρους (ΣτΜ: «conditional proposition», όρος που στη διεθνή μαρξιστική συζήτηση περιγράφει το «αν δεν… τότε θα…»): όσο δεν συμβαίνει μια αυθεντική σοσιαλιστική/δημοκρατική επανάσταση -σε μια «διαρκή» διαδικασία-, είναι απίθανο να μπορέσουν οι χώρες του Νότου και τα έθνη του περιφερειακού καπιταλισμού να επιλύσουν τα «Βιβλικά» (η έκφραση ανήκει στον Ερνέστ Μαντέλ) προβλήματα που τις βασανίζουν: φτώχεια, δυστυχία, ανεργία, κραυγαλέες κοινωνικές ανισότητες, εθνικές διακρίσεις, έλλειψη νερού και ψωμιού, ιμπεριαλιστική επικυριαρχία, ολιγαρχικά καθεστώτα, μονοπώληση της γης από τους μεγαλογαιοκτήμονες.