Η σύγκρουση του ΠΑΣΟΚ με τους εργαζόμενους (1985-87)

Ημερ.Δημοσίευσης

Το 1985 το εργατικό κίνημα χρειάστηκε να αντιπαρατεθεί με ένα άλλο πρόγραμμα σταθερότητας. Κυβέρνηση ήταν και τότε το ΠΑΣΟΚ, με πρωθυπουργό τον ηγέτη της «Αλλαγής» Ανδρέα Παπανδρέου και υπουργό Εθνικής Οικονομίας τον Κώστα Σημίτη, τον μετέπειτα πρωθυπουργό-αρχιτέκτονα του «εκσυγχρονισμού» και της ΟΝΕ. Οι δικαιολογίες για την επιβολή του ήταν αντίστοιχες με τις σημερινές: οικονομική κρίση, τεράστια ελλείμματα, μικρή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, άρα ανάγκη σκληρών μέτρων που, όπως και σήμερα, έπρεπε να πληρώσουν οι εργαζόμενοι.

Μετά από δύο χρόνια επίμονων εργατικών αγώνων και ύστερα από τις πολιτικές ανακατατάξεις που αυτοί προκάλεσαν, το Νοέμβρη του 1987 ο Α. Παπανδρέου αναγκάζεται να αποσύρει το πρόγραμμα και να «αποκεφαλίσει» το Σημίτη.
Σήμερα οι εργαζόμενοι, η νεολαία, τα φτωχά στρώματα ζούμε κυριολεκτικά σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ο ελληνικός καπιταλισμός –και όχι μόνο- συγκλονίζεται από μια βαθιά οικονομική κρίση και θα κάνει τα πάντα για να την ξεπεράσει σε βάρος μας, ανατρέποντας καθετί που ξέραμε ως στοιχειώδες εργασιακό και κοινωνικό δικαίωμα. Αυτό είναι το νόημα του μνημονίου που θέλουν να επιβάλλουν κυβέρνηση-ΕΕ-ΔΝΤ και οι σύμμαχοί τους. Στη μάχη για την ανατροπή του –παρά τις διαφορές με τη συγκυρία– η αναδρομή στα γεγονότα και τις εμπειρίες της διετίας 1985-1987 είναι εξαιρετικά χρήσιμη και για την οργάνωση της αντίστασης και για την πολιτική και την τακτική της Αριστεράς.

Το υπόβαθρο

Οι αρχές της δεκαετίας του 1980 ήταν μια περίοδος κρίσης για τον ελληνικό και το διεθνή καπιταλισμό. Για το ξεπέρασμά της επιλέχθηκαν οι σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές και η επίθεση στο συνδικαλιστικό κίνημα. Τα πρότυπα ήταν η Θάτσερ (τότε πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας) και ο Ρίγκαν (τότε πρόεδρος των ΗΠΑ). Στην Ελλάδα, για συγκεκριμένους λόγους καθυστέρησαν οι αντίστοιχες πολιτικές.

Η πρώτη κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου ήρθε στην εξουσία, έχοντας εξασφαλισμένη την εμπιστοσύνη των μη προνομιούχων –εργαζόμενοι, αγρότες, μικροαστικά στρώματα– και μετά το κύμα των αγώνων της μεταπολίτευσης. Τα πρώτα χρόνια εφάρμοσε μια κεϊνσιανή πολιτική, που γρήγορα όμως εγκαταλείφθηκε. Ο Απ. Λάζαρης και ο Μαν. Δρεττάκης είδαν γρήγορα την πόρτα εξόδου από τα υπουργεία τους. Τη θέση τους πήρε ο τότε «τσάρος» της οικονομίας, Γερ. Αρσένης, που ευνόησε ένα πρόγραμμα ενίσχυσης των τραπεζών. Ταυτόχρονα με τον ετεροχρονισμό της ΑΤΑ (Αυτόματα Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή) πάγωσε τις αυξήσεις των μισθών, ενώ με το περίφημο άρθρο 4 επέβαλε τέτοιες προϋποθέσεις, που περιόρισαν τη δυνατότητα των συνδικάτων του δημόσιου τομέα να αποφασίζουν για απεργία.

Οι επιθέσεις αυτές δεν έμειναν αναπάντητες από το εργατικό κίνημα. Όμως αυτό που ακολούθησε, ήταν τελείως διαφορετικό. Τον Ιούνη του 1985 το ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε τη δεύτερη κυβερνητική θητεία του, συγκεντρώνοντας 45,8%. Το σύνθημά του ήταν «για ακόμα καλύτερες μέρες», αλλά αυτές ποτέ δεν ήρθαν. Στις 11 Οκτώβρη ο τότε υπουργός Εθνικής Οικονομίας Κώστας Σημίτης, ανακοίνωσε το Πρόγραμμα Σταθεροποίησης. Προέβλεπε υποτίμηση της δραχμής κατά 15% και συνεχή διολίσθησή της, δάνειο από την ΕΟΚ (προπομπό της Ευρωπαϊκής Ένωσης) με μια σειρά εγγυήσεις που θυμίζουν αυτές της σημερινής κυβέρνησης. Προέβλεπε διετές πάγωμα μισθών και την κατάργηση της ΑΤΑ (την ώρα που ο πληθωρισμός έτρεχε με διψήφιο νούμερο), μεγάλες ανατιμήσεις στα τιμολόγια των τότε Οργανισμών Κοινής Ωφελείας (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, ΟΤΕ, συγκοινωνίες κ.ά.), κρατικό προϋπολογισμό με πετσοκομμένο το κονδύλι των κοινωνικών δαπανών και των δημοσίων επενδύσεων. Το πρόγραμμα λειτούργησε σαν σοκ στους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα. Για όλους, αλλά ιδιαίτερα γι’ αυτούς που ήταν ενταγμένοι ή είχαν ψηφίσει ΠΑΣΟΚ.

Τα γεγονότα

Πριν περάσουμε στην παράθεσή τους, είναι απαραίτητες κάποιες υπογραμμίσεις που θα φωτίσουν περισσότερο τη σημασία τους.
Το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές του 1981 με το συντριπτικό ποσοστό του 48%, προβάλλοντας το σύνθημα «στις 18 Οκτώβρη σοσιαλισμός», αξιοποιώντας τις ψευδαισθήσεις της πλειοψηφίας των εργαζομένων ότι αυτός είναι ο πιο σίγουρος δρόμος. Μια από τις βασικές δεσμεύσεις του ήταν ότι το συνδικαλιστικό κίνημα είναι βάθρο της δημοκρατίας (μην ξεχνάμε τι σήμαινε το κράτος της ΕΡΕ, η δικτατορία, το κράτος της ΝΔ). Το ΠΑΣΟΚ κατάφερε, πατώντας πάνω στα κενά και τα λάθη της Αριστεράς και αξιοποιώντας τον αέρα της μεταπολίτευσης, να αποκτήσει ισχυρούς οργανωτικούς και πολιτικούς δεσμούς με την οργανωμένη εργατική τάξη στα συνδικάτα.

Η Αριστερά, ιδιαίτερα στα συνδικάτα, εκπροσωπείτο κυρίως από το ΚΚΕ. Το πρόγραμμά του, παρά τις ψευδεπίγραφες επαναστατικές προοπτικές, ήταν συμπληρωματικό του ΠΑΣΟΚ. Για παράδειγμα, το σύνθημα «Αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ», «Η πραγματική Αλλαγή» (11ο συνέδριο ΚΚΕ), το βιβλίο του τότε ιδεολογικού στελέχους Ν. Κοτζιά «Ο τρίτος δρόμος για το σοσιαλισμό» (ο πρώτος του 1917, ο δεύτερος της Β’ Σοσιαλιστικής Διεθνούς, ο τρίτος του ΠΑΣΟΚ και παρεμφερών κομμάτων).
Το ΚΚΕ «μετρούσε» ισχυρές δυνάμεις σε σωματεία και γειτονιές. Ήταν η αριστερή αντιπολίτευση, αλλά με όλα τα βαρίδια της δύναμης που είχε την ευθύνη του γραφειοκρατικού ελέγχου (θρυλική η μάχη για εργοστασιακά ή κλαδικά σωματεία), τον οποίο επέβαλε στο εργατικό κίνημα τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Ταυτόχρονα δεν έχει ξεχαστεί η στάση του ΚΚΕ στην εξέγερση του ’73, ούτε η έντονη παρουσία της επαναστατικής Αριστεράς σε αυτή και τα γεγονότα που ακολούθησαν.

Αυτό που ακολούθησε την ανακοίνωση των μέτρων Σημίτη ήταν εντυπωσιακό. Ήδη από τις αρχές του Σεπτέμβρη, με αφορμή τις αυξήσεις σε είδη πρώτης ανάγκης, είτε με πρωτοβουλίες δυνάμεων της ΠΑΣΚΕ (όπως της ΟΒΕΣ – Ομοσπονδία, Βιομηχανιών και Εργοστασιακών Σωματείων) είτε με πρωτοβουλίες της ΕΣΑΚ-Σ (η τότε παράταξη του ΚΚΕ) έγιναν στάσεις εργασίας, 24ωρες απεργίες και συγκεντρώσεις.

Στις 11/10/1985 ανακοινώθηκε το σύνολο των μέτρων. Στις 15/10/85 ξέσπασαν συλλαλητήρια Ομοσπονδιών, ελεγχόμενων από το ΚΚΕ, σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πειραιά.

Στις 16/10/85 συγκαλείται η Ολομέλεια της ΓΣΕΕ και 7 συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ διαφωνούν. Την επόμενη μέρα διαγράφονται από το ΠΑΣΟΚ. Στις 21/10/85 οργανώνεται πανελλαδική απεργία και πορεία στη Βουλή. Στην απεργία συμμετείχαν 27 Εργατικά Κέντρα και 19 Ομοσπονδίες. Στις 23/10/85 κηρύσσει απεργία το Εργατικό Κέντρο Πειραιά. Στις 24/10/85 απεργούν ΔΕΗ-ΟΤΕ-ΟΒΕΣ, ομοσπονδίες που έχουν μεγάλες δυνάμεις και συμμετέχουν οι 7 διαγραφέντες της ΠΑΣΚΕ.

Στις 29/10/85 καθαιρείται ο τότε πρόεδρος της ΓΣΣΕ Ραυτόπουλος από τους «26». Ήταν η πλειοψηφία που δημιουργήθηκε από τους 17 της ΕΣΑΚ-Σ, τους 7 διαγραφέντες της ΠΑΣΚΕ και τους 2 του ΑΕΜ (συνδικαλιστική παράταξη του ΚΚΕ εσ.). Στις 30/10/86 απεργεί η ΑΔΕΔΥ. Η ΟΛΜΕ στις 30-31/10/85. Η ΕΙΝΑΠ 2-8/11.

Σταθμός ήταν η γενική απεργία στις 14/11/85. Συμμετείχαν 47 Εργατικά Κέντρα και 39 Ομοσπονδίες. Ήταν η μεγαλύτερη απεργία μετά τον Εμφύλιο. Στήθηκαν απεργιακές φρουρές και σε πολλούς χώρους οι εργαζόμενοι συγκρούστηκαν με την αστυνομία ή τους μπράβους της εργοδοσίας. Στις 28/11 απεργεί η ΑΔΕΔΥ. Στις 4/12 διορίζεται εγκάθετη διοίκηση στη ΓΣΕΕ. Με πρωτοβουλία του ΚΚΕ, γίνεται κατάληψη του κτιρίου της ΓΣΕΕ. Στις 5/12 οργανώνεται μαζική διαδήλωση ενάντια στο διορισμό της διοίκησης. Στις 11/12 γίνεται 6ωρη στάση εργασίας της ΕΑΣ για μονιμοποίηση των οδηγών που είναι υπό απόλυση, με αίτημα τη μονιμοποίησή τους και την ανάκληση των οικονομικών μέτρων.

Η Πρωτομαγιά του 1986, που κάλεσαν οι 26 της ΓΣΕΕ στις στήλες του Ολυμπίου Διός –υπό βροχή και σε μέρες Πάσχα– ήταν συγκλονιστική. Υπολογίζεται ότι συμμετείχαν σ’ αυτή 100.000 εργαζόμενοι, ενώ σ’ εκείνη της εγκάθετης ΓΣΕΕ μερικές εκατοντάδες. Στα 2 χρόνια που ακολούθησαν, έγιναν διάφορες 24ωρες, χαρακτηριστικές όμως παραμένουν οι μεγάλες απεργίες (για τις μέρες που διήρκησαν, αλλά και για τους κλάδους που κινητοποίησαν) της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, της ΠΟΕ-ΟΤΑ, της ΟΛΜΕ. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και σήμερα αυτοί οι κλάδοι μπαίνουν μπροστά στους αγώνες του εργατικού κινήματος.

Συνδικάτα, Αριστερά και πολιτική

Τα όσα έγιναν εκείνη τη διετία –πιο σωστά τριετία– ήταν αποτέλεσμα της οργής της εργατικής τάξης, της πίεσης των κινήσεων και των αιτημάτων «από τα κάτω». Η κυβέρνηση, απαιτώντας την πλήρη ευθυγράμμιση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας με την πολιτική της, μηδένιζε το ρόλο και τη σημασία της ύπαρξής της. Γι’ αυτό η συνδικαλιστική ηγεσία αντέδρασε. Δεν θα το έκανε χωρίς την πίεση της βάσης.

Έτσι οι διεργασίες και οι αντίστοιχες συμμαχίες σε επίπεδο συνδικάτων έδωσαν τη δυνατότητα η πίεση της βάσης να μεταφραστεί σε μαζικές απεργίες.

Αντίθετα απ’ αυτό που μπορεί να φαντάζεται κάποιος σήμερα, δεν ήταν ούτε μια «καθαρή απεργία διαρκείας που σάρωσε». Χρησιμοποιήθηκαν διάφορες μορφές αγώνα: οι στάσεις εργασίας, οι συγκεντρώσεις, οι 24ωρες απεργίες, οι διαδηλώσεις, οι καταλήψεις και σε κάποιους κλάδους οι πολυήμερες απεργίες. Και επειδή σήμερα μπαίνουν διλήμματα σχετικά με τις μορφές κινητοποίησης, όχι μόνο τα παραπάνω, αλλά και κάποια άλλα είναι εξαιρετικά χρήσιμα. Το 1990 η ΟΛΜΕ αποφάσισε να μη δίνει βαθμολογία, στο όνομα ότι μια απεργία δεν θα την άντεχε οικονομικά ο κλάδος. Το αποτέλεσμα ήταν τελείως διαφορετικό. «Τιμωρήθηκαν» με περικοπές μισθού και δεν δημιούργησαν δυναμική.

Ζητήματα που μπαίνουν σήμερα από συνδικαλιστές της Αριστεράς –ο κόσμος δεν αντέχει οικονομικά, άρα κάνουμε απογευματινά συλλαλητήρια ή περιοριζόμαστε σε κάποιες 24ωρες– έμπαιναν και τότε. Παρόλο που σήμερα εκείνη η περίοδος φαντάζει σχεδόν επαναστατική –και δικαιολογημένα μπροστά σε ό,τι συμβαίνει στα συνδικάτα τώρα– η πραγματικότητα ήταν διαφορετική.
Η πλειοψηφία των «26» –με κύρια ευθύνη του ΚΚΕ– επέμενε στις 24ωρες, γιατί δεν ήθελε παρατεταμένες και συντονισμένες απεργίες. Ήξερε ότι κάτι τέτοιο θα άνοιγε άλλη δυναμική, θα έβαζε πιο συνολικά ζητήματα. Δεν το ήθελαν και, λόγω των ισχυρών δεσμών με τους εργαζόμενους, μπορούσαν να το επιβάλουν. Περιόριζαν επίσης πολιτικά τους στόχους τους.

Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ χρησιμοποίησε καθετί για να βάλει πολιτικές πιέσεις: τις τουρκικές παραβιάσεις στο Αιγαίο, την ανατίναξη λεωφορείου των ΜΑΤ, την αποσταθεροποίηση της δημοκρατίας και της κυβέρνησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό, στις 6/12/85, το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσ. δήλωσαν ότι δεν επιδιώκουν τη φθορά και την ανατροπή της κυβέρνησης. Αργότερα, το Μάρτη του 1987, όταν η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τα ΜΑΤ για να «σπάσει» την πολυήμερη απεργία στους Δήμους, στελέχη του ΚΚΕ έγραφαν στο «Ριζοσπάστη»: «Απέναντι σε μια κυβέρνηση ελάχιστα διατεθειμένη να κάνει πίσω στην εισοδηματική της πολιτική, θα ήταν αφελής όποιος βασιζόταν μόνο στα γιουρούσια της πρωτοπορίας». Γιουρούσια της πρωτοπορίας χαρακτηρίστηκε και η απεργία των εκπαιδευτικών το 1988, που έτσι κινδύνεψε να απομονωθεί. Σε όλη εκείνη την περίοδο η προοπτική του ΚΚΕ ήταν «έξοδος από την κρίση με εξυγίανση του δημόσιου τομέα», «μέτρα με αντιιμπεριαλιστικό προσανατολισμό για τη μείωση της εξάρτησης της οικονομίας», δημόσιες επενδύσεις σε αποδοτικούς κλάδους.

 

Αποτελέσματα και συμπεράσματα. Το 1987 και η συνέχεια

Παρ’ όλα αυτά ο αναβρασμός συνεχίστηκε και πήρε πολιτικά χαρακτηριστικά. Ο κόσμος στράφηκε προς την Αριστερά. Παράδειγμα αυτού του γεγονότος είναι οι δημοτικές εκλογές του 1986. Η συμμαχία που είχε συγκροτηθεί ανάμεσα στο ΚΚΕ, τους διαγραμμένους και τον Αρσένη (είχε αποχωρήσει από το ΠΑΣΟΚ, διαφωνώντας με το πρόγραμμα Σημίτη) κέρδισε όλους τους μεγάλους Δήμους. Κάτω από την πίεση των απεργιών και τον κίνδυνο απώλειας πραγματικών ποσοστών στις εκλογές που αρχικά ο Α. Παπανδρέου τις ήθελε το 1988, το Νοέμβρη του 1987 αποπέμπει τον Σημίτη και αναγγέλλει πολιτική παροχών. Υπήρχε και ένας άλλος λόγος. Το διεθνές κραχ του 1987 που ανάγκασε την κυβέρνηση να εγκαταλείψει τη σφιχτή δημοσιονομική πολιτική για να προλάβει νέα ύφεση.

Στο ενδιάμεσο διάστημα τα χαμηλά εισοδήματα είχαν πληρώσει πολύ ακριβά. Έτσι, παρ’ όλες τις θυσίες που επέβαλλαν οι άρχουσες τάξεις στους εργαζόμενους στην Ελλάδα και διεθνώς, δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν την κρίση και ούτε σήμερα θα συμβεί κάτι τέτοιο.

Επίσης, επειδή πολλά ακούμε για τα σημερινά μέτρα που, τάχα, θα λύσουν τα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, όπως η περιβόητη ανταγωνιστικότητα, είναι αποκαλυπτικά τα όσα γράφει ο γνωστός δημοσιογράφος Ν. Νικολάου, θιασώτης του Σημίτη και κάθε σκληρής πολιτικής: «Όμως το τίμημα αυτών των θετικών εξελίξεων υπήρξε βαρύ και πληρώθηκε κυριολεκτικά με το αίμα των εργαζομένων. Σημειωτέον ότι ακόμη και σήμερα, 20 χρόνια μετά, δεν έχουν αναπληρωθεί… οι σημερινοί μισθοί κινούνται στα επίπεδα του 1984 και η ανισοκατανομή του ΑΕΠ συνεχίζεται. Το σταθεροποιητικό πρόγραμμα του Σημίτη εξάντλησε όλη την επιρροή του στην αποτροπή της συναλλαγματικής κρίσης και στην άνοδο των επιχειρηματικών κερδών, αφήνοντας άθιχτες όλες τις παθογένειες της οικονομίας».

Η ανατροπή του Προγράμματος και του Σημίτη –παρ’ όλες τις ψευδαισθήσεις που δημιουργούσαν οι ελιγμοί του Αντρέα– έδωσε αυτοπεποίθηση στο κίνημα και σημαντικό κομμάτι στράφηκε στην Αριστερά. Οι δυνατότητες γι’ αυτήν ήταν μεγάλες. Όμως επέλεξε άλλο δρόμο. Το σήμα έδωσε το ΚΚΕ με το 12ο συνέδριό του.

Η εισήγηση της Κ.Ε. υπογράμμιζε: «Δεν πρέπει να νομιστεί ότι είμαστε συλλέκτες και υπερασπιστές οποιουδήποτε αιτήματος προβάλλεται από μη κεφαλαιοκρατικές δυνάμεις. Πρέπει να αξιολογούμε τα αιτήματα και τα κριτήρια της προόδου και της αλλαγής με τα κριτήρια των πραγματικών και όχι των αυθαίρετων αναγκών». Ανάμεσα σε αυτούς που θα συνέβαλλαν στην πρόοδο, ήταν τμήματα της αστικής τάξης μη μονοπωλιακού χαρακτήρα ή τμήματα που είχαν συμφέρον από την αυτοδύναμη ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας. Το συγκεκριμένο συνέδριο είχε τίτλο: «Αλλαγή με κατεύθυνση το Σοσιαλισμό».

Το συμπέρασμα του κόσμου ότι «ενωμένοι μπορούμε να κερδίσουμε» μεταφράστηκε σε συνεργασία του ΚΚΕ με την ΕΑΡ –του κόμματος που είχε φτιάξει ο Κύρκος, αφού διέσπασε το ΚΚΕ εσ. Τα όσα περιλαμβάνονται στα κείμενα-επιστολές και στο «Σύμφωνο» είναι γεμάτα από αναφορές του τύπου «νέα πλαίσια επιχειρηματικής δράσης του ιδιωτικού κεφαλαίου που ευνοούν τη νέα αναπτυξιακή πολιτική».

Το 1989 συγκροτείται ο Ενιαίος Συνασπισμός και στις εκλογές του Ιούνη κερδίζει ποσοστό 13%. Είναι η εποχή που ξεσπά το σκάνδαλο Κοσκωτά. Το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται σε μεγάλη κρίση και κυβέρνηση δεν μπορεί να συγκροτηθεί. Ως «υπεύθυνη δύναμη» και στο όνομα της κάθαρσης των πραγματικών σκανδάλων, ο Ενιαίος Συνασπισμός συγκροτεί με τη ΝΔ κυβέρνηση υπό τον Τζ. Τζανετάκη και αργότερα με το ΠΑΣΟΚ την Οικουμενική.

Η τότε Αριστερά χρησιμοποίησε τη δύναμη που της έδωσε ο κόσμος για να διαπραγματευτεί σε «ανώτερο επίπεδο», το κυβερνητικό, αντί να ενισχύσει το κίνημα για ακόμα μεγαλύτερες και ουσιαστικές νίκες. Και βέβαια την επιλογή της την πλήρωσε πρώτα εκείνη. Το ΚΚΕ και ο Συνασπισμός βρέθηκαν σε καθίζηση όλη τη δεκαετία του ’90. Δεν ξέρουμε πού θα μπορούσε να φτάσει το κίνημα του 1985-87. Πέρα από το σπάσιμο της λιτότητας που επέβαλλαν οι αγώνες του ’87 και του ’88 και το σταμάτημα των απολύσεων –νίκες αδιαμφισβήτητες– τροφοδότησε τους αγώνες της δεκαετίας του ’90. Ο Σημίτης ποτέ δεν το ξέχασε και ποτέ δεν το υποτίμησε. Σε συνέντευξή του χρόνια μετά, έλεγε: «Το σταθεροποιητικό πρόγραμμα είχε στόχο και τις πολιτικές-ιδεολογικές προσαρμογές που ο προοδευτικός χώρος παρέβλεπε ως τότε». Και εμείς έχουμε κάθε λόγο να το θυμόμαστε για να οργανώσουμε νικηφόρα τις μάχες μας, ανατρέποντας το μνημόνιο και ανοίγοντας το δρόμο για έναν άλλο συσχετισμό δυνάμεων, που θα μπορεί να επιβάλλει λύσεις για τις ανάγκες των πολλών.

Η Αριστερά μπροστά στις νέες προκλήσεις

Σίγουρα σήμερα υπάρχουν διαφορές που δημιουργούν δυσκολίες. Το 1985 ήταν πολύ κοντά στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Χιλιάδες εργαζόμενοι είχαν τις εμπειρίες της μαχητικής αντιπαράθεσης και της οργανωμένης δράσης. Τα σωματεία ήταν μαζικά και δραστήρια όπως και η Αριστερά που η παρουσία της ήταν έντονη στις γειτονιές, στους εργατικούς χώρους, στις σχολές και στους αγώνες. Στον κόσμο του ΠΑΣΟΚ η διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη δεν ήταν μια μακρινή ανάμνηση, αλλά πεποίθηση –πιο σωστά ψευδαίσθηση– ότι σημαίνει κοινωνική αλλαγή. Γι’ αυτό άλλωστε έγινε η διάσπαση στην ΠΑΣΚΕ.

Από το 1989 και μετά ο νεοφιλελευθερισμός, παρ’ όλες τις σκληρές αντιστάσεις που συνάντησε, διάβρωσε τη συνοχή της εργατικής τάξης, διαμόρφωσε νέες συνθήκες, που δεν αντιμετωπίστηκαν έγκαιρα και όπως έπρεπε. Αυτή η εξέλιξη συνέβη μαζί με τη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ, τον εκφυλισμό των συνδικαλιστικών ηγεσιών, τη γραφειοκρατικοποίηση των διαδικασιών του συνδικαλιστικού κινήματος. Συνέβη μαζί με πολιτικές και οργανωτικές ανεπάρκειες της Αριστεράς.

Όμως είναι λάθος να προσεγγίζουμε το σήμερα σε αντιπαράθεση με το τότε. Αν ήταν τόσο καθοριστική η αρνητική στάση της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, δεν είχαν υποχρεωθεί να καλέσουν επτά 24ωρες απεργίες, ο κόσμος δεν θα συμμετείχε μαζικά, δίνοντας όμως τα δικά του χαρακτηριστικά, δεν θα είχε γίνει η 5η Μάη που, μαζί με την απεργία του 2001 ενάντια στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο Γιαννίτση, ήταν οι μεγαλύτερες και μαχητικότερες γενικές απεργίες μετά τη μεταπολίτευση. Δεν θα είχε υπάρξει η εξέγερση της νεολαίας το 2008, όταν, χωρίς κάλυψη από τις ομοσπονδίες τους, χιλιάδες εργαζόμενοι κατέβηκαν στους δρόμους.

Η αστική τάξη, μαζί το πολιτικό προσωπικό που τη στηρίζει, βλέπει αυτό τον αντίπαλο. Ξέρει ότι τα επιχειρήματά της δεν πείθουν όπως παλιότερα. Γι’ αυτό χρησιμοποιεί κάθε όπλο για να αποθαρρύνει τους εργαζόμενους. Επιμένει στην ιδεολογική προπαγάνδα της συνενοχής με το επιχείρημα «φταίμε όλοι για το χρέος» ή το χυδαίο «μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου. Χρησιμοποιεί την άγρια καταστολή και απειλεί για σκληρότερη. Αξιοποιεί τα αποτελέσματα των μέτρων –από τη μια την υπερχρέωση, από την άλλη τις απολύσεις και τη φτώχεια– για να «παγώσει» τις αντιστάσεις.

Για τους «από πάνω» η επιβολή του μνημονίου είναι μονόδρομος. Για τους «από κάτω» μονόδρομος είναι η ανατροπή του. Για τους «από πάνω» κάτι τέτοιο σημαίνει τριγμό στην κυριαρχία τους, για τους «από κάτω» άνοιγμα μιας άλλης προοπτικής για την κοινωνία. Αυτή είναι η πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα η Αριστερά. Να ανταποκριθεί στο μονόδρομο των «από κάτω». Γιατί εκτός των άλλων είναι ο μόνος τρόπος να συνεχίσει να υπάρχει, να ανασυνταχθεί, να κερδίσει την εμπιστοσύνη του εργατικού κινήματος και την ηγεμονία του. Το σενάριο της εκλογικής ενίσχυσης μέσω μιας συμβολικής ή επικοινωνιακής αντιπολίτευσης στο μνημόνιο –που φαίνεται ότι συμμερίζονται με διαφορετικές εκφράσεις οι ηγεσίες του ΣΥΝ και του ΚΚΕ– και λάθος είναι και δεν θα δουλέψει. Η πόλωση είναι τέτοια, που δεν το επιτρέπει. Φαίνεται από τη στάση της κυρίαρχης τάξης, αλλά και από τις απαιτήσεις των «από κάτω».

Τα καθήκοντα της Αριστεράς είναι άλλα και από αυτά περνά η ενίσχυσή της η πολιτική, η οργανωτική και η εκλογική. Να ρίξει όλο το βάρος της στο στήσιμο της συλλογικής δράσης και αντίστασης. Σε γειτονιές και εργατικούς χώρους να ενισχύσει τις Επιτροπές Αγώνα σαν σημείο συνάντησης και συντονισμού του κόσμου της αντίστασης. Να στηρίξει τους αγώνες που αναπτύσσονται ή θα αναπτυχθούν. Των συμβασιούχων, των εργαζόμενων στις τράπεζες, στις συγκοινωνίες, στη ΔΕΗ. Να συμβάλλει στην ενότητα και το συντονισμό τους. Να πρωτοστατήσει στην υπεράσπιση της δημόσιας παιδείας και υγείας, των κοινωνικών υπηρεσιών. Να αντιτάξει στην ιδεολογική τρομοκρατία του χρέους και της πτώχευσης το δικό της εναλλακτικό πρόγραμμα. Ξεκινώντας από το ποιοι έφταιξαν και ποιοι έχουν πληρώσει έως τώρα, αναδεικνύοντας τα αιτήματα των εθνικοποιήσεων, της φορολογίας του κεφαλαίου, της μη πληρωμής του χρέους, των μαζικών προσλήψεων ως άμεσα μέτρα ανακούφισης των πολλών. Φτάνοντας στην αναγκαιότητα του σοσιαλισμού.

Απ’ αυτές τις επιλογές περνά η μετατόπιση προς τα αριστερά της βάσης του ΠΑΣΟΚ και η δημιουργία ενός πλατιού και ισχυρού μετώπου αντίστασης. Απ’ αυτές περνά η επιβολή ενός άλλου κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων. Το έχει αποδείξει η τετραετία ’85-’89. Το υπογραμμίζουν οι σημερινές εξελίξεις.

Στον πόλεμο που μας κήρυξαν, μπορούμε να νικήσουμε. Με την προϋπόθεση της σοβαρής οργάνωσης της αντίστασης, της ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης, της αντικαπιταλιστικής προοπτικής. Η ΔΕΑ θα δώσει όλες τις δυνάμεις της σε αυτή την κατεύθυνση.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Περιοδικό «Η Μαμή», Νο 9, Νοέμβρης-Δεκέμβρη 1985.
2. «Το συνδικαλιστικό κίνημα 1981-1986 – Η μεγάλη ευκαιρία που χάθηκε», των Γ. Κουκουλέ και Β. Τζαννετάκου.
3. Θέσεις για το 11ο και το 12ο συνέδριο του ΚΚΕ.
4. «Καθημερινή» 19/1/2008, αποσπάσματα από το βιβλίο «Πρόσωπα της οικονομίας», του Ν. Νικολάου.
5. «Εργατική Αριστερά», φύλλο 155, «ΠΑΣΟΚ και Αριστερά» του Μ. Γκορίτσα.
6. «Εργατική Αριστερά», φύλλο 213, «1985-87: Η ανατροπή του προηγούμενου Σταθεροποιητικού Προγράμματος», της Μ. Μπόλαρη.