Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό «Αριστερή Συσπείρωση». Είναι μια παρέμβαση στο διάλογο για τις προοπτικές και τα καθήκοντα της ριζοσπαστικής Αριστεράς στο καινούργιο τοπίο.
Έχουμε μπει σε μια περίοδο βαθιών αλλαγών, που αφορούν σε όλα τα βασικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού διεθνώς. Η κατεύθυνση των αλλαγών θα κριθεί από το επίπεδο αλλά και την αποτελεσματικότητα των αγώνων του κόσμου μας. Γι’ αυτό η μετωπική πολιτική γίνεται ξανά (ή παραμένει ως) κεντρικό ζήτημα για τη ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική Αριστερά.
Βγάζοντας επιφανειακά ή λαθεμένα συμπεράσματα από τις εμπειρίες της τελευταίας 20ετίας (από το διεθνές αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα μετά το Σιάτλ και τη Γένοβα, μέχρι την «κωλοτούμπα» του Τσίπρα το 2015 ή την ήττα από τον Μπολσονάρο στη Βραζιλία κ.ο.κ.) κινδυνεύει κανείς να βρεθεί εκτός των καθηκόντων της συγκυρίας. Η προσπάθεια για μαζική αντικαπιταλιστική πολιτική, δηλαδή η «μεταβατική» πολιτική και η ενιαιομετωπική νοοτροπία, είναι πλέον διεθνώς μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά της πράξης και έναν ανέξοδο «επαναστατικό» βερμπαλισμό, που αποφεύγει να κοιτάξει στα μάτια την πραγματικότητα.
Κρίση
Το 2020 επιβεβαίωσε τις εκτιμήσεις των οικονομολόγων που προέβλεπαν μια νέα βύθιση του παγκόσμιου συστήματος σε κρίση, ανάλογη ή και πιο επικίνδυνη από εκείνη του 2007-08. Αυτό το γεγονός, που ξεκίνησε να ξεδιπλώνεται πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, υπογραμμίζει ότι οι αντιδραστικοί σχεδιασμοί των αντιπάλων μας δεν θα έχουν ένα συγκυριακό, έναν προσωρινό χαρακτήρα, αλλά θα αφορούν μια ολόκληρη περίοδο, ίσως μια ολόκληρη ιστορική εποχή.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν αρκεί για να βγάλει τον παγκόσμιο καπιταλισμό από μια κατάσταση κρίσης/παρακμής. Γνωρίζουμε, όμως, επίσης, ότι οι κυρίαρχες τάξεις σε όλο τον πλανήτη δεν διαθέτουν κανένα άλλο «πρόγραμμα» για την αντιμετώπιση της κρίσης, πέρα από την ένταση της νεοφιλελεύθερης επιθετικότητας, πέρα από την ένταση των αντεργατικών αντιμεταρρυθμίσεων.
Μια αντινεοφιλελεύθερη (ή, έστω, μη νεοφιλελεύθερη) «αυτορρύθμιση» του συστήματος είναι μια ιδέα μη-συζητήσιμη από την Ουάσινγκτον μέχρι το Πεκίνο, αλλά και από το Βερολίνο μέχρι τη Μόσχα. Οι ιδιωτικοποιήσεις, η παραπέρα διάβρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων, η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, η γενικευμένη μείωση των μισθών και των συντάξεων, θα εξακολουθήσουν να είναι οι «σημαίες» στην πολιτική των αντιπάλων μας.
Καθώς, όμως, έχουν προηγηθεί 30 χρόνια νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων, θα πρέπει να προετοιμαστούμε να αντιμετωπίσουμε συνθήκες όπου «το μαχαίρι θα φτάνει στο κόκκαλο» των εργατικών και λαϊκών μαζών, όπου οι αντιμεταρρυθμίσεις -προκειμένου να έχουν οικονομική αποτελεσματικότητα- θα αναιρούν βασικά γνωρίσματα του καπιταλισμού των «κοινωνικών συμβολαίων», όπως τουλάχιστον τον γνωρίσαμε στον μετά το 1945 κόσμο.
Σε αυτές τις συνθήκες, το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού είχε και έχει σωρευτικά και σημαντικά αποτελέσματα. Θα επιτείνει και θα επιδεινώσει τις δοκιμασίες της οικονομικής κρίσης. Όμως, ταυτόχρονα, ανέδειξε τις «υποκείμενες ασθένειες» που έχει προκαλέσει ο καλπασμός της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης (μαζική βιομηχανοποιημένη γεωργία-κτηνοτροφία-πτηνοτροφία, εισβολή κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων στις τελευταίες «ρεζέρβες» της «άγριας» ζωής, καταστροφική επιτάχυνση της κλιματικής αλλαγής, ανάπτυξη απάνθρωπων-πολυάνθρωπων «μητροπόλεων» στον Τρίτο Κόσμο κλπ).
Ανέδειξε, επίσης, ότι στο κέντρο του παγκόσμιου συστήματος «ο βασιλιάς είναι γυμνός»: το γεγονός ότι η Κίνα, οι ΗΠΑ και η ΕΕ είναι μέχρι στιγμής οι θλιβεροί πρωταθλητές στους νεκρούς από τον Covid-19 θα οδηγήσει σε χρήσιμα ιδεολογικά και πολιτικά συμπεράσματα. Η ανάδειξη της σημασίας του δημόσιου τομέα, της υγείας/περίθαλψης, και η γενικευμένη αναβάθμιση του κύρους των εργαζομένων στα δημόσια νοσοκομεία είναι, επίσης, παράγοντας που οι κυρίαρχες τάξεις θα βρουν μπροστά τους στις μέρες που έρχονται.
Αγώνες
Η «στροφή» της παγκόσμιας κατάστασης μέσα στο 2020 βρήκε το διεθνές κίνημα των μαζών από τα κάτω, σε μια φάση αλλαγής. Ένα κύμα διαδοχικών αντινεοφιλελεύθερων και αντιιμπεριαλιστικών μαζικών αγώνων μεγάλης κλίμακας – που ξεκίνησε στη Βόρεια Αφρική, στον αραβικό κόσμο, στη Νοτιανατολική Ασία και στη Λατινική Αμερική– πίεζε για να περάσει στις χώρες του «κέντρου» του συστήματος και να δώσει τέλος στην κινηματική ύφεση που ακολούθησε τους αγώνες του 2011-13. Υπήρξαν πολύ σημαντικά βήματα: το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» πυροδότησε στη Γαλλία ένα ιδιαίτερα ανθεκτικό «ανέβασμα» των εργατικών αγώνων και, σήμερα, η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ πυροδότησε στις ΗΠΑ τις πιο μαζικές και δυναμικές αντιρατσιστικές λαϊκές κινητοποιήσεις μετά το 1969-70.
Η σύγκριση είναι ενδεικτική: ο «κύκλος» Αλγέρι-Παρίσι-Σικάγο ήταν ο «κύκλος» της δεκαετίας του ’60 πριν το «μεγάλο γεγονός» του Μάη του ’68. Ασφαλώς δεν υπαινίσσομαι ότι επίκειται «επανάληψη»: οι διαφορές στις περιόδους είναι μεγάλες, το βάρος από τις ήττες που έχουν μεσολαβήσει είναι σημαντικό, η ιστορία γενικά δεν επαναλαμβάνεται με πανομοιότυπους «κύκλους». Όμως έχει σημασία να δούμε την αναλογία και την πρόκληση: οι μαζικές ανθεκτικές απεργιακές κινητοποιήσεις στη Γαλλία του Μακρόν και –κυρίως!– οι εκπληκτικές διαδηλώσεις στις ΗΠΑ του Τραμπ δεν έπεσαν από το πουθενά. Παρά το πάγωμα που προκάλεσε διεθνώς το ξέσπασμα της πανδημίας και τα μέτρα της καραντίνας, όλοι οι πολιτικοί σχεδιασμοί για την «επόμενη μέρα» οφείλουν να πάρουν υπόψη τον παράγοντα των μαζικών κινημάτων από τα κάτω ως βασική παράμετρο της διαμόρφωσης των εξελίξεων.
Μεταβατική περίοδος
Στην Ελλάδα αυτήν την κατάσταση τη ζούμε με την προσθήκη του στοιχείου της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ από τη ΝΔ υπό την ακραία νεοφιλελεύθερη ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε αναμφίβολα το αποτέλεσμα της «κωλοτούμπας» της ηγεσίας Τσίπρα, της συνθηκολόγησης του 2015. Παρόλα αυτά ήταν η ήττα ενός μεγάλου κύματος ελπίδας που είχε προηγηθεί, υπήρξε το τέλος ενός μεγάλου ανοδικού κύκλου. Και αυτό έχει συνέπειες. Κυρίως με τη μορφή του αυτοπεριορισμού του μαζικού κινήματος και της πολιτικής πίεσης πάνω σε όλες τις οργανωμένες τάσεις της πολιτικής Αριστεράς.
Είμαστε και εδώ σε ένα σημείο καμπής: Η πολιτική του Μητσοτάκη λειτουργεί ως «κεντρί» αφύπνισης. Παρά τα προβλήματα του lockdown και την απειλή του κορονοϊού, οι αγώνες που οργανώθηκαν μέσα σε αυτήν την περίοδο είχαν μεγάλη κοινωνική αποδοχή. Όμως, μια πιο γενικευμένη έξοδος από το τέλμα της ήττας του 2015, προϋποθέτει μια σοβαρή, οργανωμένη και αποφασιστική προσπάθεια της πολιτικής Αριστεράς. Γι’ αυτό, κατά τη γνώμη μου, στην Ελλάδα η επιμονή στη μετωπική και μεταβατική πολιτική έχει μεγαλύτερη αξία από ό,τι ισχύει διεθνώς.
Προς την κατεύθυνση αυτή υπάρχουν προγραμματικές προϋποθέσεις. Στα ταξικά/κοινωνικά ζητήματα υπάρχει αρκετή προεργασία και αρκετή εμπειρία, που θα επέτρεπε να διατυπωθεί ένα πρόγραμμα κοινών διεκδικήσεων/απαιτήσεων, χωρίς ιδιαίτερες πολιτικές δυσκολίες. Σε αυτόν το τομέα, τα δύσκολα αρχίζουν αμέσως μετά: στο πώς διεκδικούνται και παλεύονται ζητήματα στα οποία όλοι συμφωνούμε. Η συμφωνία πάνω σε μια κοινή τακτική παρέμβασης στο εργατικό/συνδικαλιστικό κίνημα και στις αγωνιστικές εκδηλώσεις και διεργασίες του είναι, πιστεύω, ένα πρώτο αποφασιστικής σημασίας βήμα.
Σημαντικός προγραμματικός «τομέας» είναι ο αντιρατσισμός, ο αντισεξισμός και η δράση για την υπεράσπιση του περιβάλλοντος. Εδώ, παρότι θα έπρεπε να αναγνωριστεί μια σύγκλιση προθέσεων, υπάρχει καθυστέρηση των πολιτικών επεξεργασιών. Ο σεβασμός στις κινηματικές ομάδες και πρωτοβουλίες που ήδη δραστηριοποιούνται, η ανάδειξη των πολιτικών/προγραμματικών κατακτήσεών τους, η παρακολούθηση και η σύνδεση με την ευρύτερη διεθνή συζήτηση, είναι ο δρόμος για προγραμματικές αποκρυσταλλώσεις που θα «συντονίζουν» ένα ευρύτερο δυναμικό.
Κρίσιμο είναι το ζήτημα της στάσης μέσα στις γεωπολιτικές συγκρούσεις, της αντίστασης στον πόλεμο και στον ιμπεριαλισμό. Παρότι ζούμε σε μια χώρα που το αντιιμπεριαλιστικό στοιχείο είναι ισχυρό μέσα στην Αριστερά, αυτό δεν έχει κατορθώσει να διαχωριστεί από τον ελληνικό εθνικισμό. Μια Αριστερά που δεν κατορθώνει να ταχθεί ολόψυχα με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες φοβούμενη τα ζητήματα «σταθερότητας των συνόρων», μια Αριστερά που δεν κατορθώνει να ταχθεί κατά των πολεμικών δαπανών σε μια περίοδο βαθιάς κοινωνικής κρίσης, μια Αριστερά που δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί καθαρά και σταθερά από τη συμμαχία με το κράτος του Ισραήλ στην ανατολική Μεσόγειο, δεν θα έχει καμία δυνατότητα να αντιμετωπίσει τα ενδεχόμενα κρίσης που εγκυμονούν οι ανταγωνισμοί για τις ΑΟΖ και τα κοιτάσματα φυσικού αερίου, υπό την αμερικανική και ευρωπαϊκή ηγεμονία στην περιοχή. Η κατάρρευση της ΛΑΕ οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, σε μεγάλο βαθμό στα καταστροφικά «ανοίγματα» της ηγεσίας της σε αυτό το ζήτημα.
Πέρα από τις προγραμματικές προϋποθέσεις, κρίσιμη είναι η επιλογή των πολιτικών ακροατηρίων, επιλογή που συνδέεται με το ζήτημα των πολιτικών συμμαχιών. Είναι αλήθεια ότι ο κόσμος της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ (ή σαφέστερα, της εκλογικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ) παραμένει σημαντικός για κάθε πολιτική αριστερής αντεπίθεσης. Είναι όμως επίσης αλήθεια ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και ο συγκροτημένος κομματικός μηχανισμός του, έκαναν το 2015 μια σοβαρή επιλογή. Ακολούθησαν 4,5 χρόνια διακυβέρνησης, με βάση τη νεοφιλελεύθερη μνημονιακή πολιτική, που μετέτρεψαν τον συγκροτημένο ΣΥΡΙΖΑ σε μια σοσιαλφιλελεύθερη πολιτική δύναμη. Με την οποία δεν είναι ούτε εφικτό ούτε αναγκαίο να υπάρξει όποια πολιτική σύμπλευση.
Αυτό σήμερα είναι προφανές και αναντίρρητο, όμως έχει σημασία να το υπογραμμίζει κανείς, γιατί η δικαιολογημένη απέχθεια απέναντι στον Μητσοτάκη μπορεί αύριο να θρέψει ποικίλες μορφές πολιτικής αμνησίας.
Σε ποια προοπτική κινείται μια συγκροτημένη μετωπική πολιτική; Η απάντηση, κατά τη γνώμη μου, είναι μια διπλή κατεύθυνση:
Αφενός, στη διαμόρφωση ενός πόλου που θα υπηρετεί σοβαρά και οργανωμένα την ενότητα στη δράση της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η ενότητα στη δράση έχει συκοφαντηθεί από τις συνήθειες που αναπτύχθηκαν στο όνομά της. Ενότητα στη δράση σημαίνει διαμόρφωση ενός κοινού σχεδίου παρέμβασης, σημαίνει υλοποίησή του στην πράξη με σοβαρότητα και συνέπεια, σημαίνει συντροφικές σχέσεις συνεργασίας σε κοινά κινηματικά σχήματα, σε κοινή τακτική στο δρόμο, σε κάποια κοινά υλικά, σε κοινές καμπάνιες κ.ο.κ. Αυτά τα καθήκοντα αφορούν πιστεύω έναν κόσμο που σχηματικά θα μπορούσε να περιγραφεί στο φάσμα από την ΛΑΕ μέχρι τις μη σεχταριστικές απόψεις από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η σύγκλιση αυτών των δυνάμεων και η διαμόρφωση μιας οργανωμένης έκφρασης αυτής της σύγκλισης, θα ήταν μια πολύτιμη συμβολή.
Αφετέρου, και μέσα στο παραπάνω πλαίσιο, είναι σαφές ότι υπάρχουν δυνάμεις που βρίσκονται σε μεγαλύτερη σύγκλιση μεταξύ τους. Που έχουν βγάλει κοινά συμπεράσματα από τις προηγούμενες εμπειρίες. Εδώ το καθήκον είναι μια πιο στρατηγική συζήτηση, με την προοπτική στενότερων οργανωτικών σχέσεων, με προσεκτικά βήματα και σοβαρούς σχεδιασμούς. Αυτές οι δύο κατευθύνσεις δεν είναι, πιστεύω, ανταγωνιστικές. Δεν χωρίζονται από τείχη, αντίθετα θα καθοριστούν από εμπειρίες εν εξελίξει. Ζούμε σε μια μεταβατική περίοδο, που θα κριθεί από μεγάλες συγκρούσεις που ήδη επωάζονται. Προς αυτήν την κατεύθυνση θα πρέπει να κινητοποιηθούμε όλες και όλοι: με αποφασιστικότητα, με σοβαρότητα, με εντιμότητα.