Κλιματική αλλαγή και καπιταλισμός: Μια πραγματική απειλή για την ανθρωπότητα

Χρήστος Σταυρακάκης
Ημερ.Δημοσίευσης

Το άρθρο εντοπίζει τις συστημικές αιτίες της περιβαλλοντικής κρίσης και της κλιματικής αλλαγής, εστιάζει στην ελληνική περίπτωση και τις εξορύξεις, ενώ σκιαγραφεί μια απάντηση από την πλευρά της Αριστεράς. 

Κλιματική αλλαγή

Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι η κλιµατική αλλαγή επιταχύνεται επικίνδυνα και το να βγει εκτός ελέγχου είναι ένα πολύ πραγµατικό ενδεχόµενο. Οι συνεχιζόµενες επί ένα µήνα πυρκαγιές στον Αµαζόνιο, οι πρωτοφανείς πυρκαγιές στη Σιβηρία, το λιώσιµο των πάγων στους Πόλους, η πύκνωση ακραίων καιρικών φαινοµένων (τυφώνες, τσουνάµι κλπ), η αύξηση της παγκόσµιας θερµοκρασίας είναι µόνο κάποια από τα αποτελέσµατα της κλιµατικής αλλαγής. Δεν είναι τυχαίο ότι σχεδόν όλο το φάσµα των πολιτικών ηγεσιών ανά τον κόσµο την αναγνωρίζουν. Ακόµα και οι αρνητές της κλιµατικής αλλαγής, όπως ο Τραµπ, ο οποίος παρεµπιπτόντως έχει αποσύρει τις ΗΠΑ από τη συµφωνία του Παρισιού για το κλίµα και είναι µε µία έννοια ανοικτός σε µία επαναδιαπραγµάτευσή της (µε χειρότερους όρους),[1] όµως, για παράδειγµα, δεν αρνείται ότι οι στρατιωτικές δυνάµεις των ΗΠΑ πρέπει να εκπαιδευτούν στην αντιµετώπιση ακραίων καιρικών φαινοµένων.

Η συµφωνία του Παρισιού για το κλίµα είναι µια διεθνής διακρατική συµφωνία µε διακηρυγµένους στόχους τη µείωση εκποµπών διοξειδίου του άνθρακα κατά 20%, αύξηση του µεριδίου των ανανεώσιµων πηγών ενέργειας κατά 20% και βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης κατά 20% µέχρι το 2030,[2] στόχοι που απέχουν πολύ από το να υλοποιηθούν. Ταυτόχρονα, ο µεγάλος κίνδυνος παραµένει η αύξηση της µέσης θερµοκρασίας του πλανήτη, η οποία θα πρέπει να περιοριστεί στον 1,5 βαθµό Κελσίου, ενώ προβλέψεις δείχνουν ότι µέχρι το τέλος του αιώνα είναι πολύ πιθανή η αύξηση να είναι της τάξεως των 3,2 βαθµών Κελσίου.[3] Μέχρι σήµερα η µέση θερµοκρασία του πλανήτη έχει αυξηθεί κατά 1 βαθµό Κελσίου σε σχέση µε τα προ-βιοµηχανικά επίπεδα του 18ου αιώνα, µε πολύ σηµαντικές συνέπειες.

Μία σηµαντική έκθεση ήρθε στη δηµοσιότητα το 2018 από τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιµατική Αλλαγή, µια επιτροπή που έχει συγκροτηθεί από τον ΟΗΕ και αποτελείται από επιστήµονες, περιβαλλοντολόγους κλπ και έχει καθήκον να συµβουλεύει τις κυβερνήσεις για τα µέτρα που πρέπει να πάρουν. Σ’ αυτή την έρευνα έχει διατυπωθεί ο στόχος ότι οι εκποµπές διοξειδίου του άνθρακα, για παράδειγµα, πρέπει σχεδόν να µηδενιστούν στα επόµενα 12 χρόνια. Εάν όµως σκεφτούµε ότι η ίδια η επιτροπή οφείλει να προτείνει πολιτικές που να µπορούν να γίνονται αποδεκτές από τις κυβερνήσεις, αυτό σηµαίνει ότι πολλές φορές µπορεί να είναι είτε συντηρητικές ως προς τη δραστικότητα των προτεινόµενων µέτρων, είτε αρκετά αισιόδοξες ως προς το διαθέσιµο χρονικό περιθώριο.[4]

Σε κάθε περίπτωση, ο κίνδυνος είναι µεγάλος και υπαρκτός όχι για τον πλανήτη, αλλά για την ανθρωπότητα. Αυτό που διακυβεύεται δεν είναι η προστασία του πλανήτη ως τέτοιου, αλλά η προστασία του, ώστε να υπάρχει ένα φιλόξενο περιβάλλον για την ανθρώπινη ζωή πάνω σε αυτόν. Από αυτή την άποψη, αξίζει να αντιµετωπίσουµε την κλιµατική αλλαγή όχι ως µία µελλοντική απειλή, αλλά ως έναν κίνδυνο ο οποίος ήδη µας χτυπάει την πόρτα, ως µία καταστροφή σε εξέλιξη. Αυτή η αντιµετώπιση δεν συνίσταται σε κάποιου είδους κινδυνολογία, αλλά περισσότερο σε µία αίσθηση του επείγοντος απέναντι σε ένα πρόβληµα που όλοι και όλες βιώνουµε.

Ο Μαρξισµός είναι «οικολογικός»

«Επιτρέψτε µας να µη φιλοφρονούµε τους εαυτούς µας τόσο πολύ για τον ανθρώπινο θρίαµβο πάνω στη φύση. Κάθε θρίαµβος, είναι η αλήθεια, φέρνει καταρχήν τα αναµενόµενα αποτελέσµατα, αλλά σε δεύτερο και τρίτο επίπεδο έχει κάπως διαφορετικές και µη προβλέψιµες συνέπειες, οι οποίες συνήθως αναιρούν το πρώτο. Όταν οι Ιταλοί των Άλπεων χρησιµοποίησαν όλα τα πευκοδάση στις νότιες πλαγιές, που τόσο προσεχτικά είχαν ανθίσει στις βόρειες, δεν είχαν την παραµικρή ιδέα ότι µε αυτόν τον τρόπο στερούσαν τις ορεινές πηγές από νερό για το µεγαλύτερο µέρος του χρόνου, δίνοντας τη δυνατότητα σε ορµητικούς χείµαρρους να κάνουν την εµφάνισή τους τις βροχερές περίοδος. Συνεπώς σε κάθε βήµα πρέπει να θυµόµαστε ότι ο άνθρωπος δεν κυριαρχεί πάνω στη φύση όπως ένας κατακτητής κάνει σε έναν ξένο λαό, σαν να στεκόµαστε έξω από τη φύση, αλλά εµείς, µε σάρκα, αίµα και µυαλό, ανήκουµε στη φύση και υπάρχουµε µέσα σε αυτή. Όλη η αυθεντία µας έγκειται στο γεγονός ότι έχουµε το πλεονέκτηµα σε σχέση µε τα υπόλοιπα πλάσµατα, να µαθαίνουµε τους νόµους της φύσης και να τους εφαρµόζουµε σωστά».[5]

Ήδη από τον 19ο αιώνα, οι Μαρξ και Ένγκελς είχαν αναγνωρίσει την καταστροφική σχέση του καπιταλισµού µε το φυσικό περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους, παρότι αυτό δεν ήταν ο πιο κεντρικός προβληµατισµός στη σκέψη τους. Ωστόσο είχαν καταφέρει να αναδείξουν το πρόβληµα της υπερεκµετάλλευσης των φυσικών πόρων και της γης, της ρύπανσης από τις µεγάλες βιοµηχανίες, καθώς και την κινητήρια δύναµη που τις δηµιουργούσε: η άσβεστη δίψα για κέρδος και ο ανταγωνισµός µεταξύ των καπιταλιστών. Αυτή η καταστροφική διαδικασία είναι που άρχισε να αποσυναρµολογεί τη σχέση ανθρώπου και φυσικού περιβάλλοντος. Τόσο η ανθρώπινη εργασία όσο και η παραγωγή βασίζονται στο φυσικό περιβάλλον. Στην πραγµατικότητα, σύµφωνα µε το Μαρξ:

«η εργασία και η παραγωγή συνιστούν τον ενεργό ανθρωπογενή µετασχηµατισµό της φύσης, αλλά και της ανθρώπινης φύσης, της ανθρώπινης σχέσης µε τη φύση και  τον ίδιο τον άνθρωπο».[6] 

Ωστόσο, στον καπιταλισµό, λόγω της ιδιοποίησης της γης και της µετατροπής της σε ατοµική ιδιοκτησία, η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν έχουν πλέον άµεση σχέση µε τα µέσα που χρειάζονται για να ζήσουν µε αποτέλεσµα να βιώνουµε την εµπειρία µιας τετραπλής αλλοτρίωσης: 1) Αλλοτρίωση από την εργασία, µε την έννοια ότι δεν συµβάλει αδιαµεσολάβητα στην ικανοποίηση των αναγκών µας. 2) Αλλοτρίωση από την ίδια τη διαδικασία της εργασίας και από τη στιγµή που η εργασία µας διαχωρίζει από τα υπόλοιπα πλάσµατα στον πλανήτη, αλλοτρίωση από τον εαυτό µας. 3) Αλλοτρίωση των ανθρώπων µεταξύ τους, γιατί αντί να στρατευόµαστε σε ένα συλλογικό-κοινοτικό σχέδιο για την ικανοποίηση των αναγκών µας ως ανθρώπινα όντα, πιεζόµαστε από τους καπιταλιστές στον ανταγωνισµό µεταξύ µας για να διασφαλίσουµε την πρόσβαση σε κάποια µέσα παραγωγής και την εργασία για δικό τους κέρδος και, επειδή είµαστε από τη φύση µας κοινωνικά όντα, για µία ακόµη φορά υπάρχει αλλοτρίωση από τον εαυτό µας. 4) Αλλοτρίωση από τη φύση, που αποτελεί το «ανόργανο» σώµα µας.[7] Για τον Μαρξ, η αλλοτρίωση του ανθρώπου από την εργασία είναι συνυφασµένη µε την αλλοτρίωση του ανθρώπου από τη φύση, κάτι το οποίο ονόµασε «µεταβολική ρήξη».

Ενάντια στις κατηγορίες σχετικά µε την υποτίµηση των ζητηµάτων του φυσικού περιβάλλοντος από τον Μαρξ και τον Ένγκελς (αλλά και από το µαρξισµό –ή τους διαφορετικούς µαρξισµούς), η µελέτη των γραπτών τους δείχνει ότι ήταν οι πρώτοι που κατάφεραν να ανιχνεύσουν τη σχέση µεταξύ της ανθρώπινης δραστηριότητας, οργανωµένης στα πλαίσια της καπιταλιστικής παραγωγής, και του φυσικού περιβάλλοντος, σε µία εποχή όπου οι σηµερινές συνέπειες πιθανότατα φάνταζαν αδιανόητες.

Η εµφάνιση του καπιταλισµού και της παραγωγής κάτω από την εξουσία της αστικής τάξης ήταν η αρχή για την άνευ όρων εκµετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος, το πρώτο βήµα µιας µακριάς διαδικασίας της οποίας τα καταστροφικά αποτελέσµατα είναι πλέον όχι απλώς ορατά, αλλά και απειλητικά για τον ανθρώπινο πληθυσµό. Η κατανόηση αυτής της σχέσης είναι απολύτως απαραίτητη για την κατανόηση της εµφάνισης της κλιµατικής αλλαγής (ή κλιµατικής κρίσης, όπως αναφέρεται όλο και συχνότερα) και των πραγµατικών αιτιών της.

Είναι το κέρδος και ο ανταγωνισµός που µας απειλούν

Κάθε άνθρωπος µπορεί πλέον σήµερα να συνειδητοποιήσει ότι ο κίνδυνος της κλιµατικής αλλαγής είναι πέρα για πέρα πραγµατικός όσο και άµεσος. Ο Ντέιβιντ Χάρβει στο βιβλίο του «Δεκαεφτά αντιφάσεις και το τέλος του καπιταλισµού» κατατάσσει σε µία από τις πιο επικίνδυνες και καταστροφικές αντιφάσεις τη σχέση κεφαλαίου και φύσης, την οποία εξηγεί µέσα από τέσσερα βασικά σηµεία. Πρώτον, ο καπιταλισµός έχει αναπτύξει τη δυνατότητα να επιλύει µε επιτυχία τις οικολογικές δυσκολίες, κάνοντας διάφορες παρελθούσες µετα-αποκαλυπτικές προβλέψεις για το τέλος του κόσµου να µοιάζουν καρικατούρες. Δεύτερον, τα στοιχεία της φύσης είναι µε µία έννοια ενεργοί παράγοντες στη διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου, όπως είναι για παράδειγµα η επιχειρηµατοποίηση της αγροτικής παραγωγής µε στόχο το κέρδος και µόνο. Τρίτον, ο καπιταλισµός έχει µετατρέψει τα περιβαλλοντικά ζητήµατα σε µία µεγάλη µπίζνα, όπως οι τεχνολογίες περιβάλλοντος οι οποίες αποτελούν ένα πολύ δυνατό «χαρτί» στα διεθνή χρηµατιστήρια. Τέταρτον, το κεφάλαιο µπορεί δυνητικά να συνεχίσει να κυκλοφορεί και να συσσωρεύεται ακόµα και στο µέσο σηµαντικών οικολογικών καταστροφών, µέσω του «καταστροφικού καπιταλισµού» που βρίσκει ευκαιρία να κερδοσκοπήσει µετά από µεγάλες φυσικές καταστροφές.

Το βασικό επιχείρηµα εδώ είναι ότι οι καπιταλιστές «από τη φύση τους» είναι αρπακτικοί και όσο δηµιουργούνται ευκαιρίες για νέα πεδία κερδοφορίας τόσο θα τα εκµεταλλεύονται από τη σκοπιά του βραχυπρόθεσµου κέρδους, ακόµα και αν αυτό βάζει µπαρούτι στα θεµέλια του οικονοµικού συστήµατος, υπονοµεύοντας την «ελπίδα» των καπιταλιστών ως σύνολο για µία αέναη ανάπτυξη και µία διαρκή οικονοµική µεγέθυνση. Το σύνολο της λειτουργίας της καπιταλιστικής παραγωγής καταστρέφει το περιβάλλον και δεν είναι µόνο οι πυρκαγιές ή οι εξορύξεις πετρελαίου. Η οργάνωση της αγροτικής παραγωγής µε την υπερεκµετάλλευση του εδάφους και τη µείωση της προσδοκούµενης γονιµότητας, η µαζική αλιεία, η αποψίλωση δασών κλπ είναι και αυτές όψεις της ίδιας καταστροφικής διαδικασίας.

Πρόθεσή µας είναι εξαρχής να καταστεί όσο γίνεται πιο σαφές ότι τα αποτελέσµατα της κλιµατικής αλλαγής είναι προϊόν της ανθρώπινης δραστηριότητας στον πλανήτη, αλλά και πιο συγκεκριµένα της οργανωµένης καπιταλιστικής παραγωγής και όχι ένα αποτέλεσµα ατοµικών καταναλωτικών συνηθειών. Είναι πραγµατικά εξοργιστική η προσπάθεια πολλών ΜΜΕ και τµήµατος της φιλελεύθερης διανόησης να µας πείσουν ότι, εάν σταµατήσουµε να χρησιµοποιούµε πλαστικά καλαµάκια, θα κάνουµε το αποφασιστικό βήµα για να σταµατήσουµε τη µείωση των εκποµπών διοξειδίου του άνθρακα, ενώ οι κυβερνήσεις, οι «πετρελαιάδες», οι φαρµακοβιοµηχανίες µένουν στο απυρόβλητο.

Κάτι τέτοιο επιχείρησε να κάνει, µε επιδέξιο τρόπο τον Αύγουστο του 2018, το περιοδικό The New York Times Magazine,[8] όπου όλο το περιοδικό αποτελούνταν από ένα και µοναδικό άρθρο για την κλιµατική αλλαγή. Το βασικό επιχείρηµα του άρθρου ήταν ότι πριν τριάντα χρόνια χάθηκε η µεγάλη ευκαιρία να αντιµετωπιστεί η κλιµατική αλλαγή και η υπερθέρµανση του πλανήτη, υπήρχε η διαθέσιµη επιστηµονική-τεχνολογική γνώση και το µόνο που µπήκε εµπόδιο ήταν ο ίδιος µας ο εαυτός! Ούτε οι κυβερνήσεις, ούτε οι καπιταλιστές, αλλά όλοι και όλες µαζί φέρουµε την ευθύνη για την κλιµατική αλλαγή. Ισχυριζόµαστε ότι η πραγµατικότητα είναι το εντελώς ανάποδο.

Την ευθύνη για την κλιµατική αλλαγή έχει ο ανταγωνισµός των καπιταλιστών και το αέναο κυνήγι ολοένα µεγαλύτερων κερδών. Αυτή τη στιγµή µπορούµε να ισχυριστούµε ότι υπάρχουν δύο κυρίαρχες τάσεις στην παγκόσµια οικονοµία, σε σχέση µε την κλιµατική αλλαγή. Η µία εκφράζεται από τις πολιτικές τύπου Τραµπ και Μπολσονάρο, οι οποίοι αρνούνται στην πράξη την κλιµατική αλλαγή και είναι διατεθειµένοι να κάψουν και το τελευταίο δέντρο, εάν αυτό εξυπηρετεί οικονοµικά τις κυβερνήσεις τους και τα κυρίαρχα οικονοµικά συµφέροντα, κυρίως του κλάδου των πετρελαίων και των ορυκτών καυσίµων και θα µπορούσαµε να την ονοµάσουµε «εξορυκτισµό». Η δεύτερη εκφράζεται κυρίως από τις πολιτικές της ΕΕ και του ΟΗΕ σε σχέση µε την κλιµατική αλλαγή και αντιπροσωπεύουν αυτό που µπορούµε σχηµατικά να ονοµάσουµε «πράσινο καπιταλισµό» ή «πράσινη ανάπτυξη» και είναι µάλλον η ηγεµονική θέση/άποψη του νεοφιλελευθερισµού. Σύµφωνα µε αυτή την άποψη, η κλιµατική αλλαγή/κρίση προφανώς και υπάρχει, αλλά τα αίτιά της δεν βρίσκονται στην κυριαρχία της αγοράς, αλλά στους περιορισµούς της κυριαρχίας της αγοράς![9] Κυρίαρχη ερµηνεία του νεοφιλελευθερισµού είναι ότι το βασικό πρόβληµα είναι ότι οι φυσικοί πόροι, το φυσικό περιβάλλον δεν είχαν «αποδοθεί» πλήρως στην οικονοµική διαχείριση της αγοράς.

Το µοντέλο της «πράσινης» ανάπτυξης έχει δηµιουργήσει ένα νέο πεδίο κερδοφορίας για το κεφάλαιο, το πεδίο της διαχείρισης των συνεπειών της κλιµατικής αλλαγής. Χαρακτηριστικά παραδείγµατα αυτής της πολιτικής ήταν τόσο η πολιτική των ΗΠΑ κατά τη θητεία του Οµπάµα, όπου ένα σύνολο ΜΚΟ και εταιρειών-κολοσσών τεχνολογίας είχαν αναλάβει να διαχειριστούν τις συνέπειες της κλιµατικής αλλαγής (που η κυβέρνηση Οµπάµα αναγνώριζε), όσο και η στήριξη εκατοντάδων καπιταλιστών στην Αγγλία κατά την διακυβέρνηση της Τερέζα Μέι στο στόχο της Επιτροπής γα την Κλιµατική Αλλαγή να µηδενιστούν οι εκποµπές αερίων του θερµοκηπίου µέχρι το 2050.[10] Αξίζει εδώ να προστεθεί και το χρηµατιστήριο των ρύπων, όπου εκποµπές διοξειδίου του άνθρακα άνω από τα επιτρεπτά όρια ανταλλάσσονται µεταξύ χωρών ή επιχειρήσεων µε τη µορφή µετοχών. Άλλο ένα πεδίο κερδοφορίας δηλαδή.

Ακόµα και σ’ αυτή την περίπτωση, το να πιστεύει κανείς ότι µπορεί το περιβάλλον να σωθεί από αυτούς που συστηµατικά το καταστρέφουν, είναι τουλάχιστον αφέλεια.

Ο εξορυκτισµός στην πόρτα µας

Η κλιµατική αλλαγή δεν κρίνεται µόνο στις µακρινές περιοχές, όπως ο Αµαζόνιος και η Σιβήρια, αλλά πλέον θα κρίνεται και στην πόρτα µας, καθώς το ένα τρίτο της χώρας µετατρέπεται σε πεδίο εξορύξεων υδρογονανθράκων, ενώ την ίδια στιγµή, πέραν του ότι καταπατώνται προστατευόµενες περιοχές, δεν υπάρχει καµία ουσιαστική δέσµευση για την προστασία του περιβάλλοντος. Σηµαντική παράµετρος είναι επίσης το γεγονός ότι το οικονοµικό όφελος για το δηµόσιο από τις πιθανές εξορύξεις είναι εξαιρετικά µικρό και δυσανάλογο µε τις πιθανές καταστροφές.

Οι µέθοδοι που χρησιµοποιούνται για την έρευνα ύπαρξης κοιτασµάτων υδρογονανθράκων, αλλά και οι µέθοδοι εξόρυξης είναι εξαιρετικά επιβλαβείς για το θαλάσσιο και χερσαίο περιβάλλον και µάλιστα ενέχουν πολύ σοβαρούς κινδύνους, που στην περίπτωση της Μεσογείου (που ουσιαστικά είναι µια κλειστή θάλασσα) µπορούν να έχουν µη αναστρέψιµες συνέπειες. Ειδικότερα οι µέθοδοι του fracking (υδραυλικής ρηγµάτωσης) αλλοιώνουν τη δοµή του υπεδάφους, καθιστώντας το σαθρό και ασταθές και εάν συνυπολογίσουµε το πόσο σεισµογενής είναι η Ελλάδα, οι µελλοντικές καταστροφές από πιθανούς σεισµούς (που είναι φυσικά φαινόµενα…) θα είναι πολύ µεγάλες.

Ο προσανατολισµός στις εξορύξεις συνδέεται, ακόµα, µε δύο µεγάλα ζητήµατα: α) Οι εξορύξεις ανατίθενται στις κολοσσιαίες πολυεθνικές που έχουν τους πόρους και την τεχνολογία για να τις πραγµατοποιήσουν. Η παγκόσµια πολιτική πείρα δείχνει ότι η εγκατάσταση γιγάντων όπως η Exxon Mobil, η Total, η Eni κ.ο.κ. είχε ως συνέπεια αυτές να ελέγχουν όχι µόνο τα «οικόπεδα» στα οποία τρυπούν για πετρέλαιο ή φυσικό αέριο, αλλά συνολικότερα την πολιτική και κοινωνική ζωή των χωρών που τις κάλεσαν. β) Οι εξορύξεις σήµερα είναι ένα τεράστιο πεδίο ανταγωνισµού µεταξύ καπιταλιστικών οµίλων, αλλά και εθνικών κρατών που το καθένα διαθέτει κάποιες συµµαχίες. Η όξυνση στην ανατολική Μεσόγειο είναι µια προειδοποίηση ότι το κυνήγι των εξορυκτικών «ευκαιριών» οδηγεί σε µεγαλύτερη σύνδεση στην ουρά του ιµπεριαλισµού, σε στρατιωτικοποίηση του ανταγωνισµού και σε µεγάλους κινδύνους για την ειρήνη. Η Μέση Ανατολή, µια περιοχή που «πλέει» πάνω στο πετρέλαιο, είναι µια περιοχή διαρκούς πολέµου, αντιδραστικών καθεστώτων, άγριας φτώχειας και καταπίεσης για την πλειοψηφία στους πληθυσµούς της.

Η διεθνής ακαδηµαϊκή κοινότητα, η Παγκόσµια Τράπεζα, η WWF και η Green Peace τάσσονται κατά των εξορύξεων, επισηµαίνοντας αυτούς τους κινδύνους και µπορούµε να πούµε µε βεβαιότητα ότι δεν είναι οργανισµοί που φηµίζονται για το ριζοσπαστισµό τους.

Ακόµα και τα υπερδιογκωµένα οικονοµικά οφέλη, που «προβλέπει» η κυβέρνηση, δεν θα µπορούν να αντισταθµίσουν ούτε µία ενδεχόµενη οικολογική καταστροφή, ούτε τις κοινωνικές συνέπειες που θα έχουν οι σχεδιαζόµενες εξορύξεις. Η κοινωνική και οικονοµική ζωή της Δυτικής Ελλάδας θα διαλυθεί κυριολεκτικά. Σε ανακοίνωσή της, η WWF αναφέρει ότι ένα πιθανό ατύχηµα διαρροής µπορεί να οδηγήσει στην απώλεια 45.000 θέσεων εργασίας.[11] Πέραν τούτου, ακόµα και µε το σενάριο που αποφεύγει τη διαρροή (αν και η Repsol έχει κατηγορηθεί πολλές φορές για περιβαλλοντικές καταστροφές στη Λατινική Αµερική), µπορούµε εύκολα να συµπεράνουµε ότι οι θέσεις εργασίας υπερεξειδικευµένου εργατικού δυναµικού δεν θα έχουν τίποτα να προσφέρουν σε πολύ µεγάλο κοµµάτι των κατοίκων αυτών των περιοχών, που ασχολούνται µε τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία, τον τουρισµό.

Η µετατροπή της Ηπείρου, του Ιονίου, της Δυτικής Ελλάδας και της Κρήτης σε ένα πεδίο εξορύξεων είναι εφιαλτικό σενάριο. Οι εξορύξεις δεν αφορούν µόνο αυτές τις περιοχές και τους κατοίκους τους, αλλά µας αφορούν όλους και όλες, καθώς αυτού του τύπου η ενεργητική παρέµβαση και σχεδιαζόµενη εκµετάλλευση των φυσικών πόρων θα έχει συνέπειες για το σύνολο του περιβάλλοντος στην Ελλάδα, αλλά και για το σύνολο της κοινωνικής και οικονοµικής ζωής. Η διεθνής εµπειρία, µε σχετικά πρόσφατο παράδειγµα την τεράστια πετρελαιοκηλίδα στον κόλπο του Μεξικού, «προσφέρει» αδιάσειστα στοιχεία.

Οικολογική και σοσιαλιστική συνείδηση

«Δεν µπορούµε πλέον να σώσουµε τον πλανήτη, παίζοντας µε τους κανόνες, γιατί αυτοί οι κανόνες πρέπει να αλλάξουν. Συνεπώς, δεν ήρθαµε εδώ να ικετέψουµε τους ηγέτες του κόσµου να νοιαστούν για το µέλλον µας. Μας έχουν αγνοήσει στο παρελθόν και θα µας αγνοήσουν ξανά.  Έχουµε έρθει εδώ για τους πούµε ότι η αλλαγή έρχεται είτε τους αρέσει είτε όχι. Οι άνθρωποι θα αντιµετωπίσουν αυτή την πρόσκληση».[12]

Έχουµε υποστηρίξει µέχρι στιγµής ότι η βασική αιτία της κλιµατικής αλλαγής και της καταστροφής του περιβάλλοντος είναι η καπιταλιστική κερδοφορία και ο ανταγωνισµός. Αυτό ωστόσο δεν µπορεί να µας οδηγήσει σε µία άποψη-καρικατούρα ότι η καταστροφή του περιβάλλοντος θα σταµατήσει, όταν ανατραπεί ο καπιταλισµός. Ούτε όµως µπορούµε να υποχωρήσουµε σε µία λογική διαµόρφωσης ενσωµατώσιµων αιτηµάτων από το σύστηµα, από τις κυβερνήσεις και τους διεθνείς οργανισµούς, δεν µπορούµε δηλαδή να υιοθετήσουµε τη στάση και τον ανεπαρκή ρόλο των περιβαλλοντικών ΜΚΟ, που καταλήγουν να γίνονται το πράσινο άλλοθι του καπιταλιστικού ανταγωνισµού.

Είναι επίσης σαφές ότι ο καπιταλισµός από µόνος του ούτε θέλει, ούτε µπορεί να σταµατήσει την καταστροφή που ο ίδιος προκαλεί. Δυστυχώς, θα συνεχίσει να αντιµετωπίζει το φυσικό περιβάλλον ως ένα ακόµα εµπόρευµα, το οποίο τεµαχίζεται και ιδιοποιείται πριν κυκλοφορήσει στην αγορά. Αυτός είναι ο τρόπος που αντιµετωπίζει την οντότητα του περιβάλλοντος το καπιταλιστικό σύστηµα και είναι κοµβικός στη διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου. Άρα τα οικολογικά κινήµατα, εάν ξεπεράσουν ένα απλό «οικολογικό στάδιο», εάν αρχίσουν να ωριµάζουν, πρέπει να γίνουν αντικαπιταλιστικά και να αµφισβητήσουν αυτές τις διαδικασίες, ώστε σε συµµαχία µε άλλους να µπορέσουν να µπλοκάρουν την ίδια τη διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου.[13]

Αυτή η θεωρητική κατεύθυνση πρέπει να γίνει πολιτικό πρόγραµµα και αιτήµατα για τα περιβαλλοντικά κινήµατα και τα κινήµατα αντίστασης γενικώς. Οφείλουµε να αναπτύξουµε και να προωθήσουµε άµεσες διεκδικήσεις σε σχέση µε τη µείωση της κατανάλωσης ενέργειας που παράγεται από ορυκτά καύσιµα, να εναντιωθούµε στις νέες εξορύξεις, να διεκδικήσουµε άµεσα µέτρα προστασίας του περιβάλλοντος από τις κυβερνήσεις. Και αυτό πρέπει να γίνει από τη µαζική κινητοποίηση των ανθρώπων. Μόνο ένα µαζικό κίνηµα µπορεί να επιβάλει αυτές τις πολιτικές επιλογές, ενώ ταυτόχρονα η µαζική συµµετοχή θα διαµορφώνει συνειδήσεις, αγωνιστικότητα και αποφασιστικότητα σε µεγάλα τµήµατα της κοινωνίας. Αυτή είναι και η σηµασία του παγκόσµιου µαθητικού κινήµατος, που έχει ξεσπάσει. Μια νέα γενιά –ηλικιακά και πολιτικά– διεκδικεί στο δρόµο έναν άλλο κόσµο, ένα ανθρώπινο περιβάλλον για να µπορέσουν οι επόµενες γενιές να ζήσουν αξιοπρεπώς. Αυτή η µαζική κινητοποίηση, παρά τις αντιφάσεις της, εγκυµονεί τις δυνατότητες για ένα πραγµατικά επικίνδυνο πολιτικά κίνηµα, που θα στοχοποιεί τις κυβερνήσεις και τις επιχειρήσεις, που θα στοχοποιεί τον καπιταλισµό και θα διεκδικεί πολύ πιο βαθιές ανατροπές. Αυτός είναι και ο τρόπος µε τον οποίο µπορούν τα περιβαλλοντικά κινήµατα, τα τωρινά µαθητικά κινήµατα να οικοδοµήσουν τις απαραίτητες συµµαχίες µε την εργατική τάξη. Αυτά τα κινήµατα –σήµερα– µας δίνουν τη δυνατότητα η συζήτηση να µην είναι απλώς µια θεωρητική άσκηση.

Εάν η αλλοτρίωση του ανθρώπου από τη φύση και από την εργασία είναι συνυφασµένες, τότε η απελευθέρωση του φυσικού περιβάλλοντος από τις διαδικασίες αναπαραγωγής και συσσώρευσης του κεφαλαίου είναι συνυφασµένη µε την απελευθέρωση της κοινωνίας από την καπιταλιστική εκµετάλλευση και καταπίεση. Με αυτή την έννοια, ο αγώνας ενάντια στην κλιµατική αλλαγή και την καταστροφή του περιβάλλοντος είναι αντικαπιταλιστικός και διαπερνάει ποικιλοτρόπως σχεδόν κάθε πτυχή της ταξικής αντιπαράθεσης. Χρειάζεται λοιπόν να «συναντηθούν» τα αιτήµατα των περιβαλλοντικών κινηµάτων µε τη µαρξιστική κριτική στην καταστροφική καπιταλιστική «πρόοδο».

Για παράδειγµα, το αίτηµα για ισότιµη πρόσβαση στην ενέργεια (θέρµανση, κλιµατισµός, ηλεκτρικό ρεύµα) είναι ταυτόχρονα ένα ταξικό αίτηµα, γιατί αφορά εκατοµµύρια ανθρώπους που έχουν ελλιπή ή καθόλου πρόσβαση στην ενέργεια, αλλά και ένα περιβαλλοντικό αίτηµα, από τη στιγµή που µπορεί να αναδείξει το µοντέλο παραγωγής ενέργειας, την ταξικά άδικη κατανοµή κλπ. Αντίστοιχο αίτηµα είναι, για παράδειγµα, οι µαζικές δηµόσιες συγκοινωνίες, οι οποίες αφενός θα µπορούν να καλύπτουν ικανοποιητικά τις ανάγκες µεταφοράς-µετακίνησης των ανθρώπων στις πόλεις, αλλά ταυτόχρονα µπορεί να βοηθήσει στη µείωση της χρήσης των ΙΧ και συνεπώς στη µείωση των εκποµπών καυσαερίου, βελτιώνοντας την ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος.

Όπως υπογραµµίζει ο Φόστερ, µία γνήσια οικολογική επανάσταση, άξια του ονόµατός της, µπορεί να πραγµατοποιηθεί µόνο στα πλαίσια µιας ευρύτερα κοινωνικής, σοσιαλιστικής επανάστασης.[14] Για να µπορέσουµε να σταµατήσουµε οριστικά την υπερεκµετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος για χάρη του κέρδους, πρέπει να µπορέσουµε να αναµετρηθούµε µε το σύστηµα της κερδοφορίας. Αυτή η στρατηγική «σύλληψη» οφείλει να είναι οδηγός για την παρέµβαση της επαναστατικής Αριστεράς, βοηθώντας τη να αναγνωρίζει τις δυνατότητες ριζοσπαστικοποίησης και πολιτικοποίησης των περιβαλλοντικών κινηµάτων, όπως αυτά που έχουν αναδειχθεί το τελευταίο διάστηµα.

«Τέτοιοι αγώνες γύρω από χειροπιαστά ζητήµατα είναι σηµαντικοί όχι µόνο επειδή οι επιµέρους νίκες είναι ευπρόσδεκτες καθαυτές, αλλά και επειδή συµβάλλουν στην άνοδο της οικολογικής και σοσιαλιστικής συνείδησης, προωθώντας τη δράση και την αυτοοργάνωση από τα κάτω: και οι δύο αυτοί άξονες είναι αποφασιστικές και αναγκαίες προϋποθέσεις ενός ριζοσπαστικού, δηλαδή επαναστατικού, µετασχηµατισµού του κόσµου».[15]

Σηµειώσεις

1. https://www.theguardian.com/us-news/2018/jan/28/donald-trump-says-us-could-re-enter-paris-climate-deal-itv-interview

2.  https://www.consilium.europa.eu/el/policies/climate-change/timeline/

3. https://edition.cnn.com/2017/12/12/world/climate-change-paris-agreement-two-years/index.html

4. https://therealnews.com/stories/michael-mann-we-are-even-closer-to-climate-disaster-than-ipcc-predicts

5. Frederick Engels, “The Part Played by Labor in the Transition from Ape to Man,” in MECW, vol. 25 (New York: International Publishers, 1987), 460–61, 463.

6. Foster et al., Ecological Rift, 228.

7. Foster, «Marx’s Ecology», 72.

8. https://www.nytimes.com/interactive/2018/08/01/magazine/climate-change-losing-earth.html?hp&action=click&pgtype=Homepage&clickSource=story-heading&module=photo-spot-region&region=top-news&WT.nav=top-news

9. Βλ. Πέτρος Ψαρρέας, «Καπιταλισµός, οικολογική κρίση, οικολογία και η οικοσοσιαλιστική προοπτική», στο περιοδικό «Θέσεις».

10. “Businesses Urge UK to Set Net Zero Emissions Target for 2050”, Financial Times (31 Μάη), www.ft.com/content/19a0ba7a-82d0-11e9-b592-5fe435b57a3b

11. WWF.gr.

12. https://www.commondreams.org/news/2018/12/04/we-have-not-come-here-beg-world-leaders-care-15-year-old-greta-thunberg-tells-cop24

13. Βλ. Ντέιβιντ Χάρβεϊ, Δεκαεπτά αντιφάσεις και το τέλος του καπιταλισµού.

14. Βλ. Φόστερ, Marx’s Ecology.

15. Μικαέλ Λεβί, Οικοσοσιαλισµός.

Συντάκτης
Χρήστος Σταυρακάκης