Οι Δημοκρατικοί, ο Σάντερς και η Αριστερά

Πάνος Πέτρου
Ημερ.Δημοσίευσης

Η καμπάνια Σάντερς προκάλεσε διεθνές ενδιαφέρον, οπότε ο απολογισμός της και οι εκτιμήσεις για τις προοπτικές της ριζοσπαστικής Αριστεράς μετά από αυτήν έχουν μεγάλη σημασία. Το άρθρο παρουσιάζει το σχετικό διάλογο και παράλληλα επιχειρεί μια παρέμβαση σε αυτόν.

Μπέρνι Σάντερς

Οι διαδοχικές καμπάνιες γύρω από την υποψηφιότητα του Μπέρνι Σάντερς για το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος το 2016 και το 2020 υπήρξαν από τα πιο σημαντικά πολιτικά-εκλογικά γεγονότα που απασχόλησαν την συζήτηση στην Αριστερά διεθνώς τα τελευταία χρόνια –ιδιαίτερα καθώς οι επιτυχίες της έρχονταν σε εμφανή αντιπαραβολή με το τοπίο ήττας και υποχώρησης στις περισσότερες χώρες.

Η πρώτη απόπειρα το 2016 υπήρξε ο απόλυτος αιφνιδιασμός. Ένας σχετικά άγνωστος (έξω από τους κύκλους της Αριστεράς), «ανεξάρτητος» γερουσιαστής από το μικρό Βερμόντ, ο οποίος αυτοαποκαλείται «σοσιαλιστής», έκανε το αδιαφιλονίκητο φαβορί, την Χίλαρι Κλίντον, να «ιδρώσει» κατά τη διεκδίκηση του χρίσματος. Ήταν ένα ανέλπιστο δείγμα της ριζοσπαστικοποίησης ενός τμήματος της αμερικανικής κοινωνίας -που εκδηλωνόταν και με πολλούς άλλους τρόπους, αλλά έκτοτε κωδικοποιήθηκε κάπως αυθαίρετα ως «ρεύμα Σάντερς».

Η καμπάνια του Μπέρνι δεν αιφνιδίασε μόνο τα επιτελεία της Χίλαρι, αλλά και όλη τη ριζοσπαστική Αριστερά. Έμοιαζε (επιφανειακά) να τίθεται σε αμφιβολία η βεβαιότητα ότι τέτοιες υποψηφιότητες δεν έχουν καμία τύχη στο Δημοκρατικό Κόμμα κι ότι παραδοσιακά περιορίζονται σε περιθωριακό ρόλο κομπάρσου. Φυσικά στο τέλος της κούρσας, το καλοκαίρι του 2016, η «τάξη» αποκαταστάθηκε. Η εκλεκτή της ηγεσίας των Δημοκρατικών διασφάλισε το χρίσμα ενώ ο Σάντερς -απογοητεύοντας σημαντική μερίδα των οπαδών του- στήριξε την Χίλαρι στην επακόλουθη μάχη των προεδρικών εκλογών.

Τα επόμενα χρόνια όμως αποδείχθηκε η ανθεκτικότητα του ριζοσπαστισμού που εκφράστηκε στην καμπάνια Σάντερς. Αυτός ο ριζοσπαστισμός όχι μόνο δεν εξαερώθηκε μετά την ήττα στις προκριματικές, αλλά υποχρέωσε τους επόμενους μήνες και χρόνια τους αστούς αναλυτές να εντοπίσουν την «δημοφιλία του σοσιαλισμού στη νεολαία» και την αμερικανική Αριστερά να αρχίσει να συζητά για ένα «νέο σοσιαλιστικό κίνημα». Η DSA (Δημοκράτες Σοσιαλιστές Αμερικής), μια μικρή ομάδα βετεράνων σοσιαλδημοκρατών που κινούνταν στις παρυφές των Δημοκρατικών μετατράπηκε το ίδιο διάστημα στη μαζικότερη οργάνωση της «πλατιάς Αριστεράς» στις ΗΠΑ, με πλήθος τοπικών οργανώσεων, παρουσία σε διάφορες κινηματικές πρωτοβουλίες και χιλιάδες νεαρά μέλη, καλύπτοντας ένα ευρύ «φάσμα» απόψεων. Εν τω μεταξύ, η Χίλαρι Κλίντον είχε υποστεί μια ταπεινωτική ήττα από τον απίθανο Τραμπ, βάζοντας σε αμφισβήτηση το δόγμα της «κεντρώας εκλογιμότητας», ενώ κάποιες αριστερές ριζοσπαστικές υποψηφιότητες, αξιοποιώντας το ψηφοδέλτιο των Δημοκρατικών, κατέγραψαν νίκες σε επιμέρους εκλογές (με πιο εμβληματική την νεαρή, εργαζόμενη, «λατίνα» σοσιαλίστρια Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ στο Κογκρέσο).

Σε αυτό το φόντο, ο Σάντερς ανακοίνωσε την απόφασή του να επιχειρήσει ξανά το 2020. Πολλές οργανώσεις ή συλλογικότητες της αμερικανικής ριζοσπαστικής Αριστεράς αποφάσισαν να στηρίξουν την νέα απόπειρα. Η σημαντικότερη από αυτές, η ISO (International Socialist Organization), οδηγήθηκε σε διαλυτική κρίση και κατάρρευση πάνω στις εσωτερικές διαφωνίες για τη γραμμή της απέναντι σε μια καμπάνια που έδειχνε ελκυστική σε μεγάλο τμήμα του στελεχικού δυναμικού, αλλά ερχόταν σε αντιπαράθεση με την ιδρυτική-στρατηγική επιλογή της Οργάνωσης για πλήρη ανεξαρτησία από το Δημοκρατικό Κόμμα. Η DSA αποφάσισε να στηρίξει τις προοπτικές της με θερμή εμπλοκή στην νέα καμπάνια Σάντερς.

Στη σχετική συζήτηση, υπήρξε μια γενικευμένη ευφορία για τις προοπτικές της φετινής καμπάνιας. Όσον αφορά την DSA, αυτό κωδικοποιήθηκε στο σύνθημα «All-in for Bernie» («τα ποντάρουμε όλα στον Μπέρνι»). Κεντρικό ρόλο σε αυτήν την κατεύθυνση έπαιξε ο κύκλος στελεχών γύρω από το ριζοσπαστικό περιοδικό Jacobin, το οποίο λειτούργησε τα τελευταία χρόνια ως «πολυσυλλεκτική φωνή της ριζοσπαστικής Αριστεράς», δεν αποτελεί «επίσημο όργανο» της DSA, αλλά -καλώς ή κακώς- έχει καταγραφεί πλατιά ως έκφραση του «πλειοψηφικού κλίματος» σε αυτήν την Οργάνωση και κυρίως των απόψεων της πιο συγκροτημένης ιδεολογικά τάσης της («Bread and Roses»). Η ευφορία της περιόδου «μεταφράστηκε» σε πυκνή αρθρογραφία και μια συνολικότερη στάση που έδειχνε ότι υπολογίζει σοβαρά στην προοπτική «ενός σοσιαλιστή στο Λευκό Οίκο».

Ήταν μια λάθος εκτίμηση, στην οποία παρασύρθηκαν πολλοί και πολλές για μια σειρά λόγους. Τελικά το 2020 δεν ήταν επανάληψη του 2016, αλλά με τον αντίστροφο τρόπο από αυτόν που προέβλεπε η υπερ-αισιόδοξη ανάγνωση των δυνατοτήτων -όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω. Αλλά καθώς όσοι-ες εντόπιζαν το απίθανο ως και ανέφικτο του φιλόδοξου στόχου είχαν βρεθεί στη μειοψηφία, η καθαρή ήττα του Σάντερς και πολύ περισσότερο η γρήγορη αποδοχή της από τον ίδιο -με την επακόλουθη απόσυρση από την κούρσα και την στήριξη στον Τζο Μπάιντεν αποτέλεσε ένα σοκ.

Σε αυτό το τοπίο, γεμάτο ελπιδοφόρα στοιχεία, αλλά και επικίνδυνους πειρασμούς, γεμάτο ευχάριστες ανατροπές αλλά και συγκεκριμένους κινδύνους και όρια, ο απολογισμός της καμπάνιας Σάντερς και συνεπώς οι εκτιμήσεις για τις προοπτικές γίνονται απολύτως κρίσιμες και έχουν ήδη προκαλέσει (από την επομένη της ήττας Σάντερς) μια πολύ μεγάλη συζήτηση στις γραμμές της αμερικανικής Αριστεράς. Αυτό το άρθρο θα παρουσιάσει τμήμα αυτής της ζωηρής συζήτησης -προφανώς όχι «αμερόληπτα», αλλά με υποστήριξη στην άποψη όσων επιμένουν ότι η εμπλοκή στο Δημοκρατικό Κόμμα, αυτό το «νεκροταφείο των κινημάτων», παραμένει μια αδιέξοδη επιλογή.

Οι επιτυχίες της καμπάνιας Σάντερς…

Είναι αναντίρρητο το γεγονός ότι γύρω από την υποψηφιότητα του Μπέρνι Σάντερς εκδηλώθηκε πολιτικά-εκλογικά ένα ευρύτερο ρεύμα κοινωνικού ριζοσπαστισμού. Λειτουργώντας ως το «πρόσωπο» της ανερχόμενης δημοφιλίας του «σοσιαλισμού» και της πλειοψηφικής στήριξης σε μια σειρά κοινωνικά αιτήματα (για δημόσια δωρεάν υγεία, για διαγραφή φοιτητικών χρεών/κατάργηση διδάκτρων για ένα «Πράσινο Νιου Ντιλ» κ.ο.κ.), ο Μπέρνι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εισβολή αυτών των ιδεολογικών μετατοπίσεων στην κεντρική πολιτική συζήτηση στις ΗΠΑ –που επί δεκαετίες μετατοπιζόταν διαρκώς προς τα δεξιά. Οι προεκλογικές του καμπάνιες -αποκρυσταλλώνοντας σε πολιτικό πρόγραμμα αυτές τις διαθέσεις και τοποθετώντας τες κάτω από τη σημαία κάποιου «σοσιαλισμού»- έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση και σταθεροποίηση αυτού του αυθόρμητου «φιλο-σοσιαλισμού» προς τον οποίο έχει μετατοπιστεί μια σημαντική μειοψηφία της αμερικανικής κοινωνίας.

Η σχέση της καμπάνιας με τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό μπορεί να οδηγήσει σε μια συζήτηση για το αν «η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα». Η πιο επικριτική αρθρογραφία υπογραμμίζει ότι η πλειοψηφική υποστήριξη σε ένα καθολικό σύστημα περίθαλψης προϋπήρχε και αποτυπωνόταν σε έρευνες πριν τις καμπάνιες Σάντερς. Ότι το «Πράσινο Νιου Ντιλ» (σε μια ακόμα πιο ριζοσπαστική εκδοχή) είχε κατατεθεί στη δημόσια συζήτηση από τους Πράσινους και τη ριζοσπαστική πτέρυγα του οικολογικού κινήματος και κέρδιζε ήδη μαζική υποστήριξη σε συνειδήσεις. Είναι επισημάνσεις που έχουν τη σημασία τους απέναντι σε υπερβολές που αποδίδουν στον «σαντερισμό» όλες τις θετικές ιδεολογικές διεργασίες στην αμερικανική κοινωνία. Αλλά αν μείνει κανείς σε αυτές τις επισημάνσεις, κινδυνεύει από μια αντίστροφη υπερβολή: Αυτήν της υποτίμησης της συνεισφοράς της καμπάνιας Σάντερς στο να μαζικοποιηθεί και να κεντρικοποιηθεί αυτή η εξέλιξη στη «μάχη των ιδεών».

Αντίστοιχα οφείλει κανείς να σταθεί απέναντι στο δεύτερο χαρακτηριστικό της καμπάνιας Σάντερς: την αύξηση της επιρροής της ιδέας του σοσιαλισμού. Στην ευρωπαϊκή πολιτική «αργκό», ο Μπέρνι θα χαρακτηριζόταν σοσιαλδημοκράτης παλαιάς κοπής, οπαδός της χρυσής εποχής και των καλύτερων πτυχών του «σουηδικού μοντέλου». Αλλά στις ΗΠΑ δεν υπήρξε καν μια σοσιαλδημοκρατική εποχή -είναι ενδεικτικό το δέος με το οποίο αντιμετωπίζουν Αμερικάνοι ριζοσπάστες ακόμα και το σημερινό βαθιά διαβρωμένο ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος ως κάτι το εξωπραγματικό. Επιπλέον, στη μακρά διαδρομή από τον μακαρθισμό ως τη ριγκανική αντεπανάσταση, η ίδια η λέξη «σοσιαλισμός» είχε απαξιωθεί πλήρως, ακόμα κι όταν ταυτιζόταν με το κοινωνικό κράτος. Η «παρεξήγηση» γύρω από το νόημα της λέξης παραμένει -αυτό που έχει αλλάξει δραματικά είναι η δημοφιλία της.

Να το θέσουμε σχηματικά: Σε ένα διάσημο παραλήρημά του ενάντια στη δημόσια υγεία, ο Ρόναλντ Ρίγκαν επιστράτευε ως κεντρικό επιχείρημα ότι «μπορεί να ακούγεται ως καλή ιδέα, αλλά πρόκειται για σοσιαλισμό» και αυτό του άνοιξε το δρόμο για τη μετάβαση από τον χώρο του θεάματος σε μια πολύ πετυχημένη πολιτική καριέρα. Σήμερα ο Μπέρνι Σάντερς υπερασπίζεται ένα δημόσιο σύστημα υγείας, ισχυρίζεται επίσης ότι «αυτό είναι ο σοσιαλισμός» αλλά η μαζική αντίδραση πολλών ανθρώπων πλέον είναι «ε τότε είμαι και εγώ σοσιαλιστής!».

Αυτή η αναφορά στην ταλαιπωρημένη ιστορία της λέξης έχει διπλή σημασία: Βοηθά να καταλάβουμε καλύτερα το νόημα του «σοσιαλισμού» τον οποίο προωθεί με επιτυχία σήμερα ο Σάντερς, για να μην υπερβάλουμε ως προς τα χαρακτηριστικά του «νέου σοσιαλιστικού κινήματος». Αλλά ταυτόχρονα βοηθά να καταλάβουμε πόσο μεγάλο ιστορικό άλμα στις συνειδήσεις αποτελεί ακόμα και αυτή η ταύτιση με το «σοσιαλισμό» όταν συμβαίνει στις ΗΠΑ. Κάποτε θα συμβούλευαν τον Μπέρνι ότι «καταστρέφεις τις όποιες ελπίδες σου αν δηλώσεις ανοιχτά σοσιαλιστής». Σήμερα η ταμπέλα του «σοσιαλιστή» όχι απλά δεν είναι εμπόδιο αλλά ίσως είναι και ένα από τα μεγάλα ατού της καμπάνιας του.

Τα στρατηγικά ξεκαθαρίσματα γύρω από το τί είναι ο σοσιαλισμός, πώς θα φτάσουμε εκεί, ή και για το πώς παλεύονται τα κοινωνικά αιτήματα που κερδίζουν μαζική αποδοχή σήμερα είναι υπόθεση της διαπάλης μέσα στο αμερικανικό κίνημα και την αμερικανική Αριστερά και των συσχετισμών που θα διαμορφωθούν στο εσωτερικό τους. Προφανώς ο Μπέρνι ανήκει σε διαφορετική παράδοση από εκείνη του «σοσιαλισμού από τα κάτω» και δεν μπορούν όσοι-ες αναφέρονται σε αυτήν την παράδοση να περιμένουν από την καμπάνια Σάντερς να συμβάλει στα αναγκαία ξεκαθαρίσματα. Αλλά η συμβολή του «φαινομένου Σάντερς» στο να ανοίξει με μαζικότερους όρους αυτή η συζήτηση, με όρους που δεν υπήρξαν για δεκαετίες, δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Είναι μια εξέλιξη που οφείλει να ενθουσιάζει όποια-ον αγωνίζεται για τη σοσιαλιστική προοπτική κι από εκεί και πέρα, «πεδίο δόξης λαμπρό» για την αναγκαία στρατηγική-πολιτική συζήτηση κι αντιπαράθεση.

Οι μεγάλες προσδοκίες

Η καμπάνια Σάντερς ωστόσο δεν αφορούσε τη μάχη των ιδεών γενικώς, καθώς έθετε ρητά έναν πολύ συγκεκριμένο στόχο: να κερδίσει το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος και να διεκδικήσει την προεδρία των ΗΠΑ. Ο ίδιος ο «τελικός στόχος» -να βρεθεί ο Σάντερς επικεφαλής του αμερικανικού κράτους (και των κεντρικών γραφειοκρατιών του, αλλά και των κυβερνητών Πολιτειών κ.ο.κ.), λογοδοτώντας ταυτόχρονα στο Δημοκρατικό Κόμμα (και τους νεοφιλελεύθερους Γερουσιαστές και Βουλευτές του) υπήρξε –τουλάχιστον!– αμφιλεγόμενος ως προς τις προοπτικές και το περιεχόμενό του.

Πολλά από αυτά υποτιμήθηκαν κατάφωρα από το Jacobin, του οποίου η αρθρογραφία σταδιακά επικεντρώθηκε στις δυνατότητες της επερχόμενης «προεδρίας Σάντερς». Ο ιδρυτής κι εκδότης του περιοδικού, Μπασκάρ Σουνκάρα, γράφοντας το «Σοσιαλιστικό Μανιφέστο» του, έβλεπε σε ένα τέτοιο σενάριο τον «οδικό χάρτη προς το σοσιαλισμό στις ΗΠΑ» (ο ανένταχτος βετεράνος σοσιαλιστής Λούις Πρόγεκτ το είχε χαρακτηρίσει «οδικό χάρτη προς τις κατακόμβες του Δημοκρατικού Κόμματος», μάλλον δικαιολογημένα όπως θα δούμε στη συνέχεια).

Αλλά πέρα από αυτή τη στρατηγική συζήτηση για το μέλλον, υπήρχε κι ένα άλλο σοβαρό ζήτημα που υποτιμήθηκε εξίσου κατάφωρα και αφορούσε τον άμεσο, μίνιμουμ, «παροντικό» στόχο της καμπάνιας: το γεγονός ότι η κατάκτηση του χρίσματος των Δημοκρατικών από έναν ριζοσπάστη αυτοαποκαλούμενο «σοσιαλιστή» ήταν ανέφικτη -πέρα από το αν ήταν εξαρχής επιθυμητή. Σήμερα πολλά άρθρα στελεχών της DSA ξεκινούν από την παραδοχή ότι «δεν επρόκειτο να είναι εύκολο» κι ότι θα ήταν «ένα μικρό θαύμα». Αλλά μετά τις αρχικές νίκες Σάντερς στις πρώτες Πολιτείες και τον παλμό της καμπάνιας του, η τότε αρθρογραφία ανακήρυσσε τριομφαλιστικά ότι το Δημοκρατικό Κόμμα είναι «το κόμμα του Μπέρνι, πλέον»…

Η ζωντάνια της καμπάνιας (πολλοί και ακούραστοι εθελοντές, τεράστια οικονομική ενίσχυση από πάρα πολλούς μικροδωρητές, μαζικές ενθουσιώδεις συγκεντρώσεις σε ανοιχτούς χώρους) δημιούργησε τη ψευδαίσθηση ενός εκλογικού ρεύματος πολύ μεγαλύτερου από ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Οι επιτυχίες της Οκάσιο-Κορτέζ και άλλων στις ενδιάμεσες βουλευτικές του 2018, είχαν ενισχύσει την αυταπάτη ότι είναι εφικτή μια «κατάληψη του Δημοκρατικού Κόμματος εξ εφόδου». Η καλή κούρσα του Σάντερς του 2016 θεωρήθηκε απόδειξη ότι «μπορεί να συμβεί». Είχε καλλιεργηθεί ένα κλίμα που έβλεπε αυξημένες δυνατότητες κι ευκαιρίες για τη ριζοσπαστική Αριστερά εντός του Δημοκρατικού Κόμματος, ή πιο σωστά «αξιοποιώντας τα ψηφοδέλτιά του».

Μια δημοφιλής παρομοίωση-αντιπαραβολή έβλεπε τον Σάντερς στους Δημοκρατικούς ως το αντίστοιχο του Τραμπ στους Ρεπουμπλικάνους (ο «εξωκομματικός» που επικράτησε ενάντια στους «βαρόνους» που στήριζε η κομματική ηγεσία) και την DSA ή τους ευρύτερους «σαντερίστας» ως το αντίστοιχο του Tea Party (μια «ακροαριστερή εξέγερση της βάσης» που καθορίζει την πορεία του Δημοκρατικού Κόμματος, αντίστοιχα με την «ακροδεξιά εξέγερση της βάσης» που καθόρισε την πορεία του Ρεπουμπλικάνικου Κόμματος). Οι πρωτιές του Σάντερς στις πρώτες Πολιτείες ενίσχυσαν τον υπερβολικό ενθουσιασμό.

Οι υποθέσεις που στήριξαν την αρχική άκρατη αισιοδοξία είχαν κάνει κάποια σημαντικά λάθη. Το 2016 ο Σάντερς υπήρξε ο μοναδικός υποψήφιος απέναντι στη μισητή και αλαζονική Χίλαρι Κλίντον. Όχι μόνο αιφνιδίασε την ηγεσία των Δημοκρατικών (που τον θεωρούσε «διακοσμητική» παρουσία στην κούρσα) αλλά και κέρδισε όλες τις «οποιονδήποτε-εκτός-από-την-Χίλαρι» ψήφους. Στις ενδιάμεσες βουλευτικές του 2018, η Κορτέζ και 3-4 ακόμα ριζοσπάστες-στριες επίσης αιφνιδίασαν το κομματικό κατεστημένο, αλλά επίσης αποτέλεσαν μικρή μειοψηφία απέναντι στο πλήθος των νεοφιλελεύθερων «κεντρώων» που εξέλεξε το Δημοκρατικό Κόμμα. Αυτές οι επιτυχίες της Αριστεράς, προκάλεσαν τεράστια δημοσιότητα γιατί υπήρξαν «εξαιρέσεις», αλλά κάπου εκεί χάθηκε η αίσθηση ότι αποτελούν όντως μικρές «εξαιρέσεις» κι όχι μια νέα τάση που τείνει να γίνει «κανόνας».

Ο παραλληλισμός με τον Τραμπ και το Tea Party ξεχνούσε κάποιες βασικές αλήθειες: Πρώτον ότι ο Τραμπ ήταν ένας ιδιόμορφος «παρείσακτος», μιας και αποτελούσε «σάρκα από τη σάρκα» της άρχουσας τάξης και εισηγούνταν μια νέα στρατηγική για τα συμφέροντά της. Ο Σάντερς αντίθετα είναι απολύτως «παρείσακτος», είναι «ξένο σώμα» για την αστική τάξη και τα συμφέροντά της. Αντίστοιχα, το Ρεπουμπλικάνικο Κόμμα είναι «φιλόξενος χώρος» για τους ακροδεξιούς και οι καπιταλιστές μεγαλο-σπόνσορές του είναι πρόθυμοι να «παίξουν» με τις ιδέες τους, καθώς ο πυρήνας της αστικής πολιτικής μένει άθικτος. Το Δημοκρατικό Κόμμα δεν είναι «φιλόξενος χώρος» για ριζοσπάστες αριστερούς καθώς οι καπιταλιστές-μεγαλοσπόνσορές του δεν είναι πρόθυμοι να ανεχθούν κανένα φλερτ με αυτές τις ιδέες.

Οι πρωτιές του Μπέρνι σε κάποιες Πολιτείες απέκρυψαν το γεγονός ότι ακόμα και σε αυτές η υποστήριξή του είχε υποχωρήσει σε σχέση με το 2016 (ενώ μόνη ελπίδα για να νικήσει ήταν να την αυξήσει πολύ περισσότερο), από τη στιγμή που υπήρχαν πολλές διαθέσιμες επιλογές υποψηφίων. Ποτέ δεν κέρδισε πάνω από το 30% του εκλογικού σώματος των Δημοκρατικών, αλλά επωφελήθηκε από τον κατακερματισμό της «μετριοπαθούς, κεντρώας» ψήφου (που έκανε τον Μπάιντεν να ασθμαίνει αρχικά).

Τέλος, η ενέργεια και το πάθος της μειοψηφίας που στήριξε οργανωτικά την καμπάνια συμμετέχοντας ενεργά, δεν ισοδυναμούσε με το εύρος της μεγάλης μάζας -πιο παθητικών- ψηφοφόρων της.

Αυτές οι παρερμηνείες τροφοδότησαν την ευφορία του Φλεβάρη -πριν την ανώμαλη προσγείωση του θριάμβου του Μπάιντεν στην Σούπερ Τρίτη και των επακόλουθων αναμετρήσεων όπου έχτιζε σταθερά διψήφιες μεγάλες διαφορές -ως μοναδικός υποψήφιος του «κέντρου» μετά την απόσυρση των υπόλοιπων υποψηφίων υπέρ του- οδηγώντας τελικά στην πρόωρη και γρήγορη ομολογία ήττας από τον Σάντερς.

Η ήττα

Σήμερα είναι κοινή ομολογία (εντός κι εκτός DSA ή καμπάνιας Σάντερς) ότι η ήττα που υπέστη ο Σάντερς στον διακηρυγμένο στόχο του υπήρξε βαρύτερη από εκείνη του 2016. Απέναντι στον Τζο Μπάιντεν, έναν τόσο άχρωμο κι άοσμο αντίπαλο που έχει χαρακτηριστεί ως «πιθανά ο χειρότερος υποψήφιος μετά τον εύκολα λησμονημένο Μάικλ Ντουκάκις». Τί συνέβη; Με μια φράση: Ενεργοποιήθηκε ο κομματικός μηχανισμός των Δημοκρατικών. Η ανυποληψία του ίδιου του Μπάιντεν απλά υπογραμμίζει περισσότερο την ισχύ αυτού του μηχανισμού. Ο Λανς Σέλφα, αρθρογραφώντας στο International Socialism Project (όπου συσπειρώνεται μια μερίδα στελεχών της πρώην ISO που υπερασπίζεται την παράδοση πλήρους ανεξαρτησίας από το Δημοκρατικό Κόμμα, μαζί με κάποια πρώην μέλη της Socialist Action) περιέγραψε το συμπέρασμα ως εξής:

«Η απίστευτη πειθαρχία με την οποία ο πολιτικός μηχανισμός των Δημοκρατικών κινητοποιήθηκε για να περιθωριοποιήσει τον Σάντερς και να προωθήσει τον Μπάιντεν είναι ένα ακόμα παράδειγμα του πώς το Δημοκρατικό Κόμμα παραμένει ένα ισχυρό εργαλείο που λειτουργεί για την προσαρμογή της αμερικανικής πολιτικής σκηνής στα συμφέροντα των καπιταλιστών. Είναι πολλά περισσότερα από “ένα απλό ψηφοδέλτιο” [σσ: όπως ισχυριζόταν τμήμα όσων εισηγούνταν την αξιοποίησή του]».

Αυτή η κινητοποίηση (με τη στοίχιση όλων υποψηφίων που αποσύρονταν υπέρ Μπάιντεν, με την στήριξη κομματικών τοπικών και πανεθνικών «αστέρων», με τα φιλικά ΜΜΕ κ.ο.κ.) υπενθύμισε πόσο εχθρικό είναι αυτό το κόμμα απέναντι ακόμα και στις ιδέες ενός λειτουργικού κοινωνικού κράτους. Με τα λόγια του Μπεν Χίλιερ, σε απολογιστικό άρθρο της εφημερίδας Red Flag στην Αυστραλία, «το κατεστημένο των Δημοκρατικών φάνηκε πιο ανήσυχο απέναντι στην πιθανότητα μιας προεδρίας Σάντερς από ό,τι απέναντι στην απειλή 4 ακόμα χρόνων διακυβέρνησης από τους Ρεπουμπλικάνους». Ούτε οι κραυγές για τον «Τραμπ που απειλεί τη Δημοκρατία μας» δεν μπόρεσαν να κρύψουν ότι το Δημοκρατικό Κόμμα προτιμά να είναι αντιπολίτευση στον Τραμπ παρά να στηρίξει μια κυβέρνηση Σάντερς.

Οι Άσλεϊ Σμιθ και Τσάρλι Ποστ, μέλη της DSA σήμερα, με μακρύ παρελθόν στην επαναστατική Αριστερά, σε κοινό τους άρθρο υπενθυμίζουν ότι αυτή η κομματική μηχανή είχε να αντιμετωπίσει μια «αριστερή πρόκληση στο εσωτερικό της» (ώστε να κληθεί είτε να την καταστείλει είτε να την εξημερώσει) από την καμπάνια του Τζέσε Τζάκσον το 1988 (μια καμπάνια που θυμίζει πολύ «φαινόμενο Σάντερς»). Ισχυρίζονται ότι γι’ αυτό αιφνιδιάστηκε το 2016 και το 2018, αλλά «ανέκτησε την πρωτοβουλία το 2020» και «είναι ακόμα καλύτερα προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει άλλες αριστερές προκλήσεις σε επόμενες βουλευτικές ή τοπικές εκλογές».

Όλοι οι παραπάνω συμφωνούν σε μια επιπλέον διαπίστωση: δεν αρκούσε μια «συνωμοσία των κομματικών ελίτ» για να «κλέψει τη νίκη από τον Σάντερς». Μίλησε και η κάλπη και αυτός είναι ο δεύτερος παράγοντας ερμηνείας της ήττας του Σάντερς (αν και όχι άσχετος με την φύση του Δημοκρατικού Κόμματος). Έχουμε ξαναγράψει με άλλες αφορμές, ότι στην εποχή πολιτικής κρίσης, κατάρρευσης παραδοσιακών κομμάτων κ.ο.κ., δεν πρέπει να υποτιμηθεί η ικανότητα του πολιτικού «κέντρου» να επιβιώνει εκλογικά (είτε με ανασύνταξη των παραδοσιακών μορφών είτε ανασυντιθέμενο). Ο ισχυρισμός ότι ο κεντρώος Μπάιντεν είναι πιο «εκλέξιμος» απέναντι στον Τραμπ, είτε αποδειχθεί ορθός είτε λανθασμένος, έπεισε τελικά μεγάλο τμήμα του σταθερού πυρήνα της εκλογικής βάσης των Δημοκρατικών (με πολύ παρακίνηση και «δουλειά» από την ηγεσία του κόμματος φυσικά). Ακόμα και τμήμα εκείνων που υποστηρίζουν τα αιτήματα που αναδεικνύει ο Σάντερς, δεν έρχονται εύκολα σε ρήξη με μια μακρά ισχυρή κουλτούρα «εκλογιμότητας» που φέτος συνδυάστηκε με το «οποιοσδήποτε για να φύγει ο Τραμπ». Δεν έλειψαν δημοσκοπικά «παράδοξα» όπως άνθρωποι που στηρίζουν την πρόταση του Σάντερς για δημόσιο σύστημα υγείας και ταυτόχρονα τον Μπάιντεν που είχε δεσμευτεί ότι θα μπλόκαρε αυτή την πρόταση ακόμα και με βέτο…

Η αυξημένη συμμετοχή, τα «κύματα ψηφοφόρων» στα οποία στηρίζονταν οι ελπίδες του Σάντερς, όπου προέκυψαν είχαν διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά κι είχαν αντίρροπη κατεύθυνση από αυτήν που προσδοκούσε: οι μεγαλύτερης ηλικίας μαύροι (μια κατηγορία βαθιά συνδεδεμένη με το Δημοκρατικό Κόμμα και τους μηχανισμούς του) συνέρρευσαν στις προκριματικές για να στηρίξουν συντριπτικά τον Μπάιντεν. Αυξημένη συμμετοχή καταγράφηκε επίσης από ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας και μεσοστρώματα υψηλής μόρφωσης και υψηλού εισοδήματος. Ο Μπεν Χίλιερ τους περιγράφει εύστοχα ως εκείνους που «δεν τους αρέσει η ιδέα του Τραμπ να χτίσει Τείχος στα σύνορα, αλλά ανάθεμα κι αν θα καλωσόριζαν τους “ανεπιθύμητους” στις δικές τους περιφραγμένες κοινότητες». Μέρος αυτού του κοινωνικού στρώματος εκφραζόταν ήδη από τους Δημοκρατικούς, κάνοντας τον «σαντερίστα» Σιν Μακέλουϊ να σημειώσει ότι η καμπάνια Σάντερς είχε τελικά λάθος αντίληψη για το εκλογικό σώμα των Δημοκρατικών και τη δυνατότητα να πάρει το χρίσμα.

Επιπλέον, το εκλογικό βάρος αυτού του κοινωνικού στρώματος ενισχύεται τα τελευταία χρόνια ακόμα περισσότερο στο Δημοκρατικό Κόμμα από μια «μετακόμιση ψηφοφόρων» στην οποία στοχεύει συστηματικά η Δημοκρατική ηγεσία (και απέδωσε καρπούς στις βουλευτικές του 2018). Όπως το έθεσε ο πολιτικός αναλυτής Ντέιβ Γουάσερμαν, «Υπάρχει ένα νέο όνομα για αυτούς του Ρεπουμπλικανούς των προαστίων που δεν συμπαθούν τον Τραμπ. Πλέον τους λένε Δημοκρατικούς».

Το κοινωνικό-πολιτικό «αντίπαλο δέος» στο οποίο υπολόγιζε ο Μπέρνι δεν εμφανίστηκε. Υπήρξαν κοινωνικές κατηγορίες στις οποίες ο Σάντερς πήγε εξαιρετικά, όπως οι εργαζόμενοι και η νεολαία ηλικίας 18-29. Αυτές οι δυνάμεις όμως δεν συμμετείχαν μαζικά στην κάλπη των Δημοκρατικών. Ενώ η αύξηση της συμμετοχής αφορούσε τα προνομιακά ακροατήρια του Μπάιντεν, στις περισσότερες Πολιτείες τα ποσοστά συμμετοχής του «κοινού του Μπέρνι» έμειναν στάσιμα ή και υποχώρησαν (ειδικά στη νεολαία). Αυτό ήταν το μεγάλο στοίχημα της καμπάνιας, το οποίο δεν επιτεύχθηκε. Η πολιτική «ταυτοποίηση» της αποχής και η τοποθέτηση ιδεολογικού προσήμου σε αυτήν είναι πάντοτε ένα παρακινδυνευμένο τόλμημα. Είναι θεμιτό και προτιμότερο να εκτιμήσουμε ότι η αποτυχία της καμπάνιας Σάντερς να κινητοποιήσει αυτούς που ήθελε να κινητοποιήσει οφείλεται και σε «δεξιές» και σε «αριστερές» πιέσεις (που καμιά φορά συνδυάζονται).

Αφενός, όπως επεσήμανε σε σειρά άρθρων του αρκετά έγκαιρα ο Νταν Λα Μποτζ, έμπειρο στέλεχος του εργατικού κινήματος και του επαναστατικού μαρξισμού στις ΗΠΑ, το επίπεδο της ταξικής πάλης στις ΗΠΑ δεν έχει φτάσει σε ύψη που να κάνουν εφικτό έναν εκλογικό σεισμό τέτοιου μεγέθους που θα έδινε τη νίκη στον Σάντερς. Υπάρχει μια πολύ ελπιδοφόρα ανάκαμψη -η οποία όμως ξεκινά από ιστορικό χαμηλό και κάνει τα πρώτα της βήματα. Χωρίς θηριώδεις κοινωνικούς αγώνες και ανθεκτικά κοινωνικά κινήματα, είναι δύσκολο να πειστεί η κοινωνική πλειοψηφία ότι είναι «ρεαλιστική» και «θεμιτή» πολιτική επιλογή να αμφισβητήσει ριζικά (έστω και εκλογικά) το στάτους κβο. Πόσο μάλλον όταν τίθεται ο απίθανος στόχος μιας «εξ εφόδου κατάληψης» του αρχαιότερου αστικού κόμματος στον πλανήτη μέσα από τα χέρια της ηγεσίας του!

Μαζί με αυτήν την «δεξιά» πίεση λειτουργεί πιθανά και μια «αριστερή»: το ενδεχόμενο να υπάρχουν πολλοί εργαζόμενοι, μαύροι νεολαίοι κ.ο.κ. που είναι ριζοσπάστες, συμμετέχουν στην άνοδο των αγώνων (ή ακόμα περισσότερο, στην εξέγερση ενάντια στην αστυνομία και το ρατσισμό σήμερα), αλλά εξακολουθούν να μην θεωρούν το Δημοκρατικό Κόμμα «δικό τους κόμμα» και τις προεδρικές εκλογές «δική τους υπόθεση». Η αποξένωση αυτών των στρωμάτων από το εκλογικό σύστημα έχει άλλωστε μακρά προϊστορία στις ΗΠΑ, ενώ είναι δημοσκοπικά διαπιστωμένη η αυξημένη δημοφιλία του Σάντερς σε όσους αυτοπροσδιορίζονται ως «ανεξάρτητοι» (ούτε Δημοκρατικοί, ούτε Ρεπουμπλικάνοι).

Ο «σαντερισμός» μετά το τέλος της καμπάνιας

Σε κάθε περίπτωση, με δεδομένο τον τερματισμό της καμπάνιας, άνοιξε η συζήτηση για την επόμενη μέρα. Όσον αφορά τον ίδιο τον Μπέρνι Σάντερς, μετά την αποδοχή της ήττας του, έσπευσε να δώσει επίσημη στήριξη στον Τζο Μπάιντεν. Αυτή η στήριξη δεν περιορίζεται σε μια δήλωση ή σε κάποιες μελλοντικές προεκλογικές εμφανίσεις του Μπέρνι σε συγκεντρώσεις του Μπάιντεν. Με την «ενοποίηση» των καμπανιών τους, ο Σάντερς παρέχει στον Μπάιντεν το προσωπικό της προεκλογικής του καμπάνιας, τους οικονομικούς της πόρους, τις λίστες επαφών και τους εθελοντές του -πέρα από το «ηθικό κεφάλαιο» που διαθέτει σε σημαντική μερίδα των εργαζομένων και των νέων. Μετά από συνάντησή τους για την οργάνωση της αποκατάστασης της κομματικής ενότητας ενόψει των εκλογών του Νοέμβρη, συγκροτήθηκαν κοινές ομάδες εργασίας/δράσης (task force) που θα «συμβουλεύουν την καμπάνια Μπάιντεν σε κρίσιμους τομείς πολιτικής». Κάπως έτσι, η Αλεξάντρα Οκάσιο-Κορτέζ, που έχει δηλώσει ότι «κανονικά και σε οποιαδήποτε άλλη χώρα εγώ και ο Μπάιντεν δεν θα ήμασταν ποτέ στο ίδιο κόμμα», σήμερα στελεχώνει την ομάδα που θα τον συμβουλεύει!

Για τους υποστηρικτές αυτής της τακτικής, «ο Μπέρνι κέρδισε τη μάχη των ιδεών» και ο Μπάιντεν είναι σε θέση αδυναμίας κι έχει ανάγκη τους «σαντερίστας», συνεπώς είναι «ευκαιρία» για την αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών να προωθήσει τις απόψεις της στην επίσημη προεκλογική καμπάνια του κόμματος… Νεότεροι ακτιβιστές που πολιτικοποιούνται πρώτη φορά σήμερα δικαιολογούνται να πιστεύουν λανθασμένα κάτι τέτοιο. Άλλα έμπειρα πολιτικά στελέχη κι αγωνιστές, που έχουν ζήσει δεκαετίες σχετικών «ελιγμών» του Δημοκρατικού Κόμματος, είναι ανεπίτρεπτο να έχουν ή να καλλιεργούν μια τέτοια αυταπάτη.

Φυσικά ο Μπέρνι ήταν πάντοτε κι εξαρχής καθαρός ως προς τις προθέσεις του. Μετά τον κεντρικό ρόλο που έπαιξε σε κάποια σχετικά «πειράματα» τη δεκαετία του ’60 και του ’70, δεν είχε στηρίξει εδώ και δεκαετίες τις όποιες νέες απόπειρες για «τρίτο κόμμα» στις ΗΠΑ. Αν και εκλεγμένος πάντα ως «ανεξάρτητος», συντόνιζε παραδοσιακά τη δράση του στο Κογκρέσο με τους Δημοκρατικούς. Η νέα του οργάνωση «Our Revolution» («Η Επανάστασή μας»), έχει ως ρητό στόχο «την ανοικοδόμηση του Δημοκρατικού Κόμματος, από κάτω προς τα πάνω».

Η μεγάλη αντίφαση του «φαινομένου Σάντερς» είναι η εξής: Γιγαντώθηκε δίνοντας έκφραση στην αριστερή αποστροφή απέναντι στο υπαρκτό Δημοκρατικό Κόμμα και υπήρξε δριμύτατος στις κριτικές του απέναντι στο κατεστημένο του, αλλά ταυτόχρονα διεκδικούσε το χρίσμα του, πασχίζοντας επίμονα να αποδεικνύει ότι είναι «ομαδικός παίκτης» σε αυτό το κατεστημένο. Καταγγέλοντας την καταθλιπτική σύγκλιση του αμερικανικού αστικού δικομματισμού, ενίσχυε ταυτόχρονα την άποψη ότι καμιά αλλαγή δεν μπορεί να συμβεί έξω από αυτόν. Ένα newsletter της καμπάνιας του Σάντερς μετέφερε το εξής μήνυμα στους ψηφοφόρους: «Η επιλογή σε αυτές τις εκλογές είναι απλή: Δημοκρατία ή ολιγαρχία. Θα εξαγοράσουν και πάλι οι δισεκατομμυριούχοι την προεδρία; Ή οι εργαζόμενοι θα υψώσουμε ανάστημα, θα αγωνιστούμε και θα την πάρουμε εμείς για λογαριασμό μας;». Δεν αναφερόταν στον Τραμπ και τη μάχη του Νοέμβρη, αλλά στις προκριματικές εκλογές και τους εσωκομματικούς του αντιπάλους. Όταν λοιπόν δύο μήνες μετά, ο Σάντερς δήλωνε ότι «Σε έχουμε ανάγκη στον Λευκό Οίκο… και θα κάνω ό,τι μπορώ για να εξασφαλίσω ότι θα συμβεί αυτό Τζο», έδινε ενθουσιώδη στήριξη σε έναν -κατά τον ίδιο- εκπρόσωπο της «ολιγαρχίας», «εξαγορασμένο» από τους «δισεκατομμυριούχους»…

Αυτή η αντίφαση στο «κεντρικό μήνυμα» του ίδιου του Σάντερς, κάνει επισφαλείς τις εκτιμήσεις για τις απόψεις των «σαντερίστας» πάνω στο ζήτημα του Δημοκρατικού Κόμματος και τις σχέσεις μαζί του. Μια έρευνα των New York Times με κύκλο μικρών συνεντεύξεων, έδειξε ότι σοβαρό τμήμα της βάσης του Σάντερς δεν συμμερίζεται στο ελάχιστο την άποψή του για τον Μπάιντεν. Σε ένα πιο αυθόρμητο-συναισθηματικό επίπεδο, την νύχτα της ανακοίνωσης του τερματισμού της καμπάνιας Σάντερς, αρκετοί οπαδοί του Μπέρνι εκφράστηκαν στα κοινωνικά δίκτυα με το λιτό «I am not voting for Biden!» (δεν πρόκειται να ψηφίσω Μπάιντεν). Το χάσταγκ #DemExit (δλδ. Έξοδος από τους Δημοκρατικούς) έγινε αρκετά δημοφιλές εκείνες τις μέρες. Δεν μπορούμε να κάνουμε γενικεύσεις ή να υποτιμήσουμε την έλξη του αντίθετου κλίματος (της στήριξης στο «μικρότερο κακό» ή της συμμόρφωσης των σαντερίστας με τη γραμμή της αναγνωρισμένης ηγεσίας τους), αλλά αξίζει να παραθέσουμε μια σύντομη κι εύστοχη περιγραφή ενός νεαρού «σαντερίστα» στα κοινωνικά δίκτυα, που αφορούσε τη σχέση του Σάντερς και της βάσης του: «Περνάς το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σου στα αριστερά της κοινωνίας, προσπαθώντας μάταια να πείσεις τους ανθρώπους για τις ιδέες σου, κι όταν επιτέλους οι άνθρωποι αρχίζουν να σε ακούνε μετατοπίζονται τόσο αριστερά που πλέον βρίσκεσαι στα δεξιά τους».

Το κρίσιμο ερώτημα είναι τί θα απογίνει αυτή η δυναμική τώρα -ανεξάρτητα από τις προηγούμενες διαμάχες για την καμπάνια Σάντερς. O Ντάνιελ Τέιλορ, αρθρογραφεί συστηματικά για τις ΗΠΑ στην αυστραλιανή εφημερίδα Red Flag, που εκδίδεται από μια οργάνωση υπεράνω πάσης υποψίας για «συμφιλιωτισμό» με το Δημοκρατικό Κόμμα ή την καμπάνια Σάντερς. Πρόσφατα έθεσε το ζήτημα στην σωστή του βάση: «Είναι κατανοητό ότι τόσοι πολλοί άνθρωποι θέλησαν να τα βάλουν με τους ισχυρούς χωρίς να έρθουν σε ρήξη με τους κανόνες της αμερικανικής πολιτικής. Και είναι κατανοητό ότι επιχείρησαν να ακολουθήσουν αυτόν το δρόμο στα σοβαρά. Τώρα αυτός ο δρόμος είναι κλειστός». Από τα επόμενα βήματα θα κριθεί αν «οι καμπάνιες Σάντερς μπορεί να εκπροσωπούν τα πρώιμα στάδια της εξέλιξης κάτι πολύ σημαντικού».

Το χειρότερο σενάριο θα είναι η αποθάρρυνση κι αποσυσπείρωση. Στην ίδια εφημερίδα, ο Μπεν Χίλιερ υπενθυμίζει εύστοχα το κλίμα γύρω από την υποψηφιότητα Ομπάμα το 2008. Μετά από μια 8ετία στο Λευκό Οίκο και τα πεπραγμένα του, είναι εύκολο να ξεχαστεί η τότε συζήτηση για ένα «κίνημα αλλαγής». Ο Ομπάμα στηρίχτηκε σε 2 εκατομμύρια εθελοντές, η καμπάνια του «έβγαλε» δεκάδες χιλιάδες νέα οργανωτικά στελέχη, συγκέντρωσε οικονομικές μικρο-εισφορές από περίπου 4 εκατομμύρια ανθρώπους, οργάνωσε συγκεντρώσεις με μεγάλο πλήθος και παλμό. Η ρητορική του ήταν αυτή της «ελπίδας»:

«Η ώρα μας ήρθε. Το κίνημά μας είναι πραγματικό. Η αλλαγή έρχεται στην Αμερική… Ίσως από φέτος να αρχίσουμε επιτέλους να κάνουμε κάτι για την περίθαλψη που δεν αντέχει η τσέπη μας. Ίσως από φέτος αρχίσουμε να κάνουμε κάτι για τις υποθήκες που δεν μπορούμε να πληρώσουμε. Ίσως φέτος, τα πράγματα να είναι διαφορετικά αυτή τη φορά… Δεν είναι διαφορετικά εξαιτίας μου. Είναι διαφορετικά εξαιτίας σας -γιατί δεν αντέχετε πια να σας απογοητεύουν και να σας προδίδουν. Κουραστήκατε να ακούτε υποσχέσεις και σχέδια στις προεκλογικές περιόδους και τελικά να μην αλλάζει τίποτα όταν ο κάθε υποψήφιος επιστρέφει στην Ουάσινγκτον…».

Ήταν επίσης μια ρητορική σύγκρουσης με το κομματικό κατεστημένο:

«Έχετε να επιλέξετε ανάμεσα σε μια υποψήφια [Χίλαρι] που έχει πάρει περισσότερες δωρεές από τα λόμπι συμφερόντων σε σχέση με κάθε Ρεπουμπλικάνο στη διάρκεια αυτής της κούρσας και σε μια καμπάνια που δεν έχει πάρει φράγκο από αυτά τα χρήματα επειδή χρηματοδοτούμαστε από εσάς…».

Μετά την εκλογική του νίκη, ανακοίνωσε τη δημιουργία του δικτύου «Organizing for America», το οποίο υποτίθεται θα έδινε συνέχεια στον ενθουσιασμό και την ενέργεια της προεκλογικής καμπάνιας: «Το κίνημα που χτίσατε οι ίδιοι είναι πολύ σημαντικό για να σταματήσει εδώ. Εθελοντές, ηγέτες της βάσης και απλοί πολίτες θα συνεχίσουν να καθοδηγούν την οργάνωσή μας, για να μας βοηθήσουν να υλοποιήσουμε τις αλλαγές που υποσχεθήκαμε». Το 2010, ένα άρθρο στο Salon.com διακήρυττε ότι: «Αυτές οι μέρες ελπίδας, αλλαγής κι ακτιβισμού πέρασαν πια… Οι μέρες του κινήματος Ομπάμα τέλειωσαν και μάλλον δεν θα ξανάρθουν».

Οι χαώδεις διαφορές είναι σαφείς. Ο Ομπάμα ήταν ένας χαρισματικός κεντρώος που επιστράτευσε ένα αφηρημένο ευχολόγιο στη ρητορική του, «παντρεύτηκε» τη Wall Street όταν έγινε εμφανές ότι είναι σοβαρός διεκδικητής του χρίσματος και είδε το κομματικό κατεστημένο να συσπειρώνεται γύρω του στην τελική ευθεία. Ο Σάντερς είναι ένας αριστερός αγωνιστής με ένα συγκεκριμένο φιλεργατικό πρόγραμμα, με όλο το Δημοκρατικό Κόμμα απέναντί του και την Wall Strett να υποδέχεται με άνοδο 3% την είδηση της απόσυρσής του από την κούρσα. Ο Ομπάμα έγινε Πρόεδρος των ΗΠΑ και διέψευσε από θέση εξουσίας καλοκαίρι όλες τις μεγάλες προσδοκίες των ενθουσιωδών υποστηρικτών του. Η απογοήτευση όσων δεν ήθελαν να δουν τον Σάντερς να στηρίζει τον Μπάιντεν είναι πολύ διαφορετικό πράγμα.

Αλλά δεν ακυρώνει κάποιες αναλογίες ανάμεσα στις δύο προεκλογικές καμπάνιες (όσον αφορά τον ενθουσιασμό που προκάλεσαν) και συνεπώς την υπενθύμιση ότι ένα εκλογικό ρεύμα ελπίδας δεν μεταφράζεται αυτόματα σε κοινωνικό κίνημα όταν διαψευστούν οι προσδοκίες του ή δεν υλοποιηθούν οι στόχοι του. Αυτό που επιτρέπει αισιοδοξία παρά τον κίνδυνο απογοήτευσης είναι το «βάθος» του κοινωνικού και πολιτικού ριζοσπαστισμού που στήριξε την μάχη του Σάντερς και που εκδηλώνεται και σε άλλα πεδία πέραν του εκλογικού (η διαδρομή από το Occupy Wall Street στο Fight for 15, στο Black Lives Matter, στις Πορείες Γυναικών, τις απεργίες των εκπαιδευτικών, τις «άγριες απεργίες» της πανδημίας ως τη σημερινή αντιρατσιστική-αντικατασταλτική εξέγερση). Αλλά -με δεδομένα τα όρια της στρατηγικής του Σάντερς, όπως εκδηλώθηκαν μετά την αποδοχή της ήττας του- είναι ζητούμενο να βρεθούν οργανωμένες δυνάμεις να δώσουν μια προοπτική και μια διέξοδο στους «σαντερίστας».

Η Αριστερά μετά την καμπάνια Σάντερς

Είναι προφανές ότι η πολιτική δύναμη που έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη είναι η DSA. Έχει χιλιάδες νεαρά μέλη, έχει τη δική της οργανωτική υποδομή, φιλοξενεί αγωνιστές και στελέχη διάφορων απόψεων, αποτελεί την «αριστερή πτέρυγα» της καμπάνιας Σάντερς και ισχυρίζεται ότι κάνοντας την επιλογή ενεργούς εμπλοκής στην καμπάνια μπόρεσε να χτίσει καλύτερους δεσμούς με τους «σαντερίστας» για να παρέμβει πολιτικά στην κατεύθυνση αυτού του ρεύματος.

Αν η μία πτυχή της τακτικής της ήταν το «All-in for Bernie» («τα ποντάρουμε όλα στον Μπέρνι»), η δεύτερη ήταν το «Bernie or Bust» («Μπέρνι ή τα σπάμε»), που σηματοδοτούσε την άρνησή της να στηρίξει οποιονδήποτε άλλο υποψήφιο των Δημοκρατικών. Η ρητή επιβεβαίωση αυτής της θέσης από τα κομματικά όργανα (αν και όχι χωρίς εσωκομματικές περιπέτειες ή χωρίς αμφισημίες στο δημόσιο λόγο στελεχών), της επιτρέπει να παραμείνει σε επαφή με τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία του «σαντερισμού» (και όχι μόνο).

Πέρα από το άμεσο επίδικο (της στάσης ενόψει του Νοέμβρη) ωστόσο, το ζητούμενο αφορά την ευρύτερη συνέχεια του πολιτικού σχεδίου που θα προτείνει η DSA στο ακροατήριο που έχει αποκτήσει. Σε αυτό το πεδίο, πυκνώνουν τα ανησυχητικά σημάδια που είχαν εκδηλωθεί από τη διάρκεια ακόμα της προεκλογικής καμπάνιας. Μόνο που τώρα γίνονται πιο ανησυχητικά, γιατί αφορούν το ορατό μέλλον, κι όχι απλά την «μοναδική ευκαιρία/πρόκληση της καμπάνιας Σάντερς». Ο Ντάστιν Γκουαστέλα, που αρθρογραφεί συστηματικά στο Jacobin, ανήκε σε εκείνους που το 2016 καθησύχαζε τους αριστερούς επικριτές ότι «δεν βλέπουμε την καμπάνια Σάντερς ως στρατηγική αναπροσανατολισμού του Δημοκρατικού Κόμματος». Είναι ο ίδιος που διακήρυξε το Φλεβάρη του 2020 ότι οι Δημοκρατικοί «είναι το κόμμα του Μπέρνι πλέον». Σήμερα, ανέλαβε να απαντήσει στο κίνημα «DemExit», με το άρθρο «Είτε μας αρέσει, είτε όχι, αν κατέβουμε ως τρίτο κόμμα, χάνουμε». Το άρθρο δεν αφορά μόνο τις (όντως αμφίβολες) προοπτικές ενός βιαστικού «ανεξάρτητου» εκλογικού κατεβάσματος μέσα στους επόμενους μήνες. Περιγράφει μια ολόκληρη στρατηγική.

Ο Γκουαστέλα περιγράφει αναλυτικά και ορθά τον βαθιά αντιδημοκρατικό χαρακτήρα του αμερικανικού εκλογικού συστήματος, που έχει χτιστεί για να διαιωνίζει την κυριαρχία των δύο αστικών κομμάτων, για να εισηγηθεί τελικά ως διαρκή στρατηγική την «αξιοποίηση των ψηφοδελτιών του Δημοκρατικού Κόμματος» ως μονόδρομο. Η διάψευση της προσδοκίας του Μπασκάρ Σουνκάρα για «ταχύ επαναστατικό μετασχηματισμό» της αμερικανικής κοινωνίας (μετά τη νίκη της «υποψηφιότητας ταξικής πάλης» του Σάντερς), έδωσε την θέση της στην καταθλιπτική διαπίστωση του Κόνορ Κίλπατρικ για «δεκαετίες μέχρι να ριζώσει στην αμερικανική κοινωνία ένα σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα».

Μια προσγείωση σε γραμμή «δύσκολης κι υπομονετικής δουλειάς», μια παραδοχή ότι «το Δημοκρατικό Κόμμα δεν θα εξαφανιστεί σύντομα» και της ισχύς που διατηρεί αυτός ο πανάρχαιος και ικανότατος μηχανισμός, διακρίνει πολλά σχετικά άρθρα. Ο Γκουαστέλα όμως είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα γιατί η σημερινή του περιγραφή έρχεται σε εμφανή αντίφαση με τον τριομφαλισμό παλιότερων άρθρων του για τις μεγάλες δυνατότητες. Απαντώντας στο επιχείρημα του DemExit ότι η τεράστια δημοφιλία του Σάντερς είναι βάση για ένα νέο ανεξάρτητο ξεκίνημα, αποφαίνεται ότι «ο Μπέρνι δεν κέρδισε αυτά τα εκατομμύρια ψήφους παρά το γεγονός ότι έχει δεσμούς με το Δημοκρατικό Κόμμα, αλλά εξαιτίας αυτού του γεγονότος». Μια ερμηνεία, που σίγουρα έχει όψεις αλήθειας, αλλά παραμένει αρκετά αυθαίρετη.

Παρακάτω στο ίδιο άρθρο, προσγειώνεται στην πραγματικότητα και όσον αφορά το «σοσιαλιστικό κύμα» γύρω από την Κορτέζ κ.ά.: «Το πρόσφατο δημοκρατικό-σοσιαλιστικό κύμα απέδωσε πολύ λιγότερες έδρες από την αίσθηση που προκάλεσε η μιντιακή του κάλυψη… Αν συνυπολογίσουμε όλους τους αριστερούς που στήριξαν Σάντερς και στηρίχτηκαν από οργανώσεις όπως οι Justice Democrats, Our Revolution και DSA, το τρομερό μας κίνημα ελέγχει το 0,7% του Κογκρέσου και λιγότερο από το 0,01% όλων των εκλεγμένων θέσεων στις ΗΠΑ».

Αυτή η περιγραφή είναι απολύτως ακριβής. Το πρόβλημα είναι αυτό που επισημαίνει ο Λανς Σέλφα: «Όλοι αυτοί οι αρθρογράφοι καταλήγουν ότι η Αριστερά δεν έχει τις δυνάμεις και την επιρροή για να καθορίσει την πανεθνική πολιτική ατζέντα (το οποίο είναι ασφαλώς σωστό), αλλά χρησιμοποιούν αυτήν την παρατήρηση για να υποστηρίξουν την συνέχιση της αξιοποίησης των ψηφοδελτίων των Δημοκρατικών σε εκλογικές μάχες»

Σε αυτό το γενικό φόντο πρέπει να ερμηνευτούν και οι πιο αισιόδοξες «αναγνώσεις» που συνοδεύουν τις σκληρές διαπιστώσεις, όπως η υπερ-προβολή του επιχειρήματος της «νίκης στο επίπεδο των ιδεών», που συνοδεύεται από την έκκληση στους υποστηρικτές του Μπέρνι «να μην τα παρατήσουν». Θα ήταν μια γενικά σωστή τοποθέτηση, αν δεν ήταν σαφές από το ευρύτερο πλαίσιο ότι αφορά την επιμονή στον ίδιο ακριβώς δρόμο, που υποτίθεται ότι αποδίδει, αλλά δεν έχει αποδώσει αρκετά ακόμα. Ο Έρικ Μπλαν, έγραψε σχετικά:

«Το κατεστημένο του Δημοκρατικού Κόμματος υποχρεώθηκε να ρίξει τη μάσκα του. Δεν ξεχνάμε, δε συγχωρούμε. Αν και δεν είμαστε αρκετά ισχυροί για να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε τα ψηφοδέλτια του Δημοκρατικού Κόμματος οποιαδήποτε στιγμή σύντομα, η ανάγκη για ένα ανεξάρτητο κόμμα της εργατικής τάξης δεν ήταν ποτέ πιο εμφανής».

Ο Έρικ Μπλαν ανήκει στους βασικούς εισηγητές της λεγόμενης στρατηγικής του «dirty break» («βρώμικη ρήξη», «ρήξη αφού λερώσουμε τα χέρια μας»). Ήταν η πιο ελκυστική εισήγηση πολιτικού σχεδίου, όταν φούντωνε ο διάλογος για το «πώς συνδεόμαστε με το ρεύμα Σάντερς». Απέναντι στην παραδοσιακή ρεφορμιστική στρατηγική του «αναπροσανατολισμού του Δημοκρατικού Κόμματος» από τα μέσα και την άποψη της επαναστατικής Αριστεράς για την ανάγκη ενός ανεξάρτητου κόμματος της εργατικής τάξης σε ρήξη με τους Δημοκρατικούς, εισηγούνταν έναν τρίτο δρόμο: Το Δημοκρατικό Κόμμα δεν είναι κόμμα, αλλά «ψηφοδέλτιο», το οποίο οι σοσιαλιστές μπορούν να αξιοποιήσουν για να χτίσουν τις δυνάμεις που θα οργανώσουν την ρήξη μαζί του. Σήμερα, ο Γκουαστέλα (που το 2016 απέρριπτε επίσης την στρατηγική «αναπροσανατολισμού») χαρακτηρίζει «ψευτοδίλημμα» το «αναπροσανατολισμός ή ρήξη;», γράφοντας ότι «και τα δύο δεν είναι στρατηγικές, αλλά εκβάσεις του πολιτικού αγώνα».

Ο Μπλαν διατηρεί «στον ορίζοντα» της σκέψης του την «ανάγκη για ανεξάρτητο κόμμα της εργατικής τάξης», αλλά προαναγγέλει τη συνέχεια της εμπλοκής στην εκλογική μηχανή των Δημοκρατικών για το ορατό μέλλον. Όπως σχολιάζουν οι Σμιθ και Ποστ, «ο ουτοπισμός της στρατηγικής του “dirty break” έχει οδηγήσει πολλούς πίσω στην παλιά στρατηγική του “αναπροσανατολισμού” [των Δημοκρατικών] την οποία αρχικά απέρριπταν».

Ο Ντάνιελ Τέιλορ καταγράφει τη διαδρομή του ρεύματος γύρω από το Jacobin και την τάση «Bread and Roses» εντός της DSA:

«Το 2016 ήταν άρνηση: Άρνηση ότι τους ενδιέφερε μια μακροπρόθεσμη προσαρμογή στις εκλογικές πολιτικές του Δημοκρατικού Κόμματος. Από το 2018 ως το 2019 ήταν αυταπάτη. Αυτή η φάση χαρακτηρίστηκε από ψευδαισθήσεις ότι η προεδρική καμπάνια Σάντερς ήταν ένα ημι-επαναστατικό κίνημα που απειλούσε να διαλύσει τον ίδιο τον καπιταλισμό. Τώρα, στο 2020: Υπεράσπιση των Δημοκρατικών».

Η σημερινή αφήγηση όπου «κερδίζουμε έδαφος, αλλά δεν έχουμε κερδίσει αρκετό έδαφος ακόμα» θυμίζει μια παλιά παρέμβαση του Πολ Ντ’ Αμάτο, στην σχετική εσωκομματική διαμάχη στην ISO, πριν τη διάλυσή της όπου εντόπιζε ακριβώς αυτόν τον κίνδυνο επ’ αόριστον αναβολής του «break»: Όσο οι σοσιαλιστικές δυνάμεις παραμένουν αδύναμες σε σχέση με το Δημοκρατικό Κόμμα, θα επιμένουν ότι δεν είναι ακόμα σε θέση να υλοποιήσουν τη ρήξη, όσο οι σοσιαλιστικές δυνάμεις θα ενισχύονται μέσω του Δημοκρατικού Κόμματος θα αναρωτιούνται γιατί να διακόψουν τώρα μια τακτική που αποδίδει;

Στη σχετική σημερινή αντιπαράθεση για τα επόμενα βήματα, η ερμηνεία της ιστορίας του Δημοκρατικού Κόμματος και της σχέσης του με κινήματα και την Αριστερά γίνεται «πεδίο μάχης». Οι Τσάρλι Ποστ και Άσλεϊ Σμιθ υπενθυμίζουν ότι οι Δημοκρατικοί ιστορικά χρησιμοποίησαν «και μαστίγιο και καρότο» για να εξουδετερώσουν κινήματα, ότι «υπέταξαν πολύ ισχυρότερες δυνάμεις στη δεκαετία του ’30 και του ‘60» και προειδοποιούν ότι «δεν πρέπει να επαναλάβουμε τα λάθη προηγούμενων γενιών σοσιαλιστών -στο ΚΚ ΗΠΑ και στη Νέα Αριστερά- που εγκατέλειψαν την ανεξάρτητη πολιτική, οδηγώντας τα κοινωνικά κινήματα στο νεκροταφείο του Δημοκρατικού Κόμματος».

Αυτήν την προϊστορία επιχειρεί να ξαναγράψει ο Γκουαστέλα, ισχυριζόμενος ότι παλιότερα κόμματα που επιχείρησαν «τραυματίστηκαν θανάσιμα από την απόφασή τους να διατηρήσουν ανεξάρτητα ψηφοδέλτια» και καλεί «να μην κάνουμε τα ίδια λάθη που έκανε η Νέα Αριστερά», θεωρώντας μάλλον ως «λάθος» την αρχική εκρηκτική φάση της ανάπτυξής της ανεξάρτητα από το Δημοκρατικό Κόμμα, πριν την κρίση και την ενσωμάτωσή της.

Αυτό που ήταν κάποτε «κοινός τόπος» στη ριζοσπαστική Αριστερά -οι αποτυχημένες προσπάθειες στη διάρκεια του 20ού αιώνα να διαφυλαχθεί η ανεξαρτησία από τους Δημοκρατικούς- αντιστρέφεται για να περιγράψει μια υποτιθέμενη μάταιη προσπάθεια όπου «επί 100 χρόνια καλούμε τους εργάτες να έρθουν σε ρήξη με τους Δημοκρατικούς αλλά δεν το κάνουν». Η καταστολή των IWW και των Σοσιαλιστών, οι ελιγμοί του Ρούζβελτ, η λαϊκομετωπική συμπόρευση του ΚΚ μαζί του, η μακαρθική λαίλαπα, η αιματηρή συντριβή των Μαύρων Πανθήρων, η ενσωμάτωση τμημάτων της Νέας Αριστεράς, όλη αυτή η μακρά διαδρομή περιστέλλεται στη διαπίστωση ότι «οι ψηφοφόροι είναι πιο έξυπνοι από τους υποστηρικτές ενός τρίτου κόμματος -δεν θα επενδύσουν σε ένα κόμμα που δεν πρόκειται να νικήσει».

Ο κίνδυνος του εκλογικισμού

Αυτό είναι και το μεγαλύτερο ζήτημα που προκύπτει για τη συνέχεια της DSA, μια διαφαινόμενη ενίσχυση του εκλογικισμού. Ο Γκουαστέλα ισχυρίζεται ότι «τα κόμματα δεν είναι αυτοσκοποί, αλλά μέσα για δύο σκοπούς: 1) εκλογή υποψηφίων και 2) νομοθετικό έργο». Με αυτόν τον πολύ στενό και προβληματικό ορισμό των «σκοπών του κόμματος», πράγματι στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα, η ένταξη στο Δημοκρατικό Κόμμα είναι μονόδρομος.

Σε άλλο άρθρο («Το μέλλον της Αριστεράς είναι η μαζική πολιτική και όχι ο κινηματισμός»), ο Πολ Χάιντεμαν, πρώην μέλος της ISO και νυν της DSA, κάνει μια σειρά σωστές διαπιστώσεις για τα όρια των κοινωνικών κινημάτων, ενώ παραδέχεται ότι στις ΗΠΑ οι «εκλογικές πολιτικές» όντως αποτέλεσαν πρόβλημα (αποδυναμώνοντας τα κινήματα) λόγω του Δημοκρατικού Κόμματος. Δημιουργεί όμως μια καρικατούρα αντιπάλου (τις αυτόνομες ιδέες του lifestyle αναρχισμού) που κανείς δεν εισηγείται πια, ενώ απαξιώνει παλιότερες εμπλοκές σε «υποψήφιους διαμαρτυρίας όπως ο Νέιντερ», για να καταλήξει σε μια εκδοχή «μαζικής πολιτικής» που ταυτίζεται με το Δημοκρατικό Κόμμα. Επιστρατεύει ένα ανέλπιστο επιχείρημα: «Αν υπάρχει ένας χώρος όπου οι εργοδότες είναι πιο ισχυροί από ότι μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα, αυτός είναι ασφαλώς ο χώρος δουλειάς, αλλά η Αριστερά δεν διαγράφει την προοπτική πάλης μέσα σε αυτόν το χώρο».

Στον Χάιντεμαν απάντησαν άλλα μέλη της DSA. Η Νατάλια Τίλιμ («Η οικοδόμηση ταξικής δύναμης κι όχι ο εκλογικισμός είναι το μέλλον της Αριστεράς»), υπενθύμισε μια βασική αλήθεια που «ξεχάστηκε» στο άρθρο του Χάιντεμαν: «Στον χώρο δουλειάς, οι εργαζόμενοι έχουμε την δύναμη να διακόψουμε την παραγωγή και την κερδοφορία. Ποια αντίστοιχη δύναμη έχουμε στις προκριματικές του Δημοκρατικού Κόμματος;». Η Τίλιμ, απολογίζει την εκλογική παρέμβαση της DSA:

«Κάπου στη διαδρομή, η ιδέα ότι ο Μπέρνι μπορεί να νικήσει ιεραρχήθηκε πάνω από την ανάγκη για ανεξάρτητη οργανωτική δουλειά. Αν και χρειάζεται μια κριτική αποτίμηση ακόμα και για το τί θα σήμαινε μια νίκη του, το επιχείρημα για ένα dirty break -όπου οι σοσιαλιστές αξιοποιούν την καμπάνια για να προετοιμάσουν τον κόσμο να ενωθεί μαζί τους σε έναν ανεξάρτητο σχηματισμό- εξαφανίστηκε τελείως από την συζήτηση».

Μια αντίστοιχη κριτική είχε κάνει πολύ έγκαιρα (όταν δινόταν ακόμα η εκλογική μάχη) ο Άντι Σερνάτινγκερ, που είχε στηρίξει την κομματική απόφαση της DSA για «ανεξάρτητη καμπάνια ταξικής πάλης», αλλά περιέγραφε ότι η Οργάνωση κατανάλωνε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, των χρημάτων και της ενέργειάς της σε εκλογικίστικη δουλειά, εις βάρος της οργάνωσης αγώνων ή ενίσχυσης του ανεξάρτητου χαρακτήρα της δράσης της. Η πολεμική στον «εκλογικισμό» δεν ταυτίζεται με άρνηση της σημασίας των εκλογικών παρεμβάσεων γενικά –αφορά τη μέθοδο και τα κριτήρια.

Παρεμβαίνοντας στο σχετικό διάλογο από την Αυστραλία, ο Ντάνιελ Τέιλορ το έθεσε σωστά: 

«Σε μια εκλογική μάχη ανάμεσα σε δύο δεξιούς όπως ο Μπάιντεν και ο Τραμπ, η ψήφος σε ένα τρίτο κόμμα μπορεί να λειτουργήσει ως σημαντικό σημάδι ότι υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν μια εναλλακτική. Αν πιστεύει κανείς ότι τα πολιτικά κόμματα υπάρχουν για να εμπνέουν τους καταπιεσμένους να αγωνιστούν για τα δικαιώματά τους, τέτοια σημάδια μπορούν να έχουν σημασία. Αν πιστεύει κανείς ότι τα κόμματα υπάρχουν για να νομοθετούν, τέτοια σημάδια δείχνουν αδιάφορα».

Κάποιοι σύντροφοι-φισσες της DSA πιστεύουν ότι μπορούν να κάνουν ταυτόχρονα την δουλειά της κινηματικής παρέμβασης και της οργανωτικής συγκρότησης, ενώ ταυτόχρονα αξιοποιούν τα ψηφοδέλτια των Δημοκρατικών για εκλογικές μάχες. Οι Ποστ και Σμιθ, αναφέρονται στην ανάγκη «εκλογικών εκστρατειών που οικοδομούν κινήματα» και συμπληρώνουν σωστά ότι «τέτοιες εκστρατείες δεν μπορούν να διεξαχθούν μέσα από το Δημοκρατικό Κόμμα. Οι Δημοκρατικοί είναι μια εκλογική μηχανή με ένα μόνο στόχο -να εκλέξουν αξιωματούχους με κάθε κόστος... Το μάθημα της καμπάνιας Σάντερς είναι ότι το Δημοκρατικό Κόμμα δεν είναι δικό μας, είναι δικό τους -και δεν το μοιράζονται».

Η εξέγερση

Το ξέσπασμα της εξέγερσης ενάντια στο ρατσισμό και την αστυνομία ήρθε να ρίξει ένα άλλο φως σε όλες αυτές τις συζητήσεις. Πάνω από όλα λειτούργησε ως μια νέα υπενθύμιση του βάθους και της έκτασης του ριζοσπαστισμού στην αμερικανική κοινωνία, που επιτρέπει να παραμείνουμε αισιόδοξοι για «καλές ειδήσεις» από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, που θα δίνουν ευκαιρίες και στους συντρόφους και τις συντρόφισσές μας εκεί να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους. Στους δρόμους δεκάδων πόλεων σε όλες τις Πολιτείες των ΗΠΑ, χιλιάδες μέλη της DSA δίνουν και την ψυχή τους στις κινητοποιήσεις.

Αλλά μια σειρά συμπτώματα -κάποια προβληματικά άρθρα στο Jacobin, «πάγωμα» του επίσημου σάιτ της DSA στην αρχική ανακοίνωση καταδίκης της δολοφονίας Φλόιντ κατά τις πρώτες βδομάδες της εξέγερσης, έλλειψη συντονισμένης παρέμβασης της DSA «ως οργάνωση με στρατηγική» στην εξέγερση, πέρα από τη δράση του «αφρο-σοσιαλιστικού» πυρήνα της- οδήγησαν την Σίνθια Αρούτσα (μέλος της DSA) να σημάνει καλοπροαίρετο συναγερμό με μακροσκελή ανάρτηση στο facebook, όπου προειδοποιεί ότι «βασικά ελαττώματα της πλειοψηφίας της, ιδιαίτερα της ομάδας γύρω από το Jacobin… διακινδυνεύουν να καταδικάσουν την οργάνωση στην πολιτική ασημαντότητα…». Εντοπίζει την υποτίμηση του αντιρατσισμού, την υπερβολική ταύτιση με τον Σάντερς και τον αυξανόμενο εκλογικισμό ως εμπόδια στην οργανωμένη-παρεμβατική ανταπόκριση σε «επιταχύνσεις όπως η σημερινή». Υπενθυμίζει ουσιαστικά τα καθήκοντα που έχουν τα πολιτικά κόμματα, πέρα από την «εκλογή υποψηφίων» και το «νομοθετικό έργο».

Η αντιρατσιστική-αντικατασταλτική εξέγερση -και η πολυφυλετική συμμετοχή στο πλευρό των μαύρων- καθιστά εκτός συζήτησης τις πιο απεχθείς όψεις του αναδυόμενου εκλογικισμού, όπως η εισήγηση του Γκουαστέλα «να απαλλαγούμε από τις πιο περιθωριακές πτυχές του προγράμματός μας [σσ: ζητήματα «μειονοτήτων»] για να εστιάσουμε σχεδόν μονοθεματικά στα ζητήματα του ψωμιού και του βουτύρου».

Τα όσα πέτυχαν οι πρώτες 10 μέρες εξέγερσης και μαζικών διαδηλώσεων (διακοπή συνεργασίας σχολείων και πανεπιστημίων με αστυνομικά τμήματα, απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου της Μινεάπολης για «διάλυση» του αστυνομικού τμήματος, αυθόρμητο γκρέμισμα ή επίσημη κατεδάφιση προσβλητικών ρατσιστικών αγαλμάτων, συμβολικές κινήσεις καλής θέλησης από τηλεοπτικά δίκτυα όπως ο τερματισμός διάφορων φιλο-αστυνομικών σόου, αποφάσεις μεταφοράς πόρων από την αστυνομία σε κοινωνικές υπηρεσίες στο Λος Άντζελες, απαγόρευση κάποιων βάρβαρων «αστυνομικών πρακτικών», ρήγμα μεταξύ στρατιωτικής ηγεσίας και Τραμπ για την καταστολή των διαδηλώσεων κ.ο.κ.) υπογραμμίζουν την αξία της παλιάς ρήσης του μεγάλου Χάουαρντ Ζιν που έτεινε να ξεχαστεί από πολλούς στη σχετική συζήτηση για τις εκλογές του 2020: «Αυτό που είναι πραγματικά κρίσιμο δεν είναι ποιος καταλαμβάνει τον Λευκό Οίκο, αλλά ποιοι κάνουν καταλήψεις -στους δρόμους, στις καφετέριες, στα δημόσια κτίρια, στα εργοστάσια. Ποιοι κινητοποιούνται, ποιοι καταλαμβάνουν γραφεία και διαδηλώνουν -αυτά είναι τα πράγματα που καθορίζουν τις εξελίξεις».

Αυτές οι εξελίξεις μπορούν να λειτουργήσουν ως καταλύτης υπέρ όσων δίνουν τη μάχη (εντός ή εκτός DSA) ενάντια στις απόψεις εγκλωβισμού της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε έναν αδιέξοδο δρόμο. Ιδιαίτερα σήμερα, που στη θέση των ασφυκτικών πιέσεων της «μοναδικής κι επείγουσας ευκαιρίας του Μπέρνι-2020», εμφανίζονται εκκλήσεις για έναν «υπομονετικό μακρύ δρόμο», μάταιης περιπλάνησης στις «κατακόμβες του Δημοκρατικού Κόμματος»…

Συντάκτης
Πάνος Πέτρου