Ο καπιταλισμός είναι ο ιός

Τζεφ Σπάροου
Ημερ.Δημοσίευσης

O Τζεφ Σπάροου απαντά στην αναβίωση των μαλθουσιανών ιδεών περί υπερ-πληθυσμού. Είναι μια ιδεολογική μάχη που αφορά το οικολογικό κίνημα, αλλά συνεισφέρει και στην πάλη ενάντια στο ρατσισμό. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στo site της εφημερίδας Red Flag που εκδίδει η Socialist Alternative στην Αυστραλία στις 10 Απρίλη του 2020. Τη μετάφραση έκανε η Ελένη Πελέκη. Ο Τζεφ Σπάροου έχει υπάρξει μέλος της Socialist Alternative και παραμένει ενεργός αγωνιστής της Αριστεράς. Είναι επίσης βραβευμένος συγγραφέας και δημοσιογράφος που σήμερα έχει στήλη στον Guardian.

ελάφι σε άδειο δρόμο

Οι διοργανωτές της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (COP26) αποφάσισαν να αναβάλλουν αυτή τη σημαντική διεθνή συνδιάσκεψη για το κλίμα. Η ακύρωση συνέβη τη στιγμή που παρατηρούταν μια πτώση των εκπομπών διοξειδίου, που θα ήταν το βασικό θέμα της συζήτησης στη COP26. Παραδόξως, η ίδια πανδημία του COVID-19 που κατέστησε ανέφικτο να γίνει η Διάσκεψη ήταν πιο αποτελεσματική στη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου από ότι τρεις δεκαετίες συνδιασκέψεων και συζητήσεων. 

Το Global Carbon Project (GCP) προβλέπει τώρα ότι η διακοπή της βιομηχανίας και των μεταφορών λόγω της πανδημίας θα έχει ως αποτέλεσμα την μεγαλύτερη πτώση στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και την πρώτη μείωσή τους μετά την οικονομική κρίση του 2008, όταν μια παρεμφερής βιομηχανική επιβράδυνση είχε ως αποτέλεσμα μια πτώση κατά 1.4%.

Η ατμοσφαιρική ρύπανση φαίνεται να μην έχει σταματημό, μοιάζει με ένα τρομακτικό φαινόμενο έξω από κάθε ανθρώπινο έλεγχο. Οι επιστήμονες προειδοποιούσαν σχετικά με το λεγόμενο φαινόμενο του θερμοκηπίου ήδη από την δεκαετία του ’80. Κι όμως, παρά τις πολιτικές διαβουλεύσεις, οι εκπομπές εξακολουθούσαν να αυξάνονται. Για την ακρίβεια, στα χρόνια μετά την τάχα καθοριστική ιστορική διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα στο Κιότο το 1997, απελευθερώθηκαν περισσότεροι ρύποι στην ατμόσφαιρα από ότι σε όλη την προηγούμενη ανθρώπινη ιστορία.

Κάπως έτσι ο κορονοϊός μας υπενθυμίζει αυτό που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, ότι δηλαδή οι άνθρωποι μπορούν να σταματήσουν την κλιματική αλλαγή. Ξέρουμε τι καταστρέφει τον πλανήτη και ξέρουμε πώς να το αποτρέψουμε. Στην μάχη κατά του COVID-19, ρυπογόνες δραστηριότητες όπως οι αερομεταφορές έχουν περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό. Ως αποτέλεσμα, οι εκπομπές αερίων έχουν μειωθεί. Αν οι κυβερνήσεις αντιμετώπιζαν την κλιματική κρίση τόσο σοβαρά όσο την πανδημία, φυσικά και θα μπορούσαν να σταματήσουν τη ρύπανση, τερματίζοντας τις ρυπογόνες δραστηριότητες.

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι όσοι έχουν οικολογικές ευαισθησίες πρέπει να χαίρονται για τον COVID-19 ή την επακόλουθη οικονομική ύφεση. Πριν μερικές εβδομάδες, διαδόθηκε στα κοινωνικά δίκτυα ένα meme για τις επιπτώσεις του ιού. Ο λογαριασμός στο τουΐτερ @ThomasSchulz δημοσίευσε μια δημοφιλή εκδοχή του:

Ουάου…

η Γη αναρρώνει

Η ρύπανση του αέρα ελαττώνεται

Τα ύδατα καθαρίζουν

Η άγρια πανίδα επιστρέφει

Ο κορονοϊός είναι το εμβόλιο της Γης

Εμείς είμαστε ο ιός.

Σε εκείνη τη φάση, ο COVID-19 είχε ήδη σκοτώσει χιλιάδες ανθρώπους και οι δείκτες ανεργίας είχαν αρχίσει να εκτοξεύονται. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς κάποια άλλη συνθήκη όπου αυτοαποκαλούμενοι προοδευτικοί άνθρωποι θα πανηγύριζαν για μαζικούς θανάτους και για την οικονομική καταστροφή εκατομμυρίων συνανθρώπων τους. Η δημοφιλία της φράσης «η ανθρωπότητα είναι ο ιός» θα πρέπει να σημάνει καμπανάκια για το πόσο εύκολα βαθιά αντιδραστικές ιδέες μπορούν να ζυμώνονται πίσω από μια φαινομενικά οικολογική ρητορική. 

Όσο χειροτερεύει η οικολογική κρίση, θα κληθούμε να απαντήσουμε στην Μαλθουσιανή κληρονομιά η οποία μέχρι σήμερα διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό την «κοινή λογική» που επικρατεί για τη σχέση της ανθρωπότητας με την φύση.

Το 1798, ο Άγγλος πάστορας Τόμας Μάλθους δημοσίευσε την πρώτη έκδοση του Δοκιμίου για την Αρχή του Πληθυσμού. Σε αυτό, ισχυριζόταν ότι ο ανθρώπινος πληθυσμός και τα αποθέματα τροφής βρίσκονται σε ισορροπία επειδή οι αρρώστιες και ο λιμός μειώνουν τους ραγδαίους ρυθμούς της ανθρώπινης αναπαραγωγής ώστε να μην ξεπεράσουν την αύξηση της αγροτικής παραγωγικότητας.

Όπως σημειώνει ο Τζον Μπέλαμι Φόστερ, οι απόψεις του Μάλθους δεν είχαν σκοπό την υπεράσπιση του περιβάλλοντος αλλά την καταδίκη της κοινωνικής πρόνοιας (συγκεκριμένα τους λεγόμενους τότε «Νόμους Για τους Φτωχούς»), επιμένοντας ότι κάθε προσπάθεια να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης θα είχε το αρνητικό αποτέλεσμα να επιβιώνουν περισσότεροι άνθρωποι από όσους μπορούσε να συντηρήσει η γη. Σε ένα ιδιαίτερα διαβόητο χωρίο, ισχυρίστηκε ότι όσοι λιμοκτονούν «δεν έχουν δικαίωμα να διεκδικήσουν» τίποτα από «το μεγάλο συμπόσιο της φύσης».

Ο Μάλθους εξηγούσε ότι η φύση θα έλεγε σε έναν πεινασμένο άνθρωπο «να εξαφανιστεί, και θα εκτελούσε η ίδια την εντολή της», εκτός κι αν αυτοί οι δυστυχείς κατάφερναν με κάποιο τρόπο να πείσουν άλλους να τους λυπηθούν και να μοιραστούν μαζί τους. Αν το έκαναν αυτό όμως, «θα διατάρασσαν την τάξη και την αρμονία στο συμπόσιο» και θα καταδίκαζαν σε δυστυχία όλους τους καλεσμένους «που θα καταλάβαιναν πολύ αργά το λάθος τους, αφού η μεγάλη οικοδέσποινα του συμποσίου θα εξαπέλυε την οργισμένη βούληση της σε όλους τους παρείσακτους».

Η ιδέα ότι ο λιμός μπορεί να αποκαταστήσει την «τάξη και την αρμονία» είναι σαφώς ο πρόγονος της σημερινής απεικόνισης του κορονοϊού ως «το εμβόλιο της Γης». Πώς είναι δυνατόν αυτό το τερατώδες δόγμα να κερδίζει αποδοχή ώστε να αναδημοσιεύεται σαν meme από χιλιάδες καλοπροαίρετους προοδευτικούς;

Ο μαλθουσιανισμός απέκτησε μια πιο περιβαλλοντική «απόχρωση» μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν συγγραφείς όπως οι Φέρφιλντ Όσμπορν, Γουίλιαμ Βογκτ κ.ά. απέδωσαν την εντεινόμενη καταστροφή της φύσης κατά τον 20ό αιώνα στην σύγκρουση μεταξύ ενός αυξανόμενου πληθυσμού και των πεπερασμένων πόρων του πλανήτη. Η πιο σημαντική ίσως υπεράσπιση του «ποπουλασιονισμού» (ΣτΜ: «populationism», η άποψη σύμφωνα με την οποία χρειαζόμαστε έλεγχο της αύξησης του πληθυσμού) έγινε από τον βιολόγο Πολ Έρλιχ στο βιβλίο του «Η Πληθυσμιακή Βόμβα», το 1968. Το επιχείρημα ήταν απλό:

«Πολλά αυτοκίνητα, πολλά εργοστάσια, πολλά απορρυπαντικά, πολλά παρασιτοκτόνα, αυξανόμενες εκπομπές αερίων, ανεπαρκή εργοστάσια βιολογικού καθαρισμού των λυμάτων, ελάχιστο νερό και πολύ διοξείδιο του άνθρακα –όλα αυτά μπορούν να εύκολα να αποδοθούν στους υπερβολικά πολλούς ανθρώπους».

Σήμερα που έχει ξεθωριάσει το άστρο του Έρλιχ, είναι εύκολο να ξεχάσουμε πόση επιρροή είχε κάποτε ο ποπουλασιονισμός του. Εμφανίστηκε τουλάχιστον 20 φορές στην εκπομπή του Τζόνι Κάρσον (Johnny Carson’s Tonight Show) για να αναλύσει την επιχειρηματολογία του και η δημοσιότητα αυτή βοήθησε την «Πληθυσμιακή Βόμβα» να πουλήσει δύο εκατομμύρια αντίτυπα. Ο ιστορικός Τόμας Ρόμπερτσον τονίζει πως, όταν πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο του Έρλιχ, δεν υπήρχαν παρά ελάχιστες ενδείξεις ενός μαζικού περιβαλλοντικού κινήματος. Μέχρι το 1970 όμως, η πρώτη Μέρα της Γης προσέλκυσε 20 εκατομμύρια ανθρώπους σε σεμινάρια και δημόσιες συζητήσεις για το περιβάλλον. «Οι Αμερικάνοι δύσκολα ξεφύλλιζαν περιοδικά ή εφημερίδες χωρίς να βρουν κάποια αναφορά για την οικολογία και το περιβάλλον».

Ως άμεσο αποτέλεσμα του βιβλίου του Έρλιχ ιδρύθηκε η ομάδα Μηδενική Αύξηση του Πληθυσμού (Zero Population Growth) –που εμφανίστηκε ακόμα και στο εξώφυλλο του περιοδικού Life– και γρήγορα έφτασε τα 35.000 μέλη. Στα επόμενα χρόνια, μια σειρά εκδόσεων – μεταξύ άλλων το διάσημο δοκίμιο του Γκάρετ Χάρντιν «Τραγωδία των Κοινών», τα «Όρια στην Ανάπτυξη» της Λέσχης της Ρώμης το 1972 και η έκθεση της Επιτροπής Ροκφέλερ για την Πληθυσμιακή Αύξηση το 1974– υποστήριζαν διαφορετικές εκδοχές του ίδιου μηνύματος.

Παρόλο που ο Έρλιχ ήταν φιλελεύθερος, η δυσάρεστη όψη των ιδεών του δεν άργησε να φανεί (σύμφωνα με τον ίδιο, η αύξηση του πληθυσμού ήταν «καρκίνωμα»). Και τότε και τώρα, πίσω από τις καταγγελίες εναντίον της ανθρωπότητας συνολικά, εκδηλώνεται η εχθρότητα προς μια συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων: τους φτωχότερους και τους πιο καταπιεσμένους.

Στην «Πληθυσμιακή Βόμβα», ο Έρλιχ εξηγούσε πώς πείστηκε «συναισθηματικά» για την ανάγκη του πληθυσμιακού ελέγχου κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του στο Δελχί. Εκεί, σε μια φτωχογειτονιά είδε ανθρώπους «να πηγαινοέρχονται, να τσακώνονται και να φωνάζουν… χέρια να εισβάλλουν μέσα από τα παράθυρα του ταξί για να ζητιανέψουν… ανθρώπους να αφοδεύουν και να ουρούν».

Όπως επεσήμαναν πολλοί κριτικοί, το Δελχί στέγαζε περίπου 2,8 εκατομμύρια ανθρώπους εκείνη την περίοδο, ενώ ο πληθυσμός του Παρισιού ξεπερνούσε τα 8 εκατομμύρια. Παρ’ όλα αυτά, ο Έρλιχ έστρεψε την απέχθειά του προς τους εξαθλιωμένους Ινδούς και όχι, για παράδειγμα, προς τα πλήθη της Λεωφόρου των Ηλυσίων Πεδίων.

Η εμμονή των ποπουλασιονιστών με τις αναπτυσσόμενες χώρες είχε πραγματικές συνέπειες. Στην Ινδία, για παράδειγμα, η πρωθυπουργός Ίντιρα Γκάντι, το 1976, χρησιμοποίησε μαλθουσιανή ρητορική για να κηρύξει κατάσταση εκτάκτου ανάγκης για την αντιμετώπιση του ρυθμού των γεννήσεων. «Δεν πρέπει να διστάσουμε να λάβουμε μέτρα που μπορεί να χαρακτηριστούν ακραία», δήλωσε. «Κάποια προσωπικά δικαιώματα πρέπει να ανασταλούν για το καλό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του έθνους». Στην καμπάνια που ακολούθησε, στειρώθηκαν περίπου 8 εκατομμύρια Ινδοί, κυρίως φτωχοί και μέλη της κατώτερης κάστας, συχνά κάτω από συνθήκες εξαναγκασμού.

Αργότερα ο Έρλιχ έγινε πολέμιος της μετανάστευσης, ισχυριζόμενος ότι αν οι άνθρωποι από τις αναπτυσσόμενες χώρες μεταφερθούν στις πλουσιότερες χώρες, θα φέρουν μαζί τους και τους αυξημένους ρυθμούς γεννήσεών τους. Πολλές ηγετικές μορφές του οικολογικού κινήματος της εποχής, όπως οι Έντουαρντ Άμπεϋ, Ντέιβιντ Μπράουερ, Γκέιλορντ Νέλσον και Ντέιβ Φόρεμαν, διατύπωσαν αντίστοιχα επιχειρήματα και ένα μικρό ποσοστό τους πέρασε στις γραμμές της ακροδεξιάς.

Η Σούζαν Α. Μπέργκερ επισημαίνει ιδιαίτερα την διαδρομή του Τζον Τάντον, που ξεκίνησε ως συμβατικός οικολόγος, έγινε μέλος της ομάδας «Μηδενική Αύξηση του Πληθυσμού» και μετά, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, είτε ίδρυσε είτε συνεργάστηκε με πολλές αντιμεταναστευτικές οργανώσεις όπως η «Ομοσπονδία για την Αμερικάνικη Μεταναστευτική Μεταρρύθμιση» (Federation of American Immigration Reform), «Καλιφορνέζοι υπέρ της Σταθεροποίησης του Πληθυσμού» (Californians for Population Stabilization), το «Κέντρο Μεταναστευτικών Σπουδών» (Center for Immigration Studies) και πολλές άλλες. Η Μπέργκερ επισημαίνει ότι οι θέσεις του Ντόναλντ Τραμπ στηρίζονται στους ισχυρισμούς του Κέντρου Μεταναστευτικών Σπουδών. Ισχυρίζεται ότι είναι ένα παράδειγμα του ρόλου που παίζουν οργανισμοί που συνδέονται με τον Τάντον στην καλλιέργεια του σύγχρονου φυλετικού λαϊκισμού.

Οι Σεμπάστιαν Νόρμαντιν και Σων Α. Βαλλές προσθέτουν: «Το σημερινό δίκτυο υπέρ του περιορισμού της μετανάστευσης χτίστηκε και καθοδηγήθηκε –ή καθοδηγείται ακόμα και σήμερα– από ένα δίκτυο περιβαλλοντολόγων και ακτιβιστών του πληθυσμιακού ελέγχου».

Ευτυχώς, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στη δεκαετία του 1980, οι οικολόγοι συγκρούστηκαν με την αντιμεταναστευτική πτέρυγα στις γραμμές τους και σε μεγάλο βαθμό νίκησαν. Οι οικολόγοι ακτιβιστές συνειδητοποίησαν την ανάγκη να συνδέσουν την υπεράσπιση της φύσης με τους αγώνες για κοινωνική δικαιοσύνη. Ο σύγχρονος οικοφασισμός –πού πήρε τόσο τρομακτική δημοσιότητα από τον δολοφόνο του Christchurch και τους μιμητές του– παραμένει μια περιθωριακή δύναμη, παρά τις προσπάθειες των οπαδών του να αξιοποιήσουν την πανδημία.

Την ίδια στιγμή, οι διαρκείς διαψεύσεις των νέο-μαλθουσιανών προβλέψεων αποκαλύπτουν τη σαθρότητα αυτού του θεωρητικού οικοδομήματος.

Εκ πρώτης όψεως, τα επιχειρήματα του Έρλιχ ακούγονται λογικά: προφανώς δεν μπορούμε να ταΐσουμε και να στεγάσουμε έναν άπειρο αριθμό ανθρώπων όταν έχουμε περιορισμένους πόρους και ελάχιστο χώρο. Σε ένα χωρίο περιέγραφε πώς, αν ο πληθυσμός συνέχιζε να διπλασιάζεται, μέσα σε 900 χρόνια, κάθε τετραγωνικό μέτρο γης και θάλασσας θα αντιστοιχούσε σε 100 ανθρώπινα σώματα και 50 χρόνια μετά ακόμα και το εσωτερικό του πλανήτη θα ήταν γεμάτο.

Αυτή η μαθηματική παρουσίαση των φυσικών ορίων αποκρύπτει βέβαια ότι τα προβλήματα με τα οποία καταπιάνονται οι νεο-μαλθουσιανοί έχουν να κάνουν σχεδόν εξολοκλήρου με τα κοινωνικά όρια. Σε κάποια «Αποκαλυπτικά» αποσπάσματα του βιβλίου του, ο Έρλιχ προφήτευε έναν επικείμενο μαζικό λιμό, ισχυριζόμενος ότι εξαιτίας της ανεξέλεγκτης πληθυσμιακής ανάπτυξης «η μάχη για να τραφεί όλη την ανθρωπότητα έχει χαθεί».

Στη σημερινή εποχή όμως, οι λιμοί δεν προκύπτουν σχεδόν ποτέ από την απόλυτη έλλειψη πόρων. Αντίθετα, εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα σε καιρούς που υπάρχουν πλεονάσματα τροφής. Οι θάνατοί τους είναι αποτέλεσμα πολιτικών και οικονομικών αποτυχιών και όχι έλλειψης τροφίμων. Η δημογραφία από μόνη της δεν εξηγεί πολλά για καμία οικονομία. Ο χαμηλός πληθυσμός της υποσαχάριας Αφρικής δεν καταλήγει σε πλούτο, όπως και η πυκνότητα του πληθυσμού στην Νέα Υόρκη δεν καταλήγει σε λιμό.

Οι Ίαν Άνγκους και Σάιμον Μπάτλερ ισχυρίστηκαν στο βιβλίο τους «Υπερβολικά Πολλοί Άνθρωποι;» ότι οι κοινωνικές σχέσεις καθορίζουν ακόμα και βιολογικές διαδικασίες όπως η αναπαραγωγή, με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους που δεν μπορούν να περιοριστούν στις απλοϊκές φόρμουλες του Έρλιχ. Στη σχετική ευμάρεια της μεταπολεμικής εποχής, οι ρυθμοί των γεννήσεων στον αναπτυγμένο κόσμο ήταν ήδη πτωτικοί όταν εκδόθηκε η Πληθυσμιακή Βόμβα το 1968 –και εξακολουθούν να πέφτουν έκτοτε.

Οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν ότι για να αντικαθίσταται σταθερά ο υπαρκτός πληθυσμός, οι ρυθμοί γονιμότητας πρέπει να ξεπερνάνε το 2.1, ένα νούμερο υψηλότερο από τους σημερινούς ρυθμούς στην Ε.Ε. Σε παγκόσμιο επίπεδο, τα Ηνωμένα Έθνη εκτιμούν πως ο συνολικός αριθμός θα σταθεροποιηθεί μέχρι το τέλος του αιώνα. Παράλληλα, από το 1960 μέχρι το 2000, η επιστημονική πρόοδος έχει αυξήσει την παραγωγή τροφής κατά 2.5 φορές.

Όταν οι νεο-μαλθουσιανοί κατηγορούν τον υπερπληθυσμό για την περιβαλλοντική καταστροφή δίνουν έμφαση στην μέση ατομική κατανάλωση πόρων. Η ανισότητα όμως μέσα σε κάθε χώρα και μεταξύ διαφορετικών χωρών καθιστά αυτές τις κατηγορίες αποκρουστικά άδικες: λίγοι πλούσιοι καταναλώνουν πολύ περισσότερο από πολλούς φτωχούς.

Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι αυτή η έμφαση στην κατανάλωση παρουσιάζει λανθασμένα τον καπιταλισμό ως ένα σύστημα που καθοδηγείται από τις ανθρώπινες ανάγκες –λες και η επιθυμία των απλών ανθρώπων για περισσότερα προϊόντα είναι αυτή που εξαναγκάζει τις επιχειρήσεις να επεκτείνονται. Ο Έρλιχ είχε πει στο Newsweek το 1970 ότι «οι πραγματικοί κακοί» της περιβαλλοντικής κρίσης δεν ήταν οι βιομήχανοι αλλά «οι καταναλωτές που απαιτούν… πιο γρήγορα, πιο μεγάλα, πιο φτηνά παιχνίδια χωρίς να σκέφτονται το κόστος τους σε ένα πιο βρώμικο, πιο δύσοσμο, πιο άρρωστο κόσμο».

Αυτή η παρουσίαση αντιστρέφει απόλυτα την πραγματικότητα, με τρόπο που αποκρύπτει τις περιβαλλοντικά καταστροφικές τάσεις της σύγχρονης τάξης πραγμάτων. Στο παρελθόν, και για το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, οι άνθρωποι παρήγαγαν πράγματα για τη χρήση τους, για άμεση κατανάλωση. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ζώα, οι άνθρωποι δεν έχουμε νύχια ή ρύγχος ή άλλα φυσικά χαρακτηριστικά για την εξασφάλιση της επιβίωσής μας. Για να ζήσουμε, πρέπει να καλλιεργήσουμε τη γη, να κυνηγήσουμε, να χτίσουμε καταφύγια κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, βασιζόμαστε στο φυσικό κόσμο όπως άλλα πλάσματα βασίζονται στα σώματά τους.

Ο καπιταλισμός απομάκρυνε την πλειοψηφία των ανθρώπων από τη γη στην οποία παρήγαγαν αυτά που χρειάζονταν. Στο βιβλίο του «Εξορυκτικό Κεφάλαιο», ο Αντρέας Μαλμ τονίζει τη σημασία αυτού του γεγονότος, ζητώντας μας να φανταστούμε τρυποκάρυδους που βρέθηκαν ξαφνικά χωρίς τα σκληρά ράμφη που χρειάζονται για να αλληλεπιδράσουν με τον κόσμο. Ισχυρίζεται ότι η αποκοπή των ανθρώπων από τα χωράφια τους αντιπροσωπεύει μια παρόμοια –σχεδόν υπαρξιακή– απομάκρυνση, μια παραλυτική απώλεια που μεταμόρφωσε τους χωρικούς σε εργάτες αναγκασμένους να πουλούν την ικανότητα τους για εργασία (την εργατική τους δύναμη) προκειμένου να επιβιώσουν.

Σε αντίθεση με τις προηγούμενες κοινωνίες, ο καπιταλισμός οργανώνει την παραγωγή για εμπορική ανταλλαγή και όχι για άμεση χρήση. Οι καπιταλιστές πρέπει σε τελική ανάλυση να βρουν αγοραστές για τα αγαθά που παράγονται στα εργοστάσια τους, αλλά οι δραστηριότητές τους δεν έχουν ως κίνητρο τις επιθυμίες των καταναλωτών. Για την ακρίβεια, δεν χρειάζεται να ενδιαφέρονται ή να γνωρίζουν οτιδήποτε για αυτούς τους καταναλωτές, εκτός από το γεγονός ότι έχουν χρήματα να πληρώσουν.

Αντίθετα, η ανθρώπινη ανάγκη από μόνη της, δεν κινητοποιεί την καπιταλιστική παραγωγή: οι άνθρωποι που υποφέρουν από την πείνα στο Σουδάν χρειάζονται φαγητό απελπισμένα αλλά η έκδηλη ανάγκη τους δεν θα ξεκινήσει την γραμμή παραγωγής, εκτός φυσικά κι αν βρουν τα χρήματα.

Επομένως, ο καπιταλισμός αλλάζει ριζικά την αλληλεπίδραση της ανθρωπότητας με τη φύση με τρόπους που απέτυχαν να συνυπολογίσουν οι μαλθουσιανοί περιβαλλοντολόγοι. Η άμεση σχέση μεταξύ παραγωγής και χρήσης σήμαινε ότι οι άνθρωποι στις προ-ταξικές κοινωνίες έδιναν μεγάλη αξία στην γη στην οποία βασίζονταν. Τα ιεραρχικά συστήματα που αναδείχτηκαν στις ταξικές κοινωνίες ήταν πιο καταστροφικά, εφόσον μια εκμεταλλεύτρια τάξη ζούσε από την εργασία κάποιων άλλων και αναπόφευκτα έδινε μικρότερη σημασία στις συνθήκες υπό τις οποίες μοχθούσαν αυτοί οι άλλοι. Παρ’ όλα αυτά, η άμεση σύνδεση μεταξύ παραγωγής και χρήσης έβαζε ένα κάποιο φρένο. Ο φεουδάρχης λόρδος μπορεί να εξανάγκαζε τους δουλοπάροικους να εξαντλούν τα χωράφια τους και να αποψιλώνουν τα δάση τους, αλλά το έκανε για συγκεκριμένους σκοπούς –φερ’ ειπείν για να παραχθεί τροφή για την αυλή του ή για να χρηματοδοτηθεί ένας στρατός. Αυτοί οι σκοποί όμως είχαν περιορισμούς, ακόμα και ο πιο έκλυτος αριστοκράτης δεν μπορούσε να κάνει τόσο μεγάλα φαγοπότια επ’ άπειρον.

Ο καπιταλισμός αντίθετα, δεν έχει τέτοιους περιορισμούς. Η καπιταλιστική παραγωγή καταλήγει σε χρήματα, όχι στην ικανοποίηση μιας συγκεκριμένης ανάγκης. Ο καπιταλιστής παλεύει να βγάλει δολάρια, και η ποσότητα των δολαρίων μπορεί πάντα να αυξάνεται. Πράγματι, αν θέλει μια επιχείρηση να επιτύχει, η ποσότητα των δολαρίων πρέπει να αυξάνεται: το κέρδος είναι εξ ορισμού μια υπερ-απόδοση της επένδυσης. Εν αντιθέσει με τους φεουδάρχες, οι καπιταλιστές δεν μπορούν να αφιερώσουν όλο τους τον πλούτο στην προσωπική κατανάλωση (αναμφίβολα βέβαια, αφιερώνουν ένα σημαντικό μέρος του).

Ο ανταγωνισμός της αγοράς σημαίνει ότι αυτοί που δεν επανεπενδύουν τα κέρδη τους στην παραγωγή κινδυνεύουν να παραγκωνιστούν από ανταγωνιστές που επενδύουν σε καινούριες τεχνολογίες ή σε περισσότερο προσωπικό. Γι’ αυτό, αντίθετα με τις προηγούμενες κοινωνίες, ο καπιταλισμός απαιτεί συνεχή οικονομική επέκταση. Τη στιγμή που θα σταματήσει η επέκταση, το σύστημα βυθίζεται σε κρίσεις, όπως έχουμε πολύ επώδυνα παρατηρήσει.

Το μαλθουσιανό επιχείρημα κατηγορεί τις γεννήσεις και όχι την ανάπτυξη του κεφαλαίου για την περιβαλλοντική κρίση. Ως εκ τούτου, μεταφέρει την ευθύνη από την ελίτ στις μάζες. Η Oxfam πρόσφατα αποκάλυψε ότι οι 22 πλουσιότεροι άντρες στο κόσμο κατέχουν περισσότερο πλούτο από όλες τις γυναίκες της Αφρικής μαζί. Αν ο υπερπληθυσμός προκαλεί την οικολογική καταστροφή, αυτές οι γυναίκες –απλά επειδή υπάρχουν– συνιστούν μεγαλύτερο πρόβλημα από τους 22 δισεκατομμυριούχους. Ηθικά αυτό είναι ένα αποτρόπαιο συμπέρασμα και οδηγεί σε αισχρές πολιτικές. Όπως έχουμε δει, κάποιοι ποπουλασιονιστές υπερασπίζονται τις υποχρεωτικές στειρώσεις.

Οι οικοφασίστες προχωρούν αυτή τη λογική ακόμα παραπέρα. Ο άντρας που τον προηγούμενο Αύγουστο σκότωσε 20 ανθρώπους στο Ελ Πάσο του Τέξας, έγραψε στο μανιφέστο του ότι η μετανάστευση είχε αυξήσει τον πληθυσμό στις ΗΠΑ σε μη βιώσιμα περιβαλλοντικά επίπεδα. «Είναι επομένως λογικό να μειώσουμε το αριθμό των ανθρώπων στην Αμερική», εξήγησε πριν βγει με ένα όπλο στους δρόμους.

Οι περισσότεροι άνθρωποι, ευτυχώς, δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση με τους φασίστες. Ο ποπουλασιονισμός όμως έχει εξ’ ορισμού μισάνθρωπο χαρακτήρα.

Η πρόσφατη διακοπή της οικονομίας εξαιτίας της πανδημίας ίσως οδηγήσει σε σημαντική μείωση στις εκπομπές αερίων, αλλά μόνο προσωρινά. Η παραγωγή θα συνεχιστεί εντέλει και τα εργοστάσια θα αρχίζουν να διοχετεύουν εκ νέου αέρια του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα. Θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι η παραγωγή είναι από μόνη της το πρόβλημα, ότι είναι ασύμβατη με ένα υγιές περιβάλλον. Πρέπει όμως να παράγουμε πράγματα. Οι άνθρωποι, ακριβώς επειδή είμαστε άνθρωποι, πρέπει να αλληλεπιδρούμε με τη φύση προκειμένου να τραφούμε, να προστατευτούμε και να ντυθούμε. Όπως εξήγησε ο Καρλ Μαρξ σε ένα γράμμα: «ακόμα κι ένα παιδί γνωρίζει ότι αν μια χώρα σταματούσε να δουλεύει, δε θα πω για ένα χρόνο αλλά ακόμα και για μερικές εβδομάδες, θα αφανιζόταν».

Εργασία σημαίνει διαμόρφωση του κόσμου. Εάν δεν δουλεύουμε πάνω στο περιβάλλον μας θα πεθάνουμε. Γι’ αυτό τα επιχειρήματα που στοχοποιούν την ανθρώπινη δραστηριότητα ως εγγενή απειλή για την φύση καταλήγουν νομοτελειακά σε απεχθείς θέσεις. Αν οι άνθρωποι δεν μπορούμε να ζήσουμε στον πλανήτη –αν είμαστε ιός ή αρρώστια ή καρκίνωμα– τότε όσο πιο γρήγορα εξαφανιστούμε τόσο το καλύτερο.

Αν κατανοήσουμε όμως, σε πόσο μεγάλο βαθμό ο καπιταλισμός αναδιαμορφώνει τη σχέση μας με τη φύση, μπορούμε να φανταστούμε –και να διεκδικήσουμε– έναν πολύ διαφορετικό τρόπο να υπάρχουμε σε αυτό τον κόσμο. Το γεγονός εξάλλου ότι η αναγκαστική μας απραξία παράγει καλύτερα περιβαλλοντικά αποτελέσματα από ότι η δραστηριότητά μας είναι ένα τρομακτικό κατηγορητήριο για τον τρόπο με τον οποίο ζούμε. Για παράδειγμα, ο Ντμίτρι Ντεχέυν, ωκεανογράφος, δήλωσε πρόσφατα στους New York Times ότι μικροΐνες από ρουχισμό βρίσκονται πλέον παντού στις θάλασσες, με άγνωστες συνέπειες για τα ζώα και τους ανθρώπους που εν αγνοία τους θα τις καταναλώσουν. Η εργασία του παρέχει κι άλλες αποδείξεις για τις ολέθριες επιπτώσεις της βιομηχανίας ενδυμάτων, η οποία σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, προκαλεί περίπου το 20% της βιομηχανικής ρύπανσης των υδάτων ετησίως, καταναλώνει το 25% των χημικών παγκοσμίως και απελευθερώνει το 10% των εκπομπών αερίων.

Εκ πρώτης όψεως, η έρευνα του Ντεχέυν φαίνεται να αποδεικνύει περαιτέρω την επιζήμια επιρροή της ανθρωπότητας, όπου ακόμα και τα ρούχα μας μολύνουν τους ωκεανούς με τρόπο που μετά βίας καταλαβαίνουμε. Κανένας μας όμως δεν δήλωσε ποτέ ότι θέλουμε πουκάμισα φτιαγμένα από συνθετικές, μη βιοδιασπώμενες ίνες. Η βιομηχανία ήταν αυτή που έκανε καμπάνια για να πείσει ένα απρόθυμο κοινό να αποδεχτεί την αναλωσιμότητα των ρούχων επειδή για τους κατασκευαστές ρούχων, οι προτιμήσεις μας και η ασφάλεια μας έχουν μικρότερη αξία από ότι η εντατικοποιημένη κατανάλωση μας.

Τι θα γινόταν όμως αν οι αποφάσεις για την παραγωγή –τι παράγεται και πώς– δεν καθοριζόταν από τις αγορές; Αν αντίθετα, οι άνθρωποι συνειδητά καθόριζαν την αλληλεπίδρασή τους με το φυσικό κόσμο; Ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα αν, αντί να ρωτάμε τι είναι επικερδές, μπορούσαμε να διαλέξουμε αυτό που είναι χρήσιμο; Κανείς δεν θα επέλεγε να φτιάχνουμε πουκάμισα από υλικά που πιθανώς να δηλητηριάσουν όλη την τροφική αλυσίδα. Αν κατανείμαμε τους πόρους με βάση τη λογική και όχι το κέρδος, θα μπορούσαμε να φοράμε μια ποικιλία ινών. Και όχι μόνο αυτό. Αν μπορούσαμε να αποφασίζουμε πώς να παράγουμε, θα μπορούσαμε να σταματήσουμε να γεμίζουμε τους ωκεανούς με σκουπίδια. Θα μπορούσαμε επίσης να χρησιμοποιήσουμε τις γνώσεις και τους πόρους μας για να καθαρίσουμε τα ύδατα.

Τα συνθετικά υλικά της εφήμερης μόδας δεν διαλύονται απαραίτητα γρήγορα –ή πιθανώς και ποτέ. Χρειάζονται εκατοντάδες χρόνια για να διασπαστούν οι ουσίες που μολύνουν τους βαθύτερους ωκεανούς και τα ψηλότερα βουνά. Αν δεν μας περιόριζαν οι απάνθρωπες προτεραιότητες του καπιταλισμού, σίγουρα θα μπορούσαμε να θέσουμε ως προτεραιότητα την επιδιόρθωση του πλανήτη. Θα έπρεπε να κλείσουμε κάποιες βιομηχανίες. Αλλά επίσης, θα έπρεπε να ανοίξουμε ή να εντατικοποιήσουμε άλλες για να παρέχουμε στους επιστήμονες και τους περιβαλλοντολόγους τον εξοπλισμό και τα εφόδια που είναι απαραίτητα για να αναστρέψουμε τον όλεθρο που έχει επιφέρει ο καπιταλισμός.

Αυτό είναι και το βαθύτερο πρόβλημα με το να χαιρετάμε την αναγκαστική διακοπή της βιομηχανίας εξαιτίας της πανδημίας σαν μια πρόοδο της οικολογίας. Η μισάνθρωπη καταγγελία ολόκληρης της ανθρωπότητας αποκλείει εντελώς την πιθανότητα οι άνθρωποι να βελτιώσουν αντί να καταστρέφουν το περιβάλλον. Στην Αυστραλία πριν την αποικιοποίηση, οι Αυτόχθονες αλληλεπιδρούσαν με τη φύση, αδέσμευτοι από τις επιταγές της εμπορευματοποιημένης καπιταλιστικής παραγωγής. Εφάρμοζαν ένα περίπλοκο πρόγραμμα σχεδιασμένων πυρκαγιών που αύξανε τη γονιμότητα του εδάφους και τη βιοποικιλότητα. Η αποικιοποίηση –και η επιβολή της καπιταλιστικής γεωργίας– κατέστησε αδύνατες αυτές τις παραδοσιακές τεχνικές διαχείρισης της γης. Πολύ σύντομα έγιναν εμφανείς οι συνέπειες.

Στη νοτιοδυτική Βικτόρια, ο Τζον Γκ. Ρόμπερτσον είπε στον αντικυβερνήτη Τσαρλς Λα Τρομπ ότι σε μικρό χρονικό διάστημα μετά την εγκατάσταση των λευκών:

«Πολλά από τα ποώδη φυτά άρχισαν να εξαφανίζονται από τους βοσκότοπους, τα αγριόχορτα άρχισαν να εμφανίζονται διάσπαρτα στις πεδιάδες και τους λόφους. Μεγαλώνουν και αυξάνονται χρόνο με το χρόνο. Τα ποώδη φυτά και το γρασίδι δίνουν τη θέση τους σε αγριόχορτα και τα μονοετή φυτά πεθαίνουν στο αργιλώδες έδαφος τις ζεστές μέρες της άνοιξης και τίποτα δεν παίρνει τη θέση τους μέχρι αργότερα μέσα στον επόμενο χειμώνα. Τα φυτά με τις βαθιές ρίζες που συγκρατούσαν τον δυνατό άργιλο στους λόφους έχουν εξαφανιστεί, το έδαφος είναι τώρα τελείως εκτεθειμένο στον ήλιο και ραγίζει προς κάθε κατεύθυνση, οι λόφοι διαλύονται προς όλες τις κατευθύνσεις, και οι όχθες των απόκρημνων χειμάρρων καταρρέουν παρασύροντας δέντρα και οτιδήποτε άλλο μαζί τους».

Αυτά δεν οφείλονταν στην αύξηση του πληθυσμού. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο αριθμός των εποίκων δεν ξεπέρασε τον αριθμό των αφανισμένων Αυτόχθονων τουλάχιστον μέχρι το 1840 και το 1850 ακόμα ο πληθυσμός ήταν κατά προσέγγιση 25% μικρότερος από ότι πριν τον εποικισμό. Συνεπώς, ένας σχετικά μικρός αριθμός Ευρωπαίων, εμπόδιζε ένα μεγαλύτερο (αρχικά τουλάχιστον) αριθμό Αυτοχθόνων από το να διατηρήσουν το περιβάλλον με τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν για δεκάδες χιλιάδες χρόνια. Με άλλα λόγια, η γη άλλαξε όχι εξαιτίας της ανθρώπινης δραστηριότητας αλλά εξαιτίας της λάθος ανθρώπινης δραστηριότητας.

Μπορούμε να επεκτείνουμε κι άλλο το επιχείρημα. Ο πλανήτης δεν θα θεραπευτεί με το να πάψουμε να αλληλεπιδρούμε με τη φύση. Θα θεραπευτεί αν αλληλεπιδρούμε με τη φύση με διαφορετικό τρόπο. Οι Αυτόχθονες φρόντιζαν την ήπειρο της Αυστραλίας με μεθόδους που είχαν κωδικοποιηθεί στις παραδόσεις, τα τραγούδια και τη θρησκεία τους. Σήμερα, η επιστήμη και η τεχνολογία μπορούν να διευκολύνουν τη περιβαλλοντική διαχείριση και όχι να τη δυσχεραίνουν. Ξέρουμε τι να χρειάζεται να κάνουμε, απλά χρειαζόμαστε ένα οικονομικό σύστημα που θα μας επιτρέψει να το κάνουμε. Αυτό είναι κάτι που μόνο οι άνθρωποι μπορούν να δημιουργήσουν. Δεν είναι οι άνθρωποι ιός. Ο καπιταλισμός είναι ο ιός. Οι άνθρωποι είναι -ή μάλλον μπορούν να γίνουν- η θεραπεία.

Συντάκτης
Τζεφ Σπάροου