Η γαλλική εφημερίδα «Le Monde» έγραψε απαξιωτικά για τους πολιτικούς ηγέτες της Ε.Ε. και των ΗΠΑ, χαρακτηρίζοντάς τους «τα παιδάκια που μας κυβερνούν». Γιατί η διεθνής οικονομία, με αιχμή την κρίση χρέους, δείχνει ολοένα και περισσότερο εκτός ελέγχου; Η όξυνση της κρίσης είναι θέμα ανικανότητας και κακής διαχείρισης ή υπάρχουν βαθύτεροι λόγοι που επιτείνουν το αδιέξοδο; Και τι συνέπειες έχει αυτό για μια αριστερή απάντηση στην κρίση, με βάση τα εργατικά συμφέροντα;
Στην αρχή το ΔΝΤ αρνήθηκε να χορηγήσει την 5η δόση του δανείου των 110 δισ., αν η Ε.Ε. δεν αποφάσιζε πρώτα και νέο πακέτο δανειοδότησης προς την Ελλάδα για τα επόμενα χρόνια. Η Ε.Ε. από τη μια ανέβαλλε την απόφαση και ήταν διχασμένη για το νέο δάνειο και από την άλλη, ακόμα και αν το αποφάσιζε, έθετε όρο όχι μόνο την ψήφιση του μεσοπρόθεσμου, αλλά και τη συναίνεση κυβέρνησης και αντιπολίτευσης στα νέα μέτρα. Κάτω από αυτές τις πιέσεις, αλλά και κάτω από την πίεση της ογκούμενης λαϊκής αποδοκιμασίας και του κινήματος των «αγανακτισμένων», η κυβερνητική πλειοψηφία άρχισε να αποσυντίθενται, η κυβέρνηση Παπανδρέου έφτασε στα όρια της παραίτησης και μόνες πιθανές «διέξοδοι» εμφανίζονταν ο σχηματισμός κυβέρνησης «εθνικής σωτηρίας» ή οι άμεσες εκλογές. Διεθνώς τα περιβόητα σπρεντ των ομολόγων πήραν την ανηφόρα όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για άλλες χώρες της ευρωζώνης, η χρεοκοπία της Ελλάδας έδειχνε βέβαιη και η απειλή ενός φαινομένου ντόμινο –που θα έπληττε ακόμα και την οικονομία των ΗΠΑ– άρχισε να διαμορφώνεται στον ορίζοντα και να σπέρνει τον πανικό στις λεγόμενες «αγορές». Η ανησυχία ήταν τέτοια, που όχι μόνο αναλυτές και πολιτικοί εκπρόσωποι, αλλά και οι ίδιοι οι καπιταλιστές παρενέβησαν ευθέως –50 γαλλικές και γερμανικές επιχειρήσεις κολοσσοί δημοσίευσαν κείμενο με το οποίο καλούσαν σε σωτηρία του ευρώ με κάθε θυσία.
Ως εκ θαύματος, την τελευταία στιγμή ΔΝΤ και Ε.Ε. εξασφάλισαν τα χρήματα της 5ης δόσης, η θέση του προέδρου της Ευρωπαϊκης Κεντρικής Τράπεζας, Τρισέ, για εθελοντική και μόνο συμμετοχή των ιδιωτών κυριάρχησε προσωρινά, το νέο δάνειο ύψους πάνω από 100 δισ. στην Ελλάδα δρομολογήθηκε και η Μέρκελ συναντήθηκε με τον Ομπάμα, όπου η «σωτηρία» της Ελλάδας επαναβεβαιώθηκε ως ζήτημα καίριας σημασίας όχι μόνο για την οικονομία της ευρωζώνης, αλλά και της παγκόσμιας οικονομίας. Ακόμα και η μακρινή Κίνα έστερξε να δηλώσει διαθέσιμη για αγορά ευρωπαϊκού χρέους, για να στηρίξει την οικονομική σταθερότητα διεθνώς.
Το Μάη και τον Ιούνη του 2011, η παγκόσμια οικονομία έφτασε στα πρόθυρα μιας νέας τεράστιας κρίσης, όπως και το φθινόπωρο του 2008 όταν κατέρρευσε η Λίμαν Μπράδερς, αυτή τη φορά με πιθανό εναρκτήριο κρίκο του νέου ντόμινο την Ελλάδα. Υποτίθεται ότι ο κίνδυνος αυτός πέρασε με την ψήφιση του μεσοπρόθεσμου στην ελληνική βουλή και με τη χορήγηση της 5ης δόσης. Και πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις, νέος πανικός άρχισε να εξαπλώνεται στην ευρωζώνη και διεθνώς: Καταρχήν επειδή το σήριαλ της λεγόμενης «συμμετοχής των ιδιωτών» ξανάρχισε και το νέο δάνειο προς την Ελλάδα ξαναμπήκε σε αμφιβολία και δεύτερον και κυριότερο επειδή η κρίση χρέους άρχισε να χτυπάει οικονομίες-κολοσσούς της ευρωζώνης όπως η Ιταλία και η Ισπανία.
Ο κίνδυνος για «φαινόμενο του ντόμινο» σε όλη την ευρωζώνη και στην παγκόσμια οικονομία είναι η προβαλλόμενη εξήγηση του πρόσφατου πανικού και των πίσω-μπρος στην διεθνή πολιτική αντιμετώπιση της κρίσης. Όμως δεν είναι επαρκής εξήγηση, όσο παραμένει αδιευκρίνιστο γιατί εμφανίζεται τώρα και πώς σχετίζεται αυτός ο κίνδυνος με την οικονομική κρίση στην Ελλάδα και διεθνώς.
Καταρχήν και μόνο η πιθανότητα του ντόμινο δείχνει πόσο επιφανειακές και προπαγανδιστικές είναι οι ελληνοκεντρικές εξηγήσεις της κρίσης με βάση τις ελληνικές ιδιαιτερότητες περί δήθεν «σπάταλου κράτους», «έλλειψη ανταγωνιστικότητας», «καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε» και άλλα παρόμοια «επιχειρήματα». Ακόμα και ο πιο θρασύς προπαγανδιστής της καπιταλιστικής λογικής θα δυσκολευτεί να υποστηρίξει ότι κινδυνεύει να καταρρεύσει η παγκόσμια οικονομία, επειδή σε μια γωνιά του κόσμου, που λέγεται Ελλάδα, ο κυρ-Μήτσος λουφάρει στη δουλειά του και η κυρά-Κατίνα αγόρασε ακριβό αυτοκίνητο με δανεικά.
Προφανώς η αλληλεξάρτηση της ελληνικής κρίσης με τη διεθνή οικονομία έχει άλλες αιτίες. Για να προχωρήσουμε περαιτέρω σε αυτές, είναι απαραίτητο να διευκρινίσουμε καταρχήν σε τι συνίσταται ο κίνδυνος του ντόμινο. Είναι φανερό πια ότι σε περίπτωση αδυναμίας της Ελλάδας ή κάποιας άλλης χώρας να πληρώσει τους δανειστές της, θα ακολουθήσει μια αλυσίδα γεγονότων, όπου τα ομόλογα της μιας χώρας μετά την άλλη θα πάψουν να είναι αξιόπιστα και θα μετατραπούν σε σκουπιδόχαρτα, για τα οποία οι τράπεζες, που τα κατέχουν, θα χάσουν τεράστια ποσά.
Ουσιαστικά υπάρχει ο κίνδυνος το σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρώπης να βρεθεί στα πρόθυρα της χρεωκοπίας και αυτό θα παρασύρει στην κρίση ακόμα και τις πιο ισχυρές χώρες της Ευρώπης, ενδεχομένως και την ίδια τη Γερμανία, με έναν μηχανισμό παρόμοιο με αυτόν που οδήγησε την Ιρλανδία στην κρίση (η Ιρλανδία είχε γύρω στο 25% του ΑΕΠ χρέος και ξεπέρασε το 100% μέσα σε ελάχιστο χρόνο, επειδή διέσωσε τις χρεοκοπημένες τράπεζες της χώρας, οι οποίες με τη σειρά τους είχαν πρακτικά χρεοκοπήσει, επειδή δεν μπορούσαν να εισπράξουν τα δανεικά που είχαν διοχετεύσει σε οικονομικές φούσκες που κατέρρευσαν.) Το ευρώ είναι απίθανο να αντέξει μια τέτοια αναταραχή, η ευρωζώνη θα διαλυθεί, αφού κάθε χώρα θα κινηθεί με τη λογική ο σώζων εαυτόν σωθήτω και η κρίση θα πλήξει και τις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο μέσα από την έντονη αλληλεξάρτηση της διεθνούς οικονομίας και ακόμα πιο έντονα του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως έγινε και το 2008 με την κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς.
Όμως όχι μόνο σε περίπτωση πτώχευσης, αλλά και στην περίπτωση της λεγόμενης «επιλεκτικής χρεοκοπίας», ο κίνδυνος επέκτασης της κρίσης παραμένει. Αυτό γίνεται φανερό, αν δούμε τι κρύβεται πίσω από το σήριαλ για τη συμμετοχή των ιδιωτών στα νέα δάνεια προς την Ελλάδα και την πιθανότητα «αναδιάρθρωσης» του ελληνικού χρέους, ένα σήριαλ που όλα δείχνουν ότι θα συνεχιστεί και μέσα στο καλοκαίρι.
Η κυβέρνηση της Γερμανίας και άλλων χωρών φλερτάρουν με την ιδέα να χάσουν οι ιδιώτες δανειστές του ελληνικού κράτους ένα μέρος των χρημάτων από το χρέος που κατέχουν, καταρχήν «για τα μάτια του κόσμου» –για να μπορούν οι κυβερνήσεις να ισχυρίζονται ότι κάποιο βάρος σηκώνουν και οι τράπεζες– και κατά δεύτερο, και ίσως κυριότερο, γιατί οι βόρειες χώρες δεν θέλουν να αυξήσουν τα δικά τους χρέη, εξαγοράζοντας αδιάκοπα τα χρέη άλλων χωρών. Ο λόγος που οι ευρωπαίοι ηγέτες ταλαντεύονται, δεν είναι απλά οι πιέσεις των τραπεζών, του Τρισέ και των λεγόμενων «οίκων αξιολόγησης». Ο κύριος λόγος είναι ότι υπάρχει όντως πραγματικό ρίσκο και φόβος για το ποιες θα είναι οι συνέπειες, αν οι τράπεζες και οι άλλοι ιδιώτες δανειστές της Ελλάδας χάσουν έστω και ένα ευρώ από μια συμφωνία «αναδιάρθρωσης».
Με μια αναδιάρθρωση οι τράπεζες θα χάσουν σήμερα ένα μέρος της αξίας των ομολόγων που κατέχουν από το ελληνικό χρέος. Όμως το ρίσκο και ο φόβος είναι ότι το πράγμα δεν θα περιοριστεί σε μια μικρή χασούρα στο παρόν. Αν αυτό γίνει για μια φορά, αυτομάτως ο κίνδυνος να χάσουν ακόμα περισσότερα και δεύτερη και τρίτη φορά στο μέλλον θα γίνει σχεδόν βεβαιότητα. Το ίδιο βεβαιότητα θα γίνει και το γεγονός ότι το «κούρεμα» των ομολόγων θα επεκταθεί αργά ή γρήγορα και στην Πορτογαλία και την Ιρλανδία, που βρίσκονται ήδη στη διαδικασία των μνημονίων, αλλά και σε εκείνες που ενδέχεται να αναγκαστούν να μπουν στο μέλλον. Αυτό θα είχε σαν σίγουρη συνέπεια την άνοδο των σπρεντ στο χρέος και άλλων «επικίνδυνων» χωρών της ευρωζώνης (κάτι που ήδη συμβαίνει εν μέρει) και μια διαρκή άνοδο του κινδύνου χρεοκοπιών και των προβλημάτων ρευστότητας των τραπεζών.
Έτσι μια «ελεγχόμενη» αναδιάρθρωση (ή «επιλεκτική χρεοκοπία») είναι πιθανό τελικά να αποδειχτεί όχι και τόσο ελεγχόμενη. Μια αλυσιδωτή αντίδραση, όπου οι τράπεζες θα κατέγραφαν ολοένα και περισσότερες ζημιές, ήταν (και εξακολουθεί να είναι) πιθανόν να ξεκινήσει, αν το «πουλόβερ» του χρέους άρχιζε να ξηλώνεται στην Ελλάδα, έστω και σε ένα μικρό ποσοστό «αναδιάρθρωσης» αρχικά. Το φαινόμενο ντόμινο μπορεί να είναι μικρό στην αρχή, αλλά στη συνέχεια να καταλήξει το ίδιο εκκωφαντικό και επικίνδυνο για το σύστημα όσο και μια άμεση χρεοκοπία της Ελλάδας.
Χρειάζεται μια παρένθεση, για να σημειώσουμε ότι ο κίνδυνος για μια τέτοια επίδραση ντόμινο δεν εξαφανίζεται από τη συνέχεια των δανείων προς την Ελλάδα, για να αποπληρώνονται τα παλιότερα δάνεια των τραπεζών. Ούτε είναι υποχρεωτικό ένα φαινόμενο ντόμινο να ξεκινήσει μόνο από την Ελλάδα. Αν η κρίση χρέους χτυπήσει καθοριστικά την Ισπανία ή την Ιταλία με ανεβασμένα σπρεντ, τότε μια χρεοκοπία αυτών των χωρών είναι πιθανή, αφού είναι μάλλον απίθανο για την υπόλοιπη Ε.Ε. να μπορέσει να καλύψει αυτές τις οικονομίες με τα πολλαπλάσια κεφάλαια που απαιτούνται (π.χ. το ιταλικό χρέος είναι πολύ μεγαλύτερο από το άθροισμα του χρέους Ελλάδας, Πορτογαλίας και Ιρλανδίας μαζί).
Περιγράψαμε σύντομα πώς είναι πιθανόν να εξελιχτεί το φαινόμενο ντόμινο με αφορμή το χρέος στην ευρωζώνη. Όμως μόνο η περιγραφή δεν είναι αρκετή για να κατανοήσουμε το μέγεθος και τις αιτίες της κρίσης. Χρειάζεται να πάμε βαθύτερα. Καταρχήν χρειάζεται να απαντήσουμε αν το φαινόμενο ντόμινο είναι κάτι φυσικό και αναπόφευκτο στη διεθνή οικονομία. Σε αυτό πολύ λίγο διαφωτιστικές είναι οι αναλύσεις του αστικού τύπου και των αστών οικονομολόγων.
Η απάντηση είναι ότι το φαινόμενο ντόμινο δεν είναι ούτε φυσικό ούτε αναπόφευκτο. Ο καπιταλισμός είναι ένα διεθνές σύστημα και οι λεγόμενες «εθνικές» οικονομίες είναι αλληλεξαρτημένες σε παγκόσμιο επίπεδο πιο πολύ από ποτέ στην ιστορία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μια χρεοκοπία ή μια οικονομική κρίση σε ένα σημείο θα βάλει φωτιά αυτομάτως σε όλο τον πλανήτη. Έχουν συμβεί και παλιότερα χρεοκοπίες, και μεγάλων επιχειρήσεων και κρατών, χωρίς αυτό να έχει τις αλυσιδωτές συνέπειες που είχε η χρεοκοπία της Λίμαν Μπράδερς ή η απειλή χρεοκοπίας της Ελλάδας σήμερα.
Το 1998 χρεοκόπησε, δηλαδή κήρυξε στάση πληρωμών στο χρέος της η Ρωσία και λίγα χρόνια μετά ακολούθησε και η Αργεντινή και στη συνέχεια και οι δυο «κούρεψαν» τα χρέη τους στο μεγαλύτερο ποσοστό. Αυτές οι χρεοκοπίες επηρέασαν τη διεθνή οικονομία, αλλά με σχετικά ήπιο τρόπο και σίγουρα δεν οδήγησαν σε δραματική αλυσιδωτή επέκταση της κρίσης παγκόσμια. Ο λόγος μπορεί να γίνει κατανοητός με ένα παράδειγμα.
Ας υποθέσουμε ότι μια τράπεζα έχει δανείσει σε δέκα πελάτες χρήματα και χρεοκοπεί ο ένας από αυτούς. Τότε αυτή η ζημιά μπορεί να απορροφηθεί πολύ εύκολα (για την ακρίβεια αυτό το ρίσκο έχει προϋπολογιστεί και έχει ενσωματωθεί στα επιτόκια δανεισμού προκαταβολικά) και η τράπεζα να συνεχίσει να είναι κερδοφόρα. Τι θα γινόταν όμως, αν χρεοκοπούσαν και οι δέκα ταυτόχρονα, ή αν (πράγμα που είναι το ίδιο) η χρεοκοπία του ενός σήμαινε ότι ο δεύτερος έχανε τα λεφτά που του χρώσταγε ο πρώτος και οδηγούνταν και αυτός σε χρεοκοπία και έτσι με αυτόν τον τρόπο οδηγούνταν στη χρεοκοπία ο ένας μετά τον άλλον όλοι οι πελάτες της τράπεζας;
Σε ακριβώς μια τέτοια κατάσταση βρίσκεται ο διεθνής καπιταλισμός τα τελευταία χρόνια, μια κατάσταση που απειλεί να μετατρέψει κάθε τοπική επιδημία σε μια παγκόσμια πανδημία. Με άλλα λόγια το πρόβλημα δεν είναι ότι κινδυνεύουν να χαθούν τα λεφτά που χρωστάει η Ελλάδα, αλλά ότι κινδυνεύουν να χαθούν (με αφορμή την Ελλάδα ή κάποια άλλη χώρα) τα τεράστια ποσά που αποτελούν το παγκόσμιο χρέος.
Το κρατικό χρέος των χωρών του πάλαι ποτέ ανεπτυγμένου καπιταλισμού είναι κοντά στο 90% του ΑΕΠ τους κατά μέσο όρο και το ποσοστό αυτό συνεχίζει να αυξάνει. Όχι μόνο γιατί τα προγράμματα λιτότητας είναι αδιέξοδα σε περιβάλλον ασθενικής ανάπτυξης ή και ύφεσης, αλλά και γιατί η κύρια πηγή που τροφοδοτεί αυτά τα χρέη είναι το βουνό των ιδιωτικών χρεών, τα οποία είναι διπλάσια και τριπλάσια από ό,τι τα κρατικά χρέη. Ενδεικτικά σε μερικές από τις μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, το συνολικό χρέος φτάνει το 471% του ΑΕΠ στην Ιαπωνία, το 466% στη Μεγάλη Βρετανία, το 366% στην Ισπανία, το 322% στη Γαλλία, το 315% στην Ιταλία, το 296% στις ΗΠΑ και το 286% στη Γερμανία.[1]
Η σωτηρία των τραπεζών το 2008 απαίτησε τεράστια ποσά από τα κράτη (με αποτέλεσμα την εκτίναξη των χρεών τους). Όμως τα «τοξικά» χρέη, που εξακολουθούν να κατέχουν τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις, παραμένουν τεράστια και αργά ή γρήγορα είναι αναπόφευκτα νέα πακέτα διάσωσης από τα κράτη προς τον ιδιωτικό τομέα, που θα εκτινάξουν ξανά τα κρατικά χρέη και θα αυξήσουν τις πιθανότητες χρεοκοπίας κρατών. Για παράδειγμα, ο μεγάλος φόβος για την Ισπανία δεν είναι το σημερινό κρατικό χρέος, που είναι μικρό, αλλά η πιθανή μελλοντική εκτίναξή του, αν οι τράπεζες κινδυνεύσουν με χρεοκοπία και το ισπανικό κράτος ακολουθήσει το δρόμο της Ιρλανδίας και αναλάβει τα χρέη τους.
Συνοψίζοντας, όλη η διεθνής οικονομία βρίσκεται υπό τον κίνδυνο της «ελλαδοποίησης», της πιθανότητας δηλαδή να χάσει τον έλεγχο και να οδηγηθεί σε μια αλματώδη άνοδο των ελλειμμάτων και του χρέους, που έχει στο τέλος του δρόμου τη χρεοκοπία, και αυτό είναι που κάνει το φαινόμενο του ντόμινο πιθανό κίνδυνο.
Το βουνό του χρέους έχει αναδειχτεί σε ένα τεράστιο βάρος για τη διεθνή οικονομία και είναι η κύρια μορφή με την οποία εκφράζεται η καπιταλιστική κρίση. Δεν πρόκειται για μια τυχαία εξέλιξη ούτε για ατύχημα. Όπως ομολογεί και ο «Economist»: «Ο δανεισμός ήταν η απάντηση σε όλα τα οικονομικά προβλήματα τα τελευταία 25 χρόνια. Τώρα το ίδιο το χρέος έχει γίνει το πρόβλημα».[2]
Ο λεγόμενος «θρίαμβος της ελεύθερης αγοράς» στηρίχτηκε σε όλο και μεγαλύτερες δόσεις του «αναβολικού» του χρέους τις τελευταίες δεκαετίες, μια πολιτική ντοπαρίσματος που ακολούθησαν συνειδητά και συστηματικά οι κεντρικές τράπεζες στις ΗΠΑ, στην Ε.Ε. και την Ιαπωνία. Ήταν ο μόνος τρόπος να παραμείνει ψηλά η κερδοφορία και η συνεπακόλουθη επέκταση του συστήματος, μια κερδοφορία που άρχισε να υποχωρεί μετά τη δεκαετία του ’70, με την επανεμφάνιση των οικονομικών κρίσεων στο καπιταλιστικό σύστημα μεταπολεμικά.
Ο «Economist» αποκαλεί το χρέος «ναρκωτικό», δείχνοντας ότι, με την πάροδο του χρόνου, οι «δόσεις» είχαν πολύ μικρότερα αποτελέσματα: η πρόσθεση νέου χρέους στην οικονομία οδηγούσε σε όλο και μικρότερη ποσοστιαία αύξηση του ΑΕΠ. Πράγματι έτσι συνέβαινε αλλά όχι μόνο με το χρέος: είτε με δανεικά, είτε με ίδια κεφάλαια, η απόδοση των επενδύσεων στην πραγματική οικονομία, δηλαδή το ποσοστό κέρδους, έπεσε σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες, επιβεβαιώνοντας την εγγενή τάση της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους στον καπιταλισμό, όπως το έχει περιγράψει ο Μαρξ.
Με άλλα λόγια, το «ναρκωτικό» του συνεχώς ογκούμενου χρέους χορηγήθηκε σε ένα ήδη άρρωστο και γερασμένο σύστημα, γι’ αυτό και η «απεξάρτηση» δεν είναι καθόλου εύκολη: δεν υπάρχει επιστροφή σε μια υγιή προτεραία κατάσταση, γιατί αυτή η «υγιής» κατάσταση για το σύστημα πέρασε προ πολλού.
Το χρέος καθεαυτό δεν οδηγεί υποχρεωτικά σε επώδυνη λιτότητα την κοινωνία, ούτε σε υποχρεωτική κρίση τον καπιταλισμό. Για παράδειγμα, αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, οι ΗΠΑ βρέθηκαν με ένα τεράστιο χρέος που προσέγγιζε το 130% του ΑΕΠ. Και σαν να μην έφτανε το παλιό χρέος, οι ΗΠΑ προχώρησαν μεταπολεμικά σε διάφορα σχέδια Μάρσαλ προς τις χώρες της Ευρώπης και την Ιαπωνία, που θεωρητικά θα οδηγούσαν σε ακόμα μεγαλύτερο χρέος το κράτος. Και όμως όλο αυτό το τεράστιο χρέος «εξαφανίστηκε» μέσα στην τεράστια μεταπολεμική ανάπτυξη του συστήματος, για να αρχίσει να ανεβαίνει και πάλι στην αρχή της νέας κρίσης και παρακμής του συστήματος μετά τη δεκαετία του ’70, παρόλο που θεωρητικά η κυριαρχία του Ρηγκανισμού εξασφάλιζε «λιγότερο κράτος».[3]
Η ίδια οικονομική ανάπτυξη χαρακτήριζε και τις άλλες χώρες μεταπολεμικά, γι’ αυτό άλλωστε και τα δάνεια εκείνης της εποχής δεν οδήγησαν σε υπερχρέωση ούτε τις επιχειρήσεις που γιγαντώνονταν είτε γενικότερα τις χώρες που ανασυγκροτούνταν από τα ερείπια του πολέμου. Με λίγα λόγια τα κέρδη από την αλματώδη ανάπτυξη της εποχής ήταν υπεραρκετά για να αποσβένουν το χρέος.
Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί σήμερα, γιατί ο καπιταλισμός είναι σε παρακμή και δεν είναι σε θέση να οδηγήσει την οικονομία διεθνώς σε μια οικονομική ανάπτυξη ικανή να εξαφανίσει το χρέος. Το χρέος των τελευταίων δεκαετιών –ιδιωτικό και δημόσιο– δεν είχε σαν εγγύηση μια ραγδαία αναπτυσσόμενη πραγματική οικονομία, αλλά μια ραγδαία αναπτυσσόμενη φούσκα των λεγόμενων assets (περιουσιακών στοιχείων) σε μετοχές, σε εμπορεύματα, σε ακίνητα κ.λπ. Όσο οι μετοχές και οι τιμές των ακινήτων ανέβαιναν, το χρέος έδειχνε εγγυημένο. Τώρα που η φούσκα έσκασε, δεν υπάρχει κανένας τρόπος να αποσβεστεί το χρέος.
Θεωρητικά, εκτός από την οικονομική ανάπτυξη το χρέος θα μπορούσε να ελεγχθεί και με ένα γενναίο «κούρεμα» (είτε μέσα από την αύξηση του πληθωρισμού και την απαξίωσή του είτε μέσα από πολιτικές αποφάσεις των κρατών για διαγραφή μέρους του χρέους). Κάτι τέτοιο προσκρούει στην τεράστια ισχύ των συμφερόντων του χρηματοπιστωτικού τομέα, που θα χάσει πάρα πολλά από μια τέτοια εξέλιξη. Προσκρούει επίσης στην ανταγωνιστική και ιμπεριαλιστική φύση του συστήματος, που κάνει ανέφικτη μια διεθνή συμφωνία στηριγμένη στον «αλτρουισμό». Ούτε οι μεμονωμένοι καπιταλιστές ούτε τα μεμονωμένα καπιταλιστικά κράτη δεν συνηθίζουν να «θυσιάζονται για το καλό του συνόλου» και ήδη βρίσκονται σε οξείς ανταγωνισμούς για το ποιος θα πληρώσει περισσότερο την κρίση (με τους νομισματικούς πολέμους, με τις αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της Ε.Ε. κ.λπ.).
Όμως, για χάρη της συζήτησης, ας υποθέσουμε ότι οι καπιταλιστές πήγαιναν κόντρα στη φύση τους και κόντρα σε κάθε ιστορική εμπειρία και «ενώνονταν μπροστά στον κίνδυνο» τουλάχιστον σε επίπεδο Ε.Ε. (αν όχι σε παγκόσμιο επίπεδο) και κατέληγαν σε μια συμφωνία αμοιβαίας απομείωσης του χρέους, μεταφοράς βαρών στις πιο πλούσιες χώρες, μετατροπής της ευρωζώνης σε ενωμένες πολιτείες της Ευρώπης και σε άλλες τέτοιες… αγγελικές και ηθικές αποφάσεις. Ακόμα και αυτό να συνέβαινε, και πάλι η κρίση της πραγματικής οικονομίας θα τους περίμενε στη γωνία με την πεσμένη κερδοφορία του κεφαλαίου (χωρίς πια το αναβολικό του άφθονου και φτηνού δανεισμού) και την απροθυμία των καπιταλιστών να κάνουν επενδύσεις.
Το ίδιο ακριβώς θα συνέβαινε, αν το κάθε κράτος επιχειρούσε να βγει από την κρίση χρέους μεμονωμένα. Ακόμα κι αν απαλλασσόταν από το βάρος του χρέους προσωρινά, θα είχε να αντιμετωπίσει και πάλι μια θάλασσα διεθνούς οικονομικής κρίσης –καμιά χώρα δεν μπορεί, ειδικά σήμερα, να αναπτύσσεται απροβλημάτιστα, αν το διεθνές περιβάλλον είναι βυθισμένο στην κρίση.
Με άλλα λόγια, ακόμα κι αν με ένα μαγικό τρόπο η διεθνής οικονομία απαλλασσόταν από το τεράστιο χρέος και το γιγαντισμό του χρηματοπιστωτικού τομέα, απλά θα επέστρεφε στο στασιμοπληθωρισμό του ’70 και του ’80. Ο καπιταλισμός, για να ξεπεράσει την κρίση και να μπει σε φάση ανάπτυξης, πρέπει να μπει ταυτόχρονα σε φάση ανοδικής κερδοφορίας, γιατί η φύση του συστήματος είναι να έχει κινητήρα του το κέρδος. Και η ανοδική κερδοφορία δεν μπορεί να γίνει ούτε με κεϊνσιανά ούτε με νεοφιλελεύθερα γιατροσόφια πια. Μπορεί να γίνει μόνο με τεράστια καταστροφή κεφαλαίου, όπως αυτή του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου που επέτρεψε στον καπιταλισμό τότε να ξεπεράσει την κρίση του ’30.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, θα λέγαμε καταρχήν ότι η κρίση δεν περιορίζεται σε κάποιες «τοπικές» αδυναμίες κάποιων χωρών, αλλά είναι κρίση του διεθνούς συστήματος, που εξακολουθεί να υποβόσκει, και «τοπικά» σε κάποιες χώρες εκδηλώνεται με πιο έντονα συμπτώματα. Πρόκειται για μια συστημική διεθνή κρίση που μπορεί να μπαλώνεται και να αντιμετωπίζονται κάπως τα συμπτώματα που είναι πιο έντονα σε κάποιες χώρες και λιγότερο σε κάποιες άλλες, αλλά που δεν μπορεί να λυθεί εντός του καπιταλιστικού συστήματος, τουλάχιστον όχι με βάση τα δεδομένα της στιγμής.
Η αντιμετώπιση του μεγαλύτερου συμπτώματος της κρίσης, που είναι το χρέος, ισοδυναμεί με προσπάθεια τετραγωνισμού του κύκλου. Δεν υπάρχει καμία «συνταγή» οικονομικής πολιτικής που να μπορεί να ξεπεράσει το πρόβλημα του χρέους. Το χρέος σήμερα αποτελεί μια μη αντιστρεπτή ζημιά, που πρέπει κάποιος να το πληρώσει με βαρύ τίμημα (δεν είναι καθόλου αναπόφευκτο να το πληρώνουν οι εργάτες βέβαια).
Ακριβώς εξαιτίας αυτής της οικονομικής πραγματικότητας, οι όποιες «λύσεις» είναι προσωρινές και αβέβαιες. Αυτό σημαίνει ότι οι εναλλαγές πολιτικών, οι λύσεις της τελευταίας στιγμής, η προσωρινότητα της κάθε προσπάθειας σταθεροποίησης δεν οφείλονται σε ανεπάρκειες των πολιτικών ηγετών στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και διεθνώς, αλλά έχουν συστημικά αίτια και θα είναι μόνιμο φαινόμενο και για το επόμενο διάστημα. Και ταυτόχρονα, τα όποια μπαλώματα της κρίσης δεν εξασφαλίζουν καμιά βεβαιότητα για τη σταθερότητά τους. Αντίθετα στηρίζονται σε ακροβασίες στην κόψη του ξυραφιού και μπορούν ανά πάσα στιγμή να οδηγήσουν σε κατάρρευση των διεθνών προσπαθειών αντιμετώπισης της κρίσης και σε λογικές ο σώζων εαυτόν σωθήτω για τον κάθε εθνικό καπιταλισμό.
Συνεπώς, το εργατικό κίνημα και η Αριστερά δεν μπορούν να στηρίζονται στην αντικειμενική κατεύθυνση των πραγμάτων, ούτε να ελπίζουν σε εύκολες διεξόδους από την κρίση. Αντιλήψεις όπως των «ευρωπαϊστών» του ΣΥΝ ότι ο ελληνική οικονομία –δηλαδή ο ελληνικός καπιταλισμός– θα ξαναγυρίσει στην ανάπτυξη «αν διαπραγματευτούμε σκληρά εντός του ευρώ» ή των αντιευρωπαϊστών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ότι αυτό θα συμβεί με τη δραχμή, είναι κεϊνσιανές αυταπάτες εκτός πραγματικότητας. Τέτοιες αντιλήψεις απλά αναπαράγουν τις αποτυχημένες συνταγές του Ανδρέα Παπανδρέου (μια πολιτική διεκδίκησης εντός της ΕΟΚ παραπλήσια των μεσογειακών προγραμμάτων οι ευρωπαϊστές, την πολιτική των υποτιμήσεων του νομίσματος των Αρσένη και Σημίτη το 1983-1985 οι αντιευρωπαϊστές), όταν προσπαθούσε να βγάλει τον ελληνικό καπιταλισμό από την κρίση του ’80.
Ούτε η ελληνική, ούτε η παγκόσμια οικονομία μπορεί να γυρίσει σε βιώσιμη και σταθερή ανάπτυξη, συγκρίσιμη με το παρελθόν, όσο διατηρείται ένας όλο και πιο γερασμένος καπιταλισμός που παρακμάζει και γεννάει από τη φύση του την κρίση.
Δεν υπάρχει λύση που να ωφελεί τους εργάτες και ταυτόχρονα να βγάζει τον καπιταλισμό από την κρίση και να οδηγεί την καπιταλιστική οικονομία στην κερδοφορία και την ανάπτυξη. Υπάρχει μόνο μια διέξοδος από την κρίση προς όφελος των εργατών και αυτή δεν είναι η αλλαγή πολιτικής εντός του καπιταλισμού, αλλά η αλλαγή κοινωνίας. Είναι η ανατροπή του καπιταλισμού και ο σοσιαλισμός.
Μια τέτοια προοπτική δεν οδηγεί σε καμία περίπτωση στην πολιτική αδράνειας του ΚΚΕ, που καταγγέλλει απλά το σύστημα και μαζεύει ψήφους, λες και ο σοσιαλισμός θα έρθει με ψηφοφορίες. Η προοπτική του σοσιαλισμού υπηρετείται μόνο με την πολιτική της σκληρότερης δυνατής σύγκρουσης με τον καπιταλισμό σήμερα, που κατεβάζει τις μάζες στον αγώνα κάτω από συγκεκριμένες διεκδικήσεις και με κλιμακούμενες μορφές πάλης, ώστε να εμποδίσουμε το σύστημα να διαχειρίζεται την κρίση, θυσιάζοντας τις ζωές και τις ανάγκες των εργατών.
Η πολιτική αυτή σύγκρουσης εδώ και τώρα με το σύστημα πρέπει να είναι ταξική και όχι πατριωτική, να στηρίζει τα εργατικά συμφέροντα, έχοντας πλήρη συνείδηση ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο βλάπτοντας άλλες τάξεις της «πατρίδας» και κυρίως τους τραπεζίτες και γενικότερα τους καπιταλιστές. Να είναι διεθνιστική, να έχει χαρακτήρα συνεργασίας και παραδειγματισμού για τους εργάτες όλων των χωρών και όχι να ελπίζει ότι οι εργάτες της Ελλάδας ή οποιασδήποτε άλλης χώρας μπορούν να σωθούν μόνοι τους ή ότι η ταξική πολιτική είναι διαφορετική στην κάθε χώρα. Να είναι ρεαλιστική, δηλαδή να απαντάει στα διλήμματα και τα διακυβεύματα της συγκυρίας και όχι να κρύβει το κεφάλι στην άμμο. Τέλος, μια τέτοια πολιτική έχει αναγκαστικά μεταβατικό χαρακτήρα: υπερασπίζει τους εργάτες προσωρινά, χωρίς να λύνει την κρίση του καπιταλισμού, αλλά αντίθετα στοχεύει στη συσπείρωση δυνάμεων για την ανατροπή του συστήματος.
Αντί για διαχειριστικές προτάσεις «παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας» και ψευτοδιλήμματα του τύπου «ευρώ ή δραχμή», βασικό στοιχείο που οφείλει να διαπερνά μια αριστερή πολιτική είναι η μαχητική διεκδίκηση να πληρώσουν αυτοί που δημιούργησαν την κρίση, να πληρώσουν οι καπιταλιστές και να πληρώσουν όσο σκληρά είναι αναγκαίο, όχι μόνο με φορολογία, αλλά και με δήμευση του κοινωνικού πλούτου που κατέχουν.
Στο ζήτημα του χρέους, αυτό σημαίνει πρακτικά την ανάγκη διεκδίκησης της διαγραφής του χρέους. Σε όλες τις χώρες έχουμε από τη μια πλευρά τις λεγόμενες «αγορές», δηλαδή μια χούφτα ραντιέρηδες που κερδίζουν από τους τόκους και που έχουν συσσωρεύσει ένα βουνό χρεόχαρτα στην κατοχή τους και από την άλλη την παραγωγική δύναμη και τις ανάγκες της κοινωνίας. Η απάντηση σ’ αυτό το δίλημμα πρέπει να είναι σαφής: να ζήσουν οι άνθρωποι και να καταστραφούν τα χρέη. Δεν θα πάθει τίποτα η κοινωνία, αν χρεοκοπήσουν οι τράπεζες ή ακόμα και κάποια ασφαλιστικά ταμεία που τζογάρουν στα ομόλογα, αρκεί να κρατικοποιηθεί πλήρως το τραπεζικό σύστημα και οι κοινωνικές παροχές των ταμείων να εξασφαλιστούν από το κράτος.
Είναι προφανές ότι η σύγκρουση αυτή με τους ραντιέρηδες πρέπει να ξεκινήσει άμεσα και σε κάθε χώρα εδώ και τώρα. «Δεν θα μας δανείζουν οι αγορές, αν δεν κάνουμε λιτότητα», αυτό λέει ο Παπανδρέου, αυτό είπε και ο Μπερλουσκόνι, ανακοινώνοντας πακέτο λιτότητας 80 δισ. στις αρχές Ιουλίου, αυτό λέει ο Ομπάμα στους εργάτες του Ουισκόνσιν και των ΗΠΑ, αυτό λένε οι κυβερνήσεις όλου του κόσμου. Ακόμα και οι χώρες που δεν έχουν υπογράψει μνημόνια τυπικά, έχουν δεσμευτεί με άτυπα μνημόνια με τις «αγορές», τα οποία διαιωνίζουν τη λιτότητα.
Είναι προφανές ότι η κοινωνική ανάγκη επιβάλλει να σπάσει αυτή η διελκυστίνδα, όπου τα κράτη παίρνουν νέα δάνεια για να αποπληρώνουν τα παλιά: Η λιτότητα πρέπει να ανατραπεί και η πληρωμή των χρεών πρέπει να παγώσει, ώστε να μην μπορούν οι δανειστές να εκβιάζουν είτε άμεσα με μνημόνια είτε έμμεσα με άνοδο των σπρεντ κ.λπ.
Προφανώς οι παραπάνω πολιτικές κατευθύνσεις είναι ενδεικτικές. Προφανώς η χάραξη μιας πολιτικής μεταβατικών διεκδικήσεων, με στόχο την υπεράσπιση των εργαζομένων και της κοινωνίας απέναντι στην κρίση και με απώτερο στόχο το σοσιαλισμό, είναι μια επίπονη προσπάθεια και φυσικά δεν περιορίζεται μόνο στο ζήτημα του χρέους. Προϋποθέτει τη συγκρότηση μιας Αριστεράς μαζικής και ικανής να ηγείται των πλατιών μαζών στη σύγκρουση με τον καπιταλισμό. Αλλά αυτό ξεφεύγει από το θέμα αυτού του άρθρου.
Σημειώσεις
1.http://www.economist.com/blogs/buttonwood/2010/06/indebtedness_after_fi…
2.http://www.economist.com/node/16397110?story_id=16397110
3. http://www.usgovernmentspending.com/charts