Ο Ζιλμπέρ Ασκάρ παρεμβαίνει στη δημόσια συζήτηση που έχει ανοίξει για το μέλλον του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Απέναντι σε υπερ-αισιόδοξες προσδοκίες ή δυστοπικές προβλέψεις, υπενθυμίζει τον καθοριστικό ρόλο του υποκειμενικού παράγοντα. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο NewPolitics στις 24 Απρίλη του 2020 και αναδημοσιεύτηκε από το International Socialism Project. Τη μετάφραση έκανε ο Πάνος Πέτρου. Ο Ζιλμπέρ Ασκάρ είναι Λιβανέζος μαρξιστής ακαδημαϊκός και συγγραφέας.
Είναι η δεύτερη φορά στη διάρκεια του νέου αιώνα που οι κυβερνήσεις σε Βόρεια Αμερική και Ευρώπη παρεμβαίνουν με θηριώδεις δημόσιους πόρους και σε συντονισμό με τις κεντρικές τράπεζες για να διασώσουν ολόκληρους οικονομικούς κλάδους και να αποτρέψουν μια γενικευμένη οικονομική κατάρρευση. Οι εξελισσόμενες επιχειρήσεις διάσωσης της οικονομίας, που κατέστησαν υποχρεωτικές από την πανδημία Covid-19, έχουν ήδη φτάσει σε πολύ μεγαλύτερα μεγέθη από εκείνες που επιστρατεύτηκαν κατά την οικονομική κρίση του 2007-08.
Αυτές οι δράσεις έρχονται σε σύγκρουση με τις βασικές αρχές του νεοφιλελευθερισμού. Αποτελούν μια μεγάλης κλίμακας ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους για τον έλεγχο των αγορών, ενώ στη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία έχουν κεντρική θέση η απορύθμιση και η «επιβίωση των πιο ισχυρών» μέσα στις αγορές. Έρχονται επίσης σε σύγκρουση με τη δημοσιονομική πειθαρχία, αν και αυτόν το γενικό κανόνα δεν τον συμμερίζονται όλες οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις. Αυτός ο κανόνας αποτελεί ιερή αξία στην Ευρώπη, όπου ο βρετανικός νεοκλασσικός νεοφιλελευθερισμός συγχωνεύτηκε με τον γερμανικό ορντο-φιλελευθερισμό. Αλλά δεν αποτελεί τμήμα της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης στις ΗΠΑ. Εκεί, παραδόξως, οι Δημοκρατικοί που συνήθως κατηγορούνταν από τους Ρεπουμπλικάνους για κεϊνσιανές πολιτικές «φόρων και δαπανών», έχουν γίνει υπερασπιστές της δημοσιονομικής πειθαρχίας στη νεοφιλελεύθερη εποχή. Την ίδια όμως ώρα, οι Ρεπουμπλικάνοι από την εποχή του Ρόναλντ Ρίγκαν κι έπειτα έχουν αναπτύξει μια πρωτότυπη πολιτική «φορολογικών περικοπών (για τους πλούσιους) και αυξημένων δαπανών (για το στρατό)» η οποία καταλήγει σε τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα.
Αυτό που παραμένει ως γεγονός είναι ότι οι δυτικές νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις έχουν παραβιάσει τα ίδια τους τα δόγματα δύο φορές –και τη δεύτερη φορά σε μια πολύ πιο διευρυμένη κλίμακα. Το έπραξαν αυτό αντιμετωπίζοντας δύο διαδοχικές κρίσεις που το μέγεθός τους δικαίωνε τον τίτλο που απέκτησαν και οι δύο με τη σειρά τους: αυτόν «της χειρότερης κρίσης μετά την Μακρά Ύφεση» που είχε ξεκινήσει στις ΗΠΑ το 1929. Το εξελισσόμενο «Μεγάλο Lockdown», όπως περιγράφει το ΔΝΤ την τεράστια οικονομική κρίση που προέκυψε από τις συνέπειες της πανδημίας Covid-19, έχει ήδη οδηγήσει την οικονομία σε πολύ μεγαλύτερα βάθη από εκείνα της Μεγάλης Ύφεσης, όπως περιέγραφε το ΔΝΤ την προηγούμενη κρίση μετά το 2009.
Σήμερα το κρίσιμο ερώτημα είναι: πότε θα φτάσει η τρέχουσα κρίση στο χειρότερο σημείο της και πόσο καιρό θα χρειαστεί ο κόσμος για να ανακάμψει μετά από αυτό; Το μέγεθος της εξελισσόμενης οικονομικής καταστροφής είναι τόσο μεγάλο, που έχει δώσει ώθηση στην ελπίδα ότι θα οδηγήσει σε μια τεράστια παγκόσμια στροφή στις οικονομικές πολιτικές και προτεραιότητες.
Σχετικά με αυτό, η Ναόμι Κλάιν επικαλέστηκε έναν από τους κύριους εχθρούς του κεϊνσιανισμού και βασικούς πρωταγωνιστές της στροφής προς τον νεοφιλελευθερισμό: τον Μίλτον Φρίντμαν. Στην αρχή και στο τέλος μιας βιντεοσκοπημένης ομιλίας της με θέμα «Ο Καπιταλισμός του Κοροναϊού και Πώς να τον Αντιμετωπίσουμε» χρησιμοποίησε μια ρήση του Φρίντμαν από το βιβλίο του «Καπιταλισμός και Ελευθερία» του 1962. Πρόκειται για μια ρήση που ήδη είχε ξαναχρησιμοποιήσει η ίδια δύο φορές στο βιβλίο της «Το Δόγμα του Σοκ»: «Μόνο μια κρίση –πραγματική ή υποτιθέμενη– γεννά πραγματικές αλλαγές. Όταν συμβεί αυτή η κρίση, οι σχετικές δράσεις που θα αναληφθούν εξαρτώνται από τις ιδέες που θα κυκλοφορούν εκείνη την στιγμή». Στο βιβλίο της, η Κλάιν είχε παραθέσει αυτή τη φράση ως δείγμα που περιγράφει αυτό που η ίδια αποκαλεί «Δόγμα του Σοκ». Αλλά στο εν λόγω βίντεο, την παραθέτει εγκρίνοντάς την, σχολιάζοντας ότι «ο Φρίντμαν, ένας από τους πιο ακραίους οικονομολόγους υπέρ της ελεύθερης αγοράς, είχε άδικο σε πολλά, αλλά σε αυτό είχε δίκιο. Σε εποχές κρίσης, ιδέες που φαίνονταν ανέφικτες γίνονται ξαφνικά εφικτές».
Πράγματι έχει γίνει διαδεδομένη η αίσθηση ότι προοδευτικές ιδέες όπως αυτές που στηρίζουν η Κλάιν και ο Μπέρνι Σάντερς δικαιώνονται από την κρίση. Ακόμα και στους Financial Times, όπου ο Janan Ganesh έγραψε στις 18 Μάρτη ένα άρθρο με τίτλο «Η κοσμοαντίληψη του Σάντερς κερδίζει, ακόμα κι αν ο ίδιος ο Μπέρνι χάνει». Μια μέρα πριν, το βρετανικό, προσκείμενο στους Συντηρητικούς, περιοδικό The Spectator, καλούσε τον Μπόρις Τζόνσον «να αντιγράψει από το εγχειρίδιο του Τζέρεμι Κόρμπιν».
Σε όποιον θυμάται την προηγούμενη οικονομική κρίση, όλα αυτά πρέπει να προκαλούν ένα αίσθημα «déjà vu» (ΣτΜ: το γνωστό «νομίζω ότι το έχω ξαναζήσει αυτό»). Στην πραγματικότητα οι προσδοκίες εκείνη την εποχή ήταν αρκετά μεγαλύτερες, παρότι η σημερινή κρίση είναι πολύ σοβαρότερη. Η τότε Μεγάλη Ύφεση ήταν το πρώτο μεγάλο παγκόσμιο σοκ της νεοφιλελεύθερης εποχής και η πρώτη φορά που νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις κατέφυγαν σε θηριώδεις κρατικές παρεμβάσεις για να ελέγξουν την κρίση. Το Φλεβάρη του 2009 το περιοδικό Newsweek κυκλοφόρησε με ένα εξώφυλλο που διακήρυσσε ότι «Πλέον Είμαστε Όλοι Σοσιαλιστές».
Είναι αρκετά διασκεδαστικό να το ξαναδιαβάζει κανείς σήμερα: Το άρθρο ξεκινούσε αναφερόμενο στον «Γερουσιαστή της Ιντιάνα, Μάικ Πενς, πρόεδρο της κοινοβουλευτικής ομάδας των Ρεπουμπλικάνων και φανατικό εχθρό του πακέτου τόνωσης της οικονομίας του Προέδρου Ομπάμα, ύψους 1 τρισ. δολαρίων», και στον οικοδεσπότη του στο Fox News, την επιτομή των πραγματικών fake news, που περιέγραφαν το νομοσχέδιο ως «σοσιαλιστικό». Το άρθρο στο Newsweek σχολίαζε ότι αυτή η κριτική «είναι παραδόξως άσχετη. Η αμερικανική κυβέρνηση έχει ήδη –με συντηρητική διακυβέρνηση Ρεπουμπλικάνων– εθνικοποιήσει ουσιαστικά τον χρηματοπιστωτιό τομέα».
Συνέχιζε αναδεικνύοντας ακόμα περισσότερο το παράδοξο: «Η ιστορία έχει αίσθηση του χιούμορ. Ο άνθρωπος που έβαλε τα θεμέλια για τον κόσμο τον οποίο σήμερα ορίζει ο Ομπάμα είναι ο Τζορτζ Γ. Μπους, ο οποίος ξελάσπωσε το χρηματοπιστωτικό κλάδο το περασμένο φθινόπωρο με 700 δισ. δολάρια. Ο Μπους έβαλε τέλος στην Εποχή του Ρίγκαν. Σήμερα ο Ομπάμα τον ξεπερνά, αντιστρέφοντας τον τερματισμό του μεγάλου κράτους που είχε υλοποιήσει ο Μπιλ Κλίντον».
Ήταν μια ψευδαίσθηση που προκαλούνταν από την αδυναμία να διακρίνει κανείς ανάμεσα σε μια πραγματιστική προσωρινή αντιγραφή από το κεϊνσιανό εγχειρίδιο –για να παραφράσουμε το «Spectator»– και μια ριζοσπαστική αλλαγή σε μακροπρόθεσμες οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές. Τότε δεν κράτησε πολύ και αυτό δεν διέφυγε από τον Ganesh που έγραψε στους Financial Times:
«Είμαστε στα πρώιμα στάδια μιας από τις περιοδικές ασυνέχειες στην οικονομική σκέψη που εμφανίζονται στην ιστορία. Ίσως είναι η πιο οξεία μετά την κρίση του πετρελαίου, που είχε φέρει στον αφρό τους οπαδούς της ελεύθερης αγοράς στη δεκαετία του ’70. Οι αναγνώστες θα θυμούνται την κατάρρευση του 2008, μετά την οποία μια βιογραφία του Τζον Μέιναρντ Κέινς ανακοίνωνε “την επιστροφή του άρχοντα”. Ε λοιπόν αποδείχθηκε εφήμερη. Δεν πέρασε πολύς καιρός προτού υπάρξει δημοσιονομική επανοχύρωση σε όλο το δυτικό κόσμο. Στις ΗΠΑ, είχαμε το Κίνημα Tea Party, τον περιορισμό του Προέδρου Ομπάμα από ένα ελεγχόμενο από τους Ρεπουμπλικάνους Κογκρέσο και την επίθεση του διαδόχου του ενάντια στο διοικητικό κράτος».
Ο Ganesh προσθέτει ότι «Αυτή τη φορά μοιάζει να είναι αλλιώς». Αλλά αυτή η αίσθηση μοιάζει να επαναλαμβάνεται διαρκώς. Η πιο πρόσφατη περίπτωση εκδηλώθηκε λίγο πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, όταν ο Τζόζεφ Στίγκλιτς, ο διάσημος πρώην Επικεφαλής Οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, ανακοίνωνε (μαζί με πολλούς άλλους) «το τέλος του νεοφιλελευθερισμού». Θα μπορούσε και ο Στίγκλιτς να γράψει ότι «αυτή τη φορά μοιάζει να είναι αλλιώς», όταν ισχυριζόταν ότι «αν η οικονομική κρίση του 2008 δεν μας έκανε να καταλάβουμε ότι οι ανεμπόδιστες αγορές δεν λειτουργούν, τότε θα το κάνει η κλιματική κρίση: ο νεοφιλελευθερισμός θα φέρει κυριολεκτικά το τέλος του πολιτισμού μας».
Η μεγάλη οξύτητα της εξελισσόμενης οικονομικής κρίσης γύρω από τον Covid-19, αν και πολύ μικρότερης ιστορικής σημασίας σε σύγκριση με την κλιματική κρίση, είναι κατανοητό ότι έχει οδηγήσει σε πολλούς νέους επικήδειους του νεοφιλελευθερισμού. Δυστυχώς όλοι τους όμως είναι αρκετά πρόωροι. Ένας φανατικός νεοφιλελεύθερος αρθρογράφος στο Forbes μπέρδεψε αυτούς τους επικήδειους του νεοφιλευθερισμού με επικήδειους του ίδιου του καπιταλισμού, δηλώνοντας την απογοήτευσή του που «οι αριστεροί διανοούμενοι είναι ενθουσιασμένοι» και κατηγορώντάς τους για αυτό που καταννοούσε ως Schadenfreude [χαιρεκακία].
Παρόλα αυτά, παραδεχόταν ότι η αριστερή κριτική στον νεοφιλελευθερισμό (τον καπιταλισμό συνολικά με βάση τον δικό του τρόπο σκέψης), έχει κερδίσει έδαφος τα τελευταία χρόνια, καλώντας τους ομοϊδεάτες του νεοφιλελεύθερους να είναι σε «ακόμα πιο έντονη επιφυλακή»:
«Πριν 12 χρόνια, οι αντικαπιταλιστές κατάφεραν να παρουσιάσουν την χρηματοπιστωτική κρίση –λανθασμένα– ως κρίση του καπιταλισμού. Η ψευδής αφήγηση ότι η χρηματοπιστωτική κρίση είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας της αγοράς και της απορύθμισης έχει έκτοτε εγκατασταθεί στα μυαλά των ανθρώπων σε μεγάλο βαθμό. Και σήμερα οι αριστεροί διανοούμενοι κάνουν και πάλι ό,τι μπορούν για να παρουσιάσουν την κρίση του κορονοϊού με τρόπο που να δικαιολογεί τις εκκλήσεις τους για ένα παντοδύναμο κράτος. Δυστυχώς, οι πιθανότητες να τα καταφέρουν είναι πράγματι πολύ μεγάλες».
Μήπως αυτός ο φανατικός νεοφιλελεύθερος ήταν υπερβολικά απαισιόδοξος ως προς την άνοδο του «παντοδύναμου κράτους»; Όχι και τόσο, σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Χάρβεϊ, ο οποίος κατέληγε σε ένα μεγάλο άρθρο του που δημοσιεύτηκε στο Jacobin στις 20 Μάρτη με μια μάλλον αιφνιδιαστική δυστοπική προοπτική: όχι αυτήν ενός σοσιαλιστικού κράτους πρόνοιας, αλλά εκείνη ενός τραμπικού Λεβιάθαν [Behemoth]:
«Το βάρος της εξόδου από την τρέχουσα οικονομική κρίση πλέον πέφτει πάνω στις ΗΠΑ και εδώ βρίσκεται η απόλυτη ειρωνεία: οι μόνες πολιτικές που μπορούν να λειτουργήσουν, οικονομικά και πολιτικά, είναι πολύ πιο σοσιαλιστικές από οτιδήποτε προτείνει ο Μπέρνι Σάντερς και αυτά τα προγράμματα διάσωσης θα πρέπει να ξεδιπλωθούν υπό την αιγίδα του Ντόναλντ Τραμπ, πιθανότατα υπό το μανδύα του Κάνουμε Ξανά την Αμερική Σπουδαία. Όλοι αυτοί οι Ρεπουμπλικάνοι που εναντιώθηκαν άγρια στο σχέδιο διάσωσης του 2008 θα υποχρεωθούν σήμερα να το καταπιούν ή να αμφισβητήσουν τον Ντόναλντ Τραμπ. Αυτός, αν είναι έξυπνος, θα ακυρώσει τις εκλογές επικαλούμενος την κατάσταση έκτακτης ανάγκης και θα διακηρύξει την αρχή μιας αυτοκρατορικής προεδρίας με στόχο να σώσει το κεφάλαιο και τον πλανήτη από “εξεγέρσεις κι επαναστάσεις”».
Μια βδομάδα αργότερα, ο Κώστας Λαπαβίτσας, βάδισε στα χνάρια του Χάρβεϊ όσον αφορά την εναντίωση στην αστήρικτη αριστερή αισιοδοξία, αν και υιοθετώντας ένα λιγότερο «Αποκαλυπτικό» σενάριο και χωρίς να συμμερίζεται αυταπάτες για κάποιο ορατό τέλος του νεοφιλελευθερισμού:
«Τα σιμπολέθ της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών σαρώθηκαν γρήγορα και το κράτος αναδύθηκε ως ο ρυθμιστής της οικονομίας που κατέχει τεράστια δύναμη. Δεν ήταν δύσκολο για πολλούς στην Αριστερά να καλωσορίσουν μια τέτοια κρατική δράση, πιστεύοντας ότι σηματοδοτούσε την “επιστροφή του κεϊνσιανισμού” και τον θάνατο του νεοφιλελευθερισμού. Αλλά θα ήταν βιαστικό να φτάσουμε σε τέτοια συμπεράσματα. Καταρχήν, το έθνος-κράτος υπήρξε πάντοτε στην καρδιά του σχεδίου του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, εγγυγούμενο την ταξική εξουσία του κυρίαρχου επιχειρηματικού και χρηματοπιστωτικού μπλοκ, μέσα από επιλεγμένες παρεμβάσεις σε κρίσιμες στιγμές. Επιπλέον, αυτές οι παρεμβάσεις συνοδεύτηκαν από ισχυρά αυταρχικά μέτρα, κλείνοντας μαζικά τους ανθρώπους μέσα στα σπίτια τους και επιβάλλοντας lockdown σε ολόκληρες μητροπόλεις… Η κολοσσιαία δύναμη του κράτους και η ικανότητά του να παρεμβαίνει στην οικονομία και στην κοινωνία θα μπορούσε να οδηγήσει, για παράδειγμα, σε μια πιο αυταρχική μορφή ελεγχόμενου καπιταλισμού στον οποίο τα συμφέροντα της επιχειρηματικής και χρηματοπιστωτικής ελίτ θα παραμένουν κυρίαρχα».
Βρισκόμαστε για άλλη μια φορά μπροστά στο δίπολο της αισιοδοξίας και της απαισιοδοξίας, της ουτοπίας και της δυστοπίας. Είναι οι δύο πόλοι μεταξύ των οποίων κινούνταν παραδοσιακά η ριζοσπαστική Αριστερά. Η αλήθεια είναι ότι και τα δύο είναι βασικά προβολές στο μέλλον ατομικών ή και συλλογικών προδιαθέσεων οι οποίες με τη σειρά τους αλλάζουν ανάλογα τις μεταλασσόμενες πολιτικές εμπειρίες.
Για παράδειγμα, οι διαθέσεις στην αμερικανική Αριστερά άλλαξαν σημαντικά από το ξημέρωμα της Σούπερ Τρίτης στις 3 Μάρτη ως την επόμενη μέρα, όταν ο Μπάιντεν είχε διασφαλίσει πλέον τη νίκη στις προκριματικές των Δημοκρατικών. Το ίδιο συνέβη και στη βρετανική Αριστερά, από το ξημέρωμα της 12ης Δεκέμβρη του 2019 ως την επόμενη μέρα, όταν ο Μπόρις Τζόνσον είχε θριαμβεύσει εκλογικά.
Παρόλα αυτά, και η ουτοπία και η δυστοπία είναι χρήσιμες πτυχές της κοσμοαντίληψης της Αριστεράς. Διατηρούν τους αντίθετους μαγνητικούς πόλους της απαισιοδοξίας και της αισιοδοξίας, της επιφύλαξης και του βολονταρισμού, του άγχους απέναντι σε μια επανάληψη του φασιστικού παρελθόντος και της ελπίδας για ένα πραγματικά δημοκρατικό σοσιαλιστικό μέλλον. Αυτά προσφέρουν κίνητρο σε όσους αγωνίζονται να αλλάξουν τον κόσμο προς ένα καλύτερο και πιο δίκαιο μέλλον.
Ωστόσο, το σημείο στο οποίο στέκεται τελικά ο δείκτης στον πραγματικό κόσμο, μέσα στο πλατύ φάσμα που διαχωρίζει την ουτοπία από τη δυστοπία, δεν καθορίζεται από τις αντικειμενικές συνθήκες. Αυτές αποτελούν μόνο τις παραμέτρους μέσα στις οποίες πρέπει να προχωρήσουν οι ταξικοί και θεματικοί αγώνες. Οι μεγάλες στροφές στο πεδίο των κυβερνητικών πολιτικών καθορίζονται πάνω από όλα από την κοινωνική πάλη μέσα στο πλαίσιο των υπαρχουσών συνθηκών. Εκεί είναι τελικά το σημείο όπου κάνει λάθος ο Μίλτον Φρίντμαν. Όταν συμβαίνουν κρίσεις, οι δράσεις που αναλαμβάνονται δεν «εξαρτώνται από τις ιδέες που κυκλοφορούν». Ασφαλώς είναι σημαντική η πάλη γύρω από τις ιδέες, που μεταφράζονται σε συγκεκριμένες πολιτικές προτάσεις. Και ασφαλώς τα πολιτικο-οικονομικά μέτρα που τελικά εφαρμόζονται είναι συνδεδεμένα με τις ιδέες που κυριαρχούν –όχι αυτές που κυριαρχούν στην κοινωνία γενικώς όμως, αλλά αυτές που κυριαρχούν στην κοινωνική τάξη που καθοδηγεί την διακυβέρνηση.
Σε αυτό το σημείο τελειώνει η αναλογία [του σήμερα] με την απομάκρυνση από την μεταπολεμική κεϊνσιανή συναίνεση προς το νεοφιλελευθερισμό και αυτό που ο Τόμας Κουν αποκάλεσε «αλλαγή παραδείγματος». Γιατί σε αντίθεση με τις επιστημονικές επαναστάσεις, που είναι αποτέλεσμα προόδων στη γνώση, οι αλλαγές παραδείγματος στην οικονομία δεν είναι το παράγωγο κάποιας συλλογικής –θεωρητικής ή έστω απλά πραγματιστικής– διανοητικής απόφασης.
Όπως το έθεσε ο Ερνέστ Μαντέλ το 1980, στο «Μακρά Κύματα Καπιταλιστικής Ανάπτυξης», κατά την αυγή της νεοφιλελεύθερης εποχής:
«Η μεταστροφή των ακαδημαϊκών οικονομολόγων προς την αντι-κεϊνσιανή αντεπανάσταση δεν αφορούσε κυρίως μια καθυστερημένη συνειδητοποίηση των μακροπρόθεσμων κινδύνων του διαρκούς πληθωρισμού. Αυτοί οι κίνδυνοι ήταν πολύ γνωστοί αρκετό καιρό πριν χάσει ο κεϊνσιανισμός την ηγεμονική του θέση ανάμεσα στους οικονομικούς συμβούλους των αστικών και των ρεφορμιστικών κυβερνήσεων. Δεν ήταν καν συνέπεια της αναπόφευκτης επιτάχυνσης του πληθωρισμού… Στην ουσία ήταν το παράγωγο μιας βασικής αλλαγής προτεραιοτήτων των καπιταλιστών στην ταξική πάλη.
Η “αντι-κεϊνσιανή αντεπανάσταση” των μονεταριστών στο πεδίο της ακαδημαϊκής οικονομολογίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ιδεολογική έκφραση αυτής της αλλαγής προτεραιοτήτων. Χωρίς την μακροπρόθεσμη επαναφορά μιας συνθήκης χρόνιας δομικής ανεργίας, χωρίς μια αποκατάσταση του «αισθήματος ατομικής ευθύνης» (δλδ. χωρίς σκληρές περικοπές στην κοινωνική ασφάλιση και τις κοινωνικές υπηρεσίες), χωρίς γενικευμένες πολιτικές λιτότητας (δλδ. στασιμότητα ή και μείωση των πραγματικών μισθών) δεν μπορεί να υπάρξει οξεία και γρήγορη αποκατάσταση του ποσοστού κέρδους: Αυτή είναι η νέα οικονομική σκέψη. Δεν έχει τίποτε το ιδιαίτερα “επιστημονικό”, αλλά έχει πολλά στοιχεία που ανταποκρίνονται στις άμεσες και μακροπρόθεσμες ανάγκες της καπιταλιστικής τάξης, ανεξάρτητα από τις αναφορές της στην αντικειμενική επιστήμη».
Η νεοφιλελεύθερη αλλαγή παραδείγματος διευκολύνθηκε από μια διαρκή επιδείνωση του ταξικού συσχετισμού δύναμης στις δυτικές χώρες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, με την ανεργία να αυξάνεται μετά την ύφεση του 1973-75 και τους Ρόναλντ Ρίγκαν και Μάργκαρετ Θάτσερ να καθοδηγούν νικηφόρα συντριπτικά χτυπήματα ενάντια στο εργατικό κίνημα στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Ο βαθμός στον οποίο υλοποιήθηκε έκτοτε η «αντι-κεϊνσιανή αντεπανάσταση» σε διάφορες χώρες δεν εξαρτήθηκε από ιδεολογικές διαφορές αλλά από τον κοινωνικό συσχετισμό δύναμης σε κάθε χώρα.
Για μια απόδειξη αυτού του ισχυρισμού, αρκεί να συγκρίνουμε τη Βρετανία και τη Γαλλία, δύο χώρες με παρόμοιους πληθυσμούς και ΑΕΠ, όσον αφορά το επίκαιρο ζήτημα της δημόσιας υγείας. Το εύρος του υγειονομικού κόστους είναι παρόμοιο στις δύο χώρες, απέχοντας πολύ από τα θηριώδη κόστη που φουσκώνουν τις δαπάνες υγείας στις ΗΠΑ. Αν πάρουμε το μέσο ετήσιο ιατρικό εισόδημα [συνυπολογισμός της μισθοδοσίας στα δημόσια νοσοκομεία και των χρημάτων που βγάζουν οι ιδιώτες γιατροί] ως δείκτη, είναι 108.000 δολάρια στη Γαλλία και 138.000 στο Ηνωμένο Βασίλειο (σε σύγκριση με 313.000 στις ΗΠΑ). Το νοσηλευτικό προσωπικό σε Γαλλία και ΗΒ έχει περίπου ίσες μισθολογικές απολαβές ετησίως. Διαδοχικές νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις στη Γαλλία έχουν δεχτεί κριτική γιατί επιχειρούν να μεταφέρουν μέρος των δαπανών υγείας στους ασθενείς, κι όμως η Γαλλία παραμένει σε πολύ καλύτερη κατάσταση από ό,τι το ΗΒ όσον αφορά τη δημόσια υγεία. Σύμφωνα τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, οι δαπάνες υγείας από το κράτος και τα συστήματα υποχρεωτικής ασφάλισης στη Γαλλία έχουν κυμανθεί κατά την τελευταία δεκαετία ανάμεσα στο 8,5% και το 9,5% του ΑΕΠ. Στη Βρετανία έχουν κυμανθεί μεταξύ 6,9% και 7,8%. Από το 2010 ως το 2017, η Γαλλία αφιερώνει ετησίως το 0,6-0,7% του ΑΕΠ σε επενδύσεις στο σύστημα περίθαλψης, σε σύγκριση με το 0,3-0,4% του ΗΒ. Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη που το 2017 ο αριθμός των νοσοκομείων ήταν πάνω από 3.000 στη Γαλλία ενώ ήταν λιγότερα από 2.000 στο ΗΒ, ενώ ο συνολικός αριθμός κλινών έφτανε τις 400.000 στη Γαλλία σε σύγκριση με τις 168.000 στο ΗΒ. Αυτός ο αριθμός συνέχισε να μειώνεται στη διάρκεια της τελευταία δεκαετίας από τις διαδοχικές κυβερνήσεις Συντηρητικών. Όσον αφορά τον αριθμό των γιατρών, το 2017 ήταν πάνω από 211.000 στη Γαλλία ενώ ήταν 185.700 στο ΗΒ. Στη Γαλλία υπήρχαν 10,8 νοσηλευτές ανά χίλιους κατοίκους, ενώ στη Βρετανία υπήρχαν 7,8.
Αυτά τα στοιχεία αποδεικνύουν πόσο υποκριτική και παραπλανητική ήταν η εκμετάλλευση του ΕΣΥ ως κεντρικό επιχείρημα της καμπάνιας του Μπόρις Τζόνσον υπέρ του Brexit, που επιχειρούσε να αποδώσει κυρίως στην ΕΕ τις ευθύνες για την κακή κατάσταση του βρετανικού συστήματος υγείας. Όμως η διαφορά στην κατάσταση της δημόσιας Υγείας μεταξύ Γαλλίας και ΗΒ δεν οφείλεται σε ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των κυβερνήσεων στην κάθε πλευρά της Μάγχης. Αυτό που εμπόδισε τις διαδοχικές κυβερνήσεις στη Γαλλία να προχωρήσουν ακόμα περισσότερο στο νεοφιλελεύθερο δρόμο ήταν η πολύ ισχυρότερη κοινωνική αντίσταση και τίποτε άλλο.
Στο ΗΒ, σε τομείς όπου η πλήρης ιδιωτικοποίηση δημόσιων υπηρεσιών –όπως αυτές που κατάφεραν οι Συντηρητικοί στους τομείς της ενέργειας και των μεταφορών– δεν ήταν εφικτή για εκλογικούς ή οικονομικούς λόγους, χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικές τακτικές που δεν συνάντησαν ιδιαίτερη αντίσταση. Στη δημόσια Υγεία, υπήρξε μείωση της δημόσιας δαπάνης, συνδυαστικά με την παρακίνηση των πιο εύπορων στρωμάτων του πληθυσμού να εγκαταλείψουν το δημόσιο σύστημα και να στραφούν στην ιδιωτική υγεία, με στόχο να διαμορφωθεί σταδιακά ένα σύστημα δύο πυλώνων, όπως στις ΗΠΑ. Στην ανώτατη εκπαίδευση, υπήρξε ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης των πανεπιστημίων (επιχειρηματοποίηση), αντικαθιστώντας τη δημόσια χρηματοδότηση με μια θηριώδη αύξηση των διδάκτρων, που δημιούργησε έτσι μια ολόκληρη γενιά που βγαίνει στην αγορά εργασίας επιβαρυμένη ήδη με ένα σημαντικό χρέος, και πάλι όπως στις ΗΠΑ.
Αντίστοιχα, η έκβαση της τρέχουσας συνδεόμενης με την πανδημία οικονομικής κρίσης, θα κριθεί σε κάθε χώρα από τον εγχώριο κοινωνικό συσχετισμό δύναμης μέσα στο γενικό πλαίσιο του παγκόσμιου συσχετισμού. Η πιο πιθανή άμεση έκβαση δεν θα είναι μία από τις δύο αντιτιθέμενες εναλλακτικές μιας αυθόρμητης μετα-κεϊνσιανής εγκατάλειψης του νεοφιλελευθερισμού ή ενός Τραμπικού Λεβιάθαν. Μάλλον θα είναι μια προσπάθεια των νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων να ρίξουν το βάρος των τεράστιων χρεών που συσσωρεύουν αυτή τη στιγμή πάνω στους εργαζόμενους, όπως έκαναν και μετά την Μεγάλη Ύφεση, συμπιέζοντας την αγοραστική δύναμη των ανθρώπων και την προδιάθεσή τους να δαπανήσουν χρήματα, οδηγώντας έτσι την παγκόσμια οικονομία σε μια ακόμα μεγαλύτερη επιδείνωση της τρέχουσας κατάστασης διαρκούς στασιμότητας, όπως προειδοποίησε ο Adam Tooze. Ο ιστορικός σωστά κατέληξε: «Είναι λογικό να ζητάμε μια πιο δραστήρια, πιο οραματική κυβέρνηση που θα καθοδηγήσει την έξοδο από την κρίση. Αλλά το ζήτημα φυσικά είναι τι μορφή θα πάρει αυτή και ποιες πολιτικές δυνάμεις θα την ελέγχουν».
Πράγματι, αυτό είναι το ζήτημα. Με τις ζωές μας να συνθλίβονται από την εξελισσόμενη διπλή κρίση και με την οικονομική κρίση να είναι πιθανό να ξεπεράσει κατά πολύ σε διάρκεια την πανδημία, το πιο άμεσο επίδικο είναι να καθοριστεί ποιος πρόκειται να πληρώσει για το τεράστιο ανθρώπινο και οικονομικό κόστος της κρίσης: αυτοί που είναι εξαρχής υπεύθυνοι για το μέγεθος αυτού του κόστους, μέσα από δεκαετίες νεοφιλελεύθερης διάλυσης της δημόσιας υγείας και του κοινωνικού κράτους και ιεράρχησης των οικονομικών κερδών, ή εμείς οι υπόλοιποι, δηλαδή η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία;
Μπορούμε να προβλέψουμε με ασφάλεια ότι οι νεοφιλελεύθεροι θα συμφωνήσουν ομόφωνα στην αύξηση των δημόσιων δαπανών για την υγεία, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι θα επωφεληθούν οι φίλοι τους στις σχετικές βιομηχανίες. Θα το πράξουν αυτό, όχι λόγω ενός ξαφνικού προσηλυτισμού τους στις αρετές του κοινωνικού κράτους ή γιατί νοιάζονται για την κοινωνία, αλλά επειδή τρέμουν τις οικονομικές συνέπειες μιας νέας πανδημίας ή ενός δεύτερου κύματος της τρέχουσας. Το ζήτημα είναι ότι η φυσική τους προδιάθεση θα είναι να το πράξουν αυτό εις βάρος άλλων τομέων του δημόσιου συμφέροντος, όπως η εκπαίδευση, οι συντάξεις ή τα επιδόματα ανεργίας, ενώ θα διασφαλίζουν ότι οι μισθωτοί θα πληρώσουν το κόστος της επιστροφής των οικονομιών στην κανονικότητα –με μέτρα όπως το πάγωμα ή και η περικοπή μισθών.
Συνεπώς, ο πιο επείγον αγώνας είναι να τους εμποδίσουμε να το κάνουν αυτό, με τον τρόπο οι Γάλλοι εργάτες αντιστάθηκαν στις επιθέσεις των νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων στα εισοδήματα και τις συντάξεις τους το 1995 και το 2019, δλδ. με την καταφυγή στην γενική απεργία ή στην απειλή της. Αυτή η μάχη θα είναι κρίσιμη για τη διαμόρφωση του εδάφους για την ήττα των νεοφιλελεύθερων από κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις όπως αυτές που εμφανίστηκαν στο συνδικαλιστικό κίνημα στη Γαλλία, στο Εργατικό Κόμμα στο ΗΒ [σσ: γύρω από τον Κόρμπιν] και στην καμπάνια Σάντερς στις ΗΠΑ. Μόνο τότε θα μπορέσει να υπάρξει μια μόνιμη ήττα του νεοφιλελευθερισμού.