Το ζήτημα της δημοκρατίας και η Αριστερά

Ημερ.Δημοσίευσης

«Κινδυνεύει η δημοκρατία;» ήταν ένα από τα ερωτήματα που κυριάρχησαν στον πλατύ κόσμο της Αριστεράς και των «Αγανακτισμένων» τις τελευταίες μέρες. Είχε προηγηθεί το όργιο της αστυνομικής βίας και καταστολής στο κέντρο της Αθήνας (28 και 29 Ιούνη, ημέρες που ψηφιζόταν στη βουλή το Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα και είχαμε ταυτόχρονα την 48ωρη γενική απεργία). Αυτό το άρθρο είναι μια μικρή συμβολή στη συζήτηση που άνοιξε.

Η «δημοκρατία της Μεταπολίτευσης», που εγκαθιδρύθηκε στη χώρα το 1974 μετά την πτώση της χούντας, στο επίπεδο των θεσμών και του συντάγματος αντανακλούσε την πραγματικότητα των ταξικών συσχετισμών. Από τη μια το κίνημα δεν μπορούσε να ξεπεράσει το φιλελεύθερο πλαίσιο και να δώσει μια αντικαπιταλιστική δυναμική στην αντιδικτατορική πάλη και από την άλλη η άρχουσα τάξη έπρεπε να κάνει πολλές παραχωρήσεις στο κίνημα στο επίπεδο των δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Αυτή η δημοκρατία λειτούργησε σταθερά, έχοντας ένα δικομματικό πολιτικό σύστημα, με την Αριστερά στο περιθώριο σαν δύναμη διαμαρτυρίας και τα συνδικάτα, είτε με αγώνες είτε με διαπραγματεύσεις, να εξασφαλίζουν μεγάλες κατακτήσεις.

Η κρίση

Η γενική οικονομική ανάπτυξη και πρόοδος ήταν το θεμέλιο της ταξικής συνεργασίας και της πολιτικής ηγεμονίας του ΠΑΣΟΚ όλα αυτά τα χρόνια. Όμως το ξέσπασμα της κρίσης το 2009 άλλαξε όλα τα παλιά δεδομένα. Η κρίση όχι μόνο έφερε στην επιφάνεια τις κοινωνικές αντιθέσεις, αλλά και όξυνε κατακόρυφα τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς. Γύρω απ’ το ζήτημα της διεξόδου από την κρίση συγκροτήθηκαν δύο κοινωνικά και πολιτικά στρατόπεδα. Απ’ τη μια οι δυνάμεις της άρχουσας τάξης με το διεθνές τοκογλυφικό κεφάλαιο και απ’ την άλλη, στην κυριολεξία, η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού.

Για την άρχουσα τάξη, η διέξοδος από την κρίση ήταν και είναι το Μνημόνιο. Σ’ αυτό το σχέδιο συσπειρώθηκε και προσπαθεί να το περάσει με ολομέτωπη επίθεση. Σε μια πρώτη φάση γι’ αυτό το σκοπό επιστράτευσε το λεγόμενο «νέο πατριωτισμό» μαζί με τα ΜΜΕ, απαιτώντας θυσίες απ’ όλους για τη σωτηρία της πατρίδας από τη χρεοκοπία και στη συνέχεια εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία της Αριστεράς να παρουσιάσει μια συνολική εναλλακτική πολιτική πρόταση.

Όμως η κοινωνική αδικία και η παταγώδης αναποτελεσματικότητα των κυβερνητικών μέτρων, τα ψέματα και η έλλειψη έστω μιας στοιχειώδους ελπίδας για το μέλλον όχι μόνο δεν έπεισαν την κοινή γνώμη, αλλά οδήγησαν και σ’ ένα απίστευτο φιάσκο. Αυτή η πρωτοφανής «κρίση πειθούς», αυτό που πολλοί αναλυτές χαρακτηρίζουν σαν «κενό δημοκρατικής νομιμοποίησης», σηματοδότησε το πέρασμα από την οικονομική στην πολιτική κρίση.

Η αντιδραστική επίθεση

Το κίνημα των «Αγανακτισμένων» ήταν το πιο χειροπιαστό αποτέλεσμα αυτής της αδυναμίας της κυρίαρχης ελίτ. Έτσι προσπάθησε να απαντήσει, σε «δεύτερο χρόνο», εντείνοντας το μαζικό ψυχολογικό εκβιασμό για τους κάθε είδους κινδύνους, που παραμονεύουν, αν δεν πειθαρχήσει ο λαός στο Μνημόνιο. Εδώ εντάσσονται οι περιβόητες δηλώσεις του Θ.Πάγκαλου για τα τανκς που θα βγουν στους δρόμους να προστατεύσουν τις  τράπεζες[1] και οι ανοικτές απειλές του αστικού τύπου («Καθημερινή», «Βήμα») για τα… «αναχώματα στη βία», την… «πολιτική ζούγκλα και τις συνέπειες», το… «θετικό παράδειγμα της Χιλής» κ.λπ.
Η κυρίαρχη τάξη όμως πέρασε γρήγορα και σε προπαρασκευαστικές ενέργειες για την αντιμετώπιση του «εσωτερικού εχθρού». Στο επίπεδο των κρατικών μηχανισμών καταστολής, ο στρατός εμφανίζεται για πρώτη φορά μετά 35 χρόνια να ενδιαφέρεται πιο έντονα για την «εσωτερική ασφάλεια των πολιτών» παρά για την υπεράσπιση και την άμυνα των συνόρων. Έτσι προέκυψαν οι ασκήσεις ελέγχου του πλήθους από την 71η Αερομεταφερόμενη Ταξιαρχία (ελίτ του ελληνικού στρατού) στο Κιλκίς…[2] Έτσι προωθείται η πλατιά ζύμωση στα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων για τη διεύρυνση της έννοιας της «εθνικής ασφάλειας» με τις σύγχρονες απειλές των λαθρομεταναστών, τρομοκρατών κ.λπ.[3], ανοίγοντας το δρόμο για εμπλοκή του στρατού στις πολιτικές υποθέσεις.

Την ίδια ώρα ο ρόλος της αστυνομίας αναβαθμίστηκε κάθετα. Μπορεί να απέτυχε και να διασύρθηκε στη μάχη της Κερατέας, αλλά προετοίμασε και δοκίμασε με επιτυχία την ισχύ της στις επιχειρήσεις σκούπα στο κέντρο της Αθήνας και στο ρατσιστικό πογκρόμ τον περασμένο Μάιο. Και ξανακέρδισε την αξιοπιστία της στους κύκλους της καλής κοινωνίας με το χημικό πόλεμο που εξαπέλυσε κατά των διαδηλώσεων στο Σύνταγμα.

Παράλληλα και σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση ξετυλίγονται τα πράγματα στο κοινοβούλιο, που από κορώνα της δημοκρατίας κατέπεσε σαν κύρος στο χειρότερο σημείο της ιστορίας του. Μόνο η μια πλευρά αυτής της κατάπτωσης είναι το απερίγραπτα άθλιο ηθικό και πολιτικό επίπεδο των βουλευτών που το απαρτίζουν. Η άλλη πλευρά είναι η οργανική και συστηματική τάση υποβάθμισης της λειτουργίας του. Τα κοινοβούλια ανήκουν στους ελάχιστους αστικούς κρατικούς θεσμούς που εκλέγονται από τους πολίτες και ελέγχονται έστω και με λειψό τρόπο.

Με τη συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα εθνικά κοινοβούλια των κρατών, που συμμετέχουν, έχουν παραχωρήσει εθελοντικά μεγάλο κομμάτι των εξουσιών τους στο υπερεθνικό οργανισμό που η ηγεσία του (Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) είναι εκτός εκλογής και ελέγχου από τους Ευρωπαίους πολίτες. Πιο ιδιαίτερα όμως, το Μνημόνιο έχει επιτείνει τη μείωση της εθνικής κυριαρχίας του ελληνικού κοινοβουλίου.[4] Αυτό το λεγόμενο «δημοκρατικό έλλειμμα» διευρύνεται ακόμη περισσότερο από την υποταγή της καθαυτής λειτουργίας της βουλής (συζήτηση και ψήφιση νομοσχεδίων) στις υπουργικές αποφάσεις και τα προεδρικά διατάγματα που απλά ανακοινώνονται.

Όλες αυτές οι τάσεις και οι εξελίξεις βρήκαν σημείο σύγκλισης και καταγραφής τα γεγονότα των ημερών 28 και 29 Ιούνη. Πρωτοπορία του μπλοκ του Μνημονίου στη μάχη ενάντια στην Αριστερά δεν ήταν το πολιτικό προσωπικό (υπουργοί, βουλευτές κ.λπ.), που με πειστικό λόγο θα συσπείρωνε τη λαϊκή πλειοψηφία στο σχέδιό του, αλλά το αστυνομικό δυναμικό που επιχείρησε να τσακίσει και να διαλύσει τις μαζικές συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα.

Η απάντηση της Αριστεράς

Ότι και να πούμε, η Αριστερά και τα συνδικάτα βρέθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων όλη αυτή την περίοδο. Οι «Αγανακτισμένοι» ήταν αποτέλεσμα και της δικής τους κρίσης. Οι μαζικές κινητοποιήσεις τους, πολλές φορές των δεκάδων χιλιάδων, ξεχείλισαν απ’ τα φράγματα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Δεν τα έσπασαν, αλλά ξεχείλισαν. Και αν μέχρι τώρα δεν κατόρθωσαν να οικοδομήσουν μια μαζική εναλλακτική ηγεσία, κατοχύρωσαν όμως το ρόλο τους σαν αυτόνομος παράγοντας στις εξελίξεις. Αυτή η επικίνδυνη δυναμική δεν πέρασε απαρατήρητη από τα αστικά επιτελεία…[5]

Το κρίσιμο διήμερο 28 και 29 Ιούνη, η Αριστερά ξαναδοκίμασε τις δυνάμεις της. Ό όγκος των διαδηλώσεων και η απεργιακή κινητοποίηση δεν μπόρεσαν να μπλοκάρουν την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου.
Ξαναδοκίμασε όμως και τις εκτιμήσεις της. Το ΚΚΕ είδε στα γεγονότα ένα προβοκατόρικο σχέδιο της κυβέρνησης. Αυτό ήταν αναμφίβολα σωστό, αλλά έμεινε μόνο σ’ αυτό, χάνοντας από μπροστά του όλο τον ορίζοντα της πολιτικής κρίσης και της αντιδραστικής επίθεσης.

Η οπτική του ΣΥΝ δεν ξέφυγε από τα θεσμικά όρια της «αντιδημοκρατικής εκτροπής» και της «παραβίασης της νομιμότητας». Όμως μόνο αυτά σηματοδοτούσαν τα γεγονότα του διημέρου ή κάτι πολύ περισσότερο;

Η ριζοσπαστική Αριστερά, που έφερε και το κύριο βάρος της αντίστασης στην αστυνομική βία και τους προβοκάτορες, κατήγγηλλε τη «χούντα» και τον «κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό». Παρότι με αυτή τη ρητορική ανέδειξε τις αυταρχικές τάσεις που όλο και δυναμώνουν στο στρατόπεδο του Μνημονίου, έκανε και κάνει ένα σοβαρό λάθος. Προδικάζει την ήττα του κινήματος στο τέλος της μάχης, ενώ η μάχη βρίσκεται ακόμη στην αρχή της.

 

Δημοκρατία και στρατηγική

Η δημοκρατία ήταν πάντα για την Αριστερά ένα από τα πιο κομβικά ζητήματα διαμάχης. Μια πλειοψηφούσα άποψη, με βασικό φορέα τη σοσιαλδημοκρατία, θεωρεί τη δημοκρατία ένα πολιτικό σύστημα άδειο από ταξικό περιεχόμενο, «καθαρή δημοκρατία», με κέντρο το κοινοβούλιο και τις βουλευτικές εκλογές και ουδέτερα εργαλεία τους κρατικούς μηχανισμούς.

Αυτή η περιγραφή όμως είναι μια «ιδεολογική ψευδαίσθηση». Γιατί η  δημοκρατία που υπάρχει, είναι ταξική και όχι «καθαρή». Γιατί η δημοκρατία θα είναι είτε των πλουσίων και των ισχυρών (όπως και η δημοκρατία της μεταπολίτευσης που όμως αποτέλεσε μια τεράστια πρόοδο για τις λαϊκές μάζες σε σχέση με το πολιτικό παρελθόν της  χώρας). Είτε η δημοκρατία θα είναι των εργαζόμενων και λαϊκών τάξεων, όπως η Κομούνα το 1871 και τα Σοβιέτ το 1917.

Γιατί, επίσης, οι κρατικοί μηχανισμοί όπως η αστυνομία, ο στρατός, τα δικαστήρια κ.λπ. δεν είναι ουδέτεροι, αλλά όπλα της κυρίαρχης καπιταλιστικής τάξης ενάντια στην αντίσταση των εκμεταλλευομένων.

Κατά τη γνώμη μας, τα κεκτημένα των κλασικών του μαρξισμού[6] εξασφαλίζουν την πιο κριτική και ρεαλιστική προσέγγιση της πραγματικότητας. Τρία είναι τα μαρξιστικά κλειδιά για τη στάση μας, αυτή τη στιγμή, απέναντι στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία.

1) Από την άποψη του περιεχομένου είναι ένα πολιτικό καθεστώς που εξυπηρετεί τα προνόμια της αριστοκρατίας του πλούτου.
2) Από την άποψη της μορφής είναι το πολιτικό σύστημα που ευνοεί περισσότερο την οργάνωση και την ανάπτυξη της ταξικής πάλης. Μέσα στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας συγκροτούνται και αναπτύσσονται καλύτερα και με μαζικούς όρους τα κόμματα της Αριστεράς και τα συνδικάτα, αυτά που ονόμαζε ο Τρότσκι «στοιχεία της εργατικής δημοκρατίας».
3) Από την άποψη των πολιτικών καθηκόντων δηλώνουμε απερίφραστα, παρότι το όραμα μας είναι η δημοκρατία των εργατικών συμβουλίων, ότι θα υπερασπίσουμε κάθε αστικό δημοκρατικό δικαίωμα από την επίθεση της αντίδρασης.

Μια τέτοια στρατηγική απαιτεί κάποια ξεκαθαρίσματα σε ιδέες και προτάσεις που είχαν μια ιδιαίτερη έξαρση τον τελευταίο καιρό.
«Ο ρόλος της αστυνομίας είναι να προστατεύει τους πολίτες από την εγκληματικότητα». Είναι λάθος, γιατί η πραγματικότητα είναι εντελώς ανάποδα: η δράση της αστυνομίας ενάντια στην εγκληματικότητα είναι δευτερεύουσας σημασίας και συμπληρωματική. Με τη δράση της ενάντια στην εγκληματικότητα εξασφαλίζει κύρος στην κοινή γνώμη, για να τσακίζει πιο ανώδυνα για την κρατική εξουσία κάθε είδους αντιστάσεις.

Επίσης η δήλωση του Τσίπρα, όταν κατέθετε τη μήνυση κατά της αστυνομικής βίας, ότι «θα τους ταράξουμε στη νομιμότητα», είναι και αυτή πολιτικό λάθος. Είναι λάθος, γιατί το πρόβλημα της κυβέρνησης δεν είναι η τήρηση της νομιμότητας (νόμοι, διατάξεις και κανονισμοί). Έτσι και αλλιώς οι νόμοι έχουν δεκάδες παραθυράκια για να δέχονται πολλές ερμηνείες, πού όλες όμως λογοδοτούν στους συσχετισμούς των τάξεων και των κομμάτων. Αντίθετα η κυβέρνηση έχει πρόβλημα νομιμοποίησης της πολιτικής της. Γι’ αυτό, την ώρα που κατέθετε τη μήνυση, θα έπρεπε να δηλώσει ότι «θα τους ταράξουμε στην ενωτική μαζική πάλη, που μέσα από τη μαχητική της δύναμη θα επιβάλλει στο τέλος μια νέα δημοκρατική νομιμότητα». Και τέτοια παραδείγματα έχουμε την Κερατέα και τους «Αγανακτισμένους».

 

Για ένα δημοκρατικό πρόγραμμα πάλης

 

Ο αγώνας για τις δημοκρατικές ελευθερίες (κομμάτι της πάλης του αντιμνημονιακού κινήματος) πρέπει να έχει σημείο εκκίνησης το χώρο της καθημερινής ύπαρξης και δράσης των «από κάτω». Γι’ αυτό πρώτο στις διεκδικήσεις είναι η δημοκρατία στους χώρους δουλειάς. Είναι γεγονός ότι η πολιτική βία και αντίδραση είναι η ηχώ της άμεσης οικονομικής βίας στη δουλειά, εκεί που απαγορεύονται οι απεργίες με την απειλή της απόλυσης και της ανεργίας και ο συνδικαλισμός δρα σε συνθήκες παρανομίας.
Δεύτερο στον κατάλογο των διεκδικήσεων είναι τα δικαιώματα των μεταναστών, το πιο κολασμένο κομμάτι της εργατικής τάξης. Η νομιμοποίηση και τα ίσα δικαιώματα είναι η απάντησή μας στην περιορισμένη δημοκρατία (μόνο για κάποιους και όχι για όλους) των «από πάνω», που διασπά τους εργαζόμενους σε πολίτες και σε ανθρώπους χωρίς δικαιώματα.

Τρίτο, τέταρτο, πέμπτο κ.λπ. είναι η απαίτηση για διαχωρισμό του κράτους από την εκκλησία, η απαγόρευση της συγκέντρωσης των ΜΜΕ  στα χέρια των μονοπωλίων για την ελευθερία του Τύπου, τα δικαιώματα των μειονοτήτων και των φυλακισμένων. Τελευταίο στη σειρά, αλλά όχι στη σημασία, είναι η πολιτική απομόνωση της αστυνομίας και ο αφοπλισμός της.
Η φερεγγυότητα αυτού του προγράμματος είναι η δύναμη του κινήματος  από τα κάτω και τίποτε άλλο.

Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ σχεδιάζει να κλείσει το κεφάλαιο της «δημοκρατίας της μεταπολίτευσης» (1974-2011), την οποία θεωρεί πια υπερβολικά δημοκρατική και κοινωνική. Και γι’ αυτό σχεδιάζει ένα δημοψήφισμα για το πολιτικό σύστημα, για να εγκαινιάσει τη «δεύτερη μεταπολίτευση» που θα είναι αυστηρών ηθών και πειθαρχημένη στις επιταγές του Μνημονίου. Αυτά είναι επί των προθέσεων, αλλά, όπως έλεγε και ο Λένιν, οι συσχετισμοί των δυνάμεων και η ταξική πάλη καθορίζουν τις μορφές των καθεστώτων. Από μας εξαρτάται αν η «δεύτερη μεταπολίτευση» θα βαδίσει πιο αριστερά από την πρώτη…

 

Σημειώσεις

 

1. Δηλώσεις Θ.Πάγκαλου στις 27 Ιούνη, στην «EL MUNDO».
2. Ημερήσιος Τύπος στις 13 Φλεβάρη.
3. Άρθρο Στ.Κασιμάτη, «Καθημερινή», 15 Απρίλη.
4. Δηλώσεις Γιούνκερ (πρόεδρος Γιούρογκρουπ) για την απώλεια μέρους της εθνικής κυριαρχίας της χώρας, 6 Ιούλη, στον ημερήσιο Τύπο.
5. Άρθρο του Στ.Λυγερού, «Καθημερινή», 27 Μάη.
6. Έργα κυρίως του Μαρξ και του Λένιν όπως: «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία» 1871 και «Κράτος και επανάσταση» 1917.