Το Καυτό Φθινόπωρο του 1969 στην Ιταλία: «Τα θέλουμε όλα!»

Γουίλιαμ Κιτς
Ημερ.Δημοσίευσης

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 67 του περιοδικού International Socialist Review στις ΗΠΑ, στα 40 χρόνια από το φθινόπωρο του ‘69. Το αναδημοσιεύουμε στη φετινή 50ή επέτειο, καθώς διατηρεί ακέραια την αξία του. Τη μετάφραση έκανε ο Πάνος Πέτρου. Ο Γουίλιαμ Κιτς ήταν μέλος της International Socialist Organization στις ΗΠΑ. 

Τα θέλουμε όλα

Για την κατανόηση των µεγάλων γεγονότων σε αυτό που ιστορικοί όπως ο Τζον Φουτ χαρακτήρισαν ως «Μακρύ Ιταλικό Μάη» («µακράν το πιο ριζοσπαστικό, ενδιαφέρον, και τελικά βίαιο, από όλα τα “1968” διεθνώς») είναι χρήσιµη η εξοικείωση µε κάποια καθοριστικά στοιχεία της ιστορίας της Ιταλίας στον 20ό αιώνα.

Μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών η σύγχρονη Ιταλία υπήρξε ένα σηµαντικό παράδειγµα αυτού που ο Λέον Τρότσκι αποκαλούσε «συνδυασµένη κι ανισοµερή ανάπτυξη». Στη διάρκεια των δεκαετιών του 19ου αιώνα κατά τις οποίες µετατράπηκε τελικά σε ενιαίο έθνος, η Ιταλία ήταν από πολλές απόψεις µια καθυστερηµένη χώρα. Η εκβιοµηχάνιση εµφανίστηκε στην Ιταλία µόλις τη δεκαετία του 1890, σχεδόν µε έναν αιώνα καθυστέρηση από την Αγγλία, τη Γερµανία και τις ΗΠΑ. Κι εµφανίστηκε µε τρόπους που ενίσχυαν τον άνισο χαρακτήρα της ανάπτυξης. Όταν ο Αντόνιο Γκράµσι πήγε µε υποτροφία ως φοιτητής στο Πανεπιστήµιο του Τορίνου το 1911, συνάντησε µια βιοµηχανική κοινωνία βαθιά διαφορετική από την αγροτική προσκόλληση στην «παράδοση» που χαρακτήριζε τη γενέτειρά του Σαρδηνία, αλλά και τα 2/3 της ιταλικής χερσονήσου.

Η βιοµηχανική ανάπτυξη στο βορρά της Ιταλίας βρισκόταν σε  σοκαριστική αντίθεση µε τον κυρίαρχα αγροτικό νότο, όπου πολλοί εργαζόµενοι στη γη επιβίωναν ως µικροκαλλιεργητές ή κολίγοι σε προκαπιταλιστικές µορφές κοινωνικοοικονοµικών σχέσεων. Το «ζήτηµα του νότου», όπως έλεγε ο Γκράµσι, ήταν ένας καθοριστικός παράγοντας στην ιταλική πολιτική ζωή –πολύ πριν τη δεκαετία του ’50, όταν µεγάλος αριθµός εργατών από τον καθυστερηµένο νότο άρχισε να µετακινείται προς το βορρά για να βρει δουλειά στα εργοστάσια του Τορίνου, του Μιλάνου και της Γένοβας.

Στον εκβιοµηχανισµένο βορρά, οι σκληρές ταξικές συγκρούσεις και η οργανωµένη εργατική αντίσταση εµφανίστηκαν σε µαζική κλίµακα µέσα στην πρώτη δεκαετία από την ίδρυση καπιταλιστικών γιγάντιων επιχειρήσεων όπως η Fiat (αυτοκίνητα) και η Pirelli (ελαστικά). Λίγο µετά την άφιξή του στο Τορίνο, ο Γκράµσι έγινε µέλος του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόµµατος (PSI), που είχε ιδρυθεί το 1892 και ως το 1914 είχε γίνει ένα µαζικό κόµµα που έλεγχε τα δηµοτικά συµβούλια στο Μιλάνο, την Μπολόνια κι άλλες πόλεις του βορρά.

Η Επανάσταση του 1917, σε συνδυασµό µε τις ακραία πολωµένες αντιδράσεις στη συµµετοχή της Ιταλίας στον Α΄ Παγκόσµιο Πόλεµο και τη συσσωρευµένη οργή ενάντια στην εκµετάλλευση στα ιταλικά εργοστάσια, προκάλεσαν µια έκρηξη της οργανωµένης ταξικής πάλης το 1919-1920, που θα έµενε στην ιστορία ως bienne rosso («η κόκκινη διετία»).

Όταν οι ρεφορµιστές στην ηγεσία του PSI επέτρεψαν την αποµόνωση και την ήττα των απεργών εργατών του Τορίνου τον Απρίλη του 1920, ο Γκράµσι και κάποιοι επαναστάτες σύντροφοί του ίδρυσαν µια εβδοµαδιαία εφηµερίδα, την L’Ordine Nuovo («Η Νέα Τάξη»), η οποία εστίαζε κυρίως στην προσπάθεια να χτίσει δεσµούς µε το κίνηµα των «εργοστασιακών συµβουλίων» που είχε ξεπηδήσει αυθόρµητα από τον ένα χώρο δουλειάς στον άλλο.

Αλλά η πλειοψηφία του PSI, η οποία συµπεριλάµβανε τους περισσότερους από τους 156 βουλευτές που εξελέγησαν το 1919 και την ηγεσία των συνδικάτων, παρέµενε «συνετά» µεταρρυθµιστική. Έτσι το 1921, ανταποκρινόµενοι στην έκκληση της Τρίτης Διεθνούς προς τους  επαναστάτες µαρξιστές σε όλο τον κόσµο να οργανώσουν δικά τους κόµµατα ξεχωριστά από τους µεταρρυθµιστές, ο Γκράµσι, ο Παλµίρο Τολιάτι, ο Αµαντέο Μπορντίγκα και οι σύντροφοί τους ίδρυσαν το Ιταλικό Κοµουνιστικό Κόµµα (PCI).

Ήταν µια σηµαντική εξέλιξη –αλλά δυστυχώς ήρθε πολύ αργά για να µπορέσει να καθορίσει την πορεία της πολιτικής πάλης στην Ιταλία. Αν και το νέο PCI στρατολόγησε 43.000 µέλη ως τα τέλη του 1921, ο Μουσολίνι και το Partito Nazionale Fascista (PNF, Εθνικό Φασιστικό Κόµµα) είχαν ήδη εξαπολύσει την οργανωµένη βία στους δρόµους για να επιβάλουν την ιδεολογία του ακραίου εθνικισµού και του ρατσισµού.

Η στασιµότητα του εργατικού κινήµατος –υπό την ηγεσία του PSI της οποίας η ριζοσπαστική δηµαγωγία κάλυπτε µια µεταρρυθµιστική παθητικότητα– άνοιξε το δρόµο στους φασίστες. Η αποτυχία του bienne rosso αποθάρρυνε την εργατική τάξη, την ίδια ώρα που η προοπτική µιας εργατικής εξουσίας είχε τροµοκρατήσει την άρχουσα τάξη. Οι φασίστες πορεύτηκαν στη Ρώµη τον Οκτώβρη του 1922 και ο Μουσολίνι προσκλήθηκε από τον Βασιλιά Βίκτορα Εµµανουήλ τον Τρίτο να σχηµατίσει µια νέα κυβέρνηση. Ως το 1923 οι φασίστες είχαν στρατολογήσει 800.000 µέλη. Οι κοµουνιστές και άλλοι αριστεροί δέχονταν επιθέσεις, δολοφονούνταν και οδηγούνταν στην εξορία. Όλη η ιταλική Αριστερά βρέθηκε σε κατάσταση συντριβής για 20 χρόνια. Στα τέλη της δεκαετίας του ’30, 2.6 εκατοµµύρια Ιταλοί πολίτες είχαν γίνει µέλη του φασιστικού κόµµατος.

Αυτή η κρίσιµη ιστορική διαδοχή γεγονότων –η έκρηξη της επαναστατικής πάλης από τα κάτω το 1919-1920, η διάσπαση του PSI και η ίδρυση του PCI, ο βίαιος θρίαµβος του φασισµού που οδήγησε στη συµµαχία της Ιταλίας µε τη Ναζιστική Γερµανία στον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο– έµελλε να έχει καθοριστικές και πολύµορφες συνέπειες στην ιταλική πολιτική ζωή τα επόµενα χρόνια. Αυτές οι συνέπειες είχαν τεράστια σηµασία στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στη δεκαετία του ’70 κι εξακολουθούν να είναι διακριτές στην ιταλική πολιτική κουλτούρα µέχρι σήµερα.  

Η τελευταία φάση του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου στην Ιταλία, από τα τέλη του 1943 ως το τέλος του πολέµου το 1945, καθορίστηκε στην πραγµατικότητα από έναν εµφύλιο πόλεµο µεταξύ των φασιστών και των αντιφασιστών «παρτιζάνων», την ίδια ώρα που στη χερσόνησο εισέβαλαν πρώτα οι στρατιές του Χίτλερ κι έπειτα οι Συµµαχικές δυνάµεις υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.

Μία από τις κρίσιµες πολιτικά παραµέτρους στον αντιφασιστικό «παρτιζάνικο» αγώνα ήταν ο ρόλος που έπαιζαν σε αυτόν οι Ιταλοί κοµουνιστές, οι οποίοι µετά από 20 χρόνια εξορίας µπόρεσαν να επιστρέψουν στην Ιταλία και, µαζί µε τους λίγους που είχαν καταφέρει να  επιβιώσουν ως παράνοµοι στην Ιταλία του Μουσολίνι, ανέλαβαν ανοιχτή πολιτική δράση.

Κατά την ανασυγκρότηση του ιταλικού κράτους στην άµεση µεταπολεµική περίοδο, πρώτα µε τη συντακτική συνέλευση και µε το πολιτειακό δηµοψήφισµα του Ιούνη του 1946 (όπου επικράτησε µε 54% η ψήφος για Δηµοκρατία ενάντια στο 46% της ψήφου για Μοναρχία) κι έπειτα µε την ψήφο του 1948 για την έγκριση του συντάγµατος της Πρώτης Δηµοκρατίας, το Ιταλικό Κοµουνιστικό Κόµµα έπαιζε σηµαντικό ρόλο. 

Εκείνη την εποχή, µετά τον θάνατο του Γκράµσι στις φασιστικές φυλακές το 1937, υπό την ηγεσία του Τολιάτι (που έζησε στη Μόσχα µεταξύ 1934-1944 κι έπαιζε κεντρικό ρόλο στην Κοµιντέρν υπό την ηγεσία του Στάλιν), το PCI είχε πλέον σταλινοποιηθεί βαθιά. Η ηγεσία ακολουθούσε µια στρατηγική σκόπιµης «διπλότητας», τη λεγόµενη doppiezza: ενώ άφηνε τη βάση να πιστεύει ότι το κόµµα παρέµενε αφοσιωµένο στη «σοσιαλιστική επανάσταση», ο Τολιάτι έδινε έµφαση στις µετριοπαθείς µεταρρυθµίσεις. Είχε αποδεχτεί την επιβίωση της µοναρχίας και τον Απρίλη του 1944 είχε γίνει αντιπρόεδρος της  κυβέρνησης µε επικεφαλής τον Πιέτρο Μπαντόλιο, που είχε διοριστεί αρχιστράτηγος της Ιταλίας από τον Μουσολίνι το 1926 κι είχε καθοδηγήσει την εισβολή στην Αιθιοπία το 1935.

Το PCI παρέµεινε µέσα στις πρώτες µεταπολεµικές κυβερνήσεις και ενεπλάκη ιδιαίτερα στην υιοθέτηση του συντάγµατος του 1948. Ως τα τέλη της δεκαετίας του ’40 είχε γίνει το µεγαλύτερο κοµουνιστικό κόµµα στην Ευρώπη: Το 1948 είχε επισήµως 2.3 εκατοµµύρια µέλη, ενώ από το 1945 και µετά µέλη του έλεγχαν τα δηµοτικά συµβούλια της Μπολόνια και πολλών άλλων πόλεων στο κέντρο της Ιταλίας. Στις εκλογές του 1946, το PCI είχε κερδίσει 4,3 εκατοµµύρια ψήφους. 

Αλλά η συµµετοχή του PCI στην εθνική κυβέρνηση ήταν ήδη υπονοµευµένη, σε µεγάλο βαθµό εξαιτίας της αµερικανικής πολιτικής. Αποφασισµένες µετά τον πόλεµο να αντιµετωπίζουν την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης και του «κοµουνισµού» όπως µπορούσαν, οι ΗΠΑ ενορχήστρωναν συνοµωσίες για να συκοφαντούν το PCI και πίεζαν τους Ιταλούς πολιτικούς να αποκλείσουν τους κοµουνιστές από την κυβέρνηση µετά τις εκλογές του 1948.

Αυτές οι εκλογές ήταν µια καταστροφή για το PCI κι ένας θρίαµβος του νέου κεντροδεξιού κόµµατος που θα έλεγχε το ιταλικό κράτος για τα επόµενα 45 χρόνια, τη Χριστιανική Δηµοκρατία (DC). Όπως γράφει ο Τζον Φουτ:

«Το PCI µετατράπηκε σε µόνιµη και “ανθεκτική” αντιπολίτευση, µέσα σε ένα σύστηµα όπου η αντιπολίτευση δεν επιτρεπόταν να κυβερνήσει, σε έναν κόσµο όπου κυριαρχούσε ο Ψυχρός Πόλεµος».

Οι Χριστιανοδηµοκράτες –άλλοτε σε συνασπισµό µε την ακροδεξιά, άλλοτε σε συνασπισµό µε τη µεταρρυθµιστική Αριστερά– εκµεταλλεύτηκαν τους δεσµούς µε την Καθολική Εκκλησία, τη διαχείριση ενός πολυσύνθετου δικτύου διαφθοράς, τη σταθερή υποστήριξη από τους µεγάλους Ιταλούς καπιταλιστές και την προθυµία τους να κάνουν τις δουλειές του αµερικανικού στρατού και των µυστικών υπηρεσιών, για να κυριαρχήσουν στην πολιτική σκηνή της Ιταλίας ως τα τέλη της δεκαετίας του ’70.

Το ιταλικό 1968

Αν και το «Καυτό Φθινόπωρο» στην Ιταλία ήρθε πάνω από ένα χρόνο µετά τη µεγάλη διεθνή άνοδο του πολιτικού ριζοσπαστισµού το 1968, είναι σηµαντικό να εξετάσουµε τα γεγονότα στην Ιταλία κατά τη διάρκεια εκείνης της πιο διάσηµης χρονιάς, για να εντοπίσουµε την ανάδυση των πολιτικών δυνάµεων που θα έρχονταν εκρηκτικά στο προσκήνιο το 1969. Είναι επίσης σηµαντικό να δούµε το ιταλικό 1968 µέσα στο πλαίσιο των ευρύτερων οικονοµικών και πολιτικών εξελίξεων. Υπήρχε, καταρχήν, το µεταπολεµικό «οικονοµικό θαύµα» της δεκαετίας του ’50 και των αρχών της δεκαετίας του ’60. Ήταν µια περίοδος υψηλής οικονοµικής ανάπτυξης σε όλο τον πλανήτη, που ενέταξε πλήρως την Ιταλία στον «κόσµο» της καπιταλιστικής παραγωγής και κατανάλωσης. Ήταν επίσης η πρώτη µεγάλη περίοδος της εσωτερικής ιταλικής µετανάστευσης: Κατά την πρώτη δεκαετή φάση του «οικονοµικού θαύµατος», µετακινήθηκαν περίπου 10 εκατοµµύρια Ιταλοί, πολλοί από αυτούς από τον νότο προς την κεντρική και βόρεια Ιταλία. Αυτές οι βασικές οικονοµικές και κοινωνικές αλλαγές έφεραν µεγάλους µετασχηµατισµούς και στην ιταλική κουλτούρα: έντυπα και ηλεκτρονικά Μέσα, διαφήµιση, εκπαίδευση, συνήθειες και τρόποι ζωής στην καθηµερινότητα, όλα τους επηρεάστηκαν βαθιά. 

Η δεκαετία του ’60 στην Ιταλία ξεκινούσε µε ένα κύµα αυξηµένων προσδοκιών και διάχυτης δυσανεξίας απέναντι στις ξεπερασµένες µορφές κοινωνικής οργάνωσης και αντιλήψεις. Σε αυτό το περιβάλλον οι Χριστιανοδηµοκράτες ανακάλυψαν ότι δεν µπορούσαν πλέον να κυβερνούν µε τη δύναµη µόνο της παραδοσιακής Δεξιάς: Ξεκινώντας από την κυβέρνηση που σχηµατίστηκε το καλοκαίρι του 1963 και ανελλιπώς επί µια δεκαετία, έγιναν ο ισχυρότερος «πόλος» σε διαδοχικές κυβερνήσεις συνασπισµού µε την κεντροαριστερά, που περιλάµβαναν τους Σοσιαλιστές και άλλα µικρότερα κόµµατα, όπως οι Ριζοσπάστες και οι Δηµοκράτες Σοσιαλιστές. Οι προσδοκίες από αυτές τις κεντροαριστερές κυβερνήσεις –που όλες τους συνέχισαν να υποτάσσονται στους πολιτικούς και στρατιωτικούς στόχους των ΗΠΑ την περίοδο του Πολέµου στο Βιετνάµ– και η διάψευση αυτών των προσδοκιών έπαιξαν κρίσιµο ρόλο στην άνοδο της µαχητικής αγωνιστικότητας, που θα εδραιωνόταν και θα άνθιζε το 1968 και ιδιαίτερα το 1969. 

Οι ίδιες οι κυβερνήσεις κεντροαριστερών συνασπισµών του 1963-1972 ήταν εν µέρει µια απάντηση στις µαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στη Δεξιά. Την άνοιξη του 1960, οι Χριστιανοδηµοκράτες είχαν σχηµατίσει κυβέρνηση µε την υποστήριξη του νεοφασιστικού Ιταλικού Κοινωνικού Κινήµατος (MSI) και του µοναρχικού κόµµατος. Όταν το MSI επιχείρησε να κάνει το ετήσιο συνέδριό του, εκείνο τον Ιούλη στη Γένοβα, επικράτησε τέτοια ένταση στις συγκρούσεις που ξέσπασαν, ώστε η αστυνοµία υποχρεώθηκε να απαιτήσει την αναβολή του συνεδρίου του MSI.

Αντίστοιχες διαδηλώσεις ενάντια στη συµµαχία Χριστιανοδηµοκρατίας-φασιστών υπήρξαν στην περιφέρεια του Ρέτζιο Εµίλια και στη Σικελία. Αντιµετωπίστηκαν µε βάρβαρη αστυνοµική βία που προκάλεσε τέτοια οργή σε όλη τη χώρα, ώστε η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να παραιτηθεί. Στην εξέλιξη της δεκαετίας, το 1962 και το 1963, ο αριθµός των απεργιών αυξήθηκε θεαµατικά και για πρώτα φορά σηµαντικός αριθµός των νεοαφιχθέντων εργατών από το νότο ένωσε τις δυνάµεις του µε τους εργάτες του βορρά.

Η µαχητική φοιτητική δράση αναδυόταν ήδη στην Ιταλία από τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Η «υλική της βάση», όπως δείχνει ο Γκίνσµποργκ, «βρίσκεται στις εκπαιδευτικές µεταρρυθµίσεις της δεκαετίας του ’60». Ο αριθµός των µαθητών στα δηµόσια σχολεία διπλασιάστηκε µεταξύ 1959 και 1969, κυρίως λόγω της εισαγωγής της υποχρεωτικής δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης το 1962. Αλλά οι συνθήκες στα σχολεία ήταν άθλιες: πολύ λίγες αίθουσες, έλλειψη βιβλίων, ανεκπαίδευτοι καθηγητές, παλιοµοδίτικη ύλη. Ως τα τέλη της δεκαετίας του ’60 πολύ περισσότεροι µαθητές περνούσαν στο πανεπιστήµιο. Το 1961 επετράπη για πρώτη φορά η είσοδος στα πανεπιστήµια στους µαθητές των τεχνικών σχολείων και µετά το 1965 δεν χρειαζόταν πλέον εισαγωγική εξέταση για την είσοδο στο πανεπιστήµιο. Έτσι, ως το 1968 υπήρχαν 450.000 φοιτητές στα πανεπιστήµια, σε σύγκριση µε τους 268.000 το 1960. Οι συνθήκες για τους περισσότερους από αυτούς τους φοιτητές ήταν αβάστακτες. Δεν είχε γίνει το παραµικρό για να τους παρέχουν επαρκείς πόρους σε  προσωπικό, βιβλιοθήκες ή αίθουσες. Πανεπιστηµιακά συγκροτήµατα που είχαν χτιστεί για να φιλοξενούν 5.000 φοιτητές, είχαν «µπουκώσει» ως το 1968 µε 30.000 (Μπάρι), 50.000 (Νάπολι) και 60.000 (Ρώµη) φοιτητές. Ένας σηµαντικός αριθµός των νέων φοιτητών ήταν εργατικής καταγωγής –και εξαιρώντας τις ελάχιστες υποτροφίες που δίνονταν σε µαθητές εξωπραγµατικών ακαδηµαϊκών επιδόσεων, δεν υπήρχε καµιά κυβερνητική οικονοµική στήριξη.

«Η απόφαση να επιτραπεί η ελεύθερη πρόσβαση σε ένα τόσο κραυγαλέα  ανεπαρκές πανεπιστηµιακό σύστηµα», καταλήγει ο Γκίνσµποργκ, «ισοδυναµούσε µε την τοποθέτηση µιας ωρολογιακής βόµβας στο εσωτερικό του». Η κυβέρνηση υποσχέθηκε πρόσθετες µεταρρυθµίσεις, αλλά ελάχιστες υλοποιήθηκαν. 

Σοβαρές φοιτητικές κινητοποιήσεις ξέσπασαν το 1967. Έχει ενδιαφέρον ότι ξεκίνησαν από τα ιδιωτικά Καθολικά πανεπιστήµια στο Τρέντο και στο Μιλάνο, πριν επεκταθούν στα µεγάλα δηµόσια πανεπιστήµια. Το Νοέµβρη του 1967 φοιτητές κατέλαβαν το κτίριο της Σχολής Γραµµάτων του Πανεπιστηµίου του Τορίνου. Σύντοµα µπήκαν σε κινητοποιήσεις και πανεπιστήµια στη νότια Ιταλία, όπως και πολλά λύκεια. Το Φλεβάρη του 1968 το κίνηµα έφτασε σε µια κρίσιµη στιγµή, µε την κατάληψη του πανεπιστηµίου της Ρώµης. Οι φοιτητές της Ρώµης, όπως και εκείνοι στην υπόλοιπη Ιταλία, απαιτούσαν την απόρριψη του λεγόµενου «νοµοσχεδίου πανεπιστηµιακής µεταρρύθµισης» που συζητιόταν στο κοινοβούλιο και επανέφερε περιορισµούς στην πρόσβαση στα πανεπιστήµια, ενώ επέβαλλε παράλογους περιορισµούς στα πτυχιακά προγράµµατα. Επιπλέον οι φοιτητές αψηφούσαν την κυβερνητική απαγόρευση των διαδηλώσεων. Τον Μάρτη, όταν η αστυνοµία υποχρέωσε επιθετικά τους φοιτητές να εγκαταλείψουν τα κτίρια της κεντρικής πανεπιστηµιακής εγκατάστασης, οι ηγέτες του κινήµατος αποφάσισαν να «ανακαταλάβουν» το κτίριο της Σχολής Αρχιτεκτονικής, που βρισκόταν µέσα στη Villa Borghese, ένα τεράστιο πάρκο στο βορειοκεντρικό τµήµα της Ρώµης. Όταν η αστυνοµία επιτέθηκε µε δακρυγόνα και κλοµπ, αυτή τη φορά οι φοιτητές αµύνθηκαν σθεναρά, στέλνοντας 46 αστυνοµικούς στο νοσοκοµείο. Η «Μάχη της Valle Giulia», όπως έµεινε γνωστή, ήταν ένα µεγάλο γεγονός, όπως καταγράφει ο Αλεσάντρο Πορτέλι στο «Η Μάχη της Valle Giulia: Προφορική Ιστορία και η Τέχνη του Διαλόγου». Ο ιστορικός Τζόναθαν Ντούνατζ ισχυρίζεται ότι έγινε αντιληπτή «ως ένα είδος συλλογικής βάπτισης στη σύγκρουση µε το κράτος». Και παρά τους πολλούς τραυµατίες που είχαν οι φοιτητές –και την καταδίκη που εισέπραξαν από την ηγεσία του PCI…– κέρδισαν τη µάχη: η αστυνοµία υποχρεώθηκε να επιτρέψει τη συνέχεια της κατάληψης.

Η φοιτητική και εργατική µαχητικότητα στην Ιταλία ενισχύθηκε έντονα από τα γεγονότα στη Γαλλία το Μάη του ’68.

Αν και η συνέχεια των κινητοποιήσεων των Ιταλών φοιτητών δεν διατηρήθηκε πλήρως κατά το καλοκαίρι και προς το τέλος του 1968, αυτές οι κινητοποιήσεις µετασχηµάτισαν την πολιτική συνείδηση κι αυτοπεποίθηση µιας ολόκληρης γενιάς νέων Ιταλών. 

Μια µειοψηφία των διαδηλωτών φοιτητών ήταν εργατικής καταγωγής, αλλά οι περισσότεροι φοιτητές της µεσαίας τάξης αντιµετώπιζαν επίσης περιορισµούς και δυσκολίες και καταλάβαιναν πολύ καθαρά ότι ο αυταρχισµός και η διαφθορά στο πανεπιστηµιακό σύστηµα αντανακλούσαν µια κοινωνική τάξη πραγµάτων που είναι στα θεµέλιά της εκµεταλλευτική. Έτσι, όταν άρχισε να εντείνεται η οργανωµένη πάλη στις τάξεις των εργατών, µετά το σχηµατισµό άλλης µιας κεντροαριστερής κυβέρνησης το Μάη του 1968, οι αγωνιστές φοιτητές αισθάνονταν πρόθυµοι να εµπλακούν σε αυτή.

Ακόµα και πριν τις εκλογές του Μάη, η οργανωµένη εργατική αντίσταση αναπτυσσόταν. Τον Μάρτη τα συνδικάτα είχαν καλέσει µια πανεθνική απεργία για αυξήσεις στις συντάξεις. Εξεπλάγησαν οι ίδιοι οι συνδικαλιστές από την ανταπόκριση: 300.000 µεταλλεργάτες εµφανίστηκαν στο Μιλάνο και ενώθηκαν µε έναν µεγάλο όγκο υπαλλήλων («λευκών κολάρων»). Στις 19 Απρίλη στην κλωστοϋφαντουργία Marzotto στο Βαλντάνιο, στους λόφους έξω από τη Βενετία, περίπου 4.000 εργάτες, µε πολλές γυναίκες ανάµεσά τους, διαδήλωσαν στους δρόµους της πόλης και απαίτησαν από το Χριστιανοδηµοκρατικό δηµοτικό συµβούλιο να πιέσει την εταιρεία να βελτιώσει τις συνθήκες για τους εργαζόµενους. Ο Γκίνσµποργκ συνοψίζει τα αίτια που προκάλεσαν τη ριζοσπαστική δράση: «η ακαµψία της αγοράς εργασίας στο βορρά, η αποξένωση των ανειδίκευτων και ηµι-ειδικευµένων εργαζοµένων, η οργή των µεταναστών από το νότο» (στην Ιταλία, όποιος µετακόµιζε από τον νότο στο βορρά της χώρας του θεωρούταν «µετανάστης»!). Η αυτοπεποίθηση κι η αποφασιστικότητα µέσα στην εργατική τάξη συνέχισε να αυξάνεται σε όλη τη χώρα στη διάρκεια του καλοκαιριού και του φθινοπώρου –όπως και η επιθυµία της καπιταλιστικής άρχουσας τάξης να την καταστείλει. Το Δεκέµβρη του 1968 η αστυνοµία δολοφόνησε δύο απεργούς στην Αβόλα της Σικελίας. Μερικές µέρες µετά άλλοι δύο απεργοί δολοφονήθηκαν από την αστυνοµία στην Μπατιπάλια, κοντά στη Νάπολη. Η βίαιη ταξική σύγκρουση είχε εµφανιστεί σε όλα τα µέρη της χερσονήσου. 

Χρειάζεται να τονιστούν δύο ακόµα σηµεία για τις εξελίξεις το 1968. Η εργατική πάλη, που εµφανίστηκε εκείνη τη χρονιά, ήταν σε σηµαντικό βαθµό ανεξάρτητη και έξω από τον προγραµµατισµό των τριών βασικών συνδικαλιστικών συνοµοσπονδιών: τη CGIL (όπου κυριαρχούσε το PCI), τη CISL (Καθολική) και την UIL (δεξιοί Σοσιαλδηµοκράτες).

Όπως γράφει ο Κρις Χάρµαν, η Ιταλία ήταν «στα πρόθυρα µιας έκρηξης που τα συνδικάτα δεν µπορούσαν να ελέγξουν». Καθώς οι ηγεσίες ήταν αφοσιωµένες στη συνεργασία µε τα πιο ανεπτυγµένα και «προοδευτικά» τµήµατα του ιταλικού καπιταλισµού, τα συνδικάτα ήταν σε µεγάλο βαθµό ανίκανα να καθοδηγήσουν την ενέργεια και την πρωτοβουλία των νέων αγωνιστών. Επιπλέον, το PCI, το µεγαλύτερο κοµουνιστικό κόµµα στην Ευρώπη, αποδοκιµαζόταν από πολλούς εργάτες και αγωνιστές φοιτητές «ως µια ενσωµατωµένη αντιπολίτευση, ανίκανη να πολεµήσει το σύστηµα». Στις εκλογές του Μάη του 1968, το PCI είχε κερδίσει το 26,9% της ψήφου, καταγράφοντας διπλάσια άνοδο από τους Χριστιανοδηµοκράτες που πήραν 39,1%, αλλά η µεταρρυθµιστική πολιτική του γραµµή, η «οχυρωµένη» δοµή της ηγεσίας και η στενή σχέση µε τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν προκαλούσε ιδιαίτερη αξιοπιστία στα µάτια πολλών ριζοσπαστικοποιηµένων εργατών και φοιτητών. Τα µέλη της νεολαίας του PCI «συχνά αντιµετωπίζονταν µε υποτίµηση και χλευασµό στις φοιτητικές συνελεύσεις». Το 1968 έληξε µε µια αυξανόµενη πολιτική αναταραχή από τα κάτω, που ήταν σε µεγάλο βαθµό ανεξάρτητη και συχνά δύσπιστη απέναντι στις παραδοσιακές οργανώσεις της ιταλικής Αριστεράς.    

Αυτά τα στοιχεία αποτυπώνονται στον αγώνα στο εργοστάσιο Μπικόκα της Πιρέλι στο Μιλάνο τον Ιούνη του 1968. Η επαναστατική µαρξιστική οργάνωση Avanguardia Operaia (Εργατική Πρωτοπορία) έπαιξε κεντρικό ρόλο στον καλπασµό των γεγονότων στην Πιρέλι.

Ήταν µια οργάνωση λενινιστική στον προσανατολισµό της, µε πρώην «ορθόδοξους» τροτσκιστές και ριζοσπάστες του φοιτητικού κινήµατος του Μιλάνου στην ηγεσία της. Η Avanguardia Operaia υποστήριξε µε σθένος την πρωτοβουλία «µπλε και λευκών κολάρων» (προλετάριων και υπαλλήλων) να δηµιουργήσουν την Comitato Unitario di Base (CUB, «Ενωτική Επιτροπή Βάσης») προκειµένου να οργανώσουν και να κλιµακώσουν τον αγώνα στη βιοµηχανία ελαστικών, που κρατούσε από τα τέλη του 1967. Η Avanguardia Operaia έβλεπε τις CUB ως την επαναστατική εναλλακτική οργανωτική µορφή απέναντι στις εργοστασιακές επιτροπές που προωθούσαν τα µεταρρυθµιστικά συνδικάτα. Παρά τις συγχύσεις µιας αναφοράς στην Πολιτιστική Επανάσταση του Μάο στην Κίνα (η οποία γινόταν κατανοητή ως µια µαζική εξέγερση από τα κάτω ενάντια στα προνόµια), η Avanguardia Operia κατάφερε να συγκεντρώσει αρκετούς εργάτες και αγωνιστές φοιτητές σε µια επαναστατική µαρξιστική πολιτική. 

Μετά τα γεγονότα στην Μπικόκα, άρχισαν να δηµιουργούνται «Επιτροπές Βάσης» σε άλλα εργοστάσια στο Μιλάνο, έπειτα στο Τορίνο κι έπειτα και σε άλλες πόλεις, συχνά αψηφώντας ανοιχτά τα συνδικάτα και το PCI. Οι CUB περιλάµβαναν στις γραµµές τους πολλούς ανειδίκευτους και ηµι-ειδικευµένους εργάτες κι άρχισαν να απαιτούν την αυτόµατη προαγωγή αυτών των εργατών σε θέσεις σταθερής εργασίας µετά από µια συγκεκριµένη περίοδο απασχόλησης. Απαιτούσαν επίσης µισθολογική ισότητα για όλους τους εργάτες, ίδιου επιπέδου ειδίκευσης, σε βορρά και νότο. Καθώς αυτή η αλληλεγγύη µεταξύ βόρειων και νότιων εργατών ενισχυόταν, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες άρχισαν να υιοθετούν κι αυτές ως δικό τους αίτηµα τη µισθολογική ισότητα. Οι εργάτες σε όλη την Ιταλία ζητούσαν µισθολογικές αυξήσεις µε βάση τις δικές τους πραγµατικές ανάγκες και το κόστος ζωής κι όχι µε βάση την παραγωγικότητα των εταιρειών.

Η εµφάνιση των CUB στον αγώνα στην Πιρέλι, και αλλού στη Λοµβαρδία, ήταν ένα εµφανές σηµάδι αυξανόµενης εργατικής µαχητικότητας, πρωτοβουλίας κι αυτοπεποίθησης. Μέσα από τις CUB εµφανίστηκαν νέες επιλογές οργάνωσης και δράσης. Οι µαζικές συνελεύσεις, στις οποίες ενθαρρυνόταν να συµµετέχει ο κάθε εργαζόµενος, έγιναν οι βασικοί χώροι συζήτησης, όπου σχεδιάζονταν και παίρνονταν αποφάσεις. Οι «άγριες» απεργίες [ΣτΜ: απροειδοποίητες, ανεπίσηµες απεργίες], οι «απεργίες-λόξυγκας» (όπου η εργατική δύναµη εναλλάσσει περιόδους που εργάζεται µε περιόδους που απεργεί), οι «σκακιστικές απεργίες» (διαφορετικά τµήµατα της εργατικής δύναµης απεργούν για µικρό χρονικό διάστηµα, σε διαφορετικές στιγµές το καθένα) –αυτές και άλλες τακτικές γεννήθηκαν µέσα από µια νέα κουλτούρα αγώνα από τα κάτω, στην οποία οι απλοί εργαζόµενοι έπαιρναν την πρωτοβουλία κι έθεταν τους όρους µε τους οποίους θα πίεζαν τα αφεντικά τους. Βέβαια ταυτόχρονα, ελλείψει ενός πανεθνικού εργατικού κόµµατος που θα µπορούσε να παρέχει µια γενικευµένη µακροπρόθεσµη πολιτική και ηγεσία, το µοντέλο των CUB συχνά είχε να ανταγωνιστεί τις προσπάθειες των πιστών στα συνδικάτα εργατών που κινούνταν για να συγκροτήσουν δικά τους εργοστασιακά συµβούλια µε εκλεγµένους αντιπροσώπους. Η αυθόρµητη εργατική µαχητικότητα ήταν σηµαντική, αλλά τους µήνες και τα χρόνια που ακολούθησαν δεν θα ήταν αρκετή, από µόνη της, για να στηρίξει µια αποφασιστική αµφισβήτηση του ιταλικού καπιταλισµού και εκείνων στο PCI και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, που ήταν αφοσιωµένοι στη µεταρρύθµιση κι όχι στην αλλαγή του συστήµατος.

1969: Ο αγώνας κλιµακώνεται

Ο αριθµός των Ιταλών εργατών που συµµετείχαν σε απεργία αυξήθηκε από 3.2 εκατοµµύρια το 1968 στα 5.5 εκατοµµύρια το 1969. Συγκριτικά, περίπου 10 εκατοµµύρια εργάτες ήταν σε απεργία την τρίτη βδοµάδα του Μάη του ’68 στη Γαλλία, µια πιο εκβιοµηχανισµένη χώρα µε πολύ µεγαλύτερο ποσοστό συνδικαλισµένων εργατών. Αλλά στην Ιταλία, η εργατική µαχητικότητα κράτησε πολύ περισσότερο: Μόνο το 1969 χάθηκαν 520 εκατοµµύρια εργατοώρες σε απεργίες. Στις 19 Νοέµβρη, 20 εκατοµµύρια Ιταλοί συµµετείχαν στην πανεθνική γενική απεργία. Πιο σηµαντικές από αυτούς τους αριθµούς, που είναι βέβαια εντυπωσιακοί κι αυτοί, ήταν οι συνεχιζόµενες διεργασίες για την οργάνωση και την πολιτική του εργατικού κινήµατος. Η άνοδος της εργατικής µαχητικότητας του περασµένου έτους είχε αρχίσει να αποδίδει συγκεκριµένα αποτελέσµατα: υπήρξαν µέτρια, αλλά ουσιώδη κέρδη στο ζήτηµα των συντάξεων (το Φλεβάρη η κυβέρνηση πέρασε ένα νέο νόµο που εγγυόταν το 74% του µέσου µισθού των τελευταίων εργάσιµων χρόνων σε όποιον είχε δουλέψει για 40 χρόνια) και των µισθών (τον Μάρτη οι κρατικές βιοµηχανίες, έπειτα οι µικρές επιχειρήσεις και τελικά οι µεγάλες εταιρείες συµφώνησαν να εξισώσουν τις µισθολογικές διαφορές Βορρά-Νότου). Όταν το 1969 ήρθε η ώρα για την ανανέωση των πανεθνικών συµβάσεων δύο µεγάλων συνδικάτων, των µεταλλεργατών και «µηχανικών» [ΣτΜ: των εργατών στο µεγάλο τοµέα της µηχανουργίας], περίπου 300.000 εργάτες συζήτησαν τους όρους σε 2.300 συνελεύσεις σε όλη την Ιταλία. Αλλά όπως παρατηρεί η Τζοάν Μπάρκαν, το 1969 «η δράση της βάσης γρήγορα ξεπέρασε τις τακτικές των συνδικάτων. Οι εργάτες παρέτειναν τις απεργίες πέρα από τη διάρκεια που είχαν ορίσει τα συνδικάτα και διεύρυναν τα αιτήµατα… Σε κάποιες περιπτώσεις, ξεκινούσαν τις απεργίες χωρίς την απόφαση του συνδικάτου».

Αυτή ήταν η περίπτωση της µεγάλης µάχης που ξέσπασε το Μάη του 1969 στη µονάδα Μιραφιόρι της ΦΙΑΤ στο Τορίνο. Ο αγώνας στη ΦΙΑΤ ήταν, µε τα λόγια του Σίντνεϊ Τάροου, «η “στιγµή της άφιξης στη σκηνή” ενός κινήµατος», που είχε ξεκινήσει τον περασµένο χρόνο. Τα επίδικα ήταν µεγάλα: Το Τορίνο ήταν «η καρδιά του ιταλικού καπιταλισµού» και η ΦΙΑΤ Μιραφιόρι, µε µια εργατική δύναµη 50.000 ανθρώπων, είχε µια ξεχωριστή «εθνική ορατότητα». Τα συνδικάτα ήταν παραδοσιακά αδύναµα στη ΦΙΑΤ, ενώ η ριζοσπαστική Αριστερά παρακολουθούσε µε προσοχή τις παρατεταµένες διαπραγµατεύσεις για σύµβαση των ειδικευµένων συνδικαλισµένων τµηµάτων του εργατικού δυναµικού κατά τη διάρκεια του χειµώνα και της άνοιξης. Το 60% της εργατικής δύναµης της ΦΙΑΤ ήταν από το νότο κι όταν η αστυνοµία δολοφόνησε εργάτες διαδηλωτές στη Σικελία το Δεκέµβρη του 1968, τα συνδικάτα κάλεσαν µια πετυχηµένη µισάωρη στάση εργασίας. Σε δύο γενικές απεργίες στις αρχές του 1969 –µία για τις συντάξεις και µία για τις µισθολογικές διαφορές που κρατούσαν τους µισθούς στο νότο χαµηλότερα από τον εθνικό µέσο όρο– υπήρξε σηµαντική συµµετοχή από τους εργάτες της ΦΙΑΤ. 

Τον Απρίλη του 1969, όταν η αστυνοµία και πάλι σκότωσε κάποιους  διαδηλωτές στο νότο, οι ειδικευµένοι εργάτες στα Βοηθητικά τµήµατα της ΦΙΑΤ άρχισαν να αναλαµβάνουν δράση. Οργάνωσαν µια σειρά από «εσωτερικές διαδηλώσεις» µέσα στο εργοστάσιο, που παρεµπόδιζαν τη «ρουτίνα» της γραµµής παραγωγής κι άρχισαν να δηµιουργούν αλληλεγγύη µεταξύ των διαφόρων κατηγοριών εργαζοµένων. Σταδιακά άρχισαν να συµµετέχουν όλο και περισσότεροι ανειδίκευτοι και ηµι-ειδικευµένοι εργάτες στη γραµµή συναρµολόγησης και στα βαφεία. Ως τα τέλη Μάη, αυτοί οι εργάτες απαίτησαν σηµαντικές µισθολογικές αυξήσεις για όλες τις κατηγορίες εργαζοµένων και µπλόκαραν την παραγωγή στα τµήµατά τους. «Η σύγκρουση πηδούσε από τµήµα σε τµήµα», λέει ο Τάροου, «ακολουθώντας τη διαδροµή των εσωτερικών διαδηλώσεων»

Σε εκείνη τη συγκυρία, όταν οι ανειδίκευτοι εργάτες της γραµµής συναρµολόγησης απέρριπταν ήδη τη «συνετή» προσέγγιση των συνδικάτων, άρχισαν να παρεµβαίνουν οι επαναστάτες αγωνιστές στον αγώνα της ΦΙΑΤ Μιραφιόρι. Για αρκετούς µήνες, µικρές οµάδες φοιτητών από το Πανεπιστήµιο του Τορίνου µοίραζαν προκηρύξεις στις πύλες του εργοστάσιου και συζητούσαν µε τους εργάτες στο σχόλασµα. Τον Μάη, τα µέλη µιας µαρξιστικής οργάνωσης που λεγόταν Potere Operaio (Εργατική Εξουσία) και ήταν ενεργή στη βιοµηχανική περιοχή γύρω από τη Βενετία, έφτασαν στο Τορίνο, µαζί µε αγωνιστές φοιτητές από τη Ρώµη, το Μιλάνο και το ίδιο το Τορίνο, που είχαν ενταχθεί στην Potere Operaio και δρούσαν µε ένα νέο περιοδικό που λεγόταν La Classe (Η Τάξη). Σε αυτό το σχηµατισµό ανήκαν και µαρξιστές διανοούµενοι από το Τορίνο, που νωρίτερα συµµετείχαν στην προσπάθεια γύρω από το περιοδικό Quaderni Rossi (Κόκκινα Τετράδια).

Η βασική πολιτική αντίληψη αυτού του ρεύµατος ήταν ο operaismo («εργατισµός»). Μια προσέγγιση που έδινε την αποκλειστική έµφαση στους εργατικούς αγώνες, αναλύοντας την ίδια την παραγωγική διαδικασία και συγκεντρωµένοι σε αυτό που αποκαλούσαν «ταξική σύνθεση», δηλαδή «τη σχέση µεταξύ της υλικής κατάστασης της εργατικής τάξης και της συµπεριφοράς της ως υποκείµενο αυτόνοµο από τις εντολές και του συνδικαλιστικού κινήµατος και του κεφαλαίου». Οι θεωρητικοί του operaismo µε τη µεγαλύτερη επιρροή ήταν οι Μάριο Τρόντι και Αντόνιο Νέγκρι. Οι εργάτες στη ΦΙΑΤ αρχικά ήταν δύσπιστοι  απέναντι στους διανοούµενους και τους φοιτητές της Potere Operaio. Αλλά αυτό σταδιακά άλλαξε. Όπως λέγεται ότι είπε ένας νεαρός εργάτης από το νότο, ο Αλφόνσο Νατέλα: «Δε γαµιέται, δεν έχω και τίποτα να χάσω, θα πάω να δω τι λένε αυτές οι κουράδες».

Φαίνεται ότι η επιµονή των «εργατιστών» για τις αυξήσεις στους µισθούς  και για τους πιο αργούς ρυθµούς δουλειάς, έβγαζαν νόηµα. Ο Νατέλα συνέχισε:

«Κάποιες φορές δεν µπορούσαµε να καταλάβουµε ο ένας τον άλλο ή να συµφωνήσουµε, γιατί ο καθένας είχε µάθει να µιλάει µε ένα συγκεκριµένο τρόπο… Τελικά, ωστόσο, στην πράξη, µε το ότι διεξήγαµε τον αγώνα, µιλούσαµε όλοι µε τον ίδιο τρόπο. Ανακαλύψαµε ότι όλοι είχαµε τις ίδιες ανάγκες και ότι αυτά µας έκαναν όλους ίσους στον αγώνα».

Η οµάδα που θα γινόταν τελικά η µεγαλύτερη επαναστατική οργάνωση που παρενέβη στον αγώνα στη ΦΙΑΤ δεν υπήρχε καν πριν το καλοκαίρι του 1969. Ο Αντριάνο Σόφρι, ηγετικό στέλεχος της Potere Operaio στην Τοσκάνη, έφτασε στο Τορίνο µε µια οµάδα συντρόφων και άρχισε να συγκεντρώνει συµπαθούντες ανάµεσα στους αγωνιστές φοιτητές. Οι συναντήσεις τους σε ένα µπαρ έξω από τη Μιραφιόρι άρχισαν να αποκαλούνται «συνελεύσεις εργατών-φοιτητών» και υιοθέτησαν το σύνθηµα «la lotta continua» («ο αγώνας συνεχίζεται»), απηχώντας την  πολεµική κραυγή της εξέγερσης του Μάη του 68 στη Γαλλία («la lutte continue»). Όταν οι συναντήσεις έγιναν πολύ µαζικές για να χωράνε στο µπαρ, µεταφέρθηκαν στον προθάλαµο ενός γειτονικού νοσοκοµείου. Σύντοµα η οµάδα άρχισε να εκδίδει µια εβδοµαδιαία εφηµερίδα, που λεγόταν Lotta Continua. Η χαρισµατική ηγεσία του Σόφρι έπαιξε κεντρικό ρόλο.

Μετά τα γεγονότα του 1968, ο Σόφρι είχε έρθει σε σύγκρουση µε την «λενινιστική τάση» στην Potere Operaio και εναντιώθηκε στις προσπάθειες να συγκροτηθεί µια πανεθνική επαναστατική οργάνωση µε εκλεγµένη ηγεσία, υποστηρίζοντας αντίθετα έναν πιο σύνθετο  προσανατολισµό προς «τις επαναστατικές ανάγκες των καταπιεζόµενων µαζών». Όπως γράφει ο Τάροου, η προσέγγιση της Lotta Continua «ήταν λιγότερο οικονοµίστικη και περισσότερο υποκειµενίστικη» από εκείνη της Potere Operaio:

«Μαζί µε τους µισθούς, η οργάνωση εστίαζε την προσοχή και σε άλλα ζητήµατα της γραµµής παραγωγής και –έξω από το εργοστάσιο– στα προβλήµατα των µεταναστών, της στέγασης και σε αιτήµατα άλλων κοινωνικών οµάδων τις οποίες κατέτασσε λιγότερο ή περισσότερο στις γραµµές του προλεταριάτου».

Ο Σόφρι, µε το σύνθηµα της «κοινωνικοποίησης της ταξικής πάλης», ισχυριζόταν ότι η Lotta Continua έπρεπε να κάνει αισθητή την παρουσία της όχι µόνο στο εργοστάσιο, αλλά και στις εργατογειτονιές και µέσα στους µετανάστες και τις άλλες καταπιεσµένες οµάδες στην ιταλική κοινωνία.

Η Lotta Continua και η Potere Operaio θα ανταγωνίζονταν η µία την άλλη σε επιρροή µέσα στη ΦΙΑΤ όλο το καλοκαίρι ως και το φθινόπωρο του 1969. Μια ένδειξη ότι η πιο πλατιά προσέγγιση της Lotta Continua έφερνε αποτελέσµατα ήρθε στις 3 Ιούλη, όταν µια διαδήλωση αρκετών χιλιάδων εργατών από τα εργοστάσια του Τορίνου, συµπεριλαµβανοµένης της ΦΙΑΤ, ξεκίνησε από τις πύλες της Μιραφιόρι για να διαµαρτυρηθεί ενάντια στα ακριβά ενοίκια και τις στεγαστικές συνθήκες. Το επίσηµο σύνθηµα του συνδικάτου γι’ αυτή την γενική απεργία ήταν «σταµατήστε τις αυξήσεις στα ενοίκια», αλλά οι εργάτες της διαδήλωσης σκέφτηκαν ένα δικό τους, διάσηµο πλέον, σύνθηµα: «Τι θέλουµε; Τα θέλουµε όλα!». Όταν η τοπική και η εθνική κρατική αστυνοµία επιχείρησαν να διαλύσουν τη διαδήλωση, οι εργάτες ύψωσαν οδοφράγµατα κατά µήκος της µεγάλης λεωφόρου και συγκρούστηκαν µε την αστυνοµία µέχρι αργά τη νύχτα, κάτι που έµεινε στην ιστορία ως η «Μάχη της Κόρσο Τραϊάνο». Τις µέρες και τις εβδοµάδες µετά από αυτό το γεγονός, γίνονταν µαζικές συνελεύσεις στη ΦΙΑΤ και σε άλλους χώρους δουλειάς στο Τορίνο. Η ΦΙΑΤ απάντησε αργότερα το καλοκαίρι, θέτοντας σε διαθεσιµότητα 7.000 εργάτες –αλλά ούτε αυτό ανέκοψε την πορεία του κινήµατος. Στις 25 Σεπτέµβρη, περίπου 50.000 µηχανουργοί  συµµετείχαν σε µια πανεθνική διαδήλωση. Τους υπόλοιπους µήνες του 1969, πάνω από 1.5 εκατοµµύριο εργάτες απέργησαν σε διάφορες πόλεις για µια σειρά ζητήµατα. Η 24ωρη απεργία που κάλεσαν τα συνδικάτα το Νοέµβρη για το ζήτηµα της στέγης, σηµείωσε τεράστια επιτυχία. Η νέα πανεθνική σύµβαση που υπέγραψαν τα συνδικάτα των µεταλλεργατών το Δεκέµβρη έµοιαζε να αναδεικνύει, σύµφωνα µε τον Γκίνσµποργκ, «µια σηµαντική νίκη για τα συνδικάτα και τη νέα µαχητικότητα».     

Άλλα κοινωνικά κινήµατα στην Ιταλία επίσης απέκτησαν τη δική τους θετική µαχητικότητα. Κέρδισαν σηµαντικές νίκες στη διάρκεια του «καυτού φθινοπώρου» του 1969. Υπήρξαν οργανωµένα κινήµατα για τη µεταρρύθµιση του απαρχαιωµένου και διεφθαρµένου ιταλικού συστήµατος δικαιοσύνης, για τη βελτίωση των συνθηκών στις ιταλικές φυλακές, για την παροχή καλύτερης στέγης και συγκοινωνίας σε µια γρήγορα αυξανόµενη εργατική δύναµη που ζούσε στις πόλεις. Ένα σοβαρό κι αποφασισµένο φεµινιστικό κίνηµα άρχισε να εµφανίζεται στην Ιταλία εκείνη τη χρονιά, µερικές φορές επικριτικό στη σχέση του µε τα ανδροκρατούµενα εργατικά και φοιτητικά κινήµατα και τις ανδροκρατούµενες επαναστατικές µαρξιστικές οµάδες όπως η Lotta Continua και η Potere Operaio. Η ιταλική κοινωνία έδειχνε να κινείται προς θεµελιώδεις και µακράς διάρκειας αλλαγές σε πολλά επίπεδα.

Αλλά υπήρχαν πολιτικά όρια και αδυναµίες µέσα στην πρόσφατα ενισχυµένη ιταλική Αριστερά, που θα έκαναν πολύ δύσκολη τη συντήρηση της θετικής πορείας του «Καυτού Φθινοπώρου». Ως τα τέλη του 1969, είχαν αποκρυσταλλωθεί 4 σηµαντικές µαρξιστικές οργανώσεις στα αριστερά του PCI, µε την καθεµιά να έχει τις περισσότερες δυνάµεις της συγκεντρωµένες σε µια συγκεκριµένη περιοχή ή πόλη: η Potere Operaio στη Βενετία, η Lotta Continua στο Τορίνο, η Avanguardia Operaia στο Μιλάνο, και στη Ρώµη µια οµάδα αντιπολιτευόµενων µαρξιστών διανοουµένων µέσα από το ίδιο το PCI.

Τα φοιτητικά κινήµατα στη Γαλλία και την Ιταλία και η Σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία την άνοιξη του 1968 εξώθησαν µια οµάδα ταλαντούχων ανθρώπων µέσα από τις γραµµές του PCI να εκφράσουν τη διαφωνία τους, ιδρύοντας ένα νέο περιοδικό, που λεγόταν Il Manifesto. Ανάµεσα στα ιδρυτικά µέλη ήταν 5 βουλευτές και 3 µέλη της Κεντρικής Επιτροπής του PCI και όλοι τους διαγράφηκαν. Σε αντίθεση µε τους άλλους επαναστάτες σοσιαλιστές που έπαιξαν ρόλο στα γεγονότα του 1969, οι διανοούµενοι του Il Manifesto, όπως ισχυρίζεται ο Χάρµαν, «έβλεπαν ως κλειδί για τις επαναστατικές εξελίξεις στην Ιταλία τη µετακίνηση προς τα αριστερά των αγωνιστών που παρέµεναν στο Κοµουνιστικό Κόµµα και τα συνδικάτα». Αν και η οµάδα του Il Manifesto είχε µικρότερη επιρροή στους χώρους δουλειάς από τις άλλες τρεις µαρξιστικές οργανώσεις, έγινε ένας σηµαντικός σύνδεσµος µεταξύ της αριστερής πτέρυγας του PCI και των πρόσφατα ριζοσπαστικοποιηµένων εργατών και φοιτητών. Αλλά ούτε το PdUP (Κόµµα Προλεταριακής Ενότητας, που προέκυψε από το Il Manifesto), ούτε η Lotta Continua, ούτε η Potere Operaio, ούτε η Avanguardia Operaia είχαν την ανεπτυγµένη οργανωτική δύναµη και την πολιτική σαφήνεια που χρειαζόταν για να µετατραπεί η µαχητικότητα των εργατών, των φοιτητών και των άλλων αγωνιστών-στριών σε µια δύναµη που θα µπορούσε να αντιπαρατεθεί σοβαρά µε το ιταλικό κράτος. 

Μετά από µια δραµατική σύγκρουση µεταξύ διαδηλωτών και αστυνοµίας τον Ιούλη, η συνέλευση εργατών-φοιτητών στο Τορίνο κάλεσε σε ένα πανεθνικό συνέδριο για να συζητηθούν τα επόµενα βήµατα. Σύµφωνα µε τον Στιβ Ράιτ, οι παρόντες σε αυτή τη συνδιάσκεψη κατέληξαν ότι «χρειαζόταν µια νέα επαναστατική οργάνωση, που να είναι ικανή να εντοπίζει, να γενικεύει και να µετασχηµατίζει το πολιτικό περιεχόµενο που αναδύεται στους εργατικούς αγώνες, σε ένα αποφασιστικό σχέδιο δράσης». Στο βιβλίο που έγραψε για την ιστορία της Lotta Continua, ο Λουίτζι Μπόµπιο τονίζει ότι αυτό που χρειαζόταν ήταν µια επιστροφή στα µαθήµατα του Λένιν και του Μπολσεβίκικου Κόµµατος. Καθώς το Καυτό Φθινόπωρο έφτανε στο τέλος του, η πίστη των «εργατιστών» στην επάρκεια του «αυθόρµητου» αγώνα είχε αρχίσει να αµφισβητείται από µια αναζωογόνηση της λενινιστικής έµφασης στην οικοδόµηση ενός κόµµατος της εργατικής πρωτοπορίας. Αλλά καµιά από τις υπάρχουσες µαρξιστικές οργανώσεις δεν ήταν σε θέση να καθοδηγήσει πειστικά προς µια τέτοια κατεύθυνση.

Η Lotta Continua είχε µόλις συγκροτηθεί ως οργάνωση και παρότι στις κορυφαίες στιγµές του αγώνα µπορούσε να επικαλείται 50.000 µέλη πανεθνικά, µια πιο ρεαλιστική αποτίµηση του πραγµατικού της µεγέθους θα ήταν κοντά στις 8 µε 10 χιλιάδες. Η εφηµερίδα της έφτασε να πουλά 65.000 αντίτυπα, αλλά η Lotta Continua δεν ήταν ποτέ σοβαρά αφοσιωµένη στο σχέδιο οικοδόµησης ενός επαναστατικού µαρξιστικού κόµµατος, που θα µπορούσε να προωθήσει τη νέα εργατική µαχητικότητα και να τη συνδέσει µε τα άλλα αναδυόµενα κοινωνικά κινήµατα του 1968-1969. Προσέφερε µια πιο ευρεία εκδοχή των «εργατίστικων» πολιτικών που στήριζε η Potere Operaio, σε συνδυασµό  µε µια έµφαση στην αλληλεγγύη στους αγώνες στον Τρίτο Κόσµο και έναν θαυµασµό στον αυθόρµητο βολονταρισµό της Πολιτιστικής Επανάστασης του Μάο στην Κίνα. Όπως είδαµε ήδη, νωρίτερα από την παρέµβαση στη ΦΙΑΤ, ο Σόφρι αµφέβαλε για την οικοδόµηση µιας πανεθνικής επαναστατικής οργάνωσης, ισχυριζόµενος αντίθετα ότι η επαναστατική Αριστερά όφειλε «να ριχτεί στη σχέση µε τις νέες πρωτοπορίες που βγάζει στον αφρό ο αγώνας και αρχικά στους φοιτητές». Η εφηµερίδα της Lotta Continua αντανακλούσε την κινηµατίστικη προσέγγιση: απέφευγε την προσεγµένη πολιτική και θεωρητική ανάλυση, προτιµώντας συχνά να προβάλλει «δηµαγωγικούς τίτλους και προκλητικά φωτορεπορτάζ».

Το πιο σοβαρό στρατηγικό και τακτικό λάθος της Lotta Continua ήταν ότι υπερασπιζόµενοι τις αυτόνοµες εργατικές επιτροπές τύπου CUB, ο Σόφρι και οι σύντροφοί του συγκρούστηκαν µε τα νέα συµβούλια εκλεγµένων αντιπροσώπων, που υποστήριζαν τα συνδικάτα. Αν και τα συνδικάτα στη ΦΙΑΤ ήταν διστακτικά και συντηρητικά, σε άλλους χώρους δουλειάς «τα συµβούλια των αντιπροσώπων προέκυψαν από µαχητικά ρεύµατα της βάσης και από την αριστερή πτέρυγα των συνδικάτων». Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, αυτά τα συµβούλια θα έπαιρναν πάνω τους την οργάνωση απεργιών σε επίπεδο εργοστασιακής µονάδας. «Ως το 1972 υπήρχαν 8.101 νέα εργοστασιακά συµβούλια, µε 82.923 αντιπροσώπους». Στην αντιπαράθεσή της µε τα συµβούλια αντιπροσώπων, η Lotta Continua «εναντιώθηκε στις συλλογικές διαπραγµατεύσεις, που κατέληξαν στις εντυπωσιακές συνδικαλιστικές νίκες του Καυτού Φθινοπώρου». Η οργάνωση «απέρριπτε τη συµµετοχή στα συµβούλια των αντιπροσώπων, ακριβώς τη στιγµή που αυτά εξαπλώνονταν ως οι θεσµοί εκπροσώπησης της βάσης των συνδικάτων».

Παρότι, τελικά, η συνδικαλιστική ηγεσία θα κατάφερνε να οδηγήσει την εργατική µαχητικότητα στην υποχώρηση σε µια στρατηγική συνεργασίας µε τον ιταλικό καπιταλισµό, από το 1969 ως το 1972 τα εργοστασιακά συµβούλια ήταν µια σηµαντική έκφραση της µετατόπισης της βάσης των συνδικάτων προς τα αριστερά. Η Lotta Continua επέλεξε να αποµονωθεί από αυτή η µεγάλη έκφραση οργανωµένης δύναµης της εργατικής τάξης.

Όσον αφορά την Potere Operaio, υποσκελίστηκε από τη Lotta Continua στον αγώνα στη ΦΙΑΤ και δεν µπόρεσε ποτέ να αποκτήσει σηµαντική υποστήριξη ως µια πανεθνική οργάνωση. Ως το 1972 είχε µετασχηµατιστεί σε ένα πολύ πιο πλατύ και χαλαρό ρεύµα, που λεγόταν Autonomia Operaia (Εργατική Αυτονοµία). Η παλιότερη τάση εξιδανίκευσης της αυθόρµητης πάλης του «εργάτη-µάζα» συνδέθηκε –ειδικά στα γραπτά του Τόνι Νέγκρι– µε έναν υπερβολικά µεταµοντέρνο θεωρητικό χαρακτηρισµό κάθε κοινωνικής σύγκρουσης ως «προλεταριακής». Καθώς εξελισσόταν περισσότερο µε τα χρόνια, η «Αυτονοµία» θα εγκατέλειπε τελικά την προτεραιότητα της εργατικής  πάλης και θα προωθούσε την άποψη ότι «κάθε είδους αυτενέργεια είναι εξίσου καλή µε τις άλλες, και αν… αφεθoύν να αναπτυχθούν ελεύθερα, µπορούν να αποτελέσουν ένα “σµήνος” ή µια “πολλαπλότητα” διαφορετικών προκλήσεων απέναντι στο σύστηµα που µπορούν να καταστρέψουν τον έλεγχό του». Η µεγάλη επιρροή του Νέγκρι και της Autonomia Operaia µέσα στην επόµενη δεκαετία του ’70 θα αποτελούσε ένα σύµπτωµα της ήττας της πιο σηµαντικής πολιτικής δυναµικής του «Καυτού Φθινοπώρου».

Παρόλη την έµπνευση που προκάλεσε –κι εξακολουθεί να προκαλεί– το «Καυτό Φθινόπωρο» στην Ιταλία έφτασε στο τέλος του µε ένα τραγικό γεγονός, που προειδοποιούσε για πολλές από τις σκοτεινές εξελίξεις στη δεκαετία του ’70 και µετά. Στις 12 Δεκέµβρη του 1969 ανατινάχτηκε µια τράπεζα στην Πιάτσα Φοντάνα στο Μιλάνου: 16 άνθρωποι σκοτώθηκαν και 88 τραυµατίστηκαν. Την ίδια µέρα, δύο βόµβες εξερράγησαν στη Ρώµη, τραυµατίζοντας 18 ανθρώπους. Η αστυνοµία κατηγόρησε αµέσως τους «αναρχικούς» για τις επιθέσεις και συνέλαβε δύο ανθρώπους: Τον Πιέτρο Βαλπρέντα, επαγγελµατία χορευτή, που πέρασε 3 χρόνια στη φυλακή, περιµένοντας να δικαστεί, ώσπου ανακηρύχθηκε τελικά αθώος το 1981. Και τον Τζουζέπε Πινέλι, σιδηροδροµικό εργάτη, που λίγες µέρες µετά τη βοµβιστική επίθεση σκοτώθηκε, «πέφτοντας» µυστηριωδώς από τον τέταρτο όροφο, από το παράθυρο του γραφείου του αστυνοµικού επιθεωρητή Λουίτζι Καλαµπρέζι. Έξι χρόνια αργότερα τα δικαστήρια θα αποφάσιζαν ότι και ο Πινέλι ήταν αθώος. Αργότερα ήρθαν στο φως αποδείξεις, που έδειχναν ότι οι βοµβιστικές επιθέσεις στο Μιλάνο και τη Ρώµη είχαν οργανωθεί από τους νεοφασίστες, µε στόχο να προκαλέσουν φόβο και να δυσφηµίσουν τη µαχόµενη Αριστερά. Ένας από τους νεοφασίστες οργανωτές των επιθέσεων, ο Τζοβάνι Βεντούρα, είχε στενές σχέσεις µε τον Συνταγµατάρχη Γκουΐντο Τζανετίνι της SID, της ιταλικής µυστικής υπηρεσίας, ο οποίος ήταν µέλος του νεοφασιστικού κόµµατος MSI. Στη συνέχεια δηµοσιογράφοι ερευνητές έφεραν στο φως ένα ολόκληρο δίκτυο µεταξύ των µυστικών υπηρεσιών και των ακροδεξιών οργανώσεων, που δρούσε µε στόχο το κίνηµα και την επαναστατική Αριστερά.

Ήταν εµφανές στον καθένα ότι η µεγάλη άνοδος της αριστερής αγωνιστικότητας προκαλούσε µια επικίνδυνη αντεπίθεση της Δεξιάς, συµπεριλαµβανοµένων των ακροδεξιών δυνάµεων µέσα στο ιταλικό κράτος.

Η δεκαετία του ’70: Σκληρά κατεκτηµένες νίκες, πικρές ήττες

Τα κινήµατα του τέλους της δεκαετίας του ’60 συνέχισαν να δρουν στην Ιταλία και στην επόµενη δεκαετία και σε κάποιες περιπτώσεις κατάφεραν να διευρύνουν την κοινωνική και γεωγραφική επιρροή τους. Αυτό ίσχυσε ειδικά για τη νέα εργατική µαχητικότητα, η οποία έσπρωχνε τις µεγάλες συνδικαλιστικές συνοµοσπονδίες να υιοθετούν πιο αριστερόστροφη κι επιθετική στάση. Τον Μάη του ’70, ένα χρόνο µετά το ξέσπασµα του εργατικού ριζοσπαστισµού στη ΦΙΑΤ Μιραφιόρι στο Τορίνο, η κεντροαριστερή κυβέρνηση ψήφισε µια «Χάρτα των Εργαζοµένων» (Statuto dei Lavoratori), που επικύρωνε πολλές από τις κατακτήσεις για τις οποίες πάλεψε το εργατικό κίνηµα κατά το «Καυτό Φθινόπωρο»: το δικαίωµα σε δουλειά µε αξιοπρεπή µισθό, το δικαίωµα στη συνέλευση, το δικαίωµα στο συνδικαλισµό, το δικαίωµα στην εργασιακή ασφάλεια, το δικαίωµα νοµικής ένστασης κατά άδικων απολύσεων. Ο Γκίνσµποργκ συνοψίζει: «Η Ιταλία αποκτούσε επιτέλους µια εργατική νοµοθεσία που δεν ήταν απολύτως µονοµερής και στους νόµους της και στην εφαρµογή τους». Μια λιγότερο ουσιώδης αλλά και πάλι αξιοσηµείωτη κατάκτηση ήρθε τον Οκτώβρη του 1971, όταν το κοινοβούλιο ενέκρινε µια µετριοπαθή εκδοχή ενός νόµου για τη δίκαιη στέγαση. 

Οι Ιταλοί εργάτες δεν είχαν πάψει να δείχνουν τη νέα τους αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα. Η οξεία πτώση της ιταλικής οικονοµίας και η µείωση της παραγωγής το 1971 τους έφερε σε θέσεις άµυνας, αλλά η απεργιακή δράση παρέµεινε σε ψηλά επίπεδα: το 1972, 4.5 εκατοµµύρια εργάτες συµµετείχαν σε εργασιακές συγκρούσεις  διαφόρων µορφών. Ο αριθµός ανέβηκε σε 6.133.000 την επόµενη χρονιά. Το 1972 υπήρχαν 4.291 εργοστασιακά συµβούλια στη βιοµηχανία µετάλλου, που εκπροσωπούσαν 1.055.592 εργάτες. Τον Ιούνη του 1972 ένα νέο κύµα αγώνα, µε αιχµή του δόρατος τους εργάτες στα χηµικά, κορυφώθηκε σε µια τεράστια πανεθνική διαδήλωση του συνδικάτου των µεταλλεργατών στην Καλαβρία, σε µια επίδειξη δύναµης του εργατικού κινήµατος στο νότο. Οι κατακτήσεις δεν περιορίζονταν όλες στον βιοµηχανικό τοµέα: ο αριθµός των εκπαιδευτικών µελών στην αριστερή  συνοµοσπονδία CGIL αυξήθηκε από 4.000 το 1968 σε πάνω από 90.000 στις αρχές του 1975. Αυτό δείχνει ότι, παρά τον συντηρητισµό και την παθητικότητα του PCI κατά την περίοδο της έκρηξης της µαχητικότητας, τα πιστά σε αυτό συνδικάτα αποδείχθηκαν ικανά «να καβαλήσουν τον τίγρη» του αγώνα από τα κάτω.

Αλλά στις αρχές της δεκαετίας του ’70 υπήρξε µια συντονισµένη προσπάθεια της πολιτικής Δεξιάς να ανακτήσει το χαµένο έδαφος. Στο επίπεδο της κεντρικής πολιτικής σκηνής, αυτή η προσπάθεια φάνηκε την εποµένη των εκλογών της άνοιξης του 1972, όταν οι Χριστιανοδηµοκράτες υπό την ηγεσία του Τζούλιο Αντρεότι σχηµάτισαν την πρώτη ατόφια κεντροδεξιά κυβέρνηση µετά από αρκετά χρόνια. Αν και αυτή η κυβέρνηση δεν περιλάµβανε επίσηµα το νεοφασιστικό MSI, που είχε απορροφήσει το µοναρχικό κόµµα και είχε κερδίσει 8,7% της ψήφου, και παρότι κράτησε µόνο µέχρι τον Ιούνη του 1973, ήταν µια σηµαντική προσπάθεια της άρχουσας τάξης να ανακτήσει το πάνω χέρι. Αλλά ήταν ήδη σε εξέλιξη πολύ πιο αποφασιστικές εξελίξεις στους κόλπους της πολιτικής Δεξιάς, πίσω από το προσωπείο της αξιοσέβαστης διακυβέρνησης και έξω από το πεδίο της εκλογικής λογοδοσίας.

Ακροδεξιά στοιχεία στον ιταλικό στρατό και στις µυστικές υπηρεσίες σχεδίαζαν από καιρό µια αντεπίθεση ενάντια τόσο στους µεταρρυθµιστές όσο και στους επαναστάτες της δεκαετίας του ’60. Υπήρξε µια αποτυχηµένη απόπειρα πραξικοπήµατος το 1964 κι άλλη µία το 1970, και οι δύο σε γνώση (αν όχι µε την άµεση στήριξη) των υπηρεσιών των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.

Αυτές οι αδέξιες κινήσεις της Δεξιάς δεν συγκρίνονται µε την πολύ πιο διαβολική κι αποτελεσµατική «στρατηγική της έντασης», που αναπτύχθηκε ως απάντηση στους πολιτικούς αγώνες του τέλους της δεκαετίας του ’60. Ο Τζον Φουτ περιγράφει τη «στρατηγική της έντασης» ως εξής:

«Δεξιά στοιχεία µέσα στις δυνάµεις ασφαλείας, σε συνεργασία µε πράκτορες του ΝΑΤΟ και Ιταλούς νεοφασίστες, άρχισαν να υλοποιούν µια στρατηγική που εµπνεόταν από τα γεγονότα στην Ελλάδα [όπου το 1967 ένα στρατιωτικό πραξικόπηµα δικαιολογήθηκε ως µοναδικός τρόπος να αντιµετωπιστεί η «κοµουνιστική απειλή»]. Θα προκαλούσαν χάος, θα κατηγορούσαν την Αριστερά γι’ αυτό, ώστε να δηµιουργηθούν οι συνθήκες για ένα στρατιωτικό πραξικόπηµα».

Η βοµβιστική επίθεση στην Πιάτσα Φοντάνα στο Μιλάνο ήταν η πρώτη µεγάλη εκδήλωση της «στρατηγικής της έντασης». Ακολούθησαν κι άλλες δεξιές αιµατηρές επιθέσεις στο Πετεάνο (βόρεια της Βενετίας, 1972, όπου σκοτώθηκαν τρία µέλη των καραµπινιέρι, της ιταλικής αστυνοµίας), στο Μιλάνο ξανά (1973, 4 νεκροί), στη Μπρέσια (1974, 8 αντιφασίστες αγωνιστές νεκροί) και –η πιο διαβόητη από όλες– στο σταθµό της Μπολόνια, στις 2 Αυγούστου του 1980, όταν σκοτώθηκαν 80 άνθρωποι και τραυµατίστηκαν πάνω από 200. Αυτές οι επιθέσεις, αν και δεν οδήγησαν ποτέ στο πραξικόπηµα που ήταν ο τελικός τους σκοπός, κατάφεραν να ρίξουν τον σπόρο του πανικού, της εκδίκησης και της πολιτικής σύγχυσης, που στα επόµενα χρόνια θα προκαλούσε βαριές απώλειες στη ζωτικότητα του αγώνα της Αριστεράς.

Η πιο δραµατική συνέπεια της «στρατηγικής της έντασης» για την αγωνιζόµενη Αριστερά ήρθε µε το σχηµατισµό των Ερυθρών Ταξιαρχιών (Brigate Rosse) το 1970. Τα ιδρυτικά της µέλη είχαν υπάρξει ενεργά στελέχη των κινητοποιήσεων του 1968 και του 1969. Αλλά µετά τη βοµβιστική επίθεση στη Πιάτσα Φοντάνα το Δεκέµβρη του 1969, είχαν πειστεί ότι µόνο µια άµεση βίαιη απάντηση θα µπορούσε να αντιµετωπίσει τους νεοφασίστες τροµοκράτες και τους υποστηρικτικές τους στην άρχουσα τάξη.

Αρχικά οι Ερυθρές Ταξιαρχίες υπήρξαν ενεργές κυρίως στο Μιλάνο, το Τορίνο και τη Ρέτζιο Εµίλια. Στη διάρκεια του 1972 προχώρησαν σε δράσεις σαµποτάζ στα εργοστάσια και στην τροµοκράτηση επιστατών και στελεχών της εργοδοσίας. Όλο και περισσότερο άρχισαν να αµφισβητούν τη σοβαρότητα της προσήλωσης στον επαναστατικό αγώνα των οργανώσεων, όπως η Lotta Continua και η Avanguardia Operaia. Το 1974 είχαν αρχίσει πλέον να εµπλέκονται σε πιο υψηλού προφίλ απαγωγές, κυρίως για να αποσπούν λύτρα. Τον Μάρτη του 1978 σχεδίασαν την απαγωγή του Χριστιανοδηµοκράτη πρώην πρωθυπουργού Άλντο Μόρο. Τον Μάη, το πτώµα του Μόρο βρέθηκε στο πορτ-µπαγκάζ ενός αυτοκινήτου στη Ρώµη. Οι συνθήκες που επικράτησαν κατά τη διαπραγµάτευση µεταξύ των Ερυθρών Ταξιαρχιών και την ιταλική κυβέρνηση παραµένουν µυστηριώδεις µέχρι σήµερα [ΣτΜ: µε ισχυρότερη την εκδοχή ότι η σκληρή ηγεσία της Χριστιανοδηµοκρατίας, υπό τον Αντρεότι, αρνήθηκε στην πράξη να διαπραγµατευτεί, θυσιάζοντας τον Μόρο για να ενισχύσει τη στρατηγική της έντασης]. 

Η στροφή προς την παράνοµη τροµοκρατική δράση –και ειδικά η έλξη της σε αγωνιστές της Αριστεράς γεµάτους οργή για τις νεοφασιστικές επιθέσεις κι ανυποµονησία για πραγµατικές κατακτήσεις του εργατικού και του φοιτητικού κινήµατος– πρέπει να γίνει κατανοητή σε σύνδεση µε τις πολιτικές του Κοµουνιστικού Κόµµατος και του Σοσιαλιστικού Κόµµατος εκείνη την περίοδο. Το PSI είχε ήδη υπάρξει κοµβικό µέλος των κεντροαριστερών κυβερνήσεων από τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Το PCI, αν και σηµείωνε σταθερές εκλογικές επιτυχίες, παρέµενε αποκλεισµένο από τους κυβερνητικούς συνασπισµούς. Μετά τη Σοβιετική εισβολή στη Τσεχοσλοβακία την άνοιξη του 1968, η σύνδεσή του µε τη Μόσχα γινόταν όλο και περισσότερο πολιτικό βάρος. Με αφετηρία το 1973, ο νέος ηγέτης του PCI, o Ενρίκο Μπερλινγκουέρ,  έβαλε τις βάσεις για τον λεγόµενο «ιστορικό συµβιβασµό» που υλοποιήθηκε στην πράξη το 1976, µετά από διαπραγµατεύσεις µε τον Μόρο και τους Χριστιανοδηµοκράτες. Ο ρόλος του Μόρο στο διάλογο του «ιστορικού συµβιβασµού» ήταν ένας σηµαντικός λόγος για τη στοχοποίησή του από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, το PCI δήλωνε την προθυµία του να συνεργαστεί µε τους Χριστιανοδηµοκράτες για «την υπεράσπιση της ιταλικής δηµοκρατίας» ενάντια στη ριζοσπαστική βία [ΣτΜ: απ’ όπου κι αν προερχόταν…] και για την προώθηση «ρεαλιστικών» µεταρρυθµίσεων. Το PCI ήδη κατακρινόταν από πολλούς µέσα στη νέα γενιά αριστερών αγωνιστών ως η µεταρρυθµιστική πτέρυγα ενός διεφθαρµένου καπιταλιστικού συστήµατος και πλέον έµοιαζε αρκετά αποκοµµένο από τους κρίσιµους αγώνες των από κάτω. Αυτό εξώθησε κάποιους από τους αγωνιστές οµάδων σαν την Lotta Continua, που στα µέσα της δεκαετίας του ’70 είχε ξεπεράσει επιτέλους την παλιότερη σεχταριστική τάση να απορρίπτει κάθε προσπάθεια συνεργασίας µε το PCI ή την CGIL, να στρέφονται  πλέον προς τη µειοψηφική βία των Ερυθρών Ταξιαρχιών.

Οι πολιτικές συνέπειες αυτών των εξελίξεων ήταν καταστροφικές. Η σύνοψη του Χάρµαν είναι η εξής:

«Η ενίσχυση της [αριστερής] τροµοκρατίας τρόµαξε σε ατοµική βάση τους πολιτικούς, τους βιοµήχανους και τα στελέχη της αστυνοµίας –αλλά ήταν θεόσταλτο δώρο για την άρχουσα τάξη ως σύνολο. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ήθελαν να κατασκευάσουν τη “στρατηγική της έντασης” για να οδηγήσουν τις ηγεσίες των µαζικών εργατικών κοµµάτων και τα συνδικάτα στα χέρια τους. Πλέον έκανε αυτή τη δουλειά γι’ αυτούς ένα αυτοαποκαλούµενο τµήµα της επαναστατικής Αριστεράς».

Καθώς αρκετοί ριζοσπάστες αγωνιστές στρέφονταν προς την υποστήριξη των Ερυθρών Ταξιαρχιών, οι πιο σηµαντικές οργανώσεις στα αριστερά του PCI κινούνταν προς την αντίθετη κατεύθυνση, ψάχνοντας λύση απέναντι στην πολιτική του «ιστορικού συµβιβασµού». Εγκαταλείποντας την έµφαση στην οικοδόµηση µιας «µαζικής εργατικής πρωτοπορίας», η Lotta Continua αντιµετώπισε τις περιφερειακές εκλογές του 1975 µε το σύνθηµα «Το Κοµουνιστικό Κόµµα στην κυβέρνηση», ισχυριζόµενη ότι µια νέα µεταρρυθµιστική διακυβέρνηση θα παρείχε «µεγαλύτερο χώρο» για τον επαναστατικό αγώνα και την οργάνωση. Εξακολουθώντας να υιοθετούν τις µαοϊκές εκδοχές του βολονταρισµού και του αυθορµητισµού –ενώ στηρίζονταν όλο και περισσότερο σε ένα καθετοποιηµένο µοντέλο κοµµατικής ηγεσίας– η Lotta Continua και η Avanguardia Operaia δεν µπόρεσαν να αναπτυχθούν ως οργανώσεις που θα στηρίζονταν στο δηµοκρατικό συγκεντρωτισµό και σε µια συγκροτηµένη ανάλυση για τη βαθιά καπιταλιστική κρίση που χτύπησε την παγκόσµια οικονοµία µετά το 1973.

Ένα κρίσιµο σηµείο καµπής για την ιταλική Αριστερά ήρθε στις εκλογές του 1976. Παρά τις µεγάλες ελπίδες, το ποσοστό του PCI ανέβηκε ελάχιστα σε σχέση µε τις περιφερειακές του 1975, φτάνοντας στο 34,4%, που δεν ήταν αρκετό για να ανατρέψει την κυριαρχία των Χριστιανοδηµοκρατών, οι οποίοι έπεσαν λίγο, αλλά παρέµειναν στην πρώτη θέση µε 38,7%. Ένα κοινό ψηφοδέλτιο µε το όνοµα Democrazia Proletaria –που στηρίχθηκε από την Lotta Continua, την Avanguardia Operaia και το Il Manifesto, δηλώνοντας υποστήριξη στο στόχο δηµιουργίας µιας κυβέρνησης της Αριστεράς– σηµείωσε καταστροφικό αποτέλεσµα, κερδίζοντας µόλις 1,5%, περίπου το ¼ του ποσοστού των νεοφασιστών. Το αποτέλεσµα των εκλογών ήταν η κυβέρνηση του «ιστορικού συµβιβασµού», που άφηνε τους Χριστιανοδηµοκράτες σε θέση εξουσίας, τους Κοµουνιστές σε ρόλο νοµιµόφρονης αντιπολίτευσης και τη µαχόµενη Αριστερά στο περιθώριο. Σύµφωνα µε τον Μπόµπιο, οι εκλογές του 1976 «ήταν η πρώτη πεντακάθαρη ήττα της γενιάς του ’68». Πολλοί αγωνιστές κατέληξαν στο συµπέρασµα ότι δεν υπήρχαν άλλες επιλογές στην Ιταλία πέρα από το αδιέξοδο της δράσης των Ερυθρών Ταξιαρχιών ή των αποµονωµένων δράσεων της «αυτόνοµης» πολιτικής.

Παρά τις όλο και πιο πολωµένες και πολωτικές αποτυχίες της οργανωµένης αριστερής πολιτικής στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, οι αγώνες που γεννήθηκαν µέσα από το «Καυτό Φθινόπωρο», συνεχίστηκαν. Η πάλη για τα δικαιώµατα των γυναικών και (από το 1974 ως το 1978) για τη νοµιµοποίηση των αµβλώσεων, ήταν έντονη. Το Φλεβάρη του 1977 µια νέα φοιτητική εξέγερση ξέσπασε µετά από την απόπειρα των νεοφασιστών να τροµοκρατήσουν φοιτητές και προσωπικό στο Πανεπιστήµιο της Ρώµης. Όταν χιλιάδες διαδηλωτές απάντησαν διαδηλώνοντας προς τα γραφεία του νεοφασιστικού MSI στη Ρώµη, η αστυνοµία αντέδρασε ανοίγοντας πυρ ενάντια στους διαδηλωτές. Ο ρόλος του PCI, µετά από αυτή τη σύγκρουση, ήταν θλιβερά χαρακτηριστικός της πολιτικής του «ιστορικού συµβιβασµού»: Ο Λουτσιάνο Λάµα, κορυφαίο συνδικαλιστικό στέλεχος του PCI, πήγε στο πανεπιστήµιο και κατηγόρησε τους φοιτητές ως ανώριµους ταραχοποιούς. Αργότερα την ίδια µέρα, όταν τα ΜΑΤ εισέβαλαν στο πανεπιστήµιο µε δακρυγόνα και ρόπαλα, ένα µεγάλο πλήθος µελών του PCI στεκόταν και παρακολουθούσε επιδοκιµάζοντας. Τις εβδοµάδες που ακολούθησαν, οι φοιτητικές διαδηλώσεις είχαν να αντιµετωπίσουν νέες αστυνοµικές επιθέσεις και τους πυροβολισµούς µεµονωµένων νεοφασιστών. Μια πανεθνική διαδήλωση 100.000 ανθρώπων στη Ρώµη δέχτηκε πυρ από την αστυνοµία και δολοφονήθηκε ένας 19χρονος µαθητής λυκείου. Στη Μπολόνια, παραδοσιακό κάστρο του PCI, µέλη του κόµµατος υποστήριξαν ως νόµιµη την αστυνοµία, όταν αυτή επιτέθηκε σε µια φοιτητική διαδήλωση, κατέλαβε το πανεπιστήµιο και σκότωσε έναν φοιτητή µέλος της Lotta Continua.

Αν και το κίνηµα του 1977 είχε στις γραµµές του δεκάδες χιλιάδες φοιτητές και κέρδισε στήριξη από τις φεµινίστριες κι άλλους κοινωνικούς αγώνες σε όλη την Ιταλία, ήταν αποµονωµένο πλέον από τη µεγάλη µάζα των εργατών, κάτι που δεν ίσχυε το 1969. Καθώς η δεκαετία έφτανε στο τέλος της, η ιταλική Αριστερά θα συνέχιζε να διασπάται και να συρρικνώνεται.

Συµπεράσµατα: Το «Καυτό Φθινόπωρο» της Ιταλίας και το µέλλον του επαναστατικού σοσιαλισµού

Είναι σηµαντικό να τιµήσουµε τα γεµάτα έµπνευση πολιτικά ανοίγµατα που δηµιούργησαν οι Ιταλοί εργάτες και φοιτητές κατά την έκρηξη του 1968-1969. Αυτή η στιγµή της ιταλικής ιστορίας αποδεικνύει ότι χιλιάδες αγωνιστές µπορεί να κινηθούν προς τον επαναστατικό σοσιαλισµό µέσα σε σύντοµο χρονικό διάστηµα και ότι αυτό µπορούν να το κάνουν δηµιουργώντας τις δικές τους δηµοκρατικές µορφές πάλης από τα κάτω.

Είναι εξίσου σηµαντικό να δούµε στην ιταλική εµπειρία το πόσο µακριά µπορεί να φτάσει η βάρβαρη καταστολή εκ µέρους της άρχουσας τάξης, τόσο της εθνικής όσο και της διεθνούς, όταν αισθάνεται ότι αντιµετωπίζει µια σοβαρή απειλή για την κυριαρχία της.

Όσον αφορά τα ίδια τα µαχητικά κινήµατα, ο Γκίνσµποργκ έχει δίκιο, όταν ισχυρίζεται ότι «η στρατηγική και η δράση των επαναστατικών οργανώσεων που αναδύθηκαν το 1968-1969 ήταν ανεπαρκής απάντηση στο αίτηµα για πολιτική ηγεσία που ερχόταν από το φοιτητικό και το εργατικό κίνηµα», και ότι οι επαναστατικές οργανώσεις ήταν µε διάφορους τρόπους «σεχταριστικές, καθορισµένες από το Τριτοκοσµικό µοντέλο επανάστασης κι ανίκανες να καταλήξουν σε ρεαλιστικά συµπεράσµατα». Ήταν αυτές οι αδυναµίες που επέτρεψαν στα συνδικάτα να ενσωµατώσουν και να διαχειριστούν κάποιες από τις πιο ριζοσπαστικές κατακτήσεις του αγώνα και άφησαν πολλούς εργάτες να παραµείνουν πιστοί στα παραδοσιακά αριστερά κόµµατα. 

Αλλά ο Γκίνσµποργκ αναποδογυρίζει τα γεγονότα, όταν ισχυρίζεται ότι «η µακροπρόθεσµη τάση της ιταλικής κοινωνίας ήταν διαµετρικά αντίθετη µε τα κοινωνικά και πολιτικά σχέδια της γενιάς του ’68». Ακριβώς για να αντισταθούν και να αντιστρέψουν τις «µακροπρόθεσµες τάσεις» της καπιταλιστικής κοινωνίας, οι εργάτες και οι φοιτητές κατέβηκαν στους δρόµους, κατέλαβαν τους χώρους δουλειάς τους και έπαιξαν κυριολεκτικά τις ζωές τους κορώνα-γράµµατα, αγωνιζόµενοι για µια κοινωνία απολύτως διαφορετική από αυτή στην οποία ζούσαν.

Σε τελική ανάλυση, οι θεµελιώδεις αρχές και πρακτικές του επαναστατικού µαρξισµού –του σοσιαλισµού από τα κάτω που περιλαµβάνει την προσπάθεια για το σχηµατισµό ενός κόµµατος πρωτοπορίας ριζωµένου µέσα στην εργατική τάξη και αφοσιωµένου στο δηµοκρατικό συγκεντρωτισµό και την πολιτική συµµαχιών του ενιαίου µετώπου– δεν εµπεδώθηκαν αρκετά βαθιά ή αρκετά νωρίς για να µπορέσουν να ξεπεράσουν τις δυνάµεις και τα συµφέροντα που υψώθηκαν εναντίον τους. Σήµερα, περισσότερο από ποτέ, η ιταλική Αριστερά χρειάζεται να µάθει από την πανίσχυρη, αλλά τραυµατισµένη και παραποιηµένη ιστορία της.

Παράρτηµα: Σηµειώσεις της συνταξης

Η ιστορία της µεγάλης επαναστατικής Αριστεράς στην Ιταλία –που για ένα πρώιµο διάστηµα την αποκαλούσαν Νέα Αριστερά– δεν έχει γραφτεί µε επάρκεια και ακρίβεια. Παραθέτουµε ορισµένες «σηµειώσεις» για να βοηθηθούν οι νεότεροι σύντροφοι και συντρόφισσες. Βασίζονται στις «αναµνήσεις» ενός συντρόφου που υπήρξε µέλος της Lotta Continua. Θα περιοριστούµε στη «µεγάλη τριάδα», όχι γιατί υποτιµούµε άλλους (π.χ. το µικρότερο χώρο των Μ-Λ), αλλά γιατί αυτές οι οργανώσεις ήταν τα «παιδιά» του Καυτού Φθινοπώρου.

1. Η Avanguardia Operaia (ΑΟ – Εργατική Πρωτοπορία). Εφηµερίδα: Quotidiano dei Lavoratori (Καθηµερινή των Εργαζοµένων).

Η ΑΟ ξεκίνησε στα τέλη του ’67, µετά από µια ρήξη µέρους των µελών του τµήµατος της 4ης Διεθνούς απέναντι στην τακτική του «εισοδισµού» στο PCI. Η οµάδα αυτή ενώθηκε µε µικρότερες οµάδες αγωνιστών από τα εργοστάσια του Μιλάνου και κάποιους αγωνιστές του φοιτητικού κινήµατος, για να φτιάξουν την ΑΟ, αρχικά στο Μιλάνο. Η Οργάνωση είχε µεγάλη ανάπτυξη και στις αρχές της δεκαετίας του ’70 είχε εξαπλωθεί σε όλη σχεδόν την Ιταλία, µε 15-20.000 µέλη και µια καθηµερινή εφηµερίδα.

Η κεντρική ηγετική οµάδα της ΑΟ (Μάσιµο Γκόρλα, Σιλβέριο Κορβιλιέρι, Λουίτζι Βίντσι) προέρχονταν από τον τροτσκισµό, είχαν όµως µετακινηθεί προς µια υποστήριξη της Πολιτιστικής Επανάστασης (αν και όχι του Μάο συνολικά, παραµένοντας αντισταλινικοί) και προς µια «αυθορµητίστικη» κατεύθυνση που χαρακτήριζε όλη τη Νέα Αριστερά στην Ιταλία. Παρ’ όλα αυτά, η ΑΟ παρέµεινε πιο κοντά απ’ όλους στην κλασική λενινιστική αντίληψη για το κόµµα και την εργατική επανάσταση.

Κλειδί της παρέµβασής της στα εργοστάσια ήταν οι CUB (Ενωτικές Επιτροπές Βάσης), τις οποίες αντιπαρέθετε στις εργοστασιακές δοµές των συνδικάτων και στην εκλογικίστικη δράση του PCI. Οι CUB είχαν µεγάλη επιτυχία στο Μιλάνο και εξαπλώθηκαν σε πολλές περιοχές.

Η Οργάνωση προσπάθησε σκληρά να αντιδράσει στην πολιτική του «ιστορικού συµβιβασµού» του PCI. Υποστήριξε την ενότητα στη δράση της επαναστατικής Αριστεράς, ως προϋπόθεση για να αντιµετωπιστεί η στροφή του Μπερλινγκουέρ προς τα δεξιά.

Το 1975 η ΑΟ υπήρξε (στις δηµοτικές εκλογές) ιδρυτική συνιστώσα του «µετώπου» της επαναστατικής Αριστεράς µε το όνοµα Democrazia Proletaria (DP-Προλεταριακή Δηµοκρατία). Στις εθνικές εκλογές του 1976, η DP κατέβηκε ανεξάρτητα, υποστηρίζοντας όµως το σύνθηµα για «Κυβέρνηση της Αριστεράς» και απαιτώντας από το PCI να αποκλείσει κάθε συνεργασία µε τα αστικά κόµµατα. Τα αποτελέσµατα ήταν χειρότερα κι από τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις (1,5%), αισθητά κάτω από τους νεοφασίστες.

Στο κλίµα απογοήτευσης που ακολούθησε, έγινε µια χιαστί «διάσπαση-ανασύνθεση»: η πλειοψηφία της ΑΟ και η µειοψηφία του PdUP ενώθηκαν, για να µετατρέψουν, το 1978, την DP από µετωπική εκλογική λίστα σε ένα νέο κόµµα.

Η DP υπήρξε η οργάνωση µε τις λιγότερες απώλειες στην καταστροφή που ακολούθησε. Η DP έπαιξε, αργότερα, σηµαντικό ρόλο στην ίδρυση της Rifondazione Communista (Κοµουνιστική Επανίδρυση), ενώ ακόµα και σήµερα µπορεί να διακρίνει κανείς στελέχη µε προέλευση ΑΟ-DP στην ηγετική οµάδα της RC.

2. Η Lotta Continua (LC – Ο Αγώνας Συνεχίζεται ή Διαρκής Πάλη). Καθηµερινή εφηµερίδα: Lotta Continua.

Εµφανίστηκε στις αρχές του ’68 στην Πίζα, µετά από µια διάσπαση της Pottere Operaio (Εργατική Εξουσία, το ρεύµα του πρώιµου «εργατισµού», µε γνωστότερους θεωρητικούς τους Παντσιέρι, Τρόντι, Νέγκρι, Πιπέρνο κ.ά). Το ρεύµα του πρώιµου «εργατισµού» ήταν πολύ διαφορετικό από τη µετέπειτα «Εργατική Αυτονοµία». Έδινε έµφαση στον αγώνα στο εργοστάσιο σχεδόν αποκλειστικά, θεωρούσε ότι οι πολιτικές συµπεριφορές ήταν άµεση αντανάκλαση της «ταξικής σύνθεσης», διατηρούσε µια σκληρή θεωρητική αναφορά σε έναν «λενινισµό», παρόλο που δεν συγκροτούσε οργάνωση (για πολλούς, αυτό οφείλεται σε µια µυθοποιηµένη «έλξη» που ασκούσε ακόµα πάνω τους το PCI και κυρίως η παρτιζάνικη ιστορία του), ενώ περιφρονούσε τα άλλα «κοινωνικά κινήµατα», πέρα από το εργατικό.

Η LC υπήρξε µια αντιφατική ρήξη µε τον µέχρι τότε «εργατισµό»: Ο ηγέτης της, Αντριάνο Σόφρι, συγκρούστηκε µε τον αφηρηµένο «λενινισµό», υποστηρίζοντας ως άµεσο καθήκον την οικοδόµηση µιας ανεξάρτητης από το PCI οργάνωσης. Η προσπάθεια υπήρξε επιτυχηµένη: η LC έφτασε κοντά στα 50.000 (χαλαρά) µέλη, διέθετε έναν µεγάλο αριθµό «επαγγελµατικών στελεχών» και εξέδιδε καθηµερινή εφηµερίδα.

Η LC κράτησε την κεντρική εργατική αναφορά: υπήρξε καθοριστική στον εµβληµατικό αγώνα στη Fiat-Mirafiori και σε άλλα µεγάλα εργοστάσια κυρίως στο Τορίνο. Όµως, ταυτόχρονα, ανοίχθηκε στις δράσεις σε άλλα µέτωπα (ενοίκια, κόστος στις µεταφορές, γυναίκες, φυλακές κ.ά.) που την ενίσχυσαν στις γειτονιές και στη νεολαία. Η καµπάνια της «Να καταλάβουµε τις πόλεις!» συγκέντρωσε τις δραστηριότητες και τη συµπάθεια πολύ πλατύτερου λαϊκού κόσµου.

Στα πρώτα της χρόνια η Οργάνωση υιοθέτησε µια αριστερίστικη και «αναχωρητική» αντίληψη απέναντι στον πολιτικό αγώνα («Μη ψηφίζετε – Καταλαµβάνετε!»). Όµως, όταν ξεκίνησε η αντεπίθεση της Δεξιάς και της ακροδεξιάς, η LC στράφηκε απότοµα προς την υποστήριξη της γραµµής για «Κυβέρνηση της Αριστεράς» (είναι ένα κορυφαίο παράδειγµα για το πόσο είναι αδύνατο µέσα σε «καυτές» πολιτικές συνθήκες να παραµείνει κανείς χωρίς συγκεκριµένη πολιτική πρόταση…).

Η LC συµµετείχε στο ψηφοδέλτιο της DP και κέρδισε 1 από τις 6 έδρες του στη Βουλή. Όµως µέσα στις γραµµές της, η απογοήτευση για το 1,5% πυροδότησε µια ανεξέλεγκτη συζήτηση.

Η LC υπήρξε πρωτοπόρος στο γυναικείο κίνηµα. Στήριξε σηµαντικούς αγώνες (µεταξύ τους τη µάχη για το διαζύγιο και την έκτρωση, από το 1974), ενώ δηµιούργησε στο εσωτερικό της τις «Επιτροπές Γυναικών». Όµως αυτό δεν την έσωσε από τη σύγκρουση µε το γυναικείο κίνηµα, όταν αυτό βρέθηκε στη φάση του «σεπαρατισµού» (διαχωρισµού ανδρών-γυναικών). Το 1975 µια διαδήλωση γυναικών στη Ρώµη, µε τη συµµετοχή των Επιτροπών Γυναικών της LC, αποφάσισε ότι θα γίνονταν δεκτές µόνο γυναίκες διαδηλώτριες. Οι επαναστατικές οργανώσεις κλήθηκαν να συµµετέχουν, αλλά µόνο µε γυναίκες και χωρίς διακριτικά (πανό, προκηρύξεις κλπ). Η τοπική οργάνωση της LC δεν το δέχθηκε και επιχείρησε να συµµετάσχει «όπως πάντα». Ακολούθησε µια βίαιη σύγκρουση ανάµεσα στην «περιφρούρηση» της LC και τις γυναίκες διοργανώτριες (και της LC!).

Το επεισόδιο πυροδότησε µια έκρηξη. Στο 2ο Συνέδριο της LC, το 1976 στο Ρίµινι, οι Επιτροπές Γυναικών αποφάσισαν να συνεδριάσουν ξεχωριστά. Σε µια στιγµή κρίσης, οι εργατικοί αντιπρόσωποι αποφάσισαν να κάνουν το ίδιο! Η ηγεσία, αποτελούµενη κυρίως από άντρες-διανοούµενους, έµεινε µετέωρη και αποµονωµένη. Η LC διαλύθηκε σ’ αυτή την έκρηξη.

Η πλειοψηφία των µελών «διαχύθηκε» στο κίνηµα. Η εφηµερίδα εξακολούθησε να εκδίδεται για µερικά χρόνια ακόµη µε αξιοσηµείωτη κυκλοφορία: στα τέλη του ’77 πουλούσε πάνω από 35.000 φύλλα ηµερησίως. Όµως δεν έκφραζε πλέον µια συγκροτηµένη προσπάθεια, αλλά κυρίως µια «τάση» του ασύντακτου κινηµατισµού, που είχε στο µεταξύ ενισχυθεί ιδιαίτερα.

3. Το PdUP per Il Communismo (Κόµµα Προλεταριακής Ενότητας για τον Κοµουνισµό). Εφηµερίδα Il Manifesto.

Το PdUP είναι στην Ελλάδα περισσότερο γνωστό λόγω της συµµετοχής των διανοουµένων, που αποσπάστηκαν από το PCI εκδίδοντας την εφηµερίδα Il Manifesto (Λούτσιο Μάγκρι, Ροσάνα Ροσάντα, Λουίτζι Πιντόρ). Όµως οι ρίζες του βρίσκονται πολύ πιο πίσω.

Η οργάνωση αυτή ξεκίνησε από την αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόµµατος, που αντέδρασε στην απόφασή του να συγκυβερνήσει µε τη Δεξιά µετά τις εκλογές του 1963. Έτσι φτιάχτηκε το PSIUP (Σοσιαλιστικό Κόµµα Προλεταριακής Ενότητας) που αντιδρούσε από τα αριστερά στην πολιτική τόσο του ΣΚ όσο και του ΚΚ Ιταλίας. Το PSIUP υποστήριζε τη συνεργασία ΣΚ-ΚΚ για µια κυβέρνηση της Αριστεράς και εξελίχθηκε αργότερα σε PdUP (Κόµµα Προλεταριακής Ενότητας).

Η οµάδα της αριστεράς του PCI γύρω από το Il Manifesto διαµορφώθηκε σταδιακά: απέρριπτε τη στροφή προς τις «δοµικές µεταρρυθµίσεις», υποστηρίζοντας ότι µια κεντρική πολιτική ρήξη παραµένει αναγκαία, απηχούσε τις κινεζικές κριτικές προς την ΕΣΣΔ, αλλά υπεράσπισε την Άνοιξη της Πράγας. Ο Λούτσιο Μάγκρι διαγράφηκε, όταν κατήγγειλε στο editorial του Il Manifesto τη στάση του PCI ως ανεπαρκή, µπροστά στην εισβολή των Ρώσων στην Τσεχοσλοβακία. Μαζί του διαγράφηκε (ή αποχώρησε) όλη η οµάδα που στήριζε την εφηµερίδα.

Ενώθηκαν µε αυτούς που προέρχονταν από την αριστερά του ΣΚ, προσθέτοντας το per il communismo στον τίτλο του PdUP. Η συνάντηση της αριστερής πτέρυγας των δύο παραδοσιακών εργατικών κοµµάτων στην Ιταλία είχε προφανή σηµασία. Κάτω από τη γενική άνοδο του ριζοσπαστισµού µετά το ’68, το νέο κόµµα κέρδισε µέλη και αίγλη.

Όµως ποτέ δεν είχαν αποφασίσει καθαρά, αν παλεύουν για ένα νέο κόµµα (µαζί µε τις άλλες επαναστατικές οργανώσεις µε τις οποίες συνεργάστηκαν στενά) ή αν ήθελαν να παραµείνουν ως «οµάδα πίεσης» στο PCI.

Μετά τις εκλογές του 1976, σταδιακά, διασπάστηκαν. Η πλειοψηφία των προερχόµενων από το PSIUP ενώθηκε µε την ΑΟ στην Democrazia Proletaria. Η πλειοψηφία του Il Manifesto στράφηκε προς το PCI και ως το 1984 οι περισσότεροι επέστρεψαν σε αυτό.

4. Το γυναικείο κίνηµα και οι οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς στην Ιταλία του ’70.

Στις αρχές του ’70 ήταν φανερό ότι το γυναικείο κίνηµα ήταν ένας δυναµικός παράγοντας της ανατρεπτικής τάσης στην Ιταλία.

Σε µια χώρα-έδρα της πανίσχυρης Καθολικής Εκκλησία, όπου η Δεξιά αυτοπροσδιοριζόταν ως Χριστιανική Δηµοκρατία, στοιχειώδεις µεταρρυθµίσεις όπως η νοµιµότητα του διαζυγίου ή της έκτρωσης υπήρξαν ζητήµατα σκληρής σύγκρουσης. Αυτά τα ζητήµατα η ιταλική ριζοσπαστική Αριστερά κατόρθωσε να τα επιβάλει ως πλατιά εργατικά και λαϊκά αιτήµατα και έτσι έφτασε στις νίκες. Αυτή η επιτυχία ήταν µια πρώτη σύζευξη της θεµατολογίας της ταξικής πάλης µε την ατζέντα της γυναικείας απελευθέρωσης.

Αυτό έγινε εφικτό ενάντια σε ένα φάσµα συντηρητικής αντίστασης. Δεν επρόκειτο µόνο για την επιρροή του καθολικισµού ή τον γενικό συντηρητισµό της Δεξιάς. Η πρώτη απόπειρα για τη νοµιµοποίηση του διαζυγίου είχε ναυαγήσει πάνω στη γραµµή του PCI. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, ο Τολιάτι είχε απορρίψει το αίτηµα για σχετικό δηµοψήφισµα, δηλώνοντας ότι την ώρα που η έµφαση ήταν στην ανασυγκρότηση της πατρίδας και στη διεκδίκηση της ανάπτυξης, το Κόµµα δεν προτίθεται να υποστηρίξει µέτρα που, εξ αντικειµένου, οδηγούν στην υπονόµευση της συνοχής της ιταλικής οικογένειας.

Ο συντηρητισµός της Αριστεράς, ισχυρός µέσα στο PCI, ισχυρότερος µέσα στα συνδικάτα, παρών ακόµα και µέσα στις οργανώσεις της Νέας Αριστεράς, ήταν ο παράγοντας που θα αντιµετώπιζε δραµατική δοκιµασία στα χρόνια που έρχονταν.

Η γενική ανάπτυξη του κινήµατος άλλαξε τα δεδοµένα. Στους φοιτητικούς αγώνες του 1968-1969 είχαν πρωτοστατήσει πολλές γυναίκες. Στους εργατικούς αγώνες του Καυτού Φθινοπώρου, η παρουσία των γυναικών ήταν πολύ σηµαντική. Ο «εργατισµός» διάβαζε λάθος την εξέλιξη: «Η φιλολογία για την απελευθέρωση των γυναικών, όπως και κάθε φιλολογία για “κοινωνικά δικαιώµατα” είναι κλαψουρίσµατα. Ο καπιταλισµός έχει ήδη “εξισώσει” τις γυναίκες µε τους άντρες, αφοµοιώνοντάς τες µέσα στην αλυσίδα παραγωγής. Εκεί είναι η µάχη» (Pottere Operaio, 1970). Όµως, η διαπίστωση µπορεί να «διαβαστεί» και ανάποδα: Οι γυναίκες που πράγµατι είχαν βγει (αν και όχι όλες…) στην παραγωγή, που είχαν ήδη διακριθεί στους αγώνες στην «αλυσίδα», γιατί όφειλαν να περιοριστούν σε αυτό; Γιατί δεν έπρεπε να συγκρουστούν µε όλο το πλέγµα καταπίεσης που τους µαύριζε τη ζωή;

Η καµπάνια της Lotta Continua «Να καταλάβουµε τις πόλεις!» διεύρυνε τα µέτωπα. Στον αγώνα για τα σπίτια, για τα εισιτήρια, ενάντια στην ακρίβεια στα τρόφιµα κλπ, η παρουσία των γυναικών γινόταν καθοριστική.

Ακόµα περισσότερο ήταν το γενικό κλίµα. Η Αµερικανίδα φεµινίστρια Έλεν Καντάρου σηµειώνει ότι ο µαρξισµός της ιταλικής ριζοσπαστικής Αριστεράς ήταν ένας «ζωντανός µαρξισµός»: Ζυµωνόταν µε τους εργάτες και τον πληθυσµό, συνδεόταν µε όλα τα ζητήµατα της καθηµερινής ζωής, ψάχνοντας να βρει τρόπους να την αλλάξει προς την κατεύθυνση της γενικής απελευθέρωσης. Μέσα σε αυτό το κλίµα και µέσα από τις οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς, προέκυψαν µαρξίστριες φεµινίστριες που έστρεψαν την προσοχή τους µε µαρξιστικούς όρους στον ρόλο που παίζει για τη σταθερότητα του καπιταλισµού η απλήρωτη εργασία των γυναικών στο σπίτι, θέτοντας τις βάσεις για τη συζήτηση που πολύ αργότερα και αλλού (στις ΗΠΑ, τον Καναδά κλπ) πήρε τη µορφή των θεωριών της κοινωνικής αναπαραγωγής.

Γύρω στα 1972 εµφανίζονται κάποιες σταθερές και ανθεκτικές γυναικείες-µαρξιστικές οµάδες, µε πιο γνωστή τη Lotta Feminista, από γυναίκες που αποχώρησαν από τη Lotta Continua και την Pottere Operaio.

Όµως οι οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς µένουν πίσω από αυτή την εξέλιξη. Ένας αέρας αριστερού «µατσίσµο» («αρενωπότητας» στον αγώνα), ιδιαίτερα διαδεδοµένος µέσα στα συνδικάτα και ενισχυµένος από τις γενικότερες συντηρητικές παραδόσεις, αν και εκδηλώθηκε και µέσα στις οργανώσεις, δεν αναγνωρίστηκε έγκαιρα ως εχθρικός, ούτε τέθηκε στο στόχαστρο συνειδητών µέτρων. Η «υπερ-αγωνιστικότητα», ο φρενήρης ρυθµός της δουλειάς για την Επανάσταση (που µοιάζει να είναι στη γωνία…) σκέπασε τα πάντα: συνήθειες, «ήθη και έθιµα» των οργανώσεων έγιναν αβάσταχτα για τις γυναίκες, που έχουν, σε µεγάλο βαθµό, το «διπλό φορτίο» της µισθωτής δουλειάς και της δουλειάς στο σπίτι. Προβλήµατα του ιδεολογικού πλαισίου, µια αντίληψη για την Επανάσταση που τη βλέπει κυρίως ως καθήκον του «κόµµατος» κι όχι της αυτενέργειας των απλών ανθρώπων, µετασχηµατίζονται σε υποτίµηση των ζητηµάτων της πάλης ενάντια στην καθηµερινή καταπίεση… Παρά τη µεγάλη προσφορά τους, οι οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς αποδείχτηκαν µη-ικανές να διαµορφώσουν «προοπτικές» (στόχους, πρωτοβουλίες, κανόνες λειτουργίας κ.ο.κ.) που θα ενσωµάτωναν οµαλά την άνοδο της γυναικείας αγωνιστικότητας µέσα στο συνολικό «προγραµµατισµό» των οργανώσεων.

Το χειρότερο ήταν ότι αυτό αποδείχθηκε την ώρα που άρχιζε η κατηφόρα. Οι γυναικείες οµάδες, που γνώριζαν πιο πρόσφατη ανάπτυξη, θεώρησαν ότι η γενικότερη κάµψη δεν τις αφορούσε και σταδιακά στράφηκαν στο διαχωρισµό, στην τακτική του σεπαρατισµού. Οι πολιτικές οργανώσεις αντέδρασαν πανικόβλητα και διοικητικά.

Η σύγκρουση πήρε ένταση που ενίσχυσε τη διαλυτική τάση. Αναφέραµε παραπάνω τις συνθήκες του διαλυτικού συνεδρίου της Lotta Continua. Ανάλογα φαινόµενα, διαφορετικής έντασης, υπήρξαν παντού. Οι χαµένοι ήταν και από τις δύο πλευρές. Οι οργανώσεις, προφανώς. Οι γυναικείες οµάδες, επίσης, όταν ανακάλυψαν ότι µέσα στη γενικευµένη υποχώρηση θα ήταν και αυτές υποχρεωµένες να αναδιπλωθούν. Από τη µαζική δράση υποχώρησαν σταδιακά στην προπαγάνδα, ενώ αργότερα περιορίστηκαν στο γκέτο των «γυναικείων σπουδών» µέσα στα πανεπιστήµια.

Είναι µια εµπειρία πολύτιµη για τον επόµενο γύρο της «εφόδου στον ουρανό».

Συντάκτης
Γουίλιαμ Κιτς