Το νέο φεμινιστικό κύμα, η θεωρία της κοινωνικής αναπαραγωγής και οι στρατηγικές συνέπειες

Ορόρ Λανσερό
Ημερ.Δημοσίευσης

Το άρθρο πρωτοδημοσιέυτηκε στο περιοδικό L’ Anticapitaliste (1.9.2019) που εκδίδεται από το NPA στη Γαλλία. Τη μετάφραση έκανε η Κατερίνα Γιαννούλια. Η Ορόρ Λανσερό είναι μέλος του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (NPA) στη Γαλλία.

8 Μάρτη Γαλλία

Τους τελευταίους µήνες, τρεις εργασίες πάνω στο φεµινισµό, που δηµοσιεύτηκαν σχεδόν ταυτόχρονα, επικαλούνταν άµεσα ή έµµεσα τη θεωρία της κοινωνικής αναπαραγωγής. Αυτή η θεωρία, ελάχιστα γνωστή στη Γαλλία, γνωρίζει σηµαντική ακµή τα τελευταία χρόνια, λόγω του συνδυασµού µιας ανανέωσης της µαρξιστικής θεωρίας σε συνέχεια της κρίσης του 2008 και της αρχής ενός νέου φεµινιστικού κύµατος, κυρίως στη Λατινική Αµερική, την Ιταλία και το ισπανικό κράτος ή ακόµα και στην Ελβετία, που εστιάζει στην πάλη ενάντια στη σεξιστική βία και στο δικαίωµα της ελεύθερης αυτοδιάθεσης του σώµατος. Σε αυτό το πλαίσιο, η θεωρία της κοινωνικής αναπαραγωγής εµφανίζεται ως ένα εργαλείο στη συνδυασµένη πάλη ενάντια στον καπιταλισµό και την κυριαρχία επί των γυναικών και των µειονοτήτων φύλου. Αλλά σε τι συνίσταται αυτή η θεωρία; Σε τι µπορεί να µας είναι χρήσιµη;

Η θεωρία της κοινωνικής αναπαραγωγής είναι αποτέλεσµα των συζητήσεων 50 χρόνων φεµινιστικού µαρξισµού, που κυρίως έγιναν στον αγγλοσαξονικό κόσµο.

Από την εποχή της µάχης υπέρ της αντισύλληψης και της έκτρωσης των δεκαετιών του 1960 και του 1970, η συζήτηση για την οικιακή εργασία έφερε στην επιφάνεια «µορφές» όπως η Σίλβια Φεντερίτσι, η Μαριαρόζα Ντάλε Κόστα και η Σέλµα Χάµες, ανάµεσα σε άλλες. Στη δεκαετία του 1980, η αναζήτηση αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στον Καναδά. Το 1983 δηµοσιεύεται το έργο Μαρξισµός και καταπίεση των γυναικών. Προς µια ενοποιητική θεωρία της Αµερικανίδας Λιζ Βόγκελ που προσδιορίζει µε µεγαλύτερη ακρίβεια το θεωρητικό πλαίσιο αυτού που δεν ονοµαζόταν ακόµα θεωρία της κοινωνικής αναπαραγωγής, προτείνοντας µια επεξεργασία που ξεκινούσε από το θεωρητικό υπόβαθρο του τόµου 1 του Κεφαλαίου του Μαρξ. Τελικά φτάνουµε στο περιβάλλον της δεκαετίας του 2010, που αυτή η θεωρία συγκεκριµενοποιείται ως τέτοια µε πολυάριθµες θεωρητικούς να την προβάλλουν και να την αναπτύσσουν, όπως η Τίτι Μπατατσάρια, η Σου Φέργκιουσον, η Σίνθια Αρούζα και η Σάρα Φαρίς.

Ποιος παράγει τους εργάτες;

Με τον ίδιο τρόπο που ο Μαρξ όρισε ως υλική βάση της κυριαρχίας πάνω στους εργαζόµενους την οικειοποίηση από τους καπιταλιστές της υπεραξίας, µία από τις µεγάλες διαµάχες που διαπέρασε το φεµινιστικό κίνηµα είναι η κατανόηση/θεωρητικοποίηση της υλικής βάσης της κυριαρχίας πάνω στις γυναίκες και τις µειονότητες φύλου. Η πλειοψηφία των θεωρητικών τα χρόνια του 1960 και του 1970 την τοποθετούσαν στην οικιακή εργασία των γυναικών, αόρατη και δωρεάν, που πραγµατοποιούνταν µέσα στο πλαίσιο του ετερόφυλου γάµου (φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωµένων, προετοιµασία του φαγητού, συντήρηση του σπιτιού κ.λπ.). Η θεωρία της κοινωνικής αναπαραγωγής προσπαθεί να πάει πιο µακριά, αναλύοντας αυτό τον τύπο της ειδικής εργασίας µε τη βοήθεια των εννοιολογικών εργαλείων του Μαρξ. Εποµένως, στόχος είναι, από δω και πέρα, λιγότερο να αναλύσουµε αυτή την εργασία, χαρακτηρίζοντάς την µε περιγραφικό τρόπο, και περισσότερο να προσπαθήσουµε να καταλάβουµε τι είναι αυτό που επιβάλλει αυτή την εργασία ως εργασία και να εξηγήσουµε την κεντρική της λειτουργία στο εσωτερικό της παγκόσµιας οικονοµίας του καπιταλισµού.

Στο υπόβαθρο της θεωρίας της κοινωνικής αναπαραγωγής βρίσκεται η ερώτηση που θέτει η Τίτι Μπατατσάρια:

«Ο µαρξισµός µάς µαθαίνει ότι στη λειτουργία της καπιταλιστικής παραγωγής οι εργαζόµενες και οι εργαζόµενοι παράγουν εµπορεύµατα, κάτι που είναι κεντρικό στο σύστηµα, αλλά η θεωρία της κοινωνικής αναπαραγωγής θέτει το ερώτηµα “αν οι εργαζόµενοι/-ες παράγουν τα εµπορεύµατα, ποιος παράγει τους/τις εργαζόµενους/-ες;”».

Η αναπαραγωγική εργασία είναι συγκεκριµένα η δουλειά που εξασφαλίζει την παραγωγή και την αναπαραγωγή των εργατριών και των εργατών. Εξασφαλίζει την παραγωγή των µελλοντικών εργαζοµένων µε τη γέννηση και την εκπαίδευση των παιδιών. Εξασφαλίζει την αναπαραγωγή των εργαζοµένων µε την καθηµερινή φροντίδα που έχουν ανάγκη, τόσο σε υλικούς όρους (σπίτι, τροφή, ανάπαυση) όσο και σε συναισθηµατικούς (ψυχολογικές ανάγκες, αφοσίωση). Αυτή η εργασία ειδικού τύπου παρεχόταν και παρέχεται ακόµη, σε συντριπτική πλειοψηφία, από τις γυναίκες και αποτελεί την υλική βάση της κυριαρχίας που ασκείται πάνω τους. Μπορούµε να κάνουµε την υπόθεση ότι λόγω του αναπαραγωγικού βιολογικού µονοπωλίου των γυναικών, τους ανατέθηκε στη συνέχεια η κοινωνική αναπαραγωγή συνολικά.

Η αναπαραγωγή έχει κεντρική σηµασία στο σύνολο των κοινωνιών και ιδιαίτερα στις καπιταλιστικές κοινωνίες. Στην πραγµατικότητα, τι παράγουµε όταν παράγουµε εργαζόµενους; Ούτε λίγο ούτε πολύ, την εργατική δύναµη που, κατά τον Μαρξ, είναι το µόνο εµπόρευµα που παράγει την υπεραξία. Έτσι, µε µαρξιστικούς όρους, η αναπαραγωγική δουλειά είναι η εργασία που εξασφαλίζει την παραγωγή και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναµης σε ένα διπλό επίπεδο: στο καθηµερινό επίπεδο και στο γενεαλογικό επίπεδο. Εγγυάται, λοιπόν, τη σταθερότητα του καπιταλιστικού συστήµατος µε τη διαρκή παραγωγή µιας εργατικής δύναµης ικανής να παράγει την υπεραξία, που βρίσκεται στη βάση του καπιταλιστικού κέρδους. Σε αυτό το σηµείο πρέπει να κατανοήσουµε τον όρο της «αναπαραγωγής» µε µια διπλή σηµασία: αναπαραγωγή της εργατικής δύναµης και επίσης αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήµατος.

Ωστόσο, σε αντίθεση µε τη µισθωτή παραγωγική εργασία, η αναπαραγωγική εργασία δεν παράγει άµεσα υπεραξία στο εσωτερικό της οικογένειας. Στην πραγµατικότητα δεν είναι µια εργασία που παράγει κάποια ανταλλακτική αξία και υπεραξία, διότι πραγµατοποιείται δωρεάν, εκτός αγοράς, δεν παίρνει εµπορευµατική µορφή και έχει µόνο αξία χρήσης. Αυτό δεν µειώνει σε τίποτα τον κεντρικό της χαρακτήρα, στο βαθµό που από αυτήν εξαρτάται έµµεσα η παραγωγή υπεραξίας. Είναι λοιπόν κεντρικής σηµασίας στο καπιταλιστικό σύστηµα.

Ο τρόπος να σκεφτούµε αυτό τον τύπο εργασίας σε συσχέτιση µε το ρόλο της στο καπιταλιστικό σύστηµα (παραγωγή και αναπαραγωγή της εργατικής δύναµης) κάνει εφικτό εξίσου να δούµε ότι αν και πραγµατοποιείται ακόµη πλειοψηφικά εκτός των τόπων εργασίας, µέσα στο πλαίσιο της οικογένειας, άλλοι τόποι έχουν πλέον γίνει επίσης κεντρικοί στην παραγωγή και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναµης, όπως για παράδειγµα τα µαγειρεία, οι παιδικοί σταθµοί, τα νοσοκοµεία, τα σχολεία.

Το κεφάλαιο επιδιώκει να µειώσει το κόστος στην αναπαραγωγική δουλειά

Ένα κύριο σηµείο, που υπογραµµίζει η Λιζ Βόγκελ, είναι ότι υπάρχει µια σύµφυτη και βασική αντίφαση στο καπιταλιστικό σύστηµα, ανάµεσα στην ανάγκη να παραχθεί υπεραξία και στην ανάγκη να παραχθεί και να αναπαραχθεί η εργατική δύναµη βραχυπρόθεσµα και µακροπρόθεσµα.

Από τη µια πλευρά, η αναπαραγωγική εργασία κοστολογείται πάνω στη µισθωτή εργασία, που είναι η µόνη που παράγει υπεραξία, αλλά από την άλλη πλευρά η αναπαραγωγική δουλειά είναι αναγκαία για να εγγυάται τη συνέχεια της µισθωτής εργασίας, βραχυπρόθεσµα και µακροπρόθεσµα. Γι’ αυτό ο καπιταλισµός τείνει να υποβαθµίσει όσο περισσότερο γίνεται την αναπαραγωγική εργασία και να την περιορίσει σε έναν τρόπο που θα είναι όσο το δυνατόν φθηνότερος.

Έτσι παρατηρούµε την εξέλιξη στην κοινωνική οργάνωση της αναπαραγωγικής εργασίας, που είναι, µε κάποιον τρόπο, το αποτέλεσµα του συσχετισµού δύναµης µεταξύ των γυναικείων και ταξικών δυνάµεων. Ιστορικά παρατηρούµε τρεις κλασικές λύσεις µέσων που χρησιµοποιούνται από τον καπιταλισµό για να περιορίσει το κόστος της αναπαραγωγής: γυναίκες, κράτος και µετανάστευση. Η αναπαραγωγική εργασία µπορεί, λοιπόν, να πραγµατοποιείται κυρίως δωρεάν, στο πλαίσιο της οικογένειας, είτε αποκλειστικά από τις γυναίκες είτε σε συνδυασµό µε µισθωτή εργασία. Στην τελευταία περίπτωση, η αναπαραγωγική δουλειά καλύπτεται έµµεσα µέσω των µισθών, κυρίως των συζύγων. Η αναπαραγωγική εργασία µπορεί επίσης να βγει από την οικογενειακή σφαίρα, να συλλογικοποιηθεί και έτσι να κοστίζει λιγότερο, κυρίως µέσω των κοινωνικών υπηρεσιών. Αυτό ήταν κυρίως το ζητούµενο κατά τη «χρυσή τριακονταετία» της οικονοµικής και δηµογραφικής ανάπτυξης (1945-1975).

Τέλος, σε ένα δεδοµένο εθνικό πλαίσιο, οι καπιταλιστές µπορούν να έχουν διέξοδο σε µια «εξωτερική» εργατική δύναµη. Η καταφυγή στη µετανάστευση επιτρέπει, λοιπόν, να αξιοποιηθούν εργαζόµενες και εργαζόµενοι για τις οποίες και τους οποίους δεν καταβλήθηκε κόστος παραγωγής και αναπαραγωγής µέχρι την άφιξή τους στον νέο εθνικό χώρο.

Μια πρόσφατη εξέλιξη στην αναπαραγωγική εργασία απεικονίζει µια νέα στρατηγική, που τίθεται σε λειτουργία για να µειώσει την αντίθεση ανάµεσα στην παραγωγική και την αναπαραγωγική δουλειά. Παρατηρούµε λοιπόν µια αυξανόµενη «εµπορευµατοποίηση» της αναπαραγωγικής εργασίας, που εισέρχεται όλο και περισσότερο στη µισθωτή σφαίρα, µε την ανάπτυξη του τριτογενούς τοµέα και των προσωπικών υπηρεσιών, αλλά, επίσης, µε το πρόσφατο φαινόµενο της «uberisation». Ολόκληρα τµήµατα της αναπαραγωγικής εργασίας, τόσο υλικά όσο και συναισθηµατικά, µπαίνουν µε αυτόν τον τρόπο στην αγορά (Uber για τις µεταφορές, Deliveroo για την τροφή, Αirbnb για την κατοικία, αλλά επίσης και οι αµειβόµενες «εµπειρίες»).

Ακόµα κι έτσι, σε αυτό το πλαίσιο που η αναπαραγωγική εργασία µπορεί να γνωρίσει µια µορφή «αποφυλοποίησης» (απεξάρτησης από το φύλο) και να ασκείται και από άντρες, παρατηρείται ότι οι «προσωπικές υπηρεσίες» συνεχίζουν να παρέχονται πλειοψηφικά από τις γυναίκες των λαϊκών τάξεων (διότι οι σχετικές δεξιότητες έχουν δοµηθεί κοινωνικά ως γυναικείες) και, ανάµεσα σε αυτές, πολλές ανατίθενται σε έγχρωµες γυναίκες (εργασίες φυλετικοποιηµένες). Αλλά παρατηρείται επίσης ότι αυτοί οι τοµείς είναι ακριβώς εκείνοι που γνωρίζουν στη Γαλλία µεγάλο δυναµισµό µε όρους αγώνα, κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, µε πολλές νικηφόρες απεργίες, όπως η απεργία των καθαριστριών στον ONET και στα Holiday Inn.

Στρατηγικά συµπεράσµατα

Τα στρατηγικά συµπεράσµατα που µπορούµε να βγάλουµε από αυτήν τη θεωρία είναι πολυάριθµα. Μπορούµε να ξεχωρίσουµε τουλάχιστον τρία βασικά.

Πρώτον, η θεωρία αυτή υποδεικνύει ότι το διακύβευµα δεν είναι να περιορίζονται η απεργία και οι διεκδικήσεις στο παραδοσιακό πεδίο της µισθωτής εργασίας, αλλά ότι οφείλουµε να διαρθρώσουµε το κίνηµα σε διάφορους τοµείς της αναπαραγωγικής εργασίας, είτε στο πλαίσιο της οικογένειας, είτε στην ελαστική εργασία, είτε στα αιτήµατα για τις δηµόσιες υπηρεσίες, των οποίων η χρηµατοδότηση βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση (βλέπε την απεργία των εργαζοµένων στα «Επείγοντα» των υπηρεσιών υγείας).

Σε αυτό το πλαίσιο, ένα κεντρικό διακύβευµα για µας πρέπει να είναι να χτίσουµε τη διεθνή φεµινιστική απεργία στις 8 Μάρτη, που καλέστηκε από το 2017 από την αργεντίνικη συλλογικότητα Ni Una Menos. Αυτή η απεργία παίρνει διαστάσεις χωρίς προηγούµενο στη Λατινική Αµερική, την Ισπανία, την Ελβετία. Πρέπει να είναι προτεραιότητά µας, για την επόµενη χρονιά, να δηµιουργήσουµε παντού, όπου είναι δυνατόν, Επιτροπές Βάσης για τις 8 Μάρτη (στους χώρους δουλειάς, στις γειτονιές...), κινητοποιώντας τα συνδικάτα για να την οικοδοµήσουν (ιδιαίτερα τα τοπικά συνδικάτα στα οποία έχουµε δυνάµεις), και να αρθρώσουµε τις διεκδικήσεις του κόσµου της εργασίας µε τα κυρίως φεµινιστικά αιτήµατα (στοπ στην ατιµωρησία της σεξιστικής βίας, επιµήκυνση της προθεσµίας για την έκτρωση, εκπαίδευση φύλου, υποβοηθούµενη αναπαραγωγή για όλες και όλους, δικαιώµατα για όλα τα τρανς άτοµα...). Βεβαίως δεν πρέπει να αρκεστούµε σε µία µέρα απεργίας στις 8 Μάρτη, πράγµα που ενδέχεται να µας εγκλωβίσει σε µια συµβολική ρουτίνα, αλλά να είναι η απεργία το πρώτο αναγκαίο βήµα για να χτίσουµε ένα φεµινιστικό κίνηµα που θα επιδιώκει να επηρεάσει το εργατικό κίνηµα και να οδηγήσει την πάλη των τάξεων στο πεδίο της µάχης για τα αναπαραγωγικά δικαιώµατα.

Δεύτερον, αυτή η θεωρία αναδεικνύει τον κεντρικό ρόλο που παίζουν οι µετανάστες, ιδιαίτερα οι γυναίκες των λαϊκών τάξεων, στην εκπλήρωση της αναπαραγωγικής εργασίας. Οι καθαρά αντιρατσιστικές διεκδικήσεις πρέπει, λοιπόν, να είναι στο κέντρο των επεξεργασιών µας.

Τέλος, αυτό που δείχνει αυτή η θεωρία είναι η εγγενής τάση του καπιταλισµού να θυσιάζει την αναπαραγωγή στις προτεραιότητες της παραγωγής. Όµως πρόκειται επίσης για την αναπαραγωγή των εργατριών και των εργατών, της κοινωνίας και του περιβάλλοντος στο οποίο ζούµε. Με δεδοµένο ότι ζούµε µια οικολογική κρίση χωρίς προηγούµενο, της οποίας οι επιδράσεις άρχισαν να γίνονται αισθητές σε µεγάλη κλίµακα (ο πολλαπλασιασµός των επεισοδίων καύσωνα έπαιξε ρόλο στη συνειδητοποίηση του προβλήµατος από πολλούς ανθρώπους στη Γαλλία), και καθώς οι κινητοποιήσεις για το κλίµα πολλαπλασιάζονται και διευρύνονται, γίνεται απαραίτητο περισσότερο από ποτέ να εξηγήσουµε τους λόγους αυτής της καταστροφής και να δείξουµε ότι δεν υπάρχουν πιθανές λύσεις στο πλαίσιο του καπιταλισµού. Ένα συµπέρασµα σαν αυτό που αρχίζει να συγκεκριµενοποιεί και η θεωρία της κοινωνικής αναπαραγωγής. Δεν θέλουµε λοιπόν να µείνουµε σε µια θεωρία, αλλά να τη µεταµορφώσουµε σε στρατηγική για δράση. Αυτός είναι ο ρόλος µας.

Συντάκτης
Ορόρ Λανσερό