1919: Η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σµύρνη

Πανάγος Λίλλης
Ημερ.Δημοσίευσης

Εκατό χρόνια μετά την εκστρατεία του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, το άρθρο παρουσιάζει τα αίτια της εξόρμησης και την καταστροφική κατάληξη της τότε «Μεγάλης Ιδέας». 

Μικρασιατική εκστρατεία

Η µικρασιατική εκστρατεία, και η καταστροφή που την ακολούθησε, ήταν «η ελληνική τραγωδία». Ήταν το «Βιετνάµ της Ελλάδας». Ήταν «η Νέµεση της Μεγάλης Ιδέας»… ήταν… ήταν… Όµως όποιο χαρακτηρισµό και να δώσουµε στη µικρασιατική καταστροφή, το πρώτο και κύριο ερώτηµα παραµένει. Γιατί πήγαµε στη Μικρά Ασία και γιατί πολεµήσαµε;

Ιµπεριαλισµός και Μπολσεβικισµός

Όταν τον Αύγουστο του 1914 ξεκίνησε ο Πρώτος Παγκόσµιος Πόλεµος (1914-1918), όλοι θεωρούσαν ότι θα έµοιαζε περισσότερο σαν ένα σκληρό άθληµα για γενναίους, έντιµους και δυνατούς άνδρες, που θα διαρκούσε µερικούς µήνες, µέχρι τις γιορτές των Χριστουγέννων. Ο µιλιταρισµός είχε πάρει τη µορφή αθλητικής περιπέτειας.

Όταν το Νοέµβρη του 1918 τέλειωσε ο πόλεµος, οι απώλειες (νεκροί και τραυµατίες) στα πεδία των µαχών είχαν ξεπεράσει τα 30 εκατοµµύρια, ο άµαχος πληθυσµός είχε πληρώσει ένα ακόµη βαρύτερο τίµηµα και οι αιχµάλωτοι ήταν σχεδόν 10 εκατοµµύρια άνθρωποι. Είχαν διαλυθεί τέσσερις αυτοκρατορίες και είχαν δηµιουργηθεί 12 νέα κράτη. Ήταν ένας τεκτονικός σεισµός που δεν άφησε τίποτα ακλόνητο.

Απ’ αυτό τον πόλεµο υπήρξαν νικηµένοι ( Γερµανία, Αυστροουγγαρία και Οθωµανική Αυτοκρατορία) που θα πλήρωναν πολύ βαριά την ήττα τους. Υπήρξαν νικητές (Βρετανία, ΗΠΑ, Γαλλία, Ιταλία και Ιαπωνία) που θα µοιράζονταν τη λεία από τα κοµµάτια των νικηµένων. Αλλά υπήρξε και η επαναστατική σοβιετική Ρωσία, το συγκλονιστικότερο πολιτικό αποτέλεσµα του παγκόσµιου πολέµου, που διέλυσε την Τσαρική Ρωσία.

Στο νέο κόσµο που είχε γεννηθεί, η αντίθεση µεταξύ των ιµπεριαλιστικών δυνάµεων και των ρωσικών σοβιέτ ήταν καθοριστική, γιατί η απειλή της κοινωνικής επανάστασης, που θα µπορούσε να εξαπλωθεί στη Δύση ακολουθώντας το παράδειγµα της Ρωσίας, ήταν θανάσιµη. Γι’ αυτό έγινε επέµβαση 14 ιµπεριαλιστικών στρατών ενάντια στη ρωσική επανάσταση (ένας απ’ αυτούς ήταν και ο ελληνικός). Μετά από τρία χρόνια εµφυλίου πολέµου, ο Κόκκινος Στρατός συνέτριψε τους αντιδραστικούς. Η σοβιετική Ρωσία όµως µεταβλήθηκε σε µια έρηµη χώρα που τη θέριζαν η πείνα και οι αρρώστιες.

  Με άξονα αυτή την αντίθεση, στροβιλίζονταν γύρω της όλες οι άλλες. Και αυτές ήταν πολλές. Ήταν οι αντιθέσεις ανάµεσα στους νικητές. Ανάµεσα στους νικητές υπήρχαν οι χαµένοι (Γαλλία και Ιταλία) που δεν ήταν ευχαριστηµένοι µε τη µοιρασιά και οι κυρίαρχοι (Βρετανία και ΗΠΑ) που ανταγωνίζονταν σκληρά στις θάλασσες. Μαζί όµως µε τον µεταπολεµικό κόσµο αναδείχτηκε και ένα νέο στοιχείο: το πετρέλαιο. Το πετρέλαιο ήταν πολύ πιο αποδοτικό από το κάρβουνο και η χρήση του στα εµπορικά και πολεµικά σκάφη αποτελούσε επανάσταση. «Χρυσάφι είναι το πετρέλαιο και όχι το κάρβουνο», αυτό το αµερικάνικο γνωµικό έδειχνε (και δείχνει) πολύ παραστατικά τη σηµασία του.[1] Ακόµη και λίγο µετά τον Α΄ Παγκόσµιο Πόλεµο, µαζική παραγωγή πετρελαίου είχαν µόνο οι ΗΠΑ, ενώ είχε ξεκινήσει να παράγεται σε δύο κρίσιµα σηµεία της Εγγύς Ανατολής, στη Μοσούλη, που ανήκε στην παλιά Οθωµανική Αυτοκρατορία, και στον Καύκασο, που ήταν κοντά στα σύνορά της. Παράλληλα η Εγγύς Ανατολή αποτελούσε τη γέφυρα µεταξύ Ευρώπης και Ασίας, αποκτώντας  στρατηγική αξία εξαιρετικά µεγάλη.

Στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι (Γενάρης 1919-Γενάρης 1920) ήταν η ώρα της διπλωµατίας των τεσσάρων Μεγάλων να µοιράσουν τον κόσµο µεταξύ των νικητών. Αυτό όµως ήταν το δεύτερο καθήκον της Συνδιάσκεψης. Το πρώτο ήταν άλλο. Έπρεπε να προνοήσουν για το ριζοσπαστικό κίνηµα που αναπτυσσόταν ραγδαία στην ευρωπαϊκή ήπειρο και τους µαζικούς αντιαποικιακούς αγώνες που ξεσπούσαν στις χώρες του Τρίτου Κόσµου, ο οποίος γοητευόταν όλο και περισσότερο από τις ιδέες της ρωσικής επανάστασης. Και η ρωσική επανάσταση έστελνε σαφή µηνύµατα. Πρώτα στις 9 του Νοέµβρη του 1917, η κυβέρνηση των σοβιέτ είχε δηµοσιεύσει τη διακήρυξη για την ειρήνη, καλώντας όλους τους εµπόλεµους να αρχίσουν αµέσως διαπραγµατεύσεις για µια δίκαιη και δηµοκρατική ειρήνη, χωρίς προσαρτήσεις και αποζηµιώσεις. Λίγες µέρες µετά, στις 15 του Νοέµβρη, δόθηκε στη δηµοσιότητα και η διακήρυξη για τα δικαιώµατα των λαών της Ρωσίας: εθνική ισοτιµία, δικαίωµα αυτοδιάθεσης µέχρι τον αποχωρισµό, κατάργηση κάθε εθνικού προνοµίου και κάθε εθνικής διάκρισης, ελεύθερη ανάπτυξη µειονοτήτων. Ήταν διακηρύξεις µε καταλυτικές επιπτώσεις.

Η Συνδιάσκεψη του Παρισιού είχε να αντιµετωπίσει και το δεύτερο καθήκον της επιβολής της ειρήνης των νικητών, που και αυτό µε τη σειρά του δεν ήταν καθόλου εύκολο. Οι ιµπεριαλιστές παραµέρισαν άµεσα και χωρίς δισταγµό τις αφηρηµένες φιλελεύθερες αρχές της ειρήνης, της ανοιχτής διπλωµατίας, του ελεύθερου εµπορίου και της αρχής της ισότητας των εθνών. Οι αποφάσεις τους στηρίχτηκαν στις στέρεες βάσεις των συσχετισµών και των συµφερόντων. Έτσι στις αποικίες και µπροστά στο ραγδαία ανερχόµενο αντιαποικιακό κίνηµα εγκατέλειψαν την παλιά µέθοδο του  ωµού αποικιοκρατικού ελέγχου και υιοθέτησαν την έµµεση διακυβέρνηση µέσω της κηδεµονίας. Στην περιοχή της κατεστραµµένης Ευρώπης, µαζί µε την επιβολή αλλαγής των συνόρων ήρθαν και οι πολεµικές αποζηµιώσεις που θα τσάκιζαν τις οικονοµίες των νικηµένων. Το δικαίωµα της αυτοδιάθεσης το αγνόησαν ακόµη και για την περίπτωση της Αλσατίας και της Λωρραίνης, που προσαρτήθηκαν στη Γαλλία, χωρίς καν να ρωτηθεί ο πληθυσµός τους. Και η ειρήνη των νικητών επιβλήθηκε µε την κλιµάκωση της εθνικής βίας κατά των νικηµένων, µε αποκλεισµούς πείνας, µε στρατόπεδα εργασίας για τους αιχµαλώτους και πογκρόµ κατά των µειονοτήτων.

Έτσι στεκόταν η Συνδιάσκεψη Ειρήνης των ιµπεριαλιστών απέναντι στον µπολσεβικισµό. Αυτό ήταν και το γενικό πλαίσιο της ελληνική απόβασης στη Σµύρνη το 1919.

Ελλάδα και Μεγάλη Ιδέα

Από το 1844, όταν ο Κωλέτης διακήρυξε ότι «το Βασίλειον της Ελλάδος δεν είναι η Ελλάς. Αποτελεί ένα µέρος µόνον, το πλέον µικρόν και το πλέον πτωχόν της Ελλάδος…», η Μεγάλη Ιδέα της ενσωµάτωσης των «αλύτρωτων αδελφών» και της διεύρυνσης των συνόρων του ελληνικού κράτους έγινε η έµπνευση και το όραµα της µικρής Ελλάδας για πολλές δεκαετίες.

Οι Βαλκανικοί πόλεµοι (1912-1913) ήταν η πιο ένδοξη στιγµή αυτής της πορείας  επέκτασης του µικρού ελληνικού βασιλείου. Η χώρα τότε διπλασιάστηκε σε έδαφος και πληθυσµό (4.500.000 περίπου) σε βάρος της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, που άρχισε να καταρρέει από τα συνδυασµένα κτυπήµατα των αντιπάλων της.

Όµως ο επεκτατικός εθνικισµός συνδυαζόταν µε την ανάδειξη της χώρας σε µια αξιοσηµείωτη οικονοµική δύναµη στην περιοχή. Μόνο το διάστηµα 1901-1919 ιδρύθηκαν στην Ελλάδα 46 βιοµηχανικές και 18 µεταλλευτικές επιχειρήσεις, συνολικού κεφαλαίου 163.000.000 δραχµών. Στο ίδιο διάστηµα συγκροτήθηκαν επίσης 15 τραπεζικές και 17 ναυτιλιακές επιχειρήσεις, συνολικού κεφαλαίου 243.000.000. Ταυτόχρονα η δυναµική του ελληνικού εµπορικού στόλου ήταν σηµαντική. Το 1897 η συνολική χωρητικότητά του ήταν 164 χιλ. τόνοι, το 1910 ήταν 250 χιλ. τόνοι και στις αρχές του Α΄ Παγκοσµίου Πολέµου 892.650 τόνοι.[2]

Η Ελλάδα δεν ανήκε στην κατηγορία των µεγάλων ιµπεριαλιστικών δυνάµεων, αλλά δεν ήταν πλέον «ψωροκώσταινα». Η οικονοµική της υπεροχή σε σχέση µε τις γειτονικές της χώρες την αναδείκνυε σε «δεύτερης τάξης δύναµη». Αυτό της έδινε τη δυνατότητα να συνεργάζεται µε τις ιµπεριαλιστικές δυνάµεις, όταν υπήρχε αρµονία συµφερόντων, βεβαίως σε ανισότιµη βάση.

Όµως ο νικηφόρος εθνικός επεκτατισµός των βαλκανικών πολέµων µεταλλάχθηκε σε αδυσώπητο εθνικό διχασµό, όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσµιος Πόλεµος. Ξεκίνησε µε διάσπαση µέσα στην άρχουσα ελίτ και ύστερα αγκάλιασε και διαχώρισε τις λαϊκές µάζες σε δύο στρατόπεδα. Η κοινή βάση των δύο αντίπαλων συγκροτηµάτων ήταν η εθνικιστική επέκταση. Η διαφορά τους ήταν µε ποια πλευρά θα συντάσσονταν στον µεγάλο πόλεµο: µε τη Βρετανία ή την Πρωσία; Η διαφορά δεν περιέκλειε µόνο, και αναπόφευκτα, µια εκτίµηση για το νικητή που θα αναδεικνυόταν από το σφαγείο του παγκοσµίου πολέµου και άρα αυτόν που θα µοίραζε τη λεία. Αλλά και το ευρύτερο σχέδιο της εθνικής προοπτικής του ελληνικού κράτους και µε ποια κοινωνική και πολιτική ηγεσία θα προχωρούσε.[3]

Για τους φιλελεύθερους (βενιζελικούς), οι εφοπλιστές, οι βιοµήχανοι και το παροικιακό-εµπορικό κεφάλαιο ήταν οι ηγετικές δυνάµεις, ενώ ο άξονας της οικονοµικής και στρατιωτικής επέκτασης ήταν η Αθήνα, η Κωνσταντινούπολη και η Σµύρνη.[4] Γι’ αυτό η συµµαχία µε τη Βρετανία, που ήταν πρώτη ναυτική δύναµη του κόσµου, ήταν αυτονόητη και αδιαµφισβήτητη. Για το αντιβενιζελικό στρατόπεδο (υποστηρικτές του βασιλιά Κωνσταντίνου), η νίκη θα έστεφε τα πρωσικά όπλα, γιατί η Πρωσία είχε τον ισχυρότερο στρατό. Λόγω όµως της ευάλωτης θέσης της χώρας απέναντι στο αγγλογαλλικό ναυτικό, που κυριαρχούσε στη Μεσόγειο, η γερµανοφιλία των αντιβενιζελικών πήρε την έκφραση της  «ουδετερότητας». Η κρατική αστική τάξη (στρατός, ιερατείο, γραφειοκρατία) µαζί µε το τοκογλυφικό κεφάλαιο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ήταν η ηγετική δύναµη του κωνσταντινικού συγκροτήµατος, αλλά είχε µαζικά στηρίγµατα στη µεγάλη και µικρή γαιοκτησία της Παλαιάς Ελλάδας.

Αντανάκλαση αυτών των αντιθέσεων στο επίπεδο της ιδεολογίας ήταν και οι διαφορετικές ερµηνείες και εκδοχές της Μεγάλης Ιδέας. Η πρώτη τάση, η πιο παραδοσιακή και θρησκευτική, ήταν που ταύτιζε τη Μεγάλη Ιδέα µε την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας µε πρωτεύουσα ξανά τη «βασιλεύουσα» Κωνσταντινούπολη. Η µέθοδος θα έπρεπε να είναι οι διαρκείς επεκτατικοί πόλεµοι, µε στρατηλάτη τον βασιλιά και τον ελληνικό στρατό, µε µια µυθική και επική εκστρατεία. Η δεύτερη τάση είχε κύριο εκπρόσωπο τον Ίωνα Δραγούµη. Ήταν ένας «ροµαντισµός», που δεν ξαναγυρνούσε όµως στο παρελθόν, αλλά οραµατιζόταν την ανασυγκρότηση της παρακµάζουσας Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, και όχι τη διάλυσή της, σε συνεργασία µε το τουρκικό στοιχείο, αλλά κάτω από την ηγεµονία του ελληνισµού. Ήταν η ανάπλαση του παλιού σχεδίου των Φαναριωτών, που δρούσαν στην αυλή στου σουλτάνου.[5] Τέλος ο Βενιζέλος έδωσε στον µεγαλοϊδεατισµό την πιο συνολική και ρεαλιστική στρατηγική, συνδυάζοντας τον εθνικισµό µε τον κρατικό επεκτατισµό και τον αστικό εκσυγχρονισµό. Έτσι η Μεγάλη Ιδέα µεταµορφώθηκε στη «Μεγάλη Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Κρίσιµοι κόµβοι σ’ αυτό το σχέδιο ήταν η κατοχή της Σµύρνης, σαν ορµητήριο για εξάπλωση στην ευρύτερη Εγγύς Ανατολή και η προσπάθεια για διάλυση του τουρκικού κράτους.

Ο Εθνικός Διχασµός ξεκίνησε το 1915 και τέλειωσε τυπικά το 1936. Για τον Γρ. Δαφνή, τον πιο έγκυρο ιστορικό του µεσοπολέµου, ήταν «ο µακρύς εµφύλιος πόλεµος». Πέρασε από διάφορες φάσεις, µε τους βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς να εναλλάσσονται στην εξουσία, µέσα από σκληρές και αιµατηρές πολιτικο-στρατιωτικές αναµετρήσεις. Το 1917 όµως είχε επικρατήσει ο Βενιζέλος και η πολιτική του. Η είσοδος στον πόλεµο στο πλευρό του αγγλογαλλικού ιµπεριαλισµού τον έφερε στο τραπέζι της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης στο Παρίσι µε τη µεριά των νικητών.

Η Συνθήκη των Σεβρών

«…Η Μεγάλη Ελλάς που έλαµπεν από αίγλη… Ήταν ζώσα πραγµατικότης, υπό την έννοια ιδιαίτερα της οικονοµικής ακµής. Ευρύταται και καταπληκτικώς πλούσιαι χώραι µας προσφέρονται… Ποίαι πηγαί πλούτου! Έλληνες, ιδού ποίαι πύλαι σας ανοίγονται αιφνιδίως. Ιδού ποία γη σας αναµένει. Και το κράτος έχει ανάγκην από υπαλλήλους, δικαστάς, αξιωµατικούς, χωροφύλακας. Οι Τούρκοι θα σας προσκυνήσουν ως βασιλείς. Ελληνική νεότης εµπρός!». Ελ. Βενιζέλος.[6]

Στο Παρίσι ο Βενιζέλος παρουσίασε τις ελληνικές διεκδικήσεις, που ήταν κοµµάτια από τον διαµελισµό της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Η Σµύρνη ήταν η κορώνα από µια σειρά απαιτήσεις, που ξεκινούσαν από τη Βόρεια Ήπειρο, περνούσαν από τη Δυτική και Ανατολική Θράκη και έφταναν µέχρι το βιλαέτι του Αϊδινίου.

 Το εκπληκτικό δεν ήταν η αρπακτική διάθεση, αλλά η επιχειρηµατολογία.  Το πρώτο επιχείρηµα ήταν η λεγόµενη «ιστορική θέση» (ότι όλα αυτά ήταν δικά µας από αιώνες κλπ.). Είναι ένα επιχείρηµα που δεν στέκεται µόνο του. Όταν το χρησιµοποιούν οι Ινδιάνοι της Αµερικής, που τους εξόντωσαν οι λευκοί κατακτητές, µοιάζει σαν το παράπονο του µελλοθάνατου. Όταν  όµως το χρησιµοποιούν οι Σιωνιστές του Ισραήλ (ο Θεός µέσω του Μωυσή µας έδωσε αυτή τη γη πριν χιλιάδες χρόνια και εµείς σήµερα την απελευθερώσαµε από τους Παλαιστίνιους εισβολείς), το επιχείρηµα γίνεται εξαιρετικά πειστικό κάτω από τη σκιά της ισραηλινής αεροπορίας. Το δεύτερο επιχείρηµα ήταν το «γεωγραφικό» (τα νησιά του Αιγαίου και η δυτική Μικρά Ασία αποτελούν έναν ενιαίο γεωγραφικό και οικονοµικό χώρο… και αφού τα νησιά είναι ήδη ελληνικά, πρέπει να ενωθεί µαζί τους και η ανατολική ακτή του Αιγαίου). Να τονίσουµε σ’ αυτό το σηµείο ότι ακριβώς το ίδιο επιχείρηµα, αλλά αντεστραµµένα, χρησιµοποιούν σήµερα όλες οι φασιστικές οργανώσεις της Τουρκίας, για να διεκδικήσουν τα νησιά του Αιγαίου.

 Το βασικό επιχείρηµα όµως ήταν εθνολογικό. Ο Βενιζέλος χρησιµοποίησε µπροστά στο ύπατο συµβούλιο της Συνδιάσκεψης στατιστικούς δηµογραφικούς πίνακες, πλαστογραφώντας την πραγµατικότητα, για να δείξει ότι ο µικρασιατικός ελληνισµός –οι «αλύτρωτοι Έλληνες»– έφταναν το 25-30% του συνολικού πληθυσµού της τότε Τουρκίας και ήταν η απόλυτη πλειοψηφία στη δυτική Μικρά Ασία. Η επίσηµη απογραφή της οθωµανικής διοίκησης, που είχε γίνει το 1914, έδινε 11% στους ελληνορθόδοξους σε συνολικό πληθυσµό 15 εκατοµµυρίων, αλλά ακόµη και στην «απογραφή του Πατριαρχείου» του 1912 το ελληνορθόδοξο στοιχείο δεν ξεπερνούσε το 13%. Σε µια διπλωµατική προσπάθεια για συµβιβασµό, που έγινε στο Λονδίνο το 1921 (συνδιάσκεψη ειρήνης όπου συµµετείχε για πρώτη φορά και η Τουρκία), η τουρκική αντιπροσωπεία αµφισβήτησε ανοικτά τα δηµογραφικά στοιχεία της ελληνικής κυβέρνησης, υποστηρίζοντας ότι ούτε στη Σµύρνη δεν ήταν πλειοψηφία οι Έλληνες και στην ευρύτερη περιφέρεια ήταν συντριπτική η υπεροχή του µουσουλµανικού πληθυσµού, που ξεπερνούσε το 75%.[7] Για να λήξει η διαµάχη, έγινε πρόταση για τη συγκρότηση µιας διεθνούς επιτροπής ερευνών, για να εξετάσει την εθνολογική σύνθεση στην περιφέρεια του Αϊδινίου και την επαρχία της Σµύρνης. Η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε  άµεσα και κατηγορηµατικά. Είχε τους λόγους της. Η αποκάλυψη της αλήθειας για τη δηµογραφία της Σµύρνης οδήγησε κατευθείαν στο δηλητηριασµένο ερώτηµα «τότε γιατί πολεµάµε;», µε απρόβλεπτες συνέπειες όχι µόνο για την κυβέρνηση, αλλά και για το ίδιο το καθεστώς.

Υπήρχε τέλος ένα ακόµη τέταρτο επιχείρηµα, το ισχυρότερο απ’ όλα, που χρησιµοποιούσε ο Βενιζέλος. Ήταν ο ελληνικός στρατός, ο πιο ισχυρός που υπήρχε στην ευρύτερη περιοχή, µετά το τέλος του µεγάλου πολέµου και τη συνθηκολόγηση της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας και της Βουλγαρίας. Οι 11 µεραρχίες του πεζικού µε το βαρύ πυροβολικό τους και το ελληνικό ναυτικό δεν είχαν αντίπαλο.

Το σχέδιο του Βενιζέλου δεν βρήκε όµως οµόθυµη αποδοχή. Μόνο η βρετανική κυβέρνηση έβλεπε στη Μεγάλη Ελλάδα το συµµαχικό κράτος που θα κρατούσε ανοικτούς τους δρόµους της Βρετανίας µε τις αποικίες της και ότι το λιµάνι της Σµύρνης, µε τη σιδηροδροµική γραµµή προς τη Βαγδάτη, θα εξασφάλιζαν την πρόσβαση και την αξιοποίηση των πετρελαίων της Μοσούλης. Η Γαλλία, η Ιταλία και οι ΗΠΑ, από θέση συµφέροντος, ήταν ουσιαστικά ενάντια στη βρετανική στρατηγική, που χρησιµοποιούσε τον ελληνικό στρατό σαν εκτελεστικό βραχίονα.

Αλλά αντίθετες φωνές ακούστηκαν και από την πλευρά των εµπειρογνωµόνων. Ο Τσόρτσιλ, τότε υπουργός στρατιωτικών στην κυβέρνηση των φιλελευθέρων του Λόιντ Τζορτζ, χαρακτήρισε την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σµύρνη «deadly step» (θανάσιµο βήµα) και τελειώνει τις αναµνήσεις του για εκείνη την εποχή µε τη φράση «τότε που έληγε ο πόλεµος των γιγάντων και άρχιζαν οι έριδες των πυγµαίων». Ο αργότερα στρατάρχης και τότε στρατηγός Χένρυ Ουίλσον, που ήταν γνώστης της Μέσης Ανατολής και ήξερε πολύ καλά τις ικανότητες και τον εθνικισµό των τούρκων αξιωµατικών (µάχες της Καλλίπολης το 1915 και Συρία το 916)  επέκρινε τις αποφάσεις του ύπατου συµβουλίου σαν «mad, bad and stupid» (παρανοϊκές, κακές και ηλίθιες).[8]

Πιο αποκαλυπτική όµως ήταν η διαφωνία Βενιζέλου- Μεταξά λίγα χρόνια πριν την απόβαση, όταν ο Μεταξάς ήταν επικεφαλής του γενικού επιτελείου στρατού. Ο Μεταξάς είχε σηµειώσει τότε:

«…ανέπτυξα την γνώµην µου, ότι η Μικρά Ασία έχει µεγάλην πλειονότητα τουρκικού πληθυσµού απέναντι πολύ µειονεκτούντος ελληνικού πληθυσµού… Προσέτι, ότι το Ελληνικόν Κράτος δεν είναι σήµερον προητοιµασµένον δια την διοίκησιν και εκµετάλλευσιν τοιαύτης εκτεταµένης χώρας ως αποικίας…».

Η απάντηση του Βενιζέλου ήταν ότι τέτοια ευκαιρία δεν επρόκειτο να  ξαναπαρουσιαστεί και παρουσίασε την εικόνα µιας Μεγάλης Ελλάδας µε πλούσια γη στη Μικρά Ασία και κυριαρχία στο Αιγαίο.[9]

Αξίζει να προσέξουµε αυτή τη διαφωνία. Ο Μεταξάς τοποθετεί το ζήτηµα στη βάση «εκµετάλλευσιν τοιαύτης εκτεταµένης χώρας ως αποικίας» και δεν αναφέρει πουθενά τους «αλύτρωτους αδελφούς». Στη βάση αυτή δεν θεωρεί το σχέδιο ρεαλιστικό. Ο Βενιζέλος, αντί να διαµαρτυρηθεί για την παρεκτροπή του Μεταξά, επιχειρηµατολογεί για τη µοναδική ευκαιρία που έχει η Ελλάδα και προβάλλει το ιµπεριαλιστικό όραµα της Μεγάλης Ελλάδας στο µέλλον.

Τον Οκτώβριο του 1918, η Οθωµανική Αυτοκρατορία υπέγραψε µια ταπεινωτική ανακωχή (Ανακωχή του Μούδρου). Ήταν υποχρεωµένη να παραδώσει όλο τον βαρύ εξοπλισµό του στρατού και τον στόλο της. Τα Δαρδανέλια άνοιξαν σαν στρατιωτικός και εµπορικός δρόµος στις Μεγάλες Δυνάµεις, που είχαν επίσης το δικαίωµα να καταλαµβάνουν στρατιωτικά οποιοδήποτε στρατηγικό σηµείο της χώρας. Ταυτόχρονα όλες οι περιοχές από την Αίγυπτο µέχρι την Αρµενία µπήκαν κάτω από την κηδεµονία τους. Αλλά η πιο σοβαρή εξέλιξη ήταν η κατάληψη της Κιλικίας από τη Γαλλία, της Αττάλειας από την Ιταλία που πρόσβλεπε να επεκτείνει την κατοχή της µέχρι τη Σµύρνη, ενώ η Βρετανία απόκτησε τον έλεγχο των Στενών και την άµεση εποπτεία της κυβέρνησης του Σουλτάνου. Οι διαµάχες όµως των Μεγάλων Δυνάµεων για τη µοιρασιά της λείας, ιδιαίτερα µεταξύ Ιταλίας και Βρετανίας, οδήγησαν στην απόφαση για αποστολή ελληνικού στρατού στη Σµύρνη. Το καθήκον αυτής της αποστολής ήταν όµως περιορισµένο: η  επιβολή της τάξης και η προστασία των χριστιανικών πληθυσµών.

Μια σταυροφορία καθυστερηµένη

Ο Βενιζέλος άρπαξε την ευκαιρία και έστειλε τις πρώτες στρατιωτικές δυνάµεις, που αποβιβάστηκαν στη Σµύρνη στις 15 Μάη του 1919. «Εις τον Ελληνικόν Στρατόν έλαχεν ο ωραίος κλήρος να επιβάλη εις την Τουρκίαν τας θελήσεις της δικαιοσύνης και του πολιτισµού», έλεγε η ηµερήσια διαταγή του αρχιστράτηγου Παρασκευόπουλου στις 8 Ιούνη του 1920…

 Ήταν η πιο πανηγυρική µέρα του ελληνικού εθνικισµού. Ο µητροπολίτης Χρυσόστοµος και οι πρόκριτοι οργάνωσαν επίσηµη υποδοχή των ελληνικών στρατευµάτων σαν απελευθερωτές. Χιλιάδες του ελληνικού πληθυσµού τους επευφηµούσαν, την ώρα που έκαναν παρέλαση στην προκυµαία.

Όµως, η κατεύθυνση της παρέλασης δόθηκε προς την τουρκική συνοικία και το διοικητήριο, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι αφοπλισµένοι αξιωµατικοί και στρατιώτες του οθωµανικού στρατού. Επακολούθησε σφαγή εκατοντάδων τούρκων στρατιωτικών και πολιτών, που στη συνέχεια εξαπλώθηκε σαν κύµα ληστειών, βίας και βιασµών ενάντια στα κοντινά µουσουλµανικά χωριά.

Οι περιγραφές από ξένους διπλωµάτες και δηµοσιογράφους των γεγονότων στην προκυµαία προκάλεσαν σοκ στη δυτική φιλελεύθερη κοινή γνώµη. Μέχρι τότε ήξεραν για σφαγές µόνο από τους Οθωµανούς (Βουλγαρία 1876, Φώκαια 1914, Αρµενική γενοκτονία 1915), αγνοώντας επιδεικτικά την πολιτική εθνοκάθαρσης που είχε εφαρµοστεί πάνω στους µουσουλµανικούς πληθυσµούς µε τους βαλκανικούς πολέµους ή ακόµη περισσότερο τη δικιά τους βία της αποικιοκρατικής διοίκησης σε όλο τον Τρίτο Κόσµο. Ο συγγραφέας Λουί ντε Μπερνιέρ, που ήταν παρών την ώρα της ελληνικής απόβασης και των γεγονότων που επακολούθησαν, διατύπωσε την εξής γνώµη:

«…µας λένε να ξαναχτίσουµε το Βυζάντιο. Γιατί; Ποιος ο λόγος; Μερικοί πιστεύουν µε τα σωστά τους ότι θα ξαναζωντανέψει, λέει, ο Μαρµαρωµένος Βασιλιάς! Τι να σκεφτεί κανείς για τον αρχιεπίσκοπο Χρυσόστοµο, που βγαίνει στην προκυµαία της Σµύρνης, χτυπάει τους τούρκους ζαπτιέδες µε την ποιµαντορική ράβδο και βάζει τους δικούς του να τους φτύνουν κατάµουτρα; Θα σας πω τι σκεφτήκαµε όλοι µας και γι’ αυτό δεν υπάρχει καµιά αµφιβολία. Σκεφτήκαµε ότι η απόβαση των Ελλήνων δεν ήταν σαν τις άλλες αποβάσεις των Συµµάχων, αλλά θύµιζε σταυροφορία που άργησε να γίνει. Σταυροφορία µε καθυστέρηση κάµποσων αιώνων…».[10]

Ο Arnold Toynbee, ένας πολύ γνωστός βρετανός φιλέλληνας και συντηρητικός φιλόσοφος της εποχής, µέσα από την εµπειρία της άµεσης µαρτυρίας που είχε από τις σφαγές, άλλαξε στρατόπεδο και µεταβλήθηκε σε ανθέλληνα. Η Συµµαχική Ανακριτική Επιτροπή που συστάθηκε αµέσως, µετά από έρευνα, καταδίκασε και στιγµάτισε την ελληνική πλευρά, αλλά δεν αναίρεσε την αποστολή των ελληνικών στρατευµάτων, που ήταν ο θανάσιµος φόβος του Βενιζέλου. Παρ’ όλα αυτά ο Βενιζέλος απαίτησε άµεσα στρατοδικείο, που αποφάσισε και εκτέλεσε τρεις Έλληνες (δύο εύζωνες και έναν πολίτη), καταδικάζοντας δεκάδες άλλους σε ισόβια δεσµά και σε ποινές κάθειρξης.

Το στίγµα όµως της προκυµαίας δεν µπορούσε να ξεπλυθεί µε τις αποφάσεις των στρατοδικείων. Για να κατορθώσει ο «στρατός των απελευθερωτών» να µείνει στη Σµύρνη, έπρεπε να παίξει το ρόλο του εγγυητή της ασφάλειας, του νόµου και της ισοτιµίας όλων των εθνοτήτων και θρησκευµάτων. Ποιος κατακτητής όµως µπορεί να εγγυηθεί αυτές τις δεσµεύσεις;

Ο Βενιζέλος, για να λύσει αυτό το άλυτο πρόβληµα, τουλάχιστον την πρώτη περίοδο της εντολής από τους συµµάχους, επέλεξε για προσωρινό κυβερνήτη της Σµύρνης, µε δικτατορικές εξουσίες, τον Στεργιάδη. Ο Στεργιάδης ήταν ένας κρατικός λειτουργός (καλύτερα θα λέγαµε τεχνοκράτης της εξουσίας) µε µεγάλη εµπειρία διοίκησης και πλούσια γνώση της µουσουλµανικής κουλτούρας. Ταυτόχρονα διακρινόταν για την ακεραιότητα και εντιµότητά του σε άµεση αντίθεση µε τη διεφθαρµένη ελληνική γραφειοκρατία και το κλίµα εξαχρείωσης που κυριαρχούσε στους ανώτερους κύκλους της κοινωνίας της Σµύρνης. Επιπλέον, το προηγούµενο ιστορικό του περιλάµβανε την απέχθειά του για τους πολιτικούς και τους παπάδες, ενώ παρέµενε ένας ακραίος κυνικός και συντηρητικός στις ιδέες και τις πράξεις του. Ήταν όµως ο µόνος που εµπιστευόταν ο Βενιζέλος, για να εφαρµόσει µια διοίκηση «ευνοµίας και τάξης» στη Σµύρνη και να λειτουργήσει σαν αντιπαράδειγµα στην Οθωµανική παράδοση. Και αυτό το αντιπαράδειγµα θα αξιοποιούνταν προς διπλή κατεύθυνση: η πρώτη για να κερδίσει την αποδοχή και τη νοµιµοφροσύνη των µουσουλµανικών µαζών και η δεύτερη για να πείσει τους ηγέτες των Μεγάλων Δυνάµεων ότι το ελληνικό κράτος µπορούσε να διοικήσει αλλόθρησκους και αλλοεθνείς πληθυσµούς.

Όµως αυτό το σχέδιο, ένα µείγµα εξαπάτησης του εχθρού και εξυπνάδας, δεν είχε καθόλου ρεαλισµό µέσα του. Ο εθνικισµός, κάθε είδους εθνικισµός, δεν ανέχεται την ισοτιµία και ισονοµία των εθνοτήτων. Αναγνωρίζει µόνο ανώτερα και κατώτερα έθνη, µε τα τελευταία να υπακούν και να υπηρετούν τους ανώτερούς τους. Ιδιαίτερα ο ελληνικός µεγαλοϊδεατισµός εκείνης της εποχής των εύκολων θριάµβων, ξεχείλιζε από αλαζονεία, από έλλειψη ανοχής προς τους νικηµένους και αχόρταγη πείνα για αρπαγές εδαφών και επέκταση. Έτσι τα έξυπνα σχέδια του Βενιζέλου ξεπεράστηκαν γρήγορα στην πράξη. Μέχρι τον Ιούλιο-Αύγουστο του 1920, όταν υπογράφηκε η Συνθήκη των Σεβρών, η διοίκηση Στεργιάδη έτρεχε πίσω από τη βία και την καταστροφή που εξαπέλυαν ο ελληνικός στρατός και οι τούρκοι και έλληνες Τσέτες (γιατί υπήρχαν και έλληνες Τσέτες).[11] Μετά την υπογραφή της συνθήκης όµως, δεν υπήρχε πια τίποτα να διορθωθεί. Ο πόλεµος κλιµακώθηκε και απέκτησε τη δική του αυτόνοµη δυναµική.

Τι περιείχε όµως η Συνθήκη των Σεβρών; Η Τουρκία έχασε το 80% των εδαφών της και ό,τι απόµεινε ήταν µια µικρή περιοχή στο κέντρο της Μικράς Ασίας. Ο διαµελισµός της Τουρκίας ολοκληρώθηκε µε την ίδρυση (αλλά πάντα υπό κηδεµονία) της ανεξάρτητης Αρµενίας. Τη µερίδα του λέοντος πήρε η Βρετανία, µε την επιβολή του καθεστώτος διοµολογήσεων  και οικονοµικών προνοµίων. Στην Ελλάδα παραχωρήθηκε η περιοχή της Σµύρνης (εκτός από τη δυτική και ανατολική Θράκη), που ανήκε στην περιφέρεια του Αϊδινίου, µε όρους άµεσης διοίκησης και όχι αστυνοµικής επιτήρησης, αλλά και µε την «υποχρέωση» µετά από πέντε χρόνια να διεξαχθεί δηµοψήφισµα για να αποφασίσει ο πληθυσµός για το µέλλον του. Τα Στενά µπήκαν κάτω από «διεθνή έλεγχο», εξαιρώντας κάθε παρέµβαση από την πλευρά της Τουρκίας. Επίσης η Τουρκία δεν θα είχε πια την ελευθερία να υπογράφει οικονοµικές συµφωνίες, χωρίς την προηγούµενη έγκριση των Μεγάλων Δυνάµεων.

 Ήταν η τελευταία συνθήκη που υπογράφηκε κάτω από τη σκέπη της  Συνδιάσκεψης της Ειρήνης στο Παρίσι. Είχαν προηγηθεί η περιβόητη συνθήκη των Βερσαλλιών µε τη Γερµανία και οι ανάλογες µε την Αυστρία και τη Βουλγαρία. Καταρχήν ήταν µια συνθήκη που επέβαλαν οι νικήτριες ιµπεριαλιστικές δυνάµεις στην Οθωµανική Αυτοκρατορία και άρα δεν θα µπορούσε να έχει τίποτα το δίκαιο και απελευθερωτικό. Και φυσικά προωθούσε όχι την ειρήνη στην περιοχή, αλλά τον πόλεµο. Όποιος θέλει να υποστηρίξει σοβαρά τον προοδευτικό χαρακτήρα της Συνθήκης των Σεβρών, πρέπει να µιλήσει προηγουµένως για τον χαρακτήρα του Α΄  Παγκοσµίου Πολέµου (ήταν πόλεµος απελευθερωτικός και δηµοκρατικός ή  ήταν ιµπεριαλιστικός και κατακτητικός;) και να αποδείξει ότι ήταν πόλεµος δίκαιος για τους λαούς και τους νικητές…

 Ο Κλεµανσό, ο πρωθυπουργός της Γαλλίας, χαρακτήρισε τη συνθήκη «εύθραυστη σαν πορσελάνη», προσφέροντας έτσι και τη δεύτερη διάσταση της Συνθήκης των Σεβρών. Για να µη µείνει η συνθήκη µια «χάρτινη νίκη» για την Ελλάδα, έπρεπε να ισχύσουν τρεις προϋποθέσεις. Η πρώτη ήταν ότι έπρεπε να υπάρχει συνεργασία των Μεγάλων Δυνάµεων για να διατηρηθεί η συµφωνία και όχι ο οξύτατος ανταγωνισµός που ξέσπασε αµέσως µετά, για τον έλεγχο των πετρελαίων. Η δεύτερη ήταν ότι η ελληνική διοίκηση του Στεργιάδη έπρεπε να είχε επιβάλει, στη ζώνη που έλεγχε, ένα καθεστώς ισονοµίας και ανοχής, που θα γεννούσε θετικές προσδοκίες στους µουσουλµανικούς πληθυσµούς. Αυτό προσπαθήσαµε να δείξουµε ότι ήταν ακατόρθωτο. Και η τρίτη προϋπόθεση ήταν ότι ο τούρκικος λαός θα έπρεπε να υποταχθεί στη µοίρα του και να αποδεχτεί την κατοχή και τον διαµελισµό της χώρας του. Η ιστορία απέδειξε ότι καµία τέτοια προϋπόθεση δεν ίσχυσε…

Το Εθνικό Κίνηµα των Τούρκων

«Πρέπει να φορέσουµε τα χωριάτικα παπούτσια µας. Πρέπει να αποσυρθούµε στα βουνά, πρέπει να υπερασπίσουµε τη χώρα µας ως τον τελευταίο βράχο. Αν είναι θέληµα Θεού να νικηθούµε, πρέπει να βάλουµε φωτιά σε όλα τα σπίτια µας, σε όλα τα υπάρχοντα µας, πρέπει να µετατρέψουµε τη χώρα σε ερείπια και να την αφήσουµε άδεια σαν έρηµο». Κεµάλ.[12]

Οι απώλειες της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσµιο Πόλεµο ήταν πολλές εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες και στρατιώτες. Οι περισσότεροι όµως ήταν άµαχοι που πέθαναν από τις κακουχίες και τις ασθένειες. Το οθωµανικό σύστηµα διοίκησης είχε καταρρεύσει, αλλά ο τούρκικος στρατός είχε διατηρήσει µια συνοχή και πειθαρχία. Έτσι κι αλλιώς ο στρατός, που είχε πολεµήσει σε διάφορα µέτωπα, δεν είχε υποστεί καµία ταπεινωτική ήττα και οι απώλειές του ήταν σχετικά µικρές. Απ’ την άλλη είχε κάποιες νίκες, όπως αυτή στην Καλλίπολη το 1915 απέναντι στα βρετανικά στρατεύµατα.

Είναι γεγονός ότι η Οθωµανική Αυτοκρατορία ψυχορραγούσε τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού. Η τελευταία προσπάθεια για τη διάσωσή της ήταν το κίνηµα των Νεότουρκων. Το πρόγραµµά τους στόχευε στη µεταρρύθµιση της αυτοκρατορίας, µε έµφαση στην εθνική οµογενοποίηση. Τακτική τους ήταν η αντιπολίτευση µέσα στα όρια των θεσµών. Ποτέ δεν διαµόρφωσαν άποψη για τα δηµοκρατικά και κοινωνικά ζητήµατα και την κινητοποίηση των µαζών για τη λύση τους. Ο Α΄ Παγκόσµιος Πόλεµος σηµάδεψε το τέλος τους. Σφαγές µειονοτήτων, µε πιο ακραία τη Γενοκτονία των Αρµενίων, ίντριγκες και δολοφονίες των πολιτικών τους αντιπάλων (µέχρι και ο Κεµάλ είχε µπει στους στόχους τους), συνθηκολόγηση και λιποταξία ήταν ο ιστορικός απολογισµός.

Το νέο εθνικό κίνηµα της Τουρκίας ήταν, όµως, διαφορετικό. Ξεκινούσε από τα κάτω. Η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σµύρνη και η σφαγή στην προκυµαία λειτούργησαν σαν ηλεκτρική εκκένωση που διαπέρασε ένα µεγάλο µέρος του µουσουλµανικού κόσµου µέσα και έξω από την Τουρκία. Η διαδήλωση στην Κωνσταντινούπολη  τις επόµενες µέρες (23 Μάη) ήταν τεράστια. Συγκεντρώθηκαν δεκάδες χιλιάδες κόσµου.[13] Ταυτόχρονα σχηµατίστηκαν δεκάδες επιτροπές εθνικής αντίστασης ενάντια στην ξένη κατοχή και εξάπλωσαν τη δράση τους σε όλη τη χώρα. Αυτός ο µαζικός αναβρασµός έψαχνε να βρει τον πολιτικό του εκφραστή και τον βρήκε στο  εθνικό κίνηµα του Κεµάλ.

Ο κεµαλισµός συγκροτήθηκε σαν κίνηµα περνώντας µέσα από διάφορους σταθµούς. Τον Ιούλη του 1919, στο συνέδριο του Ερζερούµ διατυπώθηκε για πρώτη φορά η εθνική πλατφόρµα που ήταν πατριωτική, αντιιµπεριαλιστική και µουσουλµανική, ενώ οι κοινωνικές και δηµοκρατικές διεκδικήσεις υποτάχθηκαν στον εθνικό αγώνα. Τον Σεπτέµβρη στη Σεβάστεια, το συνέδριο επέµεινε στην ίδια εθνική γραµµή ανεξαρτησίας και εξελέγει για δεύτερη φορά αντιπροσωπευτική επιτροπή. Αλλά οι (τελευταίες) οθωµανικές εκλογές τον Δεκέµβρη του 1919, µε τον θρίαµβο των κεµαλικών, µετέτρεψαν το κίνηµα σε κυρίαρχη εθνική δύναµη. Όταν τον Απρίλη του 1920, η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση, που συνεδρίασε για πρώτη φορά στην Άγκυρα, εξέλεξε για πρόεδρο τον Κεµάλ, απέκτησε και πολιτική εξουσία.

Η Εθνοσυνέλευση έδειξε τις κοινωνικές δυνάµεις που συντάσσονταν µε το κεµαλικό εθνικό κίνηµα. Οι µισοί αντιπρόσωποι ήταν γραφειοκράτες και στρατιωτικοί. Οι επαγγελµατίες, οι έµποροι και οι γαιοκτήµονες αποτελούσαν σχεδόν το 40% και το υπόλοιπο ήταν κυρίως από θρησκευτικούς ηγέτες.[14]

Η κοινωνική σύνθεση και η εθνική διακήρυξη της Εθνοσυνέλευσης δεν άφηνε καµιά αµφιβολία για την ηγεσία. Ήταν η ανερχόµενη αστική τάξη σε συµµαχία µε τον στρατό. Όµως το 1921, πριν ακόµη ξεκινήσουν οι µεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις µε αντίπαλο τον ελληνικό στρατό, οι κεµαλικοί εκκαθάρισαν τα µετόπισθεν, διαλύοντας την «πράσινη αντιπολίτευση» των αγροτών-ανταρτών που διεκδικούσαν διανοµή των τσιφλικιών, και εξουδετέρωσαν την κοµουνιστική αριστερά µε οργανωµένες δολοφονίες των ηγετών της.

 Έτσι, όταν ανακοινώθηκε η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, η διαµελισµένη και υπό κατοχή Τουρκία είχε συγκροτήσει το εθνικοαπελευθερωτικό της µέτωπο, είχε βρει τον νέο της αρχηγό και τη νέα της πρωτεύουσα. Ήταν σχεδόν έτοιµη για τον άγριο πόλεµο που θα επακολουθούσε.

Πόλεµος και καταστροφή

Ο πόλεµος, µετά τη Συνθήκη των Σεβρών, κλιµακώθηκε γρήγορα. Ο ελληνικός στρατός έπρεπε να επιβάλλει την ειρήνη µε τα όπλα, την ειρήνη των ιµπεριαλιστών. Σε κάποια στιγµή εθνικού µεγαλείου, η κυβέρνηση Γούναρη είχε δηλώσει απερίσκεπτα ότι ο ελληνικός στρατός είχε απελευθερώσει επταπλάσια εδάφη από τη ζώνη της Σµύρνης, που είχαν αποδώσει στην Ελλάδα. Ο «Ριζοσπάστης» είχε χλευάσει τότε αυτή τη δήλωση και είχε καταγγείλει ταυτόχρονα ότι στα «απελευθερωµένα εδάφη» δεν υπήρχε ίχνος χριστιανισµού και πολύ περισσότερο ελληνισµού.[15] Στο αντίθετο στρατόπεδο, ο κεµαλικός στρατός έβαζε ως στόχο, από τη δική του πλευρά, να υπερασπίσει την πατρίδα του, να διώξει τους κατακτητές και να ανατρέψει τη Συνθήκη των Σεβρών.

Ο πόλεµος στις χρονιές 1921-1922  ξέφυγε από κάθε µέτρο και  µετατράπηκε σε πόλεµο εκµηδένισης και από τις δύο πλευρές. Δεν υπήρχαν πια αιχµάλωτοι και δεν υπήρχε διάκριση µεταξύ στρατιωτών και πολιτών, δεν υπήρχαν κανόνες πολέµου. Το σύνθηµα που κυριάρχησε και στους δύο αντιπάλους ήταν «ή αυτοί ή εµείς». Σε τέτοιου είδους πόλεµο, οι νικηµένοι πληρώνουν πολύ περισσότερο, µε τη µαζική σφαγή που επακολουθεί. Η Σµύρνη αποτέλεσε παράδειγµα εθνοκάθαρσης. Ο Κεµάλ δεν είχε δώσει τέτοια εντολή, αλλά επίσης δεν τη σταµάτησε… Το αίµα των αµάχων έπνιξε κάθε σπόρο δηµοκρατικής συνείδησης για πάντα, µέσα στο κεµαλικό εθνικό κίνηµα.

Ο Γιώργος Θεοτοκάς το 1929 έγραψε στο «Ελεύθερο Πνεύµα»: «Οι πρεσβύτεροί µας βούλιαξαν στο λιµάνι της Σµύρνης όχι µόνο τις δυνάµεις, αλλά και τα ιδανικά τους και την αυτοπεποίθησή τους». Στην προκειµένη περίπτωση δεν µας ενδιαφέρουν τόσο οι συνέπειες της συντριβής «των πρεσβυτέρων µας» όσο ο τρόπος και τα πραγµατικά θύµατα. Γιατί το λιµάνι της Σµύρνης ξέβραζε πτώµατα αµάχων επί µήνες µετά την καταστροφή,  αλλά ξέβρασε και το κουφάρι της Μεγάλης Ιδέας και του µύθου για την «απελευθέρωση των σκλάβων αδελφών µας»… Και ο τρόπος ήταν ατιµωτικός µε την πλήρη σηµασία του όρου. Πρώτα και κύρια γιατί ο ελληνικός στρατός έφυγε µια βδοµάδα πριν από την είσοδο του τουρκικού στρατού στη Σµύρνη και δεν οργάνωσε ούτε µια στοιχειώδη άµυνα για να υπερασπίσει τον άµαχο πληθυσµό, ως όφειλε και όπως µπορούσε. Δεύτερο, γιατί δεν ενδιαφέρθηκε να στείλει ούτε ένα πλοίο για να παραλάβει πρόσφυγες από την προκυµαία, την ώρα της µεγάλης σφαγής. Τρίτο, γιατί η κυβέρνηση και η βουλή, οµόφωνα, απαγόρευσαν την έλευση στην Ελλάδα των Μικρασιατών, για να µη δηµιουργηθεί προσφυγικό ζήτηµα, καταδικάζοντάς τους έτσι στην εξόντωση.

Συµπεράσµατα

Ξαναγυρίζουµε στην αρχή. Γιατί πήγαµε στη Μικρά Ασία; Γιατί πολεµήσαµε; Πήγαµε µε αντάλλαγµα κοµµάτια από τον διαµελισµό της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Με τι πρόσχηµα; Την «απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών µας». Πώς πήγαµε; Σαν φτηνοί µισθοφόροι. Ποιο ήταν το αποτέλεσµα; Ήταν η καταστροφή του µικρασιατικού ελληνισµού.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ   

1. Νίκος Ψυρούκης, «Η µικρασιατική καταστροφή».

2. Ν. Ψυρούκης, «Η µικρασιατική καταστροφή».

3. Γ. Μαυρογορδάτος, «1915: Ο Εθνικός Διχασµός», και Γ. Μικρούδης, «1919: Το µετέωρο βήµα στη Μικρασία».

4. Ν. Ψυρούκης, «Η µικρασιατική καταστροφή».

5. Μ. Σµιθ, «Το όραµα της Ιωνίας».

6. Β. Τζανακάρης, «Σµύρνη: 1919-1922».

7. Αrnold Toynbee, «Το Δυτικό Ζήτηµα µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας».

8. Β. Τζανακάρης, «Σµύρνη: 1919-1922».

9. Μ. Σµιθ, «Το όραµα της Ιωνίας». 

10. Β. Τζανακάρης, «Σµύρνη:1919-1922».

11. Αrnold Toynbee, «Το Δυτικό Ζήτηµα µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας».

12. Β. Τζανακάρης, «Σµύρνη: 1919-1992».

13. Σια Αναγνωστοπούλου, «Ο Αγώνας Ανεξαρτησίας των Τούρκων».

14. Σία Αναγνωστοπούλου, « Ο Αγώνας Ανεξαρτησίας των Τούρκων».

15. Μ. Λυµπεράτος, « Η διαµάχη στην Ελλάδα σχετικά µε τη µικρασιατική εκστρατεία.  Βασιλικοί-Βενιζελικοί και η εναντίωση του Μεταξά και του ΚΚΕ» και Πέτρος Τσάγκαρης, «η Μικρασιατική Εκστρατεία» (σε τέσσερις συνέχειες) στα φύλλα 390-391-392-394 της Εργατικής Αριστεράς.

Συντάκτης
Πανάγος Λίλλης