Το πεντάμηνο Μάιος-Οκτώβριος, με τις εκλογικές αναμετρήσεις του, προσφέρεται για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Αρκεί η περίοδος αυτή να ιδωθεί «πέρα από τη σκόνη του βραχέος χρόνου» - στο σύνολο και την ενότητά της, όχι επιλεκτικά ή με βάση επιμέρους στοιχεία (π.χ. ήττα Μπακογιάννη).
Ένα από αυτά είναι ότι ζούμε σε εποχή που ο καπιταλισμός και οι κυβερνήσεις του –της ΝΔ, εν προκειμένω-, έχοντας ως σημαία τα συμφέροντα του κεφαλαίου και το πλαίσιο της ΕΕ εξορμούν και θα εξορμούν απέναντι στον κόσμο της εργασίας, το περιβάλλον, τις ελευθερίες με την ίδια δολοφονική μανία με την οποία τα βομβαρδιστικά και τα τανκς του κράτους του Ισραήλ εξορμούν εναντίον των Παλαιστινίων. Η καταστροφική τους μανία αποτυπώνεται στα κύματα ακρίβειας και ελαστικής εργασίας, πολέμων και προσφυγιάς, πλημμυρών και πυρκαγιών, καταστολής και ψηφιακής επιτήρησης-χειραγώγησης.
Εντός αυτού του πλαισίου, τα περιθώρια για «ενδιάμεσες λύσεις», win win πειράματα, ξαναζεσταμένες σοσιαλδημοκρατικές σούπες ή επιλογές «μικρότερου κακού» είναι πρακτικά ανύπαρκτα. Το απέδειξε η κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία σε προεκλογική περίοδο προώθησε το εργασιακό τερατούργημα Γεωργιάδη και εισέπραξε το αποτέλεσμα του β΄ ως «μήνυμα για να επιταχύνει το μεταρρυθμιστικό [διάβαζε αντιλαϊκό] της πρόγραμμα». Το απέδειξε ο Δούκας, σπεύδοντας λίγο μετά τη νίκη του να δηλώσει ότι δεν θα ακυρώσει τις πλέον κρίσιμες επιλογές Μπακογάννη. Το απέδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ που, αφού μετέτρεψε το «όχι» του δημοψηφίσματος σε μνημόνια, κατέληξε με τη συστημική του αντιπολίτευση και να καταποντιστεί και να στρώσει τον δρόμο στη ΝΔ και να αλωθεί από έναν υμνητή της επιχειρηματικότητας. Το αποδεικνύει και η τεράστια αποχή, η οποία τροφοδοτείται τόσο από τη δυσαρέσκεια απέναντι στην άθλια κοινωνική πραγματικότητα και την απαξίωση του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος (θεσμοί, κόμματα κ.λπ.) όσο και από την απουσία μιας ελκτικής αντικαπιταλιστικής εναλλακτικής, που θα καταγράφεται στο πεδίο των ιδεών, της πολιτικής, της κινηματικής πράξης, της στρατηγικής στόχευσης.
Αν κάτι αναδεικνύουν τα παραπάνω είναι ακριβώς η ανάγκη να οικοδομηθεί με όρους μαζικούς μια ανατρεπτική αντικαπιταλιστική γραμμή και πρακτική – η μόνη που μπορεί να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά στις ερπύστριες του σύγχρονου καπιταλισμού, της ΕΕ, των αστικών κυβερνήσεων, των πολέμων, των περιβαλλοντικών καταστροφών, του ακροδεξιού-φασιστικού εσμού, να διεκδικήσει και να επιβάλει λύσεις προς όφελος των εργαζομένων και των νέων τόσο άμεσα, στην καθημερινότητα όσο και μακροπρόθεσμα. Η διατύπωση, βέβαια, μιας γραμμής και μόνο, χωρίς γείωση σε εργασιακούς χώρους και γειτονιές και στην αγωνιστική κίνηση των μαζών, χωρίς διαμόρφωση μετωπικών φορέων που την υπηρετούν, χωρίς αξιακό-θεωρητικό πλαίσιο που θα την τροφοδοτεί και το το νεύρο της κομμουνιστικής χειραφέτησης που θα την εμπνέει είναι αδύνατο να κλονίσει την αστική κυριαρχία και τις κυβερνήσεις του κεφαλαίου.
Τα αποτελέσματα των δημοτικών-περιφερειακών εκλογών δείχνουν ότι το «στοίχημα» αυτό μπορεί να κερδηθεί. Παρά τις διαφορές τους, τα σχήματα που κατήλθαν στον εκλογικό στίβο με ταυτότητα ριζοσπαστική, αντιδιαχειριστική, αντίθεσης στην πολιτική του κεφαλαίου και την ΕΕ σε τοπικό και κεντρικό επίπεδο συγκέντρωσαν μια όχι ευκαταφρόνητη υποστήριξη. Φυσικά το πολύ πρόσφατο σοκ των εκλογών του Ιουνίου δεν επιτρέπει πανηγυρισμούς ούτε φρούδες ελπίδες πως αρκούν η δυσαρέσκεια από τις πλημμύρες ή τον μεγάλο περίπατο, π.χ., και κάποιοι αγώνες για να αντιστραφεί ο ρους τον πραγμάτων για την αντικαπιταλιστική αριστερά. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που τα πλήγματα που δέχθηκε η ΝΔ στον β΄ γύρο δεν σηματοδοτούν σοβαρό κλονισμό της πολιτικής πρωτοκαθεδρίας της – ειδικά όταν «απέναντί» της έχει τον συστημικό ΣΥΡΙΖΑ (με ή χωρίς Κασσελάκη), το ΠΑΣΟΚ και τα ακροδεξιά και φασιστικά μορφώματα.
Πλέον είναι φανερό ότι ένα νέο τοπίο έχει διαμορφωθεί. Τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα θα οξύνονται, τα τύμπανα του πολέμου θα ηχούν πιο συχνά, τα πλήγματα στις ελευθερίες θα πολλαπλασιάζονται. Αυτή θα είναι η πολιτική των «πάνω» και φυσικά της ΝΔ, ακόμη κι αν στις εκλογές προσέρχεται το 50% ή και 30% των ψηφοφόρων - τους αρκεί για να εκλέγουν κυβερνήσεις ή δημάρχους που θα προωθούν την πολιτική τους. Ταυτόχρονα θα εντείνονται οι διεργασίες-αναζητήσεις στον κόσμο που ασφυκτιά και μάχεται για μια άλλη κατεύθυνση με βάση τις ανάγκες του. Τέλος, θα εντείνεται το ερώτημα αν και ποια Αριστερά χρειάζεται – ερώτημα που διαπερνά τόσο τον κόσμο των εντός κι εκτός κοινοβουλίου δυνάμεων που μιλούν στο όνομα της Αριστεράς όσο και ένα διάσπαρτο δυναμικό αγωνιστών του κινήματος. Η καταφυγή στο «αποκούμπι» του ΚΚΕ ούτε τις «ανάσες» που υπόσχεται ο Περισσός μπορεί να εξασφαλίσει (αρκεί να σκεφτεί κανείς τη σύμβαση που υπέγραψε το Συνδικάτο Οικοδόμων για ημερομίσθιο 27 ευρώ μόνο!) ούτε αποτελεί πραγματικά χρήσιμη για τον λαό και απειλητική για το σύστημα επιλογή. Το ίδιο αναποτελεσματικό είναι ένα συνονθύλευμα που θα περιλαμβάνει από τους αντικασσελακικούς του ΣΥΡΙΖΑ, το ΜΕΡΑ25 και τη ΛΑΕ (δυνάμεις διαχειριστικές στην καλύτερη περίπτωση) έως τη ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά, καταπίνοντάς της και ακυρώνοντας τον δικό της δρόμο, τη στιγμή που είναι πιο αναγκαίος από ποτέ και που η δυνατότητες να «περπατηθεί» μαζικά από εργαζόμενους και νέους παραμένουν ενεργές ή και αυξημένες. Ίσως φαίνεται δύσκολος αυτός ο δρόμος, είναι όμως πολύ πιο χρήσιμος και συναρπαστικός από αναπαλαιώσεις λογικών και πρακτικών οι οποίες ιστορικά έχουν αποτύχει όχι μία αλλά πολλές φορές.