Η Ευρώπη, ο πόλεμος και το «πνεύμα του 1914»

Φωτογραφία

Πριν μερικούς μήνες, το αμερικανικό περιοδικό Monthly Review επανακυκλοφόρησε μια σειρά κειμένων του Φρίντριχ Ένγκελς για τον πόλεμο και το ζήτημα του αφοπλισμού.
 

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Μπράις Φερνάντεζ*

Αν και τα προφητικά κείμενα της Ρόζα Λούξεμπουργκ είναι παραδοσιακά πιο διάσημα, οι στοχασμοί του Ένγκελς πάνω στο «αναπόφευκτο» του πολέμου δείχνουν ότι το σοσιαλιστικό κίνημα δεν είχε διαποτιστεί τόσο από το σπιράλ ηλιθιότητας που οδήγησε τις ηγεσίες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων να δώσουν ενεργητική συναίνεση στις σφαγές του 1914:

"Ένας πόλεμος με 10-15 εκατομμύρια ενόπλους, η ανείπωτη καταστροφή που θα υπάρξει και μόνο για να εξασφαλιστεί η διατροφή τους, η καθολική και βίαιη καταστολή του κινήματός μας, η ανάδυση του σωβινισμού σε όλες τις χώρες και -τελικά- μια αποδυνάμωση 10 φορές χειρότερη από εκείνη μετά το 1815. Μια περίοδος αντίδρασης, βασισμένη στην εξάντληση όλων των λαών που θα έχουν αιμορραγήσει - όλα αυτά, απέναντι σε μια ελάχιστη ελπίδα ότι αυτός ο σκληρός πόλεμος μπορεί να οδηγήσει σε επανάσταση.
Αυτό με γεμίζει με τρόμο". 
Ένγκελς, επιστολή στον Πολ Λαφάργκ, 1888

Ο  Ένγκελς ταλαντευόταν ανάμεσα στο φόβο ότι ο πόλεμος θα αποτελούσε ένα μη αναστρέψιμο πισωγύρισμα για τον πολιτισμό και στην «ελάχιστα αισιόδοξη» ιδέα μιας επανάστασης ως συνέπεια του πολέμου. Ο φόβος του απέναντι στην καταστροφή τον ώθησε να προτείνει ως καθήκον του εργατικού κινήματος το ζήτημα του αφοπλισμού, με στόχο να αποδυναμωθεί ο μιλιταρισμός και οι ένοπλες δυνάμεις, που θα αντικαθίσταντο από μορφές λαϊκής πολιτοφυλακής. Σε αυτό το ζήτημα ο Ένγκελς δεν είχε αυταπάτες: ο πόλεμος θα απλωνόταν σε όλη την Ευρώπη, αλλά και στο εσωτερικό των κρατών, επιφέροντας άγρια καταστολή ενάντια στην εργατική τάξη. 
Δυστυχώς, αυτά τα λόγια του Ένγκελς δεν ταίριαζαν στη στρατηγική «σταδιακής συσσώρευσης δυνάμεων» που ακολουθούσε η σοσιαλδημοκρατία πριν το 1914. Ενώ οι αποφάσεις της καταδίκαζαν τον πόλεμο και καλούσαν ακόμα και σε προετοιμασίες για ένα τέτοιο ενδεχόμενο ώστε να απαντηθεί με τη γενική απεργία, η Δεύτερη Διεθνής, με την εξαίρεση της ριζοσπαστικής της πτέρυγας, ανέχθηκε την εξωτερίκευση του πολέμου μέσω της αποικιοποίησης της Αφρικής και της Ασίας, ενώ η διατήρηση της ταξικής της ανεξαρτησίας μεταφραζόταν σε έναν συντηρητισμό που δεν αντιπάλευε καθημερινά την μιλιταριστική κούρσα στην οποία είχαν μπει τα ευρωπαϊκά κράτη. Η σοσιαλδημοκρατία αναγνώριζε ότι ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος στον καπιταλισμό, αλλά προετοιμαζόταν μόνο τυπικά για την έλευση εκείνης της μέρας. Οι προειδοποιήσεις της Ρόζας Λούξεμπουργκ ενάντια στον «παθητικό ριζοσπαστισμό» που κρυβόταν στις αποφάσεις της Δεύτερης Διεθνούς αποδείχθηκαν ακριβείς. Όχι μόνο γιατί αυτές οι αποφάσεις δεν μετατράπηκαν σε δράση όταν οι κυβερνήσεις ανακοίνωσαν το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου, αλλά και γιατί οι ίδιες διακατέχονταν, ακόμα κι αν δεν το παραδέχονταν επίσημα, από το «πνεύμα του 1914».    
Ένας από τους λόγους αυτής της άρνησης παραδοχής είχε εκφραστεί από τον Κάουτσκι στο βιβλίο του «Ο Δρόμος προς την Εξουσία», στο οποίο ισχυριζόταν ότι «ο ιμπεριαλισμός είναι η μόνη προοπτική που ο καπιταλισμός μπορεί ακόμα να προσφέρει στους υποστηρικτές του». Ο παλιός Πάπας του Μαρξισμού πίστευε ότι αυτή η προοπτική επηρέαζε μόνο τις μεσαίες τάξεις, αλλά η αλήθεια είναι ότι αυτό το πνεύμα μη-ενεργής αντίστασης σε μια καπιταλιστική ανάπτυξη που βασιζόταν στο μιλιταρισμό, είχε επίσης διαπεράσει πλατιά στρώματα του σοσιαλιστικού κινήματος. Ο μιλιταρισμός συνοδευόταν από τη λεηλασία εκτός ευρωπαϊκών συνόρων, από την εκβιομηχάνιση, από ορισμένα υλικά οφέλη για ένα διεφθαρμένο στρώμα του εργατικού κινήματος και από την αίσθηση ενός κινδύνου που είναι μακρινός και που φαινόταν να αντιμετωπίζεται με αντιπολεμικά ψηφίσματα.  
Με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου, οι παλιές προβλέψεις του Ένγκελς επαληθεύτηκαν. Χρόνια μετά τη μεγάλη σφαγή που ξεκίνησε το 1914, όταν αυτό που αργότερα ονομάστηκε Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος φαινόταν ακόμα απίθανο, ένας διαυγής Περουβιανός σοσιαλιστής με το όνομα Χοσέ Κάρλος Μαριατέγκι προειδοποίησε: 
«Τίποτε δεν είναι πιο μεταδοτικό από την τάση να αποφεύγεται μια σοβαρή και αντικειμενική εκτίμηση των πολεμικών κινδύνων. Η εμπειρία του 1914 φαίνεται να υπήρξε, από αυτήν την άποψη, εντελώς άχρηστη: Πολλοί άνθρωποι φαντάζονται ότι, επειδή είναι πολύ καταστροφικός και φρικτός και καταδικάζεται από μια ηθική συνείδηση σε κίνηση (…), ο πόλεμος δεν μπορεί πλέον να εξαπολυθεί στον κόσμο. 
Αλλά μια εξέταση των οικονομικών πτυχών της παγκόσμιας πολιτικής καταδικάζει αναπόφευκτα αυτήν την παθητική εξάρτηση από αφηρημένες ή φανταστικές ηθικές δυνάμεις. Ο αγώνας ανάμεσα στους αντίπαλους ιμπεριαλισμούς κρατά ζωντανή την απειλή του πολέμου στον πλανήτη».
Δεκαετίες αργότερα, ο Βέλγος Μαρξιστής οικονομολόγος Ερνέστ Μαντέλ, βασιζόμενος στο έργο της Ρόζας Λούξεμπουργκ, πρότεινε να προστεθεί και η παραγωγή «μέσων καταστροφής» στο σχήμα του Μαρξ για την καπιταλιστική αναπαραγωγή, που βασίζεται στην αλληλεπίδραση μεταξύ των μέσων παραγωγής και των καταναλωτικών αγαθών. Με αυτόν τον τρόπο ο Μαντέλ ενσωμάτωσε τη λογική των εξοπλισμών στη λογική του καπιταλισμού, αρνούμενος έτσι τον τυχαίο χαρακτήρα της, σαν να εξαρτιέται αποκλειστικά από τις κακές προθέσεις της πολιτικής τάξης. 
Υπό τη διαρκή πίεση της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, το κεφάλαιο αναζήτησε μια αντισταθμιστική θέση αναπαραγωγής στην παραγωγή μέσων καταστροφής, οργανώνοντας αυτήν τη δυναμική ως «κρατική πολιτική». Η Ρόζα Λούξεμπουργκ μας υπενθύμιζε τον πολιτικό χαρακτήρα του μιλιταρισμού: 
«Τελικά, ο μοχλός αυτής της αυτόματης και ρυθμικής κίνησης της παραγωγής για τις ανάγκες του μιλιταρισμού βρίσκεται στα χέρια του ίδιου του κεφαλαίου, χάρη στους μηχανισμούς της κοινοβουλευτικής νομοθεσίας και του Τύπου, των οποίων η δουλειά είναι να δημιουργούν τη λεγόμενη κοινή γνώμη. Γι’ αυτό και το συγκεκριμένο πεδίο συσσώρευσης κεφαλαίου φαίνεται εκ πρώτης όψεως να έχει μια απεριόριστη δυνατότητα επέκτασης. Ενώ κάθε άλλη επέκταση των αγορών και των λειτουργικών βάσεων του κεφαλαίου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από ιστορικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες ανεξάρτητους από την επιρροή του κεφαλαίου, η παραγωγή για τον μιλιταρισμό αποτελεί ένα πεδίο του οποίου η διαδοχική επέκταση φαίνεται να συνδέεται με την ίδια την παραγωγή κεφαλαίου».
Ωστόσο, αυτή η κίνηση δεν καταφέρνει ποτέ να ξεπεράσει τις εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλισμού, μάλλον τείνει να τις επιταχύνει. Ο Μαντέλ μας υπενθύμιζε ότι μόνο μέσω της βίαιης καταστροφής των μέσων παραγωγής μπορεί το κεφάλαιο να ανακτήσει τα ποσοστά κέρδους του: Μια ανυπέρβλητη αντίφαση ενός συστήματος που εργάζεται για τον πόλεμο επειδή τον φέρει στους κόλπους του.  
Η επικαιρότητα του πολέμου (και της πάλης εναντίον του)
Επιχειρήσαμε, με εξαιρετικά συνοπτικό τρόπο, να σκιαγραφήσουμε κάποιες ιδέες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για παραλληλισμούς με την δική μας εποχή. 
Όπως προανήγγειλε ο Ένγκελς, η ανάπτυξη του καπιταλισμού συνεπάγεται μια αυξανόμενη καταστροφική δύναμη. Το τραγικό γεγονός της ανάπτυξης της ατομικής βόμβας σημάδεψε μια ολόκληρη μεταπολεμική γενιά αγωνιστ(ρι)ών. Αυτή η καταστροφική δυνατότητα μόνο αυξάνεται έκτοτε, αλλά έχει θαφτεί στη δημόσια συζήτηση. Όπως κατήγγειλε ο Μαριατέγκι, η ανάμνηση των καταστροφών του πολέμου είναι βραχύβια: Ο καπιταλισμός πάντα υπόσχεται ότι έχει πάρει το μάθημά του. 
Σήμερα, ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος μοιάζει αδιανόητος στο εσωτερικό των αποικιοκρατικών δημοκρατιών που έχουν συνηθίσει στην εξωτερίκευση του πολέμου, δηλαδή έχουν εμμονή με το να κρατούν τις πολεμικές συγκρούσεις όσο πιο μακριά γίνεται από την διαρκώς μειούμενη ευημερία τους, μεταθέτοντας το κόστος τους σε άλλους λαούς και χώρες. 
Όπως μας υπενθύμιζαν ο Ερνέστ Μαντέλ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η βιομηχανία των όπλων είναι ένα δομικό μέρος της δυναμικής της καπιταλιστικής συσσώρευσης και συνεπώς διαπερνά ολόκληρο το πολιτικό-ιδεολογικό σύστημα του κεφαλαίου. Σήμερα, η «πράσινη εκανεκβιομηχάνιση» έχει μεταλλαχθεί -χωρίς καμιά αντίρρηση από τα κεντροαριστερά και δεξιά κόμματα που κυβερνούν στην Ευρώπη- σε μια εκστρατεία επαναστρατιωτικοποίησης και ενίσχυσης του ΝΑΤΟ.
Οι υστερικές ανακοινώσεις των αρχουσών τάξεων της Ευρώπης είναι η αντανάκλαση μιας ιστορικής εποχής την οποία ο καπιταλισμός, όπως πάντα, υποσχόταν ότι έχει αφήσει πίσω του. Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, πρόεδρος της Κομισιόν, διακήρυξε ανοιχτά ότι «η Ευρώπη πρέπει να προετοιμαστεί για πόλεμο». Ήταν ένα διευκρινιστικό συμπλήρωμα στις δηλώσεις του Μακρόν που απειλούσε να στείλει στρατιώτες στην Ουκρανία για να υπερασπιστεί τον «ευρωπαϊκό κήπο», όπως τον είχε χαρακτηρίσει ο Ζοζέπ Μπορέλ [στμ: ο υπεύθυνος Εξωτερικής Πολιτικής και Ασφάλειας της ΕΕ, σε δηλώσεις που τον αντιπαρέβαλε με τη «ζούγκλα» γύρω του]. 
Η ενδοϊμπεριαλιστική σύγκρουση στην Ουκρανία λειτούργησε ως καταλύτης για όλες τις λανθάνουσες τάσεις του συστήματος, τάσεις που δεν πρόκειται να εξαφανιστούν βραχυπρόθεσμα. Αυτές θα παροξυνθούν ό,τι κι αν συμβεί, ανεξάρτητα από την έκβαση αυτού του διαβόητου πολέμου. Ο θάνατος Ουκρανών και Ρώσων εργατών στο όνομα της ελευθερίας και του εθνοτικού εθνικισμού είναι μια άλλη, τραγική, όψη της διαδικασίας αποδημοκρατικοποίησης των ευρωπαϊκών κοινωνιών και του εφησυχασμένου κυνισμού που δείχνει το πολιτικό κατεστημένο μπροστά στη βίαιη γενοκτονία που παρακολουθούμε να συμβαίνει ζωντανά στην Παλαιστίνη. 
Η ύπαρξη αυτών των δυναμικών πολέμου δεν πρέπει να μας οδηγήσει στην αδράνεια. Το γεγονός ότι οι πόλεμοι είναι αναπόφευκτοι στον καπιταλισμό δεν θα πρέπει να αποτελεί δικαιολογία για την αποδοχή τους: Μάλλον το θέμα είναι να συνδέσουμε το ζήτημα των πολέμων και της κλιματικής καταστροφής με την ύπαρξη του καπιταλισμού. Με αυτήν την έννοια, μπορεί να είναι χρήσιμο να προσεγγίσουμε αυτήν την ταραχώδη και δραματική ιστορική περίοδο με βάση τρεις θεμελιώδεις ιδέες. 
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να υιοθετήσουμε μια ασυμβίβαστη στάση ενάντια στα ιμπεριαλιστικά και νέοαποικιακά συμφέροντα μέσα στις χώρες μας, η οποία μεταφράζεται σε μια άρνηση να συμβιβαστούμε -με οποιονδήποτε τρόπο- με τη διαδικασία επαναστρατιωτικοποίησης των χωρών μας. Εφόσον, όπως εξηγούσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο μιλιταρισμός απαιτεί την ορθή λειτουργία των ιδεολογικών μηχανισμών του κεφαλαίου (κοινοβούλια και Τύπος), η μόνη λύση είναι να αναλάβει η Αριστερά το καθήκον να μπλοκάρει συστηματικά αυτή τη διαδικασία.   
Χρειαζόμαστε μια Αριστερά που δεν θα ψηφίζει προϋπολογισμούς που περιλαμβάνουν αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες, σχέδια εκβιομηχάνισης που συνδέονται με τον πόλεμο κλπ, και που θα παλεύει να εκτρέψει αυτές τις επενδύσεις προς την κάλυψη των αναγκών της εργατικής τάξης. Αυτό δεν μπορεί να γίνει απλά μέσα από τα κοινοβούλια: Απαιτεί την συνειδητή αυτενέργεια του εργατικού κινήματος. Δυστυχώς, η προοδευτική Αριστερά στην Ευρώπη, από τους Γερμανούς Πράσινους μέχρι τα κόμματα της Αριστεράς στην Ισπανία (Ποδέμος, Σουμάρ, Μπιλντού και ERC), έχουν ψηφίσει συστηματικά υπέρ προϋπολογισμών που υποτίθεται ήταν κοινωνικοί, αλλά που υιοθετούσαν τη δυναμική του καπιταλιστικού μιλιταρισμού. Χρειάζεται μια άλλη Αριστερά για να αντιμετωπιστεί το ζήτημα του μιλιταρισμού.   
Δεύτερον, σε έναν σκληρό και ταραχώδη κόσμο, είναι ανάγκη να βλέπουμε τον διαφορετικό χαρακτήρα των συγκρούσεων και να εντοπίζουμε την ηγεμονική τους μήτρα. Ενώ όλες οι στρατιωτικές συγκρούσεις είναι τελικά κομμάτι μιας καπιταλιστικής δυναμικής, δεν έχουν όλες τον ίδιο χαρακτήρα. Η Σούζαν Γουότκινς όρισε τον ουκρανικό πόλεμο ως «πέντε συγκρούσεις σε μία», προσπαθώντας να αναδείξει την ύπαρξη αρκετών παραγόντων που προκάλεσαν αυτόν τον πόλεμο. 
Η αναγνώριση ότι ο Πούτιν είναι ένας εγκληματίας και η καταδίκη της εισβολής στην Ουκρανία, ή η έμφαση στον αντιδραστικό χαρακτήρα του ουκρανικού πολιτικού καθεστώτος, δεν πρέπει να οδηγεί σε άρνηση του πραγματικού χαρακτήρα μιας σύγκρουσης που σημαδεύεται και επικαθορίζεται από παγκόσμιες ενδοϊμπεριαλιστικές δυναμικές. 
Αν και αποτελεί διέξοδο σε επίπεδο τακτικής η υποστήριξη μιας ειρηνευτικής συμφωνίας που θα τερματίσει τον πόλεμο το συντομότερο δυνατό, δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες: αυτό θα σημαίνει μια «Κασμιροποίηση» της σύγκρουσης [Στμ: αναφορά στη διαμάχη για τον έλεγχο του Κασμίρ από το 1947 ως σήμερα, μεταξύ ντόπιων Κασμίρι δυνάμεων, της Ινδίας, του Πακιστάν και της Κίνας]. Μόνο η παλιά μέθοδος του Λένιν, της διεθνιστικής αδελφοποίησης από τα κάτω, θα μπορούσε να επιλύσει ένα τέτοιο είδος σύγκρουσης, εξαλείφοντας το εθνοτικό-εθνικιστικό δηλητήριο στο οποίο στηρίζονται οι άρχουσες τάξεις που τροφοδοτούν τη σύγκρουση. Με μια άλλη έννοια, ο άγριος αποικιακός και γενοκτονικός Σιωνιστικός πόλεμος που στηρίζεται από την ΕΕ και τις ΗΠΑ, πρέπει να πολεμηθεί μέσα στις αποικιοκρατικές δημοκρατίες και ενάντια σε αυτές, απαιτώντας τον τερματισμό του εμπορίου όπλων και την απομόνωση του Κράτους του Ισραήλ, χωρίς όμως ποτέ να αμφισβητείται το δικαίωμα του Παλαιστινιακού λαού στην ένοπλη άμυνα. Στην πραγματικότητα, είναι ο καπιταλιστικός χαρακτήρας των κυβερνήσεων μας αυτός που μας υποχρεώνει να χρησιμοποιούμε αυτό το σύνθημα: μια προοδευτική κυβέρνηση θα όφειλε να στέλνει όπλα στην Παλαιστινιακή αντίσταση. 
Τέλος, είναι επείγον να αρχίσουμε να συσπειρώνουμε αγωνιστικά στρώματα γύρω από ένα κοινό πρόγραμμα υπέρ του αφοπλισμού και κατά του πολέμου, υιοθετώντας της παραδόσεις του πασιφιστικού κινήματος (που τόνιζε ότι, στην πυρηνική εποχή, ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος θα είναι ο τελευταίος, αφού θα σήμαινε την καταστροφή της ανθρωπότητας), και αυτές του εργατικού κινήματος, συνδέοντας έτσι τον αγώνα ενάντια στη στρατιωτικοποίηση με τον οικοσοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.  
Είναι προφανές ότι δεν έχουμε ακόμα τη δύναμη για να αντιμετωπίσουμε το μέγεθος της πρόκλησης, αλλά αυτή η επίγνωση δεν πρέπει να μας οδηγήσει στην απελπισία. Θα πρέπει να λειτουργήσει ως κίνητρο για να αρχίσουμε να χτίζουμε, από πόλη σε πόλη, αλλά με ευρωπαϊκό χαρακτήρα, ένα ισχυρό κίνημα ενάντια στην αδυσώπητη διολίσθηση του καπιταλισμού και των αρχουσών τάξεων. Αυτό σημαίνει επίσης να συνδέσουμε την έξαρση του μιλιταρισμού με την οικολογική καταστροφή του πλανήτη και τη σπατάλη των στρατιωτικών επενδύσεων από τη σκοπιά της κοινωνίας, αλλά και να αποφύγουμε να πέσουμε στην παγίδα νομιμοποίησης μιας λογικής «και κανόνια και βούτυρο». 
Η στρατιωτική επανεκβιομηχάνιση που είναι σε εξέλιξη επιδιώκει να σταθεροποιήσει τη σχετική θέση του πυρήνα των μεσοστρωμάτων των ευρωπαϊκών κοινωνιών, παρέχοντας κάποια ψίχουλα -με τη μορφή θέσεων εργασίας και τοπικών επενδύσεων- στην εργατική τάξη. 
Μια μερική και φθίνουσα ευημερία, στηριγμένη στον ιμπεριαλισμό σε μεγάλο μέρος του πλανήτη και στο κλείσιμο των συνόρων, ενώ μας ετοιμάζει για πόλεμο και οικολογική καταστροφή: Αυτή είναι η πρόταση που κάνει ο καπιταλισμός στις ευρωπαϊκές εργατικές τάξεις στην εποχή μας.   
Ίσως, παρά τα αδιαμφισβήτητα μηνύματα που μας στέλνει η άρχουσα τάξη, να μην έχουμε ακόμα συνειδητοποιήσει το μέγεθος της καταστροφής. Το «πνεύμα του 1914» παραμένει ζωντανό και προς τις δύο κατευθύνσεις. Τα περισσότερα κόμματα, από τα αριστερά ως τα δεξιά, είτε είναι προσηλωμένα στη λογική που οδηγεί σε πόλεμο είτε δεν τολμούν να έρθουν σε ρήξη με αυτήν τη λογική, που παίρνει τη μορφή μιλιταριστικής προπαγάνδας, προϋπολογισμών και επενδύσεων. Και το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας πιστεύει ότι ένας νέος μεγάλος πόλεμος είναι αδύνατος. Είναι ακόμα αδιανόητος. 
Η μάχη ενάντια σε αυτές τις δύο μορφές του «πνεύματος του 1914» και το σπάσιμό τους είναι η μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι οικοσοσιαλιστές στην εποχή μας. 

* Ο Μπράις Φερνάντεζ είναι στέλεχος των Anticapitalistas στο Ισπανικό Κράτος. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Jacobin America Latina στα ισπανικά και στο Contretemps στα γαλλικά.

 

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία