Στην ώρα της «μοιρασιάς» της Ουκρανίας από Τραμπ και Πούτιν

Η έναρξη του διμερούς «διαλόγου» μεταξύ των ΗΠΑ του Τραμπ και της Ρωσίας του Πούτιν για το μέλλον της Ουκρανίας και η περιφρονητική επίθεση του Αμερικανού αντιπροέδρου Τζ. Ντ. Βανς στις ευρωηγεσίες κατά τη Σύνοδο Ασφαλείας στο Μόναχο, προανάγγειλαν μεγάλες αλλαγές στη διεθνή πολιτική σκακιέρα του ανταγωνισμού.
Το γεγονός ότι στον ΟΗΕ οι Αμερικανοί, το Ισραήλ και οι Ρώσοι καταψήφισαν μαζί το σχέδιο-απόφασης για την Ουκρανία, σε αντιπαράθεση με τους Ευρωπαίους του ΝΑΤΟ, δείχνει ότι η τάση σημαντικών αλλαγών στις ισορροπίες είναι πιο προωθημένη απ’ ό,τι γενικά πιστεύεται.
Τρία χρόνια μετά τη ρωσική εισβολή, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει αποδειχθεί μια κρεατομηχανή με καταστρεπτικές συνέπειες για τους λαούς της Ουκρανίας, αλλά και της Ρωσίας.
Όμως οι «πρωτοβουλίες» του Τραμπ, όπως και η αποδοχή τους από τον Πούτιν, δεν έχουν τίποτα κοινό με φιλειρηνική στρατηγική.
Ο Τραμπ διεκδικεί τη μερίδα του λέοντος από τον ορυκτό πλούτο της Ουκρανίας, δείχνοντας καθαρά ότι είναι πιο κοντά στη λογική του διαμελισμού μιας φτωχής και κατεστραμμένης χώρας, παρά σε μια ειλικρινή πολιτική ειρήνης.
Ταυτόχρονα, έδειξε αμέσως ότι επιχειρεί να κλείσει την «πληγή» της Ουκρανίας για να συγκεντρώσει τις καταστρεπτικές δυνάμεις του αμερικανικού ιμπεριαλισμού σε άλλα μέτωπα.
Είναι υποχρεωτικό να πάρουμε στα σοβαρά τις «τρέλες» που εκστομίζει για το Παλαιστινιακό. Το σχέδιο μετατροπής της Γάζας σε… Ριβιέρα της Ανατολικής Μεσογείου και, για πρώτη φορά στα σύγχρονα χρόνια, η διατύπωση της κατεύθυνσης για εκκένωση του ιστορικού χώρου της Παλαιστίνης από τους… Παλαιστίνιους, είναι μια δέσμευση της αμερικανικής υπερδύναμης στην πολιτική για το Κράτος του «Μεγάλου Ισραήλ» που θα κυριαρχεί στη Μέση Ανατολή. Πρόκειται για μια κατεύθυνση που η επιβολή της προϋποθέτει ένα μεγάλο και εξαιρετικά επικίνδυνο πόλεμο στην ευρύτερη περιοχή, απειλή που δεν αφορά μόνο τις χώρες που συνορεύουν άμεσα με το Ισραήλ, αλλά και γειτονικές χώρες με μεγάλους πληθυσμούς και σοβαρές πολεμικές δυνατότητες όπως το Ιράν, η Αίγυπτος και η Τουρκία.
Τα «ανοίγματα» του Τραμπ προς τον Πούτιν συνιστούν μια σύγχρονη, αντεστραμμένη αλλά ανάλογη, εκδοχή του «δόγματος Κίσσιγκερ». Όπως οι Κίσσιγκερ-Νίξον το 1972 διεκδίκησαν και πέτυχαν την «ουδετερότητα» της Κίνας του Μάο, με στόχο να πιέσουν ασφυκτικά την τότε ΕΣΣΔ και να κερδίσουν τον Ψυχρό Πόλεμο, έτσι και τώρα ο Τραμπ διεκδικεί μια «ουδετερότητα» του Πούτιν με στόχο τη συγκέντρωση της δύναμης των ΗΠΑ στην αντιμετώπιση της Κίνας.
Είναι ακραία υποκρισία να σερβίρεται αυτή η στρατηγική ως πολιτική ειρήνης. Υπενθυμίζουμε ότι ακόμα και ο Χίτλερ, μέχρι την ώρα που εξαπέλυε τη Βέρμαχτ προς όλες τις κατευθύνσεις στην Ευρώπη και στον κόσμο, περιέγραφε τον εαυτό του ως τον «Καγκελάριο της Ειρήνης».
Γιατί ανταποκρίνεται
ο Πούτιν
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ετοιμότητα της Ρωσίας του Πούτιν να ανταποκριθεί γρήγορα στα «ανοίγματα» του Τραμπ. Η ερμηνεία οφείλει να συνυπολογίσει πολλές παραμέτρους των εξελίξεων. Η εισβολή του 2022 δεν σχεδιάστηκε σαν ένας παρατεταμένος πόλεμος, αλλά σαν μια γρήγορη «Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση». Ο στόχος δεν ήταν η κατάληψη τμήματος των εδαφών της ανατολικής Ουκρανίας, αλλά ο έλεγχος όλης της χώρας, που υποκριτικά περιγραφόταν από τους όρους της «αποναζιστικοποίησης» και της «αποστρατιωτικοποίησης» της Ουκρανίας. Γι’ αυτό άλλωστε τα ρωσικά τανκς, τον Μάρτη του 2022, έφτασαν στα πρόθυρα του Κιέβου. Οι στόχοι αυτοί κρίθηκαν ως υπεραισιόδοξοι, αρχικά μέσα από την αντίσταση της μεγάλης πλειοψηφίας του ουκρανικού πληθυσμού, και κυρίως στη συνέχεια μέσα από την επανασυσπείρωση και αντεπίθεση του ΝΑΤΟ που, μετά τη Σύνοδο της Μαδρίτης (Ιούνης 2022), άρχισε να υπερεξοπλίζει τις ουκρανικές δυνάμεις. Τρία χρόνια μετά, παρά την εικόνα μιας πορείας προς κάποια «ρωσική νίκη» (που κυρίως στηρίζεται στις τεράστιες απώλειες των Ουκρανών), ο ρωσικός στρατός μάχεται για να κατοχυρώσει τις θέσεις του κυρίως στο… Ντονμπάς, έχοντας καταλάβει το 11% των εδαφών που ανήκαν στην Ουκρανία το Φλεβάρη του 2022 .
Οι οικονομικές κυρώσεις της Δύσης πράγματι απέτυχαν να «γονατίσουν» τη ρωσική οικονομία. Η Ρωσία εξακολουθεί να εξάγει μεγάλες ποσότητες πετρελαίου, φυσικού αερίου και πρώτων υλών προς την Κίνα και την Ινδία, αλλά σε τιμές αισθητά χαμηλότερες από εκείνες που προ 3ετίας πετύχαινε στις αγορές της Γερμανίας και της Δύσης. Όμως η απώλεια κερδών είναι το μικρότερο πρόβλημα για τους Ρώσους ολιγάρχες. Επί τρία χρόνια ωθούνται έξω από τις θέσεις που είχαν κατοχυρώσει μέσα στα δίκτυα της παγκοσμιοποίησης που βασίζονται στη Δύση. Και αυτά τα «κενά» δεν καλύπτονται ούτε εύκολα, ούτε γρήγορα.
Μια τρίτη, πιο «αθέατη», πτυχή είναι τα προβλήματα που προκύπτουν από την ανισομέρεια στη σχέση της Ρωσίας με την Κίνα. Στο εσωτερικό της Ρωσίας πληθαίνουν οι φωνές που χαρακτηρίζουν τη γρήγορη και αναγκαστική μεγέθυνση των οικονομικών συναλλαγών με την Κίνα σαν την αναζήτηση καταφυγίου μέσα στις σπείρες ενός γιγάντιου βόα. Στο γεωπολιτικό πεδίο, στα 3 τελευταία χρόνια η Κίνα αύξησε θεαματικά τις θέσεις της σε όλη την Κεντρική Ασία σε βάρος της Ρωσίας, ενώ σταδιακά ανοίγει θέμα «κυριαρχίας» στην Ανατολική Σιβηρία, δηλώνοντας ότι τα μεγέθη της κινεζικής οικονομίας δεν επιτρέπουν «αδιαφορία» της Κίνας στην Αρκτική στρατηγική διαμάχη.
Ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων κάνει το καθεστώς του Πούτιν πρόθυμο να ανταποκριθεί στη «στροφή» του Τραμπ, έτοιμο να ενταχθεί στις νέες σχέσεις που προκύπτουν μέσα στο σύγχρονο ιμπεριαλισμό.
Αντιδράσεις
στη νέα κατάσταση
Σε αυτήν τη νέα κατάσταση, η απάντηση της ΕΕ είναι μια αποφασιστική στροφή στους εξοπλισμούς και στην επιτάχυνση της πορείας συγκρότησης του ευρωπαϊκού μιλιταρισμού. Η κατεύθυνση είχε προαναγγελθεί με την Έκθεση Ντράγκι, τις γερμανικές αποφάσεις για θηριώδεις πολεμικές δαπάνες και την έμφαση του Μακρόν στην ενίσχυση του γαλλικού πυρηνικού προγράμματος. Μια παράπλευρη συνέπεια του «αιφνιδιασμού» του Τραμπ είναι η γρήγορη επανασύνδεση -αρχικά σε διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο- της μετά το Brexit Βρετανίας με την ΕΕ. Πρόκειται για την επιδίωξη μιας γρήγορης συγκρότησης υπολογίσιμου διεθνώς «ένοπλου βραχίονα» των Ευρωπαίων καπιταλιστών. Είναι μια τάση ακραία αντιδραστική κι επικίνδυνη. Αντιδραστική, γιατί το κόστος των εξοπλισμών θα πληρώσουν οι μισθοί, οι συντάξεις, οι κοινωνικές δαπάνες σε όλη την Ευρώπη. Επικίνδυνη, γιατί οι τυχοδιωκτισμοί των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων (στην Ουκρανία ή στην Αφρική κλπ) μπορεί να αποδειχθούν κρίσιμοι για την ειρήνη.
Στην εποχή που διαμορφώνεται όλες οι διεθνείς σχέσεις, ακόμα και οι πιο «παραδοσιακές», μετατρέπονται σε ασταθέστερες ακόμα και από τις λυκοσυμμαχίες όπως το ΝΑΤΟ. Στη Σύνοδο Ασφαλείας του Μονάχου όλη η προσοχή στράφηκε στις προκλήσεις του Βανς που κάλεσε τις ευρωηγεσίες να ευθυγραμμιστούν με τις διαθέσεις του «νέου σερίφη» που έχει εγκατασταθεί στις ΗΠΑ. Όμως η ομιλία του εκπροσώπου της Κίνας ήταν εξίσου σημαντική. Ο Γουανγκ Γι διαμήνυσε στους Ευρωπαίους ότι η Κίνα θεωρεί την ΕΕ ως προνομιακό «συνομιλητή» όχι μόνο στο πεδίο των οικονομικών σχέσεων, αλλά και στους αναγκαίους διπλωματικούς χειρισμούς προκειμένου «η μετάβαση προς τον πολυπολικό κόσμο» να γίνει με τρόπο «ασφαλή, ρυθμισμένο και αμοιβαίως επωφελή». Ο Γι υπογράμμισε τη δυσφορία της Κίνας απέναντι σε πολιτικές που στηρίζονται στην ένοπλη δύναμη («οι χώρες που θεωρούν ότι η ισχύς διαμορφώνει το δίκαιο, ανοίγουν το Κουτί της Πανδώρας που οδηγεί στον καταστρεπτικό νόμο της ζούγκλας») και ζήτησε το «σεβασμό της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας κάθε χώρας, μεγάλης ή μικρής…», παίρνοντας εμμέσως αλλά σαφώς αποστάσεις απέναντι στη «σύγκλιση» Τραμπ-Πούτιν στο ουκρανικό ζήτημα. Ήταν μια υπόμνηση της πιθανότητας να μετατραπούν τα κενά στις ευρωατλαντικές σχέσεις που δημιουργεί ο «νέος σερίφης» σε νέες δυνατότητες για την αναδυόμενη κινεζική υπερδύναμη.
Το μήνυμα του Τραμπ, μέσω των αμερικανικών χειρισμών στο ουκρανικό και στο παλαιστινιακό, είναι σαφές και συνεκτικό: οι ΗΠΑ δηλώνουν ότι κάθε «πόλος» στον σημερινό κόσμο έχει το «δικαίωμα», με βάση το νόμο της ισχύος και ιδιαίτερα της στρατιωτικής/πολεμικής ισχύος, να αρπάξει και να κατοχυρώσει στην επιρροή του ό,τι θεωρεί ως αναγκαίο «ζωτικό χώρο», αδιαφορώντας πλήρως για φύλλα συκής όπως το λεγόμενο Διεθνές Δίκαιο, οι παραδοσιακές πολιτικές σχέσεις και άλλα κουραφέξαλα.
Η νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση τραντάχτηκε συθέμελα από τη διεθνή κρίση του 2007-08. Έκτοτε ο διεθνές καπιταλισμός δεν ανέκτησε ποτέ τη σταθερότητα και το δυναμισμό του. Ο Τραμπ σήμερα επισημοποιεί τη στροφή προς την ένοπλη παγκοσμιοποίηση, απαιτώντας προτεραιότητα στις ευκαιρίες για τους μεγάλους παίκτες του διεθνούς συστήματος, για τους πόλους που διαθέτουν στρατιωτική/πολεμική δύναμη.
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, ο κόσμος έβγαινε ξανά από μια περίοδο κρίσης της, τότε, καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης (την περίοδο του «ελεύθερου εμπορίου» και του laissez faire-laissez passer). Ακολούθησαν οι «αυτοκρατορικές πολιτικές», με τη συγκρότηση των περιφρουρημένων ζωνών επιρροής και τελικά την αποικιοκρατία. Η αναπόφευκτη σύγκρουση μεταξύ πεινασμένων και χορτάτων ιμπεριαλιστών έσυρε τον πλανήτη σε δύο Παγκόσμιους Πολέμους.
Σήμερα, οι αυτοκρατορικές πολιτικές, οι δαίμονες του 1914, προβάλουν ξανά ολοκάθαρα στον ορίζοντα.