Συνέντευξη με τον Πάβλε Ίλιτς, στο περιθώριο της συνάντησης επαναστατικών οργανώσεων από τα Βαλκάνια που διοργάνωσε η αριστερή οργάνωση Λέβιτσα στην πόλη Δοϊράνη της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Τη συνέντευξη πήρε ο Πέτρος Τσάγκαρης. Ο Πάβλε Ίλιτς είναι μέλος της επαναστατικής σοσιαλιστικής οργάνωσης Marks 21 στη Σερβία.

Το Ίλιτς έχει σχέση με τον Λένιν;
Όχι, το «τσ» του Λένιν είναι πιο παχύ από το δικό μου «τσ». Είναι άλλο γράμμα…
Τι συμβαίνει με τη σερβική άρχουσα τάξη; Τι επιδιώκει; Ποια είναι η στρατηγική και οι προσανατολισμοί της;
Στην πορεία των τελευταίων 18 ετών, δηλαδή από την πτώση του Μιλόσεβιτς και μετά, έχει επέλθει μια πολύ σημαντική και πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη όσον αφορά την άρχουσα τάξη της Σερβίας. Για να κατανοήσει κανείς αυτή την εξέλιξη –ειδικά αν δεν είναι τόσο εξοικειωμένος με την πολιτική κατάσταση στη Σερβία– θα πρέπει να κάνει μια μικρή αναδρομή στο ιστορικό υπόβαθρό της.
Η κύρια ιδεολογική αντιπαράθεση, όσον αφορά τη σερβική αστική πολιτική και κατ’ επέκταση η κύρια εσωτερική αντίθεση της σερβικής πολιτικής σκηνής σε όλη τη δεκαετία του 1990 και ως τις αρχές του αιώνα μας, ήταν η διαλεκτική σχέση μεταξύ της επονομαζόμενης «πρώτης» και της «δεύτερης» Σερβίας (πρόκειται για όρους που χρησιμοποιούνται ευρέως για να περιγράψουν με απλό τρόπο πολιτικές).
Η «πρώτη» Σερβία περιλάμβανε εθνικιστικές δυνάμεις, δυνάμεις της παράδοσης, δυνάμεις φιλορωσικού προσανατολισμού, εθνικολαϊκιστές ή εθνολαϊκιστές, θα λέγαμε κατά κάποιο τρόπο. Η «δεύτερη» Σερβία ήταν οι φιλελεύθερες δυνάμεις, οι εκσυγχρονιστές, οι τεχνοκράτες. Συμβολικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η «πρώτη» Σερβία ήταν οι δυνάμεις που στήριζαν το καθεστώς Μιλόσεβιτς και που εμπλέκονταν στους πολέμους που διέλυσαν τη Γιουγκοσλαβία και η «δεύτερη» Σερβία οι δυνάμεις που ανέτρεψαν τον Μιλόσεβιτς, η δημοκρατική αντιπολίτευση.
Η δεκαετία του 1990 μπορεί να περιγραφεί ως η περίοδος όπου κυριάρχησε η «πρώτη» Σερβία και μετά το 2000 ως η περίοδος κυριαρχίας της «δεύτερης» Σερβίας.
Κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον έγινε στο τέλος της δεκαετίας του 2000-2010. Το κύριο κόμμα της αντιπολίτευσης όλη εκείνη την περίοδο ήταν το Ριζοσπαστικό Κόμμα, μια σχεδόν φασιστική οργάνωση στη δεκαετία του ’90 που, υπό την ηγεσία του Βόισλαβ Σέσελι, καλούσε π.χ. σε εθνοκάθαρση στη Βοσνία, αποστολή «εθελοντών» γι’ αυτό το σκοπό κλπ. Ο σημερινός πρόεδρος της Σερβίας, Αλεξάνταρ Βούτσιτς, ο οποίος ήταν τότε (τη δεκαετία του ’90) υπουργός Πληροφοριών, επίσης καλούσε π.χ. σε εθνοκάθαρση ή εξόντωση των μουσουλμάνων.
Όμως το 2008, αυτός και ο πολιτικός του μέντορας, Τόμισλαβ Νίκολιτς, αποφάσισαν να διασπάσουν το Ριζοσπαστικό Κόμμα, προς μια φιλική προς την ΕΕ κατεύθυνση, και σχημάτισαν το Σερβικό Προοδευτικό Κόμμα (προοδευτικό κατ’ όνομα φυσικά). Αυτό που έκανε ο Βούτσιτς νομίζω αποτελεί το πιο διαφωτιστικό παράδειγμα για να κατανοήσουμε κάπως πιο «οργανικά» τις διαλεκτικές δυναμικές που ακολουθούν οι αστοί πολιτικοί στη Σερβία, από την εποχή του Τζίντζιτς, που ήταν ο αρχιτέκτονας της εξέγερσης ενάντια στον Μιλόσεβιτς.
Εκείνο που έκανε ο Βούτσιτς ήταν να υιοθετήσει το οικονομικό πρόγραμμα της «δεύτερης» Σερβίας, αποφασίζοντας να ξεπλύνει τον εαυτό του από το εθνικιστικό του παρελθόν και να γίνει ένας φιλοδυτικός κεντροδεξιός πολιτικός. Κάνοντάς το αυτό, συγχώνευσε –ή καλύτερα συνέθεσε– τη δυναμική της «πρώτης» και της «δεύτερης» Σερβίας μέσα στα πλαίσια του Σερβικού Προοδευτικού Κόμματος. Και έτσι κατάπιε-απορρόφησε όλο το κυρίαρχο-παραδοσιακό (mainstream) πολιτικό προσωπικό. Απόδειξη γι’ αυτό αποτελεί το γεγονός ότι όλα τα άλλα κόμματα, που αποτελούσαν τα προπύργια και τα στηρίγματα της «πρώτης» και της «δεύτερης» Σερβίας, τώρα βρίσκονται κάτω από το όριο εισόδου στο κοινοβούλιο. Το Ριζοσπαστικό Κόμμα, που αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία του Προοδευτικού Κόμματος, τώρα έχει εντελώς εκμηδενιστεί, απαλειφθεί, εξαφανιστεί. Ο ίδιος ο Σέσελι αθωώθηκε (το 2016) από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, επέστρεψε στη Σερβία (του είχε επιτραπεί από το 2014 λόγω καρκίνου) και έκτοτε αποτελεί αντιπολιτευόμενη φωνή μέσα στο Σερβικό Προοδευτικό Κόμμα. Αυτός ο οριακά φασίστας έχει πάψει πια να παίζει σημαντικό πολιτικό ρόλο, αποτελεί πρακτικά εργαλείο του Βούτσιτς.
Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τη φιλελεύθερη αντιπολίτευση. Το πρώην ισχυρότερο κόμμα στη Σερβία, το Δημοκρατικό Κόμμα, που ήταν το κυβερνών κόμμα μεταξύ 2000-2012, διασπάστηκε και διαλύθηκε. Το τμήμα του που κρατάει τη «σφραγίδα» του ονόματος (Δημοκρατικό Κόμμα), απέτυχε να μπει ακόμη και στην τοπική βουλή του Βελιγραδίου, παρότι εκεί θεωρείτο ότι ήταν το προπύργιό του. Αυτό έγινε τον περασμένο Μάρτιο.
Έχουν σχέση αυτά με την επικαιρότητα, με τη σημερινή μας συγκέντρωση εδώ στη Δοϊράνη;
Ακριβώς εκεί θα κατέληγα. Είμαστε όλοι εδώ, επειδή βλέπουμε την προσπάθεια του ΝΑΤΟ για επέκταση στα Βαλκάνια. Είναι ήδη γεγονός η ένταξη του Μαυροβούνιου στο ΝΑΤΟ, ένα γεγονός που σήμανε το κλείσιμο, το σφράγισμα θα λέγαμε, της Αδριατικής, η οποία αποτελεί πλέον πισίνα του ΝΑΤΟ. Και τώρα ανοίγει και το ζήτημα της Μακεδονίας. Βάσει των εξελίξεων στο ζήτημα αυτό, πιθανόν να δούμε νέες εξελίξεις στη Σερβία και τη Βοσνία. Ο Βούτσιτς ετοιμάζει αργά τη Σερβία, προκειμένου αυτή να πλησιάσει όλο και περισσότερο προς το ΝΑΤΟ. Η επίσημη πολιτική της χώρας είναι στρατιωτική ουδετερότητα, αλλά οι αριθμοί λένε εντελώς διαφορετικά πράγματα. Εδώ και πολλά χρόνια η Σερβία έχει ενταχθεί στην Partnership for Peace [σσ: πρόγραμμα «σχέσεων εμπιστοσύνης» του ΝΑΤΟ με όλες τις πρώην σοβιετικές χώρες και με ευρωπαϊκές χώρες που δεν είναι μέλη της Συμμαχίας]. Δηλαδή, η στρατιωτική ουδετερότητα δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι δεν συμμετέχει σε στρατιωτικές συμμαχίες, αλλά αντίθετα μπορεί να σημαίνει το να γλείφεις ταυτόχρονα και την Ουάσινγκτον και τη Μόσχα και τις Βρυξέλλες.
Έχω δει δημοσκόπηση που λέει ότι το 80% των Σέρβων είναι κατά του ΝΑΤΟ…
Σωστά. Αυτή είναι μια πολύ ακριβής εκτίμηση-υπολογισμός. Τα αντινατοϊκά αισθήματα μεγεθύνονται από το γεγονός ότι ο βομβαρδισμός της Σερβίας από το ΝΑΤΟ υπάρχει στη ζωντανή μνήμη της πλειοψηφίας των ανθρώπων. Αλλά πιστεύω ότι κι αυτοί ακόμη που υποστηρίζουν την ένταξη στην ΕΕ, δεν είναι πλειοψηφία.
Ωστόσο αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι αυτά τα αντινατοϊκά αισθήματα στην πράξη δεν μεταφράζονται εύκολα –κατά τη γνώμη μου– σε φιλορωσικά αισθήματα. Και αυτό ακριβώς είναι που ανοίγει μια πελώρια, αδιανόητη μέχρι σήμερα, δυνατότητα για την Αριστερά. Δυνατότητα που δυστυχώς οι υποκειμενικές αδυναμίες της Αριστεράς δεν της έχουν επιτρέψει ακόμη να εκμεταλλευθεί. Υπήρξε ένα παράθυρο ευκαιρίας το 2017 με το μαζικό κίνημα ενάντια στον Βούτσιτς, που είχε και πολλά κοινωνικά αιτήματα. Δυστυχώς ο υποκειμενικός παράγοντας της Αριστεράς ήταν πολύ αδύναμος, πολύ «υπανάπτυκτος», ώστε να κεφαλαιοποιήσει τις δυνατότητες αυτού του κινήματος.
Τι συμβαίνει με την εργατική τάξη; Σε τι επίπεδο βρίσκονται οι μισθοί και τα εργατικά δικαιώματα; Υπάρχουν συνδικάτα που να τα υπερασπίζονται στοιχειωδώς; Υπάρχει εργατικό κίνημα;
Οι συνθήκες εργασίας είναι τραγικές και επιδεινώνονται σταθερά από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, οπότε άρχισε η επιβράδυνση της γιουγκοσλαβικής οικονομίας. Μπορούμε να διαχωρίσουμε ολόκληρη αυτή την εποχή σε συγκεκριμένες περιόδους: Είχαμε την έναρξη της κρίσης της γιουγκοσλαβικής οικονομίας που συνοδεύτηκε με μείωση των πραγματικών μισθών και συνακόλουθα του βιοτικού επιπέδου. Πολλοί τότε απογοητεύθηκαν από το κράτος (τόσο το ομοσπονδιακό όσο και στο επίπεδο των συνιστωσών Δημοκρατιών), καθώς το ΑΕΠ κατρακύλησε. Τη δεκαετία του ’90 υπήρχε ο παράγοντας της φτώχειας, η επιβολή εμπάργκο και οικονομικών κυρώσεων, ο πόλεμος, η έλευση της κυβέρνησης Μιλόσεβιτς.
Ο πατριώτης σοσιαλιστής, αυτός που πολέμησε ενάντια στον δυτικό ιμπεριαλισμό… Τουλάχιστον αυτό πιστεύει ένα μέρος της Αριστεράς στην Ελλάδα.
(Χαμογελάει). Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από την αλήθεια απ’ ό,τι αυτή η ιδέα. Όσον αφορά το «σοσιαλιστής», αξίζει να θυμίσουμε ότι ο Μιλόσεβιτς ήταν αυτός που άρχισε να ιδιωτικοποιεί τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές… Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Μιλόσεβιτς ήταν ένας από τους αρχιτέκτονες της κατάρρευσης της Γιουγκοσλαβίας. Μπορεί να είμαστε ενάντια στον τότε γιουγκοσλαβικό κρατικό καπιταλισμό, όμως η Γιουγκοσλαβία αυτή είχε στηθεί στη βάση της διεθνικής ενότητας μέσα από τον κοινό αγώνα ενάντια στον φασισμό. Έτσι η Γιουγκοσλαβία επανεφευρέθηκε: από μια μοναρχία όπου κυριαρχούσαν οι Σέρβοι, μετατράπηκε σε μία χώρα των νότιων Σλάβων [σ.σ. Γιουγκοσλαβία σημαίνει η Νότια Σλαβία]. Είχε βεβαίως τις δικές της εκδοχές εθνικισμού, είχε λιγότερο ή περισσότερο συγκαλυμμένες μορφές εθνικής καταπίεσης κ.λπ.
Ωστόσο ο Μιλόσεβιτς εκπροσωπούσε ένα από τα δύο ρεύματα της εσωτερικής αντίθεσης, που ενυπήρχε μέσα στον γιουγκοσλαβικό κρατικό μηχανισμό και στο γιουγκοσλαβικό κομουνιστικό κόμμα (Ένωση Κομουνιστών της Γιουγκοσλαβίας αυτοονομάζονταν). Υπήρχαν δύο ρεύματα σε αυτή τη διαλεκτική αντίθεση, οι συγκεντρωτιστές και οι φεντεραλιστές, δηλαδή εκείνοι που επιθυμούσαν περισσότερο κεντρικό έλεγχο της οικονομίας εκ μέρους του Βελιγραδίου, και εκείνοι που ήθελαν να διευρύνουν την αυτονομία των επιμέρους Δημοκρατιών.
Με την πτώση του [Αλεξάνταρ] Ράνκοβιτς από τις θέσεις εξουσίας τη δεκαετία του 1960, η πρώτη ομάδα, οι συγκεντρωτιστές, ηττήθηκαν σαφώς οριστικά και το Σύνταγμα του 1974 εξυμνείτο πάντα ως το σημείο θριάμβου των φεντεραλιστικών αρχών.
Μετά, στη δεκαετία του 1980, όταν η χώρα αντιμετώπιζε ένα όλο και αυξανόμενο χρέος, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είχε κάποιον τον οποίο υποστήριζε. Ποιον; Τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Και αυτό επειδή τον έβλεπαν ως συγκεντρωτιστή, ως κάποιον που θα μπορέσει να επανασυγκεντρωποιήσει τη γιουγκοσλαβική οικονομία και έτσι θα γίνει πιο εύκολη (για το ΔΝΤ) η αποπληρωμή των χρεών. Όπως και στην περίπτωση του Σαντάμ ή την περίπτωση των περισσότερων δικτατόρων ή δεσποτικών ηγετών –οι οποίοι πολλές φορές εσφαλμένα θεωρούνται ως μαχητές υπέρ μιας εθνικής απελευθέρωσης ή ως αντιιμπεριαλιστές μαχητές κατά του ιμπεριαλισμού– ο Μιλόσεβιτς βρισκόταν σε συνεννόηση με το δυτικό κεφάλαιο και κατ’ επέκταση με τον δυτικό ιμπεριαλισμό, πριν να γίνει εχθρός τους.
Όταν ο Μιλόσεβιτς ανέβηκε στην εξουσία, ξεκίνησε τη διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων. Ωστόσο, κι αυτό είναι αξιοσημείωτο, ήταν η βιομηχανική εργατική τάξη εκείνη που αναγνώριζε τα οικονομικά της συμφέροντα στο πρόσωπο του Μιλόσεβιτς και του Σοσιαλιστικού Κόμματός του. Γιατί η διαδικασία ιδιωτικοποιήσεων, την οποία είχε αναλάβει, δεν ήταν τόσο γοργή ή τόσο βίαιη με την αντίστοιχη διαδικασία π.χ. στην Ανατολική Γερμανία την ίδια περίοδο.
Έτσι για μια περίοδο η φιλελεύθερη δημοκρατική αντιπολίτευση ήταν η κύρια δύναμη που εμψύχωνε και ζωντάνευε το κίνημα των φοιτητών, καθώς και άλλα κινήματα –και τελικά την εξέγερση κατά του Μιλόσεβιτς. Ωστόσο για μια περίοδο είχε δυσκολία να τραβήξει με το μέρος της βιομηχανικούς εργάτες, αλλά και τον αγροτικό πληθυσμό της υπαίθρου. Τότε ήταν που ανέπτυξαν μια κλασσική στερεοτυπική αντιμετώπιση των κοινωνικών τάξεων. Η αντιπολίτευση έλεγε συχνά π.χ. ότι οι εργάτες έχουν «κολλήσει» στο παρελθόν, ότι ήταν αντιδραστική δύναμη, ότι είναι αντι-εκσυγχρονιστές, ότι υποστηρίζουν όλοι τον Μιλόσεβιτς κ.λπ. Αν αυτό συνέχιζε να ισχύει, τότε σίγουρα ποτέ δεν θα κατάφερναν να ανατρέψουν τον Μιλόσεβιτς.
Την ίδια στιγμή ωστόσο η πτώση του βιοτικού επιπέδου κατέτρωγε και το επίπεδο διαβίωσης της εργατικής τάξης, πράγμα που οδήγησε στην έναρξη μια διαδικασίας επανεκτίμησης της υποστήριξής της προς τον Μιλόσεβιτς. Η σερβική δημοκρατική αντιπολίτευση είχε μια πολύ ικανή ηγεσία, τον Ζόραν Τζίντζιτς. Ήταν ταξικός μας εχθρός, γι’ αυτό δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, αλλά είχε, κατά τη γνώμη μου, μια πολύ βαθιά αίσθηση της διαλεκτικής φύσης της πολιτικής. Ήξερε ότι πρέπει να φέρει την εργατική τάξη στο πλευρό του. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης κατά του Μιλόσεβιτς εμφανίστηκαν αυθόρμητα εργατικά συμβούλια ειδικά στη μεγάλη περιοχή των ορυχείων στην ανατολική Σερβία. Εκεί οι εργάτες στο Κολούμπαρα κατέβηκαν σε απεργία και κάλεσαν σε γενική απεργία –και έγινε γενική απεργία. Αυτό ήταν που βοήθησε στην ανατροπή του Μιλόσεβιτς, αφότου έχασε τις εκλογές το 2000.
Χρειάστηκε απεργία γι’ αυτό;
Ε, ναι. Δεν ήθελε να παραδώσει την κυβέρνηση.
Η συνολική κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου επιδεινώθηκε εξαιτίας των βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ το 1999. Αλλά υπήρχε μια αντιφατική κατάσταση: Γιατί συνήθως μια ιμπεριαλιστική επέμβαση τείνει να οδηγεί τον λαό στο να στοιχίζεται πίσω από αντιδραστικούς ηγέτες. Αυτό μπορεί να βρίσκεται πίσω από την αυταπάτη ότι ο Μιλόσεβιτς ήταν ένας αντιιμπεριαλιστής μαχητής. Ήταν ο ηγέτης μιας χώρας η οποία δέχθηκε επίθεση από τον ιμπεριαλισμό. Κι αυτό του επέτρεψε να σταθεροποιήσει την εξουσία του –έστω και για λίγο.
Το 2000 είχαμε την εκλογή μιας νέας κυβέρνησης, δηλ. την άνοδο της δημοκρατικής αντιπολίτευσης στην εξουσία. Επρόκειτο για μια ευρεία συμμαχία από εκσυγχρονιστές φιλελεύθερους, έως σκληρούς εθνικιστές. Παρ’ όλο που ένα τέτοιο σχήμα ήταν αντιφατικό, εκείνο στο οποίο συμφωνούσαν όλοι τους ήταν η «ανάγκη για μία μετάβαση από τον «σοσιαλισμό». Έτσι, π.χ. ο αριθμός των ιδιωτικοποιήσεων που επιβλήθηκαν από εκεί και πέρα, εκτοξεύθηκε. Και για ένα διάστημα ορισμένα στρώματα της σερβικής κοινωνίας ζούσαν αρκετά άνετα στη βάση αυτής της φούσκας, των χρημάτων που έπεφταν στην αγορά, βασισμένα στην ακόλουθη διαδικασία: διαλέγεις μια κρατική επιχείρηση, την αφήνεις να καταρρεύσει, έχει όλο και περισσότερες ζημιές, λες «δεν μπορεί να επιβιώσει» και έτσι την ιδιωτικοποιείς. Μετά ο μεγιστάνας που την αγόρασε, πουλάει τα μηχανήματα, απολύει τους εργαζόμενους και στο τέλος πουλάει και τα κτίρια, την κλείνει και κερδοσκοπεί πάνω στην αξία της γης (real estate). Ασφαλώς υπήρξαν κι εκείνοι που επανεπένδυσαν στην παραγωγή, αλλά αυτή η παραγωγή ήταν παρόμοια με αυτή της Ανατολικής Ευρώπης. Ήταν εργοστάσια συναρμολόγησης, δεν παρήγαγαν από την αρχή κάτι.
Από πού προήλθαν αυτοί οι μεγιστάνες; Πού βρήκαν τα λεφτά;
Στη δεκαετία του ’90 το μεγαλύτερο μέρος των ιδιωτικοποιήσεων έγινε από Σέρβους τοπικούς κερδοσκόπους του πολέμου, δηλ. από ανθρώπους που πλούτισαν κατά τη διάρκεια και μέσω του πολέμου. Αντίθετα η φιλελεύθερη κυβέρνηση στράφηκε στις ξένες «επενδύσεις». Τότε ο μύθος των άμεσων ξένων επενδύσεων έγινε το κεντρικό δόγμα κάθε κυβέρνησης. Παρότι τότε ακόμα δεν ήμουν πολιτικά ενεργός, θυμάμαι το 2006 την ευφορία που επικρατούσε, όταν ο τότε διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Σερβίας δήλωσε ότι η χώρα είχε αρνητικό πληθωρισμό (-0,01%) για πρώτη φορά. Αυτό παρουσιάστηκε ως απόδειξη ότι η Σερβία εξέρχεται από αυτή την πολύ παρατεταμένη οικονομική και κοινωνική κρίση. Για ένα τμήμα των λεγόμενων «κερδισμένων της μετάβασης» –κατώτερα στρώματα των μεσαίων τάξεων– το επίπεδο διαβίωσης πραγματικά βελτιώθηκε κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου. Μιλάω για ελεύθερους επαγγελματίες κ.λπ. –από μια τέτοια οικογένεια προέρχομαι κι εγώ. Αλλά το 2008 χτύπησε η παγκόσμια οικονομική κρίση (παρεμπιπτόντως τότε δημιουργήθηκε και η οργάνωσή μου, η Marks 21). Τότε το διαρκώς επαναλαμβανόμενο μότο διαμορφώθηκε ως εξής: «Η κρίση θα ξεκαθαρίσει κάποια από τα μεγάλα κεφάλαια στον κόσμο, θα βοηθήσει τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, η Σερβία είναι μια αναπτυσσόμενη οικονομία, δεν θα έχει επίπτωση σ’ εμάς, θα ανοίξει ευκαιρίες και δυνατότητες». Ασφαλώς αυτές οι προβλέψεις αποδείχθηκαν εντελώς λανθασμένες: η κρίση χτύπησε τη Σερβία γύρω στο 2010 και από τότε κάθε επόμενη χρονιά υπήρξε υποχώρηση των πραγματικών επιπέδων διαβίωσης, των πραγματικών μισθών, υπήρξαν περικοπές στις συντάξεις, περικοπές στους μισθούς στο Δημόσιο. Όπως και σ’ εσάς με το μνημόνιο, υπάρχει πια νόμος που απαγορεύει τις προσλήψεις στο Δημόσιο. Αυτή η απαγόρευση υποτίθεται ότι θα αρθεί στις αρχές της επόμενης χρονιάς, ωστόσο ισχύει εδώ και τρία χρόνια και έχει οδηγήσει σε απίστευτη χειραγώγηση του εργατικού δυναμικού και σε άγρια επίθεση ενάντια στα εργατικά δικαιώματα. Για παράδειγμα, μια υπηρεσία χρειάζεται προσλήψεις για να λειτουργήσει, αλλά δεν μπορεί να κάνει νόμιμα αυτές τις προσλήψεις. Έτσι οι υπεύθυνοι της εν λόγω υπηρεσίας προσλαμβάνουν «πλαγίως», δηλαδή με συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή «έργου», με συμβόλαιο ημιαπασχόλησης και άλλα συμβόλαια «ελαστικής» εργασίας, δηλαδή απορρυθμισμένης εργασίας: γι’ αυτούς τους προσλαμβανόμενους δεν ισχύουν τα επιδόματα, η ασφάλιση κ.λπ.
Ποιος είναι ο μέσος μισθός στη Σερβία σήμερα;
Ο μέσος μισθός είναι επισήμως γύρω στα 400 ευρώ. Στην πραγματικότητα εκτιμώ ότι είναι 350 ευρώ. Ο διάμεσος μισθός [σσ: median, δηλαδή το ποσό που λαμβάνει όποιος βρίσκεται ακριβώς «στη μέση» μισθολογικά] είναι 300 ευρώ ίσως και λίγο λιγότερο. […] Έτσι πολλοί άνθρωποι αναγκάζονται να κάνουν πολλές δουλειές, να στρέφονται στην παραοικονομία ή στη μαύρη αγορά. Όλα αυτά επιτρέπουν στην κυβέρνηση να «μαγειρέψει» τα στοιχεία και τα στατιστικά. Σύμφωνα με την καινούργια στατιστική μεθοδολογία, θεωρείσαι απασχολούμενος (έχων εργασία), αν εργαστείς μία ή δύο ώρες την εβδομάδα και αμειφθείς με κάποιο τρόπο γι’ αυτό –σίγουρα θα σας θυμίζει κάτι και αυτό από Ελλάδα. Έτσι, αν πάω να βοηθήσω τον παππού μου ή κάποιον άλλο συγγενή στο χωριό και μου δώσει ως ανταμοιβή ένα μπουκάλι ρακί ή κάτι παρόμοιο, θεωρούμαι εργαζόμενος. Οι διαφημίσεις για το σερβικό εργατικό δυναμικό σε διεθνή ΜΜΕ, που προσκαλούν ευθέως ξένους επενδυτές, υπήρξαν σκανδαλώδεις: «φτηνό υψηλά εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό», έλεγαν. Μερικές διαφημίσεις αναφέρονταν στην έλλειψη συνδικαλισμού, ο οποίος πράγματι μειώνεται σταθερά. Σοβαρά ποσοστά συνδικαλισμού υπάρχουν μόνο στις δημόσιες επιχειρήσεις. Στις ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι το πιο πιθανό να απολυθεί όποιος επιχειρήσει να στήσει σωματείο.
Βέβαια τα ίδια συνδικάτα, ακόμη κι εκεί όπου υπάρχουν, είναι ένα πολύ αντιφατικό πράγμα. Είναι οι τελευταίες μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης στη Σερβία, αλλά δεν έχουν κανενός είδους δραστηριότητα στη βάση τους. […] Όπου υπάρχει δραστηριότητα, είναι από την ηγεσία και τη γραφειοκρατία των συνδικάτων. Υπάρχει βέβαια και η παράδοση, η κληρονομιά, του σταλινικού συστήματος, η έλλειψη ανεξαρτησίας δηλ. των συνδικάτων από το κράτος. Έτσι τα δύο βασικά εργατικά συνδικάτα στη Σερβία ακολουθούν κατά κάποιο τρόπο αυτή την παράδοση. Το ένα είναι συνήθως υπάκουο στο κυβερνών κόμμα και το άλλο είναι συνήθως υπάκουο στο κύριο αντιπολιτευόμενο κόμμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες δεν μπορούν να υποχρεωθούν να δράσουν πραγματικά για το συμφέρον της βάσης τους (δηλ. της εργατικής τάξης). Όμως αυτού του είδους η εξαναγκαστική πίεση για δράση μπορεί να έχει ως αντίβαρο τη βία της κυβέρνησης, για παράδειγμα, στο σπάσιμο των απεργιών. Κι αυτό ακριβώς έγινε στη FIAT την περασμένη χρονιά. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια στη Σερβία, είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας. Πρόκειται για αλυσίδα συναρμολόγησης αυτοκινήτων. Παλιά ήταν βιομηχανία, που κατασκεύαζε γιουγκοσλαβικά αυτοκίνητα, τα Ζάσταβα. Εκεί, λοιπόν, στο εργοστάσιο της Fiat, οι εργάτες κατέβηκαν σε απεργία, ζητώντας αυξήσεις μισθών. Συνήθως οι απεργίες στη Σερβία είναι πολύ αμυντικές, δηλ. προκηρύσσονται ενάντια στην περαιτέρω καταπάτηση των εργατικών δικαιωμάτων. Αιτήματά τους είναι π.χ. το «όχι στη μείωση των μισθών» ή «όχι στις απολύσεις». Το σημαντικό με την περίπτωση της Fiat ήταν το γεγονός ότι οι εργάτες αποφάσισαν να μπουν σε απεργία διεκδικώντας καλύτερους μισθούς. Ήταν μια επιθετική απεργία και μάλιστα μεγάλη.
Πόσοι δουλεύουν στη Fiat;
Υπάρχουν δύο βάρδιες και η καθεμιά έχει περίπου 1.500 εργάτες, άρα μιλάμε για περίπου 3.000 εργάτες. Η απεργία ανέπτυξε έντονη δυναμική. Για εμάς ως οργάνωση, για το Marks 21, ήταν μία από τις πρώτες μας εμπειρίες στην παρέμβασή μας μέσα στο οργανωμένο βιομηχανικό εργατικό κίνημα. Στέλναμε τα μέλη μας εκεί διαρκώς, ήταν παρόντα, συζητούσαν με τους εργάτες. Οι εργάτες ήταν ανοιχτοί στην εξήγηση που δίναμε εμείς για την κατάσταση, ακόμη και στις στρατηγικές συμβουλές μας. Υπήρχε μια διαρκής επικοινωνία. Ήταν μια περίοδος όπου υπήρχε ένα σχετικά δραστήριο ad hoc αριστερό μέτωπο, μέσα στο οποίο ήμασταν η μεγαλύτερη οργανωμένη δύναμη. Ασφαλώς σε αυτό υπήρχαν πολλοί ανεξάρτητοι που δεν ανήκαν σε κάποια ομάδα. Αυτό μας επέτρεψε να εκτιμήσουμε τελικά πόσο έχει μετατοπιστεί η κοινή γνώμη. Όταν υποστηρίζαμε τους εργατικούς αγώνες στο παρελθόν, όλοι έδειχναν τη συμπάθειά τους, αλλά δεν μας έπαιρναν στα σοβαρά. Ξέρετε. Μας θεωρούσαν «παιδιά», «φοιτητές που δεν έχουμε πιάσει ποτέ στη ζωή μας εργαλείο στα χέρια μας». Ωστόσο αυτό άλλαξε. Και άλλαξε, διότι αυτοί οι εργάτες ήξεραν ότι υπήρχε ένα κίνημα στις πόλεις ήδη ένα-δύο μήνες πριν από την απεργία τους, όπου η Αριστερά είχε πετύχει στο να διαμορφώσει τα αιτήματα αυτών των κινημάτων, που στην αρχή ξεκίνησαν ως αντίδραση στην εκλογική νοθεία της κυβέρνησης.
Ο Βούτσιτς έχει την τάση να προκηρύσσει εκλογές-αστραπή κάθε δύο τρία χρόνια, κάνει ανασχηματισμούς, ρίχνει και μερικούς δικούς του στα σκυλιά και καταφέρνει να συντηρεί ένα 40%-50% των ψήφων.
Αυτό οφείλεται στους εξής λόγους: α) Δεν υπάρχει βιώσιμη εναλλακτική εκλογική λύση. Η μοναδική αντιπολίτευση είναι τα απομεινάρια του Δημοκρατικού Κόμματος, που κάποτε ήταν στην κυβέρνηση. Ήδη έχω μιλήσει για τη διαλεκτική της «πρώτης» και της «δεύτερης» Σερβίας.
β) Υπάρχει μια εξαιρετικά πολύπλοκη δομή ενός μηχανισμού που εξαναγκάζει τους ανθρώπους να ψηφίζουν υπέρ του κυβερνώντος κόμματος. Για αρχή το γεγονός ότι υπάρχουν 800.000 εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους οι οποίοι είναι πεθαμένοι (και των οποίων την «ψήφο» παίρνει ο Βούτσιτς). Κραυγαλέα περίπτωση εκλογικής νοθείας στη Σερβία είναι επίσης αυτό που αποκαλείται «το βουλγαρικό τρένο» –στην Ελλάδα μπορεί να το λέτε αλλιώς: Σου δίνουν ήδη σταυρωμένο ψηφοδέλτιο μέσα σε φάκελο σφραγισμένο από την εφορευτική επιτροπή κι εσύ βγαίνοντας, πρέπει να τους επιστρέψεις τον άδειο φάκελο που σου έδωσε επισήμως η ίδια η εφορευτική επιτροπή, ώστε οι εξαγοράζοντες την ψήφο σου να είναι σίγουροι ότι έριξες το σωστό ψηφοδέλτιο και ταυτόχρονα να αποκτούν και πάλι έναν σφραγισμένο φάκελο για μελλοντική χρήση.
Σε αγροτικές περιοχές η εξαγορά γίνεται ευθέως με αντάλλαγμα λάδι, αλεύρι ή άλλα βασικά τρόφιμα. Επίσης αντάλλαγμα είναι ευτελή ποσά όπως 1.000-2.000 δηνάρια που αντιστοιχούν σε 8-15 ευρώ. Το πιο σημαντικό: Ο δημόσιος τομέας, αλλά και ο ιδιωτικός τομέας έχουν πολύ βαθιά διασύνδεση με το κράτος. Έτσι το κράτος (δηλ. το κυβερνών κόμμα) απαιτεί λίστες ψηφοφόρων από όλες τις επιχειρήσεις. Υπάρχουν αποδείξεις ότι τα αφεντικά ζητούσαν και πίεζαν τους ψηφοφόρους που ήταν στη δούλεψή τους, να ψηφίσουν υπέρ του Βούτσιτς. Έτσι σε μια στιγμή όπου η πλειονότητα του πληθυσμού δεν εμπνεόταν από κανένα πολιτικό κόμμα ή επιλογή, ασφαλώς θα ψήφιζε με κριτήριο το να κρατήσουν τις δουλειές τους.
Δυστυχώς υπάρχει μια παραίτηση εκ μέρους της Αριστεράς. Αυτή η άποψη ότι ο λαός αξίζει την κυβέρνηση την οποία έχει, γιατί την υπερψηφίζει, τείνει να επεκτείνεται και ρίχνει το ηθικό ειδικά σε εκείνους τους ανθρώπους που δεν είναι «ανεπτυγμένοι» πολιτικά, που δεν έχουν την απαιτούμενη πολιτική εμπειρία. Είναι σαφές ότι πολλοί άνθρωποι πολιτικοποιήθηκαν από το κίνημα, ωστόσο αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε μια περίοδο υποχώρησης.
Τι έγινε τελικά με την απεργία στη Fiat;
Η απεργία ήταν πολύ δυνατή επί δύο βδομάδες σχεδόν. Και τα δύο μεγάλα συνδικάτα ήταν δραστήρια εκεί. Ήταν σε ανταγωνισμό μεταξύ τους για να κερδίσουν σε μέλη και επιρροή. Στο ένα εργοστάσιο μπορεί το ένα σωματείο να είναι πιο προοδευτικό, λίγο πιο τίμιο και το άλλο να είναι εντελώς διεφθαρμένο, αλλά στο άλλο εργοστάσιο μπορεί τα πράγματα να είναι εντελώς αντίστροφα. Στην περίπτωση της Fiat υπήρχε ένας πολύ μαχητικός συνδικαλιστής στην απεργιακή επιτροπή, που όμως τελικά απομακρύνθηκε από αυτήν. Οι εργάτες οργάνωναν εργατικές συνελεύσεις για να συζητήσουν τα ζητήματα που ανέκυπταν [...]. Επίσης υπήρξε διεθνής αλληλεγγύη προς τους απεργούς. Π.χ. ήρθε ένας συνδικαλιστής της FIAT από την Ιταλία. Ωστόσο στο τέλος τα κατάφερε η πίεση που ασκούσε η κυβέρνηση στα συνδικάτα. Οι απεργοί δεν κέρδισαν αυτό για το οποίο απεργούσαν. Το μόνο που κέρδισαν ήταν ένα εφάπαξ επίδομα. Βέβαια τα συνδικάτα υποστήριξαν ότι «κερδίσαμε» κάτι για τους εργάτες και μετά η απεργία έληξε.
Αλλά δεν ήταν μόνον το εργοστάσιο της FIAT. Ήταν σημαντική, ήταν πολύ δραστήρια η κινητοποίηση την άνοιξη και το φθινόπωρο του 2017. Όμως και το 2016 είχαμε κινητοποιήσεις στους δρόμους. Εκείνη τη χρονιά, το βράδυ των κοινοβουλευτικών εκλογών –όπου επικράτησε ο Βούτσιτς– υπήρξε μια παράνομη κατεδάφιση κάποιων ιδιωτικών χαμόσπιτων, προκειμένου να καθαριστεί το έδαφος για να αρχίσει το αναπτυξιακό πρότζεκτ του Παρόχθιου Μετώπου του Βελιγραδίου. Πρόκειται για ένα θηριώδες πρότζεκτ με τεράστιο προϋπολογισμό και χρηματοδότηση από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Οι κτιριακές και άλλες εγκαταστάσεις θα απευθύνονται στην ελίτ του επιχειρηματικού κόσμου ως τόπος κατοικίας. Απευθύνονται δηλ. στα μεσαία διευθυντικά στελέχη αυτών των μυθικών ξένων εταιριών, που θα έρθουν και θα επενδύσουν στη Σερβία –εν ολίγοις χτίζεται μια πόλη για τα στελέχη του επερχόμενου οικονομικού αποικισμού της χώρας.
Το συμβόλαιο, η σύμβαση την οποία έχει υπογράψει η κυβέρνηση με τους «επενδυτές», είναι ακόμη μυστική, έτσι ο λαός δεν γνωρίζει σε τι έχει συμφωνήσει η κυβέρνησή του. Ήδη το πρότζεκτ έχει δημιουργήσει ένα χρέος 10 εκατ. ευρώ. Δύο εργάτες σκοτώθηκαν σε εργατικό δυστύχημα σε έναν από τους δύο πύργους που χτίζονται, μόλις πριν από δύο ημέρες. Δούλευαν χωρίς εξοπλισμό ασφαλείας και έπεσαν από τον 17ο όροφο. Το ίδιο απόγευμα οργανώθηκε συγκέντρωση διαμαρτυρίας.
Υπάρχει μία αριστερή προοδευτική ομάδα ακτιβιστών που παλεύει ενάντια σε αυτό το φαραωνικό πρότζεκτ. Πρόκειται για ομάδα που στοχεύει στην υπεράσπιση των δημόσιων χώρων κ.λπ., με σχετικά προοδευτικές ιδέες, ωστόσο η μεθοδολογία τους είναι πολύ στενή, πολύ φιλελεύθερη, ακόμη και ατομικιστική. Αυτή η ομάδα διοργάνωσε μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στο πρότζεκτ. Αυτές οι κινητοποιήσεις ήταν ό,τι μεγαλύτερο έχει υπάρξει σε κίνημα από την ανατροπή του Μιλόσεβτις και μετά. «Έβγαλαν» στο δρόμο ίσως και 20.000 ανθρώπους ενάντια στο σχέδιο.
Η κατεδάφιση των χαμόσπιτων ήταν ο τυπικός λόγος, η τυπική αφορμή. Γιατί ο κόσμος ήταν αηδιασμένος με την εκλογική νοθεία, τη λογοκρισία, την άλωση των ΜΜΕ από το κυβερνών κόμμα –σχεδόν όλα τα ΜΜΕ σήμερα γράφουν και λένε αυτά που θέλει η κυβέρνηση. Έτσι υπάρχει οργή ακόμη και από τη μεριά της τάξης των «κερδισμένων της μετάβασης», δηλαδή από εκείνους που βγήκαν από μια κατάσταση σχετικής φτώχειας μέσω της υπόσχεσης προόδου που έδιναν οι επαγγελματικές τους ικανότητες. Και αυτό γιατί τώρα έμπαιναν ξανά και αυτοί σε κατάσταση επισφάλειας. Αυτή ήταν η κοινωνική βάση αυτού του κινήματος (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν συμμετείχαν κι άλλες διαφορετικές μερίδες του πληθυσμού).
Το 2017 η συμμετοχή διευρύνθηκε και τότε έγιναν οι μεγαλύτερες διαδηλώσεις στην πρόσφατη ιστορία, καθώς διαδήλωσαν έως και 80.000 άνθρωποι στο Βελιγράδι μόνον. Αυτό το κίνημα συνδυάστηκε με τις διαδηλώσεις των συνδικάτων των στρατιωτικών και των αστυνομικών! Κάτι το οποίο μπορεί να φαίνεται αλλόκοτο, όμως έτσι έγινε. Σε κάθε περίπτωση η συμπόρευση αυτή δεν συνεχίστηκε.
Στη συνέχεια σημειώθηκαν σημαντικές πολιτικές εξελίξεις. Η Αριστερά μέσα στο κίνημα κατάφερε πράγματι να ενωθεί και να πετάξει έξω τη Δεξιά, που ήθελε να εκτροχιάσει το κίνημα και να το στρέψει προς τα δεξιά. Οι διαδηλωτές παρουσίασαν τα λεγόμενα επτά αιτήματα: Αποκομματικοποίηση του κράτους, ελεύθερα ΜΜΕ, δίκαιες εκλογές κ.λπ. Αλλά και αιτήματα που καταφέραμε και περάσαμε εμείς στο κίνημα, όπως δωρεάν παιδεία, δωρεάν υγεία για όλους, προστασία των εργατικών δικαιωμάτων, άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Βέβαια αυτά ήταν αφηρημένη προπαγάνδα, γιατί η ίδια η φύση των διαδηλώσεων δεν επέτρεπε κάτι πιο συγκεκριμένο, επειδή πολιτικά ήταν τόσο πολυσυλλεκτικές. Ωστόσο ο κόσμος ήταν έτοιμος να υποστηρίξει αυτά τα αιτήματα και αυτό μας επέτρεψε να συμπεράνουμε ότι το κίνημα έχει δώσει τη συγκατάθεσή του σε ένα πρωτο-πολιτικό πρόγραμμα το οποίο είχε διαμορφωθεί από την Αριστερά.
Φυσιολογικά ερχόμαστε έτσι στο αναμενόμενο μεγάλο ερώτημα. Τι γίνεται με την Αριστερά στη Σερβία;
Ήμασταν πεπεισμένοι και μπορέσαμε να πείσουμε και πολλούς άλλους ότι είναι η στιγμή, ότι είχε φτάσει ο καιρός να χτίσουμε μια ευρύτερη αριστερή οργάνωση. Έτσι κι αλλιώς για μας κάτι τέτοιο αποτελούσε τμήμα της στρατηγικής μας. Σήμερα στη Σερβία υπάρχουν πολλές αριστερές οργανώσεις –όχι βέβαια όσες υπάρχουν στην Ελλάδα. Είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους όσον αφορά τον τύπο τους και τη φύση τους. Καταρχήν υπάρχει το Marks 21, η μεγαλύτερη δύναμη της οργανωμένης επαναστατικής Αριστεράς στη Σερβία. Υπάρχει το Νάιντι Γκρουπ, μια πιο μικρή οργάνωση. Επίσης υπάρχουν δεκάδες οργανώσεις που νοσταλγούν την ενιαία Γιουγκοσλαβία, τιτοϊκές οργανώσεις, τα μέλη των οποίων ήταν και μέλη των οργανώσεων του κομουνιστικού κόμματος, όταν αυτό διαλύθηκε. Υπάρχουν 10-20 τέτοιες οργανώσεις, αλλά δεν είναι ενεργές με οποιοδήποτε τρόπο που να έχει νόημα. Υπάρχει και ένα μικρό κλασικό σταλινικό κόμμα, όλες πολύ μικρές οργανώσεις. Δεν υπάρχει «εκλογικός» τρόπος να μετρήσει κανείς τη δύναμη αυτών των οργανώσεων. Όταν το Δημοκρατικό Κόμμα έχασε τις εκλογές, άρχισε να θρυμματίζεται σε φράξιες κι ένα από τα ηγετικά στελέχη του αποφάσισε να επανανακαλύψει την αριστεροσύνη του και δημιούργησε το Λέβιτσα Σέρμπια, η Αριστερά της Σερβίας, το οποίο υποτίθεται ότι θα ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ της Σερβίας. Βέβαια δεν είχε τις κοινωνικές δομές, τις βάσεις, για κάτι τέτοιο. Αυτό που έκανε ήταν να τηλεφωνήσει στους παλιούς του φίλους, που δεν ανήκαν πλέον στο Δημοκρατικό Κόμμα, και αυτοί με τη σειρά τους τηλεφώνησαν σε άλλους που γνώριζαν από το κόμμα. Το μόνο που κατάφερε να προσελκύσει ήταν καμιά 25αριά ριζοσπαστικοποιημένους φοιτητές που θεωρούσαν τον εαυτό τους μαρξιστές (και κάποιοι πράγματι είναι). Αυτοί μπήκαν στη νέα οργάνωση, αλλά σχετικά σύντομα απογοητεύτηκαν και αποχώρησαν (με κάποιους από αυτούς έχουμε μια πολύ καλή συνεργασία). Αυτή η οργάνωση προσπάθησε να κατέβει στις βουλευτικές εκλογές. Πήραν λιγότερο από 1%...
Χθες μίλησες για την παρέμβαση του ινστιτούτου «Ρόζα Λούξεμπουργκ», του ιδρύματος δηλ. του Die Linke, στη Σερβία…
Υπάρχει μια σχετικά ζωντανή παρουσία αριστερών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων. Υπάρχουν πολλές τέτοιες ομάδες και χρηματοδοτούνται κυρίως από το ίδρυμα «Ρόζα Λούξεμπουργκ». Εμείς συμμετείχαμε σε μια απόπειρα του ιδρύματος αυτού να παρέμβει στην Αριστερά της Σερβίας, προωθώντας κάποιου είδους ενοποίηση, μέχρι το 2016. Αλλά το πείραμα μάλλον απέτυχε. Απέτυχε στο να μαζέψει μέλη, απέτυχε στο να αποκτήσει κάποιου είδους ουσιαστική παρέμβαση στα πολιτικά δρώμενα της Σερβίας. Η προσπάθεια επίσημα δεν έχει εγκαταλειφθεί ακόμη, κι εμείς ελπίζουμε να ενσωματωθούν οι ακτιβιστές που συμμετείχαν σε τέτοιες διεργασίες, σε κάποια μελλοντική προοπτική. Αλλά αυτό που κάνει τώρα δεν είναι πολιτική. Είναι προγράμματα (με την έννοια του project, όχι του πολιτικού προγράμματος), επιχορηγήσεις και υποτροφίες. Πρόκειται για έναν ακτιβισμό βασισμένο σε προτάσεις λες και μιλάς για start up επιχειρήσεις (γελάει).
Δυστυχώς η ιδέα της δημιουργίας μιας πλατιάς οργάνωσης της Αριστεράς δεν καρποφόρησε. Είχαμε μια εξαιρετικά έντονη δραστηριοποίηση εκείνη την περίοδο, αλλά δεν έχουμε πολιτικές εμπειρίες. Είμαστε μια οργάνωση με πολύ χαμηλό μέσο όρο ηλικίας –νομίζω κανείς από μας δεν είναι μεγαλύτερος από 35 χρονών. Όλα αυτά που είχαμε να αντιμετωπίσουμε και με τα οποία είχαμε να αναμετρηθούμε, ήταν εντελώς νέα για μας –μιλώντας από την άποψη εμπειρίας πάντα. Σε τέτοιες συνθήκες μπορεί να μαθαίνεις εξαιρετικά γοργά, αλλά μερικά πράγματα δεν μπορείς να τα μάθεις με αυτό τον τρόπο. Νομίζω ότι αποτύχαμε στο να χαράξουμε σαφείς διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σ’ εκείνους που είχαν πειστεί (από τα επιχειρήματά μας) και σ’ εκείνους που στέκονταν στη μέση και που τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν (ή εξελίχθηκαν σε) λαϊκιστές, ή άνθρωποι που ήταν έτοιμοι να φλερτάρουν με εθνικιστικά αισθήματα.
Έτσι αυτή την περίοδο έντονης δραστηριοποίησης τη διαδέχθηκε ένα φθινόπωρο, όπου η όλη δραστηριότητα δεν είχε ηγεσία. Οι εξώσεις ανθρώπων με χρέη έγινε ένα σοβαρό πρόβλημα για όλο το Βελιγράδι. Δημιουργήθηκε ένα μέτωπο, η «Ενωμένη Δράση για μια Στέγη πάνω από το Κεφάλι μας», προκειμένου να αντισταθεί σε αυτές τις εξώσεις, αλλά ένα μέτωπο που δεν είχε στρατηγική προοπτική. Μόνον τώρα, έναν χρόνο μετά, άρχισε η συζήτηση για την ανάγκη ύπαρξης μιας στρατηγικής γι’ αυτό το μέτωπο αντίστασης. Δεν θέλω να ακούγομαι αρνητικός απέναντι στην «Ενωμένη Δράση». Υπήρξαν εκπληκτικά πράγματα που κατάφερε το μέτωπο κατά των εξώσεων, αλλά περιόριζε το εύρος της αριστερής δραστηριοποίησης μόνον σε αυτό. Ήταν παρόν στα ΜΜΕ, στους κοινωνικούς χώρους, στην κοινή γνώμη (ο κόσμος είχε μια πολύ θετική εκτίμηση για το μέτωπο αυτό). Μια παρόμοια εξέλιξη στην Κροατία επέτρεψε ακόμη και στο κόμμα του Πέρναρ, που είναι ένας δεξιός λαϊκιστής, να βρεθεί στην τρίτη θέση όσον αφορά την εκλογική δύναμη των κομμάτων.
Μια που το έφερε η κουβέντα: Τι γίνεται με τους φασίστες; Αποτελούν έναν υπαρκτό κίνδυνο σήμερα στη Σερβία;
Όχι. Ακούγεται περίεργο. Πιο επικίνδυνη περίοδος, για όποιον είναι αριστερός ακτιβιστής, ήταν η περίοδος κατά την οποία στην κυβέρνηση βρισκόταν το Δημοκρατικό Κόμμα. Και αυτό γιατί ο κρατικός μηχανισμός βρισκόταν σε διάσπαση όσον αφορά το «βαθύ κράτος». Υπήρχαν μερίδες των μυστικών υπηρεσιών που ήταν εξαιρετικά φιλορωσικές και οι οποίες συνεργάζονταν στενά με τους φασίστες που έτσι είχαν το ελεύθερο να μπορούν να βγαίνουν στους δρόμους και να μας δέρνουν κανονικά. Όταν όμως η κυβέρνηση πέρασε στα χέρια του Βούτσιτς, αυτός συγχώνευσε στο κόμμα του το «βαθύ κράτος». Ως πρώην εθνικιστής νομίζω ότι φοβάται τους εθνικιστές πολύ περισσότερο από ό,τι φοβάται εμάς. Έτσι προσπαθεί να τους ελέγχει εξαιρετικά στενά. Αυτοί δεν κατάφεραν να απελευθερωθούν από αυτό το χαλινάρι. Έτσι το σχεδόν φασιστικό κόμμα Ντβέρι άρχισε να μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε παραδοσιακό συντηρητικό κόμμα. Οι φασιστικές συμμορίες του δρόμου διαλύθηκαν στις περισσότερες περιπτώσεις. Βέβαια αραιά και πού υπάρχουν –άγριες– «υπενθυμίσεις» του πόσο ισχυρός μπορεί να γίνει ο φασισμός. Ωστόσο δεν μπορούν να αποκτήσουν πολιτική αυτονομία στη «δουλειά» τους αυτή την περίοδο. Δεν μπόρεσαν π.χ. να συνδέσουν τα κοινωνικά ζητήματα που απασχολούσαν την κοινή γνώμη, με αυτά που εκείνοι θεωρούν σημαντικά, δηλαδή τα εθνικά ζητήματα κ.λπ. Αυτή τη στιγμή, με την ιστορία του Κοσόβου [σ.σ. τις διαπραγματεύσεις για ανταλλαγή εδαφών και για αναγνώριση του Κοσόβου εκ μέρους της Σερβίας] η ακροδεξιά μπορεί να αρχίσει να οργανώνεται και να κινητοποιείται. Οποιαδήποτε κι αν είναι η συμφωνία μεταξύ των δύο μερών, η ακροδεξιά θα το παρουσιάσει ως ιστορική αποτυχία της κυβέρνησης –όπως ακριβώς συμβαίνει και με την Ελλάδα και τη Δημοκρατία της Μακεδονίας. Αλλά νομίζω ότι ο Βούτσιτς είναι αρκετά ισχυρός, ώστε να μπορεί να διαχειριστεί και αυτό. Πιστεύω θα το κάνει με τον ίδιο τρόπο που το κάνει η κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Δηλαδή θα συνδέσει το ζήτημα σε ένα δημοψήφισμα με την προοπτική της εισόδου στην ΕΕ. Όμως κι αυτό είναι ρίσκο, γιατί η πλειονότητα του σερβικού πληθυσμού δεν υποστηρίζει πια την ένταξη στην ΕΕ. Βλέπει το τι κάνει η ΕΕ και καταλαβαίνει ότι η ΕΕ έχει προβλήματα και επίσης καταλαβαίνει ότι οι υποσχέσεις που δίνει προς τα νέα (ή προς ένταξη) μέλη, δεν είναι αληθινές. Το καρότο που δίνουν στο λαό για ευρωπαϊκά κονδύλια κ.λπ. δεν μπορεί πλέον να λειτουργήσει ως ορεκτικό για είσοδο στην ΕΕ.
Και με το ΝΑΤΟ…
Όπως είπα και παραπάνω, θα είναι πολύ δύσκολο να βάλει κάποιος τη Σερβία στο ΝΑΤΟ. Μια τέτοια προσπάθεια θα προκαλέσει μια πολύ σημαντική και μεγάλη μάχη. Δυστυχώς ο αντιιμπεριαλισμός στη Σερβία αποτελεί χωράφι της Δεξιάς ή –για να το πω καλύτερα– ο αντιιμπεριαλισμός, σε εισαγωγικά, αποτελεί χωράφι της Δεξιάς. Αλλά δεν έχουν οργανώσει και πολλά πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση. Απλώς η Αριστερά δεν ήταν μέχρι τώρα αρκετά δυνατή για να οργανώσει πράγματα.
Είσαι αισιόδοξος για την Αριστερά στη Σερβία; Πιστεύεις ότι μπορεί να οργανωθεί και να παλέψει ταυτόχρονα ενάντια στον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό;
Είμαι προσεκτικά αισιόδοξος. Έχουμε μια ασυνέχεια όσον αφορά την παράδοση. Πρέπει να επανεφεύρουμε τη ριζοσπαστική και την επαναστατική Αριστερά στη Σερβία, γιατί δεν υπήρχε με κανέναν πραγματικό τρόπο εδώ και πολλά πολλά χρόνια, δηλαδή από πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ασφαλώς υπήρξαν λαμπρά παραδείγματα μικροσκοπικών οργανώσεων ή ατόμων που ήταν πραγματικά αριστεροί, τροτσκιστές, διαφωνούντες κατά τη δεκαετία του 1960 ή κάποιων άλλων, που πάλεψαν για ανεξάρτητα εργατικά συνδικάτα στη δεκαετία του 1970. Αλλά δεν υπάρχει καμία οργάνωση και καμία συνέχεια. Έτσι έχουμε μείνει με τις δικές μας δυνάμεις και δυνατότητες –γι’ αυτό και είναι μοιραίο να συμβαίνουν και λάθη. Αλλά οι άνθρωποι μαθαίνουν από αυτά τα λάθη τους. Γι’ αυτό είμαι αισιόδοξος. Είμαι επίσης αισιόδοξος επειδή πολύ περισσότεροι άνθρωποι είναι ανοικτοί στις ιδέες της Αριστεράς, από ό,τι ήταν π.χ. το 2011, όταν εγώ εντάχθηκα στο Marks 21.
Σήμερα οι ιδέες της Αριστεράς είναι παρούσες στην κουλτούρα της νεολαίας, στην κουλτούρα της νέας γενιάς. Οι άνθρωποι που τείνουν να είναι εναντίον του εθνικισμού, δεν έλκονται πλέον από τον φιλελευθερισμό ή προς την ΕΕ. Την βλέπουν ως αντιδραστική δύναμη, όπως πράγματι είναι. Αυτό αποτελεί μια τεράστια δυνατότητα και ευκαιρία. Υπάρχουν πάρα πολλές νέες πρωτοβουλίες, αλλά την ίδια στιγμή υπάρχει μια αβυσσαλέα έλλειψη στελεχών παντού. Έτσι για κάθε ευκαιρία που βλέπουμε, χάνουμε άλλες δύο-τρεις. Αυτό βέβαια είναι αναμενόμενο: Δεν μπορείς να αρπάζεις κάθε ευκαιρία που σου παρουσιάζεται.
Αυτό που νομίζω ότι χρειάζεται είναι η αναγνώριση –εκ μέρους όλων όσοι έχουμε φτάσει σε αυτό το επίπεδο πολιτικής συνειδητοποίησης για κάποιο καιρό– ότι έχουμε καθήκον και ευθύνη προς τους νεότερους συντρόφους μας, είτε βρίσκονται μέσα στην οργάνωσή μας, είτε στην περιφέρειά της ή ακόμη και μέσα στην υπόλοιπη Αριστερά, να εξηγούμε ότι χωρίς την καθοδήγηση μιας συνειδητής μαρξιστικής οργάνωσης, η οποία μπορεί να είναι μέρος ενός ευρύτερου αριστερού σχηματισμού, η Αριστερά στη Σερβία θα συνεχίσει να πέφτει σε σκοπέλους, π.χ. στον αριστερό λαϊκισμό που μετά οδηγεί πίσω στον εθνικισμό. Σε μια πολύ πιο μικρή κλίμακα είχαμε το ίδιο πρόβλημα στην περίοδο μεταξύ 2012 και 2014. Ήταν η περίοδος που θεωρείτο πολύ της μόδας στην Αριστερά της Σερβίας το να θεωρείται ο σερβικός εθνικισμός ως κοινωνικά συνειδητοποιημένος και προοδευτικός. Αυτό ήταν που οδήγησε ανθρώπους οι οποίοι ήταν αναρχικοί, στο να συνεργάζονται με φασίστες. Αυτά ήταν πολύ σημαντικά μαθήματα για μένα προσωπικά ως ακτιβιστή.
Νομίζω ότι τώρα τα επίδικα ζητήματα είναι πιο σημαντικά. Τότε η κυβέρνηση ήταν ακόμη σταθεροποιημένη και ισχυρή. Τώρα παίρνει υψηλά ποσοστά στις εκλογές, ωστόσο, αν υπάρξει μια βιώσιμη εναλλακτική λύση, θα μπορούσε να τη ρίξει. Το ερώτημα που υπάρχει, είναι από πού θα προέλθει αυτή η εναλλακτική. Ξέρετε, η ακροδεξιά μπορεί να συνεχίσει να συμπεριφέρεται ανόητα όπως επί τόσο καιρό. Και η κυβέρνηση μπορεί να συνεχίσει να την ελέγχει επίσης για καιρό, όπως κάνει μέχρι τώρα. Αλλά αν δεν καταφέρουμε να έχουμε κάποιες επιτυχίες, υπάρχει ο κίνδυνος αυτό που θα έρθει μετά τον Βούτσιτς να είναι κάτι που θα βρίσκεται δεξιότερα από αυτόν.
Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε υπέρ του status quo. Η παρούσα κυβέρνηση και η προηγούμενη κυβέρνηση εφάρμοσαν την ίδια οικονομική πολιτική, δηλ. κατέστρεφαν τη ζωή αναρίθμητων ανθρώπων στη Σερβία.
Πολλά πράγματα διακυβεύονται. Μια πιθανή επιτυχία μιας πιο ριζοσπαστικής πολιτικής στρατηγικής στη Σερβία θα ξαναέδινε έμπνευση στις αριστερές δυνάμεις και στις άλλες χώρες γύρω μας. Πρέπει να πω ότι με μπερδεύει η στάση της ρουμανικής Αριστεράς. Υπήρξαν τεράστιες διαδηλώσεις στη Ρουμανία, οι οποίες όμως καταγγέλθηκαν από την Αριστερά, η οποία δεν συμμετείχε βέβαια σε αυτές με κανέναν τρόπο. Και συνεχίζει να τις καταγγέλλει ως μικροαστικές κ.λπ. Μπορούν να βρίσκονται 100.000 άνθρωποι στο δρόμο και εσύ να χάνεις την ευκαιρία; Αντίστοιχες φωνές καταγγελίας των διαδηλώσεων έχουμε κι εμείς στη σερβική Αριστερά, του τύπου «δεν θέλουμε να συμμετέχουμε σε αυτή τη διαδήλωση πολιτικής διαμαρτυρίας». Εμείς αντίθετα βγήκαμε στο δρόμο, πιέσαμε και μετακινήσαμε την όλη συζήτηση αυτών των κινημάτων προς τα αριστερά. Και αυτά τα κινήματα πίεσαν και μετακίνησαν τη συζήτηση σε ολόκληρη τη χώρα προς τα αριστερά. Και έτσι τώρα έχουμε φιλελεύθερους πολιτικούς που προσπαθούν να εφεύρουν αριστερά διαπιστευτήρια για τον εαυτό τους. Νομίζω ότι αυτό είναι ένα εξαιρετικά εύγλωττο παράδειγμα για το πώς δουλεύει η θεωρία των γραναζιών. Είμαστε ένα μικροσκοπικό γρανάζι που μετακινεί ένα μεγαλύτερο που άλλαξε τη συζήτηση σε όλη τη σερβική κοινωνία. Από τη σκοπιά κάποιου που έχει ζήσει στη Σερβία, μπορεί να φανεί ότι αυτές οι διαδηλώσεις δεν κατάφεραν τίποτε. Όταν όμως τις εξετάσεις ως προς την ευρύτερη προοπτική τους, τότε βλέπεις ότι αυτές ανοίγουν δυνατότητες που δεν υπήρχαν στο παρελθόν. Αυτή είναι η βάση της αισιοδοξίας μου.