Η μεγάλη μάχη της Παιδείας το 2006-07

Θάνος Λυκουργιάς
Ημερ.Δημοσίευσης

Μια αναδρομή στο μεγάλο κίνημα στα πανεπιστήμια ενάντια στο νόμο πλαίσιο και την αναθεώρηση του άρθρου 16 και οι πολύτιμες παρακαταθήκες του για τους σημερινούς αγώνες. 

Πορεία καταλήψεων

Το παρόν άρθρο γράφεται με αφορμή τα 15 χρόνια από το ξέσπασμα των καταλήψεων του Μάη-Ιούνη 2006, που σήμανε την έναρξη ενός διετούς νικηφόρου αγώνα που έδωσε το εγχώριο φοιτητικό κίνημα ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος και του νόμου πλαίσιο που είχε κατεβάσει η τότε Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας[1]. Απέναντι σε αυτά, δεκάδες χιλιάδες φοιτητές και φοιτήτριες προχώρησαν σε καταλήψεις, οι οποίες αποφασίστηκαν στις μαζικότερες συνελεύσεις από τη δεκαετία του ’90 και μαζί με τους πανεπιστημιακούς καθηγητές της ΠΟΣΔΕΠ που πραγματοποίησαν απεργίες διαρκείας, κατάφεραν να ματαιώσουν τα κυβερνητικά σχέδια. Η Συνταγματική Αναθεώρηση ακυρώθηκε και ο νόμος πλαίσιο, παρά την ψήφιση του από την πληγωμένη Κυβέρνηση, βρέθηκε απονομιμοποιημένος, με τις επιμέρους διατάξεις του να χρειάζονται πολλά χρόνια –και μεγάλες πολιτικές ανακατατάξεις- για να μπορέσουν να εφαρμοστούν.


Παρά το γεγονός ότι γράφεται στο πλαίσιο «επετείου», η επιστροφή στο τι συνέβη το 2006-07 δεν γίνεται για αμιγώς επετειακούς σκοπούς. Κάθε αναδρομή στο παρελθόν οφείλει να γίνεται για την άντληση συμπερασμάτων τα οποία να είναι χρήσιμα στο παρόν. 


Το 2017, η τότε επέτειος των 10 χρόνων από την ακύρωση της Συνταγματικής Αναθεώρησης, μας έβρισκε στον απόηχο της προδοσίας του ΣΥΡΙΖΑ και του αντίκτυπου που αυτός είχε στα μαχόμενα κομμάτια της κοινωνίας και στην Αριστερά. Οι δυνάμεις που συνέχιζαν να αντιστέκονται έψαχναν να βρουν τρόπους για να απαντηθεί ξανά μαζικά ο μνημονιακός μονόδρομος. Σε εκείνο το πλαίσιο, ο διάλογος που είχε ανοίξει, έστω και προς στιγμήν, μέσω της ιστοσελίδας του k-lab και της σχετικής εκδήλωσης που είχε πραγματοποιηθεί στην ΑΣΟΕΕ[2] έθετε επί τάπητος την ανάγκη για διερεύνηση των προϋποθέσεων για να επιτευχθεί ξανά συνεργασία και κοινή δράση, πατώντας σε μία από τις καλύτερες στιγμές στην ιστορία του κινήματος στην Ελλάδα. Τότε δηλαδή που όλες οι οργανωμένες δυνάμεις ξεδίπλωναν τους σχεδιασμούς τους κινούμενες προς ένα κοινό στόχο που αποδείχτηκε εφικτό να επιτευχθεί.


Ειδικά όμως σήμερα, στο πλαίσιο της πλήρους αμφισβήτησης κάθε κοινωνικού δικαιώματος και της άγριας καταστολής στο σύνολο της κοινωνίας και ειδικά ενάντια στους φοιτητές και τις φοιτήτριες μέσω της συγκρότησης της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας, χιλιάδες νεολαίοι ξαναβγήκαν στους δρόμους. Ειδικά δε οι φοιτητές έχουν κατά περίπτωση επιστρέψει σε κάποιες κρίσιμες πρακτικές του τότε: σε καταλήψεις, σε πορείες, σε συνελεύσεις, σε οικειοποίηση του χώρου των ιδρυμάτων, σε πρωτοβουλίες απεύθυνσης στην κοινωνία. Το να πραγματοποιηθούν απευθείας αναλογίες δεν θα ήταν δόκιμο, η απλή και μόνη επισήμανση ότι τότε τα Πανεπιστήμια λειτουργούσαν και ήταν προσβάσιμα είναι αρκετή και συνολικά μοιάζει να απέχουμε πολύ από ένα γενικευμένο ξεσηκωμό.  Όμως, οι ειδικές συνθήκες του σήμερα, τα κοινωνικά αδιέξοδα που ζητούν απάντηση σε συνδυασμό με τις προκλήσεις στη φοιτητιώσα νεολαία και τις ενίοτε πολύ μαζικές αντιδράσεις με τις οποίες αυτή απαντά, δηλώνουν πως η τρέχουσα κινητικότητα θα μπορούσε και θα έπρεπε να θέσει ως στόχο το να γίνει κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή αναλαμπή. Στη βάση αυτής της διαπίστωσης, η επιστροφή στις καλύτερες στιγμές εκείνου του μεγάλου αγώνα, στην επεξεργασία των συνθηκών που οδήγησαν στο ξέσπασμα του, των πολιτικών γραμμών που έδρασαν μέσα σε αυτό και των παρακαταθηκών –θετικών και αρνητικών– που αυτό άφησε μπορεί να είναι πολύτιμη για τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες του σήμερα. Το παρόν άρθρο φιλοδοξεί να συμβάλλει σε αυτή την προσπάθεια.


Εισαγωγή: το υπόβαθρο του ξεσπάσματος


Όπως ανέκαθεν συνέβαινε σε αυτές τις περιπτώσεις, το φοιτητικό κίνημα του Μαΐου του 2006 δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία, αλλά υπήρξε συμπύκνωση πολλών παραγόντων που επέδρασαν στον ψυχισμό και την συνείδηση της τότε νεολαίας. 


Σε σχετικές συζητήσεις και αρθρογραφία έχουν μνημονευτεί αρκετά: οι μαθητικές καταλήψεις ενάντια στον νόμο Αρσένη το 1998-1999 ή και εκείνες του 1990-1991 κ.α. Σε ευρύτερο επίπεδο, καταγράφονται επίσης γεγονότα όπως τα μεγάλα αντιπολεμικά συλλαλητήρια του 2003 ή η εμπειρία και ο απόηχος των διεθνών αντιπαγκοσμιοποιητικών κινητοποιήσεων και πολλά ακόμα. Με διαφορές στο ειδικό τους βάρος που δεν χρειάζεται να αναλυθούν, υπήρξαν αρκετές στιγμές πριν το ξέσπασμα του φοιτητικού κινήματος, οι οποίες στο σύνολό τους έδωσαν τα πρώτα ερεθίσματα και τις πρώτες μεγάλης κλίμακας κινηματικές εμπειρίες σε χιλιάδες ανθρώπους, οι οποίοι πήραν στη συνέχεια μέρος στις φοιτητικές κινητοποιήσεις. Αντίστοιχα και ίσως πιο σημαντικά, λόγω χρονικής εγγύτητας, περίπου ένα μήνα πριν από την έναρξη των εγχώριων κινητοποιήσεων, οι φοιτητές και οι φοιτήτριες στην Γαλλία μαζί με συνδικάτα εργαζομένων είχαν μπλοκάρει επιτυχώς το Σύμφωνο για την Πρώτη Εργασία (CPE). Επρόκειτο για ένα νομοσχέδιο που είχε επιχειρήσει να κατεβάσει η τότε Κυβέρνηση Ντε Βιλπέν το οποίο προέβλεπε, μεταξύ άλλων, διετή περίοδο «προσαρμογής» εκτός των ρυθμίσεων των συλλογικών συμβάσεων και αναιτιολόγητη απόλυση για τους νέους κάτω των 26.[3] Το νικηφόρο παράδειγμα ήταν δίπλα μας και το «να γίνει της Γαλλίας» αποτέλεσε ένα «ρεαλισμό», ο οποίος δυνάμωνε συνεχώς μαζί με το δυνάμωμα του κινήματος.


Τα παραπάνω όμως ήταν οι κρίσιμες «πινελιές» πάνω στο μεγαλύτερο κάδρο της κοινωνικής πραγματικότητας. Η κρίσιμη παράμετρος ήταν πως είχε ήδη αρχίσει να αποτυπώνεται στα μυαλά της τότε νεολαίας ότι θα αποτελέσουν την πρώτη μεταπολεμική γενιά που θα ζήσει χειρότερα από τους γονείς της. Πέραν των γενικότερων αλλαγών που ξεδιπλωνόντουσαν εκείνη την περίοδο (πχ οδηγία Μπολκενστάιν, απόπειρες για Ευρωσύνταγμα, κοινωνικοί αγώνες κλπ) και προκαλούσαν συνολικά διεργασίες, ειδικά για τη νεολαία και αρκετά πριν την κρίση του 2008 και τα μνημόνια, ο ατομικός δρόμος είχε αρχίσει να μην μοιάζει τόσο λαμπρός. Χιλιάδες νέοι άνθρωποι διαπιστώναμε πως ακόμα και αν αριστεύαμε στις σπουδές μας, δεν υπήρχε καμία εγγύηση για επαγγελματική αποκατάσταση, πολύ περισσότερο αξιοπρεπή. Σε μια συγκυρία όπου οι αγωνίες για το μέλλον δεν ήταν ξένες, η επιλογή της τότε Κυβέρνησης Καραμανλή να ανοίξει ολομέτωπη επίθεση στην Εκπαίδευση έγινε κατανοητή ως ευθεία απειλή στις ζωές και τα ήδη επισφαλή εργασιακά δικαιώματα της νεολαίας και λειτούργησε ως θρυαλλίδα για την συμμετοχή στον αγώνα χιλιάδων ανθρώπων, οι οποίοι μέχρι τότε δεν είχαν άλλη άμεση εμπλοκή.


Όπως όμως επίσης συνέβαινε σε κάθε αντίστοιχη περίπτωση, για να υπάρξει η έκρηξη του φοιτητικού κινήματος χρειαζόταν να υπάρξουν δράσεις από υποκειμενικούς παράγοντες. Για την ιστορική ακρίβεια, οι δυνάμεις που άνοιξαν τον χορό των κινητοποιήσεων ενάντια στα σχέδια της Κυβέρνησης ήταν οι πανεπιστημιακοί καθηγητές μέσω της ομοσπονδίας τους, της ΠΟΣΔΕΠ. Η τελευταία, έχοντας ως ηγεσία την «Συσπείρωση Πανεπιστημιακών» στην οποία συμμετείχε ένα πολύ ευρύ φάσμα δυνάμεων της Αριστεράς (από πανεπιστημιακούς με αναφορές από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά μέχρι τον Συνασπισμό), επέλεξε να κοντραριστεί στα ίσα με την εμπέδωση του νεοφιλελευθερισμού στα πανεπιστήμια και να αμφισβητήσει τα μέτρα.


Συνολικά, οι κινητοποιήσεις στην ακαδημαϊκή κοινότητα είχαν ξεκινήσει περίπου τρία χρόνια πιο πριν, όταν τα μέλη ΔΕΠ αντιστεκόμενα τότε στα σχέδια της Ε.Ε για την εκπαίδευση (διαδικασία της Μπολόνια) και ταυτόχρονα διεκδικώντας αύξηση της χρηματοδότησης και μονιμοποίηση των συμβασιούχων, είχαν προχωρήσει σε απεργία διαρκείας. Παρά το γεγονός πως αυτή έκλεισε χωρίς να πετύχει κάποιο από τα αιτήματα της, κατάφερε να ανοίξει την συζήτηση για τις εξελίξεις στον χώρο της Εκπαίδευσης μέσα στα Πανεπιστήμια και να προετοιμάσει το έδαφος. Επίσης, όταν η Κυβέρνηση ξεδίπλωσε τα επιθετικά της σχέδια, η ΠΟΣΔΕΠ απάντησε άμεσα καλώντας ξανά σε απεργίες, τις οποίες ακολούθησε ο μεγάλος φοιτητικός ξεσηκωμός. 


Οι προβλέψεις του νόμου πλαίσιο και το άρθρο 16


Η επίθεση στην εκπαίδευση από μέρους Ν.Δ. δεν ξεκίνησε με τον νόμο πλαίσιο και το άρθρο 16. Περίπου ένα χρόνο νωρίτερα είχε ήδη ψηφιστεί σειρά μέτρων που χτυπούσαν τον δημόσιο χαρακτήρα της Παιδείας. Πιο συγκεκριμένα, είχαν ψηφιστεί οι νόμοι για την αξιολόγηση και τα Ινστιτούτα Δια Βίου Εκπαίδευσης, όπως και η αντικατάσταση του ΔΙΚΑΤΣΑ με τον ΔΟΑΤΑΠ. Όλα τα παραπάνω σηματοδοτούσαν την στροφή των Πανεπιστημίων προς τη λογική της αγοράς, την εντατικοποίηση και τον ανταγωνισμό καθώς -παρά την χρόνια υποχρηματοδότηση τους- θα έπρεπε να «αξιολογούνται» ως προς τις επιδόσεις τους και  να χρηματοδοτούνται αναλόγως, ενώ αντίστοιχα οι απόφοιτοι θα έπρεπε να καταρτίζονται μονίμως πάνω σε νέες δεξιότητες προκειμένου να είναι «ανταγωνιστικοί». Επίσης, είχε ήδη ψηφιστεί και η «βάση του 10» για την εισαγωγή των μαθητών στα Πανεπιστήμια, μέτρο το οποίο σύμφωνα με αρθρογραφία της εποχής είχε αφήσει στον πρώτο χρόνο εφαρμογής του πάνω από 60.000 μαθητές έξω από τα ΑΕΙ και ΤΕΙ.


Η παραπάνω επίθεση επιχειρούταν να ολοκληρωθεί μέσω της ψήφισης αρχικά του νόμου πλαίσιο, όπως είχε προετοιμαστεί από την «επιτροπή Σοφών» υπό την προεδρία του Θ. Βερέμη,  και προοπτικά μέσω της συνταγματικής αναθεώρησης την οποία, εκτός από την αυτοδύναμη και πολύ ισχυρή πολιτικά Κυβέρνηση της Ν.Δ.[4],  υποστήριζε και το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου.


Ο νόμος πλαίσιο προέβλεπε ριζικές αλλαγές σε τρία πεδία:


α) Την ιδιωτικοποίηση και γενικότερη εμπορευματοποίηση της Παιδείας, μέσω εισαγωγής καταβολής διδάκτρων, κατάργησης των δωρεάν συγγραμμάτων, εισαγωγής managerστα Πανεπιστήμια και αντικατάστασης του ενιαίου πτυχίου από πιστωτικές μονάδες (μέσω της οποίας ακυρώνονταν πρακτικά τα εργασιακά δικαιώματα που το πρώτο κατοχύρωνε).


β) Στην εντατικοποίηση των σπουδών, όπου θεσπιζόταν το όριο ν+2 χρόνια σπουδών, μετά το οποίο οι φοιτητές θα διαγράφονταν από τα Πανεπιστήμια. Αντιστοίχως θα διαγράφονταν και όσοι κοβόντουσαν για τρίτη φορά στο ίδιο μάθημα, κάτι που σε συνδυασμό με το προηγούμενο θα οδηγούσε σε διαγραφή χιλιάδες εργαζόμενους φοιτητές και φοιτήτριες.


γ) Τον αυταρχισμό, μέσω της κατάργησης του ασύλου. Ο νόμος προέβλεπε τον περιορισμό του ασύλου αποκλειστικά και μόνο στις αίθουσες διδασκαλίας, επιτρέποντας την εισβολή των δυνάμεων καταστολής όποτε αυτές το έκριναν σκόπιμο. 


Ο νόμος πλαίσιο αποσκοπούσε στο να διαμορφωθεί ένα πανεπιστήμιο για λίγους, οι οποίοι θα έπρεπε να έχουν ως μόνη έννοια την ολοκλήρωση των σπουδών τους, μέσα σε ένα αποστειρωμένο περιβάλλον.


Αν αυτοί ήταν οι στόχοι για τα δημόσια ακαδημαϊκά ιδρύματα, το παζλ ολοκληρωνόταν με την ισοτίμηση της αξίας των πτυχίων τους με εκείνα που παρείχαν τα διάφορα κολλέγια. Η άρση των περιορισμών για παροχή ανώτατης εκπαίδευσης αποκλειστικά από κρατικά ιδρύματα, όπως αυτή επιδιωκόταν να διαμορφωθεί από την αναθεώρηση του άρθρου 16 δεν θα οδηγούσε προφανώς σε ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων που θα πραγματοποιούσαν έρευνα, όπως άφηνε να εννοηθεί η Κυβέρνηση και τα ΜΜΕ. «Απλώς» θα αναγνωρίζονταν ως ισότιμα τα παραρτήματα των διαφόρων διεθνών ιδρυμάτων, καλύπτοντας όλους όσοι δεν τα κατάφερναν στις πανελλήνιες, αλλά είχαν την οικονομική δυνατότητα να καταβάλλουν το σχετικό αντίτιμο. Ο συνδυασμός των ανωτέρω αποσκοπούσε στην διαμόρφωση λίγων «καλών» ιδρυμάτων, στα οποία θα μπορούσε να φοιτά και να κατανοεί τις αρχές των επιστημών η κοινωνική «αφρόκρεμα», ενώ οι υπόλοιποι θα φοιτούσαν σε ιδρύματα ή «ιδρύματα» από τα οποία απλώς θα καταρτίζονταν. Η τότε φράση του (διαχρονικού) Γενικού Γραμματέα του ΟΟΣΑ, Άνχελ Γκουρία πως «το δημόσιο πανεπιστήμιο είναι μη αποδεκτή λύση. Η παιδεία έχει γίνει πλέον ένα διεθνές εμπορευματικό αγαθό που μπορεί να εξαχθεί και να διακινηθεί. Και όπως κάθε εμπόρευμα, πρέπει να πωλείται και να αγοράζεται» ήταν απολύτως ενδεικτική της φιλοσοφίας των μέτρων.


 Απέναντι σε όλα αυτά, η ΠΟΣΔΕΠ ξεκινά επαναλαμβανόμενες απεργίες στα τέλη Μάρτη και από 1η Ιουνίου σε απεργία διαρκείας. Ταυτόχρονα, μεταξύ της δεύτερης και τρίτης βδομάδας του Μαΐου το κίνημα των φοιτητικών καταλήψεων αρχίζει να φουντώνει, για να φτάσει σε πλήρη κορύφωση στα τέλη Μάη με αρχές Ιούνη.


Το φοιτητικό κίνημα


Μέχρι να υπάρξει το ξέσπασμα, η κατάσταση στα Πανεπιστήμια δεν προμήνυε την αντίδραση που επακολούθησε. Ελάχιστο διάστημα νωρίτερα, οι φοιτητικές εκλογές του 2006 είχαν αναδείξει για άλλη μια φορά την ΔΑΠ ως πρώτη δύναμη σε ΑΕΙ και ΤΕΙ. Επίσης οι συνελεύσεις, ενώ υπήρχαν ως κομμάτι της «κανονικότητας» και ήταν σαφώς συχνότερες και μαζικότερες από τα προ πανδημίας δεδομένα , συνολικότερα  δεν αποτελούσαν τον κανόνα και η απαρτία δεν ήταν δεδομένη. Όπως όμως διαπιστωνόταν από συνδικαλιστές της Αριστεράς οι οποίοι επιχειρούσαν να κάνουν ανακοινώσεις στα τμήματα γύρω από τα ανωτέρω θέματα[5], το κλίμα είχε αρχίσει να αλλάζει στο φοιτητικό σώμα. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα οι αρχικά περίπου 15 ολιγοήμερες καταλήψεις πανελλαδικά έγιναν 40, έπειτα 200 ενώ παράλληλα μετατρεπόντουσαν σε διαρκείας και στο τέλος της πρώτης περιόδου του Μάη–Ιούνη περισσότερα από 400 ΑΕΙ και ΤΕΙ βρισκόντουσαν υπό κατάληψη! Μέσα από συνελεύσεις που στα μεγάλα ιδρύματα συχνά ξεπερνούσαν τα χίλια άτομα και χρειαζόντουσαν περισσότερα από ένα αμφιθέατρα για να γίνει καταμέτρηση, οι «καθημερινοί» φοιτητές και φοιτήτριες, οι άνθρωποι που δεν έδειχναν σε προηγούμενες στιγμές να έχουν διάθεση να συμμετάσχουν στις διαδικασίες των συλλόγων και πολύ περισσότερο σε κινηματικές δραστηριότητες, μπήκαν μαζικά στο προσκήνιο, πήραν πάνω τους μεγάλα κομμάτια της καθημερινότητας του κινήματος και καθόρισαν με την συμμετοχή και την ζωντάνια τους το ξεδίπλωμα ενός μεγάλου αγώνα διαρκείας. Μέσα από την συνεχή άνοδο του κινήματος και με εντυπωσιακές διαδηλώσεις δεκάδων χιλιάδων, ακόμα και σχολές στις οποίες η ΔΑΠ είχε σταθερά αυτοδυναμία (πχ ΠΑΜΑΚ) κατάφεραν να πραγματοποιήσουν συνέλευση και να προχωρήσουν σε καταλήψεις διαρκείας. Σε αυτό το πλαίσιο η ΔΑΠ πετάχθηκε έξω από τα Πανεπιστήμια, καθώς ήταν ξεκάθαρο στα μάτια της φοιτητικής κοινότητας πως συνέπλεαν απόλυτα με τα κυβερνητικά σχέδια και δεν είχαν κάνει το παραμικρό για να υπερασπιστούν τα πληττόμενα δικαιώματα των φοιτητών. Κάθε Πέμπτη, οι δρόμοι της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και των άλλων μεγάλων και μικρότερων πόλεων γέμιζαν από τα μεγαλειώδη φοιτητικά συλλαλητήρια που διατράνωναν ότι ο νόμος  πλαίσιο και συνολικά τα σχέδια της Κυβέρνησης δεν θα περάσουν!


Απέναντι σε όλα αυτά, η Κυβέρνηση βρέθηκε απέναντι σε μια κατάσταση για την οποία δεν ήταν προετοιμασμένη. Η αντιμετώπιση εκ μέρους της ήταν ένας συνδυασμός απαξίωσης του φοιτητικού κινήματος ως «μειοψηφίες»  και των πανεπιστημιακών ως «οπισθοδρομικών και προσκολλημένων στο παρελθόν» και καλεσμάτων σε «διάλογο» γύρω από τις προαποφασισμένες θέσεις της. Διαπιστώνοντας ότι τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τον εξοστρακισμό της ΔΑΠ, δεν ήταν ικανά να κάμψουν την άνοδο του φοιτητικού κινήματος, επιστρατεύτηκαν οι δυνάμεις καταστολής οι οποίες εξαπέλυσαν πολύ άγριες επιθέσεις στις διαδηλώσεις. Μέσα στο γενικευμένο πλαίσιο καταστολής, η μαζικότατη διαδήλωση της 8ης Ιούνη στην Αθήνα υπήρξε «σημείο αναφοράς» για τα επιχειρησιακά σχέδια ΕΛΑΣ και Κυβέρνησης, λόγω της βιαιότητας με την οποία επιτέθηκε η Αστυνομία. Τα ανοιγμένα κεφάλια των φοιτητών όμως δεν είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα, καθώς η κοινή γνώμη είδε καθαρά την ωμή βία και  πλειοψηφικά στάθηκε στο πλευρό της νεολαίας, ενώ τα πυρά της αντιπολίτευσης στράφηκαν συνολικά εναντίων των πραιτωριανών του Βύρωνα Πολύδωρα. Σημαντικότερα όμως, το κίνημα εξαγριώθηκε και έδειξε να φουντώνει ακόμα περισσότερο μετά από αυτές τις προκλήσεις. Διαπιστώνοντας πως τίποτα από τα παραπάνω δεν δουλεύει, η Κυβέρνηση απόσυρε άρον – άρον την κατάθεση του νομοσχεδίου, υποτίθεται για να το ξανακατεβάσει αργότερα με βελτιωμένο πλαίσιο. Οι γεμάτες αυτοπεποίθηση προηγούμενες δηλώσεις της Γιαννάκου πως «είχαμε δυο χρόνια διάλογο, τον Ιούνη θα έχουμε νέο νόμο πλαίσιο» εξαερώθηκαν, ο πρώτος γύρος της αντιπαράθεσης είχε λήξει με καθαρή νίκη του φοιτητικού κινήματος!


Οι πολιτικές δυνάμεις στα Πανεπιστήμια


Έχοντας περιγράψει το ιστορικό του αγώνα μέχρι τον Ιούνη του 2006, χρειάζεται να πραγματοποιηθεί σε αυτό το σημείο περιγραφή και των πολιτικών δυνάμεων που έδρασαν μέσα στο κίνημα. 


Στον απόηχο του ξεσπάσματος των καταλήψεων και της αποχώρησης της ΔΑΠ, οι κυριότερες δυνάμεις που έδρασαν στις φοιτητικές συνελεύσεις ήταν τα ΕΑΑΚ και η Πανσπουδαστική Κίνηση Συνεργασίας (ΠΚΣ). Σημαντικό ρόλο είχαν επίσης τα ΔΑΡΑΣ της νεολαίας Συνασπισμού, όπως και άλλες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Η ΠΑΣΠ τέλος, βρέθηκε σε αρκετή αμηχανία καθώς το ΠΑΣΟΚ συμφωνούσε επισήμως με τις μεταρρυθμίσεις. Υπό την πίεση των φοιτητών που είχαν αναφορά σε αυτήν και συμμετείχαν στις συνελεύσεις και τις κινητοποιήσεις, υποχρεώθηκε σε στήριξη των αγωνιστικών πλαισίων χωρίς να έχει ποτέ πρωταγωνιστικό ρόλο.[6] Ήταν σαφές ότι η ηγεσία του φοιτητικού κινήματος είχε περάσει στις δυνάμεις της Αριστεράς.


Εντός αυτής της κατάστασης, η ΠΚΣ στην πρώτη φάση του Μάη-Ιούνη επέλεξε να παίξει τον ρόλο του «πυροσβέστη» του αγώνα (στάση την οποία το ΚΚΕ διατήρησε και σε επόμενες στιγμές, με χαρακτηριστικότερη εκείνη του Δεκέμβρη του 2008). Χρησιμοποιώντας ρητορική η οποία έκανε λόγο για κίνδυνο απώλειας του εξαμήνου και για «αποξένωση» από τις καταλήψεις των φοιτητών/τριων που δεν είχαν μόνιμη κατοικία στις πόλεις που φοιτούσαν και άρα έχαναν τα νοίκια τους, σε συνδυασμό με κριτική για «ανεύθυνα, δήθεν υπερεπαναστατικά στοιχεία που θέτουν αποπροσανατολιστικά αιτήματα», η ΠΚΣ και το ΚΚΕ αντιτάχθηκαν ανοιχτά στο κίνημα των καταλήψεων στην πρώτη του φάση, προτάσσοντας «πολύμορφες αγωνιστικές διαδικασίες» με συνέχιση των μαθημάτων σε συνδυασμό με «κάποιες μέρες» κατάληψης. Οι συνδικαλιστές/στριες της ΠΚΣ κατέβαζαν ξεχωριστά πλαίσια στις συνελεύσεις τα οποία συγκέντρωναν λίγες δεκάδες ψήφων των οργανωμένων τους μελών, την ώρα που τα κοινά πλαίσια αγώνα υποστηρίζονταν από πολλές εκατοντάδες συναδέλφων τους. Ως εκ τούτου, στην αρχή του ξεσπάσματος του αγώνα, η ΠΚΣ βρέθηκε απολύτως απομονωμένη, κάτι που διόρθωσε τον Ιούνη συμμετέχοντας στα κοινά πλαίσια καταλήψεων αλλά όχι στα συντονιστικά.


Στον αντίποδα αυτής της στάσης, τα ΕΑΑΚ αποτέλεσαν την ραχοκοκαλιά του φοιτητικού κινήματος. Για πρώτη φορά μετά τη δεκαετία του 1990, δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς βρέθηκαν στην ηγεσία ενός μεγάλου κοινωνικού κινήματος και η δράση τους υπήρξε καταλυτική. Έχοντας συγκροτημένη παρουσία στη μεγάλη πλειοψηφία των φοιτητικών συλλόγων και κινούμενες γύρω από το τρίπτυχο «Συνελεύσεις – Καταλήψεις – Διαδηλώσεις» , τα ΕΑΑΚ έπαιξαν τον κύριο προωθητικό ρόλο στο να κατέβει παντού το αγωνιστικό πλαίσιο, ήταν αυτά που απάντησαν στις μεθοδεύσεις της ΔΑΠ και μετέπειτα της ΠΚΣ ώστε να μην αναπτυχθεί το κίνημα των καταλήψεων, ήταν αυτές οι δυνάμεις που πρωτοστάτησαν στην διαμόρφωση των Συντονιστικών Επιτροπών Καταλήψεων και του πανελλαδικού συντονισμού αυτών και στην πολιτική απάντηση στην ενορχηστρωμένη επίθεση Κυβέρνησης και ΜΜΕ. Είναι ασφαλές να ειπωθεί ότι χωρίς τη δράση των ΕΑΑΚ το φοιτητικό κίνημα δεν θα είχε τον χαρακτήρα που απέκτησε. Τα ΕΑΑΚ πραγματοποίησαν μεγάλο προχώρημα σε σχέση με προηγούμενες αντιλήψεις τους, καθώς συνεργάστηκαν στενά με τους καθηγητές, τους οποίους παλαιότερα θεωρούσαν εχθρούς, ενώ επίσης ξεπέρασαν την προηγούμενη άρνηση τους να συναντιούνται οι φοιτητές με τους εργαζόμενους, καλώντας σε συμμετοχή στις απεργιακές κινητοποιήσεις. Ταυτόχρονα όμως, δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν φαινόμενα αυτοαναφορικότητας και σε κρίσιμες στιγμές απέφυγαν να πραγματοποιήσουν τις αναγκαίες υπερβάσεις, κάτι που θα σχολιαστεί και παρακάτω. Συνολικά με τη στάση τους, με τα θετικά και τα αρνητικά της, καθόρισαν την πορεία του αγώνα των φοιτητών και των φοιτητριών.


Με σαφώς μικρότερα μεγέθη, οι δυνάμεις των ΔΑΡΑΣ συνέβαλλαν και αυτές στην ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος. Έχοντας ενισχύσει τα σχήματά τους λόγω της συμμετοχής τους στις διαδικασίες του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος και του Ευρωπαϊκού και Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ, οι συγκεκριμένες δυνάμεις υποστήριξαν τα αγωνιστικά πλαίσια και τις διαδηλώσεις του φοιτητικού κινήματος και συνέβαλλαν ουσιαστικά στην ανάπτυξη του αγώνα. Σε μεγάλο βαθμό πάντως, η κίνηση τους ακολουθούσε εκείνη των ΕΑΑΚ, χωρίς να καταφέρνουν να παρουσιάσουν κάποια εναλλακτική πολιτική πρόταση στις κρίσιμες καμπές του αγώνα.


Τέλος, άλλες μικρότερες δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς –μεταξύ αυτών και οι Φοιτητές/τριες Ενάντια στο Σύστημα– έριξαν όλες τους τις δυνάμεις στην υποστήριξη του φοιτητικού αγώνα, επιδιώκοντας την σύνδεση με τους εργαζομένους και το άπλωμα του αγώνα στους εργασιακούς χώρους. Έχοντας, λόγω μεγέθους, μικρότερη «δέσμευση» στο να οργανώσουν την καθημερινότητα του φοιτητικού αγώνα, αλλά έχοντας συχνά πιο καθαρή ματιά ως προς την ανάγκη να ξεπεράσει αυτός τα όρια των χώρων των πανεπιστημίων, οι συγκεκριμένες δυνάμεις κινήθηκαν προς την κατεύθυνση της υλοποίησης του «να γίνει της Γαλλίας» μέσω των πραγματικών όρων που αυτό θα μπορούσε να συμβεί, δηλαδή μέσω της άμεσης εμπλοκής των συνδικάτων, της συμμετοχής στις απεργίες και της άσκηση πίεσης ώστε αυτές να καλεστούν, του καλέσματος συνδικαλιστών στις φοιτητικές συνελεύσεις και τούμπαλιν κλπ.


Το μεσοδιάστημα του αγώνα: η απεργία των δασκάλων


Στον απόηχο της απόσυρσης του νομοσχεδίου τον Ιούνη του 2006, αλλά με δηλωμένη την διάθεση της Κυβέρνησης να συνεχίσει όπως και να προχωρήσει στην συνταγματική αναθεώρηση, οι οργανωμένες δυνάμεις της Αριστεράς έπρεπε να σχεδιάσουν τις κινήσεις τους για τους επόμενους μήνες. Όμως, τα αντανακλαστικά δεν ήταν τα απαραίτητα ώστε να υπάρξει διεύρυνση του κοινωνικού αγώνα και να ανατραπούν συνολικά οι νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις.


Η κρίσιμη στιγμή για να συμβεί κάτι τέτοιο υπήρξε, όταν ξέσπασε τον Σεπτέμβρη του 2006 η μεγάλη απεργία των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η συνδικαλιστική τους ομοσπονδία, η ΔΟΕ, είχε διακηρύξει ήδη από τον Ιούνη του 2006 ότι τον ερχόμενο Σεπτέμβρη θα προχωρήσει σε απεργία διαρκείας. Με αιτήματα για ενίσχυση των αμοιβών των δασκάλων (1.400 ευρώ κατώτερο μισθό) και για προστασία των ασφαλιστικών τους δικαιωμάτων, για ανατροπή των σχεδίων για το Άρθρο 16 και για απόκρουση των σχεδίων για αξιολόγηση στα σχολεία, οι δάσκαλοι, εμπνεόμενοι από τον φοιτητικό αγώνα, προχώρησαν σε απεργία διαρκείας στις 18 Σεπτέμβρη. Κατά τη διάρκειά της υπήρξαν επίσης μαζικότατες συνελεύσεις και κινητοποιήσεις, με εμβληματικότερη ίσως στιγμή την διαδήλωση 50.000 διαδηλωτών στις 5 Οκτώβρη στην Αθήνα. Ο αγώνας τους, ο οποίος επίσης λοιδωρήθηκε από Κυβέρνηση και ΜΜΕ και αντιμετωπίστηκε με καταστολή[7], υπήρξε μια μεγάλη απεργία διάρκειας έξι βδομάδων. Αυτή πήγε κόντρα στις παραδόσεις των μονοήμερων-διήμερων συμβολικών απεργιών, «γιατί ο κόσμος δεν τραβάει», και λόγω της διάρκειας και της αποφασιστικότητας του αγώνα τους, επανέφεραν στην πράξη, έστω και σε περιορισμένη κλίμακα, μια από τις καλύτερες παραδόσεις του εργατικού κινήματος, αυτή του απεργιακού ταμείου ενίσχυσης. Με βάση αυτή τον αγώνα, με εκατοντάδες Λύκεια και Γυμνάσια να τελούν ταυτόχρονα υπό κατάληψη και στο υπόβαθρο του φοιτητικού ξεσηκωμού του Μάη–Ιούνη, το ζήτημα του πανεκπαιδευτικού μετώπου διαρκείας τιθόταν στην ημερήσια διάταξη. Αυτό που χρειαζόταν ήταν να μπορέσουν να μπουν και οι φοιτητικοί σύλλογοι στον αγώνα την ίδια περίοδο.


Δυστυχώς όμως,  οι δυνάμεις που είχαν την δυνατότητα και την ευθύνη να οργανώσουν αυτή την προσπάθεια δεν το επιχείρησαν ποτέ. Κάνοντας λόγο για κόπωση από το προηγούμενο αγωνιστικό δίμηνο, για αδυναμία να ξεπεραστεί ο σκόπελος της εξεταστικής του Σεπτεμβρίου και για ανάγκη να υπάρξει πρώτα ενημέρωση των πρωτοετών φοιτητών  κλπ, τα ΕΑΑΚ (όπως, αντίστοιχα, και η ΚΝΕ) δεν αξιοποίησαν την πρωτοκαθεδρία τους και δεν έριξαν δυνάμεις στην προσπάθεια να υπάρξει συμπαγές πανεκπαιδευτικό μέτωπο. Πάρα πολλοί φοιτητές και φοιτήτριες συμμετείχαν στις διαδηλώσεις που καλούσαν οι δάσκαλοι, ειδικά μετά τις αρχές Οκτώβρη όταν και τελείωνε η εξεταστική, αλλά η όσμωση μεταξύ των δυνάμεων έμεινε εκεί και δεν τολμήθηκε κάτι περισσότερο. 


Όσο και αν αυτή η προσπάθεια δεν θα ήταν εύκολη στην υλοποίηση της, το να υπάρξει προσπάθεια ξεπεράσματος «των αντικειμενικών ορίων» δεν θα ήταν στείρος βολονταρισμός.[8]  Πατούσε πάνω στην προηγούμενη (και επόμενη, όπως αποδείχτηκε από τις καταλήψεις στο τέλος Γενάρη και Φλεβάρη του 2007) διάθεση για αγώνα, ακόμα και μέσα σε εξεταστική περίοδο. Πατούσε επίσης στον ικανό χρόνο που υπήρχε για προετοιμασία, καθώς και οι διαθέσεις της ΔΟΕ ήταν γνωστές και το φοιτητικό κίνημα σταμάτησε το καλοκαίρι δηλώνοντας δια των συντονιστικών του ότι θα παραμείνει σε επαγρύπνηση. Συνεχίζοντας μια παράδοση φοιτητοκεντρισμού και μη διάθεσης για σύμπραξη με τα συνδικάτα, ακόμα και όταν οι εξεταστικές είχαν τελειώσει, και κυρίως παραμένοντας στα κεκτημένα του προηγούμενου γύρου, τα ΕΑΑΚ –ο χώρος που είχε την ευθύνη και την δυνατότητα να τολμήσει αυτό το άνοιγμα– απλώς δεν μπήκαν στη μάχη.[9]


Στον απόηχο της αδυναμίας τους να προκαλέσουν ευρύτερες κινητοποιήσεις και πάνω στην κόπωση και την οικονομική εξάντληση μιας απεργίας έξι βδομάδων, η απεργία των δασκάλων σταμάτησε χωρίς να μπορέσει να πετύχει κάποιο από τα αιτήματα της. Η συγκεκριμένη απεργία ήταν ιστορική στη διάρκεια και στα χαρακτηριστικά της, συνέβαλλε στην αμφισβήτηση του νεοφιλελευθερισμού και πολύ περισσότερο κράτησε ανοιχτό το μέτωπο αντιπαράθεσης με τις γενικότερες αναδιαρθρώσεις στην Εκπαίδευση. Δεν κατάφερε όμως το καθοριστικό πλήγμα στην Κυβέρνηση που θα έδινε συνολικότερα νέα πνοή στο εργατικό κίνημα και την Αριστερά στους μήνες και τα χρόνια που θα επακολουθούσαν. Εκτιμούμε πως αυτή η χαμένη ευκαιρία έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στο μέχρι που μπορούσε να φτάσει το φοιτητικό κίνημα στον δεύτερο γύρο αγώνα.


Προς τη συνταγματική αναθεώρηση και την ψήφιση του νόμου – πλαίσιο


Έχοντας ήδη μία πρώτη ήττα στο παθητικό της και επιχειρώντας να περάσει στην αντεπίθεση, η Κυβέρνηση Καραμανλή ανακοίνωσε ότι στις 10 Ιανουαρίου θα ξεκινούσε η συζήτηση για το άρθρο 16. Με δεδομένες τις κινήσεις του αντιπάλου και στον απόηχο των όσων προηγήθηκαν, η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ σε συνεργασία με ευρύτερες συνδικαλιστικές δυνάμεις και πολιτικούς φορείς, κυρίως προερχόμενες από τον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, διαμόρφωσε την Πανελλαδική πρωτοβουλία για το άρθρο 16. Αυτή υπήρξε μια ιδιαίτερα ανοιχτή πρωτοβουλία, όπου με αιχμή το άρθρο 16 διοργάνωσε εκατοντάδες μικρότερες και μεγαλύτερες εκδηλώσεις ανά την επικράτεια επικοινωνώντας τα επίδικα της Συνταγματικής Αναθεώρησης στην κοινωνία.[10] Πρακτικά σε κάθε πόλη και σε πάρα πολλές γειτονιές, όπου υπήρχαν δυνάμεις που να έβαζαν μπροστά μια τέτοια κίνηση, γινόταν και σχετική εκδήλωση με μαζική ανταπόκριση. Ο αγώνας που ξεκίνησε από την ακαδημαϊκή κοινότητα απέκτησε κεντρικά πολιτικά χαρακτηριστικά και διαμορφώθηκε το κοινωνικό αντίβαρο στον μονόλογο της Ν.Δ. και των ΜΜΕ. Οι διεργασίες της Πρωτοβουλίας οδήγησαν στο να διαμορφωθούν πρωτόγνωρες συνθήκες απέναντι στην Συνταγματική Αναθεώρηση, μια διαδικασία που συνήθως είναι ξεκομμένη από τις πλατιές λαϊκές μάζες. Σε συνδυασμό με τις φοιτητικές κινητοποιήσεις οι οποίες είχαν ήδη αρχίσει να αναζωπυρώνονται και  τροφοδοτώντας με επιχειρήματα την γενικευμένη λαϊκή δυσαρέσκεια που συγκροτούνταν απέναντι στις πολιτικές της Ν.Δ., ο αντίκτυπος που διαμορφώθηκε ήταν καταλυτικός. Πάνω σε αυτό το πραγματικό κοινωνικό ρήγμα και υπό την πίεση της πλειοψηφικής εναντίωσης των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ στην συναίνεση στα κυβερνητικά σχέδια, είχε διαμορφωθεί αντίστοιχα η Πρωτοβουλία μελών του ΠΑΣΟΚ ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16, η οποία επίσης οργάνωσε τις δικές της εκδηλώσεις και διαδικασίες και είχε στείλει το μήνυμα της αντίθεσης στη συναίνεση με την ΝΔ[11]. Υπό το βάρος όλων των ανωτέρω, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ έψαξε και βρήκε προσχηματική αφορμή σε μια λανθασμένη καταμέτρηση στη Βουλή από πλευράς ΝΔ ώστε να αποσύρει την υποστήριξη του στην επιχειρούμενη Αναθεώρηση, η οποία συνολικά ανατράπηκε υπό το βάρος αυτής της εξέλιξης. Η ΝΔ έμεινε μόνη και μακριά από τις αναγκαίες 180 ψήφους, οι οποίες έμοιαζαν δεδομένες ελάχιστο καιρό νωρίτερα. Ήταν μια τεράστια επιτυχία για το φοιτητικό και ευρύτερο κοινωνικό κίνημα!


Σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, ο ΣΥΡΙΖΑ, με επικεφαλής τότε τον πρόεδρο του Συνασπισμού Αλέκο Αλαβάνο, έδρεψε τα μεγαλύτερα οφέλη, καθώς υπήρξε το μόνο κοινοβουλευτικό κόμμα που είχε σταθεί στο πλευρό του φοιτητικού κινήματος. Aυτή η πολιτική στάση δεν υπήρξε απόλυτη, καθώς υπήρξαν (και συνέχισαν να υπάρχουν) πολλές δυνάμεις στο εσωτερικό του, οι οποίες λιγότερο ή περισσότερο ανοιχτά καλούσαν σε αποστάσεις από τις «ακραίες» μορφές πάλης και την «βία» (προφανώς από τη μεριά του κινήματος και όχι από εκείνη των ΜΑΤ...) και έβαζαν προσκόμματα στις κινηματικές πρωτοβουλίες.  Η πολιτική τοποθέτηση του επικεφαλής του κόμματος όμως, σε συνδυασμό με την σημαντική εμπλοκή πολιτικών και συνδικαλιστικών δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ στη μάχη για το άρθρο 16, αλλά και η στοχοποίηση που δέχτηκε από το σύστημα, κατέστησαν σαφές στην μεγάλη εικόνα ότι ο συγκεκριμένος χώρος πάλεψε στο πλευρό των φοιτητών και ενάντια στην Κυβέρνηση.


Αντίθετα το ΚΚΕ, παρά το γεγονός ότι είχε αλλάξει στάση ως προς το φοιτητικό κίνημα και τα μέλη του είχαν ενταχθεί πλέον στο μπλοκ των καταλήψεων, κινήθηκε στην λογική της καθαρότητας απέναντι «στο ψεύτικο δίπολο» ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, στην προσφιλή τότε στάση που χαρακτηριζόταν από το σύνθημα «πέντε κόμματα – δύο πολιτικές». Αυτή η υποτιθέμενα καθαρή τοποθέτηση, αγνοούσε ηθελημένα τις κοινωνικές διεργασίες, αλλά και τις πραγματικές εμπειρίες των μελών της ΚΝΕ και της ΠΚΣ που ενεπλάκησαν πραγματικά στο κίνημα μαζί με την υπόλοιπη Αριστερά. Επίσης, το ΚΚΕ σε πολλές τοποθετήσεις του ζητούσε την περιφρούρηση των μπλοκ απέναντι «στους προβοκάτορες», μη διαφοροποιούμενο έτσι από τις κραυγές για «νομιμότητα» και την πρωτοεμφάνιση, τότε, της ρητορικής για «φιλοτρομοκρατική στάση» του ΣΥΡΙΖΑ. Η στάση αυτή του ΚΚΕ κορυφώθηκε ένα χρόνο αργότερα, στις μέρες της εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008. Παρά το γεγονός ότι και τα δύο κόμματα είδαν αύξηση στα ποσοστά τους στις επόμενες εκλογές, ήταν σαφές ποιος εκπροσώπησε πολιτικά τις κοινωνικές διεργασίες, κάτι που έμελλε να επαναληφθεί στο μέλλον.[12]


Η τελική πράξη του μεγάλου φοιτητικού ξεσηκωμού παίχτηκε γύρω από την διαδικασία ψήφισης του νόμου πλαίσιο από την Ν.Δ., το προφίλ της οποίας είχε δεχθεί σκληρό πλήγμα λόγω της αδυναμίας να προχωρήσει στην Συνταγματική Αναθεώρηση. Οι φοιτητικές καταλήψεις είχαν ξεκινήσει σε αρκετές σχολές, ήδη από τα μέσα Γενάρη. Με διαφοροποίηση ως προς το αν επρόκειτο για ολιγοήμερες ή για πενθήμερες επαναλαμβανόμενες, πάνω από 350 σχολές πανελλαδικά βρίσκονταν υπό κατάληψη στα τέλη Ιανουαρίου και συνέχισαν τον Φλεβάρη με καταλήψεις διαρκείας, με πλήρη συμμετοχή και της ΠΚΣ στο μπλοκ των καταλήψεων.[13] Στον αντίποδα και η ΔΑΠ είχε επιστρέψει στη μάχη, κυρίως στο μεσοδιάστημα Οκτώβρη με Γενάρη (όπου δεν απουσίασαν οι τραμπουκισμοί και οι επιθέσεις από μέρους τους, όπου εκτιμούσαν πως τους παίρνει), αλλά και έπειτα επιχειρώντας να αξιοποιήσουν την κόπωση από τον μακρόχρονο αγώνα για να κλείσουν τις καταλήψεις. Η βασικότερη διαφορά όμως με τον πρώτο γύρο ήταν πως λόγω της ήδη υπάρχουσας εμπειρίας, οι απαιτήσεις ήταν περισσότερο αυξημένες. Οι καταλήψεις συνεχίστηκαν σε πολύ μεγάλη κλίμακα και οι διαδηλώσεις υπήρξαν εξίσου μαζικές, με κορυφαία και ίσως μαζικότερη όλου του διετή αγώνα εκείνη της 8ης Μάρτη στην Αθήνα, ημέρας ψήφισης του νόμου πλαίσιο. Δεν ήταν όμως εξίσου εύκολη η απόφαση για κατάληψη. Ανεξαρτήτως του τι συνέβαινε στις επιμέρους σχολές, οι συνελεύσεις συνολικά δεν είχαν την ίδια μαζικότητα με τον πρώτο γύρο. Πέραν του ότι είχε πιαστεί η κορυφή κατά τον Μάη-Ιούνη, η συζήτηση συχνά έμενε στάσιμη και αναλωνόταν σε διαδικαστικά ζητήματα, τα οποία δεν βοηθούσαν στην συσπείρωση.[14] Πολλές «κρίσιμες» σχολές έπαιρναν απόφαση για αντικατάληψη (είτε οριστικά, είτε επανερχόμενες στον ενεργό αγώνα σε επόμενη συνέλευση), ενώ σε άλλες οι καταλήψεις συνέχιζαν με οριακές ψηφοφορίες. Η Κυβέρνηση και τα ΜΜΕ έσπευδαν να αξιοποιήσουν κάθε θετική για αυτούς εξέλιξη, ώστε να «αποδείξουν» πως οι φοιτητές δεν θέλουν να συνεχίσουν, αλλά η διάθεση για μάχη δεν είχε εκλείψει.


Ο νόμος πλαίσιο ψηφίστηκε μόνο από την Ν.Δ. το απόγευμα της 8 Μάρτη του 2007, μπροστά σε μια ογκώδη και μαχητική διαδήλωση πάνω από 30.000 φοιτητών και φοιτητριών. Το μέγεθος της ωμής καταστολής που δέχτηκαν τα φοιτητικά μπλοκ μπροστά στη Βουλή εκείνη την ημέρα ήταν πρωτόγνωρο με δεκάδες τραυματίες να οδηγούνται στον Ερυθρό Σταυρό , ενώ υπήρξαν και 61 συλλήψεις στο σωρό, μεταξύ αυτών και ενός αναρχικού οικοδόμου ο οποίος ήταν ο μόνος που έμεινε προφυλακισμένος για αρκετούς μήνες υπό το επιχείρημα ότι δεν ήταν φοιτητής... Παρά την ψήφιση του νόμου, οι καταλήψεις συνεχίστηκαν σε πολλές σχολές, ενώ και η ΠΟΣΔΕΠ συνέχισε την απεργία. Ακολούθησαν μεγάλα συλλαλητήρια στην Αθήνα στις δυο βδομάδες που ακολούθησαν, με ιδιαίτερο εκείνο της 22/3 όπου 10.000 διαδήλωσαν υπό καταρρακτώδη βροχή. Η κόπωση όμως ήταν κυρίαρχη και καθώς οι φοιτητές δεν κατάφεραν να βρουν οργανωμένο στήριγμα σε άλλους κοινωνικούς χώρους, οι όλο και λιγότερες υπό κατάληψη σχολές σταμάτησαν για τις διακοπές του Πάσχα, καταλήγοντας τελικά στο οριστικό κλείσιμο του μεγάλου διετή αγώνα.


Περίπου ένα μήνα μετά το τέλος των κινητοποιήσεων πραγματοποιήθηκαν οι φοιτητικές εκλογές για το 2007. Με επιμέρους διαφοροποιήσεις μεταξύ ΑΕΙ και ΤΕΙ και πανελλαδικά, τα συνολικά αποτελέσματα ανέδειξαν την ΔΑΠ ξανά ως πρώτη δύναμη με μικρή πτώση στα ποσοστά της, την ΠΑΣΠ να χάνει επίσης λίγο λόγω της επαμφοτερίζουσας στάσης της και τις δυνάμεις της Αριστεράς συνολικά ενισχυμένες, χωρίς κάποια δύναμη να παίρνει την μερίδα του λέοντος. Τα ΕΑΑΚ κέρδισαν περίπου 1% από τις προηγούμενες εκλογές και η ΠΚΣ είχε σημαντική άνοδο, η οποία υπολειπόταν μεν των ΕΑΑΚ στα ΑΕΙ, αλλά θριάμβευσε στα ΤΕΙ όπου και κυριαρχούσε οργανωτικά. Τέλος, σαφώς ενισχυμένη υπήρξε η Αριστερή Ενότητα, η οποία κατέβηκε τότε για πρώτη φορά ως συνεργασία των δυνάμεων των ΔΑΡΑΣ, των Αριστερών Σχημάτων και των Φοιτητών/τριων ενάντια στο Σύστημα. Οι κάλπες επιβεβαίωσαν την άνοδο των δυνάμεων που πάλεψαν μέσα στο κίνημα, αλλά δεν αποτύπωσαν κάποια κυριαρχία στον απόηχο του αγώνα, κάτι που στην ουσία υπήρξε στόχος των ΕΑΑΚ.


Επίλογος/Συμπεράσματα


Ο διετής αγώνας ενάντια στην απορρύθμιση της Εκπαίδευσης υπήρξε ένα εμβληματικό «συμβάν», η σημασία του οποίου δεν είναι εύκολο να σχηματοποιηθεί και σε μεγάλο βαθμό δεν έχει γίνει αυτή η μελέτη. Καθώς οι ταξικοί αγώνες στην Ελλάδα υπήρξαν ιδιαίτερα οξυμένοι και πλούσιοι σε γεγονότα όλη την περίοδο που επακολούθησε, ο χρόνος για να υπάρξει μια ανάπαυλα και να εξεταστεί σε βάθος το τι συνέβη τότε δεν προσφέρθηκε ποτέ. Επιστρέφοντας σε μια επισήμανση που πραγματοποιήθηκε στον πρόλογο του άρθρου, το γεγονός ότι οι σχετικές συζητήσεις ξεκίνησαν 10 χρόνια μετά δεν είναι καθόλου τυχαίο, αλλά είναι απολύτως πολύτιμες. Εκτιμάται πως υπάρχει αρκετός δρόμος ακόμα για να «εξαντληθεί» το σύνολο εκείνων των εμπειριών και κάθε βήμα που θα γίνεται προς τα εκεί θα είναι πολύ χρήσιμο, ειδικά σήμερα.


Επιστρέφοντας στο 2007 και στο κλείσιμο του κύκλου των αγώνων, ο τρόπος με τον οποίο θα οργανωνόταν η συνέχεια του αγώνα μετά την ψήφιση του νόμου ήταν ένα δύσκολο στοίχημα. Έχοντας συναίσθηση ότι μια εχθρική ενέργεια θα μπορούσε να προκαλέσει νέο κύκλο αγώνων, η Κυβέρνηση της Ν.Δ. επέλεξε να μην εφαρμόσει τις διατάξεις του νόμου πλαίσιο, στις οποίες επανήλθαν αργότερα οι μνημονιακές κυβερνήσεις και τελευταία η σημερινή Κυβέρνηση με τα μέτρα για το άσυλο. Αυτό από μόνο του δείχνει το μέγεθος της ισχύος του κινήματος των πανεπιστημίων και των επιτευγμάτων που αυτό κατάφερε. Ορθά όμως, από κυβερνητικής σκοπιάς, δεν προσφέρθηκε «χείρα βοηθείας» στο φοιτητικό κίνημα και τις οργανωμένες δυνάμεις μέσα σε αυτό.


Όπως ήταν φυσιολογικό, η απόφαση για κλείσιμο του αγώνα των καταλήψεων δεν ήταν εύκολη απόφαση, ειδικά για όσους είχαν περισσότερο πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό, δηλαδή τα ΕΑΑΚ. Τα όρια του αγώνα όμως είχαν πιαστεί και η δυνατότητα να συνεχίσει το φοιτητικό κίνημα με τον ίδιο τρόπο δεν υπήρχε. Κατά τη διαδικασία κλεισίματος υπήρξε ένα μεγάλο blame game μεταξύ των οργανώσεων ως προς το ποιος είναι ο πιο υποχωρητικός, αλλά το ζητούμενο ήταν να βρεθεί μια απάντηση για την συνέχεια.


Κατά τη γνώμη μας, η επιλογή που πήραν οι δυνάμεις με αναφορά στον ΣΥΡΙΖΑ να συγκροτήσουν την Αριστερή Ενότητα στα Πανεπιστήμια κινούταν στην ορθότερη κατεύθυνση. Επιχειρώντας να συνεχίσουν (έστω ως νοηματοδότηση γιατί τα πράγματα στο εσωτερικό της δεν έγιναν ακριβώς έτσι), την κατεύθυνση της ενότητας των αγωνιζόμενων δυνάμεων και του ανοίγματος όλης της πολιτικής θεματολογίας στα Πανεπιστήμια (νεοφιλελευθερισμός, ρατσισμός, σεξισμός κλπ), η ΑΡ.ΕΝ αποτέλεσε τότε ένα συγκεκριμένο βήμα μπροστά που επιχειρούσε να κρατήσει ορισμένα από τα καλύτερα στοιχεία του αγώνα: την αντανάκλαση της ενότητας όλων των αγωνιζόμενων φοιτητών και φοιτητριών στα κοινά πλαίσια αγώνα, όπως και της συνέχισης της πολιτικής συζήτησης σε πλαίσιο ευρύτερο των άμεσα διαμειβόμενων στα πανεπιστήμια, κατ’ αντιστοιχία των όσων συνέβησαν στην κοινωνία και προκάλεσαν το μπλοκάρισμα των κυβερνητικών σχεδίων. Η εξέλιξη αυτού του εγχειρήματος δεν επιβεβαίωσε τους διακηρυγμένους στόχους του, αλλά η στοχοθεσία του ήταν σωστή και συνεχίζει να αποτελεί ανάγκη και σήμερα.


Στον αντίποδα η ΠΚΣ και οι δυνάμεις του ΚΚΕ γενικότερα δεν έδειξαν να διαφοροποιούνται από την τακτική που είχαν πριν τον αγώνα. Οι αναλύσεις τους επέστρεψαν στην ανάγκη ενίσχυσης του κόμματος και της κριτικής στις υπόλοιπες, αλλά δεν υπήρξε ξανά κάποια προσπάθεια κοινού αγώνα ή κάποια πρωτοβουλία που να δείχνει ότι επιθυμούν να βγουν μπροστά.  


Στην πιο δύσκολη θέση μάλλον βρέθηκαν οι δυνάμεις των ΕΑΑΚ, καθώς βρέθηκαν στην κορυφή του αγώνα και αυτό τους έφερε ενώπιον των προβλημάτων τους. Ο αγώνας πλέον είχε περάσει σε άλλη φάση, οπότε για να ανατρέψουν εκ νέου τα δεδομένα υπέρ τους χρειαζόταν να προσαρμοσθούν. Τα ΕΑΑΚ επέλεξαν να παραμείνουν και να επενδύσουν στα προηγούμενα κεκτημένα, στηρίζοντας το προφίλ των «πλέον αγωνιζόμενων δυνάμεων», το οποίο, εκτός του ότι δεν επιβεβαιώθηκε σε κρίσιμες στιγμές που προαναφέρθηκαν, συχνά δημιούργησε και συνεχίζει να δημιουργεί αρκετά προβλήματα.[15] Συνολικά, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι τα ΕΑΑΚ εγκλωβίστηκαν από μόνα τους και έπεσαν θύμα της επιτυχίας τους.


Παρά το γεγονός ότι συνολικά το φοιτητικό κίνημα δεν επανήλθε στο επίπεδο εκείνων των αγώνων, οι παρακαταθήκες που άφησε ο διετής αγώνας ήταν πάρα πολύ μεγάλες. Οι χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες του φοιτητικού κινήματος υπήρξαν σε μεγάλο βαθμό μπροστάρηδες όλων των μεγάλων αγώνων που ακολούθησαν και εκείνες οι εμπειρίες αναμφίβολα διαμόρφωσαν μια γενιά με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά από εκείνα για τα οποία προορίζονταν ή θεωρούνταν ότι θα έχουν. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι απέδειξαν πως οι μεγάλοι συλλογικοί αγώνες μπορούν να ξεσπάσουν, ότι η κοινωνία ακούει, ότι οι μεγάλες υπερβάσεις συμβαίνουν μέσα στους αγώνες και ότι αυτοί μπορεί να είναι νικηφόροι. Ελπίζοντας στην επανάληψη αυτών των στιγμών και σε συνολικότερες ανατροπές, το κίνημα της Εκπαίδευσης του 2006–2007 αποτελεί μια από τις καλύτερες στιγμές στις οποίες αξίζει να ανατρέχουμε για να αντλούμε έμπνευση.


Σημειώσεις


1. Συνολικά η Συνταγματική Αναθεώρηση προέβλεπε και πολλές άλλες κρίσιμες αλλαγές, μεταξύ αυτών εκείνη του άρθρου 24 για τον περιορισμό της προστασίας των δασικών εκτάσεων από την επιχειρηματική δραστηριότητα, του άρθρου 103 για την άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων κ.α. Αυτό όμως που αποτέλεσε το κεντρικό πεδίο αντιπαράθεσης ήταν το άρθρο 16.


2.  Βλέπε σχετικά στο φάκελο του k-lab με τίτλο «Πες μου τι γίνεται με κείνα τα παιδιά». 


3. Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της επίθεσης, υπενθυμίζεται πως οι αντίστοιχες μνημονιακές ρυθμίσεις προβλέπουν μόνο για ένα χρόνο απόλυση χωρίς αποζημίωση.


4. Με εξαίρεση τη σύντομη και ταραχώδη διετία της διακυβέρνησης Μητσοτάκη,  η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή ήταν η πρώτη κυβέρνηση της Δεξιάς από το 1981 και έπειτα, ενώ ο πρώτος χαρακτηριζόταν από τα ΜΜΕ ως ο «ηγέτης της δεκαετίας» , ο οποίος θα μπορούσε να περάσει κάθε μεταρρύθμιση. 


5. Βλέπε ενδεικτικά την παρέμβαση του Χρίστου Τουλιάτου στην προαναφερθείσα εκδήλωση του k-lab.


6.Στις καταλήψεις Φλεβάρη – Μάρτη έπαιξε ρόλο σε αρκετές περιπτώσεις στο να κλείσουν οι καταλήψεις.


7. Χαρακτηριστική εικόνα που έκανε τον γύρο των ΜΜΕ, ήταν εκείνη αστυνομικού με σιδερογροθιά ο οποίος ετοιμαζόταν να επιτεθεί σε μπλοκ δασκάλων. Τα φιλοκυβερνητικά μέσα είχαν προσπαθήσει να το καλύψουν, λέγοντας πως «κρατούσε τα κλειδιά του και φάνηκε ο κρίκος»... 


8. Καθόλου τυχαία, ακριβώς αυτή η επιχειρηματολογία περί κίνησης «κόντρα στο ρεύμα» εμφανίστηκε στην συζήτηση,  όταν το ζητούμενο ήταν το με ποιες μορφές αγώνα θα έπρεπε να συνεχίσει το φοιτητικό κίνημα μετά την ψήφιση του νόμου πλαίσιο στις 8 Μάρτη του 2007. Δεν υπήρξε όμως την στιγμή που παιζόταν η προοπτική της ευρείας κλιμάκωσης που θα ξεπερνούσε τα όρια του φοιτητικού κινήματος. 


9. Όπως αποδείχτηκε, η Κυβέρνηση είχε πολύ πιο καθαρή εικόνα του ότι οι αγώνες θα μπορούσαν να ενωθούν και γι’ αυτό επέλεξε να μεταφέρει την συζήτηση για την Συνταγματική Αναθεώρηση τον Ιανουάριο του 2007, ενώ αυτή ήταν προγραμματισμένη να ξεκινήσει τον Οκτώβρη του 2006...


10. Όπως γενικότερα, έτσι και η συγκεκριμένη προσπάθεια συνάντησε δυσκολίες στην συγκρότηση της.  Είτε ως προς το ποιοι θα συμμετείχαν σε αυτήν (πχ είχε ασκηθεί κριτική ως προς την συμμετοχή της ΓΣΕΕ αλλά και του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ, το ΚΚΕ δεν μετείχε, οι πολιτικές δυνάμεις εντός των ΕΑΑΚ δεν είχαν την ίδια αντιμετώπιση παντού κ.α.), είτε ως προς το εύρος των θεμάτων που έπρεπε να ανοίξουν (αιχμή το άρθρο 16 ή άνοιγμα όλων των πτυχών της Αναθεώρησης). Παρά αυτές τις διαφωνίες και τις διαφορές στο βηματισμό, όλες οι δυνάμεις μπήκαν σε κίνηση στην κατεύθυνση που έβαλε η Πρωτοβουλία και η τελευταία έδωσε τον καθοριστικό τόνο. 


11. Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία εκπροσωπήθηκε κεντρικά από προσωπικότητες όπως ο Ευάγγελος Βενιζέλος και ο Ανδρέας Λοβέρδος, οι οποίοι δεν χαρακτηρίζονται από την αντίθεση τους στον νεοφιλελευθερισμό... Παρά την καιροσκοπική από μέρους τους αξιοποίηση της γενικότερης διάθεσης για να προβληθούν στο εσωκομματικό παιχνίδι εξουσίας απέναντι στον Γιωργάκη, το κρίσιμο στοιχείο ήταν ακριβώς η γενικότερη διάθεση και η προαναφερθείσα αντίφαση είναι ακόμα μια αντανάκλαση του τι συνέβαινε στην ελληνική κοινωνία.


12. Στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2007, ο ΣΥΡΙΖΑ για πρώτη φορά ξεπέρασε την αγωνία της οριακής εισόδου ή μη, αυξάνοντας τα ποσοστά του κατά σχεδόν δύο μονάδες και ανερχόμενος στο 5,04%. Η δυναμική του επιβεβαιώθηκε όταν, λίγους μήνες έπειτα και περίπου μέχρι τον Δεκέμβρη του 2008, οι δημοσκοπήσεις τον εμφάνιζαν σταθερά με ποσοστά πάνω από το 10%, τα οποία κατά στιγμές ανέβαιναν αρκετά πάνω από το 15%. Σε αντίθεση με όσους ισχυρίζονταν –και συνεχίζουν να ισχυρίζονται για άλλους λόγους– πως ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν πάντα ένα κόμμα του 3%, η διαδρομή του προς το να γίνει πολιτικά κυρίαρχος και να κερδίσει τελικά τις εκλογές, με όσα επακολούθησαν, είχε ξεκινήσει τότε.


13. Υπό το βάρος της απομόνωσης της, η ΚΝΕ είχε προχωρήσει σε εκτός συνεδρίου (!) αντικατάσταση του τότε γραμματέα της Θ. Γκιώνη από τον Γ. Πρωτούλη. Δεν επρόκειτο όμως μόνο για μια αλλαγή «από τα πάνω». Υπό την πίεση και την δυναμική του φοιτητικού κινήματος, υπήρξε άμεση συνεργασία χιλιάδων αγωνιστών και αγωνιστριών όλων των δυνάμεων της Αριστεράς γύρω από έναν κοινό σκοπό. Και εκείνη η μοναδική –από άποψης κλίμακας– στιγμή, αποτελεί μια ακόμα παρακαταθήκη εκείνου του αγώνα.


14. Επίσης, το προηγούμενο διάστημα είχε χαρακτηριστεί από πολλά κονταροχτυπήματα, ακόμα και με φυσική βία, μεταξύ ΠΚΣ και ΕΑΑΚ στα κεντρικά συντονιστικά γύρω από το ποιος έχει το πάνω χέρι, κάτι που φυσικά δεν ήταν καθόλου θελκτικό για τους ανεξάρτητους αγωνιστές και αγωνίστριες.


15. Στον απόηχο του κινήματος, οι σύντροφοι των ΕΑΑΚ λάνσαραν τα απολύτως αυτοαναφορικά και προβληματικά συνθήματα περί «ούνων του Μάη-Ιούνη και βαρβάτων του Φλεβάρη-Μάρτη» και της παράδοσης των «ελεγχόμενων συγκρούσεων», σε μια πολύ μάτσο και μιλιτέρ προσέγγιση του αγώνα, η οποία συχνά δεν στρέφεται μόνο εναντίον των δυνάμεων καταστολής.

Συντάκτης
Θάνος Λυκουργιάς