Η πορεία προς το Brexit: Κοινωνικές και πολιτικές αντιφάσεις

Πέτρος Τσάγκαρης
Ημερ.Δημοσίευσης

Γραμμένο λίγο πριν την «τελική ευθεία» και τη λήξη των προθεσμιών για το Brexit, το παρακάτω άρθρο καταπιάνεται με το χαρακτήρα της ΕΕ, τις διαιρέσεις στον αγγλικό καπιταλισμό, τις πολιτικές διαμάχες και τα επίδικα της διαρκούς κρίσης που προκάλεσε το δημοψήφισμα του 2016.

Brexit

Η Αγγλία ή αλλιώς η Μεγάλη Βρετανία (υπάρχουν, βλέπετε, εκτός από την ίδια την Αγγλία, και η Ουαλία και η Σκοτία), ή πιο σωστά το Ηνωµένο Βασίλειο (υπάρχει επιπλέον η κατακτηµένη Β. Ιρλανδία)[1] έχει περιπέσει σε βαθιά και διαρκή πολιτική κρίση από το καλοκαίρι του 2016. Στο τότε δηµοψήφισµα επικράτησε µε µικρή πλειοψηφία το Brexit, δηλ. η άποψη για έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Το δηµοψήφισµα έγινε µέσα σε µεγάλη πολιτική ένταση, που σηµατοδοτήθηκε από τη δολοφονία της βουλευτίνας των Εργατικών Τζο Κοξ, από έναν φασίστα οπαδό του Brexit (η Κοξ υποστήριζε ένθερµα την παραµονή της χώρας στην ΕΕ). Οι δολοφονίες βουλευτών ήταν µέχρι πρότινος «προνόµιο» χωρών εκτός Δ. Ευρώπης, αλλά φαίνεται πως η µετεξέλιξη του καπιταλισµού έχει καταστήσει δυνατό αυτό που κάποτε ήταν αδιανόητο.

Από τον Μάρτιο του 2017, το κυβερνών Συντηρητικό Κόµµα (ή αλλιώς Τόρις), υπό την πρωθυπουργία της Τερέζα Μέι, διαπραγµατευόταν µε την ΕΕ σχετικά µε τους όρους αυτής της εξόδου. Τότε, τον Μάρτιο του 2017, ενεργοποιήθηκε το Άρθρο 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας, βάσει του οποίου όποια χώρα θέλει να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει περιθώριο δύο χρόνια για να ολοκληρώσει αυτή τη διαδικασία. Δηλαδή η Βρετανία έπρεπε να έχει ολοκληρώσει την αποχώρηση τον Μάρτιο του 2019. Όπως ξέρουµε, αυτό δεν έγινε. Η Μέι κατέληξε σε κάποια συµφωνία µε την ΕΕ, αλλά δεν κατάφερε να πείσει ούτε καν το κόµµα της, πόσο µάλλον το κοινοβούλιο, να υπερψηφίσει αυτή τη συµφωνία. Από την πλευρά της η ΕΕ έδωσε στην αρχή µικρές παρατάσεις, µέχρι να επικυρωθεί η όποια συµφωνία εξόδου, και τελικά παραχώρησε νέα –γενναία– παράταση έως τις 31 Οκτωβρίου του 2019. Τη στιγµή που γράφονταν αυτές οι γραµµές δεν είχε γίνει η κρίσιµη Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ (17/10-18/10), όπου ο σηµερινός πρωθυπουργός της Βρετανίας θα ανακοίνωνε την τελική του στάση και όπου συνακόλουθα θα λαµβάνονταν οι, πιθανόν, οριστικές αποφάσεις.

Διαιρέσεις

Είναι προφανές ότι από την πλευρά του αγγλικού κατεστηµένου υπάρχει βαθιά διαίρεση σε σχέση µε το Brexit.

Όµως οι διαρκείς παρατάσεις καταδεικνύουν πως ούτε η ΕΕ είναι ενιαία στην αντιµετώπιση του ζητήµατος. Π.χ. η εξάµηνη παράταση είναι ένα προϊόν συµβιβασµού µεταξύ των «σκληρών» και των «µαλακών», δηλ. µεταξύ της Α. Μέρκελ, που θα ήταν διατεθειµένη να επιτρέψει ακόµη µεγαλύτερο χρόνο για διαπραγµατεύσεις και για επίτευξη κάποιου είδους λύσης από τη µια, και του Ε. Μακρόν που εµφανίζεται περισσότερο ανυπόµονος να υπάρξει κατάληξη στην κρίση, που προέκυψε από την απόφαση των Βρετανών για Brexit, από την άλλη. Σε κάθε περίπτωση κανείς στην ΕΕ δεν θέλει ένα «σκληρό» Brexit, ένα Brexit χωρίς συµφωνία. Εκείνο που θέλουν η Γερµανία και η Γαλλία, που ουσιαστικά καθοδηγούν την ΕΕ, είναι να εξασφαλίσουν ότι η Βρετανία δεν θα αποτελέσει ένα θετικό προηγούµενο που θα οδηγήσει και άλλες χώρες στην «εύκολη» επιλογή της εξόδου από την ΕΕ. Επίσης δεν θέλουν να τεθεί σε αµφιβολία η νεοφιλελεύθερη ατζέντα τους, µε την απειλή της εξόδου από την ΕΕ. Και ήδη, µε τον τρόπο που χειρίζονται το Brexit, έχουν επιτύχει να εκφοβίσουν άλλες δεξιές κυβερνήσεις (π.χ. Ιταλία) που πιθανόν σχεδίαζαν έξοδο από την ΕΕ ή από το ευρώ.

Αλλά ταυτόχρονα επιδιώκουν µια συµφωνία που, παρότι θα παραµείνει αρκετά επώδυνη για τους Βρετανούς, δεν θα είναι τόσο επώδυνη, ώστε να επιφέρει ζηµιές στις οικονοµίες των ίδιων των χωρών της ΕΕ. Έτσι η ηγεσία της ΕΕ προσπαθεί να επιβάλει στη Βρετανία να αποδεχθεί µια συµφωνία τύπου Νορβηγίας Plus. Το σχέδιο αυτό εµφανίστηκε τον Νοέµβριο του 2018 και θα σήµαινε ότι η Βρετανία, µετά την έξοδό της από την ΕΕ, θα ήταν µέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ελευθέρου Εµπορίου (όπου ανήκουν Νορβηγία, Ισλανδία, Λιχτενστάιν και Ελβετία), αλλά και στον Ευρωπαϊκό Οικονοµικό Χώρο (µια πιο στενή οικονοµική συνεργασία, όπου δεν ανήκει η Ελβετία). Αυτή η συµµετοχή θα συµπληρωνόταν µε ενός τύπου τελωνειακή ένωση µε την ΕΕ, ουσιαστικά καταλήγοντας σε µια εµπορική σχέση που ισχύει έτσι κι αλλιώς µεταξύ των κρατών-µελών της ΕΕ, χωρίς όµως να υπάρχει η πολιτική εκπροσώπηση της Βρετανίας στα ευρωπαϊκά όργανα.

Γενικά τέτοιου τύπου ρυθµισµένες λύσεις είναι αυτό που προτιµούν οι εκπρόσωποι του ηπειρωτικού ευρωπαϊκού καπιταλισµού, καθώς ένα σκληρό Brexit θα δηµιουργούσε ένα σωρό προβλήµατα, ειδικά στη Γαλλία, όπου τα τελωνεία θα κρατούσαν σε τεράστιες ουρές τα φορτηγά µε εµπορεύµατα από και προς τη Βρετανία, µια εικόνα πρωτοφανή για τη Δ. Ευρώπη µετά την ίδρυση της ΕΕ.

Τι είναι η ΕΕ

Τόσο στη Βρετανία όσο και σε άλλες χώρες (και στην Ελλάδα) συχνά ξεχνιέται η φύση και οι ρίζες της ΕΕ. Γιατί η Ένωση (µε όποια διαφορετικά ονόµατα χρησιµοποίησε παλιότερα για να περιγράψει τον εαυτό της) ξεκίνησε ως µια στρατηγική επιλογή των ΗΠΑ. Επρόκειτο για το πολιτικό και οικονοµικό συµπλήρωµα του ΝΑΤΟ. Η ΕΕ δεν προοριζόταν να αποτελέσει, και ποτέ δεν αποτέλεσε, µια εναλλακτική λύση, ένα «αντίβαρο», απέναντι στις ΗΠΑ. Η Ουάσινγκτον συνέβαλε στη δηµιουργία της ΕΕ µε στόχο να ενώσει την Ευρώπη οικονοµικά σε µια προσπάθεια συνολικής οικονοµικής ολοκλήρωσης µε τις ΗΠΑ και τους άλλους συµµάχους της παγκοσµίως, ενάντια στη Ρωσία και τους δορυφόρους της στην Ανατολική Ευρώπη. Όπως λέει ο Σκοτσέζος σοσιαλιστής συγγραφέας Νιλ Ντέιβιντσον,[2] εν τέλει η ΕΕ υπήρξε µέρος του ιµπεριαλιστικού σχεδίου των ΗΠΑ, ενός σχεδίου που κωδικά ονοµάζουµε «Ψυχρό Πόλεµο».

Σε οικονοµικό επίπεδο –συνεχίζει ο Ντέιβιντσον– η ΕΕ σχεδιάστηκε έτσι, ώστε να αποφευχθεί ο προστατευτισµός στο εσωτερικό της. Οι ΗΠΑ, η Γερµανία και η Γαλλία θεώρησαν ότι τέτοιοι περιορισµοί στο εµπόριο ήταν µία από τις αιτίες της Μεγάλης Ύφεσης. Έτσι από την αρχή κιόλας το ελεύθερο εµπόριο και η παγκοσµιοποίηση αποτέλεσαν µια έµφυτη δυναµική της ΕΕ. Όµως η ΕΕ διαµορφώθηκε την περίοδο του µεταπολεµικού οικονοµικού µπουµ –της µεγαλύτερης οικονοµικής άνθησης στην καπιταλιστική ιστορία– όταν το κεφάλαιο χρειαζόταν αγορές για επενδύσεις πέρα από τα όρια των επιµέρους κρατών, αλλά σε µια περίοδο ακριβώς όπου η απο-αποικιοποίηση σήµαινε ότι αυτό δεν ήταν πλέον δυνατό στην περιοχή του «Παγκόσµιου Νότου», τουλάχιστον µε τον τρόπο που γινόταν πριν από το 1945. Και η ΕΕ εξασφάλιζε έναν µηχανισµό, ώστε αυτή η διέξοδος προς επενδύσεις και αγορές να προκύψει στο εσωτερικό της ίδιας της Δυτικής Ευρώπης.

Ο Ντέιβιντσον εκφράζει την απορία του πώς τόσο πολλοί στην Αριστερά έχουν αυταπάτες για την ΕΕ, καθώς η δοµή της ταιριάζει σε µεγάλο βαθµό µε το µοντέλο του «διακρατικού φεντεραλισµού», που επινοήθηκε από τον Φρίντριχ Χάγεκ το 1939. Ο Χάγεκ, ιδεολογικός πρόδροµος του νεοφιλελευθερισµού, είχε προτείνει η όποια οικονοµική δραστηριότητα σε µια φεντεραλιστική (οµοσπονδιακή) Ευρώπη να διέπεται από ένα πλέγµα αδιαπραγµάτευτων κανόνων υπό την εποπτεία µιας οµάδας µη εκλεγµένων γραφειοκρατών, χωρίς να παρεµβαίνουν οι όποιες εκλεγµένες κυβερνήσεις και οι «ανορθολογικοί» ψηφοφόροι τους. Ο Ντέιβιντσον θυµίζει ότι ακριβώς έτσι είναι δοµηµένη η ΕΕ. Οι θεσµοί που είναι λιγότερο δηµοκρατικοί –όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο– έχουν τη µεγαλύτερη ισχύ, ενώ αυτοί που έχουν, τουλάχιστον κατ’ όνοµα, δηµοκρατική νοµιµοποίηση –όπως το Ευρωκοινοβούλιο– έχουν τη λιγότερη ισχύ. Κάποια από τα όργανα µε τεράστια ισχύ, όπως το Eurogroup, απλώς δεν… υπάρχουν, δηλ. δεν έχουν θεσµοθετηθεί: λειτουργούν εδώ και δεκαετίες άτυπα, µη τηρώντας ούτε καν πρακτικά –τη στιγµή που την υποχρέωση αυτή έχουν ακόµη και οι συνελεύσεις στις πολυκατοικίες στην Ελλάδα.

Έτσι η ΕΕ στον πυρήνα της είναι εντελώς αντιδηµοκρατική. Είναι πιο αντιδηµοκρατική από οποιοδήποτε από τα εθνικά κράτη που την απαρτίζουν, περιλαµβανοµένης και της Βρετανίας, λέει ο Ντέιβιντσον. Είχε σχεδιαστεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εµποδίσει τους όποιους κινούνταν αριστερότερα από τις «επίσηµες» γραµµές της σοσιαλδηµοκρατίας να παραβιάσουν τη λογική του κεφαλαίου στην Ευρώπη. Ο Ντέιβιντσον καταλήγει τονίζοντας πως οι δοµές της Ένωσης καθιστούν σχεδόν αδύνατον σε αριστερούς µεταρρυθµιστές να επιβάλουν το πρόγραµµά τους στην ΕΕ. Η εµπειρία του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης Τσίπρα ενισχύουν περαιτέρω το επιχείρηµα του Σκοτσέζου σοσιαλιστή. 

Με τον καιρό, µάλιστα, η ΕΕ έγινε ένας πλήρως νεοφιλελεύθερος θεσµός. Μετά το τέλος της µεταπολεµικής άνθησης στη δεκαετία του 1970, η ΕΕ εξάλειψε τον οποιοδήποτε χώρο είχε µείνει ανοιχτός για κεϊνσιανές πολιτικές, υιοθέτησε οριστικά τον νεοφιλελευθερισµό και τον κατοχύρωσε νοµικά µε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992. Η εκ των έσω µεταρρύθµιση έγινε εντελώς αδύνατη σήµερα πια.

Η βρετανική άρχουσα τάξη

Είναι αλήθεια ότι οι Βρετανοί καπιταλιστές ως σύνολο ήταν πάντοτε υπέρ της ΕΕ και της παραµονής σε αυτή. Θεωρούσαν την ΕΕ ως εναλλακτική λύση για τις αποικίες, τις οποίες χρησιµοποίησαν ως τόπους-κλειδιά για την εξαγωγή κεφαλαίου, δηλ. για «επενδύσεις». Μετά την απώλεια των αποικιών στράφηκαν στην ΕΕ ως νέο χώρο επενδύσεων και εµπορίου. Και αυτό θεωρούν και σήµερα.

Όπως τονίζει ο Ντέιβιντσον, υπάρχουν δύο εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα στα αντίθετα άκρα της καπιταλιστικής τάξης. Πρώτον, πολλοί από τους µικρότερους καπιταλιστές, που βρίσκονται κοντά στη µικροαστική τάξη, υποστηρίζουν το Brexit. Αυτό συµβαίνει, διότι επηρεάζονται αρνητικά από τους κανονισµούς της ΕΕ για την υγεία και την ασφάλεια, την άδεια µητρότητας κ.ο.κ. Αυτοί αποτέλεσαν σηµαντικό µέρος της βάσης του Κόµµατος Ανεξαρτησίας του Ηνωµένου Βασιλείου (UKIP) και των οπαδών του Brexit µέσα στο κόµµα των Τόρις.
Δεύτερον, ορισµένοι µεγάλοι καπιταλιστές του χρηµατοπιστωτικού τοµέα υποστηρίζουν επίσης το Brexit. Συνήθως αυτοί δεν έχουν ως έδρα τους το Σίτι του Λονδίνου, ούτε προσανατολίζονται προς επενδύσεις στην ΕΕ. Αντίθετα, είναι προσανατολισµένοι προς την Ασία, τις Ηνωµένες Πολιτείες και τη Μέση Ανατολή και δεν θεωρούν ότι η ΕΕ έχει καµιά ιδιαίτερη σηµασία. Αλλά αυτά τα δύο άκρα είναι απλώς κάποιες διαφωνούσες πτέρυγες της καπιταλιστικής τάξης. Το µεγαλύτερο µέρος του πυρήνα του βρετανικού κεφαλαίου στον χρηµατοπιστωτικό τοµέα, τη βιοµηχανία και τις υπηρεσίες θέλει να παραµείνει στην ΕΕ.

Όπως αναφέρει ο κλασικός αστός οικονοµολόγος Άνταµ Σµιθ στο βιβλίο του «Ο Πλούτος των Εθνών», στα πολύ αρχικά στάδια του συστήµατος, τα καπιταλιστικά κόµµατα είναι αυτά που πρέπει να διοικούν το κράτος και όχι οι καπιταλιστές, γιατί οι επιµέρους καπιταλιστές τείνουν να επιδιώκουν αποκλειστικά τα δικά τους ιδιοτελή συµφέροντα. Δεν ενδιαφέρονται για τα συλλογικά συµφέροντα του κεφαλαίου, ως συνόλου.

Αυτός είναι ο λόγος που –όπως ο Μαρξ και πολλοί άλλοι υποστήριξαν– οι καπιταλιστικές τάξεις, τα κόµµατά τους και τα κράτη τους τείνουν να έχουν σχετική αυτονοµία.

Αυτό άλλαξε κάτω από την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισµού στη Βρετανία. Την περίοδο της Θάτσερ, το κόµµα των Τόρις και ένα συγκεκριµένο τµήµα του κεφαλαίου –το χρηµατοπιστωτικό κεφάλαιο– άρχισαν να έρχονται όλο και πιο κοντά και αυτό άρχισε να παραµορφώνει την ικανότητα του κόµµατος να εκπροσωπεί το βρετανικό κεφάλαιο ως σύνολο.

Ωστόσο, τώρα πλέον ο νεοφιλελευθερισµός δεν µπορεί να προσφέρει αυτά που µπορούσε για την καπιταλιστική τάξη, η οποία εναγωνίως ψάχνει για λύσεις που θα αποκαταστήσουν τα κέρδη και την επέκταση του κεφαλαίου. Αλλά το κόµµα των Τόρις δεν µπόρεσε να βρει αυτές τις λύσεις. Ως αποτέλεσµα συνέβησαν τα εξής:

Πρώτον, η καπιταλιστική τάξη διασπάστηκε, µε τους µικροαστούς και ένα µικρό τµήµα του χρηµατοπιστωτικού κεφαλαίου να αποφασίζουν να ζητήσουν έξοδο από την ΕΕ –παρότι αυτό δεν είναι προς το γενικό συµφέρον αυτής της τάξης. Δεύτερον, η ηγεσία των Τόρις άρχισε να καταγγέλλει την ΕΕ, προκειµένου να θωρακίσει την εκλογική της βάση, η οποία απειλείται στα δεξιά από το εθνικιστικό UKIP και από άλλες δυνάµεις. Αυτό το κόµµα παρουσίαζε µεγάλα κέρδη στις δηµοσκοπήσεις, αλλά και στις εκάστοτε γενικές εκλογές, έχοντας ως κύρια σλόγκαν την έξοδο από την ΕΕ και τις επιθέσεις ενάντια στους µετανάστες, τους πρόσφυγες, αλλά και όλους του µουσουλµάνους που ζουν στη χώρα. Ο τότε πρωθυπουργός και ηγέτης των Τόρις, Ντέιβιντ Κάµερον, υιοθέτησε το µεγαλύτερο µέρος της ρητορικής του UKIP, καθαρά για ψηφοθηρικούς λόγους (βλ. αντίστοιχη τακτική της ΝΔ για το Μακεδονικό).

Όµως ο Κάµερον δεν υπολόγισε σωστά τις επιπτώσεις που θα είχε η αρνητική κριτική του προς την ΕΕ και οι λεκτικές επιθέσεις κατά των µεταναστών.

Πολλοί από τους πολιτικούς του Συντηρητικού Κόµµατος είναι ανεπαρκείς, ιδεοληπτικοί και ανίκανοι να κατανοήσουν τις συνέπειες της ρητορικής τους και των πολιτικών τους προτάσεων. Αυτό είναι σύµπτωµα της υποχώρησης της ποιότητας της άρχουσας τάξης –ένα φαινόµενο παγκόσµιο, αλλά που για ιστορικούς λόγους είναι ιδιαίτερα έντονο στη Βρετανία. Έτσι έχουµε την τέλεια καταιγίδα: διαιρέσεις στην καπιταλιστική τάξη σχετικά µε την ΕΕ, βαθιά δυσαρέσκεια στη βρετανική κοινωνία από τη νεοφιλελεύθερη λιτότητα, καθώς και ιδεολογική παράνοια µαζί µε πολιτική ανικανότητα στο κόµµα των Τόρις.

Σε αυτό το πλαίσιο, δηλ. της ανικανότητας, ο Κάµερον πήρε µια βλακώδη απόφαση. Αφού παραλίγο να χάσει ένα δηµοψήφισµα στη Σκοτία σχετικά µε την ανεξαρτητοποίηση της περιοχής από το Ηνωµένο Βασίλειο, γεγονός που τροµοκράτησε το βρετανικό κεφάλαιο, µετά σκέφτηκε να κάνει ακόµη ένα δηµοψήφισµα σχετικά µε το Brexit. Πίστευε ότι θα επικρατήσει το Bremain, δηλ. η παραµονή της χώρας στην ΕΕ, παρότι ο ίδιος επί χρόνια κατέκρινε τις Βρυξέλλες ως υπεύθυνες για τα προβλήµατα της Βρετανίας.

Το τι έγινε το ξέρουµε. Ο λαός ψήφισε υπέρ της εξόδου. Οι µικροαστοί ψήφισαν βάσει των κοντόθωρων συµφερόντων τους, της ρατσιστικής απέχθειας για τους πρόσφυγες και τους µετανάστες, αλλά και των βρετανικών εθνικιστικών φαντασιώσεων. Ασφαλώς πολλά τµήµατα της εργατικής τάξης επηρεάστηκαν από αυτές τις ιδέες. Όµως ένα τµήµα της εργατικής τάξης ψήφισε υπέρ του Brexit, προκειµένου να εκφράσει έτσι την αντίθεσή του στον νεοφιλελευθερισµό και τη λιτότητα, πράγµατα τα οποία συνδέει µε την ΕΕ.

Από την άλλη, η καπιταλιστική τάξη συνολικά υποστήριξε την παραµονή. Επίσης κάποια τµήµατα των επαγγελµατιών των µεσαίων στρωµάτων και των καλοπληρωµένων εργατών σε περιοχές όπως το Λονδίνο, το Εδιµβούργο και το Μάντσεστερ ψήφισαν υπέρ της παραµονής µε µια εύλογα δικαιολογηµένη αντιρατσιστική λογική. Αλλά, τονίζει ο Ντέιβιντσον, έπεσαν στην παγίδα της ιδεολογικής φαντασίωσης ότι η ΕΕ είναι προοδευτική, αντιρατσιστική και φιλο-µεταναστευτική.

Το Εργατικό Κόµµα

Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, δηλ. την κρίση επιλογών της άρχουσας τάξης και τη συνακόλουθη κρίση των Τόρις, η Αριστερά θα είχε µια τεράστια ευκαιρία, µια ιστορική ευκαιρία. Ωστόσο η όποια έκφραση κοµουνιστικής, διεθνιστικής, ριζοσπαστικής Αριστεράς, για λόγους που ξεφεύγουν του θέµατός µας, είναι πρακτικά ανύπαρκτη στη Βρετανία. Η µόνη «Αριστερά» που βλέπουν οι εργαζόµενοι είναι το Εργατικό Κόµµα. Όµως κι αυτό βρέθηκε ενώπιον των αντιφάσεων όπου βρίσκονται τα ρεφορµιστικά κόµµατα, όταν η άρχουσα τάξη (της οποίας τα προγράµµατα τελικά υπηρετούν) δεν έχει κατασταλάξει σε πρόγραµµα. Ωστόσο υπάρχουν κι άλλες ιδιαιτερότητες στην περίπτωση των Εργατικών.

Ο τωρινός ηγέτης του κόµµατος, Τζέρεµι Κόρµπιν, προέρχεται από την αριστερή πτέρυγά του. Ο Κόρµπιν ανήκει σε εκείνη την παράδοση των Εργατικών, όπως ο Τόνι Μπεν και αρκετοί άλλοι, που από καιρό ήταν ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θεωρώντας την ένα καπιταλιστικό κλαµπ. Όµως ο Κόρµπιν ξέρει ότι ο κύριος όγκος των βουλευτών του κόµµατος είναι υπέρ της παραµονής, καθώς και ότι η βάση του κόµµατος ήταν διχασµένη σε οπαδούς του Brexit και σε οπαδούς της παραµονής στην ΕΕ. Ως αποτέλεσµα το κόµµα υποστήριξε µε χαλαρό τρόπο την παραµονή. Ο ίδιος ο Κόρµπιν µάλλον φαίνεται να θέλει το µοντέλο Νορβηγία Plus, δηλ. το πιο «µαλακό» Brexit που είναι δυνατόν να γίνει. Για πολύ καιρό δεν είχε ξεκαθαρίσει αν υποστηρίζει ένα νέο δηµοψήφισµα για το Brexit, αν το δηµοψήφισµα θα ακολουθήσει µετά τη συµφωνία, αν δεν θα υπάρξει καθόλου δηµοψήφισµα ή αν αρκούσαν οι εκλογές.

Οι δυνάµεις που υποστηρίζουν την παραµονή, δηλ. οι µεγάλοι καπιταλιστές και ένα τµήµα των ελεύθερων επαγγελµατιών της µεσαίας τάξης και τµήµατα της καλοπληρωµένης εργατικής τάξης (που όµως έχουν διαφορετικά κίνητρα) έσυραν πίσω τους µεγάλα κοµµάτια των µεσαίων τάξεων, αλλά και της εργατικής τάξης. Αυτές οι δυνάµεις συναντήθηκαν στη µεγάλη διαδήλωση της 23ης Μαρτίου 2019, στο Λονδίνο, όπου συγκεντρώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες –οι διοργανωτές έκαναν λόγο για ένα εκατοµµύριο. Ωστόσο διοργανωτές ήταν µεγαλοστελέχη της δεξιάς πτέρυγας των Εργατικών (των Μπλερικών), όπως ο Αλιστέρ Κάµπελ, αλλά και στελέχη των Τόρις που συνεχίζουν να υποστηρίζουν τις επιλογές του µεγάλου κεφαλαίου, όπως ο Μάικλ Χέζελταϊν.

Οι Εργατικοί συνεπώς, αλλά και άλλοι στην Αριστερά, καθώς επίσης και ο προοδευτικός Τύπος, όπως ο «Γκάρντιαν», υποστηρίζουν την ανάγκη διεξαγωγής νέου δηµοψηφίσµατος, ισχυριζόµενοι ότι τώρα υπάρχει πλειοψηφία υπέρ της παραµονής. Ο Ντέιβιντσον απαντά, πολύ σωστά, ότι αν σε ένα νέο πιθανό δηµοψήφισµα υπάρξει οριακή επικράτηση της άποψης για παραµονή στην ΕΕ (καµία δηµοσκόπηση δεν δίνει µεγάλη διαφορά µεταξύ των δύο απόψεων), αυτό θα ήταν απολύτως καταστροφικό. Δεν θα έλυνε τίποτα, καθώς οι οπαδοί του Brexit θα ζητούσαν, πολύ φυσιολογικά, ή να γίνει δεκτό το πρώτο δηµοψήφισµα ή να γίνει και… τρίτο δηµοψήφισµα, βέβαιοι ότι εκεί θα επικρατήσουν. Η πόλωση θα βάθαινε και θα σκλήραινε. Και επειδή, θα προσθέταµε εµείς, η πόλωση δεν είναι διόλου σε ταξικές γραµµές (αντίθετα η εργατική τάξη είναι εντελώς διασπασµένη), αυτό δεν θα ωφελούσε καθόλου τα συµφέροντα των εργαζοµένων. Πρόκειται για µια διαίρεση-δίληµµα που καλεί τους εργαζόµενους να διαλέξουν ανάµεσα στην ανισότητα, τη λιτότητα και τον ρατσισµό των Τόρις από τη µια ή την ανισότητα, τη λιτότητα και τον ρατσισµό της ΕΕ από την άλλη.

Σε ένα τέτοιο δίληµµα µόνη ωφεληµένη πολιτικά θα ήταν η ακροδεξιά, από τον Φάρατζ και πέρα, που θα µπορούσε πλέον να οικοδοµήσει πάνω στην αδυναµία του κοινοβουλευτισµού να δώσει λύση, αλλά και στην απατεωνιά των «καθωσπρέπει» δυνάµεων, στις οποίες η ακροδεξιά περιλαµβάνει φυσικά και την Αριστερά, τουλάχιστον εκείνη που υποστηρίζει (για οποιουσδήποτε λόγους) την παραµονή στην ΕΕ.

Η αποτυχία των Εργατικών να αρθρώσουν έναν αξιόπιστο λόγο σχετικά µε τις πραγµατικές ανάγκες και αγωνίες των εργαζοµένων είναι ορατή παντού. Σε ρεπορτάζ των «Φαϊνάνσιαλ Τάιµς» στις 6/8/2019 παρουσιάζονταν οι «παραµεληµένες περιοχές» της Βρετανίας, που είχαν ψηφίσει συντριπτικά υπέρ του Brexit και φωτίζονταν πτυχές αυτής της ταξικής διαίρεσης. Το άρθρο ανέφερε:

«Πολύ λίγοι άνθρωποι στη Βρετανία από αυτούς που έχουν χαµηλό εισόδηµα αναφέρονται στη µετανάστευση ή στις εµπορικές σχέσεις µε την ΕΕ. Αντίθετα εστιάζουν έντονα την προσοχή τους στις κακής ποιότητας θέσεις εργασίας, στην παρακµή των εµπορικών δρόµων και την επιδείνωση των παρεχόµενων υπηρεσιών. Πολλοί φτωχοί άνθρωποι αυτών των περιοχών απεχθάνονται την κυβέρνηση του Λονδίνου και την αδιαφορία της, όπως την αντιλαµβάνονται οι ίδιοι, απέναντι στις ανάγκες τους, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι απεχθάνονται τις Βρυξέλλες».

Η άνοδος και τα αδιέξοδα του Τζόνσον

Το πρόβληµα για την αστική τάξη της Βρετανίας είναι ότι την εκπροσωπούν όχι απλώς µετρίου αναστήµατος πολιτικοί, αλλά µάλλον καρικατούρες. Η Τερέζα Μέι σίγουρα έµοιαζε µε καρικατούρα. Υπήρξε το δεύτερο θύµα (µετά τον Κάµερον) αυτής της αναντιστοιχίας µεταξύ της θέλησης της µεγάλης πλειοψηφίας των µελών της άρχουσας τάξης από τη µια και της εκλογικής βάσης (και συνακόλουθα των περισσότερων βουλευτών) του κύριου πολιτικού τους εκφραστή, δηλ. των Τόρις, από την άλλη. Η Μέι προσπάθησε να διαπραγµατευτεί µια συµφωνηµένη έξοδο από την ΕΕ, αλλά κυρίως εξαιτίας ακριβώς των σχεδίων συµφωνίας που έφερνε προς ψήφιση στη Βουλή, γνώρισε οδυνηρές κοινοβουλευτικές ήττες και άλλες πολιτικές ταπεινώσεις µέσα στο ίδιο της το κόµµα, που κανείς πρωθυπουργός δεν είχε υποστεί στο παρελθόν. Το εντελώς άδοξο τέλος της ήρθε τον Ιούλιο.

Μετά την Τερέζα Μέι, την ηγεσία του κόµµατος των Τόρις και της κυβέρνησης ανέλαβε ένας κατεξοχήν οπαδός του σκληρού Brexit, ο Μπόρις Τζόνσον. Όµως, ούτε αυτός µέχρι στιγµής δεν έχει οδηγήσει σε διέξοδο τον βρετανικό καπιταλισµό, καθώς η πολιτική κρίση συνεχίζεται αµείωτη (συµβάλλει σε αυτό ασφαλώς και η έλλειψη γραπτού Συντάγµατος), ενώ πλησιάζει η ώρα µηδέν: Η κυβέρνηση του Τζόνσον έχει επανειληµµένα χάσει ψηφοφορίες στο κοινοβούλιο και είναι τα κόµµατα της αντιπολίτευσης αυτά που ελέγχουν σε µεγάλο βαθµό το κοινοβούλιο. Πάνω από 20 βουλευτές των Τόρις έχουν διαγραφεί από την κοινοβουλευτική οµάδα. Σηµαίνοντα στελέχη έχουν δηλώσει την υποστήριξή τους στην παραµονή της χώρας στην ΕΕ και έχουν προσχωρήσει στους Φιλελεύθερους, που είναι αναφανδόν υπέρ της παραµονής.

Ανάµεσα σε αυτούς που παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση, από την κοινοβουλευτική οµάδα και από το κόµµα ήταν ο ίδιος ο αδελφός του Τζόνσον, ο Τζο Τζόνσον, αφήνοντας την κυβερνητική «πλειοψηφία» στο µείον 22 (οι Τόρις συνέχισαν να κυβερνούν χάρη στη στήριξη του ακροδεξιού DUP από τη Β. Ιρλανδία).

Έτσι η αντιπολίτευση χόρεψε και τον Τζόνσον στο ταψί. Μεταξύ άλλων τα αντιπολιτευόµενα κόµµατα κατάφεραν να περάσουν νόµο µε τον οποίο τον υποχρέωναν, σε περίπτωση µη ύπαρξης συµφωνίας µε την ΕΕ έως τις 31 Οκτωβρίου, να ζητήσει από την ΕΕ προέκταση του Άρθρου 50, δηλ. να ζητήσει νέα τρίµηνη προθεσµία για τη βρετανική αποχώρηση.

Η αντίδραση του Τζόνσον ήταν να ζητήσει άµεσα εκλογές. Για να γίνει κάτι τέτοιο χρειάζεται πλειοψηφία 2/3 της Βουλής. Θα περίµενε κανείς, ειδικά από το Εργατικό Κόµµα, να ψηφίσει υπέρ της διεξαγωγής αυτών των πρόωρων εκλογών, εκφράζοντας έτσι τη λαϊκή αγανάκτηση για την αντιλαϊκή πολιτική των Τόρις. Όµως το Εργατικό Κόµµα απείχε από την ψηφοφορία και οι εκλογές έφυγαν από το προσκήνιο (στη σχετική ψηφοφορία στη Βουλή ο Τζόνσον υπέστη την πέµπτη ήττα σε µία µόνο εβδοµάδα, ξεπερνώντας ακόµη και τα ρεκόρ της Μέι). Όµως ο Τζόνσον άρπαξε και πάλι την ευκαιρία να παρουσιάσει το Εργατικό Κόµµα ως µέρος του κατεστηµένου, που όχι µόνον δεν θέλει να υλοποιήσει την απόφαση του λαού για έξοδο από την ΕΕ, αλλά και φοβάται τη λαϊκή ψήφο. Ο ηγέτης των Τόρις, από τη σκοπιά του δεξιού ριζοσπαστισµού, κατήγγειλε συνολικά το κοινοβούλιο ότι δεν εκφράζει τη λαϊκή θέληση και αποφάσισε, στις 9 Σεπτέµβρη, τη διάλυσή του για 5 εβδοµάδες. Η απόφαση αυτή έφερε καταφανώς τα ίχνη του ακροδεξιού συνεργάτη του Τζόνσον, του Ντόµινικ Κάµινγκνς (η µη λειτουργία του Κοινοβουλίου για όσον καιρό γίνονται –τον Σεπτέµβρη– τα συνέδρια των κοµµάτων, είναι κάτι συνηθισµένο, αλλά η διάρκεια της διακοπής αυτή τη φορά ήταν τόσο µεγάλη, ώστε τα κόµµατα να µιλήσουν για µίνι πραξικόπηµα).

Ωστόσο ο Τζόνσον στα τέλη Σεπτέµβρη υπέστη νέα ήττα, όχι δυστυχώς από την Αριστερά ή την εργατική τάξη, αλλά από έναν άλλο θεσµό, που µάλλον διατηρεί καλύτερες σχέσεις µε τα άµεσα συµφέροντα της κυρίαρχης τάξης: Το ανώτατο δικαστήριο κήρυξε παράνοµη τη διάλυση του κοινοβουλίου και τον ανάγκασε να επαναφέρει τους βουλευτές του κόµµατος σε αυτό.

Πλησιάζει λοιπόν η καταληκτική ηµεροµηνία της 31ης Οκτωβρίου και ακόµη ο Τζόνσον δεν έχει καταλήξει σε συµφωνία µε την ΕΕ. Οι προτάσεις απορρίπτονται η µία µετά την άλλη. Ο ίδιος προσπαθεί να εξασφαλίσει τα συµφέροντα του βρετανικού καπιταλισµού σε δύο µέτωπα: στην πρόσβαση που θα έχουν οι Βρετανοί καπιταλιστές στις αγορές της ΕΕ και στο ζήτηµα της εθνικής κυριαρχίας, δηλ. το ζήτηµα του τι καθεστώς θα ισχύει στη Βόρεια Ιρλανδία.

Backstop

Το «σύστηµα εξασφάλισης» για την Ιρλανδία, το λεγόµενο backstop, είναι ο όρος που χρησιµοποιείται για να περιγράψει ένα σχέδιο συµφωνίας µεταξύ της Βρετανίας και της ΕΕ, το οποίο αποσκοπεί στην αποτροπή εγκαθίδρυσης «σκληρών» (δηλ. κανονικών) συνόρων στην Ιρλανδία µετά την έξοδο του Ηνωµένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσηµα είναι γνωστό ως το Πρωτόκολλο της Βόρειας Ιρλανδίας και πρόκειται για ένα ανεξάρτητο σχέδιο συνθήκης που προστέθηκε στην προτεινόµενη (εκ µέρους της ΕΕ) συµφωνία αποχώρησης της Βρετανίας.
Το backstop προέβλεπε τη διατήρηση της Βόρειας Ιρλανδίας σε ορισµένες πτυχές της ενιαίας αγοράς, µέχρις ότου γίνει (το 2025) η οριστική έξοδος της Βρετανίας από την ΕΕ, αλλά και µετά έως ότου υπάρξει εναλλακτική λύση που θα επιτρέψει στα σύνορα να είναι και πάλι πραγµατικά «αόρατα», όπως είναι σήµερα. Το στοιχείο της εξασφάλισης που προσφέρει το «backstop» είναι ότι η ρύθµιση θα εξακολουθήσει να εφαρµόζεται, ακόµη και αν δεν υπάρξει εµπορική συµφωνία µεταξύ του Ηνωµένου Βασιλείου και της ΕΕ µέχρι το τέλος της µεταβατικής περιόδου.

Τα σύνορα της Βόρειας Ιρλανδίας θα είναι τα µόνα χερσαία σύνορα που θα έχει η Ευρωπαϊκή Ένωση µε το Ηνωµένο Βασίλειο µετά το Brexit. Το µεγάλο τους µήκος (500 χλµ.) καθιστά δύσκολο τον έλεγχο λόγω των 300 περασµάτων που υπάρχουν, καθώς και της έλλειψης σηµαντικών γεωφυσικών φραγµών. Θα αναρωτηθεί κανείς, όµως, γιατί είναι τόσο δύσκολο να επανέλθει η κατάσταση εκεί όπου βρισκόταν, όταν οι δύο χώρες δεν είχαν εισέλθει ακόµη στην ΕΕ. Όµως οι δύο χώρες µπήκαν ταυτόχρονα στην ΕΕ, το 1973. Και προηγουµένως δεν υπήρχαν «σκληρά» σύνορα: Τον Φεβρουάριο του 1923, λίγο µετά τη δηµιουργία του ελεύθερου (από τους Άγγλους) ιρλανδικού κράτους, συµφωνήθηκε ανεπισήµως µια Κοινή Περιοχή Ταξιδίων (CTA), αποτελούµενη από το νεοσύστατο ιρλανδικό κράτος και το Ηνωµένο Βασίλειο, όπου κάθε πλευρά θα επέβαλλε τις διατάξεις εξωτερικής µετανάστευσης του άλλου, αποφεύγοντας έτσι την ανάγκη ελέγχου των µεταναστευτικών κινήσεων (δηλ. τις διακίνησης των ανθρώπων) µεταξύ των δύο χωρών.

Η εισβολή του αγγλικού στρατού στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές του 1970 οδήγησε σε διατάραξη αυτών των «απαλών» συνόρων, καθώς έκλεισαν πάνω από 100 σηµεία διέλευσης, αλλά η κατάσταση επανήλθε στην προηγούµενη φάση της µετά τις συµφωνίες µε τον IRA για κατάπαυση του πυρός στα µέσα της δεκαετίας του 1990. Η ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ενιαίας Αγοράς το 1992 και η συµφωνία της Μεγάλης Παρασκευής το 1998 θεωρήθηκαν ότι κατέστησαν δυνατή τη διάλυση της προηγουµένης εκτεταµένης «σκληρής» συνοριακής υποδοµής µεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και της Δηµοκρατίας της Ιρλανδίας.
Ο Τζόνσον έχει δηλώσει επισήµως µέσω επιστολών του προς το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο ότι δεν συµφωνεί µε αυτά στα οποία είχε συναινέσει η Τ. Μέι σχετικά µε το Backstop και θέλει κατηγορηµατικά να το αντικαταστήσει, καθώς, όπως λέει, είναι µια συµφωνία «αντιδηµοκρατική και ασυµβίβαστη µε την κυριαρχία του Ηνωµένου Βασιλείου». Παρότι το backstop  συµφωνήθηκε ρητά ως προσωρινό µέτρο, o Τζόνσον τόνισε ότι ήταν «ασυµβίβαστο µε τον επιθυµητό τελικό προορισµό του Ηνωµένου Βασιλείου» για τη σχέση του µε την ΕΕ.

Η συµφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, γνωστή και ως συµφωνία του Μπέλφαστ, ρυθµίζει τα πάντα: Τον τρόπο αυτοδιοίκησης και τις σχέσεις των δύο κοινοτήτων και κοµµάτων στη Β. Ιρλανδία. Τις σχέσεις µεταξύ της Β. Ιρλανδίας και της Μ. Βρετανίας. Τις σχέσεις της Β. Ιρλανδίας µε τη Δηµοκρατία της Ιρλανδίας. Τις σχέσεις της Μ. Βρετανίας µε τη Δηµοκρατία της Ιρλανδίας. Μόνο που όλα αυτά έγιναν, ενώ όλη η περιοχή (Μ. Βρετανία, Β. Ιρλανδία, Δηµοκρατία της Ιρλανδίας) βρίσκονταν εντός της ΕΕ.

Το αστείο και περίεργο συνάµα είναι ότι όλες οι πλευρές δεν θέλουν να κινδυνεύσει η συµφωνία της Μεγάλης Παρασκευής. Οι οπαδοί της παραµονής στην ΕΕ, ανάµεσά τους η κυβέρνηση της Δηµοκρατίας της Ιρλανδίας και η γραφειοκρατία της ΕΕ, λένε ότι το backstop προστατεύει τη Συµφωνία της Μ. Παρασκευής. Αντίθετα, λένε, ένα σκληρό Brexit χωρίς το backstop θα οδηγούσε σε κατάρρευση της συµφωνίας και επανέναρξη των ένοπλων συρράξεων και της αιµατοχυσίας.

Όµως το αντίθετο ισχυρίζεται ο Τζόνσον και πολλοί άλλοι οπαδοί του σκληρού Brexit: Το backstop θα αποδυναµώσει τη Συµφωνία της Μ. Παρασκευής και άρα θα υπονοµεύσει τη διαδικασία ειρήνευσης στη Β. Ιρλανδία.

Προοπτικές

Μέχρι τα µέσα Οκτώβρη, ο Τζόνσον φαινόταν αποφασισµένος να προχωρήσει στο Brexit ακόµη κι αν η γραφειοκρατία της ΕΕ δεν δεχόταν τις προτάσεις του. Οι τελευταίες δηµοσκοπήσεις έδειξαν ότι οι Τόρις προηγούνται και πάλι (µετά το ιστορικό στραπάτσο που είχαν πάθει στις ευρωεκλογές), ξαναπαίρνοντας πίσω ψηφοφόρους που είχαν πάει στο κόµµα του Φάρατζ –στο κόµµα του Brexit δηλαδή– που είχε θριαµβεύσει στις 26 Μαΐου.

Σε κάθε περίπτωση οι εκλογές είναι προ των πυλών και ο Τζόνσον έχει καταφέρει να συγκεντρώσει δηµοσκοπικά λαϊκές ψήφους όχι µόνο µέσω της δηµαγωγίας, του δεξιού λαϊκισµού, του ανοιχτού ρατσισµού, των κραυγών µίσους για τους πρόσφυγες και τους µετανάστες, των σεξιστικών στερεότυπων, της αύξησης της αστυνόµευσης και των πολιτικών τάξης και ασφάλειας κλπ. Το έχει καταφέρει και µε κορόνες κατά της καθεστηκυίας τάξης πραγµάτων, φυσικά κατά της ΕΕ, αλλά και µε εξαγγελίες για αύξηση των δηµόσιων δαπανών για υγεία και παιδεία. Ο Τζόνσον εκµεταλλεύεται την επαµφοτερίζουσα θέση των Εργατικών για το Brexit, κατηγορώντας τους για υποκρισία, για διπροσωπία και για υποταγή στο κατεστηµένο. Δεν είναι τυχαίο ότι τα ποσοστά δηµοτικότητας του Τζόνσον είναι πλέον σαφώς υψηλότερα σε σχέση µε αυτά του Κόρµπιν.

 Ο Τζόνσον βέβαια δεν µπορεί µε τίποτα να µιλάει για δηµοκρατία: Πρώτον, κάνει ότι αγνοεί το γεγονός ότι αυτοί οι οποίοι εξαρχής ήταν και είναι υπεύθυνοι για την καθυστέρηση υλοποίησης του Brexit είναι βέβαια οι ίδιοι ο Τόρις που είχαν την πλειοψηφία το 2016, όταν πραγµατοποιήθηκε το δηµοψήφισµα. Δεύτερον, κάνει ότι αγνοεί το γεγονός ότι και ο ίδιος δεν είναι εκλεγµένος από τον λαό: έγινε αρχηγός του κόµµατος και πρωθυπουργός χάρη στις ψήφους µόλις… 92.000 µελών των Τόρις. Ο Γιωργάκης Παπανδρέου και η Φώφη Γεννηµατά στην Ελλάδα είχαν περισσότερους ψήφους σε τέτοιου είδους διαδικασίες και εποµένως µάλλον µεγαλύτερη πολιτική νοµιµοποίηση (πάντα τέτοιου είδους).

Ακόµη και οι «Financial Times» φαίνεται να αναγνωρίζουν τους κινδύνους από την υποβάθµιση της δηµοκρατίας. Υπάρχουν περίοδοι που φιλοξενούν άρθρα τα οποία εκφράζουν ανησυχία για τη νοµιµότητα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισµού. Π.χ. στις αρχές Οκτώβρη η εφηµερίδα είχε ως εξώφυλλο τον τίτλο «Ένας εξευτελισµένος καπιταλισµός βλάπτει τη φιλελεύθερη δηµοκρατία». Το κύριο άρθρο της εφηµερίδας διαµαρτυρόταν έντονα για «έναν ασταθή και ραντιέρικο καπιταλισµό, για τον απισχνασµένο ανταγωνισµό, για την αδύναµη αύξηση της παραγωγικότητας, για την υψηλή ανισότητα και», όχι τυχαία, «για µια ολοένα και υποβαθµισµένη δηµοκρατία».

Όσο και να εµφανίζεται ως αποφασισµένος να υλοποιήσει το Brexit στις 31 Οκτωβρίου, ο Τζόνσον έχει τρεις αναστολείς σε αυτή την κατεύθυνση: α) Τις επιθυµίες της µεγάλης πλειοψηφίας της άρχουσας τάξης. β) Τη νοµική δέσµευση εξαιτίας της απόφασης του Κοινοβουλίου για βρετανικό αίτηµα τρίµηνης παράτασης του Brexit σε περίπτωση µη κατάληξης σε συµφωνία µε την ΕΕ –αν παρανοµήσει κινδυνεύει να πάει φυλακή. γ) Τη δηλωµένη πρόθεση όχι µόνο του λαού, αλλά και της ηγεσίας της Σκοτίας για απόσχιση σε περίπτωση σκληρού Brexit (ακόµη ίσως και ελεγχόµενου Brexit). Είναι χαρακτηριστικό ότι στις 5 Οκτωβρίου έγινε µεγάλη διαδήλωση στο Εδιµβούργο µε αίτηµα την ανεξαρτησία της Σκοτίας. Πέρσι την ίδια εποχή είχαν συγκεντρωθεί 20.000 διαδηλωτές. Φέτος οι διοργανωτές ήλπιζαν σε 100.000. Τελικά οι διαδηλωτές ξεπέρασαν τις 250.000. Μεταξύ των διαδηλωτών ήταν και η βουλευτίνα του Εθνικού Κόµµατος Σκοτίας (SNP) Τζοάνα Κέρι, η οποία έχει προσφύγει στα δικαστήρια, ώστε να διασφαλιστεί ότι ο Τζόνσον θα εφαρµόσει τον νόµο που του επιβάλει να ζητήσει την τρίµηνη αναβολή του Brexit. Η ίδια η πρωθυπουργός της Σκοτίας, Νίκολα Στέρτζον, µε ανάρτησή της στο Twitter εξήγησε ότι δεν µπορεί να συµµετάσχει στην πορεία, αλλά «το πνεύµα της» είναι µε τους διαδηλωτές και πρόσθεσε: «Μην έχετε καµία αµφιβολία. Η ανεξαρτησία έρχεται». Η Στέρτζον έχει δηλώσει ότι σχεδιάζει να οργανώσει δηµοψήφισµα για την ανεξαρτησία µέσα σε διάστηµα δύο ετών, εάν η Βρετανία αποχωρήσει από την ΕΕ. Και δεν είναι µόνον η Σκοτία. Αντίστοιχες µαζικές διαδηλώσεις έχουν γίνει και στην Ουαλία (όπου ο λαός είχε ψηφίσει υπέρ της παραµονής στην ΕΕ).

Έτσι ο Τζόνσον, δηλ. ο ηγέτης του κόµµατος που κατεξοχήν εκφράζει όχι µόνον τον βρετανικό εθνικισµό, αλλά και το παλιό ιµπεριαλιστικό του µεγαλείο, αν επιµείνει στην ανάγκη «να εκφραστεί η θέληση του λαού για Brexit», µπορεί να καταστεί υπεύθυνος της διάλυσης του Ηνωµένου Βασιλείου (έχουµε ήδη αναφερθεί στις συνέπειες όσον αφορά τη Β. Ιρλανδία) και ταυτόχρονα να βρεθεί στη φυλακή λόγω παραβίασης του νόµου. Από την άλλη βέβαια, µια κωλοτούµπα µέσω ενός συµβιβασµού, ή ακόµη χειρότερα, η επ’ αόριστον αναβολή του Brexit θα οδηγήσει τον ίδιο σε πολιτικό τέλος και την ακροδεξιά τύπου Φάρατζ σε ραγδαία επανακατάληψη του χώρου της Δεξιάς.

Όσον αφορά τους Εργατικούς, στο πρόσφατο συνέδριό τους ευτυχώς αποφεύχθηκε το σενάριο που ήθελε η δεξιά πτέρυγα, δηλαδή το να µετατραπεί το κόµµα από απλό υποστηρικτή ενός δεύτερου δηµοψηφίσµατος σε θερµό υποστηρικτή της παραµονής. Ωστόσο, η θέση που υιοθετήθηκε ήταν απλώς η «λιγότερο χειρότερη» από τις δύο επιλογές: εξακολουθεί να δεσµεύει το κόµµα να διεξαγάγει νέο δηµοψήφισµα, κινδυνεύοντας να αποξενώσει κι άλλους εργάτες-ψηφοφόρους του Brexit και να εξοργίσει όλους εκείνους και όλες εκείνες που πια δείχνουν ανυποµονησία και κούραση.

Με αυτή τη στάση τους οι Εργατικοί επιτρέπουν στη Δεξιά να τους παρουσιάζει ως µέρος µιας ευρύτερης αντιδηµοκρατικής ελίτ, που τάσσεται υπέρ της παραµονής. Η αντίθεση των Εργατικών στη διεξαγωγή γενικών εκλογών είναι από αυτή την άποψη αυτοκαταστροφική, καθώς ενθαρρύνει την ιδέα ότι οι Εργατικοί δίνουν παράταση ζωής σε ένα κοινοβούλιο που, από κάθε σκοπιά, δεν ανταποκρίνεται στη λαϊκή θέληση, και ότι συνακόλουθα αποφεύγουν τη δηµοκρατική αντιπαράθεση στη χώρα γενικότερα.

Ο Τζόνσον είναι ίσως ο µοναδικός πρωθυπουργός των Τόρις που απέχει τόσο πολύ από το να διαθέτει την ολόψυχη υποστήριξη της άρχουσας τάξης. Όπως αναφέραµε, το συντριπτικά µεγαλύτερο τµήµα του βρετανικού µεγάλου κεφαλαίου είναι ακόµη υπέρ της παραµονής στην ΕΕ, είναι επίσης απόλυτα δυσαρεστηµένο µε το σκληρό Brexit, το οποίο ο Τζόνσον λέει ότι υποστηρίζει, και είναι τροµοκρατηµένο µε την προοπτική και τις συνέπειες µιας µη συµφωνηµένης άγριας κατάληξης. Σε κανονικές εποχές µεγάλα τµήµατα της άρχουσας τάξης θα είχαν αποφασίσει να στηρίξουν τους Εργατικούς, προκειµένου να αποφύγουν όλα τα παραπάνω. Όµως στη συγκεκριµένη περίπτωση ο τωρινός ηγέτης των Εργατικών, ο Τζ. Κόρµπιν, τους κάνει εξαιρετικά καχύποπτους, καθώς ανήκει στην αριστερή πτέρυγα του κόµµατος κι έχει επανειληµµένα επιλέξει να υποστηρίξει τη λαϊκή οργή ενάντια στην κοινωνική ανισότητα και τη λιτότητα. Γι’ αυτό και όταν υπήρξε η πρωτοβουλία εκ µέρους των Εργατικών για πρόταση µοµφής προς τον Τζόνσον και στη συνέχεια για υπηρεσιακή κυβέρνηση, υπό τον Κόρµπιν, που θα ζητούσε παράταση της προθεσµίας σχετικά µε το Άρθρο 50 και ταχύτατα νέες εκλογές, το άλλο βασικό κόµµα της άρχουσας τάξης, οι Φιλελεύθεροι, αρνήθηκε (27 Αυγούστου), µη έχοντας εµπιστοσύνη στον Κόρµπιν, ακόµη και το µικρό διάστηµα που θα διοικούσε η υπηρεσιακή κυβέρνηση.  

Όπως λέει η σοσιαλίστρια Λίντσεϊ Τζέρµαν, «δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάµε ότι ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους η βρετανική πολιτική σκηνή βρίσκεται σε τέτοιο αδιέξοδο είναι ότι τα άλλα κόµµατα (και ένα µεγάλο τµήµα του δικού του κόµµατος) φοβούνται την προοπτική µιας κυβέρνησης Κόρµπιν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο –και θα κάνουν τα πάντα για να την αποτρέψουν».

Προς ένα νέο µοντέλο;

«Το Brexit», λέει ο Ντέιβιντσον, «είναι σηµάδι ότι ο νεοφιλελευθερισµός, ως καθεστώς συσσώρευσης, έχει αδυνατίσει ή πιθανά πλησιάζει στο τέλος του, όχι µόνον στην Ευρώπη, αλλά και παγκόσµια. Ο προστατευτισµός έχει αρχίσει να αναζωογονείται. Βέβαια πολλά από αυτά που λέγονται από τους υποστηρικτές του είναι απλώς δηµαγωγία, ωστόσο η σύγκρουση µεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας είναι προάγγελος αυτών που επέρχονται. Νοµίζω ότι είµαστε πιθανώς σε µια µετάβαση προς µια νέα φάση του καπιταλισµού». Και εξηγεί:

«Αυτή η µετάβαση θα διαρκέσει πολύ καιρό. Σκεφτείτε την κρίση του 1929. Χρειάστηκε να φτάσουµε και να ξεπεράσουµε τον Δεύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο, ώστε ο κρατικός καπιταλισµός και η “ενσωµατωµένη” σοσιαλδηµοκρατία να προκύψουν µέσα από τη Μεγάλη Ύφεση. Ή σκεφτείτε τη µετάβαση στον ίδιο τον νεοφιλελευθερισµό. Η κυρίαρχη τάξη διατύπωσε για πρώτη φορά αυτή τη στρατηγική στα τέλη της δεκαετίας του 1970, αλλά χρειάστηκε µια δεκαετία ή δύο για να εδραιωθεί σε όλο το παγκόσµιο σύστηµα. Εποµένως, θα χρειαστεί κάποιος χρόνος για µια νέα στρατηγική που θα αντικαταστήσει τον νεοφιλελευθερισµό.
Δεν είµαι σίγουρος τι θα είναι αυτό το νέο καθεστώς συσσώρευσης, ούτε έχω ξεκάθαρο ποια σειρά επιλογών έχει τώρα ο καπιταλισµός. Δεν θα γνωρίζουµε την πραγµατική µορφή της αντικατάστασης για µια-δυο δεκαετίες. Προς το παρόν βλέπετε τις κυρίαρχες τάξεις να αναβιώνουν παλιές στρατηγικές από τη δεκαετία του 1930, όπως οι δασµοί. Η διαδικασία της παγκοσµιοποίησης, η οποία ξεκίνησε το 1945 και τελικά οδήγησε στον νεοφιλελευθερισµό, τώρα βρίσκεται σε υποχώρηση, καθώς αυτός συρρικνώνεται στο εσωτερικό περιφερειακών µπλοκ. Η ΕΕ είναι ένα από αυτά. Η Κίνα προσπαθεί να κάνει παρόµοια πράγµατα. Έτσι, τα νέα µοτίβα µόλις αρχίζουν να αναδύονται».

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ακολουθώντας την πολιτική παράδοση της Αριστεράς, επειδή δεν αναγνωρίζουµε την κατοχή της Β. Ιρλανδίας, δεν χρησιµοποιούµε εδώ τον όρο Ηνωµένο Βασίλειο. Επίσης επειδή η χώρα και η επιρροή της έχει περιοριστεί κατά πολύ από τότε που ήταν αυτοκρατορία, της στερούµε και το «Μεγάλη» από τον τίτλο της (ο όρος Μεγάλη Βρετανία περιγράφει την Αγγλία, την Ουαλία και τη Σκοτία). Τη λέµε απλώς «Βρετανία». Διατηρήσαµε τους όρους «Ηνωµένο Βασίλειο» και «Μεγάλη Βρετανία» σε εκείνα τα σηµεία του κειµένου όπου ο όρος «Βρετανία» θα δηµιουργούσε σύγχυση.

2. Ο Νιλ Ντέιβιντσον είναι  µέλος της οργάνωσης «Επαναστατικός Σοσιαλισµός του 21ου αιώνα» στο Ηνωµένο Βασίλειο και του «RISE-Αριστερή Συµµαχία» της Σκοτίας. Επίσης είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων, περιλαµβανοµένων και των «Πόσο επαναστατικές ήταν οι αστικές επαναστάσεις;» (Haymarket, 2012) και  «Δεν µπορούµε να δραπετεύσουµε από την Ιστορία: Κράτη και Επαναστάσεις» (Haymarket, 2015).

Συντάκτης
Πέτρος Τσάγκαρης