Η Χρυσή Αυγή και το κράτος

Φωτογραφία

Πριν από λίγες βδομάδες κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις Νήσος, η έρευνα του ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ: «Το “βαθύ κράτος” στη σημερινή Ελλάδα και η Ακροδεξιά. Αστυνομία, Δικαιοσύνη, Στρατός, Εκκλησία». Το βιβλίο, που επιμελείται ο Δ. Χριστόπουλος, αποτελείται από κείμενα των Δ. Κουσουρή, Δ. Χριστόπουλου, Κλειώ Παπαπαντολέων, Δημοσθένη Παπαδάτου και Αλέξανδρου Σακελλαρίου.

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
.

Σίγουρα πρέπει να καλωσορίσουμε το βιβλίο, γιατί προστίθεται στις  λίγες έρευνες που έχουν γίνει σχετικά με τη διείσδυση της Χρυσής Αυγής στο κράτος (σε αντίθεση με τις αναλύσεις των εκλογικών αποτελεσμάτων των φασιστών…) και μάλιστα στον σκληρό του πυρήνα που είναι ο στρατός, η αστυνομία, η δικαιοσύνη και το ιερατείο. Μια κάποια δυσκολία στη μελέτη, λόγω της ειδικής ορολογίας που έχει να κάνει με τους κρατικούς μηχανισμούς, δεν μειώνει την αξία της εργασίας. Από την άλλη όμως υπάρχει μια πληθώρα στοιχείων από πηγές κυρίως δημοσιογραφικές. Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι το ανοικτό πνεύμα των κειμένων που, παρότι παίρνουν θέση στα διάφορα ερωτήματα που προκύπτουν, δεν κλείνουν τη συζήτηση με δογματικό τρόπο…
Από τη δική μας πλευρά θέλουμε να σταθούμε σε κάποια κομβικά σημεία που αναδεικνύει η έρευνα.
Το βαθύ κράτος
Έχουμε ανάγκη έναν πολιτικό νεολογισμό στη θέση της έννοιας του παρακράτους; Ο όρος παρακράτος δημιουργεί εικόνες με οργανωμένες ομάδες τραμπούκων από τις μυστικές υπηρεσίες, που δρουν σαν προβοκάτορες –η εμπειρία του ελληνικού αριστερού κινήματος την περίοδο του ’60 είναι χαρακτηριστική. Ο όρος βαθύ κράτος έχει προέλευση την πολιτική εμπειρία της Τουρκίας και περιγράφει ένα παράλληλο κράτος με το επίσημο, που λειτουργεί συστηματικά με τους δικούς του κανόνες, στα κρυφά και με τρόπους αντισυνταγματικούς, και όχι θύλακες παρανομίας ή μεμονωμένα περιστατικά. Και με αυτή την έννοια εντοπίζεται ακόμη και στις πιο αναπτυγμένες δυτικές δημοκρατίες… Γι’ αυτό η έννοια του βαθέως κράτους, σαν αναλυτικό εργαλείο, που χρησιμοποιούν οι συγγραφείς, είναι ιδιαίτερα χρήσιμη.
Όπως υποστηρίζει και ο Κουσουρής, υπάρχουν και οι δύο πλευρές. Η πλευρά της συνέχειας έχει να κάνει με τις οργανικές σχέσεις της Χρυσής Αυγής με το βαθύ κράτος. Σ’ αυτό δεν ξεχωρίζει καθόλου από την παράδοση των ταγματασφαλιτών και των εκοφιτών… Όπως είπε και ο Μιχαλολιάκος: «…χρειάστηκε να διαλύσουν την ΕΥΠ, για να μας συλλάβουν…». Λίγους μήνες μετά… ξέσπασε το σκάνδαλο με τον Μπαλτάκο, που αποκάλυψε αυτές τις σχέσεις και από την άλλη πλευρά του νήματος. Η πλευρά της τομής όμως είναι και αυτή πολύ ισχυρή. Ποτέ πριν και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ένα φασιστικό κόμμα (και μάλιστα στην ακραία ναζιστική εκδοχή) στην Ελλάδα δεν είχε την ορμητική άνοδο της Χρυσής Αυγής και την εκλογική της απήχηση την περίοδο 2008-2013, βεβαίως μέσα σε μια συγκυρία τεράστιας οικονομικής και πολιτικής κρίσης.
Ο Χριστόπουλος απαντάει απερίφραστα ότι μπορεί να υπάρχει καλύτερη… και εννοεί μια αστυνομία που να στηρίζεται στο κράτος δικαίου και την πιστή εφαρμογή των νόμων και να μη συμπεριφέρεται σαν ένστολη συμμορία... Και αυτό μπορεί να γίνει πράξη με μια επίμονη δημοκρατική εκπαίδευση των αστυνομικών και τιμωρία των ρατσιστών, των βασανιστών και των βιαστών. Για τον Χριστόπουλο όμως, προϋπόθεση για όλα αυτά είναι η κυβερνητική βούληση.
Ισχυριζόμαστε ότι και οι τρεις λέξεις κλειδιά «εκπαίδευση-τιμωρία-βούληση» παραπέμπουν σε μια αφελή ουτοπία. Πρώτο, δεν υπάρχει κανένα ιστορικό παράδειγμα που να έχει επιβεβαιώσει ένα τέτοιο σχέδιο. Δεύτερο, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν υπάρχει και η κυβερνητική βούληση. Γιατί, τι άλλο δείχνει η ειρωνική αντιμετώπιση της κυβέρνησης απέναντι στην έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες και της Επιτροπής για τα βασανιστήρια του Συμβουλίου της Ευρώπης;
Παρότι για την κοινή γνώμη η Αστυνομία είναι ο πιο μολυσμένος μηχανισμός από τη διείσδυση των φασιστών, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Στο αστυνομικό σώμα υπήρχε και υπάρχει μια παγιωμένη ακροδεξιά ιδεολογική ηγεμονία, με βαθιές ιστορικές ρίζες και μόνο μια πολύ μειοψηφική δημοκρατική κουλτούρα παρεισέφρησε όλα αυτά τα χρόνια. Ιδιαίτερα στη σημερινή περίοδο των μνημονίων(2010-2014), ο μηχανισμός της αστυνομίας βρέθηκε συνολικά αντιμέτωπος με τα κινήματα ανυπακοής και τις εργατικές απεργίες, υιοθετώντας σαν τακτική ελέγχου την άμεση καταστολή. Πάνω σ’ αυτή τη θεσμική εμπειρία διαμορφώθηκε μια ακόμη πιο σκληρή αντιδημοκρατική αντίληψη που βρήκε τον αντίλαλό της στη ρητορική και την πρακτική των φασιστών. 
Ο στρατός 
Λίγοι φοβούνται σήμερα ότι κινδυνεύει η κοινοβουλευτική δημοκρατία από στρατιωτικό πραξικόπημα ή ότι οι φασίστες ασκούν κάποιου είδους επιρροή στο στράτευμα. Παρ’ όλα αυτά, μια σειρά βαθιών δομικών αλλαγών συμβαίνουν στον ελληνικό στρατό το τελευταίο διάστημα. Στον παλιό παραδοσιακό διαχωρισμό μεταξύ αστυνομίας και στρατού, όπου η αστυνομία επέβλεπε τον «εσωτερικό εχθρό», ενώ ο στρατός επαγρυπνούσε για τον «εξωτερικό», ο στρατός υπερβαίνει τώρα αυτό το σύνορο και επεκτείνει το ρόλο του και σε αστυνομικά καθήκοντα. Καταρχήν με το πρόσχημα των δήθεν ειρηνευτικών αποστολών στο εξωτερικό, π.χ. Βοσνία και Αφγανιστάν, και ύστερα με τη διαχείριση της εισβολής των λεγόμενων λαθρομεταναστών στη γραμμή των συνόρων.
Αλλά η επέκταση των αρμοδιοτήτων του στρατού θα σταματούσε μόνο εκεί; Σ’ αυτό ακριβώς ο Παπαδάτος εντοπίζει επικίνδυνες προοπτικές. Η άσκηση Καλλίμαχος για τον έλεγχο και την καταστολή του πλήθους (Φλεβάρης 2012) είναι εμβληματική του νέου προσανατολισμού και προκαλεί την έντονη αντίδραση των κομμάτων της Αριστεράς, αλλά ακόμη και του υπουργού Άμυνας Μπεγλίτη, που δεν είχε καν ενημερωθεί! Αλλά τον Απρίλη του 2013, οι εκπαιδευμένοι στρατιώτες για τη «διάλυση οχλοκρατικών εκδηλώσεων» στέλνονται από το Κιλκίς στο κέντρο της Αθήνας, στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας, απέναντι στους απλήρωτους εργαζόμενους των ναυπηγείων Σκαραμαγκά.  Ήταν ένα βήμα που πρέπει να μας κάνει πιο ανήσυχους.
Σ’ αυτό το μιλιταριστικό πλαίσιο άρχισαν να εμφανίζονται όλο και περισσότερο διάφορες πατριωτικές και φιλοστρατιωτικές οργανώσεις (Πατριωτική Πολιτοφυλακή, Κίνηση Εφέδρων Ειδικών Δυνάμεων κλπ). Όλες είχαν προμετωπίδα τους την αντίθεσή τους στη φαυλοκρατία των κομμάτων. Για όλα τα κόμματα όμως; Στις 28 του Σεπτέμβρη του 2013, 10 μέρες μετά τη δολοφονία του Π.Φύσσα, προανήγγειλαν  εθνικό πραξικόπημα, που εξαερώθηκε αμέσως μετά την εξαγγελία του. Ήταν η ημέρα που η κυβέρνηση, κάτω από τη λαϊκή κατακραυγή, προχωρούσε στη σύλληψη της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής.
Αντιρατσιστικός νόμος
Το ερώτημα είναι ακραία παράδοξο, αλλά στη ζωή όλα είναι δυνατά και πολύ περισσότερο στην ελληνική δικαιοσύνη. Ο νόμος 927/1979 ήταν πολύ προοδευτικός με τα μέτρα της εποχής του. Αντιμετώπιζε ποινικά κάθε προτροπή δράσης, βίας ή διακρίσεων στη βάση εθνικής καταγωγής και θρησκευτικής πίστης, αλλά ακόμη και τις προσβλητικές εκφράσεις! Αυτός ο νόμος όμως δεν εφαρμόστηκε σχεδόν ποτέ και στη μοναδική περίπτωση που έτυχε να χρειαστεί, ήταν στη δίκη του ναζιστή θεωρητικού Πλεύρη (2007) για το βιβλίο του «Εβραίοι, όλη η αλήθεια».
Τα περί εβραΐλας… και ότι οι Εβραίοι θέλουν εκτέλεση εντός 24 ωρών δεν ήταν ασυνήθιστες εκφράσεις μέσα στο ογκωδέστατο πόνημα του κ. Πλεύρη. Παρ’ όλα αυτά ο κ. Πλεύρης αθωώθηκε πανηγυρικά. Και όχι μόνο αυτό. Ο Άρειος Πάγος έφτασε να τεκμηριώσει την απόφαση του με το επιχείρημα  ότι το βιβλίο είναι ένα επιστημονικό και ιστορικό έργο και επιπλέον η ελευθερία της έκφρασης είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη. Το σοκ ήταν μεγάλο, αλλά δεν ήταν τίποτα σ’ αυτό που θα επακολουθούσε.
 Μέχρι τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα η ελληνική δικαιοσύνη έδειξε μια απερίγραπτη ανοχή στη φασιστική εγκληματικότητα. Πώς όμως έγινε δυνατό να αλλάξει και να δείξει την ταχύτητα και την αποφασιστικότητα που είχε δείξει με τη σύλληψη της «17Νοέμβρη»;
Αν πάρουμε τα πράγματα με τους τυπικούς νομικούς όρους, δεν υπάρχει εξήγηση και η Παπαπαντολέων αποκαλύπτει αυτό το αδιέξοδο. Αν όμως προσεγγίσουμε τα πράγματα πολιτικά, η εξήγηση είναι «εύκολη». Για το σώμα των δικαστών, ένα σώμα αντιδραστικό από κάθε άποψη, η δράση της Χρυσής Αυγής ήταν ωφέλιμη για το κοινωνικό σύνολο, αφού αντιμετώπιζε έστω με μη νόμιμο τρόπο την «εγκληματικότητα των μεταναστών». Αλλά, όταν η Χρυσή Αυγή, κερδίζοντας σε αυτοπεποίθηση, αμφισβήτησε την ηγεμονία της ΝΔ στο χώρο της Δεξιάς και κάλεσε σε εμφύλιο ενάντια στους αναρχικούς, τους Συριζαίους και τους λαθρομετανάστες, ξεπέρασε κατά πολύ τις πολιτικές και κοινωνικές ισορροπίες. Τότε η ελληνική δικαιοσύνη, με το ίδιο πολιτικό κριτήριο, στράφηκε ενάντια στην φασιστική οργάνωση και, με την καθοδήγηση της κυβέρνησης, πέρασε στην ποινική της δίωξη. 
Το προτελευταίο κεφάλαιο είναι το πιο γλαφυρό( Σακελλαρίου), αλλά και το πιο «ανώδυνο», γιατί αναλύει τη ρητορική της εκκλησίας, ενός ισχυρού ιδεολογικού μηχανισμού, που όμως βρίσκεται σε παρακμή. Από τα συμπεράσματα όμως πρέπει να κρατήσουμε την ανάγκη για εγρήγορση και  όχι για πανικό. Για όλα αυτά το βιβλίο είναι μια χρήσιμη έρευνα και αξίζει να διαβαστεί.

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία