Ιταλία: Κυβέρνηση βαθιάς πολιτικής κρίσης

Φωτογραφία

Μετά από δύο μήνες πολιτικού αδιεξόδου, η Ιταλία απέκτησε κυβέρνηση. Τη στιγμή που η πολιτική κρίση έτεινε να γίνει ανεξέλεγκτη, το αστικό πολιτικό προσωπικό «συμμορφώθηκε» και συμφώνησε στο σχηματισμό κεντροαριστεροδεξιάς κυβέρνησης.

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Πάνος Πέτρου

φωτό: Μετά τη συγκρότηση της κυβέρνησης, το PD δέχεται μαζικά πυρά από τη βάση του. Άλλοι καίνε τις κάρτες μέλους, ενώ η νεολαία του PD αντέδρασε καταλαμβάνοντας τα γραφεία του κόμματος σε όλη την Ιταλία

 

Η διακομματική στήριξη, η συνύπαρξη πολιτικών και τεχνοκρατών, ο συμβολισμός της παραμονής του Ναπολιτάνο στην Προεδρία της Δημοκρατίας ως «εγγυητής της εθνικής ενότητας», θα δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση μιας πολιτικά ισχυρής κυβέρνησης. Σε μια άλλη εποχή, ίσως. Στη σημερινή ιταλική και ευρωπαϊκή πραγματικότητα η νέα ιταλική κυβέρνηση είναι «σύμπτωμα» της βαθιάς κρίσης και όχι «θεραπεία» της. Ο ίδιος ο «αρχιτέκτονάς» της, ο Τζόρτζιο Ναπολιτάνο, το μόνο θετικό που βρήκε να πει για τη νέα κυβέρνηση είναι πως πρόκειται για «τη μόνη εφικτή».

Το χρονικό
Στη διάρκεια της «ακυβερνησίας», τα ιταλικά κόμματα κλήθηκαν να εκλέξουν νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, καθώς η θητεία του Τζόρτζιο Ναπολιτάνο έφτανε στο τέλος της. Λόγω της πολιτικής κρίσης, ήταν μια σημαντική εκλογή.
Αρχικά, ο ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος (PD) Μπερσάνι πρότεινε τον Φράνκο Μαρίνι, που είχε την αποδοχή της Δεξιάς, αλλά καταψηφίστηκε από τους εκλέκτορες του ίδιου του PD. Στη συνέχεια πρότεινε τον Ρομάνο Πρόντι. Ως «υποψήφιος της κεντροαριστεράς» καταψηφίστηκε από τη Δεξιά, αλλά, όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν καν υποψήφιος της «όλης» κεντροαριστεράς. Είχαν φτάσει στην τέταρτη ψηφοφορία και αρκούσε η απλή πλειοψηφία για την εκλογή προέδρου, αλλά ο Ρομάνο Πρόντι ψηφίστηκε μόνο από 395 εκλέκτορες, γεγονός που κατέδειξε «ανταρσία» 100 κεντροαριστερών ενάντια στην επιλογή της ηγεσίας του PD.
Μετά από ραντεβού με τον Μπερλουσκόνι και τον Μπερσάνι, ο Τζόρτζιο Ναπολιτάνο, που δήλωνε πως δεν θα παραμείνει στη προεδρία σε καμιά περίπτωση και που –παρεμπιπτόντως– έχει φτάσει στα 87 του χρόνια, έγινε ο πρώτος Ιταλός Πρόεδρος της Δημοκρατίας που επιστρέφει για δεύτερη συνεχόμενη θητεία. Με πρωτοβουλία του Ναπολιτάνο, ο δεύτερος γραμματέας του PD, Λέτα, έλαβε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης (ο Μπερσάνι είχε παραιτηθεί μετά τα απανωτά «Βατερλό» στις ψηφοφορίες) και κατέληξε σε συμφωνία με το κόμμα του Μπερλουσκόνι και το συνασπισμό του Μόντι.
Αν δεν τα κατάφερνε ο Λέτα, ο μόνος δρόμος που απέμενε ήταν νέες εκλογές. Αυτή είναι η συγκολλητική ουσία των μέχρι χθες «αντιπάλων»: ο φόβος αφενός απέναντι στη λαϊκή ετυμηγορία «από τα κάτω» και η υπόκλιση στις πιέσεις για άμεση κυβερνητική λύση «από τα πάνω». Η νέα κυβέρνηση ξεκινά τη θητεία της ως «τελευταίο οχυρό» απέναντι στο λαϊκό μίσος και με όλα της τα κομμάτια ήδη πληγωμένα.

Η Δεξιά
Η μπερλουσκονική Δεξιά είναι σε καλύτερη κατάσταση από τους κυβερνητικούς «εταίρους» της. Το εκλογικό της αποτέλεσμα και η συμμετοχή της στην κυβέρνηση είναι μια ακόμα «επιστροφή» του Μπερλουσκόνι. Το κόμμα του μάλιστα έχει πάρει πλέον τη δημοσκοπική πρωτιά από τους Δημοκρατικούς. Στο διαχρονικό ερώτημα «πώς τα καταφέρνει;» πάντοτε έβρισκαν έδαφος διάφορες θεωρίες που υποτιμούσαν την αθλιότητα των αντιπάλων του.
Αυτή η αθλιότητα φάνηκε ξεκάθαρα προεκλογικά (με τον «καβαλιέρε» να κινείται «αριστερότερα» του Μπερσάνι) και υπογραμμίστηκε με τα όσα έγιναν στις ψηφοφορίες. Παρ’ όλα αυτά, μιλάμε για «νεκρανάσταση» και όχι για πολιτική νίκη. Το σύνολο του ποσοστού της ιταλικής (ακρο)δεξιάς βρέθηκε σε ιστορικό χαμηλό στις εκλογές.
Ο «καβαλιέρε» επιβίωσε, αλλά απέχει πολύ από τον παλιό παντοδύναμο ηγέτη της Δεξιάς και της τάξης του. Αν και η σύμπραξη βαραίνει περισσότερο το PD (βλ. παρακάτω), η ίδια η συμμετοχή του κόμματός του στην πολυκομματική κυβέρνηση θεωρείται –δίκαια– επιτυχία του.
Είναι ένα βήμα που λίγους μήνες πριν θα ήταν αδιανόητο για τον άνθρωπο που έχτισε την καριέρα του επιτιθέμενος στους Πρόντι και τους Μπερσάνι ως «κομμουνιστές δικτάτορες». Αποδυναμωμένος στα λαϊκά στρώματα, με σοβαρούς εχθρούς μέσα στον ιταλικό σύνδεσμο βιομηχάνων, «παρίας» για τους ευρωπαίους ηγέτες, είναι δύσκολο να θεωρηθεί το κόμμα του «εγγυητής» της πολιτικής σταθερότητας στην Ιταλία.
Για τον Μόντι, τα λόγια περιττεύουν. Η εικόνα του συνασπισμού του να παρακολουθεί τις εξελίξεις σιωπηλά, για να καταλήξει (εξίσου σιωπηλά) «τσόντα» στον νέο κυβερνητικό σχηματισμό, υπογραμμίζει αυτό που έκανε σαφές η κάλπη: την πολιτική συντριβή τού –λίγες μήνες πριν πανίσχυρου– τεχνοκράτη.

Η κρίση του PD
Αλλά η κρίση είναι εκκωφαντική στο PD. Πρόκειται για το μεγαλύτερο δείγμα πολιτικών ανατροπών που κυοφορεί η περίοδος. Το κόμμα που κέρδισε την εκλογική πρωτιά, είναι το πλέον στραπατσαρισμένο μόλις δύο μήνες μετά την εκλογική του νίκη. Ο Λουίτζι Μπερσάνι, από επίδοξος πρωθυπουργός δύο μήνες πριν, υποχρεώνεται σήμερα σε παραίτηση από την ηγεσία του κόμματός του.
Το PD ιδρύθηκε μόλις πριν έξη χρόνια, με τη φιλοδοξία να λειτουργήσει ως «σύγχρονη κεντροαριστερά» και με σύνθημα μια «κανονική Ιταλία». Γι’ αυτό και στραπατσαρίστηκε πιο άγρια, γιατί η κρίση κάνει θρύψαλα τέτοια «διαταξικά» συνθήματα και γκρεμίζει τα διάφορα  «πολυσυλλεκτικά» σχέδια.
Ο Ματέο Ρέντζι, εσωκομματικός αντίπαλος του Μπερσάνι και εκφραστής της «δεξιάς» τάσης του PD, λέγεται ότι υπονόμευσε τις επιλογές της ηγεσίας και στις δύο ψηφοφορίες. Στον Τύπο δίνουν και παίρνουν οι αναφορές στις μηχανορραφίες του Μάσιμο Ντ’ Αλέμα στις ψηφοφορίες, με τελικό σκοπό τον «μεγάλο συνασπισμό».
Ταυτόχρονα οξύνθηκε η δυσφορία της «αριστερής» πτέρυγας (στο PD εξακολουθούν να αναφέρονται συνδικαλιστές, άνθρωποι που τοποθετούνται στην Αριστερά ή αντιλαμβάνονται το PD ως –έστω μεταλλαγμένη– συνέχεια του ΙΚΚ). Αυτή φάνηκε στις ψηφοφορίες και παίρνει ακόμα πιο οξυμένα χαρακτηριστικά μετά τη συμφωνία για συγκυβέρνηση.
Το PD κατάφερε να στηρίζεται από χιλιάδες και χιλιάδες ανθρώπους απογοητευμένους από την πολιτική του, λειτουργώντας ως «το λιγότερο κακό» απέναντι στον Μπερλουσκόνι. Το να ακούν αυτοί οι άνθρωποι από την ηγεσία τους πως πλέον το «λιγότερο κακό» είναι η συμμαχία με τον Μπερλουσκόνι, υπερβαίνει κάθε όριο ανοχής. Για τα μέλη ή ψηφοφόρους του PD πρόκειται για «συμμαχία με το διάβολο». Και όπως φαίνεται, πολλοί από αυτούς δεν είναι πρόθυμοι να συμμαχήσουν «ακόμα και με το διάβολο». Καίνε τις κάρτες μέλους δημοσίως.
Σε αυτό το σκηνικό και μέσα σε σχόλια στελεχών για «προδοσίες», «χυδαιότητες», «απώλεια αξιοπιστίας», ακόμα και για «δομική κατάρρευση», το πόσο βαθιά θα φτάσει η κρίση στο PD είναι άγνωστο.
Στις «από τα αριστερά» απώλειες, προστίθεται η κατάρρευση του πολιτικού σχεδίου της κεντροαριστεράς. Το «Αριστερά και Ελευθερία» του Νίκι Βέντολα προτίμησε να στηρίξει τον υποψήφιο του Κινήματος 5 Αστέρων στις ψηφοφορίες και μάλλον εκτιμάει ότι η συμμαχία με το PD ήταν ένα ολέθριο λάθος.

Η νέα κυβέρνηση
Το παρελθόν και το παρόν διάφορων υπουργών, ιδίως των «τεχνοκρατών», δίνει το στίγμα της νέας κυβέρνησης. Η πιο καθαρή περίπτωση είναι ο νέος υπουργός Οικονομικών, Μάριο Σακομάνι. Διευθυντής της Τράπεζας της Ιταλίας, από τους αρχιτέκτονες της Συνθήκης του Μάαστριχτ, πρώην υπάλληλος του ΔΝΤ, τόσο στενά δεμένος με τον Μάριο Ντράγκι, που θεωρείται ήδη «ο άνθρωπος της ΕΚΤ στη Ρώμη».
Σε επίπεδο δηλώσεων, ακούσαμε μεγάλα λόγια για «ευρωπαϊκό προσανατολισμό, αλλά με χαλάρωση της λιτότητας, αναπτυξιακές πολιτικές, διαπραγμάτευση με το Βερολίνο». Τα ακούσαμε και από τον Ολάντ και από τον Σαμαρά στο παρελθόν.
Οι όποιες πιθανές διαφοροποιήσεις προκύψουν, θα αφορούν τη σχέση Ρώμης-Βερολίνου και τις προτεραιότητες των Ιταλών καπιταλιστών, όχι κάποια βελτίωση για τους «από κάτω». Οι ιδιωτικοποιήσεις και οι μεταρρυθμίσεις, που κάνουν το κεφάλαιο πιο επιθετικό και την εργασία πιο επισφαλή (χωρίς να αποτελούν «λιτότητα», για να έχουμε στο μυαλό μας τι εννοούν συνήθως οι αστοί πολιτικοί και οικονομολόγοι, όταν λένε «όχι άλλη λιτότητα, μέτρα ανάπτυξης»), παραμένουν στο πρόγραμμα.

«Δικτατορία της αστικής τάξης»
Ο καθηγητής Αλμπέρτο Τοσκάνο, με άρθρο του στον «Γκάρντιαν», κάνει την πιο εύστοχη περιγραφή αυτού του συνασπισμού δεξιών, κεντρώων, κεντροαριστερών και τεχνοκρατών: «Δικτατορία της αστικής τάξης. Μια κυβέρνηση χωρίς λαϊκή εντολή, με σκοπό να κυβερνήσει για ένα περιορισμένο, αν και απροσδιόριστο διάστημα, και με βασικό καθήκον να εκκινήσει μια οικονομική ανάκαμψη, όχι με κριτήριο τις κοινωνικές ανάγκες, αλλά την “ανάπτυξη”: κερδοφορία και εκμετάλλευση».
Σε αυτό το φόντο, είναι ευσεβείς πόθοι οι εκτιμήσεις ότι «το κίνημα του Γκρίλο εξάντλησε τη δυναμική του». Ο Γκρίλο είναι πολύ πιθανό να καταρρεύσει όσο θεαματικά εκτοξεύτηκε, αλλά αυτό θα γίνει χάρη στις δικές του αντιφάσεις. Προς το παρόν, έχει τη νέα πολυκομματική κυβέρνηση όχι να τον ανακόπτει, αλλά μάλλον να «δουλεύει» προς όφελός του.
Ο σχηματισμός της νέας κυβέρνησης απέδειξε ότι η πολιτική ελίτ της Ιταλίας είναι τόσο κυνική, όσο υποστήριζε ο Γκρίλο πως είναι. Ενώ διεξαγόταν η «καμαρίλα» για το σχηματισμό κυβέρνησης, ο Γκρίλο κατήγγειλε «μικρό πραξικόπημα» και κάλεσε τους οπαδούς του στους δρόμους. Ενώ το PD εγκατέλειπε ακόμα και την τελευταία του «κόκκινη γραμμή», τον αντιμπερλουσκονισμό, ο Γκρίλο κατήγγειλε ότι με τους συμβιβασμούς «θα σωθεί ο Μπερλουσκόνι».
Με όσα συμβαίνουν στην Ιταλία, ας μην αναρωτιέται κανείς «γιατί ενισχύεται ο Γκρίλο».
Την ώρα της ορκωμοσίας, ένας άντρας άνοιξε πυρ έξω από την πρωθυπουργική έδρα. Είναι ένα μόνο δείγμα της εξατομικευμένης οργής που κυριαρχεί στην Ιταλία. Με αυτή την οργή θα έχει να αναμετρηθεί η νέα κυβέρνηση.
Αλλά για να γίνει αυτή η οργή πραγματικά επικίνδυνη για τον ιταλικό καπιταλισμό, θα πρέπει να «κοινωνικοποιηθεί» σε κινήματα αντίστασης και να πολιτικοποιηθεί με στροφή προς τα αριστερά. Οι ευθύνες και τα καθήκοντα των συνδικάτων και της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι τεράστια.

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία