Μετά την Κομμούνα: Στρατηγικές επεξεργασίες και αντιπαραθέσεις

Στάθης Κουβελάκης
Ημερ.Δημοσίευσης

Το κείμενο είναι τμήμα μιας ευρύτερης εργασίας του Στάθη Κουβελάκη για βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα στη Γαλλία με τίτλο «Sur la Commune de Paris, Textes et controverses, précédé de Événement et stratégie révolutionnaire». Τη μετάφραση του συγκεκριμένου αποσπάσματος έκανε από το γαλλικό πρωτότυπο η Μάνια Μπαρσέφσκι. 

Κομμούνα Ταρντί

Το Νοέμβριο του 1870, ο Γκιστάβ Λεφρανσέ, γνωστή ήδη φυσιογνωμία των σοσιαλιστικών κύκλων της πρωτεύουσας, φυλακίστηκε στην Κονσιερζερί για τη συμμετοχή του στην  εξέγερση της 31ης Οκτωβρίου, την πρώτη (παρισινή) προσπάθεια κήρυξης της Κομμούνας μετά την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας. Συνέταξε εκεί μία μπροσούρα για να υποστηρίξει μπροστά στους παριζιάνους τις θέσεις του, κυρίως προς «όσους πιστεύουν ότι τα συμφέροντά τους διακυβεύονται κατά την  κοινωνική επανάσταση, την οποία προετοιμάζει αναγκαστικά η σημερινή κρίση».[1]

Αφού εξηγεί υπομονετικά τους δημοκρατικούς και κοινωνικούς στόχους που εμψύχωσαν τους συμμετέχοντες σε εκείνη την εξέγερση, απευθύνει τα εξής λόγια στην μπουρζουαζία, η οποία τείνει προς τη δημοκρατία, αλλά φοβάται τον σοσιαλισμό: «Σε τι, επαναλαμβάνω, αυτές οι παραχωρήσεις που κερδήθηκαν από τους εργαζόμενους, μπορούν να βλάψουν τα άμεσα συμφέροντά σας και δεν βλέπετε, αντίθετα, ότι αν πάψει ο ανταγωνισμός, θα απομακρύνονταν, έτσι, οι πιθανότητες εμφυλίου πολέμου, που σας ανησυχούν και σας φοβίζουν αποκλειστικά;».[2]

Μακράν του να είναι ασυνήθιστες, οι απόψεις αυτές, που εμπεριέχουν ασφαλώς ένα στοιχείο τακτικής, ήταν ο κανόνας στις γραμμές του γαλλικού εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος της εποχής (με  μοναδική εξαίρεση τους μπλανκιστές). Απηχούσαν μια βαθιά ριζωμένη πεποίθηση για τη δυνατότητα επίτευξης ενός ριζοσπαστικού κοινωνικού μετασχηματισμού, χωρίς απαλλοτριωτική βία, και την κατάληξη, διαμέσου της γενίκευσης της αρχής του συνεταιρίζεσθαι και της αλληλέγγυας ισότητας, σε μια αρμονία συμφερόντων στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού καθεστώτος, με σεβασμό προς την λαϊκή κυριαρχία. Βεβαίως, είχε υπάρξει η τρομερή ρήξη του Ιουνίου του 1848, αλλά αυτή είχε μείνει περιορισμένη στο Παρίσι, και δεν είχε γίνει κατανοητή από πολλούς η πραγματική σημασία της.

Στο μεταξύ, η κοινή αντίσταση στο βοναπαρτισμό είχε επιτρέψει την ανασυγκρότηση ενός «δημοκρατικού στρατοπέδου», ασφαλώς ετερογενούς, ιδίως στα κοινωνικά ζητήματα, αλλά του οποίου οι αντιθέσεις δεν ήταν διόλου ευδιάκριτες ως ασυμφιλίωτα ανταγωνιστικές. Την ταλισμανική αναφορά στη «Δημοκρατία» συμμεριζόταν ένα φάσμα που άρχιζε από τους τρεις Ζιλ της αστικής πτέρυγας (Φαβρ, Φερί, Σιμόν) και έφθανε ως τους Γιακωβίνους του Ντελεσκλούζ, τους ριζοσπάστες του Γαμβέτα και τους σοσιαλιστές της Διεθνούς. Είχε μια επαναστατική σημασία, που αντανακλούσε μάλιστα την αστική (και πολύ μετριοπαθώς δημοκρατική) κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας, η οποία δεν είχε άλλη νομιμοποίηση πέρα από το ότι επιβλήθηκε από το κίνημα του παρισινού πλήθους, το οποίο αντιδρούσε στην καταστροφή του Σεντάν.


Όλα αυτά κατέρρευσαν στη διάρκεια της άνοιξης του 1871 και βούλιαξαν οριστικά μέσα στους λάκκους των πτωμάτων της Ματωμένης Εβδομάδας, την κόλαση του Σατορί και των γεφυριών, τις εξορίες και τα μακρά χρόνια των προγραφών. Αλλά όχι χωρίς λύπη, μερικές φορές. Διαβάζουμε, παραδείγματος χάριν, αυτές τις γραμμές του Μπενουά Μαλόν, ενός  στελέχους της Διεθνούς και πρωταγωνιστή της Κομμούνας, που γράφτηκαν μόλις λίγους μήνες μετά την τρομερή κατάληξη: 


«Ίσως υπάρχει ακόμα χρόνος για να επανέλθει η μπουρζουαζία στην πρόοδο. Να αναγνωρίσει ότι, μέσα στην σημερινή κατάσταση των ανθρώπινων πραγμάτων, η χειραφέτηση του προλεταριάτου είναι ένα επερχόμενο και αναπόφευκτο κοινωνικό γεγονός. Να διαχωριστεί άμεσα από την οικονομική φεουδαρχία από την οποία υποφέρει όσο κι εμείς. Να μην αναγνωρίσει ως νόμιμη καμία άλλη πηγή ιδιοκτησίας πέρα από την εργασία (...). Ας το κάνει αυτό και θα της συγχωρήσουμε αυτές τις τρεις σφαγές προλετάριων μέσα στα 39 χρόνια,3 τις παλινωδίες της, τις απάτες της, και δεν θα αρνηθούμε να διαπραγματευτούμε μαζί της. Θα χαρούμε να μην κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας έναν πόλεμο εκδίκησης και συνέχισης διεκδικήσεων». 


Εντούτοις, επανέρχεται αμέσως: 


«όμως αυτά δεν είναι παρά ένα απραγματοποίητο όνειρο. Η μπουρζουαζία, όλο και πιο κτηνώδης, δεν θα έχει ποτέ άλλη απάντηση στις διεκδικήσεις μας παρά την σφαγή (…). Αφού δεν θέλει να μας δεχθεί αδελφικά στην ανθρώπινη πολιτεία, θα μπούμε από τις ρωγμές, ακολουθούμενοι από όλους τους καταπιεσμένους, όλους τους εκμεταλλευόμενους, όλους όσοι υποφέρουν».[4]


Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται εδώ για τα λόγια ενός αγωνιστή λίγο συναισθηματικού και με συμφιλιωτικές τάσεις. Όμως και ο Γκιστάβ Λεφρανσέ, ο οποίος δεν συνήθιζε να μασάει τα λόγια του, δεν λέει κάτι άλλο. Διαβλέποντας, όπως και ο Μαλόν, ένα μέλλον γεμάτο από μάχες και συγκρούσεις, αναζητά ως ανοιχτή μιαν εναλλακτική: 


«Θα μπορούσε πράγματι να υπάρξει ένας τρόπος αποφυγής αυτών των σκοτεινών προβλέψεων (…). Αυτό θα γινόταν αν η μπουρζουαζία, πεισμένη εν τέλει από όλα αυτά, εγκαταλείποντας κάθε διεκδίκηση να κυριαρχήσει, πολιτικά και οικονομικά, συναινούσε να συμφωνήσει  με το προλεταριάτο για να τεθούν οι βάσεις ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου, που θα επιχειρούσε να καταστήσει τα συμφέροντα αλληλέγγυα και όχι πλέον ανταγωνιστικά». 


Διερωτάται ακόμα πριν αποφασίσει να εγκαταλείψει την ιδέα: 


«Η συμφωνία μπορεί ακόμα να επιχειρηθεί ξανά; Θα θέλαμε να το πιστέψουμε, αλλά αμφιβάλλουμε πολύ. Φοβούμαστε ότι ξετρελαμένη από τον τρόμο και τον εγωισμό, η μπουρζουαζία θα συνεχίσει να μεγαλώνει το ποτάμι του αίματος που την χωρίζει από τους προλετάριους (…)».[5] 


Αυτός ο κάπως εξαναγκαστικός, αποχαιρετισμός, υποδηλώνει την αναγνώριση της εγκατάλειψης μιας ορισμένης αντίληψης για την χειραφέτηση, ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτει μιαν αδυναμία κατανόησης των αιτίων της, που αποδίδονται ουσιαστικά σε παράγοντες ηθικής τάξεως: την «κτηνωδία» και τον «εγωισμό» της μπουρζουαζίας. Χαρακτηρίζει επίσης -και για τους ίδιους λόγους- «τον διαχωρισμό της δημοκρατίας από την επανάσταση»,[6] καθώς η Τρομερή Χρονιά έκλεισε έναν ιστορικό κύκλο του εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος. 


Αλλά παρότι η Κομμούνα αποτελεί ένα τέλος, είναι επίσης και μια νέα αρχή, που ξαναμοιράζει τα χαρτιά και μετατοπίζει τις διαχωριστικές γραμμές, ανάλογα με τις στάσεις που υιοθετήθηκαν απέναντι σε αυτή την εμπειρία, η οποία ήταν τόσο πρωτότυπη όσο και πολωτική. Αυτό ισχύει σε παγκόσμιο επίπεδο: στο πλαίσιο της ίδιας της Διεθνούς, οι Βρετανοί συνδικαλιστές (Odger, Lucraft), η κυρίαρχη συνιστώσα μεταξύ των ιδρυτικών της δυνάμεων, διασπώνται επισπεύδοντας τη διάλυση της οργάνωσης. Ο Μαντσίνι καταδικάζει τους εξεγερμένους παριζιάνους, προκαλώντας την οργή του Μπακούνιν και του Μαρξ, αλλά ο Γκαριμπάλντι τους υποστηρίζει. Στη Γαλλία, οι περισσότεροι από τους δημοκράτες και σοσιαλιστές της γενιάς του «σαράντα-οκτώ» είναι εχθρικοί (όπως ο Λουί Μπλαν και ο Σελσέρ), ή ουδέτεροι (Λεντρί-Ρολέν), και μάλιστα ορισμένοι από τις νεότερες γενιές μεταπηδούν προς την πλευρά του καθεστώτος (όπως ο Τολέν ή ο Ουλρίκ ντε Φονβιέλ). 


Συγγραφείς, συμπεριλαμβανόμενων καλών δημοκρατικών όπως ο Ζολά και η Ζορζ Σαντ, αφήνουν να ξεσπάσει το μίσος τους για τους «βάρβαρους» και τους «απόβλητους». Τον Σεπτέμβρη του 1871, η Αντρέ Λεό, επιχειρώντας να υπερασπιστεί την Κομμούνα στο συνέδριο της Ένωσης για την Ειρήνη και την Ελευθερία, που συσπειρώνει μια σημαντική πτέρυγα Ευρωπαίων δημοκρατών και ειρηνιστών, δέχεται τις βίαιες επικρίσεις των συνέδρων και δεν μπορεί να συνεχίσει την παρέμβασή της. Η εφημερίδα του Λεόν Ρισέ, «Το μέλλον των γυναικών», ιστορικό όργανο του γαλλικού φεμινισμού, με την οποία είχε συνεργαστεί η Λεό, παρότι υποστηρίζει την αμνηστία για τους προγραμμένους, καταδικάζει ωστόσο κατηγορηματικά την Κομμούνα και την «απερίσκεπτη» υποστήριξη της πρώην συνεργάτιδας της σε αυτήν.[7] Οι ιστορικοί δεν μπορούν παρά να διαπιστώσουν: η Κομμούνα είναι ένα σοκ που απελευθερώνει το μίσος των κυρίαρχων τάξεων και προκαλεί ένα ισχυρό κύμα διάσπασης ανάμεσα σε δυνάμεις που προηγουμένως δεν φαίνονταν καθόλου απόμακρες. 


Αλλά το αποτέλεσμα ήταν ανάλογο και μέσα στις γραμμές εκείνων που αναγνώρισαν τον εαυτό τους μέσα σε αυτήν την εμπειρία. Προτού όμως φθάσουμε σε αυτό που επρόκειτο να τους χωρίσει, χρειάζεται να σταματήσουμε για μια στιγμή στον κοινό παρονομαστή όλων  των επανατοποθετήσεων: την ανάγκη αναγνώρισης της αυτόνομης δράσης της εργατικής τάξης, τον αναγκαίο διαχωρισμό της από το «μαζί» με τον αστικό κόσμο, το «πνεύμα της διάσπασης», όπως θα το αποκαλέσει αργότερα ο Ζορζ Σορέλ. Για ορισμένους, ειδικότερα τους «μαρξιστές», όρος που εμφανίζεται εκείνα τα χρόνια, αυτό σημαίνει τον προσανατολισμό στο πολιτικό πεδίο, που και το ίδιο υφίσταται βαθιές αλλαγές, με την επέκταση του δικαιώματος της ψήφου, την υποχρεωτική εκπαίδευση, την ανάπτυξη του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών, με δυο λόγια με την είσοδο στην «εποχή των μαζών». Μέσα σε αυτή την προοπτική, η αυτονομία της τάξης μεταφράζεται πάνω από όλα, με τον προσανατολισμό προς την οικοδόμηση πραγματικών πολιτικών οργανώσεων, με δομή και συνοχή, οργανώσεων σταθερά ριζωμένων στις εργαζόμενες τάξεις, ικανών να δώσουν στο κίνημα την ηγεσία που έλλειψε στην Κομμούνα και να συγκρουστούν αποτελεσματικά με την εξουσία -συγκεντρωμένη και συγκεντρωτική- των κυρίαρχων τάξεων. Η κατάληψη της εξουσίας στο Κράτος θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση, αν και όχι επαρκής, για το μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων. Τα μέσα γι’ αυτό εξαρτώνται από τα εθνικά πλαίσια, αλλά περιλαμβάνουν, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν, την συμμετοχή στις εκλογές και τα κοινοβούλια.

Το Συνέδριο του Λονδίνου της Διεθνούς Ένωσης Εργατών (Σεπτέμβρης του 1871), επικυρώνει τις θέσεις του Μαρξ και του Ένγκελς, με τις οποίες -το γεγονός είναι χαρακτηριστικό- συντάσσεται το σύνολο σχεδόν των αντιπροσώπων από τη Γαλλία που συμμετείχαν στην Κομμούνα, υπερβαίνοντας προηγούμενες διαφορές τους (ο Βαγιάν ανήκε στην «πλειοψηφία», οι Λονγκέ και Σεραϊγέ στην μειοψηφία, ο Φρανκέλ ταλαντευόταν ανάμεσα στις δύο πλευρές).[8]

Εκεί ανακοινώνεται μια μείζονος σημασίας αναπροσαρμογή στη στρατηγική του Μαρξ και του Ένγκελς, σε δύο επίπεδα: Αφενός, εγκαταλείπεται το σχήμα της διαρθρωτικής σχέσης πόλεμος/επανάσταση που είχε υποστηριχθεί το 1848, όταν, στον απόηχο της γαλλικής επανάστασης, η προοπτική ενός ευρωπαϊκού, ακόμα και ενός παγκόσμιου, πολέμου είχε αντιμετωπιστεί ως αναγκαία για τη ριζοσπαστικοποίηση και την εδαφική επέκταση της επαναστατικής διαδικασίας προς όλες τις εμπλεκόμενες χώρες.[9] Ο γαλλο-πρωσσικός πόλεμος και η κατάληξη του, άλλαξαν ριζικά τα δεδομένα: Ο Ένγκελς, ιδιαίτερα, βλέπει σε αυτό το γεγονός το σπέρμα μιας νέας ευρωπαϊκής σύρραξης, η προοπτική της οποίας του προκαλεί αισθήματα τρόμου: Γιατί θα πρόκειται τότε, γράφει με εκπληκτική ακρίβεια στην Εισαγωγή του 1891 στον «Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία», για «έναν πόλεμο όπου τίποτα δεν θα είναι βέβαιο εκτός από την απόλυτη αβεβαιότητα της κατάληξης του, για έναν πόλεμο ανάμεσα σε φυλές, που θα παραδώσει όλη την Ευρώπη στις αγριότητες δεκαπέντε έως είκοσι εκατομμυρίων οπλισμένων ανδρών και ο οποίος, εάν δεν έχει ξεσπάσει ακόμα, αυτό οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι, ακόμα και το ισχυρότερο από τα μεγάλα στρατιωτικά κράτη, τρομοκρατείται μπροστά στην πλήρη αδυναμία πρόβλεψης του τελικού  αποτελέσματος του πολέμου».[10] Ο Ένγκελς δεν θα σταματήσει να επαναλαμβάνει, σε όλα τα χρόνια που ακολουθούν την Κομμούνα και μέχρι τον θάνατό του, ότι ένας νέος ευρωπαϊκός πόλεμος δεν μπορεί παρά να είναι αντεπαναστατικός. Από τότε, η αντιπολίτευση στον πόλεμο και στον μιλιταρισμό θα γίνουν βασικός άξονας του σοσιαλιστικού κινήματος και της νέας Διεθνούς που δημιουργείται το 1889.


Όχι λιγότερο σημαντική ήταν η αλλαγή γραμμής για τη στρατηγική κατάκτησης της εξουσίας, στην οποία καλούνται να προσχωρήσουν τα νέα εργατικά κόμματα. Εν τάχει, για τον Μαρξ και τον Ένγκελς, η Κομμούνα και η κατάληξή της σηματοδοτούν, για τις χώρες που διαθέτουν πραγματικούς κοινοβουλευτικούς θεσμούς και πλησιάζουν στις συνθήκες καθολικότητας του δικαιώματος της (ανδρικής) ψήφου, το τέλος της εποχής των οδοφραγμάτων και μια δυνατότητα σχηματισμού «σοσιαλιστικών κυβερνήσεων», όπως αναφέρει ο Μαρξ στην επιστολή προς τον Nieuwenhuis, το 1881. Στην επιστολή αυτή, αντιμετωπίζοντας μια πιθανή αντίρρηση του συνομιλητή του, χαρακτηρίζει την Κομμούνα ως «απλό ξεσηκωμό μιας πόλης μέσα σε εξαιρετικές συνθήκες».[11] Σε πολλές δημόσιες παρεμβάσεις και οδηγίες δια της αλληλογραφίας του, ο Μαρξ είναι απολύτως σαφής σχετικά με το γεγονός ότι, σε χώρες όπως η Αγγλία και η Ολλανδία, και στη συνέχεια η Γαλλία της 3ης σταθεροποιημένης Δημοκρατίας, «οι εργαζόμενοι μπορούν να φθάσουν στο στόχο τους με ειρηνικά μέσα», όπως θα υπογραμμίσει και στην ομιλία του στο κλείσιμο της Συνεδρίου της Χάγης τον Σεπτέμβριο του 1872, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι «στις περισσότερες χώρες της ηπείρου είναι η βία, που θα αποτελέσει τον κινητήριο μοχλό των επαναστάσεών μας».[12]

Στις πολιτικές εκτιμήσεις του προγράμματος του Γαλλικού Εργατικού Κόμματος, ένα κείμενο που ο Μαρξ συγγράφει μαζί με τον Ένγκελς, τον Γκεσντ και τον Λαφάργκ, τονίζει ότι «μια τέτοια οργάνωση (ένα διακριτό πολιτικό κόμμα) πρέπει να παρακολουθεί όλα τα μέσα που διαθέτει το προλεταριάτο, συμπεριλαμβανομένης της μετατροπής της καθολικότητας της ψήφου από εργαλείο εξαπάτησης όπως έχει υπάρξει έως τώρα, σε εργαλείο χειραφέτησης».[13] Αλλά αυτή η δυνατότητα ανόδου στην εξουσία μέσω του δρόμου των εκλογών, δεν σημαίνει καθόλου ότι ο κοινωνικός μετασχηματισμός θα γίνει χωρίς βία ή μόνο με κοινοβουλευτικά μέσα: διότι, όπως υπογραμμίζει ο Μαρξ το 1878, σχολιάζοντας τις αντιπαραθέσεις στο γερμανικό Ράιχσταγκ, σχετικά με τις μορφές δράσης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (που θεωρήθηκαν παραβατικές, ή εκτός «νομιμότητας»), «μια ιστορική εξέλιξη δεν μπορεί να παραμένει“ειρηνική”, παρά μόνον όσο αυτοί που κατέχουν την εξουσία μέσα στην κοινωνία, δεν της φράζουν τον δρόμο με βίαια εμπόδια». Εξηγεί λοιπόν ότι η προσφυγή στην βία είναι αναγκαία, αλλά θα είναι οι αντεπαναστατικές δυνάμεις που θα έχουν παραβιάσει τη νομιμότητα και, «όπως στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο και στην γαλλική επανάσταση, θα τσακιστούν με την βία, αντιμετωπιζόμενοι ως στασιαστές ενάντια στην “νόμιμη” βία». Σε μια τέτοια περίπτωση, μια σοσιαλιστική κυβέρνηση δεν θα μπορεί παρά «να επιδιώξει να τσακίσει δια της βίας μια εξέλιξη που της είναι δυσάρεστη, αλλά νομικά απρόσβλητη».[14] Εξ’ αυτού και η επαναλαμβανόμενη χρήση του όρου «εξέγερση των υποστηρικτών της σκλαβιάς», που χρησιμοποιείται στον Εμφύλιο Πόλεμο για να χαρακτηρίσει το στρατόπεδο των Βερσαλλιών, κατά τρόπο μάλλον μεταφορικό, αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι η Εθνοσυνέλευση είναι εκείνη που εκπροσωπεί τότε τη νόμιμη εξουσία που έχει προκύψει από τις κάλπες.

Ο Ένγκελς θα συστηματοποιήσει αυτές τις θέσεις στα ύστερα κείμενά του,[15] ιδιαίτερα στην Εισαγωγή του 1895 στην «Πάλη των Τάξεων στη Γαλλία», ένα κείμενο που η ηγεσία της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας φρόντισε να εκκαθαρίσει από τα κεφάλαια που ενοχλούσαν την λεγκαλιστική σύνεση της στρατηγικής της. Σε αυτό το γραπτό, που αποτελεί την πολιτική του διαθήκη, ο Ένγκελς επισημαίνει με πανουργία ότι «η ειρωνεία της ανθρώπινης ιστορίας τα φέρνει όλα άνω-κάτω. Εμείς, οι “επαναστάτες”, οι “ανατρεπτικοί”, θα προοδεύσουμε πολύ καλύτερα με ειρηνικά μέσα, παρά με μέσα παράνομα και ανατρεπτικά. (…) Εάν δεν είμαστε αρκετά ανόητοι ώστε να αφήσουμε να οδηγηθούμε στη μάχη του δρόμου για να τους δώσουμε ευχαρίστηση, δεν θα τους μείνει τελικά τίποτα άλλο να κάνουν, παρά να τσακίσουν οι ίδιοι αυτήν την νομιμότητα, που μπορεί να γίνει γι αυτούς μοιραία».[16]  Προσθέτει ωστόσο, σε ένα από τα κεφάλαια που λογοκρίθηκαν από το Parteivorstand [σσ: κομματική ηγεσία] του SPD, σε μια άμεση αναφορά στην ιστορία της γαλλικής επανάστασης, και ιδιαίτερα στο τμήμα που προηγείται της Κομμούνας: 


«Αυτό σημαίνει ότι οι μάχες στον δρόμο δεν θα παίξουν πια κανέναν ρόλο; Καθόλου. Αυτό σημαίνει απλώς ότι οι συνθήκες μετά από το 1848, έχουν γίνει λιγότερο ευνοϊκές για τους μαχητές της πόλης και πολύ πιο ευνοϊκές για τα στρατεύματα. Μια μάχη στον δρόμο δεν μπορεί λοιπόν στο μέλλον να νικήσει, παρά μόνο αν αυτή η μειονεκτική κατάσταση αντισταθμιστεί από άλλους παράγοντες. Έτσι θα εμφανίζεται στο μέλλον πιο σπάνια στην αρχή μιας μεγάλης επανάστασης, παρά στη διάρκεια της εξέλιξης της. Και θα πρέπει, τότε, να την υλοποιήσουμε με μεγαλύτερες δυνάμεις; Αλλά τότε αυτές, όπως στην περίπτωση της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης, στις 4 Σεπτεμβρίου και στις 31 Οκτωβρίου 1870 στο Παρίσι, θα προτιμήσουν χωρίς αμφιβολία την ανοιχτή επίθεση από την παθητική τακτική των οδοφραγμάτων».[17] 


Μακράν του να κηρύττει έναν λεγκαλισμό από άποψη αρχής, ο Ένγκελς παρουσιάζει, λοιπόν, μιαν ευέλικτη επαναστατική στρατηγική, που συνδυάζει πολλούς τρόπους δράσης, καθοδηγούμενος πάντα από μια πολιτική εκτίμηση του συνολικού συσχετισμού δυνάμεων, και όχι από μια φετιχιστική πρόσδεση στην μία ή στην άλλη τακτική, ή σε μια μυθοποιημένη οπτική για την κατάληψη της εξουσίας. 


Οι δρόμοι δεν θα μπορούσαν λοιπόν παρά να αποκλίνουν με εκείνους, που πίστευαν ότι αντίθετα, θα έπρεπε να διακοπεί κάθε σχέση με το παγιδευμένο πεδίο της πολιτικής. Για τους «αναρχικούς» και τους «αντι-εξουσιαστές» σοσιαλιστές, όπως επονομάστηκαν εκείνη την εποχή, η πολιτική και εκλογική μάχη δεν είναι άλλο παρά εξωνημένος κοινοβουλευτισμός, παρά ρητορικοί αγώνες μεταξύ επαγγελματιών της εκπροσώπησης που περνούν τον καιρό τους εξαπατώντας τις μάζες. Δεν οφείλουμε λοιπόν να μπούμε σε αυτό το παιχνίδι, αλλά να επιτεθούμε από έξω στο Κράτος, που αποτελεί τον στυλοβάτη της καταπίεσης και παντοτινό εχθρό της ατομικής χειραφέτησης. Η Κομμούνα επικρίνεται επειδή μιμήθηκε τις πρακτικές των κυβερνήσεων και των κοινοβουλίων και εμπόδισε έτσι την επαναστατική δραστηριότητα των μαζών.[18] Ο στόχος δεν πρέπει να είναι η κατάληψη της εξουσίας αλλά η διάλυσή της, και για να γίνει αυτό χρειάζεται η άμεση διερεύνηση νέων πρακτικών, που θα προεικονίζουν συγκεκριμένα την κατάργησή της. Για κάποιους, είναι ο επαναστατικός συνδικαλισμός, έξω από τους θεσμούς του αστικού κράτους, ο οποίος στοχεύει στο να το αντικαταστήσει αναλαμβάνοντας τον έλεγχο του οικονομικού μηχανισμού διαμέσου μιας νικηφόρας «γενικής απεργίας». Για άλλους, είναι η συσπείρωση σε μικρές ομάδες που θα συνδέονται με ευέλικτο και μη ιεραρχικό τρόπο, υλοποιώντας έτσι άμεσα το ιδανικό αυτονομίας και της κατάργησης των σχέσεων εξουσίας, και/ή επιδιδόμενοι στην «έμπρακτη» προπαγάνδα. Η επανάσταση θεωρείται έτσι, ουσιαστικά σαν ένα ζήτημα θέλησης και αλλαγής συνειδήσεων, που προετοιμάζεται με τον πολλαπλασιασμό των χώρων αντίθεσης στην εξουσία, ή αντι-εξουσίας. 


Ο Μαρξ και ο Ένγκελς θα διακρίνουν σε αυτό, μία μέθοδο που στηρίζεται κυρίως στην άρνηση και προτίθεται να λύσει τις αντιφάσεις της επαναστατικής δράσης με ένα είδος διανοητικών διαταγμάτων. Κατά την σύγκρουσή τους με τον Μπακούνιν και τους οπαδούς του, αναδύονται και επιβεβαιώνονται οι διαχωριστικές γραμμές, που επανεμφανίζονται έκτοτε κυκλικά στο πλαίσιο των κοινωνικών κινημάτων και των δυνάμεων που αμφισβητούν τον καπιταλισμό.[19] Για τους ιδρυτές του ιστορικού υλισμού, η άρνηση μιας δομημένης (και δημοκρατικής) οργάνωσης, οδηγεί στην εγκαθίδρυση άτυπων δικτύων, οιονεί «αόρατων εκκλησιών», κυριαρχούμενων συνήθως από χαρισματικές προσωπικότητες, οι οποίες λειτουργούν χωρίς να αναλαμβάνουν την ευθύνη, ούτε να λογοδοτούν για τις πράξεις τους. Χωρίς να απελευθερώνει την ενέργεια των εκμεταλλευόμενων τάξεων και να τις προφυλάσσει από την κυρίαρχη ιδεολογία, η αποχή από τον πολιτικό αγώνα δεν κάνει άλλο από το να αφήνει ελεύθερο το πεδίο στην αστική πολιτική και να αναπαράγει την υποτελή θέση των εκμεταλλευόμενων τάξεων. Για να έχει νικηφόρα κατάληξη, μια επαναστατική διαδικασία χρειάζεται έναν προσανατολισμό και μια ηγεσία που να τον υλοποιεί, ενώ αυτοί οι παράγοντες δεν μπορούν να αναπτυχθούν χωρίς την ύπαρξη δομημένων σχέσεων ιεραρχίας, που πρέπει να είναι δημοκρατικά ρυθμιζόμενες. Τα μέσα δεν μπορούν να είναι μια απλή προ-απεικόνιση των στόχων, γιατί οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους καταναγκασμούς που τίθενται από τις υπάρχουσες σχέσεις κυριαρχίας.

Χρειάζεται να επισημανθεί ωστόσο, ότι, παρόλο που η προσφυγή στη βία παίρνει μια σημαντική θέση στο ρεπερτόριο δράσης των περισσότερων αναρχικών ρευμάτων, καθώς η ανάμνηση της Ματωμένης Βδομάδας, την οποία συντηρεί η καταστολή  πάνω στα κοινωνικά κινήματα κατά την ΙΙΙ Δημοκρατία, βαραίνει έντονα στα κίνητρα των δραστών, πρόκειται μάλλον για πράξεις συμβολικές, συχνά ατομικές ή μικρής κλίμακας, που έχουν ως στόχο να παρακινήσουν σε δράση, ή πραγματοποιούνται στο περιθώριο μαζικών κινητοποιήσεων (διαδηλώσεις, απεργίες κλπ), παρά για προσπάθειες ένοπλης εξέγερσης, όπως εκείνες που σημάδεψαν τα χρόνια του 1830 και 1840.[20]

Μπορούμε να πούμε το ίδιο, για τον «εξεγερσιακό» λόγο των μπλανκιστών (που συνδύαζε έναν σεχταριστικό μαξιμαλισμό και έναν αντικληρικισμό, τόσο εμμονικό όσο και αφαιρετικό) κατά τη διάρκεια των χρόνων του 1870 και 1880, ο οποίος προκάλεσε τα σαρκαστικά σχόλια του Ένγκελς. Στην πραγματικότητα, μετά την επιστροφή τους από την εξορία, τα πιο δυναμικά τμήματα των μπλανκιστών, που συσπειρώνονται γύρω από τον Εντουάρ Βαγιάν, εντάχθηκαν γρήγορα στην πολιτική και εκλογική δράση, επιτυγχάνοντας μερικές φορές σημαντικά αποτελέσματα.[21] Ο Ένγκελς δεν μιλάει, λοιπόν, μόνο για τον εαυτό του όταν γράφει, στο κείμενο της πολιτικής διαθήκης του: «η εξέγερση με τον παλιό τρόπο, η μάχη στα οδοφράγματα που επικρατούσε μέχρι το 1848, έχει παντού ξεπεραστεί».[22] Χωρίς αυτό να σημαίνει, όπως είδαμε, μια άρνηση από άποψη αρχής απέναντι στην επαναστατική βία, ή την ιδέα ότι όλα θα μπορούσαν να επιτευχθούν με κοινοβουλευτικά μέσα. 


Παρότι οι δρόμοι διαχωρίστηκαν ανεπιστρεπτί, μετά την οριστική διάσπαση της Διεθνούς κατά το συνέδριο της Χάγης (Σεπτέμβρης 1872), όλα τα ρεύματα που αναφέρονται σε μια αντικαπιταλιστική επανάσταση συμφωνούσαν, ωστόσο, σε ένα σημείο: έπρεπε επιτέλους να τελειώσουν οι δισταγμοί και οι αυταπάτες που περιόρισαν τη δράση των  Κομμουνάρων. Από τις αρχές του Απρίλη, ο Μαρξ, στην επιστολή του προς τον Λήμπνεχτ, επαναλαμβάνει, υιοθετώντας, τις προτάσεις που διατύπωναν μάταια οι μπλανκιστές, μέσα στα γεγονότα της 18ης Μαρτίου: Η άμεση προέλαση προς τις Βερσαλλίες, ήταν η μόνη λύση για να πάρουν το πάνω χέρι. Επιδεικνύοντας μια «υπερβολική εντιμότητα», παγιδευμένη στην αυταπάτη ενός fair-play μεταξύ δημοκρατικών, η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς δεν θέλησε να «εξαπολύσει έναν εμφύλιο πόλεμο», ξεχνώντας ότι αυτός είχε ήδη κηρυχθεί από τον Θιέρσο και τις Βερσαλλίες, και έχασε έτσι πολύτιμο χρόνο, από τον οποίο επωφελήθηκε σημαντικά ο αντίπαλος.

Ο Ένγκελς θα υποστηρίξει το ίδιο πράγμα, στην παρέμβαση του της 11ης Απριλίου στο Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς. Στον «Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία», όπως είδαμε, η εμμονή σε μια καθαρά αμυντική στάση των ομοσπονδιακών [στμ: ως “federes” ήταν γνωστοί οι Εθνοφρουροί] ηγετών επικρίθηκε έντονα. Ο Μαρξ, στην επιστολή του 1881 προς τον Nieuwenhuis, και ο Ένγκελς, στην Εισαγωγή του 1891 στον «Εμφύλιο Πόλεμο», επαναλαμβάνουν από την πλευρά τους μια κριτική, που είχε στο μεταξύ αναπτυχθεί σχεδόν ομόφωνα από τους παλιούς Κομμουνάρους:[23] Η μη κατάσχεση των αποθεματικών της Τράπεζας της Γαλλίας, έστω και ως όπλο για διαπραγματεύσεις, ήταν ένα μοιραίο λάθος. Κατά έναν γενικό τρόπο, η έλλειψη επαναστατικής αποφασιστικότητας της Κομμούνας, ήταν το σημείο σύγκλισης όλης της κριτικής. Αμέσως μετά την επιστροφή της από την εξορία, η Λουίζ Μισέλ το αναδεικνύει, με σκληρά λόγια, κατά την πρώτη της ομιλία στο Παρίσι: «ήμασταν γενναιόδωροι, δεν θα είμαστε πια. Μας ξεριζώσατε την καρδιά, τόσο το καλύτερο. Θα είμαστε ανελέητοι!».[24] Πιθανότατα, ο Λένιν δεν θα το έλεγε καλύτερα! 


Υπάρχει όμως και ένας άλλος τρόπος για να ανιχνεύσουμε τα όσα έγιναν μετά την Κομμούνα, ακολουθώντας έναν πιο βασανιστικό και μερικές φορές υπόγειο δρόμο, ακολουθώντας διαδρομές που άνοιξαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, στα χρόνια που ακολούθησαν την παρισινή επανάσταση. Κατά την διάσκεψη της Διεθνούς στο Λονδίνο, ο Μαρξ, αναφερόμενος στο ρόλο των γυναικών στη διάρκεια της Κομμούνας, πρότεινε την ίδρυση γυναικείων τμημάτων της Διεθνούς.[25] Υπενθυμίζουμε ότι αυτό ήταν που είχε επιχειρήσει η Ένωση Γυναικών της Ντμίτριεφ και της Λεμέλ μέσα στο εξεγερμένο Παρίσι, προτείνοντας μια ομοσπονδία των συνδεδεμένων με τη Διεθνή γυναικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Αν και αυτό το προγραμματικό βήμα προς τα εμπρός, μπορεί να μοιάζει πολύ ταπεινό, δεν παύει να εκφράζει μια σημαντική εξέλιξη μέσα σε μια οργάνωση, η οποία, πέντε μόλις χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια του συνεδρίου της στη Γενεύη, είχε εγκρίνει κατά πλειοψηφία τις θέσεις των προυντονιστών που καταδίκαζαν τη γυναικεία εργασία και δεν είχε συμπεριλάβει στο Γενικό της Συμβούλιο παρά μία μόνο γυναίκα (την Χάριετ Λόου).[26]

Όμως η πρόταση του Μαρξ δεν είχε κάποιο αποτέλεσμα και δεν φαίνεται να άφησε ίχνη. Παρόλα αυτά, κάτι θα αλλάξει στη σχέση του εργατικού κινήματος με το ζήτημα της χειραφέτησης των γυναικών στα χρόνια που ακολούθησαν την Κομμούνα. Στο διεθνές επίπεδο, ισχυρές γυναικείες σοσιαλιστικές οργανώσεις αναδύονται στη Γερμανία, εμπνεόμενες από την τεράστια επιτυχία του έργου του Αύγουστου Μπέμπελ «Η γυναίκα και ο σοσιαλισμός» (1879). Στη Γαλλία, η ακάματη δραστηριότητα παλιών πρωταγωνιστριών της Κομμούνας, όπως η Πώλα Μινκ και η Λουίζ Μισέλ, αλλά επίσης και σοσιαλιστριών φεμινιστριών, όπως η Αλίν Βαλέττ και η Λεονί Ρουζάρντ, επιβάλλουν το ζήτημα της γυναικείας απελευθέρωσης  μέσα στις εργατικές οργανώσεις που δημιουργούνται σε εκείνη την περίοδο.

Στο θεωρητικό επίπεδο, πρέπει να στραφούμε στον Ένγκελς για να βρούμε μία μείζονα συμβολή. Στην «Καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του Κράτους» (1884), στηριζόμενος στις εργασίες των πιο προωθημένων ανθρωπολόγων της εποχής του, ανατρέχει μέχρι τις ρίζες της «μεγάλης ιστορικής ήττας του γυναικείου φύλου», η οποία καταλήγει στη «σύγχρονη συζυγική οικογένεια, που στηρίζεται στην οικιακή σκλαβιά, φανερή ή συγκαλυμμένη, της γυναίκας».[27]

 
Ο ίδιος ο τίτλος του έργου του Ένγκελς μάς καλεί σε μια κατάδυση προς τα ανθρωπολογικά θεμέλια των ταξικών κοινωνιών, συνδέοντας την ανάδυση του Κράτους με τις δύο μεγάλες σφαίρες όπου συγκροτούνται σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας, την οικογένεια και τα μέσα οικειοποίησης της κοινωνικής υπερεργασίας. Το ενδιαφέρον του Ένγκελς για τα ζητήματα αυτά δεν είναι μόνο, ούτε καν κατεξοχήν, ανθρωπολογικό. Η πρωταρχική του έγνοια έγκειται στην κατανόηση των μορφών κοινωνικής οργάνωσης του παρελθόντος, που ξεφεύγουν, εν μέρει τουλάχιστον, από τις ταξικές σχέσεις και την κυριαρχία του φύλου. Δίνει έτσι ιδιαίτερη προσοχή στις «αρχαϊκές» κοινοτικές μορφές, εκείνες των Ιροκέζων, των αρχαίων Γερμανών, ή των γερμανικών κοινοτήτων του πρώιμου Μεσαίωνα. Στόχος του δεν είναι να αντιστρέψει την ιστορία, να επανέλθει στην «πρωτόγονη κοινότητα», ή να αναγάγει την παρισινή Κομμούνα σε μια εξέγερση αρχαϊκού τύπου, αλλά να εξερευνήσει αυτό το μεγάλο έδαφος αταξικών κοινωνιών, όπου διακρίνονται τηλεσκοπικά οι διαχρονικότητες. Η διαχρονική ανάλυση επιτρέπει να καταδειχθεί ότι υπήρξαν πράγματι άλλες μορφές ανθρώπινης οργάνωσης και ότι κατά συνέπεια, είναι ιστορικά δυνατές.

Ο Ένγκελς μας καλεί να ξεφύγουμε από γραμμικές αντιλήψεις για την πρόοδο και να σκεφτούμε, με έναν οίστρο που παραπέμπει στον Ρουσώ, για την έκταση της απώλειας που σήμαινε για την ανθρωπότητα η μη αντιστρέψιμη εξαφάνιση «πρωτόγονων» κοινοτικών μορφών.[28] Η ανάλυση των βαθιών δομών της κοινωνικής εξέλιξης αποβλέπει στο να καταδείξει ότι αυτό το εφικτό παραμένει παρόν, ενταγμένο στις σύγχρονες κοινωνικές σχέσεις. Η χειραφετημένη κοινωνία του μέλλοντος οφείλει να το επανενεργοποιήσει, να το αναβιώσει κατά κάποιον τρόπο, αλλά σε μια τροποποιημένη μορφή που λαμβάνει υπόψη την ιστορία, παραμερίζοντας τα εμπόδια για έναν νέο δρόμο. Ο Ένγκελς μπορεί λοιπόν να επαναλάβει το συμπέρασμα του αμερικανού ανθρωπολόγου Χένρι Λιούις Μόργκαν, την εργασία του οποίου χρησιμοποίησε σε πολύ μεγάλο βαθμό: 


«η δημοκρατία στη διοίκηση, η αδελφοσύνη στην κοινωνία, η ισότητα των δικαιωμάτων, η οικουμενική παιδεία, θα εγκαινιάσουν το προσεχές ανώτερο στάδιο της κοινωνίας, στην οποία  θα συνεργάζονται διαρκώς η εμπειρία, η λογική και η επιστήμη. Θα είναι μια αναγέννηση –αλλά σε μια ανώτερη μορφή– της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης των αρχαίων λαών (Morgan, Ancient Society, σελ. 522)».[29]


Είναι σωστό, λοιπόν, να επεκτείνουμε και στον Ένγκελς αυτό που αναφέρει η Κριστίν Ρος για τον Μαρξ, προσχωρώντας σε μια πολύ τεκμηριωμένη πλέον ανάλυση των τελευταίων γραπτών του:[30] «το σημαντικότερο και πιο άμεσο αποτέλεσμα (πάνω στον Μαρξ) των μορφών οργάνωσης της κοινωνικής και οικονομικής ζωής που προτάθηκαν από την Κομμούνα, ήταν να δοθεί μια μεγαλύτερη ορατότητα στην πραγματική ύπαρξη διαφορετικών, μη καπιταλιστικών, κοινωνιών, εκτός της Ευρώπης».[31] Μπορεί να πει κανείς ότι αυτή η αλλαγή εστίασης της προσοχής συντελείται στον Ένγκελς πάνω στον χρονικό άξονα, ενώ, για τον Μαρξ λειτουργεί σε μια προοπτική πρώτα απ’ όλα εδαφική. Στα τελευταία χρόνια του, δύο θέματα φαίνεται να αποσπούν ιδιαίτερα την προσοχή του:[32] η μελέτη των χωρικών και του αγροτικού κόσμου, τόσο στις μη ευρωπαϊκές κοινωνίες, παρελθούσες και παρούσες, όσο και υπό το πρίσμα του καπιταλιστικού μετασχηματισμού της γεωργίας, όπως και η δυνατότητα ενός περάσματος στον κομμουνισμό διαμέσου της αγροτικής κομμούνας, χωρίς να περάσουμε από το καπιταλιστικό στάδιο, αλλά σε συντονισμό με μια επαναστατική διαδικασία που ξεδιπλώνεται σε παγκόσμια κλίμακα.

Κατά την διάσκεψη του Λονδίνου της Διεθνούς είχε προτείνει τη «δημιουργία αγροτικών τομέων», με στόχο «να διασφαλιστεί η ένταξη των καλλιεργητών αγροτών στο κίνημα του βιομηχανικού προλεταριάτου».[33] Όπως και στην περίπτωση της απόφασης περί γυναικείων τμημάτων, και αυτή παρέμεινε χωρίς αξιοσημείωτο αποτέλεσμα. Όμως ο παραλληλισμός αυτός είναι ενδεικτικός της θέλησής του να διευρύνει το πεδίο δράσης του εργατικού κινήματος προς την κατεύθυνση των «νεκρών σημείων», που κατά τη γνώμη του ήταν κυρίως οι χωρικοί και οι γυναίκες, μια θέληση που, σε αυτό το στάδιο τουλάχιστον, δεν κατάφερε να αποκτήσει τα μέσα συγκεκριμενοποίησης της. Η μετακίνηση αυτή είναι, ωστόσο, αξιοσημείωτη σε ότι αφορά στην αναγνώριση της υποκειμενικής ικανότητας των (μικρο)καλλιεργητών να γίνουν πλήρη μέλη μιας σοσιαλιστικής οργάνωσης. Σε αυτό το θέμα συντελείται, επίσης, μια ανατροπή της προηγούμενης μαρξιστικής θέσης σε σχέση με την αντιμετώπιση των χωρικών κατά τις επαναστάσεις του 1848, όταν ο Μαρξ έγραφε ότι «η ιστορία των τριών τελευταίων ετών έδειξε άλλωστε με σαφήνεια ότι αυτή η τάξη του πληθυσμού (οι γάλλοι χωρικοί) είναι απολύτως ανίκανη για επαναστατική πρωτοβουλία», ή έφτανε να παρομοιάζει τμήμα των χωρικών με ένα «τσουβάλι πατάτες».[34] Η εμπειρία της Κομμούνας ανέδειξε όλα αυτά τα ζητήματα, και είναι με αυτές της μεταβολές που πρέπει να μετράμε την επιρροή της. Θα ξαναβρούμε το διαρκές ίχνος της, στις τελευταίες παρεμβάσεις του Ένγκελς για το αγροτικό ζήτημα στις βιομηχανοποιημένες χώρες,[35] όπου υπερασπίζεται τη γενίκευση (στη βάση της εθελοντικής ένταξης και της παροχής οικονομικών και πολιτικών κινήτρων) της συνεταιριστικής οργάνωσης στην ύπαιθρο, ως μοναδικό δρόμο ανάπτυξης που επιτρέπει να αποφευχθούν ταυτόχρονα η απαλλοτρίωση της αγροτιάς από την καπιταλιστική αγρο-βιομηχανία, όπως και η συντήρηση (που φαίνεται αδύνατη και απραγματοποίητη) μιας μικρής ατομικής ιδιοκτησίας εκτεθειμένης στον ανταγωνισμό της αγοράς.


Ο Μαρξ, από την πλευρά του, θα διερευνήσει την προοπτική μιας κοινοτικής οργάνωσης στην ύπαιθρο, στρεφόμενος στις πραγματικότητες εκτός Ευρώπης, ή εκτός δυτικής Ευρώπης, και ιδιαίτερα προς τη Ρωσία. Ξεπερνώντας τη ρωσοφοβία μετά την επαφή του με τους Ρώσους επαναστάτες Ζερμάν Λοπάτιν και, κυρίως, με την Ελιζαμπέτ Ντμίτριεφ, που τον βάζει στον σωστό δρόμο,[36] μαθαίνει ρωσικά και ρίχνεται σε μια σε βάθος μελέτη της obscina, της κοινοτικής οργάνωσης που εξακολουθεί να είναι παρούσα στις επαρχίες της τσαρικής αυτοκρατορίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1880, ξεκινάει για το θέμα αυτό μια συζήτηση με την μεγάλη φυσιογνωμία του ρωσικού επαναστατικού κινήματος, τη Βέρα Ζασούλιτς. Χωρίς να εξιδανικεύει και λαμβάνοντας υπόψη τον πραγματικό εκφυλισμό της, αρνείται να δει στην obscina έναν απλό αρχαϊσμό, που είναι καταδικασμένος να σβήσει μέσα στον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό, όπως είχε αρνηθεί να δει στην παρισινή Κομμούνα μια επιστροφή προς προηγούμενες μη σύγχρονες  μορφές. Βγαίνοντας από την απομόνωση διαμέσου ενός συστήματος συνελεύσεων, και ιδιοποιούμενες τα στοιχεία τεχνικής και επιστημονικής προόδου που κομίζει ο καπιταλισμός, συνδεόμενες με τις εργατικές μάζες της Δύσης σε μια συγκλίνουσα επαναστατική διαδικασία, οι ρωσικές κοινότητες θα μπορούσαν να επιλύσουν προς όφελός τους τις εδαφικές και χρονικές μεταβολές και «να αναπτυχθούν ως αναγεννητικό στοιχείο της ρωσικής κοινωνίας και ως στοιχείο ανωτερότητας έναντι των σκλαβωμένων από τον καπιταλισμό χωρών».[37]

Ερχόμενος σε ρήξη με μια μονο-γραμμική θεώρηση της ιστορίας, ο Μαρξ εισάγει ένα ριζικό πλουραλισμό των τρόπων περάσματος στον κομμουνισμό και αποδίδει στην κοινωνική και πολιτική πάλη ένα πραγματικό άνοιγμα: «αυτό που απειλεί την ζωή της ρωσικής κοινότητας δεν είναι ούτε μια ιστορική μοίρα, ούτε μια θεωρία: είναι η καταπίεση από το Κράτος και η εκμετάλλευση από τους καπιταλιστές-παράσιτα, που έγιναν ισχυροί με τους πόρους και τα μέσα αυτού του ίδιου Κράτους».[38]


Στον «Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία», ο Μαρξ έγραφε ότι «κάτω από τα μάτια του πρωσικού στρατού που προσάρτησε στην Γερμανία δύο γαλλικές επαρχίες, η Κομμούνα προσάρτησε στη Γαλλία, τους εργαζόμενους όλου του κόσμου». Με έναν τρόπο που δεν μπορούσε να προβλέψει όταν έγραφε αυτές τις γραμμές, η Κομμούνα διέσχισε τις διαστάσεις στον χώρο και στον χρόνο, ταξιδεύοντας με την ίδια του την σκέψη, διαχωρίζοντας το νερό από το χώμα μέσα στον κόσμο που αντιμετώπιζε. Ας στοιχηματίσουμε ότι, για λόγους που παραμένουν βασικά αναλλοίωτοι, η δύναμη της Κομμούνας να διαχωρίζει παραμένει ενεργή και στο δικό μας κόσμο, σήμερα.  


Σημειώσεις


1. Αυτή η παμφλέτα –Le 31 Octobre, ses causes, son but, sa nécessité– πρωτοεμφανίστηκε ως άρθρο στο Combat, du 28 novembre au 8 décembre 1870 και ανατυπώθηκε ως παράρτημα στο βιβλίο του Etude sur le mouvement communaliste, op. cit., σελ. 287-310 – το παράθεμα από τη σελ. 289.


2. ό.π., σελ. 309. 


3. Ο Μαλόν αναφέρεται στις εξεγέρσεις του 1831-34, τον Ιούνη του 1848 και την καταστολή της Κομμούνας. 


4. Benoît Malon, La troisième défaite…, op. cit., σελ. 530-532.


5. Lefrançais, Etude…, op. cit., σελ. 280-281.


6. Deluermoz, Le crépuscule…, op. cit., σελ. 367. 


7. Βλ. André Léo, La guerre sociale, Le Pré-Saint-Gervais, Le passager clandestin, 2011, André Dalotel, André Léo, la Junon de la Commune, Cahiers du pays chauvinois, n° 29, 2004, σελ. 103-105.


8. Βλ. παρακάτω, Interventions de Marx et d’Engels et résolutions de la conférence de Londres de l’AIT.


9. Το πρώτο μέρος («De février à juin 1848») του Luttes de classes en France 1848-1850 (Paris, Messidor/Editions sociales, 1984, σελ. 110) καταλήγει με τη φράση: «Με τις νίκες της Ιερής Συμμαχίας, η Ευρώπη έχει διαμορφωθεί με τρόπο που κάνει κάθε νέο προλεταριακό ξεσηκωμό στη Γαλλία άμεσα συνδεδεμένο με ένα παγκόσμιο πόλεμο. Η νέα γαλλική επανάσταση υποχρεώνεται να εγκαταλείψει το εθνικό της έδαφος και να κατακτήσει το ευρωπαϊκό έδαφος, στο οποίο μόνο μπορεί να επιτευχθεί η κοινωνική επανάσταση στο 19ο αιώνα». Για μια ανάλυση αυτού του στρατηγικού άξονα βλ. την εξαιρετική συζήτησή του από τον Fernando Claudin, στο Marx, Engels et la révolution de 1848, Paris, Maspero, 1980, chapitre V, σελ. 230-255.


10. Βλ. παρακάτω, Introduction de 1891. 


11. Βλ. παρακάτω, Correspondance, lettre 28.


12. Marx, «Discours de clôture du congrès de La Haye » (15 septembre 1872), Marx-Bakounine, Socialisme autoritaire…, op. cit., t. 1, σελ. 351-354 – το παράθεμα στη σελ. 353. Για το ίδιο θέμα, βλ. δύο συνεντεύξεις που έδωσε ο Μαρξ το 1871 για την Παρισινή Κομμούνα σε αμερικανικά περιοδικά. Στα γαλλικά: Maximilien Rubel, «Deux interviews de Karl Marx sur la Commune», Le Mouvement social, n° 38, 1961, σελ. 3-27 et la lettre du 8 décembre 1880 de Marx au dirigeant socialiste britannique Henry M. Hyndman, in Cor. 13 425-426.


13. Βλ. «Programme du Parti Ouvrier Français», διαθέσιμο στο marxists.org/francais/. 


14. Marx, «Notes marginales sur les débats du Reichstag relatifs à la loi antisocialiste» (1878), στο Karl Marx, Friedrich Engels, La social-démocratie allemande, Paris, UGE 10/18, 1975, σελ. 105-118 – τα παραθέματα στις σελ. 115-116.


15. Βλ. Engels, «Introduction» (1895), στο Marx, Les luttes de classes…, op. cit., σελ. 53-77. Βλ. επίσης, «Critique du programme d’Erfurt», op. cit., σελ. 101-102.


16. «Introduction», op. cit., σελ. 75.


17. ό.π., σελ. 71. 


18. Βλ. παρακάτω, Controverses, les textes de Bakounine et de Kropotkine. 


19. Βλ. συγκεκριμένα παρακάτω, Marx, «L’indifférence en matière politique», Engels, «De l’autorité».


20. Βλ. John Merriman, «L’influence de la Commune sur les anarchistes au début des années 1890», στο Laure Godineau, Marc César (dir.), La Commune…, op. cit., σελ. 405-414, Constance Bantman, «The Era of the Propaganda by the Deed», στο Car Levy, Matthew S. Adams (dir.), The Palgrave Handbook of Anarchism, Palgrave Macmillan, 2019, σελ. 371-387.


21. Βλ. Michel Pigenet, «L’adieu aux barricades. Du Blanquisme au Vaillantisme (décennies 1880 et 1890)», στο Alain Corbin, Jean-Marie Mayeur (dir.), La barricade, op. cit., σελ. 367-379. 


22. «Introduction» (1895), op. cit., σελ. 67.


23. Βλ. συγκεκριμένα Lefrançais, Etude…, op. cit., σελ. 190-191, Lissagaray, Histoire…, σελ. 202. Louise Michel, La Commune. Histoire et souvenirs, Paris, La Découverte, 1999, σελ. 137, 187. Στην έρευνα του 1897 από το Revue blanche σχεδόν όλοι οι παλιοί Κομμουνάροι που ρωτήθηκαν συμφωνούν σε αυτό. 


24. «Conférence à l’Elysée-Montmartre», 22 novembre 1880, στο Louise Michel, A mes frères, édition établie par Eric Fournier, Paris, Libertalia, 2019, σελ. 56.


25. Βλ. παρακάτω, Résolutions de la conférence de Londres de l’AIT.


26. Βλ. La Première Internationale, op. cit., σελ. 118-122, Antje Schrupp, «Bringing Together Feminism and Socialism in the First International. Four Examples» στο Fabrice Bensimon, Quentin Deluermoz, Jeanne Moisand (dir.), ‘Arise ye wretched of the earth’: the First International in a global perspective, Leiden, Brill, 2018, σελ. 343-354.


27. Friedrich Engels, L’origine de la famille, de la propriété privée et de l’Etat, Paris, Editions sociales, 1975, σελ. 65, 82.


28. «Η δύναμη αυτής της πρωτόγονης κοινότητας έπρεπε να συντριβεί –και συνετρίβη. Αλλά συνετρίβη από επιρροές που εξ αρχής εμφανίζονται ως μια παρακμή, μια πτώση… Τα πιο ταπεινά συμφέροντα… εγκαινιάζουν την νέα, πολιτισμένη κοινωνία. Η παλιά αταξική ευγενής κοινωνία υποσκάπτεται και ανατρέπεται με τα πιο μοχθηρά μέσα –ληστεία, βία, απάτη, προδοσία. Και η νέα κοινωνία, καθόλα τα 2μιση χιλιάδες χρόνια ύπαρξής της, δεν υπήρξε τίποτε άλλο παρά η ανάπτυξη της μικρής μειοψηφίας εις βάρος της μεγάλης εκμεταλλευόμενης και καταπιεζόμενης πλειοψηφίας. Σήμερα αυτό ισχύει περισσότερο από ποτέ άλλοτε», Ibid., σελ. 106.


29. Ibid. σελ. 186. Έμφαση του Ένγκελς. 


30. Μετά τη μεγάλη συλλογή που επιμελήθηκε ο Teodor Shanin (Late Marx and the Russian Road, New York, Monthly Review Press, 1983), η βιβλιογραφία μεγάλωσε ραγδαία. Παραθέτουμε ενδεικτικά: Kevin Anderson, Marx aux antipodes. Nations, ethnicité et sociétés non-occidentales, Paris, Syllepse, 2015. Le dernier Marx, textes édités par Kolja Lindner, Toulouse, Editions de l’Asymétrie, 2019.


31. Kristin Ross, L’imaginaire de la Commune, Paris, La fabrique, 2015, σελ. 101. 


32. Βλ. τις μελέτες του Michael Krätke, «Le dernier Marx et le Capital», Actuel Marx, n° 37, 2005, σελ. 145-160, «Marx and World History», International Review of Social History, vol. 63, n° 1, 2018, σελ. 91-125


33. Βλ. παρακάτω, Résolutions de la conférence de Londres de l’AIT.


34. Βλ. Les luttes de classes en France, op. cit., σελ. 198, Le Dix-huit Brumaire…, op. cit., σελ. 189.


35. Friedrich Engels, La question paysanne en France et en Allemagne, Paris, Editions sociales, 1956, σελ. 23-30.


36. Συγκεκριμένα, τον παρέπεμψε στο βιβλίο του Haxtausen και τον εξοικείωσε με το διάλογο μεταξύ των Ρώσων σοσιαλιστών για αυτό το θέμα. Βλ. το γράμμα στις 7 Γενάρη 1871, το πλήρες κείμενο στο Braibant, Elisabeth Dmitrieff…, op. cit., σελ. 99-100.


37. Επιστολή στη Βέρα Ζάσουλιτς (1881), στο CERM, Sur les sociétés précapitalistes…, op. cit., σελ. 330


38. Ό.π., σελ. 337.

Συντάκτης
Στάθης Κουβελάκης