Ο Μπάιντεν και η επιστροφή του κράτους: Αλλαγή υποδείγματος;

Πάνος Πέτρου
Ημερ.Δημοσίευσης

Το άρθρο εξετάζει τα μεγέθη της οικονομικής πολιτικής Μπάιντεν και τα κίνητρά της, στα πλαίσια της ευρύτερης συζήτησης για την «επιστροφή του κράτους» και το αν και κατά πόσο βρισκόμαστε μπροστά σε κάποια μετα-νεοφιλελεύθερη «αλλαγή υποδείγματος».  

Μπάιντεν

Το οικονομικό πρόγραμμα Μπάιντεν έχει προκαλέσει μεγάλη συζήτηση στις ΗΠΑ και διεθνώς. Και δίκαια. Τα «Bidenomics» ξετυλίγονται μέσα από διαδοχικά κρατικά «πακέτα» τρισεκατομμυρίων δολαρίων, που αντιστοιχούν συνολικά περίπου στο 20% του αμερικάνικου ΑΕΠ και αποτελούν τη μεγαλύτερη αύξηση δημοσίων δαπανών στις ΗΠΑ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι προφανές ότι ο Λευκός Οίκος χαράσσει έναν οικονομικό προσανατολισμό που απαιτεί σοβαρή εξέταση, σε αντιπαράθεση με τις θριαμβολογίες των «προοδευτικών» υποστηρικτών του Μπάιντεν, αλλά αποφεύγοντας μια ράθυμη εθελοτυφλία που ισχυρίζεται ότι δεν είναι άξια λόγου όσα συμβαίνουν στις ΗΠΑ. Πριν περάσουμε στη γενικότερη συζήτηση επί των προοπτικών, χρειάζεται να ξεκινήσουμε από μια σύντομη εξέταση των ίδιων των «πακέτων» που κατατέθηκαν. 


Το πρόγραμμα Μπάιντεν


Ο πρώτος σχετικός νόμος που υπέγραψε ο Πρόεδρος Μπάιντεν, αφορούσε το «Αμερικανικό Σχέδιο Διάσωσης», ύψους 1,9 τρισ. δολαρίων. Περίπου 750 δισεκατομμύρια δολάρια πήγαν στις ανάγκες επιτάχυνσης του εμβολιασμού, ενώτα υπόλοιπα κατευθύνθηκαν σε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα επιδοματικής ανάσχεσης του γενικού κατήφορου προς τη δυστυχία εν μέσω της πανδημίας και υπολογίζεται ότι θα βοηθήσουν 12,3 εκατομμύρια ανθρώπους κατά της φτώχειας. 


Η σημασία αυτών των επιδομάτων είναι προφανής για τους ωφελούμενους, αλλά δεν αποτελούσαν μια «άνευ προηγουμένου» παρέμβαση που θα δικαιολογούσε το θόρυβο για «αλλαγή σελίδας». Μόλις ένα χρόνο πριν, στην αρχή της πανδημίας, το αντίστοιχο «πακέτο διάσωσης» του Ντόναλντ Τραμπ είχε παρόμοια μεγέθη (2,2 τρισ. δολάρια) και υπολογίζεται ότι βοήθησε 11,5 εκατομμύρια ανθρώπους κατά της φτώχειας. Ενώ μεταξύ του πακέτου Τραμπ και του πακέτου Μπάιντεν, μεσολάβησε άλλο 1 τρισ. δολάρια επιδοτήσεων, κατά τη μεταβατική περίοδο του περασμένου Δεκέμβρη.[1] 


Όλες αυτές οι παρεμβάσεις εντάσσονται στη λογική των «έκτακτων» μέτρων της πανδημίας, είναι αυτό που έχει περιγραφεί εύστοχα ως «πτυσσόμενο δίκτυ ασφαλείας» ή «κοινωνική πρόνοια χωρίς το κοινωνικό κράτος».[2] 


Οι πιο σημαντικές ειδήσεις βρίσκονται στις επόμενες εξαγγελίες Μπάιντεν. Συγκεκριμένα στο «Νόμο για Αμερικανικές Δουλειές», που αργότερα έγινε «Νόμος για Αμερικανικές Δουλειές και τις Αμερικανικές Οικογένειες», που έχει μεσοπρόθεσμο χαρακτήρα. Με την επιφύλαξη της τελικής του μορφής (όταν γραφόταν αυτό το άρθρο, βρισκόταν στο στάδιο της καταρχήν «εξαγγελίας» και δεν είχε περάσει από το λαβύρινθο των επιτροπών του Κογκρέσου όπου πιθανότατα θα «ψαλιδιστεί»), μπορούμε να διακρίνουμε τουλάχιστον την πρόθεση, την κατεύθυνση που επιχειρεί να χαράξει.


Από τον Μπάιντεν προτάθηκε ένα υπερ-πακέτο με δύο πυλώνες: α) Την κρατική επένδυση 2,3 τρισ. δολαρίων στη στήριξη και τον εκσυγχρονισμό των υποδομών της αμερικανικής οικονομίας, μέσα από τον οποίο θα προκύψουν «Αμερικανικές Δουλειές» και β) Την επένδυση άλλου 1,8 τρισ. σε κοινωνικές δαπάνες και φοροελαφρύνσεις που θα κατευθυνθούν μέσα στα επόμενα 10 χρόνια προς τις «Αμερικανικές Οικογένειες» (με έμφαση στη στήριξη των πιο ευάλωτων και στόχευση στις διαδικασίες της κοινωνικής αναπαραγωγής). 
Ο δεύτερος πυλώνας, σε αντίθεση με τα έκτακτα επιδόματα λόγω πανδημίας, αφορά μια μονιμότερη παρέμβαση στην κατεύθυνση στήριξης του «κάτω κομματιού» της κοινωνίας. Χρειάζεται όμως να πάρουμε υπόψη το απελπιστικά χαμηλό σημείο εκκίνησης στο οποίο βρίσκονταν οι ΗΠΑ σε σχέση με τις άλλες αναπτυγμένες οικονομίες. Μέχρι σήμερα, οι ΗΠΑ έχουν επίδομα ανεργίας που είναι το 1/10 του αντίστοιχου στην Αγγλία, κοινωνικές δαπάνες κατά 50% μικρότερες από αυτές της Ιταλίας (αναλογικά, ως ποσοστό του ΑΕΠ), δαπάνες στήριξης των οικογενειών που αποτελούν το 1/4 των αντίστοιχων στη Γερμανία. Τα κοινωνικά μέτρα της Ουάσινγκτον κινούνται προς μια (ανεπαρκή) «σύγκλιση» με τα ευρωπαϊκά δεδομένα, όπως αυτά υπάρχουν στη σημερινή Ευρώπη, μετά από δεκαετίες νεοφιλελεύθερων επιθέσεων και περικοπών. 


Όσον αφορά τον πρώτο πυλώνα, αποτελεί είδηση το γεγονός ότι το κράτος αναλαμβάνει το ρόλο του «κινητήρα» της οικονομίας και (κυρίως) της δημιουργίας θέσεων εργασίας, όπως και το γεγονός ότι αποζητά τους σχετικούς πόρους για αυτή την παρέμβαση στη φορολόγηση του «πάνω» τμήματος της κοινωνίας. Η εισήγηση Μπάιντεν προβλέπει την αύξηση της φορολόγησης του μεγάλου ατομικού πλούτου από το 37% στο 39,6%, την αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων από το 21% στο 28%, την ενίσχυση του IRS (η κρατική υπηρεσία εσόδων) για να αντιμετωπίσει τη φοροδιαφυγή των «μεγάλων». Αυτά έχουν σημασία ως τομή, γιατί κινούνται στην αντίστροφη κατεύθυνση από την τάση διαρκούς μείωσης των φορολογικών συντελεστών για τους καπιταλιστές, αλλά χρειάζεται επίσης να πάρουμε υπόψη τις πραγματικές τους διαστάσεις: ο φόρος ατομικού πλούτου θα επιστρέψει στα επίπεδα που ήταν πριν τον μειώσει ο Τραμπ ενώ ο φόρος των επιχειρήσεων δεν επιστρέφει καν στα επίπεδα που βρισκόταν πριν τον μειώσει δραματικά ο Τραμπ. Αν τελικά ανέβει στο 28%, θα παραμένει 7 μονάδες χαμηλότερος από ό,τι ίσχυε την εποχή Ομπάμα. Και όλα αυτά αποτελούν ένα μεγάλο «αν», όπως θα δούμε και παρακάτω. 


Αυτά είναι τα πραγματικά μεγέθη των παρεμβάσεων Μπάιντεν, που δεν δικαιολογούν την έκσταση του αμερικανικού «προοδευτισμού» και σε καμία περίπτωση δεν αντιμετωπίζουν επαρκώς το «κοινωνικό ζήτημα». Παρόλα αυτά, έχει ιδιαίτερη σημασία η κατεύθυνση του προγράμματος, όπου συναντά κανείς όλα τα στοιχεία των κεϊνσιανών συνταγών και μια τάση απομάκρυνσης από τη νεοφιλελεύθερη «πεπατημένη». Γι’ αυτό και έχει νόημα και ενδιαφέρον η συζήτηση περί «αλλαγής υποδείγματος».


Προς τα πού φυσάει ο άνεμος;


Στο διεθνή Τύπο, τα μεγάλα λόγια για «τέλος του νεοφιλελευθερισμού», «το φιλόδοξο πρόγραμμα κοινωνικού μετασχηματισμού» κ.ο.κ. περισσεύουν. Συντρέχουν πολλοί λόγοι για αυτό το κλίμα, όπως η φιλικότητα προς την προεδρία Μπάιντεν, ο αιφνιδιασμός σε σχέση με την εκτίμηση ότι η θητεία του νέου προέδρου θα επιχειρούσε απλώς μια επιστροφή στην προ-Τραμπ «κανονικότητα», αλλά και η τάση των ΜΜΕ να υπερ-δραματοποιούν τα πολιτικά γεγονότα στην εποχή του σκληρού ανταγωνισμού εν μέσω 24ωρης υπερπροσφοράς ειδήσεων. 
Ένας άλλος λόγος που μας υποχρεώνει να παίρνουμε τέτοιες εξαγγελίες «με μια πρέζα αλάτι» (όπως λένε οι Αγγλοσάξονες) είναι το πρόσφατο παρελθόν. Η «αυγή μιας νέας εποχής» έχει προαναγγελθεί πολλές φορές τα τελευταία χρόνια. Περίπου ένα χρόνο πριν, σχολιάζοντας τις τότε εξαγγελίες περί «τέλους του νεοφιλελευθερισμού» (που άνθιζαν καθώς τα κράτη παρέμβαιναν μαζικά απέναντι στην πανδημία και τις συνέπειες των lockdown), ο Ζιλμπέρ Ασκάρ είχε αναδείξει γλαφυρά το «déjà vu» που προκαλούσε η σχετική αρθρογραφία, «σε όποιον θυμάται την αντίστοιχη συζήτηση το 2007-08» (η εποχή των τότε θηριωδών κρατικών παρεμβάσεων μετά την κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς). Συνήθως αυτές οι εκτιμήσεις αντανακλούσαν ευσεβείς πόθους εκπροσώπων διάφορων νέο-κεϊνσιανών σχολών, που θεωρούν ότι την ιστορία γράφουν οι «καλές ιδέες», όταν αποδεικνύονται «καταλληλότερες» από τις αντίπαλες. 


Ωστόσο, υπάρχουν πλέον παράγοντες που δείχνουν ότι είναι πλέον πιθανή μια «αλλαγή τοπίου»: αυτοί αφορούν την κατεύθυνση της δημόσιας συζήτησης στις ΗΠΑ, κάποια πολύ υλικά δεδομένα που έχουν πλέον διαμορφωθεί και τα κίνητρα που ερμηνεύουν τις πολιτικές Μπάιντεν. Όλα μαζί, συνηγορούν ότι οι επιλογές του Προέδρου των ΗΠΑ δεν είναι «κεραυνός εν αιθρία», αλλά προϊόν «ωρίμανσης».


Η δημόσια συζήτηση


Ένα χρόνο πριν, η προειδοποίηση του Ασκάρ να «μην ποντάρετε σε συναινετικό τέλος του νεοφιλελευθερισμού»,[3] αφορούσε ένα διάλογο που εξελισσόταν κυρίως στις γραμμές αριστερών και σοσιαλδημοκρατών διανοουμένων που έβλεπαν την απόδειξη της αποτυχίας του νεοφιλελευθερισμού ως επαρκή λόγο για να εγκαταλειφθεί από τις κυβερνήσεις. 


Όμως ο σημερινός σχετικός διάλογος ξεδιπλώνεται στις στήλες των Financial Times, του Economist κ.ά. μεγάλων αστικών εντύπων όπου είναι εμφανής μια τάση αύξησης του «χώρου» που απολαμβάνουν οι κεϊνσιανοί και της αυτοπεποίθησης με την οποία ξεδιπλώνουν τις ιδέες τους, που αντιμετωπίζονται με φιλικότητα και από άλλους αναλυτές (τους πιο «πραγματιστές» και λιγότερο αφοσιωμένους στη μία ή την άλλη σχολή σκέψης). Αυτά τα Μέσα δεν κινούνται στην αφηρημένη σφαίρα των ιδεών ούτε εκφράζουν «τσάμπα» προσωπικές σκέψεις της εκάστοτε αρχισυνταξίας. Οργανώνουν το διάλογο στο εσωτερικό της αστικής τάξης και αντανακλούν στη δημόσια σφαίρα τους προβληματισμούς της.


Για αρκετές δεκαετίες οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι «πορεύονταν στην έρημο». Αποτελούσαν τη μειοψηφία των «αιρετικών», την ώρα που διάφοροι κεϊνσιανοί, «ροζ οικονομολόγοι» κ.ά. είχαν διευρυμένη προβολή και αυξημένη πρόσβαση στα κέντρα πολιτικής εξουσίας. Χρειάστηκε να μπει σε κρίση το μεταπολεμικό μοντέλο για να προκύψει νέο ενδιαφέρον για τις ιδέες τους και κυρίως να διαμορφωθούν κοινωνικοί-πολιτικοί συσχετισμοί στην ταξική πάλη που υπαγόρευαν την υιοθέτηση των νεοφιλελεύθερων συνταγών από κάποιες πολιτικές ηγεσίες. Ο νεοφιλελευθερισμός ξεδιπλώθηκε σε ΗΠΑ και Βρετανία και κατέγραψε επιτυχίες για τις άρχουσες τάξεις τους προτού «εξαχθεί» και εμπεδωθεί διεθνώς τα επόμενα χρόνια.


Ήταν η σειρά των νεοκεϊνσιανών να γίνουν οι απομονωμένες «αιρετικές φωνές». Σήμερα κάνουν τα πρώτα βήματα εισόδου στο «mainstream» και δείχνουν να αποκτούν «φωνή» μέσα στα κέντρα εξουσίας, όπως ο Λευκός Οίκος. Ασφαλώς, η αντοχή της αίγλης και της κυρίαρχης παρουσίας των νεοφιλελεύθερων στο δημόσιο διάλογο, τα αξιώματα, τα πανεπιστήμια κλπ υπενθυμίζει ότι είμαστε στα πρώτα βήματα μιας τέτοιας διαδικασίας. 


Πάντως αυτή η σταδιακή μετατόπιση στο επίπεδο των «επιτρεπτών ορίων» της δημόσιας συζήτησης, αντανακλάται και στους διεθνείς θεσμούς. Το ΔΝΤ θεωρεί πλέον ενάρετη οικονομικά ιδέα την αύξηση των δαπανών για την υγεία («η αντιμετώπιση της πανδημίας θα αποφέρει πάνω από 1 τρισ. επιπλέον φορολογικά έσοδα και θα αποτρέψει ακόμα περισσότερα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης»), διατηρεί μια ασυνήθιστα «χαλαρή» στάση απέναντι στην αύξηση των ελλειμμάτων, εκτιμώντας ότι «η ανεπαρκής τόνωση της ζήτησης θα έχει μονιμότερο κόστος», καλεί τους πλούσιους και τις επιχειρήσεις να συμβάλουν το μερτικό τους σε «εισφορές ανάκαμψης» (ένα είδος έκτακτου φόρου «κοινωνικής αλληλεγγύης»).O Μάρτιν Σάντου, γράφοντας στους Financial Times («Μια Νέα Συναίνεση της Ουάσινγκτον Γεννιέται») έφτασε στο σημείο να γράψει:


«Αν συγκρίνουμε τις πολιτικές που παρουσιάστηκαν στις πρόσφατες εαρινές συσκέψεις της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ με αυτές που προκαλούσαν την φοιτητική οργή [σσ: των διαδηλωτών κατά της παγκοσμιοποίησης] πριν 25 χρόνια, προκύπτει μια αλλαγή πίστης που θα έκανε τον Σαούλ της Ταρσού να κοκκινίσει από ντροπή».[4] 


Ασφαλώς και σε αυτό το πεδίο χρειάζεται προσοχή. Για παράδειγμα ο Μάικλ Ρόμπερτς, στο άρθρο του «ΔΝΤ και χρέος: Μια νέα συναίνεση;», παίρνει υπόψη την εντυπωσιακή αλλαγή ρητορικής, αλλά σημειώνει ότι το Ταμείο αντιμετωπίζει τη στροφή ως «έκτακτου χαρακτήρα», που δεν αλλάζει ριζικά τον προσανατολισμό του, ούτε (κυρίως!) τις «απαιτήσεις» που θα παρουσιάσει ιδιαίτερα από τα φτωχότερα χρεωμένα κράτη.[5] 


Η αξία που έχει ο (ρητορικός ή αμφίσημος) προσανατολισμός των διεθνών οργανισμών αφορά τη διαμόρφωση ενός κλίματος όπου η μεγάλης κλίμακας κρατική παρέμβαση διεκδικεί πλέον δάφνες αστικής «ορθοδοξίας». Ο Μάριο Ντράγκι, αφού υλοποίησε τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία των μνημονίων στην ΕΕ, σήμερα ως πρωθυπουργός της Ιταλίας υπερασπίζεται μια περαιτέρω «χαλάρωση» των ευρωπαϊκών Συμφώνων και Συνθηκών. Ο νεοφιλελέ Εμμανουέλ Μακρόν σχολίασε ότι «Η δύναμη της αμερικανικής απάντησης και του σχεδίου Μπάιντεν μας θέτει ενώπιον ιστορικών ευθυνών… είμαστε υποχρεωμένοι να πάρουμε συμπληρωματικά μέτρα... Είμαστε πολύ αργοί, πολύ μπερδεμένοι…». Οι Πράσινοι στη Γερμανία, που προηγούνται στις δημοσκοπήσεις, έχουν «υιοθετηθεί» από τους Financial Times. Το πάλαι ποτέ ριζοσπαστικό κόμμα παρουσιάζεται ως αρκετά «εκλογικευμένο» και «ρεαλιστικό» για να πάρει το κυβερνητικό χρίσμα, αλλά στις διαφημιζόμενες αρετές του περιλαμβάνεται το γεγονός ότι «μπορεί να αμφισβητήσει ορθοδοξίες που προστατεύτηκαν και από την κεντροδεξιά και από την κεντροαριστερά… [όπως] δημοσιονομικούς κανόνες που αποστέρησαν από τη Γερμανία δημόσιες επενδύσεις και συρρίκνωσαν την εγχώρια ζήτηση…».[6]


Ασφαλώς, πολύ μεγαλύτερη σημασία από τους όρους της δημόσιας συζήτησης -που παραμένει τελικά «συζήτηση»- έχει η πραγματικότητα στην οποία κινείται ο Μπάιντεν στις ΗΠΑ. 


Πανδημία


Ένα χρόνο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, έχουν καταγραφεί κάποια δεδομένα. Ένα είναι το γεγονός ότι οι χώρες που την αντιμετώπισαν πιο επιτυχημένα, βελτίωσαν και τις οικονομικές τους προοπτικές (πχ Κίνα και Αυστραλία), τουλάχιστον σε σύγκριση με τις περιπέτειες στις οποίες βρέθηκε ο υπόλοιπος πλανήτης. Ένα δεύτερο αφορά την εκκωφαντική ανεπάρκεια των υπαρκτών υποδομών να αντιμετωπίσουν την πρόκληση. Αυτό αφορά και το κοινωνικό κράτος (δομές υγείας), αλλά και τις παραγωγικές δυνατότητες κάθε χώρας και ιδιαίτερα της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας», όταν ισχυρές οικονομίες βρέθηκαν ξαφνικά σε αδυναμία να βάλουν σε κίνηση μια διαδικασία άμεσης και μαζικής παραγωγής αναγκαίων ειδών, καταφεύγοντας σε «πειρατείες» των διαθέσιμων μασκών, τεστ, αναπνευστήρων κλπ. Η κατεύθυνση μεγάλου τμήματος του πρώτου «πακέτου» Μπάιντεν στο μέτωπο αντιμετώπισης της πανδημίας(εμβολιασμοί, υγειονομικό υλικό, Μέσα Προστασίας κλπ) αφορά την αφομοίωση αυτής της εμπειρίας από το αμερικάνικο κράτος. 


Πολύ πιο σοβαρά «τετελεσμένα» δημιούργησε η αντιμετώπιση της πανδημίας ως παράγοντα οικονομικής αποδιοργάνωσης. Τα κράτη υποχρεώθηκαν να αναλάβουν ενεργό ρόλο υποστήριξης της δοκιμαζόμενης οικονομίας, τουλάχιστον στον αναπτυγμένο κόσμο. Η κατάσταση στον παγκόσμιο Νότο είναι μια άλλη υπόθεση, πραγματικής τραγωδίας. Σε έκτακτες συνθήκες κρίσης, στις αναπτυσσόμενες χώρες η αύξηση των δημοσίων χρεών υπήρξε πολύ περιορισμένη -και αφορούσε κυρίως τη μείωση των κρατικών εσόδων, όχι κάποια αύξηση των κρατικών δαπανών. Αλλά οι ισχυρές οικονομίες αντιμετώπισαν την κρίση απαρνούμενες προσωρινά την «αρετή της εγκράτειας», προχωρώντας σε ένα συνδυασμό ραγδαίας αύξησης των δαπανών εν μέσω κατακόρυφης πτώσης των εσόδων. Με αυτή την έννοια, ένας προσωρινός «δανεισμός ιδεών» από το κεϊνσιανό εγχειρίδιο ήταν ήδη πραγματικότητα -την οποία το αμερικανικό κράτος αποδείχθηκε πιο πρόθυμο να «αγκαλιάσει» σε σχέση με τους δισταγμούς της ΕΕ. 


Στις ΗΠΑ, η «δημοσιονομική σταθερότητα» ως απαραβίαστος κανόνας είχε ήδη τεθεί σε πιο ισχυρή αμφισβήτηση και στα δύο μεγάλα αστικά κόμματα, με αποτέλεσμα μια πιο τολμηρή και «ανοιχτού ορίζοντα» κρατική παρέμβαση σε σχέση με τις δαιδαλώδεις διεργασίες κι αντιπαραθέσεις που παρακολουθήσαμε τον τελευταίο ένα χρόνο στην ΕΕ, έως ότου μπορέσει να καταλήξει σε μια δειλή (συγκριτικά με την αμερικανική έστω), ελεγχόμενη, προσεκτικά κατανεμημένη πολιτική επιδοτήσεων, η οποία εξακολουθεί να υπάγεται στους δρακόντειους μηχανισμούς επιτήρησης και συνοδεύεται από υπενθυμίσεις διαρκούς «επαγρύπνησης». Αυτά τα τετελεσμένα, όσον αφορά ειδικά τις ΗΠΑ, συνόψισε ο γνωστός (μετανοημένος) θεωρητικός του «τέλους της ιστορίας», Φράνσις Φουκουγιάμα: 


«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εχθρότητα προς το μεγάλο κράτος της εποχής Ρίγκαν και η προδιάθεση του Δημοκρατικού Κόμματος υπέρ του δημοσιονομικού συντηρητισμού είναι νεκρά. Αλλά η πανδημία ήταν αυτή που συνέβαλε στο θάνατό τους πολύ περισσότερο από τις εκλογές».[7] 


Ένα παρατεταμένο αδιέξοδο


Ένας λόγος που δεν επιτρέπει βεβαιότητες περί «νέου υποδείγματος», αφορά τον έκτακτο χαρακτήρα αυτών των κρατικών παρεμβάσεων. Άλλωστε η ίδια η κεντρική ιδέα του Κέινς έχει έναν «έκτακτο» χαρακτήρα: Επεκτατικές πολιτικές για να ξεπεραστούν συνθήκες κρίσης, αλλά «φειδωλές» όταν αποκατασταθεί η ανάπτυξη, η απασχόληση κλπ. Σε αυτό το μοτίβο εντάσσονται οι παρεμβάσεις και του 2007-08 και του 2020.


Αλλά έχουν διαμορφωθεί πλέον κάποια δεδομένα. Τα κράτη υποχρεώθηκαν να καταφύγουν στο κεϊνσιανό εγχειρίδιο «εκτάκτως», αλλά δύο φορές μέσα σε λίγα χρόνια. Η προηγούμενη απόπειρα (2007-08) να βοηθηθεί έκτακτα η οικονομία έως ότου ο ιδιωτικός τομέας «απογειωθεί» και να ξαναγίνει «ατμομηχανή» απέτυχε πανηγυρικά. Τα χρόνια που μεσολάβησαν, η άμεση ή έμμεση στήριξη της ιδιωτικής οικονομίας από το κράτος (που συντηρεί εν ζωή τις διαρκώς αυξανόμενες «εταιρίες-ζόμπι») τείνει να γίνει «δομικό» χαρακτηριστικό της λειτουργίας του σύγχρονου καπιταλισμού. 


Σε αυτό το φόντο, το 2020 και η δεύτερη μαζική παρέμβαση των κρατών μέσα σε λίγα χρόνια ως μονόδρομος για τη σωτηρία του συστήματος, συμβάλει ακόμα περισσότερο στην παγίωση της συνθήκης του κράτους-εγγυητή και είναι λογικό να προκαλεί δεύτερες σκέψεις για τη δυνατότητα του ιδιωτικού τομέα να «απογειωθεί» ή να λειτουργήσει ως «ατμομηχανή» στο ορατό μέλλον. Η γενναία πριμοδότησή του όλα αυτά τα χρόνια έχει τροφοδοτήσει νέες επικίνδυνες «φούσκες» αντί για νέο κύκλο επενδύσεων. Ο Μπόρις Καγκαρλίτσκι, επιχειρώντας κάποτε να περιγράψει τη σχέση της ανόδου του «συγκεντρωτικού» μισοκρατιστή Βλαντιμίρ Πούτιν με τους ασύδοτους ολιγάρχες που πρωταγωνίστησαν στην κατάρρευση της Ρωσίας, κατέφυγε στην παρομοίωση των καπιταλιστών ως «παιδιά που παίζουν με σπίρτα» και του ισχυρού κράτους ως «μπαμπά που πρέπει να γίνεται λίγο αυστηρός για να τα προστατεύσει». Σε εποχές βαθιάς κρίσης, αυτή η λειτουργία του κράτους ενισχύεται.


Εν τω μεταξύ, οι κρατικές παρεμβάσεις του 2020, υπήρξαν πολύ μεγαλύτερες από αυτές της κρίσης του 2007-08. Συγκριτικά, οι «έκτακτες δαπάνες» ως ποσοστό του ΑΕΠ σε μια σειρά μεγάλες οικονομίες είναι αποκαλυπτικές: Η Ιαπωνία δαπάνησε 3,4% του ΑΕΠ το 2009 και 15,6% το 2020, η Γαλλία 1,2% και 7,7%, η Γερμανία 3% και 11%. Έχει ενδιαφέρον ο πρωτοπόρος ρόλος των Αγγλοαμερικανών, που είχαν υπάρξει αντίστροφα οι «πρωτοπόροι» του νεοφιλελευθερισμού στη δεκαετία του ’80: Το Ηνωμένο Βασίλειο πήγε από το 1,1% το 2009 στο 16,3% σήμερα, ενώ οι ΗΠΑ είχαν ήδη δαπανήσει 6,5% το 2009, για να πάνε στο 16,7% για το 2020 και να προαναγγέλουν ακόμα πιο θηριώδεις παρεμβάσεις για το 2021.  


Σήμερα είναι κοινό μυστικό ότι πολλοί αξιωματούχοι αντιμετωπίζουν με δέος τα οικονομικά σενάρια που μπορεί να ξεδιπλωθούν κατά τη στιγμή της άρσης των κρατικών μέτρων στήριξης, τα οποία μέχρι στιγμής παρατείνονται περισσότερο από όσο είχε υπολογιστεί αρχικά. Μια τέτοια εμπέδωση της «νέας κατάστασης» δια της διολίσθησης, υπενθυμίζει ότι οι μεγάλες αλλαγές δεν συμβαίνουν με τη σύλληψη μιας φαεινής ιδέας και μια επίσημη «ανακήρυξη» της «νέας εποχής», αλλά ξεδιπλώνονται στο χρόνο καθώς διαμορφώνονται και εμπεδώνονται νέες οικονομικές «συνήθειες» και πρακτικές.  


Μια αλλαγή που «ωριμάζει»


Σε αυτό το μοτίβο, της σταδιακής εμπέδωσης νέων πρακτικών ή ιδεών, η αλήθεια είναι ότι στις ΗΠΑ έχει υπάρξει μια πρόσφατη προϊστορία, που καθιστά «ώριμη» την πορεία που χαράσσει σήμερα ο Μπάιντεν. 


Ο Ομπάμα υπήρξε κι αυτός για ένα φεγγάρι ο φερόμενος ως «νέος Ρούζβελτ» που θα έφερνε το «νέο Νιου Ντιλ» ως διέξοδο στην κρίση του νεοφιλελευθερισμού. Οι προσδοκίες διαψεύστηκαν σύντομα -και ένα τμήμα οικονομολόγων κατέληξε κατόπιν εορτής στο συμπέρασμα ότι η «ατολμία» να προχωρήσει σε μια τέτοια κατεύθυνση αποτελεί έναν από τους λόγους που η ανάκαμψη δεν υπήρξε ποτέ μεγάλη. 
Ο Ομπάμα είχε ανοίξει τη συζήτηση για αύξηση της φορολογίας του κεφαλαίου το 2011, επικαλούμενος τη στήριξη του Γουόρεν Μπάφετ σε αυτή την ιδέα, ως «φωτισμένου» καπιταλιστή που βλέπει αυτό που χρειάζεται να γίνει. Δεν συνάντησε την αντίδραση μόνο των Ρεπουμπλικάνων, αλλά και τη μαζική άρνηση μέσα στο κόμμα του, που αντανακλούσε τις διαθέσεις της πλειοψηφίας των δωρητών του Δημοκρατικού Κόμματος, που δε συμμερίζονταν την πιο «μακροπρόθεσμη» σκέψη του Μπάφετ.


Το 2012, είχε ανοίξει τη συζήτηση για το ρόλο του κράτους ως κινητήρα, με τη διαβόητη ομιλία «you didn’t build that» («δεν το έχτισες εσύ»):


«Κάποιος συνέβαλε στη δημιουργία αυτού του απίστευτου αμερικανικού συστήματος που έχουμε και το οποίο σας επέτρεψε να ανθήσετε. Κάποιος επένδυσε σε δρόμους και γέφυρες. Αν έχεις δική σου επιχείρηση, δεν το έχτισες εσύ αυτό». 


Οι Ρεπουμπλικάνοι ξεσάλωσαν απέναντι στον θρασύ κρυπτοσοσιαλιστή που τολμά να ισχυρίζεται ότι δεν έχτισαν οι επιχειρηματίες «το απίστευτο αμερικανικό σύστημα». Οι Δημοκρατικοί διευκρίνιζαν αμυντικά ότι ο Ομπάμα εννοούσε ότι δεν έχτισαν οι επιχειρηματίες τους δρόμους και τις γέφυρες. Οποιαδήποτε ερμηνεία κι αν δεχόταν κανείς, τα μεγάλα ΜΜΕ την αντιμετώπιζαν ως «σκανδαλώδη δήλωση»: Θεωρούταν σχεδόν αντι-αμερικάνικο να αμφισβητείς με οποιονδήποτε τρόπο ότι «η αμερικανική  επιχειρηματικότητα χτίζει».


Αναφέρουμε τις σχετικές δημόσιες παρεμβάσεις του Ομπάμα γιατί δείχνουν ότι ο σχετικός προβληματισμός (στην ανάγκη «να πληρώσουν το μερτικό τους και οι καπιταλιστές» και ιδιαίτερα στο κρίσιμο ζήτημα των υποδομών που επιτρέπουν και στους επιχειρηματίες «να ανθήσουν») είχε εμφανιστεί στις γραμμές της αστικής πολιτικής ελίτ από τότε. Οι τότε αντιδράσεις -και η αναδίπλωση Ομπάμα- συνηγορούν ότι αυτός ο προβληματισμός βρισκόταν σε πολύ προδρομικά στάδια. 


Κι ύστερα ήρθε ο Τραμπ. Στη διάρκεια της θητείας του, απέδειξε ότι δεν υπάρχουν «θέσφατα», αμφισβητώντας, τροποποιώντας ή και καταργώντας διάφορες διεθνείς εμπορικές συνθήκες που κάποτε παρουσιάζονταν ως η «καρδιά» του σχεδίου της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και της αμερικανικής εξωτερικής και οικονομικής πολιτικής. Επίσης κατάφερε ένα ισχυρό πλήγμα στη «δημοσιονομική εγκράτεια» ως δόγμα του κόμματός του. Την ώρα που προχωρούσε σε απίστευτης έκτασης μείωση της φορολογίας (των επιχειρήσεων και των πλουσίων), δεν τη συνόδευσε από οποιαδήποτε μείωση δαπανών. Απεναντίας, αντιμετώπισε την κρίση του 2020 με γενναιόδωρα «πακέτα» κρατικού χρήματος στην οικονομία. Κάποιες άλλες πτυχές περί «ανάγκης βιομηχανικής πολιτικής» και «ανοικοδόμησης όλης της χώρας» έμειναν στα λόγια, ωστόσο είχαν παρουσιαστεί στην κεντρική πολιτική συζήτηση. 


Ο Ρος Ντούθατ σημειώνει στους New York Times μια ενδιαφέρουσα αναλογία: 


«Οφείλουμε να θεωρήσουμε τον Μπαϊντενισμό, στη σημερινή του μορφή, ως μια προσπάθεια να πατήσει πάνω στο όχι πλήρως διαμορφωμένο και ημιτελές πολιτικό πρόγραμμα του Τραμπ για να το αναπτύξει, με τον ίδιο τρόπο που στοιχεία του προγράμματος του Τζίμι Κάρτερ βρήκαν την πιο πλήρη τους έκφραση στην προεδρία του Ρόναλντ Ρίγκαν… Πολλά από όσα θυμόμαστε ως πρόγραμμα Ρίγκαν είχαν προεικονιστεί στις πολιτικές και στις συζητήσεις της εποχής Κάρτερ… Τελικά ο Ρίγκαν άρπαξε την ευκαιρία και προχώρησε μέχρι τέλους… Όπως ο Κάρτερ πριν από αυτόν, ο Τραμπ δεν μπόρεσε να πάει μέχρι τέλους… Οπότε έρχεται σήμερα ο Μπάιντεν να περιμαζέψει τα στοιχεία του λαϊκισμού του Τραμπ και να προσπαθήσει ο ίδιος. Εμπεδώνει τον προστατευτισμό στην εμπορική πολιτική και εμβαθύνει την επιθετικότητα της προηγούμενης κυβέρνησης απέναντι στην Κίνα. Επιχειρεί να υλοποιήσει το πρόγραμμα επενδύσεων τρισεκατομμυρίων δολαρίων στις υποδομές που είχε υποσχεθεί ο Στιβ Μπάνον αλλά δεν προχώρησε ποτέ η κυβέρνηση Τραμπ…»[8]


Αυτά εξηγούν την αδυναμία αντιπολίτευσης των Ρεπουμπλικάνων. Οι οποίοι ασφαλώς καταψηφίζουν, εντοπίζουν δευτερεύουσες πτυχές που έχουν χαρακτηριστικά «θετικής διάκρισης» για τις μειονότητες για να εστιάσουν τα πυρά τους εκεί, αλλά χαρακτηρίζονται από σχετική αμήχανη αφωνία απέναντι στο γενικό προσανατολισμό του Μπάιντεν. Δεν θα βρει κανείς μια οξεία ιδεολογική αντιπαράθεση απέναντι σε ένα πρόγραμμα που μερικά χρόνια πριν θα τους είχε βγάλει στα κεραμίδια ενάντια σε έναν κάποιο… «υφέρποντα σοσιαλισμό». 


Ο Καρλ Σμιθ, γράφοντας στο Bloomberg, υπερθεματίζει σε αυτή την ανάλυση, γράφοντας ότι οι οικονομικές προτάσεις Μπάιντεν αποτελούν «τη συνεκτική έκφραση του MAGAισμού [ΣτΜ: από το MAGA: Make America Great Again, το δόγμα Τραμπ «Να Ξανακάνουμε την Αμερική Σπουδαία»], όπως και ο ριγκανισμός αποτέλεσε τη συνεκτική έκφραση της τάσης για απορρύθμιση της εποχής Κάρτερ».[9]

 
Εθνικισμός και «ιμπεριαλιστικός κεϊνσιανισμός»


Αυτός ο βαθμός «συνέχειας» από τον Τραμπ στον Μπάιντεν αναδεικνύει και μια άλλη πτυχή της αμερικανικής οικονομικής πολιτικής: την υπεροχή στο διεθνή ανταγωνισμό ως κίνητρο. Ο «κεϊνσιανισμός» του Μπάιντεν δεν μπορεί να ιδωθεί αποκομμένος από τις εξελίξεις στο πεδίο των διεθνών σχέσεων. Όταν ο Τραμπ δήλωνε στον ΟΗΕ ότι «το μέλλον ανήκει στους πατριώτες», περιέγραφε μια γενικότερη τάση που διαμορφώνεται μέσα στους κύκλους αρχουσών τάξεων (η μετατόπιση της έμφασης από την «πολυμέρεια» και την «παγκόσμια» γλώσσα, προς το έθνος-κράτος και μια γλώσσα πιο ωμού-ειλικρινούς «εθνικού συμφέροντος»). 


Ο Ανρί Βιλνό έχει χαρακτηρίσει ως «εθνοφιλελευθερισμό» την υβριδική πολιτική που έχει παρουσιαστεί σε αυτή τη μεταβατική περίοδο: όπου ακόμα εξακολουθούν να υπάρχουν οι αναφορές στο «παγκόσμιο σύστημα», το οποίο παραμένει μια εγκατεστημένη οικονομική πραγματικότητα που είναι εξαιρετικά δύσκολο ως αμφίβολο αν μπορεί να «αντιστραφεί». Όπου όμως αναβαθμίζεται σταδιακά και η αναφορά στο «στενό» εθνικό συμφέρον, την «εθνική βιομηχανική πολιτική», τους δασμούς, τον «επαναπατρισμό» κεφαλαίων, υποδομών, θέσεων εργασίας κ.ο.κ.[10]


Καθώς ο Μπάιντεν παρουσίαζε το νομοσχέδιό του για τις υποδομές και τις θέσεις εργασίας στην ομιλία του στο Πίτσμπεργκ, ανέφερε τουλάχιστον 4 φορές τη λέξη «Κίνα», πράγμα ασυνήθιστο σε μια ανακοίνωση «εσωτερικής» οικονομικής πολιτικής. 


Κάποιες όψεις του «οικονομικού εθνικισμού» αποδεικνύεται ότι δεν αποτέλεσαν «τρέλες» του Τραμπ, αλλά κατευθύνσεις προς το συνολικό συμφέρον του αμερικανικού καπιταλισμού, παρά την αγωνία που προκάλεσαν στους πιο «παγκοσμιοποιημένους» κλάδους. Ο εμπορικός πόλεμος, μέσω δασμών, φαίνεται ότι θα παραμείνει στη θέση του -απέναντι στην Κίνα. Το σημείο όπου ίσως υπάρξει μια στροφή αποκατάστασης της «πολυμέρειας» είναι στις σχέσεις με τους παραδοσιακούς συμμάχους (ΕΕ κλπ) τις οποίες κλόνισε ο Τραμπ. 


Καθώς ένα πρόγραμμα «οικονομικού εθνικισμού» δεν μπορεί να εξαρτηθεί απολύτως από τα «κίνητρα» στους ιδιώτες, ο Μπάιντεν ενεργοποιεί το κράτος πιο αποφασιστικά, για να μπορέσει να εγγυηθεί αυτό τις αναγκαίες επενδύσεις εκσυγχρονισμού και αναβάθμισης της υποδομής του αμερικανικού καπιταλισμού, η οποία σε μεγάλο βαθμό παραμένει σε επίπεδα 20ού αιώνα. Ο Ντίλαν Ρίλεϊ, γράφοντας στο New Left Review, κάνει λόγο για έναν «νέο-εθνικιστικό νέο-κεϊνσιανισμό» στο Δημοκρατικό Κόμμα.[11] Για μια μερίδα συστημικών αναλυτών, το χαμηλό επίπεδο επενδύσεων αποτελεί μεγαλύτερο κίνδυνο «για την εθνική ασφάλεια» σε σύγκριση με το αυξημένο χρέος. Οι επενδύσεις σε υποδομές, τεχνολογία, καινοτομία, εκπαίδευση θεωρούνται κρίσιμος παράγοντας στην έκβαση του ανταγωνισμού με την Κίνα. 
Η μετεωρική άνοδος της Κίνας και η «αντοχή» που έδειξε (σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές της) σε όλα τα ταραχώδη χρόνια από το 2007 ως το 2020, είναι προφανές ότι δεν πέρασε απαρατήρητη. Το Πεκίνο καθοδηγεί ήδη ένα «υβρίδιο» νεοφιλελευθερισμού και κρατισμού, σαν αυτά με τα οποία φιλοδοξούν να πειραματιστούν πλέον πολιτικές δυνάμεις στον υπόλοιπο κόσμο. 


Στο μέτωπο των πιο «παραδοσιακών» υποδομών (λιμάνια, αεροδρόμια, σιδηροδρομικές γραμμές κ.ο.κ.), η Κίνα ήδη καθοδηγεί ένα φαραωνικό σχέδιο διασύνδεσής της με όλη την Ασία, τη Μέση Ανατολή, την Αφρική και την Ευρώπη («Μία Ζώνη – Ένας Δρόμος»). Στο κρίσιμο ζήτημα των νέων τεχνολογιών, η Κίνα κάνει βήματα προόδου που ανατρέπουν τον μέχρι πρότινος υπαρκτό καταμερισμό (αμερικανικής τεχνογνωσίας, πατεντών κλπ και κινεζικής βιομηχανικής παραγωγής) και διαμορφώνουν κινεζική «τεχνογνωσία». Η μάχη «προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων» που έχει ήδη ξεσπάσει από την Ουάσινγκτον, όσον αφορά την πρωτοκαθεδρία της «τεχνογνωσίας», είναι πιθανό να εξελιχθεί και σε ανταγωνισμό στο κομμάτι της βιομηχανικής παραγωγής, που γίνεται κρίσιμο να μπορεί να γίνεται πλέον στο εσωτερικό των ΗΠΑ. 


Ο Έντουαρντ Λούτσε, γράφει στους Financial Times ότι πρόθεση του Μπάιντεν είναι να πάει ένα βήμα πέρα από τον εμπορικό πόλεμο: «Προτιμά να απεμπλέξει την αμερικανική οικονομία από την κινέζικη, απ’ ότι να μειώσει απλά το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ». 


Αυτή η τάση, της «οικονομικής απεμπλοκής» κερδίζει έδαφος και στα δύο μεγάλα κόμματα στων ΗΠΑ, σε μια εποχή που και στο Πεκίνο καταστρώνονται «εναλλακτικά σχέδια επιβίωσης» σε ένα δυνητικό σενάριο «όπου οι Παγκόσμιες Αλυσίδες καταρρέουν».[12]

 
Στο εμβληματικό ζήτημα των δικτύων 5G, ο Λούτσε επικαλείται  δήλωση ενός πρέσβη στην Ουάσινγκτον σύμμαχης χώρας των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή: 


«Η Αμερική μας λέει να απαγορεύσουμε το Huawei. Αλλά όταν ρωτάμε πώς λένε το Αμερικάνικο αντίστοιχο δεν υπάρχει απάντηση. Η Αμερική δεν έχει Huawei. Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν;».[13]


Ακόμα και η έγνοια για μετριασμό των ακραίων ανισοτήτων, που έχουν φτάσει σε δυσθεώρητα και μη-βιώσιμα κοινωνικά ύψη, δεν είναι άσχετη με το γεωπολιτικό παιχνίδι. Το «ηγεμονικό» στοιχείο υπήρξε πάντοτε σημαντική πτυχή της προσπάθειας των ΗΠΑ για παγκόσμια πρωτοκαθεδρία. Η εικόνα που φιλοτεχνούν για τον εαυτό τους (ως «σπουδαιότερη δημοκρατία του πλανήτη», ως «γη των ευκαιριών» κ.ο.κ.) είναι σημαντικός παράγοντας διασφάλισης και της αφοσίωσης των εγχώριων υπηκόων στον «αμερικάνικο τρόπο ζωής» και της παγκόσμιας προβολής της στις άλλες χώρες. Για παράδειγμα, ο περιορισμός των πιο ανοιχτά ρατσιστικών (και αχρείαστων) πολιτικών του Τραμπ, φιλοδοξεί να κάνει τον οικονομικό εθνικισμό πιο «συμπεριληπτικό» και για αυτούς τους λόγους (που βαραίνουν πχ. στην εικόνα που αποκτούν για τις ΗΠΑ νεαροί φοιτητές του παγκόσμιου Νότου με προσδοκίες «κοινωνικής κινητικότητας»). Το ζήτημα του βιοτικού επιπέδου των κατώτερων στρωμάτων τίθεται επίσης με τέτοιους όρους. 


Ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Ομπάμα εξηγεί: 


«Η παγκόσμια επιρροή των ΗΠΑ στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στις συμμαχίες και στην φήμη της… Αν δείτε τις πρώτες 100 μέρες του Μπάιντεν, οι χειρονομίες προς τους συμμάχους και η προτεραιότητα στον εμβολιασμό και την εσωτερική οικονομική ανάκαμψη αποτελούν μια αλληλουχία. Αντιμετωπίζουμε πρώτα αυτά και μετά πάμε για τη Ρωσία και την Κίνα…». 


Και ασφαλώς, όταν πρόκειται για διεθνή ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, κανείς δε δικαιούται να ξεχνά το μιλιταρισμό, την άλλη αναγκαία όψη της ηγεμονικής «soft power». Πέρα από την αφοσίωση των υποτελών και τις οικονομικές υποδομές, χρειάζονται σε τελική ανάλυση και τα όπλα. Και δεν μπορεί να υποτιμηθεί η θέρμη με την οποία αντιμετωπίζει το Πεντάγωνο όψεις του «κεϊνσιανισμού» του Μπάιντεν, αλλά και ο ενεργός ρόλος που θα παίξει στην έρευνα, την παραγωγή (και την αξιοποίηση…) των «αποτελεσμάτων» αυτού του εκσυγχρονισμού στις υποδομές.   


Στο προσφιλές αμερικανικό χόμπι της «προεδρολογίας», ο Έντουαρντ Λούτσε συνόψισε αυτά τα κίνητρα ως εξής: 


«Οι παραλληλισμοί με “τη στιγμή του Σπούτνικ” για τον Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, όταν η εκτόξευση δορυφόρου από την ΕΣΣΔ προκάλεσε τεράστιες αμερικανικές επενδύσεις σε τεχνολογική έρευνα και ανάπτυξη (που κορυφώθηκε με το ίντερνετ) ίσως αποδειχθούν σωστοί τελικά… Η σημερινή “στιγμή Σπούτνικ” είναι η άνοδος της Κίνας του Ξι Γινπίνγκ. Ίσως ο πιο κατάλληλος ιστορικός παραλληλισμός για τον Μπάιντεν να αποδειχθεί ο Αϊζενχάουερ κι όχι ο Ρούζβελτ… Και οι δύο ανέλαβαν την κυβέρνηση στα πρώτα στάδια ενός ψυχρού πολέμου».[14] 


Ο φόβος της εξέγερσης


Το πρόγραμμα Μπάιντεν, πέρα από τις υπόλοιπες πτυχές και ανάγκες στις οποίες λογοδοτεί, διαπνέεται και από την προσπάθεια πραγματικού περιορισμού των ανισοτήτων και αντιμετώπισης φαινομένων μαζικής ακραίας φτώχειας. Τελευταίο στη σειρά -αλλά όχι σε σημασία- κίνητρο της οικονομικής πολιτικής του Λευκού Οίκου είναι η ανησυχία για τις κοινωνικές-πολιτικές επιπτώσεις που μπορεί να κυοφορεί η διαιώνιση (ή και επιδείνωση) της υπάρχουσας τραγικής κατάστασης. 


Αξίζει να θυμόμαστε ότι ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, στο πεδίο της πολιτικής, είχε ως μέριμνα να σώσει τον καπιταλισμό από τον εαυτό του και από την επανάσταση. Όπως και ότι ο Φράνκλιν Ρούζβελτ προχώρησε στο Νιου Ντιλ με αντίστοιχες ανησυχίες. Η τάση του Μπάιντεν να ανασύρει τέτοιες συνταγές δείχνει και μια πρόθεση αποκατάστασης ενός «κοινωνικού συμβολαίου», από αυτά που κουρελιάζονται τα τελευταία χρόνια και που η διάλυσή τους έχει παράξει εκρηκτικά κοινωνικά αποτελέσματα διεθνώς. Ο αυταρχισμός και η ενίσχυση της ακροδεξιάς είναι η μία εκδοχή που επιχειρεί να διασφαλίσει ότι «οι από πάνω θα συνεχίσουν να κυβερνούν» και σε συνθήκες διάρρηξης του κοινωνικού συμβολαίου. Καθώς όμως αυτή η μορφή διακυβέρνησης πυροδοτεί συγκρούσεις και έχει ρίσκα ακόμα μεγαλύτερης αναστάτωσης, θα έχει ενδιαφέρον να δούμε αν στην Ουάσινγκτον κυοφορείται η ιδέα της διακυβέρνησης με προσπάθειες αποκατάστασης των «συναινέσεων» μέσω ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου. 


Τεκμηριώνεται άραγε ένας τέτοιος φόβος, που να υποχρεώνει ένα αστικό κόμμα σε στροφή προς την κατεύθυνση επιμέρους παραχωρήσεων στους «από κάτω»; Την άνοιξη του 2020, όταν ακόμα οι καραντίνες έβαζαν στον «πάγο» την κοινωνική δραστηριότητα, άρθρο του Αντρέας Κλουθ, πολύπειρου συστημικού συντάκτη του Bloomberg, προειδοποιούσε για «εξεγέρσεις κι επαναστάσεις» που σιγοβράζουν «πίσω από τις κλειστές πόρτες της καραντίνας» και καλούσε εμμέσως σε μια καταφυγή σε σοσιαλδημοκρατικά εγχειρίδια ως μόνη λύση.[15]

 
Την ίδια περίπου περίοδο, μια ανάλυση του think tank CSIS (Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών) έγραφε ότι «ζούμε σε μια εποχή παγκόσμιων μαζικών κινητοποιήσεων που δεν έχουν ιστορικό προηγούμενο σε συχνότητα, εύρος και μέγεθος». Η ανάλυση εκτιμούσε ότι κάποια από τα μαζικά πολιτικά κινήματα που προκάλεσαν μεγαλύτερη προσοχή από τα ΜΜΕ «είναι στην πραγματικότητα τμήμα μιας δεκαετούς τάσης που αγγίζει κάθε μεγάλη κατοικημένη περιοχή του πλανήτη». Το φαινόμενο έχει μια συχνότητα «που αυξάνεται ετησίως κατά 11,5% μ.ό. από το 2009 ως το 2019» και «η ανάλυση των αιτιών αυτών των διεθνών κινητοποιήσεων δείχνει ότι αυτές θα συνεχιστούν και θα αυξηθούν το 2020 και πέρα από αυτό».[16] Τους επόμενους μήνες, υπήρξαν νέα μαζικά κινήματα κι εξεγέρσεις σε μια σειρά χώρες, πιάνοντας το νήμα του 2019 που είχε διακοπεί προσωρινά. 


Τα τελευταία χρόνια, η αστική βιβλιογραφία της σχολής των «προειδοποιήσεων» έχει πυκνώσει: «Τί Πήγε Λάθος στην Αμερική;» (Τόμας Φρίντμαν), «Η Άνοδος και η Πτώση της Αμερικανικής Ανάπτυξης» (Ρόμπερτ Γκόρντον), «Η Μεγάλη Στασιμότητα ή Η Επαναπαυμένη Τάξη» (Τάιλερ Κόουεν), «Η Υποχώρηση του Δυτικού Φιλελευθερισμού» (Έντουαρντ Λούτσε), «Πώς Πεθαίνουν οι Δημοκρατίες» (Στίβεν Λεβίτσκι και Ντάνιελ Ζίμπλατ), «Ταυτότητα: Το Αίτημα για Αξιοπρέπεια και η Πολιτική της Αγανάκτησης» (Φουκουγιάμα). 


Αντίστοιχα πύκνωσαν και οι «προειδοποιητικές», σοσιαλδημοκρατικού τύπου, παρεμβάσεις στο μεγάλο αστικό Τύπο. Λίγους μήνες μετά την πρώτη του παρέμβαση, ο Αντρέας Κλουθ επανήλθε στο Bloomberg, «δικαιωμένος» από τις εξελίξεις. Σε νέο άρθρο με τίτλο «Η κοινωνική αναστάτωση είναι η αναπόφευκτη κληρονομιά της πανδημίας» είχε πλέον παραδείγματα να στηρίξει το συλλογισμό του, με κορυφαία την εξέγερση του Black Lives Matter τον Ιούνη του 2020, το μαζικότερο κινηματικό γεγονός στην αμερικανική ιστορία (παρεμπιπτόντως, «κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου» τον Μάρτη του 2020 στις ΗΠΑ, είχε κάνει εκτεταμένη αναφορά στη φυλετική ανισότητα ως εκρηκτικό παράγοντα). 


Η νέα του παρέμβαση, το Νοέμβρη του 2020, κατέληγε δραματικά: 


«Κάποιες εξεγέρσεις θα ανατρέψουν κυβερνήσεις, άλλες θα κατασταλούν. Κάποιες θα πάρουν φωτιά σύντομα, άλλες θα σιγοβράζουν επί χρόνια. Το 1381, οι φτωχοί της υπαίθρου της Αγγλίας εξεγέρθηκαν στην λεγόμενη Εξέγερση των Αγροτών, σκοτώνοντας, λεηλατώντας και καίγοντας. Το έκαναν γιατί οι ζωές τους είχαν γίνει αβίωτες στα χρόνια μετά την άφιξη του Μαύρου Θανάτου στο νησί πριν 33 χρόνια. Και γιατί οι ελίτ δεν είχαν κάνει τίποτα έγκαιρα για να βελτιώσουν τα πράγματα».[17] 


Η προσήλωση των «ελίτ» στις ίδιες συνταγές όλα τα τελευταία χρόνια της κρίσης είχε θέσει στη σφαίρα της φαντασίας το σενάριο να σκεφτούν μια αλλαγή πλεύσης. Ωστόσο, τα Bidenomics δείχνουν ότι δεν είναι εκτός πραγματικότητας μια τέτοια εξέλιξη, ότι η πυκνότητα και ο δραματικός τόνος των προειδοποιήσεων «δικών τους ανθρώπων», όπως και τα ίδια τα γεγονότα των τελευταίων χρόνων, κάνουν σοβαρά τμήματα της αστικής τάξης να τείνουν προς τη συνειδητοποίηση ότι δεν μπορούν να συνεχίσουν να πορεύονται «αμέριμνοι» προς τα σενάρια που περιγράφουν οι προβλέψεις. 


Ο ίδιος ο Μπάιντεν, μιλώντας στους μεγαλοδωρητές του κόμματός του στη Γουόλ Στριτ το 2019, επιχείρησε να εξηγήσει το σκεπτικό πίσω από την ανάγκη κάποιων αλλαγών, μεταξύ των οποίων και η αύξηση της φορολογίας τους. Εκεί αποτυπώθηκε ο φόβος της κοινωνικής αμφισβήτησης αλλά και η πραγματική πρόθεση των πολιτικών Μπάιντεν όσον αφορά το πόσο θα θιγούν τα καπιταλιστικά συμφέροντα: 


«Όταν έχουμε ανισότητα τόσο μεγάλη όσο αυτή που επικρατεί σήμερα στις ΗΠΑ, αυτή θρέφει και αναζωπυρώνει την πολιτική αναστάτωση και βασικά την επανάσταση. Επιτρέπει στους δημαγωγούς να παρέμβουν και να κατηγορήσουν “τους άλλους”… Βαθιά μέσα σας ξέρετε όλοι τι πρέπει να γίνει. Μπορούμε να διαφωνήσουμε ως προς τα όρια. Αλλά η αλήθεια είναι ότι παίζουμε στην έδρα μας [ΣτΜ: «it’ s all within our wheelhouse», όρος του μπέιζμπολ που περιγράφει πλεονεκτική θέση, μεταφορικά περιγράφει κάτι που δεν είναι δύσκολο να γίνει]. Κανείς δε χρειάζεται να τιμωρηθεί. Κανενός το επίπεδο διαβίωσης δεν θα αλλάξει. Τίποτε δεν θα αλλάξει ουσιαστικά».[18]  


Αλλαγή υποδείγματος;


Καταγράψαμε όλα όσα θα μπορούσαν να συντείνουν σε μια αλλαγή προσανατολισμού της αμερικανικής άρχουσας τάξης, όχι για να κάνουμε την ασφαλή πρόβλεψη ότι αυτή θα είναι εμφατική και «μόνιμη» (ώστε να γίνει λόγος περί πραγματικής «αλλαγής υποδείγματος»), αλλά γιατί υπάρχει η ανάγκη να εξετάσουμε και να αναδείξουμε αυτές τις δυναμικές, ως αντίδοτο στη ράθυμη υποτίμηση. 


Επιχειρήσαμε επίσης να υπογραμμίσουμε τις πτυχές «συνέχειας» ή «ωρίμανσης» που έχουν οι πολιτικές Μπάιντεν σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, για δύο λόγους. Αφενός, γιατί αυτό ενισχύει την εκτίμηση ότι  βρίσκεται σε εξέλιξη μια «στροφή». Αποτυπώνονται διεργασίες που κυοφορούνται και ξεδιπλώνονται μέσα στο χρόνο και δεν γίνονται με την  «απόφαση» ενός προϋπολογισμού. Αφετέρου, υπογραμμίζοντας τον παρατεταμένο χαρακτήρα τέτοιων «μεταβάσεων», προκύπτει και η μεθοδολογία αντιμετώπισης των διακηρύξεων Μπάιντεν. Θα ήταν βιαστικό να συμμεριστεί κανείς τις πομπώδεις διακηρύξεις που συνοδεύουν τα μέτρα Μπάιντεν στη δημόσια συζήτηση και να βιαστεί να αποφανθεί για «ιστορική αλλαγή», έχοντας ως μοναδικό δείγμα ένα (υπό διαμόρφωση και διαρκή διαπραγμάτευση) «δημοσιονομικό πακέτο». Στο βαθμό που ξεδιπλώνεται μια στροφή στις ΗΠΑ, αυτή θα συνεχίσει να είναι «διαδικασία» της οποίας τα επεισόδια, η κατάληξη και το περιεχόμενο παραμένουν εν πολλοίς άγνωστα και θα κριθούν (όπως πάντα) από την πορεία της οικονομίας, την τοποθέτηση των κοινωνικών τάξεων, τους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες.[19]  


Πιο πολύ, πρόθεση αυτού του άρθρου αποτελεί να ανοίξει τη συζήτηση -και συγκεκριμένα να «προσκαλέσει» στο ξεδίπλωμά της, με ανοιχτά αυτιά, μάτια και μυαλά όλο το επόμενο χρονικό διάστημα.  


Η παρατεταμένη κρίση, τα διαρκή αδιέξοδα του νεοφιλελευθερισμού, η εκρηκτική κοινωνική αναστάτωση, η όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, αλλά και η απουσία αξιόπιστων ή δοκιμασμένων εναλλακτικών στρατηγικών για την άρχουσα τάξη, έχουν οδηγήσει σε μια «υβριδική» εποχή, όπου η μέχρι πρότινος «συμβατική» εκδοχή του καπιταλισμού πνέει τα λοίσθια, αλλά δεν έχει ακόμα αναδειχθεί αυτό που θα την αντικαταστήσει.[20] 


Η γέννηση ενός «νέου υποδείγματος» θα κριθεί από πολλούς παράγοντες, ενώ η τάση να συνεχιστεί η «πεπατημένη» παραμένει ισχυρή. Εκδηλώνεται η «δύναμη της αδράνειας», όχι αφηρημένα, αλλά γιατί αφορά το εγκαθιδρυμένο «modus operandi» μεγάλων τμημάτων της οικονομικής ελίτ και τη διαμόρφωση και συγκρότηση των πολιτικών εκπροσώπων της εδώ και δεκαετίες. 


Αυτή η τάση εμφανίζεται και στις ΗΠΑ. Είναι ενδεικτική η αντίσταση που προβάλει σοβαρό τμήμα του Δημοκρατικού Κόμματος σε διάφορες πτυχές του προγράμματος Μπάιντεν, ειδικά σε «θέσφατα» της νεοφιλελεύθερης περιόδου όπως η φορολόγηση του κεφαλαίου ή το ύψος του κατώτατου μισθού. Η αύξηση του κατώτατου μισθού τελικά δεν συμπεριλήφθηκε στο «πακέτο» Μπάιντεν, ενώ στο ζήτημα της φορολόγησης των επιχειρήσεων, πυκνώνουν οι παρεμβάσεις όπως της Σούζαν Κλαρκ (Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο) ότι «Η ιδέα ότι θα τιμωρήσουμε τους ανθρώπους που επενδύουν μου φαίνεται εξωφρενική. Δεν πιστεύω ότι μπορεί να περάσει από το Κογκρέσο και θα φροντίσουμε να το διασφαλίσουμε αυτό», ενώ στο χώρο των «λομπιστών» κυριαρχεί η εκτίμηση ότι «Η κυβέρνηση κινείται επιθετικά, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι το Κογκρέσο τελικά θα αποδειχθεί εξίσου επιθετικό. Μάλλον θα υπάρξει τροποποίηση όσων θα εφαρμοστούν τελικά».[21]  (καθώς το «Κ» πήγαινε στο τυπογραφείο, αυτές οι «υπόγειες» εκτιμήσεις έρχονταν στην επιφάνεια, με τις φήμες να λένε ότι ο Μπάιντεν αναζητά «συμβιβασμό» που δεν θα αυξάνει τους φόρους).


Αυτή η τάση εμφανίζεται όμως ακόμα πιο ισχυρή διεθνώς. Την ώρα που ο Μπάιντεν διακηρύσσει δημόσια ότι «τα trickle down economics δεν λειτουργούν» (μια βαρυσήμαντη αποκήρυξη της νεοφιλελεύθερης θεωρίας ότι ενισχύοντας τους καπιταλιστές στη συνέχεια ο πλούτος τους «διαχέεται προς τα κάτω» αυτομάτως), η Μέρκελ καταφεύγει στα «βασικά» του κυρίαρχου δόγματος για να αντισταθεί στην άρση των πατεντών στα εμβόλια, ισχυριζόμενη ότι «τίποτε δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς το κίνητρο του κέρδους». Αν δει κανείς συνολικότερα τις πολιτικές της ΕΕ, εντοπίζει αυτό που εύστοχα συνόψισε ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου ως «Ο ριγκανισμός πεθαίνει στις ΗΠΑ, επιβιώνει στην Ευρώπη».[22]  


Δεν είναι απλά η «δύναμη της αδράνειας». Είναι και οι οικονομικές δυνατότητες ή ανάγκες της κάθε καπιταλιστικής οικονομίας, οι πολιτικές συνθήκες σε κάθε χώρα, όπως και η ταξική αγωνιστικότητα (και οι ειδικές ανάγκες/επιλογές αντιμετώπισής της από την εκάστοτε άρχουσα τάξη) που διαμορφώνουν τις οικονομικές στρατηγικές. Με αυτή την έννοια, ακόμα κι αν τεκμηριωθεί κατά την πορεία των εξελίξεων μια στροφή «βάθους» και «διάρκειας» στις ΗΠΑ, η «εξαγωγή» της δεν θα είναι καθόλου «αυτόματη» διαδικασία.


Τεράστια τμήματα του παγκόσμιου «Νότου» είναι πολύ πιθανό να παραμείνουν έξω από αυτές τις αναζητήσεις. Αυτήν τη στιγμή δείχνει πιο ασφαλής η πρόβλεψη ότι θα ενταθεί η τάση αύξησης των ανισοτήτων (στο εσωτερικό τους μεταξύ πλούσιων και φτωχών και συνολικά ως χώρες απέναντι στις ανεπτυγμένες οικονομίες). Ο Μάρτιν Γουλφ γράφει στους Financial Times, σχολιάζοντας τη διεθνή ανάκαμψη: «Αυτοί που είχαν, θα τους επιστραφούν. Αλλά αυτοί που δεν είχαν, θα χάσουν κι αυτά τα λίγα που είχαν πριν». 


Στο άρθρο του («η οικονομική ανάκαμψη κρύβει τους κινδύνους ενός διαιρεμένου κόσμου») υπενθυμίζει ότι τα 2/3 του παγκόσμιου πληθυσμού ζουν στις χώρες που αντιμετωπίζουν ζοφερές προοπτικές, υπογραμμίζει την αργή κι αδύναμη ανάπτυξη που περιμένει τις «οικονομίες που εξαρτώνται από τα ταξίδια και τον τουρισμό» και προειδοποιεί ότι «δεν θα ήταν σοφό να πάρουμε ως δεδομένες τις προβλέψεις για ισχυρή ανάκαμψη στις αναπτυγμένες οικονομίες». Ενώ σημειώνει ότι πιθανά προβλήματα μπορεί «να υποχρεώσουν τις πολιτικές ηγεσίες να πατήσουν τα φρένα [σσ: στη σημερινή επεκτατική πολιτική χαλάρωσης] και αυτό ίσως θα προκαλέσει κρίσεις χρέους στους πιο αδύναμους δανειζόμενους και στο εσωτερικό και διεθνώς»…[23]


Στην Ευρώπη, η δημόσια συζήτηση περί κεϊνσιανών συνταγών παραμένει στο επίπεδο των «νύξεων» και κάποιων γενικόλογων «προβληματισμών» που θυμίζουν το σχετικό «προδρομικό στάδιο» που πέρασαν οι ΗΠΑ έως ότου αρχίσει να «αποκρυσταλλώνεται» η συζήτηση επί οικονομικών στρατηγικών και να γίνουν κάποια βήματα εφαρμογής τους. Αλλά πάντοτε ο «άνεμος» που φυσάει στις ΗΠΑ επηρεάζει την Ευρώπη και ίσως τα πεπραγμένα Μπάιντεν «επιταχύνουν» τις σχετικές διεργασίες με ρυθμούς πιο γρήγορους από τη «μακρά ωρίμανση» που προηγήθηκε στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. 


Στα καθ’ ημάς, τα ενδεχόμενα αυτά μοιάζουν ακόμα πιο μακρινά. Γράφοντας ότι ο ριγκανισμός «πεθαίνει στις ΗΠΑ, επιβιώνει στην Ευρώπη», ο Π. Παπακωνσταντίνου συμπληρώνει σωστά ότι «βασιλεύει στην Ελλάδα».[24] Η φύση και η θέση του ελληνικού καπιταλισμού, αλλά και το πολιτικοκοινωνικό «φεγγάρι» που διανύουμε, δεν συνηγορούν σε τέτοιες αλλαγές κατεύθυνσης στο ορατό μέλλον. Αν και η «κωλοτούμπα» Μητσοτάκη στο ζήτημα της πατέντας στα εμβόλια, από την περήφανα φιλελεύθερη χλεύη του «κρατικισμού» όταν τέθηκε από την αντιπολίτευση, στην υιοθέτηση της πρότασης ως «δικής του» όταν αυτή ήρθε από τον Τζο Μπάιντεν, ίσως λειτουργεί προειδοποιητικά για τις πιέσεις που μπορεί να ασκήσει στις «τακτοποιήσεις» του ελληνικού πολιτικού συστήματος ο άνεμος που φυσάει από τη μεριά του Ατλαντικού…


Αριστερά


Στην αμερικανική αντικαπιταλιστική Αριστερά, τώρα ανοίγει η συζήτηση για τις τακτικές απέναντι στο νέο φαινόμενο. 


Ο Άσλεϊ Σμιθ, γράφοντας για την εξωτερική πολιτική Μπάιντεν («Η Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται») είχε εντοπίσει προδρομικά την «οικονομική-εσωτερική» πτυχή της που ξεδιπλώνεται σήμερα, όταν στην κατακλείδα του άρθρου του, καλούσε προληπτικά: 


«Πρέπει να εναντιωθούμε στην προσπάθεια της διακυβέρνησης Μπάιντεν να αποκαταστήσει τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Ιδιαίτερα, δεν πρέπει να τσιμπήσουμε στην προσπάθεια του Μπάιντεν να συνδυάσει ένα εγχώριο πρόγραμμα δημιουργίας θέσεων εργασίας στις υψηλές τεχνολογίες με την αναδιάρθρωση του αμερικανικού στρατού ώστε να αντιμετωπίσει την Κίνα».[25]


Το ζήτημα του διεθνισμού και του αντι-ιμπεριαλισμού αναδεικνύεται σε κομβικό και σε αυτό το πεδίο, αξίζει να παραθέσουμε την κατακλείδα ενός πρόσφατου άρθρου της Σούζαν Γουότκινς στο New Left Review: 


«Πολιτικά, οι Δημοκρατικοί έχουν διαψεύσει τις προβλέψεις ότι ο Μπάιντεν θα αντιμετώπιζε την ανταρσία μιας απείθαρχης Αριστεράς. Από την Αλεξάντρα Οκάσιο-Κορτέζ ως τον Ντέιβιντ Σιρότα, οι αριστεροί επικριτές έχουν εστιάσει στο μέγεθος των πακέτων -δεν είναι αρκετό- αντί για τον χαρακτήρα “ανταγωνισμού με την Κίνα” που έχουν. Η λογική θυμίζει τον σοσιαλ-ιμπεριαλισμό του Μπερνστάιν στα 1900: εφόσον η εγχώρια εργατική τάξη τα πάει καλά, ποιος νοιάζεται για τις δυναμικές που καθοδηγούν αυξανόμενες εντάσεις με τους διεθνείς αντιπάλους; Καθώς το μέγεθος και το εύρος της αριστερόστροφης στροφής του αφηγήματος του Μπάιντεν υπήρξε τόσο αιφνιδιαστικό και απροσδόκητο, θα ήταν άδικο να τους κακολογήσουμε για αυτή την αντίδραση. Αλλά αυτή είναι η πρόκληση που θέτει η διακυβέρνηση Μπάιντεν στην αμερικανική αναπτυσσόμενη Αριστερά: το λεπτό και δύσκολο καθήκον να αντιμετωπιστεί ο εθνικός-ιμπεριαλιστικός τρόπος σκέψης για την Κίνα με νέες μορφές διεθνούς αλληλεγγύης».[26]  


Μια άλλη πτυχή των πρώτων επεξεργασιών για τις ανάγκες αντιπαράθεσης με το Δημοκρατικό Κόμμα, αφορά την ανάγκη επιμονής στη «μεγάλη εικόνα». Μια «διεύρυνση των οριζόντων» του κινήματος όσον αφορά τις προσδοκίες και τις απαιτήσεις του. Το πρόγραμμα Μπάιντεν μοιάζει «γενναιόδωρο» όταν συγκρίνεται με όσα ίσχυαν μέχρι πρότινος. Αλλά αποδεικνύεται «λίγο» αν συγκριθεί με το μέγεθος του διαθέσιμου πλούτου (στα χέρια του πλουσιότερου 10% ή και του 1%) και την έκταση της φτώχειας στις τάξεις αυτών που παράγουν όλο αυτό τον πλούτο. 


Σε ένα πρόσφατο άρθρο του για την ανισότητα πλούτου, ο Μάικλ Ρόμπερτς αναδεικνύει μια δραματική εικόνα. Η κατοχή οικονομικού πλούτου (μετοχές, ομόλογα, συνταξιοδοτικό κεφάλαιο, μετρητά κ.λπ.) είναι απίστευτα μειοψηφική υπόθεση. Το πλουσιότερο 10% των νοικοκυριών στις ΗΠΑ κατέχει το 87% όλων των μετοχών και των αμοιβαίων κεφαλαίων που κατέχονται γενικά από αμερικανικά νοικοκυριά. Τα μισά νοικοκυριά δεν έχουν καθόλου χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. Η κατακλείδα του άρθρου έχει μια πολύτιμη υπενθύμιση: 


«Η συγκέντρωση του πραγματικού πλούτου αφορά στην ιδιοκτησία του παραγωγικού κεφαλαίου, των μέσων παραγωγής και της χρηματοδότησης. Είναι το μεγάλο κεφάλαιο (χρηματοδότηση και επιχειρήσεις) που ελέγχει τις επενδύσεις, την απασχόληση και τις χρηματοοικονομικές αποφάσεις του κόσμου… Αυτή είναι η ανισότητα που έχει σημασία για τη λειτουργία του καπιταλισμού -η συγκεντρωμένη δύναμη του κεφαλαίου. Με δεδομένο ότι η ανισότητα του πλούτου πηγάζει από τη συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και χρηματοδότησης στα χέρια μερικών και επειδή αυτή η δομή ιδιοκτησίας παραμένει ανέγγιχτη, τυχόν αυξημένοι φόροι επί του πλούτου δεν θα επαρκούν για μία αμετάκλητη αλλαγή στην κατανομή του πλούτου και του εισοδήματος στις σύγχρονες κοινωνίες».[27]


Υπό αυτό το πρίσμα, η πολιτική Μπάιντεν αναδεικνύεται στα πραγματικά της μεγέθη. Σε έναν κόσμο που ακολουθεί αυτό που ο Νουριέλ Ρουμπινί έχει περιγράψει ως «ανάπτυξη σχήματος Κ» (με το «πάνω πόδι» να αφορά τη θέση των καπιταλιστών και το «κάτω πόδι» τη θέση των εργαζομένων), ο Μπάιντεν ανεβάζει λίγο προς τα πάνω το κάτω πόδι και χαμηλώνει λίγο το πάνω. Μειώνει το μέγεθος και το ρυθμό της απόκλισης, αλλά δεν αντιστρέφει την τάση.    


Αυτές οι επισημάνσεις έχουν αξία, καθώς έχουμε περάσει από δεκαετίες αμυντικών αγώνων από όλο και χειρότερες θέσεις, όπου φυσιολογικά τα αντίστοιχα αιτήματα που διαμορφώνονταν έχουν προκαλέσει ένα χαμήλωμα του πήχη των προσδοκιών και περιορισμό των οριζόντων. Είναι εντυπωσιακό ότι ανέλαβε να αποκαταστήσει την πραγματικότητα ο Geoff Mann, στο... Foreign Policy. Σε άρθρο με τίτλο «Ο μεγαλύτερος ήρωας του σοσιαλισμού είναι ένας αστός Βρετανός καπιταλιστής», ξεκινάει γράφοντας για την έκπληξη που θα αισθανόταν ο Κέινς αν επέστρεφε στη ζωή σήμερα, «που στον αγγλόφωνο κόσμο, το όνομά του έχει συνδεθεί με το αριστερό άκρο του πολιτικού φάσματος». Υπενθυμίζει τη ρητή τοποθέτηση του ίδιου του Κέινς «Ο ταξικός πόλεμος θα με βρει στην πλευρά της μορφωμένης αστικής τάξης» και σχολιάζει όσον αφορά τους νεότερους αριστερούς ακτιβιστές που τείνουν να ταυτίζονται με τις οικονομικές του προτάσεις:

 
«Όχι ότι αυτοί οι νέοι δεν είναι ειλικρινείς ριζοσπάστες. Κάποιοι από αυτούς αρθρώνουν μια εκλεπτυσμένη μορφή σοσιαλιστικής πολιτικής στηριγμένη στις ιδέες του Μαρξ, του Αντόνιο Γκράμσι, της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Αλλά η ακραία ατομικιστική, υπέρ της αγοράς και όλο και πιο αδίστακτη οικονομική σκέψη που έχει κυριαρχήσει στο δημόσιο διάλογο στις ΗΠΑ από πριν ακόμα γεννηθούν, έχει κάνει τον κεϊνσιανισμό, που κάποτε έδειχνε εύλογα μη-ριζοσπαστικός στους παππούδες τους, να μοιάζει ριζοσπαστικός. Δεν φταίνε οι ίδιοι…».[28] 


Όπως εξηγεί και η Σούζαν Γουότκινς, για να γίνει καθαρό το στίγμα και το πρόσημο της συζήτησης περί «απομάκρυνσης από το νεοφιλελευθερισμό», χρειάζεται να ξεκαθαριστεί πρώτα ένα σημείο: 


«Η χρήση μιας αρκετά αφηρημένης εκδοχής της έννοιας του νεοφιλελευθερισμού ως συνώνυμο του καπιταλισμού, αβλαβής στην φρασεολογία της καθημερινής πολιτικής… θολώνει το γεγονός ότι υπάρχουν πρακτικές που μπορούν να είναι μετα-νεοφιλελεύθερες αλλά να παραμένουν καπιταλιστικές».[29] 


Το ερχόμενο διάστημα στις ΗΠΑ, θα είναι καθοριστικής σημασίας οι προσπάθειες όσων θα αγωνιστούν για να κερδηθεί τμήμα των πρωτοποριών της «νέας Αριστεράς» σε αυτές τις ιδέες. Είναι ένας από τους παράγοντες που θα κρίνει τη μορφοποίηση και την κατεύθυνση που θα πάρει αυτή η θολή «δημοφιλία του σοσιαλισμού». 


Η Σέρι Γουλφ σκιαγραφεί μια καταρχήν μεθοδολογία, με κάποιες κρίσιμες υπενθυμίσεις: 


«Η διάχυτη ανακούφιση, ή και ο ενθουσιασμός, στις γραμμές της πλατιάς Αριστεράςγια το πίβοτ προς κεϊνσιανά μέτρα μαζικών δημόσιων δαπανών για την τόνωση της καταναλωτικής ζήτησης και της απασχόλησης είναι κατανοητή, με δεδομένους τους υψηλούς δείκτες ανεργίας και την καταστροφική κατάσταση των υποδομών στις ΗΠΑ. Αλλά αντί να χειροκροτάμε αυτή τη στροφή -ή να την περιφρονούμε, για όσους-ες έχουν αυτή την τάση- νομίζω ότι πρέπει να συγκεντρωθούμε στο πώς το εργατικό κίνημα και η Αριστερά μπορούν να πατήσουν πόδι και να αγωνιστούν για δομικές αλλαγές. Χρειάστηκε ένας παγκόσμιος πόλεμος που κατέστρεφε κεφάλαια στο μισό πλανήτη και σκότωσε 55 εκατομμύρια ανθρώπους για να τερματιστεί η Μεγάλη Ύφεση, και όχι μαζικές δαπάνες σε δημόσια έργα, κάτι που παραδέχθηκε και ο ίδιος ο Κέινς. Οι στρατηγικές που θα αναπτύξουμε σε αυτή τη νέα εποχή δημοσίων δαπανών χρειάζεται να ενσωματώνουν αιτήματα για δομικές αλλαγές και μια διεθνιστική ματιά και αλληλεγγύη με τους λαούς που Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι στιγματίζουν και τους επιτίθενται. Για παράδειγμα, πρέπει ταυτόχρονα να αγωνιστούμε και για τις ζωές μας και για να αποτρέψουμε έναν πόλεμο με την Κίνα, ως πιθανή έκβαση αυτής της εποχής».[30] 


Σε μερίδα του φιλελεύθερου Τύπου, οι πανηγυρισμοί για το προοδευτικό περιεχόμενο των μέτρων Μπάιντεν, συνδέονται με μια αγαλλίαση για την «επιστροφή της ηρεμίας», μετά από «μια τετραετία εξουθενωτικών για τη χώρα συγκρούσεων». Οι σύντροφοι και οι συντρόφισσές μας έχουν να εργαστούν στην αντίθετη κατεύθυνση. 


Όπως υπενθυμίζει ο τίτλος πρόσφατου άρθρου του Σιν Λάρσον για τις εργατικές κατακτήσεις της εποχής του Νιου Ντιλ του Ρούζβελτ: 


«Όλες οι καλές κοινωνικές αλλαγές προήλθαν από τη μαζική αναστάτωση».[31]


Σημειώσεις
1. Για μια πιο αναλυτική παρουσίαση του «πακέτου διάσωσης» και μια τεκμηριωμένη κριτική της ανεπάρκειάς του σε σχέση με τα οικονομικά μεγέθη στις ΗΠΑ, βλ. Ben Hillier, «How ‘transformational’ are Biden’s policies, really?», στο redflag.org.au


2. Eric Levitz, «The Good, the Bad, and the Odd in Biden’s Stimulus Plan», στο New York Magazine και Anton Jager και Daniel Zamora, “Welfare without the welfare state”: the death of the postwar welfarist consensus, στο newstatesman.com


3. Ο τίτλος του σχετικού άρθρου, βλ. τεύχος 15 στο περιοδικό «Κόκκινο»


4. «A new Washington consensus is born», Martin Sandbu, Financial Times


5. «IMF and debt: a new consensus?», στο προσωπικό μπλογκ του Μάικλ Ρόμπερτς, thenextrecession.wordpress.com


6. «Greens freshen air of stale German politics», στους Financial Times, με υπογραφή «της σύνταξης». 


7. Παρατίθεται από τον Edward Luce στο «The first 100 days: just how radical is Joe Biden?», στους Financial Times


8. Ross Douthat, «What Bidenism owes to Trumpism», στους New York Times


9. Karl W. Smith, «How Trump Set Up Biden for Success», στο Bloomberg.com


10. Βλ. «Η επερχόμενη κρίση και η άνοδος του “εθνικο-φιλελευθερισμού”» στο τεύχος 14 του περιοδικού «Κόκκινο»


11. Dylan Riley, «Faultlines», New Left Review 126 (Nov/Dec 2020)


12. Για μια αναλυτική παρουσίαση του «σχεδίου Β» της Κίνας, βλ. «China’s Radical New Vision Of Globalization», του James Crabtree, στο noemamag.com


13. Όλες οι αναφορές στον Λούτσε είναι από το «The first 100 days: just how radical is Joe Biden?» στους Financial Times. 


14. ό.π.


15. Andreas Kluth, «This Pandemic Will Lead to Social Revolutions», στο Bloomberg.com, διαθέσιμο και στα ελληνικά στο Rproject.gr με τίτλο «Το Bloomberg προειδοποιεί για “κοινωνικές επαναστάσεις”».


16. Ολόκληρη η έρευνα διαθέσιμη για κατέβασμα στο «The Age of Mass Protests: Understanding an Escalating Global Trend», στο csis.org


17. Andreas Kluth, «Social Unrest Is the Inevitable Legacy of the Covid Pandemic», στο Bloomberg.com


18. Πολλοί αρθρογράφοι της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς είχαμε εστιάσει κι αναπαράξει αποσπασματικά τη φράση «Τίποτα δεν θα αλλάξει ουσιαστικά». Είχε αγνοηθεί ή υποτιμηθεί το πολύ διαφωτιστικό κομμάτι που προηγούταν της επίμαχης αποστροφής. Το ανέσυρε πρόσφατα η Σούζαν Γουότκινς στο «Paradigm Shifts», στο New Left Review 128 (Mar/Apr 2021). 


19. Ο Λανς Σέλφα, στο «Biden’s first 100 days: An assessment», στο internationalsocialism.net θέτει εύστοχα και αυτό τον παράγοντα στη συζήτηση. Την απίστευτη ταχύτητα με την οποία άρχισαν οι βαρύγδουπες «αποτιμήσεις» της «εποχής Μπάιντεν», ενώ βρισκόμαστε στις πρώτες 100 μέρες μιας 4ετούς θητείας. Το άρθρο αξίζει να διαβαστεί γενικότερα.


20. Ο Jordan Humphreys είχε ανοίξει αυτή τη συζήτηση που ξεπερνά τις ιδιαίτερες αμερικανικές συνθήκες και τις πολιτικές Μπάιντεν, με το «Conventional Capitalism is Dying: Covid-19, recession and the return of the state», στο Marxist Left Review No 19, το καλοκαίρι του 2020. Έχει ενδιαφέρον ως συμβολή στον ευρύτερο διάλογο για τις προοπτικές του παγκόσμιου καπιταλισμού, τους όρους με τους οποίους μπορεί να γίνει η συζήτηση περί μετάβασης σε κάτι πέρα από το νεοφιλελευθερισμό, τα πιθανά περιεχόμενα και όρια μιας τέτοιας μετάβασης κ.ο.κ.


21. Βλ. ενδεικτικά, «Democrats are among the doubters of Biden’s plan to tax the rich», στους Financial Times, όπου παρουσιάζονται οι εσωκομματικές ενστάσεις στη φορολόγηση των πλουσίων. 


22. Βλ. Πέτρο Παπακωνσταντίνου, «Ο Μπάιντεν, η Μέρκελ και ο Μητσοτάκης», στο προσωπικό του μπλογκ, ppapacon.blogspot.gr


23. Martin Wolf, «Economic recovery masks the dangers of a divided world», στους Financial Times.


24. «Ο Μπάιντεν, η Μέρκελ και ο Μητσοτάκης», ό.π. 


25. Ashley Smith, «The Empire Strikes back», στο tempestmag.org. 


26. Susan Watkins, «Paradigm Shifts», New Left Review 128 (Mar/Apr 2021). 


27. «Wealth inequality», στο προσωπικό μπλογκ του Μ. Ρόμπερτς, thenextrecession.wordpress.com. Διαθέσιμο στα ελληνικά στο Rproject.gr, με τίτλο «Ανισότητα του πλούτου»


28. Geoff Mann, «Socialism’s biggest hero is a bourgeois British capitalist», στο Foreign Policy.


29. Susan Watkins, «Paradigm Shifts», New Left Review 128 (Mar/Apr 2021).


30. Ανάρτηση στα κοινωνικά δίκτυα. Πέρα από την πολιτική τακτική που σκιαγραφεί, είναι πολύτιμη η υπενθύμιση του πώς πραγματικά ξεπεράστηκε η κρίση του ’30…


31. Sean Larson, «All Good Social Change Comes from Mass Disruption», στο rampantmag.com 

Συντάκτης
Πάνος Πέτρου