Τα μαθήματα της Κομμούνας και η Αριστερά

Παναγιώτης Λίλλης
Ημερ.Δημοσίευσης

Το άρθρο παρουσιάζει το διάλογο και τις διαμάχες μεταξύ αγωνιστών και ρευμάτων της εποχής μετά την Κομμούνα, με «κέντρα» τη διαφωνία μαρξιστών-αναρχικών και την αντιπαράθεση των Μπολσεβίκων με τον Κάουτσκι.  

Κομμούνα 1871

Η Κομμούνα γεννήθηκε μέσα από έναν πόλεμο και μια ήττα: ο γαλλοπρωσικός πόλεμος[1] 1870-71 ήταν η μήτρα της.


Η πολιορκία του Παρισιού και η πείνα, η διάλυση και η ταπείνωση του γαλλικού στρατού, η κατάρρευση της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας(1852-70),[2] η κρίση του γαλλικού πατριωτισμού σαν ιδεολογία συνοχής της κοινωνίας, ο εξοπλισμός και η συγκρότηση της εθνοφρουράς σαν τελευταία γραμμή άμυνας αποτέλεσαν το γενικό φόντο των εξελίξεων που θα ακολουθούσαν. Η νέα κυβέρνηση Eθνικής Άμυνας ανέδειξε σχεδόν αμέσως σαν κύριο εχθρό το οπλισμένο και προλεταριακό Παρίσι και δεύτερο εχθρό τους Πρώσους. Και οι διαπραγματεύσεις παράδοσης στον Βίσμαρκ,[3] που ακολούθησαν, κυριαρχήθηκαν απ’ αυτό το πνεύμα. Όμως κάτω από την πολιτική επιφάνεια των γεγονότων είχαν αναδειχθεί δύο αντίθετοι κοινωνικοί πόλοι: η αριστοκρατία της γης και του χρήματος απ’ την μια και το παρισινό προλεταριάτο με τη μεγάλη πλειοψηφία των μικροαστικών μαζών της πόλης απ’ την άλλη. Σε γενικές γραμμές αυτά ήταν ό,τι προηγήθηκε της Κομμούνας. 


Η ιστορία της Κομμούνας άρχισε όταν η κυβέρνηση της ολιγαρχίας προσπάθησε να κλέψει τα κανόνια της εθνοφρουράς (τα περιβόητα κανόνια της Μονμάρτης), για να αφοπλίσει ουσιαστικά και να ταπεινώσει ηθικά το Παρίσι. Συνάντησε όμως μπροστά της την αυθόρμητη και αγανακτισμένη έκρηξη των μαζών, που κατάλαβαν πολύ καθαρά τον κίνδυνο και την απειλή. Έτσι εγκατέλειψε το Παρίσι τρέχοντας. Ήταν 18 του Μάρτη του 1871. Το κενό κάλυψε γρήγορα η συγκρότηση της Κομμούνας μέσα από γενικές εκλογές στα διαμερίσματα του Παρισιού.
 Η Κομμούνα δεν ήταν προσχεδιασμένη. Aντίθετα ήταν παντελής η έλλειψη οποιασδήποτε προετοιμασίας όλων των πολιτικών της τάσεων, των γιακωβίνων,[4] των μπλανκιστών[5] και των σοσιαλιστών.[6] Παρόλα αυτά προχώρησε άμεσα σε κυβερνητικά και κοινωνικά μέτρα (κατάργηση του μόνιμου στρατού και της μόνιμης υπαλληλοκρατίας, διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους, εκλογή και ανάκληση σε κάθε δημόσιο αξίωμα, οργάνωση των πολιτών σε κομμούνες, κατάργηση της νυκτερινής εργασίας, υπαγωγή σε εργατικό έλεγχο των εργαστηρίων που εγκαταλείφθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους, αναστολή όλων των χρεών κλπ). Αυτά τα μέτρα της χάρισαν τον τίτλο να λέγεται εργατική και λαϊκή κυβέρνηση και γι’ αυτά τα μέτρα υποστηρίχτηκε αυθόρμητα και με πάθος από τις εργαζόμενες μάζες. Τι σήμαινε αυτό; Σήμαινε ότι ερχόταν στην πράξη σε μετωπική σύγκρουση με την κυβέρνηση, όχι τόσο για τα κανόνια της Μονμάρτης, αλλά για αυτό που πραγματικά ήταν: η πρώτη προσπάθεια εργατικής χειραφέτησης…


Λίγο πριν το τέλος, στις 28 Μάη, στην Κομμούνα είχε μείνει πιστό το προλεταριάτο και τα πιο φτωχά μικροαστικά στρώματα, το λεγόμενο Κόκκινο Κόμμα. Το αντίπαλο κόμμα, το Κόμμα του Νόμου και της Ηθικής είχε κατορθώσει να συσπειρώσει γύρω από την αριστοκρατία του πλούτου όχι μόνο την αγροτιά (που αποτελούσε το 65% του γαλλικού πληθυσμού) αλλά και όλους τους «δημοκράτες πατριώτες» και τους μικρούς καπιταλιστές της πρωτεύουσας. Και ενάντια στην εθνοφρουρά του Παρισιού εξόρμησε ο ξεφτιλισμένος απ’ τους Πρώσους γαλλικός στρατός, με όλους τους στρατηγούς του, που επιτέλους θα κατακτούσαν τα μετάλλια της ανδρείας τους απέναντι στους πεινασμένους εξεγερμένους πολίτες του Παρισιού. Και πιο πίσω ακόμη στεκόταν σε ετοιμότητα ο ίδιος ο πρωσικός στρατός, δείχνοντας τους στενούς δεσμούς αλληλεγγύης που ενώνουν τους άρχοντες μεταξύ τους όταν βρεθούν αντιμέτωποι με τον εργατικό-λαϊκό κίνδυνο…


Η συντριβή της Κομμούνας δεν έπρεπε να είναι μόνο παραδειγματική. Έπρεπε επιπλέον να εκμηδενιστεί μια ολόκληρη επαναστατική πρωτοπορία, που αναπτύχθηκε πολιτικά ανάμεσα στην επανάσταση του 1848 και την Κομμούνα του 1871, και επηρεαζόταν όλο και περισσότερο από την Πρώτη Διεθνή.[7] Ο Καβαϊνιάκ,[8] ο χασάπης της Κομμούνας, εκτέλεσε αυτό το σχέδιο με μεγάλη επιτυχία… τουλάχιστον 30.000 νεκροί, και αναρίθμητες χιλιάδες τραυματίες, ακρωτηριασμένοι, εκτελεσμένοι και αιχμάλωτοι σε φυλακές και γαλέρες, ήταν το τίμημα. Το εργατικό κίνημα στη Γαλλία δέχτηκε ένα πλήγμα που το έθεσε εκτός μάχης ουσιαστικά για τα επόμενα 30-35 χρόνια.[9]


Με πολύ γενικούς όρους, αυτό είναι το ιστορικό υπέδαφος των διαμαχών για την Κομμούνα. Όπως πάντα, κάθε συζήτηση και έρευνα για την Κομμούνα, ιδιαίτερα της φετινής επετείου των 150 χρόνων, διεξάγεται με το πνεύμα της εποχής της. Και η σημερινή εποχή είναι εποχή κρίσης και αστάθειας, ακραίας πόλωσης και πολέμων. Είναι εποχή που η στρατηγική διεκδικεί τα δικαιώματα της. Και ισχυριζόμαστε ότι τα ερωτήματα «τι ήταν η Κομμούνα» και «γιατί νικήθηκε» είναι τα κρίσιμα ερωτήματα.


Μαρξισμός και αναρχισμός


Για τον Μαρξ, η Κομμούνα αποτέλεσε μια μεγάλη τομή. Η πρώτη βασική θέση του Μαρξ για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης ήταν η πεποίθηση ότι η κατάληψη της κρατικής εξουσίας από το προλεταριάτο ήταν αναπόφευκτη αναγκαιότητα. Ήταν ένα συμπέρασμα που ήταν προϊόν της ιστορικής ανάλυσης που είχε κάνει. Το κράτος σαν ιδιαίτερος και ξεχωριστός μηχανισμός βίας προερχόταν απ’ τους ταξικούς ανταγωνισμούς στις διάφορες κοινωνίες και ήταν το όργανο της κυρίαρχης κάθε φορά τάξης (κράτος των δουλοκτητών, κράτος των φεουδαρχών, κράτος της αστικής τάξης). Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο το προλεταριάτο χρειαζόταν το κράτος. Αυτή η θέση όμως δεν απαντούσε στο ερώτημα τι είδους κράτος χρειαζόταν… Όλα αυτά ίσχυαν μέχρι το 1848.


Οι επαναστάσεις του 1848 σάρωσαν σχεδόν όλη την Ευρώπη. Ήταν το δημοκρατικό κύμα της ανερχόμενης αστικής τάξης, ενάντια στις αντιδραστικές μοναρχίες και στην εθνική καταπίεση. Ταυτόχρονα ήταν η πρώτη ανεξάρτητη πολιτική δράση του προλεταριάτου (η εξέγερση του Ιούνη στο Παρίσι).[10] Αυτό ήταν και ένα καθοριστικό γεγονός για την έκβαση του 1848. Η δημοκρατική αστική τάξη διαισθάνθηκε αμέσως τον κίνδυνο που προερχόταν απ’ τα κάτω, όσο θα οξυνόταν η αντίθεση με την απολυταρχία. Και έτσι ήρθε σε συμβιβασμό με τις μοναρχικές δυνάμεις, κλείνοντας τα ρήγματα μεταξύ των τάξεων της ιδιοκτησίας.


Από τότε, ο κύριος άξονας των ταξικών ανταγωνισμών δεν ήταν πια μεταξύ μεγάλων γαιοκτημόνων (που υποστήριζαν τη μοναρχία) και καπιταλιστών αλλά μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Και πάνω σ’ αυτή τη βάση, οι επαναστάσεις του 1848 προκάλεσαν μεγάλες ανακατατάξεις στα κράτη. Η αστική τάξη πήρε το απολυταρχικό κράτος στα χέρια της, κατάργησε τους τοπικούς φραγμούς και τα πριγκηπικά προνόμια ενισχύοντας το συγκεντρωτισμό του. Παράλληλα μεγάλωσε τον όγκο του κράτους αυξάνοντας διαρκώς το στρατό, την αστυνομία και την υπαλληλοκρατία.


Όλες αυτές οι αλλαγές αποτυπώθηκαν με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο στη Γαλλία, που τα χρόνια 1848-52[11] πέρασε μια ταραχώδη περίοδο με καθεστώς κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, που κατέληξε στη συγκρότηση της Δεύτερης Αυτοκρατορίας στα 1852-70. Η Γαλλία παρέμενε ακόμη το πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο της Ευρώπης, παρότι είχε χάσει την πρωτοκαθεδρία στο εμπόριο και στη βιομηχανία από την Αγγλία. Στη Γαλλία η ταξική πάλη έφτανε στις πιο ακραίες εκφράσεις και έδινε τα πιο ξεκάθαρα αποτελέσματα. Το κράτος της Γαλλικής Αυτοκρατορίας επιβεβαίωσε αυτή την αλήθεια. Ήταν ένα κράτος-τέρας που έπνιγε την κοινωνία με τον παρασιτισμό του, τον αυταρχισμό και την έπαρση του. Ήταν ένα κράτος κολοσσιαίων χρεών και ανυπόφορων φόρων. Ήταν ένα κράτος όπου το κοινοβούλιο μεταλλάχθηκε σε μια σκηνή θεάτρου, ενώ το κέντρο των αποφάσεων πέρασε στην εκτελεστική εξουσία και στους μηχανισμούς της.
Το νέο αυτοκρατορικό κράτος-τέρας, ένα μοντέλο που ακολούθησαν και πολλές άλλες χώρες, έγινε το αντικείμενο της μελέτης του Μαρξ και ο στόχος της κριτικής του. Ποιο ήταν το συμπέρασμα; Αυτό το κράτος δεν μπορούσε να το πάρει στα χέρια της η εργατική τάξη και να το χρησιμοποιήσει σαν όργανο για να υλοποιήσει το κοινωνικό και πολιτικό της πρόγραμμα. Αυτό το κράτος έπρεπε να το καταστρέψει χωρίς έλεος, ανεξάρτητα μάλιστα από τη πολιτική του μορφή, κοινοβουλευτική ή μοναρχική. Αυτή ήταν η δεύτερη βασική θέση του Μαρξ. Έμενε όμως τώρα, αναπάντητο το ερώτημα με τι θα αντικαθιστούσε τη τσακισμένη κρατική μηχανή… Ακριβώς σ’αυτό το ερώτημα έδωσε απάντηση η εμπειρία της Κομμούνας.


Η Κομμούνα (1871) ήταν η άμεση αντίθεση στην Αυτοκρατορία. Παραθέτουμε δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα[12] του Μαρξ που δείχνουν το βάθος της κατανόησης που είχε για την σημασία της: 


«Η Κομμούνα έκανε πραγματικότητα το σύνθημα όλων των αστικών επαναστάσεων, το σύνθημα για φτηνή κυβέρνηση, καταργώντας τις δύο μεγαλύτερες πηγές εξόδων, τον ταχτικό στρατό και την υπαλληλοκρατία… Η Κομμούνα έδωσε στη δημοκρατία τη βάση πραγματικά δημοκρατικών θεσμών. Όμως ο τελικός σκοπός δεν ήταν ούτε η φτηνή κυβέρνηση ούτε η αληθινή δημοκρατία. Και τα δύο υπήρξαν απλά συνακόλουθα της. …Το πραγματικό της μυστικό ήταν ότι ήταν ουσιαστικά μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης, το αποτέλεσμα της πάλης της παραγωγικής τάξης ενάντια στη τάξη των σφετεριστών, η ανοιχτή τελικά πολιτική μορφή με την οποία μπορούσε να συντελεστεί η οικονομική απελευθέρωση της εργασίας». 


Και: 


«…Σε ένα σύντομο πρόχειρο σχέδιο για την εθνική οργάνωση που η Κομμούνα δεν πρόλαβε να το επεξεργαστεί παραπέρα, καθορίζεται ρητά ότι η Κομμούνα θα αποτελούσε την πολιτική μορφή ακόμα και του πιο μικρού χωριού και ότι στην ύπαιθρο ο ταχτικός στρατός θα αντικαθίστατο από μια λαϊκή πολιτοφυλακή με εξαιρετικά σύντομο χρόνο θητείας. Οι αγροτικές κοινότητες κάθε νομού θα διαχειρίζονταν τις κοινές υποθέσεις τους με μια συνέλευση από αντιπροσώπους τους στην πρωτεύουσα του νομού, και οι νομαρχιακές αυτές συνελεύσεις, με τη σειρά τους, θα στέλνανε βουλευτές στην εθνική αντιπροσωπεία στο Παρίσι. Οι βουλευτές θα μπορούσαν κάθε στιγμή να ανακληθούν και θα έπρεπε να δεσμεύονται από τις καθορισμένες εντολές των εκλογέων τους». 


Αυτά τα δύο κομμάτια συμπυκνώνουν, κατά τη γνώμη μας, και την τρίτη θέση του Μαρξ. Ένα κράτος -τύπου κομμούνας- είναι η απάντηση στο ερώτημα τι χρειάζεται το προλεταριάτο για την απελευθέρωσή του και την οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας.


Συνοψίζουμε άμεσα: Το προλεταριάτο έχει ανάγκη το κράτος για την απελευθέρωση του. Δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το παλιό κράτος (της αστικής τάξης). Αντίθετα πρέπει να το καταστρέψει. Το προλεταριάτο χρειάζεται ένα κράτος σαν την κομμούνα.


Ο Μαρξ χρειάστηκε να υπερασπιστεί αυτή τη γραμμή σκέψης από διάφορες επιθέσεις. Δεν ήταν μόνο οι αναρχικοί αλλά και η πλευρά των Λασσαλικών.[13] Στο γερμανικό εργατικό κίνημα, που αυτή την εποχή έκανε τα πρώτα του βήματα, κυριαρχούσε η τάση των Λασσαλικών, που ήταν οπαδοί του κρατικού σοσιαλισμού. Σ ’αυτή την τάση το κράτος έπαιζε τον καθοριστικό ρόλο και τον δευτερεύοντα η ταξική πάλη. Στο συνέδριο ενοποίησης των σοσιαλιστών,[14] στη Γκότα (1875), οι Λασσαλικοί είχαν κατορθώσει να κατοχυρωθεί στο πρόγραμμα ότι «…το κόμμα αποβλέπει στη δημιουργία, με όλα τα νόμιμα μέσα, του ελεύθερου κράτους και της σοσιαλιστικής κοινωνίας…». Η αντίδραση του Μαρξ ήταν πολύ σκληρή και ειρωνική.[15] Κράτος και ελευθερία για τον Μαρξ δεν μπορούσαν να υπάρχουν ταυτόχρονα γιατί το κράτος είναι όργανο καταπίεσης. Και το κράτος στα χέρια της εργατικής τάξης, μπορούσε να είναι μόνο όργανο της πλειοψηφίας της κοινωνίας και των παραγωγών, για την καθυπόταξη της τάξης της μειοψηφίας και των εκμεταλλευτών. Χρειάστηκε να φτάσουν στο συνέδριο της Ερφούρτης (1891) για να ανατραπεί το παλιό πρόγραμμα… 


Οι αναρχικοί διάβασαν διαφορετικά την Κομμούνα. Γι’ αυτούς σηματοδοτούσε το τέλος της εξουσίας και του κράτους. 


Ο πρώτος που προσπάθησε να μελετήσει την εμπειρία της Κομμούνας από την πλευρά των αναρχικών, ήταν ο Μπακούνιν.[16] Το βιβλίο του «Η Παρισινή Κομμούνα και η ιδέα του Κράτους» (1872) ήταν, κατά τη γνώμη μας, μια εντελώς αποτυχημένη απόπειρα κατανόησης της εμπειρίας της Κομμούνας. Σαν «κυνηγός της αλήθειας» και «αθεράπευτος εραστής της ελευθερίας» όπως αυτοχαρακτηριζόταν ο Μπακούνιν, δεν είχε να προσφέρει τίποτα περισσότερο από ένα λίβελλο, ιδιαίτερα ενάντια στην Εκκλησία και τα θρησκευτικά δόγματα. Η σκέψη του ήταν αιχμάλωτη στα όρια που χάρασσαν οι αιώνιες και αφηρημένες αρχές της Ελευθερίας, της Κοινωνίας, της Ανθρωπότητας, του Κράτους, της Βίας κλπ. Είχε απορρίψει τον Θεό αλλά όχι τον θεολογικό τρόπο σκέψης. Στην πολεμική του ενάντια στον Μαρξ έπεσε σε ακόμη χαμηλότερο επίπεδο μετατρέποντας τον αντι-μαρξισμό σε επίθεση γενικά ενάντια στη διανόηση.


Να ένα κομμάτι από το σχετικό βιβλίο, από τα πιο χαρακτηριστικά της σκέψης του: 


«…Κανένα κράτος, όσο δημοκρατικό κι αν είναι -ακόμη και η πιο κόκκινη δημοκρατία- δεν μπορεί ποτέ να δώσει στους ανθρώπους αυτό που πραγματικά θέλουν, πχ την ελεύθερη αυτοοργάνωση και διαχείριση των υποθέσεών τους από τη βάση προς τα πάνω, χωρίς καμιά επέμβαση ή άσκηση βίας από πάνω, γιατί κάθε κράτος, ακόμα και το ψευτο-Λαϊκό κράτος που επινόησε ο κύριος Μάρξ, ουσιαστικά δεν είναι παρά μόνο μια μηχανή που θα κυβερνά τις μάζες από πάνω, με τη βοήθεια μιας προνομιούχας μειοψηφίας ονειροπαρμένων διανοούμενων, που φαντάζονται ότι γνωρίζουν τι χρειάζονται και θέλουν οι άνθρωποι καλύτερα απ’ τους ίδιους τους ανθρώπους…».


Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι θεωρεί πως ξέρει «τι θέλουν πραγματικά οι άνθρωποι» σε αντίθεση με τους ονειροπαρμένους διανοούμενους… Και αν εξαιρέσουμε την χοντροκομμένη παραποίηση των θέσεων του Μαρξ για το λαϊκό κράτος… Αυτό το απόσπασμα είναι από τα πιο δυνατά και γλαφυρά στο βιβλίο του Μπακούνιν. Η δύναμή του όμως εξαντλείται στην απίθανη γενικολογία και δεν έχει καμιά επαφή με την εμπειρία της Κομμούνας.


Ο Μπακούνιν δεν ήταν ο μόνος αναρχικός που ασχολήθηκε με την Κομμούνα. Ο Κροπότκιν[17] λίγα χρονιά μετά, το 1880, δημοσίευσε ένα κείμενο[18] υποδειγματικό για την αναρχική αντίληψη. Η εκκίνησή του δεν ήταν κάποιες αφηρημένες αρχές, αλλά η δοσμένη εμπειρία της Κομμούνας απ’ την οποία προσπαθούσε να εξάγει συμπεράσματα. Δανειζόμαστε ένα κομμάτι απ’ αυτό το άρθρο: 


«…Το ίδιο συνέβη και με την κυβερνητική αρχή. Ανακηρύσσοντας την ελεύθερη Κομμούνα, ο λαός του Παρισιού διεκήρυσσε ουσιαστικά μια αναρχική αρχή, καθώς όμως η αρχή αυτή δεν είχε διαποτίσει αρκετά το πνεύμα των ανθρώπων εκείνη τη εποχή, ο λαός σταμάτησε στα μισά στου δρόμου και μέσα στους κόλπους της Κομμούνας συνέχισε να τάσσεται υπέρ της παλιάς εξουσιαστικής αρχής ορίζοντας ένα Συμβούλιο της Κομμούνας που δεν ήταν παρά αντίγραφο των παλιών δημοτικών συμβουλίων… κι αν αφήσουμε στην ελεύθερη πρωτοβουλία των κομμουνών το έργο της επίτευξης μιας αμοιβαίας συμφωνίας όσον αφορά τα εγχειρήματα που αφορούν πολλές πόλεις…Η ύπαρξη μιας κυβέρνησης εντός της Κομμούνας είναι εξ ίσου αδικαιολόγητη με την ύπαρξη μιας κυβέρνησης επί της κομμούνας…».


Τι μπορούμε να σχολιάσουμε απ’ αυτό το κομμάτι; Για τον Κροπότκιν, το «απόσταγμα» της εμπειρίας της Κομμούνας, ήταν, πρώτο: ότι δυστυχώς ο λαός όρισε ένα συμβούλιο της Κομμούνας (αυτό που εκλέχτηκε από τους παρισινούς πολίτες μετά τη φυγή της κυβέρνησης της ολιγαρχίας), την οποία ονομάζει κυβέρνηση εντός της Κομμούνας και την θεωρεί αδικαιολόγητη. Και δεύτερο: ότι πρέπει να αφήσουμε την ελεύθερη πρωτοβουλία των διαφόρων κομμουνών να καταλήγουν σε αμοιβαίες συμφωνίες μεταξύ τους χωρίς κεντρικό συντονισμό. Πιο συνοπτικά, ομοσπονδία κομμουνών. Ισχυριζόμαστε ότι τα συμπεράσματα του Κροπότκιν δεν εξάγονται φυσιολογικά από την ιστορική πραγματικότητα της Κομμούνας. Μέσα στις 72 μέρες που διήρκεσε η Κομμούνα και σε κατάσταση ανοικτής ένοπλης σύγκρουσης, η «εξουσιαστική φύση» της κυβέρνησης της Κομμούνας, όπως την αντιλαμβανόταν ο Κροπότκιν, δεν υπήρξε ούτε καν σαν ερώτημα. Με άλλα λόγια, τα συμπεράσματα του ήταν εντελώς λάθος.


Η αντιπαράθεση για την Κομμούνα μεταξύ μαρξιστών-αναρχικών, τις επόμενες δεκαετίες, συνέχισε να υπάρχει αλλά με πιο υποτονικό τρόπο. Έτσι και αλλιώς, μετά την Κομμούνα και μέχρι τη ρωσική επανάσταση του 1905 δεν είχε ξαναμπεί ζήτημα εργατικής επανάστασης και εξουσίας. Αλλά και το 1905 οι διαμάχες με τους αναρχικούς δεν είχαν καμιά ειδική βαρύτητα. Το επαναστατικό κίνημα[19] είχε σύνθημα «γη-8ωρο-σύνταγμα». Ήταν αδύνατο να απορροφήσει και να εντάξει στο εσωτερικό του, την αντιπολιτική κριτική των αναρχικών ενάντια στο γενικό εκλογικό δικαίωμα και την ανάδειξη κυβέρνησης με εκλογές. Γι’ αυτό ο αναρχισμός το 1905, δεν αποτέλεσε ένα σημαντικό ρεύμα στο πεδίο των μεγάλων μαζικών μαχών, αλλά έμεινε στο περιθώριο.


Κομμούνα και Μπολσεβικισμός


Ο Λαβρώφ,[20] ο ηγέτης των Ναρόντνικων,[21] «έφερε» την Κομμούνα στη Ρωσία. Το βιβλίο του «Η Κομμούνα του Παρισιού» το 1880, προκάλεσε ανάμεικτες αντιδράσεις στους ριζοσπαστικούς κύκλους της εποχής. Η παλιά γενιά των Πλεχάνωφ, Ζασούλιτς και Άξελροντ αδιαφόρησε. Η γενιά όμως του Λένιν και του Μάρτωφ βρήκε μεγάλο ενδιαφέρον.. 


Για τον Λαβρώφ, η Κομμούνα ήταν μια προλεταριακή εξέγερση που άξιζε τον κόπο να μελετηθεί σε βάθος. Αυτόπτης μάρτυρας ο ίδιος, δεν περιορίστηκε μόνο στην περιγραφή, αλλά προσπάθησε να εξηγήσει τα αίτια της ήττας για να καταλήξει σε διδάγματα για τη ρωσική επανάσταση. Για τον Λαβρώφ, η Κομμούνα νικήθηκε γιατί, πρώτο, δεν υπήρξε προετοιμασία τόσο των σοσιαλιστών όσο και των μαζών (εργατών και αγροτών) και, δεύτερο, δεν υπήρξε ενιαίο κέντρο αποφάσεων και συντονισμός ενεργειών ιδιαίτερα στην στρατιωτική αντιμετώπιση των αντιδραστικών. Για τη Ρωσία η «μετάφραση» ήταν η εξής: χρειάζεται μια συγκεντρωτική οργάνωση που θα ακολουθεί πειθαρχημένα το σχέδιο δράσης, αλλά ταυτόχρονα χρειάζονται και ενέργειες για την αφύπνιση των μαζών των μουζίκων.[22] Πώς όμως θα γινόταν αυτό; Είτε με τη μαζική συστηματική διαφώτιση και τον πολιτικό αγώνα, είτε με την τρομοκρατική βία κατά των τσαρικών αρχών. Ο ναροντνικισμός επέλεξε βασικά το δεύτερο, και η ιστορία δεν τον δικαίωσε.


Η μελέτη της Κομμούνας μαζί με τα μαθήματα από την πρώτη ρωσική επανάσταση του 1905, ήταν ένα διαρκές θέμα μελέτης για τους ρώσους σοσιαλιστές. Λέγεται ότι ο Λένιν πανηγύρισε έξαλλα όταν τα Σοβιέτ ξεπέρασαν κατά μία μέρα τη διάρκεια ζωής της Κομμούνας! Αργότερα, με πρότασή του, καθιερώθηκε επίσημη μέρα γιορτής η 18η του Μάρτη (η αρχή της Κομμούνας), μια γιορτή που καταργήθηκε αργότερα επί Στάλιν.


Η διαμάχη των μπολσεβίκων με τη σοσιαλδημοκρατία, για την Κομμούνα ξεκίνησε το 1917, στο μέσο της ρωσικής επανάστασης. Ήδη το ζήτημα του πολέμου είχε ανοίξει ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ των δύο τάσεων μέσα στο εργατικό κίνημα. Η επανάσταση του 1917 όμως το μετέτρεψε σε άβυσσο.


Ο πρώτος που ξεκίνησε τις αντιπαραθέσεις ήταν ο Λένιν. Τον Σεπτέμβρη του 1917 έγραψε το βιβλίο «Κράτος και επανάσταση». Ακολούθησε η απάντηση του Κάουτσκι «Η δικτατορία του προλεταριάτου» (1918) και η ανταπάντηση του Λένιν «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι» την ίδια χρονιά. Στη συνέχεια την πρωτοβουλία την πήρε ο Κάουτσκι με το βιβλίο του «Τρομοκρατία και κομμουνισμός» (1919) και απάντησε την επόμενη χρονιά ο Τρότσκι με ένα βιβλίο με τον ίδιο τίτλο.


Σε αυτά τα 4 χρόνια οι αλλαγές που έγιναν ήταν θεαματικές και ριζικές. Από το 1917 μέχρι και το 1919-20, το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα βρισκόταν στην επίθεση (σοβιέτ στην Ουγγαρία το 1919, κόκκινη διετία 1919-20 στην Ιταλία, επανάσταση στη Γερμανία). Το ζήτημα της εξουσίας έμπαινε στην ημερήσια διάταξη. Το 1919 συγκροτήθηκε η Τρίτη Διεθνής. Στο τρίτο (1921) και τέταρτο (1922) συνέδριο της Κομιντέρν, όταν διαμορφωνόταν η γραμμή του ενιαίου μετώπου, το κίνημα είχε ήδη περάσει στην θέση της άμυνας (ήττα στη Δράση του Μάρτη του 1921 στη Γερμανία, επίθεση του φασισμού στην Ιταλία 1921-22 κλπ). Σ’ αυτό το φόντο ξετυλίχθηκε η αντιπαράθεση.


Τα θέματα που άνοιξαν σ’ αυτή τη διαμάχη ήταν ουσιαστικά εφ’ όλης της ύλης. Ένα σημείο αφετηρίας όμως ήταν και η Κομμούνα. Στον πρώτο κύκλο των αντεγκλήσεων το κέντρο ήταν το κράτος με την πιο ευρεία έννοια: α) Οι διαφορές περιεχομένου μεταξύ εργατικού και αστικού κράτους, δηλαδή ποια τάξη ασκεί την κυριαρχία. β) Οι διαφορές μεταξύ δημοκρατίας-δικτατορίας και το γενικό εκλογικό δικαίωμα, δηλαδή τα θέματα που έχουν να κάνουν με τη μορφή του κράτους (πχ δημοκρατία, μοναρχία κλπ σαν πιθανές μορφές του καπιταλιστικού κράτους). γ) Το στρατηγικό καθήκον τσακίσματος της αστικής κρατικής μηχανής σαν προϋπόθεση για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης ή δημοκρατικής μεταρρύθμισης του υπαρκτού καπιταλιστικού κράτους. δ) Τέλος, ο μαρασμός του κράτους στη μελλοντική κομμουνιστική κοινωνία σαν αποτέλεσμα εξαφάνισης των ταξικών διαφορών και ανταγωνισμών.

Σ’ αυτή την αντιπαράθεση, οι μπολσεβίκοι έδιναν την έμφαση με τις αναλύσεις τους στο ταξικό περιεχόμενο του κράτους και στη στρατηγική της καταστροφής του αστικού κράτους. Αντιθέτως ο Κάουτσκι και οι σοσιαλδημοκράτες τόνιζαν την αντίθεση δημοκρατίας-δικτατορίας και τη στρατηγική του πλειοψηφικού κοινοβουλευτικού δρόμου. Υποστηρίζουμε τη γνώμη ότι αυτός ο κύκλος διαμάχης έκλεισε με την υπεροχή των μπολσεβίκων.


Στο δεύτερο κύκλο, μπήκαν μπροστά τα ζητήματα της άμεσης πολιτικής δράσης και εμπειρίας. Καθοριστικό ρόλο σ’ αυτό έπαιξε ο Κάουτσκι, που έβαλε επί τάπητος τις ομοιότητες και τις διαφορές μεταξύ Κομμούνας 1871 και Πετρούπολης 1917. Το βιβλίο του «Τρομοκρατία και κομμουνισμός» παραμένει μέχρι σήμερα ενεργό στη θεωρητική συζήτηση, με τις δύο κλασικές θέσεις πια θέσεις: Η ρωσική επανάσταση ήταν ένα πραξικόπημα και όχι επανάσταση και στη Ρωσία επικρατεί η δικτατορία του κόμματος και όχι του προλεταριάτου. Η γραμμή της επιχειρηματολογίας του Κάουτσκι ήταν η ακόλουθη: α) Η Κομμούνα -σε αντίθεση με την Πετρούπολη- ήταν αυθόρμητη. β) Η Κομμούνα ήταν δημοκρατική και ανεκτική προς πάσα κατεύθυνση και δεν απαγόρευσε καμία εκλογική αναμέτρηση και δεν εμπόδισε ακόμη και τους συνωμότες αντιδραστικούς να συμμετέχουν. γ) Η Κομμούνα επέβαλλε ένα ενωτικό πνεύμα μεταξύ των τάσεων της Αριστεράς. δ) Η Κομμούνα δεν ήθελε τον εμφύλιο, απέφευγε τρομοκρατικές πράξεις ενάντια στους αντιπάλους της και επεδίωκε τη εθνική συνεννόηση. ε) Και τέλος η Κομμούνα είχε ένα ρεαλιστικό κοινωνικό πρόγραμμα. Ταυτόχρονα ήταν κακότυχη γιατί βρέθηκε στα χέρια της η εξουσία (μετά τη φυγή της κυβέρνησης της αντίδρασης στις 18/3), χωρίς να το επιδιώκει, και χωρίς να είναι προετοιμασμένη γι’ αυτό.


Για τον Τρότσκι, η σκοπιά ήταν εντελώς διαφορετική. Δεν αισθανόταν καμία ανάγκη να εγκωμιάσει ακόμη μια φορά τον ηρωισμό και την προσφορά των κομμουνάρων. Τώρα έπρεπε να καταδείξει τις αδυναμίες και τα λάθη της Κομμούνας που την οδήγησαν στην καταστροφή. Εξάλλου είχε ήδη αρχίσει η υποχώρηση του επαναστατικού κύματος στην Ευρώπη…


Ο Τρότσκι τονίζει δύο πολύ μεγάλες αντικειμενικές διαφορές. Το προλεταριάτο της Πετρούπολης δεν επρόκειτο ποτέ να αμφισβητήσει τα πρωτοτόκια της Κομμούνας. Ακολουθούσε, σχεδόν 50 χρόνια μετά, και ο σεβασμός στην επαναστατική παράδοση και πιο συγκεκριμένα στους εργάτες και στις εργάτριες του Παρισιού που άνοιξαν το δρόμο ήταν στοιχείο της ταυτότητας των Σοβιέτ. Ταυτόχρονα όμως η Πετρούπολη είχε τη δική της ταξική ιστορία και υπερηφάνεια. Είχε μαζί της την κληρονομιά της επανάστασης του 1905, που διαμόρφωσε αποφασιστικά την πολιτική της φυσιογνωμία. Ακόμη, η Πετρούπολη ήταν η παγκόσμια πρωτεύουσα της μεγάλης βιομηχανίας και του πιο προχωρημένου προλεταριάτου. Το Παρίσι το 1871 δεν μπορούσε, ακόμη και τότε με τα μέτρα εκείνης της εποχής, να διεκδικήσει αυτή τη θέση. Ήταν η «πόλη του φωτός» και όχι η πόλη της βιομηχανίας. Υπήρχε όμως και μια επιπλέον «αντικειμενική» διαφορά. Η Πετρούπολη ήταν το επαναστατικό κέντρο από όπου ξεκινούσαν και εξαπλωνόταν τα κύματα της επανάστασης μέχρι τα απώτερα άκρα της αγροτικής Ρωσίας. Το Παρίσι; Το Παρίσι ήταν το κέντρο που συνέκλιναν όλες οι δυνάμεις της αντεπανάστασης ξεκινώντας από την επαρχία. Μπορούμε να το πούμε και με πιο κωδικό τρόπο: Στη Ρωσία το 1917, υπήρχε η επαναστατική συμμαχία προλεταριάτου και αγροτιάς και η Πετρούπολη ήταν η «ηγεσία του έθνους». Ενώ στη Γαλλία το 1871, το προλεταριάτο ήταν απομονωμένο και το Παρίσι έμεινε ως ο «εχθρός του έθνους».


Πάνω σ’ αυτή τη βάση, η απάντηση του Τρότσκι ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Ο Τρότσκι το 1920 ήταν πολύ διαφορετικός από τον Τρότσκι του 1905. Δεν ήταν η απόσταση των 15 χρόνων. Ήταν ότι σ’ αυτό το διάστημα είχαν μεσολαβήσει δύο επαναστάσεις και ένας παγκόσμιος πόλεμος. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Το 1919, όταν εκδόθηκε το έργο του Κάουτσκι, ακόμη δεν είχε κρυώσει το αίμα της Ρόζας, του Λίμπκνεχτ και του Λεβινέ.[23] Στις γερμανικές επαναστατικές εμπειρίες του 1919 και τις ήττες (και τις σφαγές που επακολούθησαν) είχε παίξει καθοριστικό ρόλο το κενό του επαναστατικού κόμματος. Εάν και όσο για τον Κάουτσκι ήταν εξαιρετικά σημαντικό, να παρουσιάσει μια Κομμούνα νικημένη από την κακοτυχία της, θωπεύοντας τα λάθη της (ανοχή, παθητικότητα, μεγαλοψυχία κλπ δηλαδή όλα αυτά που περικλείονται στην έκφραση «ελευθεριακά χαρακτηριστικά»), για να αναδείξει την αξία του κοινοβουλευτικού δρόμου για το σοσιαλισμό, άλλο τόσο για τον Τρότσκι, έπρεπε να εξηγηθούν οι αδυναμίες της Κομμούνας, όπως τα ζητήματα κατακερματισμού, προχειρότητας, ευπιστίας, αφέλειας, αναποφασιστικότητας, παθητικότητας που την οδήγησαν στην ήττα. Για τον Τρότσκι το κλειδί σ’ αυτό το σημείο ήταν το κενό του επαναστατικού κόμματος.


Από τότε που ο Μαρξ είχε διατυπώσει την άποψη ότι χρειαζόμαστε ένα ανεξάρτητο εργατικό κόμμα[24] για την αυτό-χειραφέτηση της εργατικής τάξης, περνώντας από το κόμμα εργατικής πρωτοπορίας του Λένιν, είχαμε φτάσει στο κόμμα της νικηφόρας επανάστασης του 1917. Η απόσταση που είχε διανύσει το παγκόσμιο προλεταριάτο ήταν τεράστια. Αλλά χωρίς τα μαθήματα της Κομμούνας, που έμαθε στους μπολσεβίκους τι δεν πρέπει να κάνουν, δεν θα μπορούσαν ποτέ να νικήσουν. Εξάλλου οι συνέπειες από τις δύο μεγαλειώδεις επαναστατικές εμπειρίες ήταν διαμετρικά αντίθετες: η ήττα της Κομμούνας το 1871 οδήγησε στη διάλυση της Πρώτης Διεθνούς, ενώ η νίκη του 1917 οδήγησε στη συγκρότηση της Τρίτης Διεθνούς. Σε ένα σημείο είχε δίκαιο ο Κάουτσκι: Η Κομμούνα και η Πετρούπολη είχαν μεγάλες διαφορές, αλλά αυτές δεν ήταν εκεί που τις έψαχνε. 


Η επικράτηση του σταλινισμού στη Ρωσία στα τέλη της δεκαετίας του ’20 έκλεισε τη συζήτηση για την Κομμούνα στο χώρο των κομμουνιστικών κομμάτων. Είχε απομείνει μια νεκρώσιμη ακολουθία. Με το Σύνταγμα του 1936[25] και τις Δίκες της Μόσχας[26] (1936-38) ο σταλινισμός είχε θριαμβεύσει αδιαμφισβήτητα. Η Κομμούνα ήταν πιά μια «αρχαία υπόθεση» και κάθε συζήτηση για την ιστορία και το περιεχόμενό της προκαλούσε πάντα μια αναταραχή στο χώρο του κοινωνικού ριζοσπαστισμού. Για την άρχουσα γραφειοκρατική τάξη της Ρωσίας ήταν ξεκάθαρα ανεπιθύμητη.


150 χρόνια μετά


Τι σημασία μπορεί να έχει η Κομμούνα για το σήμερα; Για τα κινήματα αντίστασης στον ιμπεριαλισμό, την καπιταλιστική εκμετάλλευση και την καταπίεση; Για τη ριζοσπαστική Αριστερά σε όλο τον κόσμο;


Ζούμε σε μια εποχή κρίσης και ακροτήτων και όταν σκαλίζουμε το παρελθόν είναι γιατί ψάχνουμε να ανοίξουμε ένα παράθυρο για το μέλλον. Σ’αυτή την κατεύθυνση τα συμπεράσματα από την Κομμούνα είναι ζωτικής σημασίας. Τα συμπυκνώνουμε με απόλυτο και σχηματικό τρόπο: Πρώτο, η Κομμούνα ήταν πριν απ’όλα μια εργατική κυβέρνηση… Δεύτερο, η Κομμούνα νικήθηκε απ’ τις αδυναμίες της: καθυστέρησε πολύ, και είχε πολύ λίγο χρόνο στη διάθεση της, για να χτυπήσει αποφασιστικά… Τρίτο, η τελική αιτία της ήττας βρίσκεται στο κενό επαναστατικού κόμματος… Τέταρτο, η Κομμούνα παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα ανυπέρβλητα μαθήματα για το τι πρέπει να κάνουμε και τι όχι…γιατί οι καιροί εγκυμονούν πολλούς κινδύνους και ευκαιρίες και οι προκλήσεις βρίσκονται μπροστά μας.


Γιατί όπως έλεγε και ο Μαρξ: 


«Το Παρίσι των εργατών με την Κομμούνα του, θα γιορτάζεται πάντα σαν δοξασμένος προάγγελος μιας νέας κοινωνίας. Τους μάρτυρές της τους έχει κλείσει μέσα στη μεγάλη της καρδιά η εργατική τάξη. Τους εξολοθρευτές της τους κάρφωσε κιόλας η ιστορία στον πάσσαλο της ατίμωσης απ’ όπου δε μπορούν να τους λυτρώσουν μήτε όλες οι προσευχές των παπάδων τους».


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1. Ο Γαλλοπρωσικός πόλεμος του 1870-71 αποτέλεσε κομβικό σημείο στις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Οδήγησε στην κατάρρευση της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας, στην εξέγερση της Κομμούνας, στη συγκρότηση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας (1871-1918) και στη γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη. Στο καθαρά στρατιωτικό επίπεδο θεωρείται ο πόλεμος που προετοίμασε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-18).


2. Η Δεύτερη Γαλλική Αυτοκρατορία (1852-70) ήταν ένα καθεστώς κυριαρχίας του θεσμού του αυτοκράτορα ενώ ταυτόχρονα είχε διατηρηθεί το γενικό εκλογικό δικαίωμα. Η πολιτική της περιόδου ήταν πόλεμοι στο εξωτερικό, καταπίεση στο εσωτερικό και σωβινισμός και καθολικισμός στην ιδεολογία. Ταυτόχρονα ήταν μια περίοδος ραγδαίας ανόδου του χρηματιστηρίου και των κατακτήσεων αποικιών. Κεφαλή της αυτοκρατορίας ήταν ένα στοιχείο της «λούμπεν αστικής τάξης», ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης, ο Ναπολέων ο Τρίτος.


3. Ο Βίσμαρκ (1815-1898), ήταν γαιοκτήμονας αριστοκράτης, ο ηγέτης που οδήγησε στην ενοποίηση της Γερμανίας από τον «πρωσικό δρόμο», της βίας και των πολέμων, και ο πρώτος καγκελάριος της γερμανικής αυτοκρατορίας. Από το 1878 μέχρι το 1890 έθεσε εκτός νόμου τους σοσιαλιστές αλλά δεν κατόρθωσε να ανακόψει τη ραγδαία πορεία ανόδου του εργατικού κινήματος.


4. Γιακωβίνοι: η μαχητική αντιμοναρχική πτέρυγα του μικροαστικού δημοκρατισμού. Σαν πολιτικό ρεύμα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην επανάσταση του 1789-99. Μετά την Κομμούνα, παρήκμασαν πολιτικά και τη θέση τους πήρε ο κοινοβουλευτικός σοσιαλισμός.


5. Μπλανκιστές: οπαδοί του Μπλανκί (1805-1881), ακραία ριζοσπαστική τάση που είχε στόχο το σοσιαλισμό αλλά μέθοδο τη συνωμοτική κατάληψη της εξουσίας από μια μειοψηφία με την παθητική αποδοχή από το προλεταριάτο. 


6. Σοσιαλιστές της Κομμούνας: ήταν βασικά αριστεροί προυντονιστές (είδος αναρχισμού) που έδιναν έμφαση κατά τη διάρκεια της Κομμούνας στο κοινωνικό της πρόγραμμα (σε αντίθεση με τους Γιακωβίνους και τους Μπλανκιστές). Πολλά από τα μέτρα που εξάγγειλε η Κομμούνα ήταν δικές τους επεξεργασίες. Εξέχουσα φυσιογνωμία τους υπήρξε ο Βαρλέν που δολοφονήθηκε βάναυσα από τους αντιδραστικούς.


7. Πρώτη Διεθνής (1864-72): η πρώτη διεθνής οργάνωση εργατών που είχε σκοπό να συνενώσει τα διάφορα εργατικά κινήματα εκείνης της εποχής (συνδικαλιστές, προυντονικοί, μπλανκιστές, ρεπουμπλικάνοι πατριώτες, μαρξιστές κλπ). Ο Μαρξ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των θέσεών της και των αποφάσεών της στα διάφορα διεθνή ζητήματα πχ Πολωνικό, Ιρλανδικό κλπ. Διαλύθηκε το 1872 μετά την ήττα της Κομμούνας και την ανοικτή σύγκρουση μαρξιστών – αναρχικών του Μπακούνιν.


8. Ο Λισαγκαρέ αναφέρει στο βιβλίο του για την Κομμούνα ότι ο Καβαινιάκ είχε πρώτη επιλογή για εκτέλεση αιχμαλώτων όσους είχαν γκρίζα ή άσπρα μαλλιά γιατί θεωρούσε ότι οι εξεγερμένοι του 1848 (η πρωτοπορία εκείνης της εποχής) έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη Κομμούνα το 1871 είτε μεταδίδοντας την επαναστατική παράδοση στις νεότερες γενιές είτε στηρίζοντας με την πείρα τους την στρατιωτική αντίσταση της Κομμούνας.


9. Υπόθεση Ντρέϊφους (1894-1906): Αντισημιτική συνωμοσία της αντίδρασης. Με αφορμή αυτή την υπόθεση, ξαναεμφανίστηκε ο αριστερός ριζοσπαστισμός με μαζικούς όρους στους δρόμους.


10. Τον Ιούνη του 1848, στο πλαίσιο της δημοκρατικής επανάστασης, είχαμε την πρώτη ανεξάρτητη κίνηση της εργατικής τάξης κάτω από το σύνθημα «κοινωνική δημοκρατία». Το αποτέλεσμα ήταν η πρόκληση σε εξέγερση του παρισινού προλεταριάτου και η συντριβή του από το συνασπισμό των τάξεων της ιδιοκτησίας. Όργανο της καταστολής ήταν η Εθνοφρουρά, η «ίδια» που ήταν ο προμαχώνας της Κομμούνας το 1871...


11. Με τον όρο Δεύτερη Γαλλική Δημοκρατία (1848-52) περιγράφεται η περίοδος ταξικής πάλης στη Γαλλία μετά το ξέσπασμα της δημοκρατικής επανάστασης του 1848 μέχρι την επικράτηση του Λουδοβίκου Βοναπάρτη το 1852. Τα βιβλία του Μαρξ «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία» και «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» αναλύουν με εκπληκτικό τρόπο τις ταξικές και κομματικές δυνάμεις της περιόδου, τις πολιτικές διαμάχες και τις αλλαγές μορφής του κράτους.


12. Ο Μαρξ έγραψε το βιβλίο «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία» σχεδόν αμέσως μετά τη συντριβή της Κομμούνας σαν απάντηση στο όργιο αίματος και συκοφαντίας που ξέσπασε ενάντια στους κομμουνάρους. Ήταν ένα έργο υπεράσπισης της πρώτης εργατικής κυβέρνησης στην ιστορία και ταυτόχρονα διασυρμού και αποκάλυψης των νικητών της αντεπανάστασης. Ήταν ένα από τα κορυφαία πολιτικά έργα του Μαρξ.


13. Λασσαλικοί: Οι οπαδοί του Λασσάλ (1825-64) αποτελούσαν αρχικά την πιο ισχυρή τάση στο γερμανικό εργατικό κίνημα. Προσέφεραν την στήριξή τους στον Βίσμαρκ ενάντια στη φιλελεύθερη αστική τάξη της Γερμανίας. Μια πολιτική επιλογή που τους έφερε σε οξεία σύγκρουση με τους μαρξιστές. Ταυτόχρονα στο θεωρητικό επίπεδο ο σοσιαλισμός τους ήταν ένα εκλεκτικιστικό μείγμα από διάφορες σχολές σκέψης με μία απ’ αυτές να είναι ο μαρξισμός.


14. Σοσιαλιστές Γερμανίας: οι διάφορες σοσιαλιστικές και εργατικές τάσεις ενοποιήθηκαν το 1875. Στις εκλογές του 1878, το ενοποιημένο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα πήρε σχεδόν 8%. Ο Βίσμαρκ είχε τη διορατικότητα να καταλάβει την απειλή και η κυβέρνηση του ψήφισε νόμους και πήρε αμέσως αντισοσιαλιστικά μέτρα. Η αντισοσιαλιστική νομοθεσία καταργήθηκε το 1890 γιατί δεν απέτρεψε την άνοδο της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Στις εκλογές του 1890 η σοσιαλδημοκρατία έφτασε στο 20% και αυτό το αποτέλεσμα οδήγησε στην πτώση του Βίσμαρκ. Το 1912, λίγο πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η σοσιαλδημοκρατία ήταν η πρώτη εκλογική πολιτική δύναμη με 35%.


15. Το συνέδριο της Γκότα (1875) ήταν το συνέδριο ενοποίησης της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Το βιβλίο του Μαρξ «Κριτική του προγράμματος της Γκότα» ήταν μια εξουθενωτική κριτική των προγραμματικών λαθών του συνεδρίου. Ήταν και το τελευταίο πολιτικό βιβλίο του Μαρξ.


 16. Ο Μπακούνιν (1814-76) δεν ήταν μια τυχαία φυσιογνωμία. Ήταν ένας άνδρας ηφαιστειώδους ενέργειας και εξαιρετικής γενναιότητας. Λέγανε για αυτόν, ότι όπου πήγαινε «συνέβαινε» ύστερα από λίγο και μια εξέγερση. Συμμετείχε στο κύμα της επανάστασης του 1848. Συνελήφθη από την Πρωσική και Αυστριακή κυβέρνηση και καταδικάστηκε δύο φορές σε θάνατο. Τελικά παραδόθηκε στην τσαρική ρωσική κυβέρνηση που τον φυλάκισε και εξόρισε ισόβια στη Σιβηρία. Δραπέτευσε και κατέληξε στη Δυτική Ευρώπη. Συνδέθηκε με την Πρώτη Διεθνή το 1868 και συμμετείχε στον επαναστατικό αναβρασμό στη Γαλλία το 1871. Είχε άμεση εμπλοκή στην Κομμούνα της Λυών. Όσο όμως ήταν ένας φλογερός ακτιβιστής άλλο τόσο ήταν μπερδεμένος διανοητής. 


17. Ο Κροπότκιν (1842-1921) ήταν το εντελώς αντίστροφο του Μπακούνιν. Ήταν πολύ μορφωμένος άνθρωπος και με συγκροτημένη σκέψη. Στο θεωρητικό επίπεδο η υπεροχή του Κροπότκιν απέναντι του Μπακούνιν ήταν εξαιρετικά μεγάλη. Αλλά ο Κροπότκιν στις μεγάλες δοκιμασίες (επανάσταση 1905, Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, επανάσταση 1917) που συνέβησαν την εποχή του αποδείχτηκε πολύ ανεπαρκής.


18. «The Paris Commune» (1880)


19. Η ρωσική επανάσταση του 1905-7 έβαλε τις βάσεις της μαζικής επαναστατικής πολιτικής και των σοβιέτ, θεωρείται η μεγάλη δοκιμή για την επανάσταση του 1917. Σ’ αυτή την επανάσταση, όλες οι τάξεις και τα κόμματα της Ρωσίας έκαναν τη δημόσια εμφάνισή τους με τα προγράμματά τους και την τακτική τους. Ο ρόλος του αναρχισμού όμως, την περίοδο του 1905, ήταν εξαιρετικά προβληματικός. Ο Λένιν στο βιβλίο του «Socialism and anarchism» (1905) υποστηρίζει την απόφαση των σοβιέτ, το Νοέμβρη του 1905, να μη κάνουν δεκτή την αίτηση των αναρχικών να συμμετέχουν στα σοβιέτ γιατί ήταν αντιπολιτική τάση (ενάντια στο γενικό εκλογικό δικαίωμα και τη διεκδίκηση δημοκρατικού συντάγματος…).


20. Λαβρώφ (1823-1900): ηγέτης των Ναρόντνικων. Το βιβλίο του «Τhe Paris Commune 1871», εκδόθηκε το 1880 και θεωρείται από τα πιο βασικά μαζί με το έργο του Λισαγκαρέ (1838-1901), «Ηistory of the Paris Commune 1871», που τυπώθηκε το 1876 …


21. Ναροντνικισμός: τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα (1870-1890) ήταν το κύριο αντιτσαρικό κίνημα στη Ρωσία. Εκπροσωπούσε πολιτικά τη διαμαρτυρία και τους αγώνες των ρωσικών αγροτικών μαζών ενάντια στη φεουδαρχική και καπιταλιστική ιδιοκτησία της γης. Θεωρητικά πρέσβευε ένα είδος αγροτικού σοσιαλισμού. Διασπάστηκε πολιτικά πάνω στο θέμα της τρομοκρατίας. Η «μαζική πτέρυγά» του πέρασε στο μαρξισμό και αργότερα συμμετείχε στη συγκρότηση της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας.


22. Μουζίκοι: οι ρώσοι αγρότες. Ο όρος δεν χρησιμοποιείται για τους μεγάλους γαιοκτήμονες και τους πλούσιους αγρότες.


23. Η γερμανική επανάσταση του 1919: εννοούμε καταρχάς την εξέγερση του Σπάρτακου τον Γενάρη του 1919 στο Βερολίνο και στη συνέχεια την δημοκρατία των συμβουλίων στη Βαυαρία (Απρίλης –Μάης 1919).


24. Παραθέτουμε όλο το κείμενο της απόφασης, που έγραψε ο Μαρξ, για τον εξής λόγο: Καθαροί συνδικαλιστές, αναρχικοί και η φιλελεύθερη Αριστερά έκαναν μια πολύ μεγάλη προσπάθεια να παρουσιάσουν τον Λένιν (και τη λογική του κόμματος γενικότερα) σαν αντίπαλο του Μαρξ. Εργαλείο σ’ αυτή την προσπάθεια ήταν η μαρξική έκφραση «αυτοχειραφέτιση της εργατικής τάξης».

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗΣ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΝΩΣΗΣ ΕΡΓΑΤΩΝ (17-10-1871)
ΙΧ
Για την πολιτική δράση της εργατικής τάξης
Έχοντας υπόψη :
Ότι στην Εισαγωγή του Καταστατικού λέγεται : «Η οικονομική χειραφέτηση της εργατικής τάξης είναι ο μεγάλος τελικός σκοπός, στον οποίο το κάθε πολιτικό κίνημα, ως μέσο, οφείλει να υποταχθεί».
Ότι η Ιδρυτική Διακήρυξη της Διεθνούς Ένωσης Εργατών (1864) αναφέρει: «Οι μεγιστάνες της γης και οι μεγιστάνες του κεφαλαίου θα χρησιμοποιούν πάντα τα πολιτικά τους προνόμια για να προστατεύουν και να διαιωνίζουν τα οικονομικά τους μονοπώλια. Αυτοί, όχι μόνο δεν θα συνδράμουν το έργο της χειραφέτησης των εργατών, αλλά , αντίθετα θα εξακολουθούν να βάζουν στο δρόμο τους κάθε λογής εμπόδια… συνεπώς, το μεγάλο καθήκον της εργατικής τάξης είναι σήμερα η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας».
Ότι στο συνέδριο της Λοζάνης είχε ψηφιστεί η ακόλουθη απόφαση: « Η κοινωνική χειραφέτηση της εργατικής τάξης συνδέεται άρρηκτα με την πολιτική της χειραφέτηση».
Ότι στη δήλωση του Γενικού Συμβουλίου για τη δήθεν συνωμοσία του γαλλικού τμήματος της Διεθνούς στις παραμονές του δημοψηφίσματος (1870) περιλαμβάνεται το ακόλουθο σημείο: «Σύμφωνα με το πνεύμα του Καταστατικού μας, το ιδιαίτερο καθήκον όλων των τμημάτων μας στην Αγγλία, την Ηπειρωτική Ευρώπη και στην Αμερική συνίσταται όχι μόνο στο να χρησιμεύουν ως οργανωτικά κέντρα αγώνα της εργατικής τάξης, αλλά , επίσης και στο να υποστηρίζουν στις αντίστοιχες χώρες κάθε πολιτικό κίνημα που συντείνει στην επίτευξη του τελικού μας σκοπού -της οικονομικής χειραφέτησης της εργατικής τάξης».
Ότι διαστρεβλωμένες μεταφράσεις του πρωτότυπου Καταστατικού έδωσαν λαβή για παρερμηνείες που στάθηκαν επιζήμιες στην ανάπτυξη και την δραστηριότητα της Διεθνούς Ένωσης Εργατών.
Έχοντας ακόμη υπόψη:
Ότι η Διεθνής αντιμετωπίζει μια αποχαλινωμένη Αντίδραση, που καταπνίγει σκληρά κάθε προσπάθεια χειραφέτησης από την μεριά των εργατών και που αποσκοπεί να διατηρήσει με την ωμή βία τις ταξικές διαφορές και τη βασιζόμενη σ’ αυτές πολιτική κυριαρχία των ιθυνόντων τάξεων.
Ότι η εργατική τάξη, απέναντι στην ενιαία εξουσία των ιθυνόντων τάξεων, μπορεί να δράσει ως τάξη μόνο όταν είναι συγκροτημένη σε ιδιαίτερο πολιτικό κόμμα, αντιπαρατιθέμενο προς όλα τα παλιά κόμματα που ίδρυσαν οι άρχουσες τάξεις.
Ότι αυτή η οργάνωση της εργατικής τάξης σε πολιτικό κόμμα είναι απαραίτητη για να εξασφαλίσει τη νίκη της κοινωνικής επανάστασης και την επίτευξη του τελικού της σκοπού -την κατάργηση των τάξεων.
Ότι η συνένωση των δυνάμεων, την οποία ήδη πέτυχε ως ένα βαθμό η εργατική τάξη με τους οικονομικούς της αγώνες, πρέπει να της χρησιμεύσει και ως μοχλός στον αγώνα της κατά της πολιτικής εξουσίας των εκμεταλλευτών της.
Η Συνδιάσκεψη υπενθυμίζει σ’ όλα τα τμήματα της Διεθνούς ότι, στον αγώνα της εργατικής τάξης, το οικονομικό της κίνημα και η πολιτική της δράση συνδέοντα άρρηκτα μεταξύ τους.


25. Το σύνταγμα του 1936, το σύνταγμα του Στάλιν: Η θέσπιση των συνταγμάτων θεωρείται μια «στιγμή» που αποκρυσταλλώνεται και παγιώνεται η ισορροπία των αντίπαλων ταξικών δυνάμεων. Στο σύνταγμα του 1936, έχουμε συντελεσμένο το δόγμα της «οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα». Είναι ο θρίαμβος της κρατικής γραφειοκρατίας και της αντεπανάστασης της πάνω στο μπολσεβικισμό.


26. Οι Δίκες της Μόσχας (1936-38) σηματοδοτούν, πέρα από την φρίκη και κτηνωδία της διαδικασίας, την φυσική και οριστική εξόντωση όλης της παλιάς φρουράς των μπολσεβίκων.

Συντάκτης
Παναγιώτης Λίλλης