Το χρέος, μεταξύ ρεαλισμού και οράματος

Φωτογραφία

Είναι ασύμβατη η διεκδίκηση οποιασδήποτε απομείωσης του χρέους με την αποδοχή των κανόνων της θεσμοποιημένης ευρωλιτότητας, που στερούν από κάθε κυβέρνηση τη δυνατότητα να εφαρμόσει τη δική της οικονομική και κοινωνική πολιτική.

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Γιάννης Κιμπουρόπουλος

Ας αρχίσουμε από το βασικό: 324 δισ. και κάτι ψιλά. Τόσο είναι το δημόσιο χρέος. Αντιστοιχεί στο 176% του ΑΕΠ. Αν δεν υπάρξουν θεαματικές αλλαγές (ανάπτυξη- έκπληξη, άνω του 2%), κι αν προστεθούν τα υπόλοιπα του δανεισμού από τον μηχανισμό στήριξης-  τα 8,5 δισ. του ΔΝΤ (για το 2015) και τα 1,8 δισ. του EFSF-, συν τα 15 δισ. βραχυπρόθεσμου δανεισμού (έντοκα) που ζητάει η κυβέρνηση, το δημόσιο χρέος εντός του έτους θα αυξηθεί περίπου στα 334 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι, εφόσον  εξοφληθούν οι δανειακές υποχρεώσεις ως έχουν σήμερα, στο τέλος του έτους το χρέος θα εκτοξευθεί στο 185% του ΑΕΠ. 
Οι αριθμοί αυτοί ήταν γνωστοί και πριν τις εκλογές. Και στη βάση αυτών 

ο ΣΥΡΙΖΑ διατύπωνε την πρότασή του για αναδιάρθρωση του χρέους ως εξής: 
- Διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους της ονομαστικής του αξίας με τεχνική που δεν θα ζημιώνει τους λαούς της Ευρώπης, αλλά μέσω των συλλογικών ευρωπαϊκών μηχανισμών. 
- Ρήτρα ανάπτυξης  στην αποπληρωμή του υπόλοιπου χρέους, έτσι ώστε να εξυπηρετείται από την ανάπτυξη και όχι από το πλεόνασμα του προϋπολογισμού.
- «Μoratorium» στην εξυπηρέτησή του, για την άμεση εξοικονόμηση πόρων για την ανάπτυξη και την επανεκκίνηση της οικονομίας.
Οι «τεχνικές λύσεις» 
Συμπληρωματικά προς αυτό το προεκλογικό τρίπτυχο λειτούργησε η πρόταση για «ευρωπαϊκή διάσκεψη για το χρέος», στα πρότυπα αυτού που έγινε το 1953 για τη Γερμανία, αλλά και η πρόταση των Μηλιού-Σωτηρόπουλου-Λαπατσιώρα για «μορατόριουμ πληρωμών για πέντε χρόνια και θάψιμο της λιτότητας για πάντα». Πυρήνας της πρότασης είναι η αγορά από την ΕΚΤ όλου το χρέους των χωρών της Ευρωζώνης που βρίσκεται άνω του 50% του ΑΕΠ και η επαναγορά του στο μέλλον από τα κράτη, όταν το χρέος πέσει στα επίπεδα του 20% του ΑΕΠ. Από χώρα σε χώρα αυτό το «μέλλον» ποικίλλει από μηδέν μέχρι 90 χρόνια. Η πρόταση συμπληρώθηκε από την παραλλαγή του moratorium, με την ανάληψη από την ΕΚΤ των τόκων και χρεολυσίων όλων των χωρών του ευρώ την περίοδο 2016-2020.
Αυτή η «τεχνική λύση» για το χρέος της Ευρωζώνης ορίστηκε ως προϋπόθεση για την οριστική απαλλαγή της από τη λιτότητα, παρότι μια παρόμοια «τεχνική λύση» νομισματοποίησης του χρέους, η μελέτη των Paris και Wyplosz (μια «Πολιτικά Αποδεκτή Αναδιάρθρωση Χρέους στην Ευρωζώνη - PADRE) συνδεόταν με διαιώνιση της λιτότητας και απόλυτη δέσμευση των κρατών στο Δημοσιονομικό Σύμφωνο. 
Παρά τις αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν (κυρίως εξ αριστερών) γι’ αυτή την -προεκλογική- τροποποίηση της θέσης του ΣΥΡΙΖΑ υπέρ της διαγραφής του χρέους, οφείλει κανείς να αναγνωρίσει ότι η προτεινόμενη «τεχνική λύση» κινείται στην κατεύθυνση της απαλλαγής από το μεγαλύτερο μέρος του χρέους, ειδικά του ελληνικού και γενικά των χωρών της Ευρωζώνης. 
Μετεκλογικά, ο όρος διαγραφή έχει χαθεί και έχει αντικατασταθεί από τη «δημιουργικά ασαφή» έννοια «απομείωση». Η λέξη σημαίνει απλώς «μείωση κατά απροσδιόριστο ποσό», αλλά χρησιμοποιείται σαφώς σε διάκριση από τη διαγραφή («οι εταίροι θεωρούν βρόμικη λέξη το κούρεμα», είπε πρόσφατα ο Γ. Βαρουφάκης), μια και οι προτεινόμενες «τεχνικές λύσεις» δηλώνουν σαφώς ότι δεν χρειάζεται μείωση της ονομαστικής αξίας του χρέους. Αλλά και επί των «τεχνικών λύσεων» υπάρχει μετατόπιση. Η πρόταση Μηλιού-Σωτηρόπουλου-Λαπατσιώρα δεν αναφέρεται. Στη θέση της ακούγονται οι «τεχνικές λύσεις» του Γ. Βαρουφάκη, ο οποίος αναδιατυπώνει διαρκώς στρατηγικά στοιχεία των προεκλογικών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ.
Το «διηνεκές χρέος» 
 Η πιο πρόσφατη «τεχνική λύση» που έχει ακουστεί από του υπουργό Οικονομικών είναι η ανταλλαγή μέρους του χρέους με τα περίφημα «διηνεκή ομόλογα» (perpetual bonds), ομόλογα χωρίς λήξη έναντι των οποίων πληρώνονται μόνο οι τόκοι και όχι το κεφάλαιο, εκτός αν ο εκδότης αποφασίσει να τα αποσύρει ξεπληρώνοντάς τα. Το πρόβλημα με τα ομόλογα αυτά είναι ότι έχουν πολύ υψηλό επιτόκιο- πράγμα λογικό για ένα δανειστή που ουσιαστικά παραιτείται από το κεφάλαιο-, αλλά ταυτόχρονα διατηρούν το ονομαστικό μέγεθος του χρέους, πράγμα που προφανώς αξιολογούν οι αγορές σε περίπτωση που μια χώρα θέλει να ξαναδανειστεί. Αυτό, άλλωστε, φαίνεται και τώρα: η μέση διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους του διακρατικού χρέους, των 141,8 δισ. που η Ελλάδα έχει δανειστεί από τον EFSF, είναι 32,5 χρόνια, αλλά αυτό δεν εμποδίζει τις αγορές να μη θεωρούν την Ελλάδα αξιόχρεη. Πόσο πιο αξιόχρεη θα γίνει αν το χρέος επιμηκυνθεί στα 52 ή 62 χρόνια; Για το υπόλοιπο, πέραν του «διηνεκούς» χρέους, η «τεχνική λύση» Βαρουφάκη προβλέπει αποπληρωμή με ρήτρα ανάπτυξης, που αναφερόταν και στο προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. 
Παρότι δεν είναι σαφές ποια θα είναι η τελική σύνθεση της πρότασης της κυβέρνησης για το χρέος στις επόμενες φάσεις της διαπραγμάτευσης, προς το παρόν στη συμφωνία με τους δανειστές αποτυπώνεται ως σκοπός κάτι πολύ λιγότερο και από την τεχνική απομείωσή του: η βιωσιμότητα του χρέους, για την οποία άλλωστε είναι δεσμευμένοι οι δανειστές με απόφασή τους από τον Οκτώβριο του 2012. Απόφαση που έχουν αφήσει στη λήθη -μόνο το ΔΝΤ την θυμίζει αραιά και πού, όχι με ζήλο πια- και ορισμένοι (Βερολίνο) την αμφισβητούν ανοικτά. 
Τα ελάχιστα κριτήρια 
Διαγραφή, απομείωση, βιωσιμότητα; Τι απ’ όλα; Τεχνική λύση ή πολιτική διεκδίκηση; Όποια κι αν είναι η απάντηση του κυβερνητικού επιτελείου που ετοιμάζει το φάκελο της διαπραγμάτευσης -και η αλήθεια είναι ότι αυτή η ετοιμασία δεν μπορεί να γίνεται δια συνεντεύξεων, live, καίγοντας χαρτιά και αποκαλύπτοντας αφελή προχειρότητα- οφείλει κανείς να θέσει τα ελάχιστα κριτήρια και τις αρχές μιας λύσης για λογαριασμό της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας. Και μερικά από τα κριτήρια αυτά είναι και τα παρακάτω: 
- Στο βαθμό που ο στόχος είναι να πάψει να είναι η Ελλάδα αποικία χρέους 17 χωρών της Ευρωζώνης, είναι αναπόδραστη η ονομαστική μείωση του χρέους, με όποια τεχνική ή πολιτική λύση κι αν προκύψει αυτή. Η ανάκτηση της κυριαρχίας προϋποθέτει μείωση του ειδικού βάρους των δανειακών συμβάσεων στο σύνολο του χρέους, και αυτόνομη πρόσβαση της χώρας σε οποιαδήποτε εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης. 
- Δεν νοείται λύση με τη μετάθεση του βάρους στις επόμενες γενιές. Ενδεχόμενη βελτίωση της «εξυπηρετησιμότητας» του χρέους για 5-10 χρόνια, με ταυτόχρονη διατήρηση ή διόγκωσή του την επόμενη δεκαετία υπονομεύει τους όρους επανεκκίνησης και μακροπρόθεσμης ανασυγκρότησης της οικονομίας υπέρ των εργαζόμενων και των μελλοντικών γενιών. 
- Δεν νοείται φιλολαϊκή αναδιάρθρωση του χρέους χωρίς απεμπλοκή από τη θεσμοποιημένη λιτότητα. Ακόμη και στην περίπτωση που μια «έξυπνη αναδιάρθρωση» του χρέους οδηγήσει σε υποβάθμιση της δανειακής σύμβασης και των εξ αυτής «μεταρρυθμιστικών» υποχρεώσεων, στη γωνία περιμένουν το Σύμφωνο Σταθερότητας, το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, το Σύμφωνο για το ευρώ+ και οι εξ αυτών κανονισμοί που επιβάλλουν επιτήρηση μέχρι αποπληρωμής του 75% του χρέους, υποχρεωτική μείωση του χρέους κατά 5% τον χρόνο, υποχρεωτικά ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, με πλήθος κυρώσεων που εκτείνονται σε πρόστιμα ή σε στέρηση κοινοτικών πόρων. Είναι ασύμβατη η διεκδίκηση οποιασδήποτε απομείωσης του χρέους με την αποδοχή των κανόνων της θεσμοποιημένης λιτότητας, που στερούν από κάθε κυβέρνηση τη δυνατότητα να εφαρμόσει τη δική της οικονομική και κοινωνική πολιτική. 
- Δεν νοείται ελάφρυνση του χρέους χωρίς την άρνηση του απεχθούς και παράνομου τμήματός του. Ο λογιστικός και νομικός έλεγχος του χρέους, που κατά 78% είναι διακρατικό (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ) αποτελεί ηθικοπολιτική υποχρέωση έναντι των Ελλήνων πολιτών, αλλά και των Ευρωπαίων φορολογούμενων που στην τεράστια πλειοψηφία τους αγνοούν ότι το μεγαλύτερο μέρος του δανείου των 240 δισ. που χορηγήθηκε στην Ελλάδα επιβλήθηκε για να διασωθούν οι γαλλικές, γερμανικές και άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες, οι οποίες μέχρι το 2010 είχαν στα χέρια τους ελληνικά ομόλογα άνω των 150 δισ. (122 δισ. μόνον οι γαλλικές και γερμανικές). Πρόκειται για ένα εξ ορισμού απεχθές τμήμα του ελληνικού χρέους, η αποποίηση του οποίου μπορεί να βρει ακόμη και νομική βάση αμφισβήτησης σε διεθνή δικαστήρια. 
Το κατά Μαρξ «Πιστεύω»
Τα υπόλοιπα είναι θέμα κυβερνητικής και λαϊκής βούλησης. Και ρεαλισμού. Και στοιχειώδους ανάλυσης. Η άρνηση του απεχθούς χρέους δεν είναι ζήτημα ιδεολογικής εμμονής ή μιας μπαταχτσίδικης ελληνικής ανεμελιάς, αλλά όρος επιβίωσης του κράτους και της κοινωνίας. Δεν ανακαλύπτουμε την Αμερική, άλλωστε. Και κάμποσες φορές, την τελευταία εξαετία, θυμηθήκαμε το αφοπλιστικά επίκαιρο τσιτάτο του Μαρξ από το Κεφάλαιο, που ξεγυμνώνει τον μύθο του κρατικού χρέους: 
«Το δημόσιο χρέος, δηλ. το ξεπούλημα του κράτους –αδιάφορο αν είναι απολυταρχικό, συνταγματικό ή δημοκρατικό κράτος– βάζει τη σφραγίδα του στην κεφαλαιοκρατική εποχή. Το μοναδικό κομμάτι τού λεγόμενου εθνικού πλούτου, που στoυς σύγχρονους λαούς ανήκει πραγματικά στο σύνολο του λαού είναι το δημόσιο χρέος τους. Γι’ αυτό είναι πέρα για πέρα συνεπής η σύγχρονη θεωρία που λέει πως ένας λαός γίνεται τόσο πιο πλούσιος, όσο πιο βαθιά βουτιέται στα χρέη. Το δημόσιο χρέος γίνεται το credo [πιστεύω] του κεφαλαίου. Κι από τη στιγμή που εμφανίζεται η χρέωση του δημοσίου, τη θέση του αμαρτήματoς ενάντια στο άγιο πνεύμα, για το οποίο δεν υπάρχει άφεση, την παίρνει η καταπάτηση της πίστης απέναντι στο δημόσιο χρέος».
Κατά τα λοιπά, παραπέμπω στο πλήρες απόσπασμα από τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου («Για τη λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση») που εξηγεί γιατί πράγματι το υψηλό χρέος είναι πηγή πλούτου για χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία ή η Γερμανία, την ώρα που για την Ελλάδα και δεκάδες χώρες, κυρίως του Τρίτου Κόσμου, είναι αιτία αποικιοποίησης και εξαθλίωσης των λαών. Αυτά, τα ξαναδια βάσαμε τόσες φορές τα τελευταία χρόνια που θα έπρεπε να τα έχουμε αφομοιώσει… 

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία