Το ελληνογαλλικό πολεµικό σύµφωνο και οι συνοδευτικές αγορές όπλων από την κυβέρνηση Μητσοτάκη αποτελούν µια χοντρή πρόκληση.
Με νωπές ακόµα τις µνήµες από την ανείπωτη καταστροφή των πυρκαγιών του καλοκαιριού, όπου υπήρξε απελπιστική έλλειψη πυροσβεστικών εναέριων µέσων, η κυβέρνηση αποφασίζει να αγοράσει άλλα 6… πολεµικά αεροπλάνα, ανεβάζοντας την αρχική πανάκριβη παραγγελία των 18 Rafale σε 24.
Ενώ τα συστήµατα δηµόσιας υγείας και παιδείας βρίσκονται σε τραγική κατάσταση (ή και παραδίδονται λειτουργίες τους στον ιδιωτικό τοµέα) και οι κινητοποιήσεις/διεκδικήσεις των υγειονοµικών, των µαθητών, των φοιτητών, των εκπαιδευτικών συναντάνε «τοίχο άρνησης», η ίδια κυβέρνηση που έχει δηλώσει ότι «δεν υπάρχουν λεφτόδεντρα», αγοράζει 3 + 1 πανάκριβες φρεγάτες Belharra και 3 κορβέτες Gowind.
Αυτά έρχονται να προστεθούν σε πυραύλους, βλήµατα, προγράµµατα αναβάθµισης των πολεµικών F-16, συµµετοχής στην παραγωγή F-35 κ.ο.κ. Στις άγριες συνθήκες οικονοµικής και υγειονοµικής κρίσης, το συνολικό κόστος των (τελευταίων) εξοπλισµών ξεπερνά τα 10 δισ. ευρώ!
Αυτές οι «µεγάλες αγορές» φέρνουν και µια επικίνδυνη αναβάθµιση του µιλιταρισµού και της πολεµοχαρούς κουλτούρας. Με τις ταλαντεύσεις γύρω από το ποιες φρεγάτες θα πάρει τελικά η κυβέρνηση, µάθαµε ότι οι ναύαρχοι έχουν αποκτήσει το «δικαίωµα» να «εξεγείρονται» απέναντι στην προοπτική αγοράς µικρότερων/φτηνότερων φρεγατών και να απαιτούν τα πιο ακριβά και πιο καταστροφικά όπλα που κυκλοφορούν -και οι απαιτήσεις τους να γίνονται αµέσως δεκτές. Στα ΜΜΕ παρελαύνουν «αναλυτές» και «ειδικοί» που εξυµνούν την πολεµική τεχνολογία κι αναλαµβάνουν να εξοικειώσουν το κοινό µε τη «γλώσσα» της καταστρεπτικής πολεµικής ισχύος.
Αυτή η έξαρση της πολεµοκαπηλείας και του αντιτουρκισµού στρώνει το έδαφος και στις πρόσφατες προσπάθειες φασιστικών συµµοριών να ξανασηκώσουν κεφάλι µε σηµαία τους τον εθνικισµό.
Τα όπλα που αποκτά ο ελληνικός στρατός είναι επιθετικά και διαφηµίζονται ξεδιάντροπα ως τέτοια, αποκαλύπτοντας τις πραγµατικές προθέσεις πίσω από το αφήγηµα της «πτωχής πλην τίµιας και πάντα αµυνόµενης» Ελλάδας.
Το ίδιο ισχύει και για το πολεµοχαρές Σύµφωνο µε τη Γαλλία. Που βαφτίζεται «αµυντικό», ενώ είναι πασιφανές ότι «στοχεύει» προς την Τουρκία και αποτελεί ευρύτερη «επίδειξη δύναµης» στην Ανατολική Μεσόγειο. Η ιστορία προειδοποιεί ότι τέτοια «διµερή» πολεµικά/«αµυντικά» σύµφωνα, λειτουργούσαν συνήθως ως πρελούδια κι επιταχυντές των πολεµικών αναµετρήσεων που -τάχα- σκόπευαν να αποτρέψουν.
Ο ρόλος του γαλλικού ιµπεριαλισµού -στην υποσαχάρια Αφρική, στις ακτές της Βόρειας Αφρικής, στη Μέση Ανατολή- και οι διακηρυγµένες µεγάλες φιλοδοξίες του να ανακτήσει την απόλυτη κυριαρχία σε ζώνες όπου υπήρξε αποικιοκρατική δύναµη κι εξακολουθεί να θεωρεί «σφαίρες επιρροής» του, δεν αφήνει κανένα περιθώριο για αυταπάτες ως προς την επιθετική φύση της συµφωνίας.
Το ελληνικό κράτος έχει ήδη συγκροτήσει «στρατηγικές» συµµαχίες µε τις πιο επικίνδυνες δυνάµεις της περιοχής, όπως το ρατσιστικό κράτος-τροµοκράτη (Ισραήλ) και την αδίστακτη δικτατορία του Σίσι (Αίγυπτος). Αυτές τελευταία «διευρύνονται» µε σκοτεινά κάστρα της αντίδρασης όπως τα Ηνωµένα Αραβικά Εµιράτα και η Σαουδική Αραβία. Μάλιστα ο ελληνικός στρατός ανέλαβε πρόσφατα να συνδράµει το σκοτεινό Βασίλειο των Σαούντ στο βάρβαρο πόλεµο που έχει εξαπολύσει στην Υεµένη. Αυτό το «πλέγµα δυνάµεων», που συγκροτήθηκε µε τις ευλογίες του αµερικανικού ιµπεριαλισµού, αναλαµβάνει πλέον να συντονίσει ο γαλλικός ιµπεριαλισµός: Που χαρακτηρίζεται από µια ανοιχτά ισλαµοφοβική/«τουρκοφαγική» πολιτική αλλά και από την επιθετικότητα της «πεινασµένης» µεγάλης δύναµης, µε ό,τι µπορεί να σηµαίνουν αυτά για την επισηµοποίηση της εγκατάστασής του στην ανατολική Μεσόγειο, µε το «πράσινο φως» που άναψε η ελληνική κυβέρνηση, επιδιώκοντας πλεονέκτηµα στον ανταγωνισµό µε το τουρκικό κράτος…
Πρόκειται για εξελίξεις δυσβάστακτες οικονοµικά, αντιδραστικές ως προς το πολιτικό κλίµα στη χώρα και επικίνδυνες για την ειρήνη. Η ιστορία, συµπεριλαµβανοµένης της πολύ-πολύ πρόσφατης, προειδοποιεί ότι αυτά τα «παιχνίδια» δεν λήγουν εύκολα. Οι εξοπλισµοί δεν είναι ποτέ «µια κι έξω» -καταλήγουν σε ανεξέλεγκτη κούρσα µεταξύ των δύο πλευρών χωρίς τελειωµό. Τα στρατιωτικά σύµφωνα, οι µανούβρες και οι τσαµπουκάδες (ακόµα κι όταν φέρουν το µανδύα της «διπλωµατίας») πάντοτε πυροδοτούν ανάλογες «απαντήσεις» που επιδεινώνουν την κατάσταση περισσότερο. Η επιµονή στον ανταγωνισµό λειτουργεί ως ένα καθοδικό σπιράλ…
Στη µια όχθη του Αιγαίου, ο Ερντογάν «κατσαδιάζει» τους εργαζόµενους που δυσφορούν µε τη λιτότητα, δηλώνοντας ενοχληµένος που «όλοι συζητούν για την τιµή της πατάτας, χωρίς να ενδιαφέρονται για την τιµή της σφαίρας». Στην άλλη όχθη του Αιγαίου, συνταξιούχοι προσφεύγουν στο ΣτΕ για τα αναδροµικά και ακούνε τους δικηγόρους του δηµοσίου να απαντούν επικαλούµενοι το «εθνικό συµφέρον της χώρας», µε ρητές αναφορές στα ποσά που χρειάζονται για τα Ραφάλ, τις φρεγάτες, το φράχτη στον Έβρο…
Καθώς και οι δύο χώρες κατακαίγονταν το περασµένο καλοκαίρι, ένα µήνυµα διακινήθηκε -στα αγγλικά- από χρήστες των µέσων κοινωνικών δικτύωσης και στις δύο πλευρές του Αιγαίου: «Ίσως τώρα µπορούµε να σταµατήσουµε να ξοδεύουµε δισεκατοµµύρια στην ηλίθια στρατιωτική µας σύγκρουση και να επενδύσουµε πραγµατικά στην προστασία του κοινού µας περιβάλλοντος».
Αυτή είναι η κατεύθυνση της απάντησης που οφείλει να δώσει ο κόσµος των «από κάτω». Μέσα στη Βουλή, θα επικρατήσει και πάλι η ίδια καταθλιπτική συναίνεση, µε τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει δηλώσει ρητά τη συµφωνία του «επί της αρχής» και να καταφεύγει είτε σε δευτερεύουσες χλοµές ενστάσεις είτε σε επικίνδυνη «πλειοδοσία», απαιτώντας (στη γραµµή Ευάγγελου Βενιζέλου) ακόµα πιο αποφασιστική δέσµευση της Γαλλίας να παρέµβει στρατιωτικά στην περιοχή…
Η απάντηση χρειάζεται να δοθεί από τον κόσµο του κινήµατος και τις δυνάµεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ως πρώτο βήµα σε αυτή την κατεύθυνση, καλούµε σε συγκέντρωση κατά τη ψήφιση του ελληνογαλλικού συµφώνου, για να ακουστεί έξω από τη Βουλή η αντιπολεµική αντίρρηση απέναντι στις συναινέσεις.
• Λεφτά για Υγεία-Παιδεία, όχι για εξοπλισµούς
• Καµιά συµµετοχή σε ιµπεριαλιστικές επεµβάσεις
• Διεθνιστική αλληλεγγύη των λαών σε Ελλάδα-Κύπρο-Τουρκία
Συγκέντρωση στο Σύνταγµα, Πέµπτη 7 Οκτώβρη, 6.30 µ.µ.