Άρθρο 16: η αιχμή της νεοφιλελεύθερης επίθεσης στη δημόσια εκπαίδευση


Του Δημήτρη Μπάρκα

Ίσως καμία άλλη αναθεώρηση του Συντάγματος μετά την μεταπολίτευση, δεν έχει προκαλέσει τόσο έντονη συζήτηση σε τόσο πλατιά ακροατήρια όσο αυτή που έχει ξεσπάσει με αφορμή την πρόταση για το άρθρο 16. Καθόλου τυχαία, η υπόθεση της δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης και τα «μη κρατικά» πανεπιστήμια έχουν αναδειχθεί σε κομβικό ζήτημα διαμάχης. Από τη μια πλευρά η αποφασιστικότητα των «από πάνω» να περάσουν σαν οδοστρωτήρας πάνω από τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις των εργαζομένων και της νεολαίας. Από την άλλη, η αγανάκτηση και η αντίσταση των «από κάτω» ενάντια στις νεοφιλελεύθερες αυτές επιθέσεις.

Ο φοιτητικός ξεσηκωμός του Μαΐου-Ιουνίου [1] και η απεργία διαρκείας των δασκάλων το φθινόπωρο μπλόκαραν την κυβέρνηση και συσπείρωσαν ένα μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης, αφήνοντας παρακαταθήκη για το κίνημα. Μάλιστα, οι αγώνες που αναπτύχθηκαν και η διάσταση που έχει πάρει η αντιπαράθεση με την κυβέρνηση για το άρθρο 16 έχουν ασκήσει μεγάλη πίεση στο ΠΑΣΟΚ, με αποτέλεσμα τη δημιουργία της «Πρωτοβουλίας μελών του ΠΑΣΟΚ ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16», που με κεντρικό σύνθημα «η Παιδεία είναι δικαίωμα, δεν θα γίνει εμπόρευμα» παίρνουν θέση ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό στην εκπαίδευση.


Νεοφιλελευθερισμός και παιδεία

Μέχρι τώρα, η εκπαίδευση είναι κυρίως αρμοδιότητα του κράτους
και έχει βεβαίως σημαντικό οικονομικό αντίκρισμα. Μόνο στην τριτοβάθμια
εκπαίδευση ο κύκλος εργασιών υπολογίζεται στα 300 εκατομμύρια το χρόνο
(όσο σχεδόν ένα έργο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες).

Οι καπιταλιστές στην αναζήτησή τους για γρήγορα και μεγάλα κέρδη
διεκδίκησαν αυξημένο ρόλο και όσο γίνεται μεγαλύτερο «κομμάτι από την
πίτα». Ήδη οι επιχειρήσεις έχουν εισβάλει στα πανεπιστήμια μέσω της
εκχώρησης διαφόρων λειτουργιών, όπως η σίτιση και η στέγαση σε ιδιώτες,
επιβαρύνοντας είτε τον προϋπολογισμό του ιδρύματος, είτε απευθείας τους
φοιτητές. Ταυτόχρονα, έχουν εξαπλωθεί τα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών και
τα διαφόρων ειδών «κολέγια» (με το καθεστώς του φρανσάιζινγκ και υπό
την εποπτεία του Υπουργείου Εμπορίου), τα οποία λειτουργούν με χορηγούς
και φυσικά με δίδακτρα. Οι υπέρμαχοι των ιδεών της αγοράς προτάσσουν
όμως μια συνολικότερη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση στην εκπαίδευση,
έχοντας ως κεντρικό άξονα τη «διακήρυξη της Λισαβόνας». Η εκπαίδευση θα
πρέπει να είναι συνδεμένη με τις «σύγχρονες ανάγκες», προκειμένου να
προσαρμόζεται γρηγορότερα και ευκολότερα σε αυτές. «Το δημόσιο
πανεπιστήμιο είναι μη αποδεκτή λύση. Η παιδεία έχει γίνει πλέον ένα
διεθνές εμπορευματικό αγαθό που μπορεί να εξαχθεί και να διακινηθεί.
Και όπως κάθε εμπόρευμα, πρέπει να πωλείται και να αγοράζεται» [2]. «Τα
πανεπιστήμια είναι εργαστήρια παραγωγής γνώσης. Θα χρειαστεί να
προσαρμοστούν στις ανάγκες μιας παγκόσμιας, βασισμένης στη γνώση
οικονομίας, όπως και άλλοι τομείς της κοινωνίας και της οικονομίας»
[3]. Στην κατεύθυνση αυτή, μέσα από τη «διαδικασία της Μπολόνια»,
προωθείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση η δημιουργία «ενιαίου χώρου ανώτατης
εκπαίδευσης». Αυτή η πολιτική αγκαλιάζει το σύνολο της εκπαίδευσης, από
την πρωτοβάθμια μέχρι την ανώτατη. Οι δραστηριότητες και οι ανάγκες των
επιχειρήσεων είναι ο καλύτερος οδηγός από το πώς θα πρέπει να
ανατρέφεται ένα παιδί μέχρι με τι γνώσεις και δεξιότητες θα πρέπει να
εφοδιάζεται ένας έφηβος για να επιβιώσει στο σκληρό ανταγωνισμό για
επαγγελματική άνοδο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, κινούνται και οι αλλαγές
που προωθούνται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Με συστηματικό τρόπο η υπονόμευση της δημόσιας και δωρεάν παιδείας
εξελίσσεται διαρκώς τα τελευταία 20 χρόνια, κυρίως μέσα από τη μείωση
της χρηματοδότησης αλλά και με νομοσχέδια, όπως αυτό του Αρσένη το ’98.

Με την ανάληψη της κυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία, οι
«μεταρρυθμίσεις» στην παιδεία και ιδιαίτερα στην τριτοβάθμια τίθενται
σε προτεραιότητα με αποτέλεσμα την ψήφιση σειράς νομοσχεδίων, τα
περισσότερα εκ των οποίων έχουν μείνει στα χαρτιά μέχρι τώρα. Ανάμεσά
τους είναι η ίδρυση του Διεθνούς Πανεπιστημίου Ελλάδας, αποκλειστικά
για φοιτητές από το εξωτερικό, και των Ινστιτούτων Διά Βίου Εκπαίδευσης
εντός των πανεπιστημίων, τα οποία προβλέπεται ή ήδη λειτουργούν με
ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια ενώ οι φοιτητές πρέπει να πληρώνουν
δίδακτρα. Ψηφίστηκε επίσης ο νόμος για την αντικατάσταση του ΔΙΚΑΤΣΑ,
φορέα που αναγνωρίζει τα πτυχία πανεπιστημίων του εξωτερικού, από τον
ΔΟΑΤΑΠ και το νομοσχέδιο για την Διασφάλιση Ποιότητας στην Ανώτατη
Εκπαίδευση (Αξιολόγηση), που προωθεί τη σύνδεση της έρευνας και της
διδασκαλίας με τις απαιτήσεις της αγοράς, ενώ εισήχθη και η έννοια των
«πιστωτικών μονάδων» προκειμένου σταδιακά να αντικαταστήσει το πτυχίο.
Τα μέτρα αυτά της κυβέρνησης πέρασαν με μικρές, σχετικά, αντιστάσεις
μέχρι την άνοιξη του 2006. Τότε η Νέα Δημοκρατία επιχείρησε να αλλάξει
το νόμο-πλαίσιο για τη λειτουργία των πανεπιστημίων [4], προκαλώντας
την απεργία διαρκείας των πανεπιστημιακών και την έκρηξη των φοιτητικών
καταλήψεων. Αν και η ραγδαία ανάπτυξη του κινήματος έπιασε
απροετοίμαστη την κυβέρνηση, αναγκάζοντάς την σε προσωρινή απόσυρση του
νέου νόμου-πλαίσιο, δεν υπήρξε αναστολή των μεταρρυθμίσεων. Στη λίστα
της Νέας Δημοκρατίας σειρά είχε η πρόταση για την τροποποίηση του
άρθρου 16 του Συντάγματος.


Το άρθρο 16


Πράγματι, αν και από αρκετούς κύκλους –ιδιαίτερα των υπερασπιστών των
«μεταρρυθμίσεων» στα πανεπιστήμια– υποστηρίζεται ότι το άρθρο 16 δεν
είναι το βασικότερο ζήτημα στην εκπαίδευση, η αναθεώρησή του αποτελεί
την κατοχύρωση στο ανώτατο νομικό κείμενο του κράτους, στο Σύνταγμα,
της πολιτικής του νεοφιλελευθερισμού στην παιδεία.

Η πρόταση για την αναθεώρηση του άρθρου 16 έχει βασικό στόχο τη
«δυνατότητα ίδρυσης και λειτουργίας ανώτατων σχολών αποκλειστικώς και
μόνο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα από ιδιώτες, υπό τον αυστηρό έλεγχο και
την εποπτεία της πολιτείας» [5]. Σε αυτή την κατεύθυνση, προτείνεται
στην παράγραφο 5 να αλλάξει η φράση που προβλέπει ότι «η ανώτατη
εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά
πρόσωπα δημοσίου δικαίου» και αντίστοιχα στην παρ. 7 η κατάργηση της
φράσης «από το Κράτος» προκειμένου να είναι συνταγματικά ανεκτή η
παροχή επαγγελματικής και κάθε άλλης ειδικής εκπαίδευσης, εκτός από το
Κράτος και από ιδιώτες. Στην παρ. 6 προτείνεται να διευκρινίζεται πλέον
ότι «οι καθηγητές των δημόσιων», μόνο, «ανώτατων εκπαιδευτικών
ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί». Η κυβέρνηση εισηγείται, τέλος,
την κατάργηση της διάταξης της παρ. 8 σύμφωνα με την οποία «η σύσταση
ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται» και την προσθήκη νέας
παραγράφου, «με την οποία θα κατοχυρώνεται συνταγματικά το σύστημα
διασφάλισης της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση, δημόσια ή μη».


Νεοφιλελεύθερα επιχειρήματα


Από τους οπαδούς της αναθεώρησης του άρθρου 16 υποστηρίζεται ότι η
ιδιωτικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης δεν θα καταργήσει, αλλά θα
μεταβάλει, θα εκσυγχρονίσει την παρέμβαση του κράτους στο πεδίο της
ανώτατης εκπαίδευσης. Η αναθεώρηση, λένε, θα αποβεί προς όφελος της
ποιότητας των παρεχόμενων σπουδών και της παιδείας γενικότερα, μέσω της
ανάπτυξης «υγιούς ανταγωνισμού» με τα υπάρχοντα πανεπιστήμια.
Ταυτόχρονα, θα επιτραπεί στο Υπουργείο Παιδείας να ρυθμίζει την
κατάσταση που επικρατεί στο χώρο των ΚΕΣ, βάζοντας, λένε επίσης, φραγμό
στην ανάπτυξή τους με τη θέσπιση ακαδημαϊκών κανόνων λειτουργίας.

Υποστηρίζεται ότι με αυτό τον τρόπο θα εναρμονιστεί η ελληνική
νομοθεσία με αυτή των υπολοίπων χωρών της Ε.Ε., ενίοτε ακόμη και ότι
κινδυνεύει η χώρα να βρεθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εάν δεν
συμμορφωθεί με την πολιτική παιδείας της Ε.Ε. Το επιχείρημα αυτό
συνδυάζεται με ισχυρισμούς ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι το
σύστημα με το οποίο λειτουργεί η ανώτατη εκπαίδευση στις ΗΠΑ και τις
χώρες της δυτικής Ευρώπης και ότι με αυτή την αναθεώρηση ανοίγει ο
δρόμος για να γίνει η Ελλάδα «κέντρο παιδείας και πολιτισμού για
ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή».

Επιπλέον, θεωρείται ότι η λειτουργία των ιδιωτικών πανεπιστημίων θα
διευρύνει τις εκπαιδευτικές επιλογές και ευκαιρίες των νέων,
εξασφαλίζοντας πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση σε ευρύτερα στρώματα.
Ισχυρίζονται ότι αφενός με αυτό τον τρόπο θα δοθεί ένα ισχυρό χτύπημα
στην παραπαιδεία, αφετέρου θα καταπολεμηθεί η φοιτητική μετανάστευση
στις δυτικές χώρες, γλιτώνοντας από μεγάλο μέρος των εξόδων αυτές τις
οικογένειες, αυξάνοντας των αριθμό των επιστημόνων στη χώρα μας.

Αυτό που πραγματικά επιδιώκει η πρόταση για την αναθεώρηση δεν είναι
τόσο η ίδρυση μη κρατικών –στην ουσία ιδιωτικών –πανεπιστημίων.
Περισσότερο είναι η αναβάθμιση των ήδη υπαρχόντων Κ.Ε.Σ., των ιδιωτικών
ΙΕΚ και των διαφόρων «κολεγίων» ώστε τα πτυχία τους να είναι ισότιμα με
αυτά των κρατικών πανεπιστημίων και τα προγράμματα σπουδών τους να
υπόκεινται στους ίδιους κανόνες αξιολόγησης. Εξάλλου, το κόστος για να
ιδρυθούν «κανονικά» ιδιωτικά πανεπιστήμια, είναι πολύ μεγάλο για να το
αναλάβει ένας ιδιώτης ή μια σύμπραξη ιδιωτών. Δεν είναι τυχαίο ότι, σε
αντίθεση με όσα ισχυρίζεται η προπαγάνδα, στις ΗΠΑ και την ΕΕ τα
ιδιωτικά πανεπιστήμια με τη μορφή που εννοούν οι νεοφιλελεύθεροι, είναι
ελάχιστα και συνήθως είναι υποβαθμισμένα, χωρίς κονδύλια για έρευνα.
Είναι αλήθεια πως υπάρχει έντονη πίεση να δοθεί η παιδεία «όλη στην
αγορά», απέχει όμως πολύ από το να είναι πραγματικότητα, τουλάχιστον
στις μητροπόλεις του καπιταλισμού.

Αυτή η αναβάθμιση σημαίνει καταρχάς ότι μαζικά θα μπορεί να
κατευθύνεται ο μαθητικός πληθυσμός στην ιδιωτική «ανώτατη» εκπαίδευση.
Αυτό θα συμβαίνει με δύο τρόπους. Ο ένας είναι ο μαζικός αποκλεισμός
από τα δημόσια ΑΕΙ, όπως συμβαίνει ήδη. Την ίδια ώρα που η κυβέρνηση
υποκριτικά εκδηλώνει το ενδιαφέρον της για τους νέους που αναγκάζονται
είτε να ξενιτεύονται για πανάκριβες σπουδές στο εξωτερικό, είτε να
στρέφονται «στα μη αναγνωρισμένα ΚΕΣ», η ίδια αποκλείει με το
απαράδεκτο μέτρο της «βάσης του 10» 65.000 αποφοίτους Λυκείων,
αφήνοντας μάλιστα 19.000 κενές θέσεις σε ΑΕΙ και ΤΕΙ. Ο δεύτερος τρόπος
θα είναι η μεθοδική συντήρηση μιας τεχνητής ανεπάρκειας στα δημόσια
πανεπιστήμια. Εξάλλου, οι καθηγητές και οι πρυτάνεις ισχυρίζονται ότι
με την κατάλληλη στήριξη και χρηματοδότηση από την πολιτεία θα
μπορούσαν να καλύψουν εξ ολοκλήρου τις ανάγκες για ανώτατη εκπαίδευση.


Το νέο μοντέλο πανεπιστημίου


Αυτή η εξέλιξη θα σημάνει τη σημαντική αύξηση των κερδών για τους
ιδιώτες, ενώ σε κάποιο σημείο δεν αποκλείεται να διεκδικήσουν
χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό σε βάρος της δημόσιας
ανώτατης εκπαίδευσης, παρ’ όλες τις υποσχέσεις που δίνει σήμερα η
κυβέρνηση. Όμως το ιδιωτικό κεφάλαιο δεν ενδιαφέρεται να παρέχει
παιδεία στους αποφοίτους. Είναι εξ ορισμού συνδεδεμένο με τις ανάγκες
τις αγοράς για εξειδικευμένο και ευέλικτο εργατικό δυναμικό και αυτός
είναι ο ρόλος που προορίζει η κυβέρνηση και για το δημόσιο πανεπιστήμιο.

Το νέο μοντέλο πανεπιστημίου που προωθείται θα πρέπει να παράγει
αποφοίτους με εξειδικευμένες, αλλά αποσπασματικές, γνώσεις πάνω στις
τελευταίες εξελίξεις της τεχνολογίας, ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες
των επιχειρήσεων και των βιομηχανιών για εργαζόμενους με υψηλή
κατάρτιση. Μέσα από τις σπουδές του ο κάθε φοιτητής θα είναι «ελεύθερος
να επιλέγει» κομμάτια γνώσεων, τα οποία θα είναι σταθμισμένα με
«πιστωτικές μονάδες» (βλέπε ΔΟΑΤΑΠ, σύστημα διασφάλισης ποιότητας κ.ά.).

Έτσι η αξία του πτυχίου ή των πτυχίων θα εξαρτάται από το πόσες
πιστωτικές μονάδες έχει συλλέξει κανείς, οδηγώντας στον κατακερματισμό
και την αποσπασματικότητα της γνώσης. Αυτό το «εξατομικευμένο» πτυχίο
θα μεταφράζεται σε «εξατομικευμένες» εργασιακές σχέσεις, στοχεύοντας
στην καρδιά των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων και στις
συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Με τη σειρά του αυτό συνεπάγεται αφενός
φτηνότερο ειδικευμένο εργατικό δυναμικό για τους καπιταλιστές, αφετέρου
ένα συνεχές κυνήγι για περισσότερες πιστωτικές μονάδες για τους
εργαζόμενους (βλ. Ινστιτούτα Δια Βίου Εκπαίδευσης) υπό το φόβο της
αντικατάστασης από νέους πιο εξειδικευμένους εργαζόμενους. Όλη αυτή η
κατάσταση περιγράφεται με τον όρο ελαστική και επισφαλής εργασία.

Συνολικά μπορούμε να πούμε ότι οι στόχοι του νεοφιλελευθερισμού για την
τριτοβάθμια εκπαίδευση επιτυγχάνονται μέσα από ένα σύστημα ιδρυμάτων
(δημόσιων και ιδιωτικών) δύο κατηγοριών. Από τη μια πλευρά θα είναι τα
«φτηνά» ιδρύματα που θα έχουν μόνο διδακτικό έργο, θα απορροφούν τον
κύριο όγκο των αποφοίτων του Λυκείου και θα παράγουν καταρτισμένους
πτυχιούχους για να καλύπτουν τις τρέχουσες ανάγκες της αγοράς. Από την
άλλη θα είναι τα ιδρύματα «ελίτ», που προορίζονται για τους
«καλύτερους» αποφοίτους, θα απορροφούν τη συντριπτική πλειοψηφία των
κονδυλίων για την έρευνα και θα δημιουργούν την «αφρόκρεμα» των
επιστημόνων, εκπαιδευμένων να κατανοούν τις αρχές της επιστήμης τους
και να παράγουν βασική έρευνα. [6]

Αν, λοιπόν, το ακραία ταξικό πανεπιστήμιο είναι το σχέδιο, η
χρηματοδότηση σε συνδυασμό με την αξιολόγηση είναι ο τρόπος για να
επιβληθεί. Όπως ειπώθηκε και παραπάνω τις τελευταίες δύο δεκαετίες
εφαρμόζεται η τακτική της σταδιακής περικοπής των κονδυλίων για την
τριτοβάθμια –όπως και για την υπόλοιπη– εκπαίδευση. Η υποχρηματοδότηση
συνδυάστηκε και με την προτροπή, αν όχι εξαναγκασμό, για εξεύρεση νέων
«εναλλακτικών» χρηματικών πόρων. Έτσι έκαναν την εμφάνισή τους σταδιακά
τα δίδακτρα στα μεταπτυχιακά προγράμματα, η επέκταση της ανάληψης
έρευνας για λογαριασμό εταιρειών με αντάλλαγμα χορηγίες και η περαιτέρω
σύνδεση με την αγορά μέσω των κοινοτικών προγραμμάτων χρηματοδότησης
ΕΠΕΑΕΚ.  
Αυτή η εξέλιξη δεν προέκυψε τυχαία κι ούτε άφησε ανέγγιχτο το δημόσιο
και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Πολλές από τις «ασχήμιες» που
επικαλείται σήμερα η κυβέρνηση προέκυψαν ακριβώς μέσα από το μαρασμό
των ΑΕΙ εξαιτίας της ελλιπούς χρηματοδότησης. Πέρα από τα φαινόμενα
διαφθοράς που έφερε η εγκαθίδρυση ανταγωνισμού ανάμεσα στους
ακαδημαϊκούς [7], προβλήματα όπως η συρρίκνωση των κοινωνικών παροχών
(π.χ., σίτιση και στέγαση), η έλλειψη κατάλληλων υποδομών και
εξοπλισμού, η αντικατάσταση των βιβλίων με φωτοτυπίες, έχουν τις ρίζες
τους σε αυτή την πολιτική. Έτσι μέσα από τη συνεχή υποχρηματοδότηση
συνεχίζει να προωθείται η έμμεση ιδιωτικοποίηση της ανώτατης
εκπαίδευσης.

Στη συστηματοποίηση και την εδραίωση (θυμίζουμε: ακόμη και
συνταγματικά) αυτής της διαδικασίας στοχεύει και η δημιουργία του
συστήματος διασφάλισης ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση το 2005.
Σύμφωνα με αυτό, τα πανεπιστήμια θα υπόκεινται σε εξωτερική αξιολόγηση,
στην οποία θα συμμετέχουν και κριτές επιλεγμένοι από το Υπουργείο. Από
τις διατάξεις του νομοσχεδίου γίνεται καθαρό ότι τα ιδρύματα θα
κατηγοριοποιούνται ανάλογα με το πόσο έχουν προσαρμόσει τη λειτουργία
τους με βάση τα κριτήρια της ελεύθερης αγοράς. Πρόκειται για την ίδια
αξιολόγηση που στην Αγγλία οδήγησε στην υποχρηματοδότηση έως και το
κλείσιμο των σχολών που δεν πληρούσαν τα κριτήρια και στην απαξίωση της
ακαδημαϊκής έρευνας. Στη Γερμανία, όπου πρόσφατα εφαρμόστηκε ανάλογο
σύστημα, γρήγορα οδήγησε σε ένα «δίκτυο αριστείας» 10 μόνο προνομιούχων
σχολών, αφήνοντας δεκάδες άλλες σχολές με ελάχιστα κονδύλια. Αυτός
είναι ο «υγιής ανταγωνισμός» που εννοεί η κυβέρνηση ανάμεσα στα
υπάρχοντα και στα μελλοντικά, ιδιωτικά πανεπιστήμια. Πρόκειται προφανώς
για τον ίδιο «ανταγωνισμό» που βελτίωσε δήθεν τη Δημόσια Υγεία και τις
τηλεπικοινωνίες…
Ουσιαστικά αυτό που αποκρύπτει η προπαγάνδα για την αναθεώρηση, είναι
ότι το άρθρο 16 στην ουσία κατοχυρώνει από τη μια την ακαδημαϊκή
ελευθερία στην έρευνα και τη διδασκαλία και από την άλλη την υποχρέωση
της πολιτείας να παρέχει δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση για όλους. Με
την κατάργηση του η εκπαίδευση παύει να είναι δικαίωμα και μετατρέπεται
σε «επιλογή» ή «ευκαιρία».

Εξάλλου, αντίστοιχη είναι η πολιτική και στις άλλες βαθμίδες της
εκπαίδευσης. Με πρόσχημα την «αυτονόμηση» ή τον «εκσυγχρονισμό» των
σχολείων επιχειρείται η επιβολή πάλι διαδικασίας αξιολόγησης, με
αποτέλεσμα και, σε αυτή την περίπτωση, τη δημιουργία σχολείων πολλαπλών
ταχυτήτων. Πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των νηπιαγωγείων, όπου
η ελλιπής χρηματοδότηση οδήγησε στο μαρασμό του δημόσιου τομέα και στην
ραγδαία αύξηση των «τροφείων» στα ιδιωτικά.

Επιπλέον, μέσα από το μαζικό πέταγμα μαθητών έξω από το Λύκειο και τις
διαρθρωτικές αλλαγές στην επαγγελματική και μεταλυκειακή εκπαίδευση,
στόχος είναι να υπάρξει μια μαζική στροφή στην πρόωρη και χαμηλού
επιπέδου τεχνική και επαγγελματική κατάρτιση. Στην πραγματικότητα, η
επαγγελματική εκπαίδευση σχεδιάζεται έτσι ώστε οι απόφοιτοί της να
καλύψουν κυρίως τις θέσεις με ελαστικές σχέσεις εργασίας και τους
τομείς μερικής απασχόλησης.


Η αντιπολίτευση του ΠΑΣΟΚ


Απέναντι στη συνολική αυτή επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων και
της νεολαίας η αξιωματική αντιπολίτευση του ΠΑΣΟΚ συμπλέει πλήρως με
την κυβέρνηση, δίνοντας χέρι βοηθείας στον Καραμανλή. Από τις
μεγαλόστομες εξαγγελίες για το «δικαίωμα στη δημόσια και δωρεάν
παιδεία, ενάντια στους ταξικούς φραγμούς» του ΄70 και του΄80, φτάσαμε
σταδιακά στις ψωραλέες αναλύσεις περί «κοινωνίας της γνώσης και της
πληροφορίας». Η ταύτιση του Γ. Παπανδρέου με την αναθεώρηση του άρθρου
16 ακολουθεί με συνέπεια την υιοθέτηση από το ΠΑΣΟΚ των ιδεών της
ελεύθερης αγοράς κυρίως κατά τη δεκαετία του ΄90 και πιάνει το νήμα από
την πρώτη έκφραση συμπάθειας για τα «μη –κρατικά» πανεπιστήμια, που
είχε εκδηλώσει, τότε,  ως υφυπουργός παιδείας.

Η θέση αυτή του προέδρου του ΠΑΣΟΚ ήταν ήδη γνωστή όταν αυτός έγινε
αρχηγός του κόμματος το 2004. Αντίθετα αντιπροσωπεύει τη ριζική
μετατόπιση ολόκληρης της ηγεσίας, μετατόπιση που άλλωστε αποτυπώνεται
στην ίδια την πολιτική που ακολούθησε στην παιδεία όσο ήταν κυβέρνηση,
στρώνοντας το δρόμο για τη Νέα Δημοκρατία. Η στάση αυτή έχει προκαλέσει
δυσαρέσκεια και κρίση ανάμεσα σε κάποια στελέχη, η αντίρρησή τους
ωστόσο βασίζεται όχι στην ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης, όσο σε θέματα
τακτικής καθώς «έχει προκληθεί σύγχυση και δυσαρέσκεια ανάμεσα στα μέλη
και τους ψηφοφόρους του κόμματος» [8].
Ωστόσο, αυτό είναι ένα μόνο σημάδι της κρίσης που έχει ξεσπάσει στο
ΠΑΣΟΚ, εξαιτίας της διαφοροποίησης από τα αιτήματα του εκπαιδευτικού
κινήματος. Συνδικαλιστικά στελέχη της ΠΑΣΚΕ αρχίζουν να εκφράζουν
σταδιακά την αντίθεσή τους στην αναθεώρηση. Πιο χαρακτηριστική, ωστόσο,
περίπτωση είναι αυτή της δημιουργίας της «Πρωτοβουλία μελών ΠΑΣΟΚ
ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος». Το κείμενο και
η αφίσα που έχουν εκδοθεί στηρίζουν αρκετές εκατοντάδες μέλη του ΠΑΣΟΚ,
βασικά από το χώρο της εκπαίδευσης και κυρίως μέλη της ΠΑΣΠ. Όμως ο
συμβιβασμός ή και η υιοθέτηση των ιδεών της αγοράς από τους
συνδικαλιστές της σοσιαλδημοκρατίας δεν είναι χωρίς τίμημα. Στην
απεργία διαρκείας των δασκάλων με ευθύνη κύρια της ΠΑΣΚΕ υπήρξε
έλλειμμα στην προετοιμασία και τη στήριξη του αγώνα, αλλά και στον
έγκαιρο συντονισμό του πανεκπαιδευτικού μετώπου. Ακόμα κι έτσι, όμως,
είχε ανατραπεί ο σχεδιασμός της Νέας Δημοκρατίας για πέρασμα των
μεταρρυθμίσεων στην παιδεία γρήγορα και εύκολα.


Αντίσταση


Έχοντας περιγράψει τους σχεδιασμούς των «από πάνω» για την εκπαίδευση
θα πρέπει να είναι καθαρό ότι επιχειρείται συστηματικά η σαρωτική
επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων και της νεολαίας και ότι αυτή η
επίθεση δεν είναι ξεχωριστή από τις νεοφιλελεύθερες επιθέσεις που
γίνονται σε άλλες κατακτήσεις, όπως η Υγεία, οι υπηρεσίες κοινής
ωφέλειας, κλπ. Αν αυτό είναι το ένα, το άλλο είναι ότι η κυβέρνηση της
Νέας Δημοκρατίας έχει δείξει στην πράξη την αποφασιστικότητά της να
περάσει τις «μεταρρυθμίσεις» στην ανώτατη εκπαίδευση. Το δίλημμα
μπαίνει στο τραπέζι: ή αυτοί ή εμείς.

Χρειάζεται να προετοιμαστούμε για ολομέτωπη αντίσταση στην πολιτική
της. Η κυβέρνηση έχει επιστρατεύσει όλους τους μηχανισμούς προκειμένου
να κερδίσει όσο το δυνατόν περισσότερα. Δεν υπάρχουν περιθώρια διαλόγου
και πρέπει να εγκαταλειφθούν όποιες αυταπάτες υπάρχουν για μερική
διαπραγμάτευση κάποιων προτάσεων που «ίσως αν τις βλέπαμε ξεχωριστά να
ήταν θετική εξέλιξη». Αντίστοιχα, δεν είναι καιρός για δημιουργία νέων
«θετικών» αντιπροτάσεων στις αλλαγές τις κυβέρνησης, χωρίς μάλιστα να
λαμβάνεται υπόψη ότι βρισκόμαστε σε ένα πεδίο μάχης. Οι εναλλακτικές
«θετικές» προτάσεις υπάρχουν ήδη στα αιτήματα του κινήματος και των
συνδικάτων μέχρι τώρα, με λεπτομέρειες από την προσχολική μέχρι την
τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Σε αυτή τη μάχη δεν μπορούμε να πάμε με λιγότερα όπλα από αυτά που
χρειάζονται για να νικήσουμε. Χρειάζονται εκείνες οι μορφές πάλης που
θα εξασφαλίζουν τη μαζικότητα και θα εκδηλώνουν την αποφασιστικότητα
του κινήματος και τη διάθεση για αντίσταση. Αυτές δεν είναι άλλες από
τις καταλήψεις σε σχολεία και σχολές, τις απεργίες διαρκείας των
εκπαιδευτικών και τις μαζικές διαδηλώσεις. Χρειάζεται ο
πανεκπαιδευτικός συντονισμός να προχωρήσει ένα βήμα πιο μπροστά και να
αποκτήσει σταθερότητα. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να καλύψουμε και την άλλη
αδυναμία που είχε παρουσιαστεί ως τώρα, την προσπάθεια σύνδεσης με την
υπόλοιπη κοινωνία και τους εργαζόμενους σε άλλους κλάδους.

Μέσα από αυτή τη μάχη οι απόψεις της Αριστεράς πρέπει και μπορούν να
βγουν ενισχυμένες. Οι αγώνες που θα ακολουθήσουν, τόσο στην παιδεία,
όσο και στους άλλους κλάδους, θα κριθούν από το πόσοι περισσότεροι θα
έχουν πειστεί ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος για την απόκρουση των
νεοφιλελεύθερων επιθέσεων από τους αποφασιστικούς και μαζικούς αγώνες.
Σε μια περίοδο που οι επιθέσεις των καπιταλιστών ακολουθούν η μία την
άλλη, ο ρόλος που παίζει η Αριστερά στην προετοιμασία και την οργάνωση
της πάλης θα είναι κρίσιμος τόσο για το μέλλον του κινήματος όσο και
για την ίδια.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Σεργίδου Κ. (2006), Φοιτητικές καταλήψεις: μια πρώτη νίκη που απαιτεί συνέχεια, Διεθνιστική Αριστερά, 10

[2] Άνχελ Γκούρια, Ιούλιος 2006, γενικός γραμματέας ΟΟΣΑ

[3] Janez Potocnik, 10/05/2006, αρμόδιος για τις επιστήμες και την έρευνα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

[4] Σεργίδου (2006)

[5] Αιτιολογική Έκθεση στην πρόταση της Νέας Δημοκρατίας για την αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος.

[6] Για μια αναλυτική περιγραφή της νεοφιλελεύθερης ανώτατης
εκπαίδευσης, βλέπε: Το δημόσιο πανεπιστήμιο στο στόχαστρο της ιδιωτικής
πρωτοβουλίας, (2006), Παρεμβάσεις, 8, Ινστιτούτο «Νίκος Πουλατζάς»,
επιμέλεια Βελισσαρίου Σ.

[7] Σουλιώτης Μ., 10/12/2006, Τεχνητό το δίλημμα, Το Βήμα της Κυριακής

[8] Δαμανάκη Μ., 28/11/2006, Τα Νέα