Πώς θα συνεχίσουμε μετά τις 12/12;
Έ χουν οι εργαζόμενοι τη δύναμη να ανατρέψουν την αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης και των καπιταλιστών; Μπορεί ο κόσμος να αλλάξει τα πράγματα, ή το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να βρίζουμε και να περιμένουμε τις επόμενες εκλογές για να αντιδράσουμε;
Ο απεργιακός σεισμός της 12ης Δεκέμβρη έδωσε ξεκάθαρες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Η εργατική τάξη δεν είναι «ανήμπορος κοσμάκης», είναι η δύναμη που στηρίζει όλη την οικονομία, από τα εργοστάσια και τις συγκοινωνίες μέχρι τις τράπεζες και τα ΜΜΕ. Οι εργαζόμενοι έχουν τη δύναμη να παραλύουν την οικονομία και αν θελήσουν ούτε τυπογραφείο δεν μπορεί να βρει μια κυβέρνηση για να τυπώσει τους αντεργατικούς της νόμους. Η 12η Δεκέμβρη έδειξε και κάτι ακόμα: για να μπορέσουν οι εργαζόμενοι να ασκήσουν τη δύναμή τους έχουν ανάγκη από οργάνωση και πρώτα και κύρια από συνδικαλιστική οργάνωση. Από το πρωτοβάθμιο σωματείο μέχρι τις ομοσπονδίες και τις τριτοβάθμιες οργανώσεις, τα συνδικάτα είναι ο “θεσμός” που μπορεί να κηρύξει απεργίες. Όσο δυσκίνητες και συμβιβαστικές και αν είναι συχνά οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, όσες δυσκολίες για συνδικαλισμό και αν υπάρχουν σε πολλούς χώρους εξαιτίας της εργοδοτικής τρομοκρατίας, τα συνδικάτα είναι ο βασικός τρόπος για να μπορέσει να εκδηλωθεί οργανωμένα η δύναμη των εργαζομένων και να αντιπαρατεθεί με τα αφεντικά και την κυβέρνηση.
Είναι προφανές, εδώ και πάρα πολύ καιρό, ότι οι συνδικαλιστικές ηγεσίες συνήθως αποτελούν φρένο στην δυνατότητα των εργαζομένων να παλέψουν αποτελεσματικά. Προϋπόθεση για την απάντηση σε αυτό το πρόβλημα είναι η διαρκής αντιπαράθεση με την συμβιβαστική τακτική της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Μια αριστερή τακτική μέσα στα συνδικάτα οφείλει να συγκρούεται με τον ψεύτικο «ρεαλισμό» των ηγεσιών, οφείλει να απευθύνεται και να προσπαθεί να ενεργοποιήσει τη βάση των εργαζομένων, οφείλει να παλεύει για ριζοσπαστικά αιτήματα και για κλιμακούμενες μορφές πάλης και όχι να σηκώνει τα χέρια επειδή οι συσχετισμοί μέσα στα Δ.Σ. είναι αρνητικοί.
Ταυτόχρονα, είναι ξεκάθαρο ότι η μάχη αυτή μπορεί να δοθεί μόνο μέσα στα συνδικάτα. Απαραίτητη προϋπόθεση επίσης για μια αγωνιστική αριστερή τακτική, είναι η ενίσχυση των συνδικάτων, η ενίσχυση της δράσης και της μαχητικότητας της βάσης τους, η εντεινόμενη πίεση των ηγεσιών από τα κάτω. Καμιά συμβιβαστική ηγεσία δεν ενοχλείται από την οργή των ασυνδικάλιστων εργαζόμενων, ούτε από διασπαστικές τακτικές τύπου ΠΑΜΕ που «καταγγέλλουν και αποχωρούν», αφήνοντας ουσιαστικά ελεύθερο το πεδίο στις μανούβρες των συνδικαλιστικών ηγεσιών.
Αιτήματα και μορφές πάλης
Υπάρχει ένα πρόβλημα που μοιάζει σαν άλυτος γόρδιος δεσμός σε πολλούς αγωνιστές εργαζόμενους και μέσα στην Αριστερά. Οι ανάγκες των εργαζομένων και τα αιτήματα που προκύπτουν από αυτές προϋποθέτουν ραγδαίες ανατροπές της αντεργατικής πολιτικής και όχι απλά μικροπαραχωρήσεις. Και για να γίνουν πράξη αυτές οι ανατροπές χρειάζονται «άγριες» απεργίες και αγώνες με κλιμάκωση. Από την άλλη είναι φανερό ότι οι συνδικαλιστικές ηγεσίες κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση, τόσο στα αιτήματα όσο και στις μορφές πάλης, μια τακτική που υπονομεύει την αγωνιστικότητα και την αναποτελεσματικότητα και καλλιεργεί την ηττοπάθεια.
Δεν υπάρχει ένας εύκολος τρόπος για να αντιμετωπίσουμε αυτή την αντίφαση: είτε μείνουμε στα μικροαιτήματα και στις 24ωρες είτε περιμένουμε αδρανείς πότε η ΓΣΕΕ θα κηρύξει γενική απεργία διαρκείας, και στις δυο περιπτώσεις δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την αντεργατική πολιτική. Για να είναι αποτελεσματική μια αριστερή τακτική, πρέπει να συνδυάζει την συμμετοχή στους υπαρκτούς σημερινούς αγώνες και ταυτόχρονα την συνεχή προσπάθεια «ξεχειλώματος» και κλιμάκωσής τους. Αυτό σημαίνει με απλά λόγια ότι παλεύουμε με όλες τις δυνάμεις μας για την επιτυχία της πανεργατικής απεργίας στις 13 Φλεβάρη. Ταυτόχρονα όμως δίνουμε τη μάχη μέσα σε κάθε χώρο και σε κάθε κλάδο για κλιμάκωση και διεκδίκηση εδώ και τώρα μεγάλων αυξήσεων στους μισθούς. Η απεργία διαρκείας των δασκάλων με αίτημα 1400 ευρώ κατώτερο μισθό, έδωσε έμπνευση σε όλους τους εργαζόμενους και υποχρέωσε τις συνδικαλιστικές ηγεσίες των εργαζόμενων στο δημόσιο να ανεβάσουν τον «πήχη» των διεκδικήσεών τους. Αν δίπλα στους λιμενεργάτες που αγωνίζονται αυτή τη στιγμή ενάντια στην ιδιωτικοποίηση, βγουν και άλλοι κλάδοι που αγωνίζονται αποφασιστικά, τότε η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ θα πιεστούν να κλιμακώσουν και η νίκη σε όλα τα μέτωπα (ασφαλιστικό, αυξήσεις, ιδιωτικοποιήσεις) είναι εφικτή.