του
Σωτήρη
Μάρταλη
Ενενήντα χρόνια μετά την ίδρυση του ΣΕΚΕ, το ΚΚΕ διεκδικεί τη συνέχειά του και γιόρτασε την «90χρονη ηρωική πορεία του ΚΚΕ», με κεντρικά συνθήματα: «Πρωτοπόρα θεωρία, πρωτοπόρα δράση», «90 χρόνια αγώνες και θυσίες».
Σ την πραγματικότητα η ιστορία, με εξαίρεση το 1918-26, αποδεικνύει ότι
ούτε πρωτοπόρα θεωρία ούτε πρωτοπόρα δράση έχει να επιδείξει το ΚΚΕ,
παρά μόνο αγώνες και θυσίες των μελών του, που πλήρωσαν πολύ ακριβά τα
πολιτικά αδιέξοδα των επιλογών του κόμματός τους.
Το ΚΚΕ επανειλημμένα, σε κάθε όξυνση της ταξικής πάλης, οδήγησε το κίνημα σε ήττες, ή υποστήριζε απόψεις που οδηγούσαν σ’ αυτές.
Από τις συμφωνίες Καζέρτας και Βάρκιζας, την προσπάθεια σταματήματος
της κατάληψης του Πολυτεχνείου, μέχρι τη συγκυβέρνηση Τζανετάκη με τη
Ν.Δ. για τη διάσωση του συστήματος το 1989, έχουμε ένα μακρύ κατάλογο
που, σύμφωνα με το ΚΚΕ, είναι αποτέλεσμα «λαθών». Τα οποία οφείλονται
σε ατομικά λάθη, προδότες ή στην επιρροή οπορτουνιστικών ομάδων.
Στην πραγματικότητα αυτό που συνδέει τα «λάθη», τις «προδοσίες» και
τους «οπορτουνισμούς» είναι η ρεφορμιστική στρατηγική και τακτική αυτού
του κόμματος.
Ρεφορμισμός
Ο ρεφορμισμός (μεταρρυθμισμός) είναι φαινόμενο συνδεμένο με την επιροή
της αστικής τάξης πάνω στην εργατική τάξη. Μέσα στον καπιταλισμό η
αστική τάξη κυριαρχεί πάνω στις υπόλοιπες τάξεις οικονομικά, πολιτικά
και ιδεολογικά. Έτσι η ταξική συνείδηση στην εργατική τάξη εμφανίζει
μια αντιφατικότητα που οφείλεται σ’ αυτή την κυριαρχία. Στην
πραγματικότητα το προλεταριάτο δεν έχει να παλέψει μόνο ενάντια στην
αστική τάξη, αλλά και ενάντια στις επιδράσεις του καπιταλιστικού
συστήματος στο εσωτερικό του. Τα ρεφορμιστικά κόμματα εκφράζουν την
αντιφατικότητα της εργατικής συνείδησης μέσα στον καπιταλισμό.
Αναπαράγουν τη διάσπαση ανάμεσα σε οικονομικούς και πολιτικούς αγώνες,
ανάμεσα στους καθημερινούς αγώνες και την ιστορική προοπτική. Ένα
ρεφορμιστικό κόμμα επιδιώκει να γεφυρώσει την απόσταση που χωρίζει τους
δύο πόλους, αυτόν του κεφαλαίου με αυτόν της μισθωτής εργασίας, και
επιδιώκει να το πετύχει μέσα από τη συνεργασία των τάξεων.
Η στρατηγική του ρεφορμιστικού κόμματος θεωρεί το αστικό κράτος
εργαλείο που μπορεί να κατακτήσει και να το προσαρμόσει στις ανάγκες
μιας φιλεργατικής πολιτικής, δηλαδή μεταρρυθμίσεων υπέρ των
εργαζομένων, αλλά και της «οικονομίας συνολικά». Για να το πετύχει αυτό
χρειάζεται όχι μόνο ένα δίκτυο υποστηρικτών ψηφοφόρων, αλλά οργανωμένη
σχέση με την εργατική τάξη, έλεγχο των οργανώσεών της (π.χ. συνδικάτων)
και επάνδρωση από αυτή των οργανώσεων του κόμματος.
Στην Ελλάδα έχουμε δύο ρεφορμιστικά κόμματα, το Συνασπισμό και το
ΚΚΕ, και αν τα μέλη και τα στελέχη του Συν δεν αμφισβητούν το
ρεφορμιστικό χαρακτήρα του κόμματός τους, τα μέλη του ΚΚΕ αρνούνται ότι
το κόμμα τους είναι ρεφορμιστικό.
Για να αποδείξουμε ότι το ΚΚΕ είναι ρεφορμιστικό κόμμα χρειάζεται να
σταθούμε στη στάση αυτού του κόμματος σε διάφορες ιστορικές στιγμές της
ταξικής πάλης, καθώς και στη στρατηγική και τακτική του.
Η Επαναστατική περίοδος
Στις 4-10 (17-23) του Νοέμβρη του 1918 στο ξενοδοχείο «Πειραιεύς» έγινε
το πρώτο Σοσιαλιστικό συνέδριο, από αντιπρόσωπους 1000 οργανωμένων
σοσιαλιστών, που κατέληξε στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού Εργατικού
Κόμματος Ελλάδος (ΣΕΚΕ).
Οι διεθνείς εξελίξεις, η επανάσταση στη Ρωσία το 1917, η Γερμανική
επανάσταση το 1919 και η ίδρυση της Γ΄ Διεθνούς θα επιδράσουν
καθοριστικά στο ΣΕΚΕ μαζί με το κεντρικό ζήτημα του Μικρασιατικού
πολέμου. Παρά το γεγονός ότι στο εσωτερικό του νέου κόμματος συνυπήρχαν
από δεξιές ρεφορμιστικές τάσεις μέχρι πρωτόγονες αναρχοσυνδικαλιστικές
απόψεις, οι ιδρυτικές αποφάσεις του νέου κόμματος ήταν σε επαναστατική
κατεύθυνση. Στο ιδρυτικό ψήφισμα του ΣΕΚΕ αναφέρεται: «Το Κόμμα,
πάντοτε κόμμα πάλης τάξεων και αντιπολιτεύσεως και όχι κόμμα
συμβιβασμών…», «Το Σ.Ε. Κόμμα δεν δύνατε ποτέ να συμμετάσχη ή να
ενισχύση οποιαδήποτε κυβέρνησιν της αστικής τάξεως και αποκρούει κάθε
απόπειραν απομακρύνσεώς του από την πάλην των τάξεων με σκοπόν να
διευκολυνθή η προσέγγισις των εργατών με τα αστικά κόμματα». Παρά τις
μεγάλες πιέσεις που δέχθηκε για «υπευθυνότητα σε κρίσιμες για το έθνος
στιγμές», λόγω της Μικρασιατικής εκστρατείας, το νέο εργατικό κόμμα
έκανε τις σωστές επιλογές. Τα στελέχη και οι αγωνιστές του ΣΕΚΕ έδωσαν
από την αρχή τη μάχη για τη συγκρότηση απεργιακού κινήματος και το
κόμμα στάθηκε αταλάντευτα με τους απεργούς εργάτες ενάντια στην «εθνική
ενότητα», με οδηγό το διεθνισμό κόντρα στις ιμπεριαλιστικές εξορμήσεις
της κυρίαρχης τάξης.
Μέσα στην εμπειρία της φρίκης του πολέμου διαμορφώθηκαν μια σειρά
νέοι επαναστάτες με ξεκάθαρη αντιμιλιταριστική-διεθνιστική άποψη. Η
αντιπολεμική δράση στο μέτωπο, οι μαζικές λιποταξίες, οι εργατικές
αντιπολεμικές διαδηλώσεις είναι οι διεργασίες μέσα από τις οποίες
διαμορφώθηκε ο κύκλος των ηγετικών στελεχών του νέου εργατικού
κόμματος, οι οποίοι έδωσαν τη μάχη για τον επαναστατικό προσανατολισμό
του. Τέτοια στελέχη ήταν ο Πουλιόπουλος, ο Μάξιμος κ.α.
Αν και το ΣΕΚΕ τυπικά συνδέθηκε με την Γ΄ Διεθνή το 1920, υιοθέτησε
τη δικτατορία του προλεταριάτου και πρόσθεσε το «Κομμουνιστικό» στον
τίτλο του, πολύ απείχε από το να είναι ένα συγκροτημένο επαναστατικό
κόμμα. Η έλλειψη ξεκάθαρου ιδεολογικού και στρατηγικού προσανατολισμού,
εκφράστηκε μετά την κάμψη του απεργιακού κινήματος, την οικονομική
κρίση και την κρατική καταστολή που οδήγησε εκατοντάδες μέλη του
κόμματος και απεργούς στις φυλακές. Οδήγησε επίσης σε αποφάσεις όπως
της «Συνδιάσκεψης του Φλεβάρη» του 1922 για μια περίοδο «μακράς νομίμου
υπάρξεως», που έστρεφαν το κέντρο βάρους του κόμματος στην εκλογική
παρέμβαση.
Στο 3ο έκτακτο Συνέδριο (Νοέμβρη του1924), το ΣΕΚΕ οριστικοποίησε
την επιλογή να γίνει τμήμα της 3ης Διεθνούς, υιοθέτησε επίσημα τον
τίτλο ΚΚΕ και ανέδειξε νέα ηγεσία από τα στελέχη της Αριστερής πτέρυγας
του κόμματος. Γραμματέας του ΚΚΕ εκλέχτηκε ο Πουλιόπουλος σε ηλικία
μόλις 24 χρόνων. Η ανάδειξή του σε ηγετική κομματική θέση έγινε σε ένα
σημαντικό συνέδριο αριστερής στροφής όπου, για πρώτη φορά ουσιαστικά,
αποφασίστηκε συνειδητά να χτιστεί το κόμμα με τη στρατηγική, την
τακτική, αλλά και τη λειτουργία των τμημάτων της 3ης Διεθνούς. Γι’ αυτό
άλλωστε το 3ο Έκτακτο Συνέδριο ονομάστηκε στην εσωτερική κομματική
γλώσσα συνέδριο «μπολσεβικοποίηοης».
Όμως, ο σωστός προσανατολισμός δεν ήταν αρκετός. Ο Πουλιόπουλος και
ο Μάξιμος είχαν απόλυτο δίκιο, όταν χαρακτήριζαν δεξιές και ουτοπικές
τις απόψεις, μέσα στο ΣΕΚΕ, που ήθελαν μια «περίοδο μακράς νομίμου
υπάρξεως». Τα χρόνια που ακολούθησαν, ήταν χρόνια σκληρών αγώνων, αλλά
και άγριων διώξεων του ΚΚΕ. Σ’ αυτό το διάστημα η ηγεσία του σέρνονταν
διαρκώς στις φυλακές, τις δίκες και τις εξορίες, πότε μ’ αφορμή τους
εργατικούς αγώνες, πότε για τη διεθνιστική θέση της για το Μακεδονικό.
Με την επικράτηση του Στάλιν, στο ΚΚΣΕ και την 3η Διεθνή ξέσπασε η
σύγκρουση με τον Τρότσκι και την Αριστερή Αντιπολίτευση. Στην
αντιπαράθεση αποδείχτηκε ότι διακυβεύονταν κρίσιμα ζητήματα
αποφασιστικής σημασίας: η ίδια η ύπαρξη του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, η
στρατηγική και ο χαρακτήρας της Διεθνούς και των ΚΚ. Με τη
σταθεροποίηση των σταλινικών στην εξουσία, άρχισαν τα διοικητικά και
στη συνέχεια τα κατασταλτικά μέτρα ενάντια στους αντιπολιτευόμενους
στην ΕΣΣΔ και ταυτόχρονα η προσπάθεια να τεθούν όλα τα ΚΚ κάτω από τον
έλεγχο του Στάλιν.
Έτσι και στο ΚΚΕ εμφανίστηκαν οι πρώτες σταλινικές ομαδοποιήσεις που ζητούσαν να ευθυγραμμίσουν το κόμμα με τη νέα κατάσταση.
Από το 1926 μέχρι και το 1928 είναι η περίοδος που συμβαίνει η πρώτη
μεγάλη ρήξη στο ΚΚΕ. Στο τρίτο τακτικό συνέδριο οι απόψεις του
Πουλιόπουλου και της Αριστερής Αντιπολίτευσης ηττώνται, η σύγκρουση
συνεχίζεται και στη συνέχεια διαγράφουν τον Πουλιόπουλο και τους
αντιπολιτευόμενους ως «λικβινταριστές».
Η μεγάλη όμως στροφή, που ερμηνεύει και τις μετέπειτα επιλογές της
ηγεσίας του ΚΚΕ, έγινε στην 6η Ολομέλεια, το Γενάρη του 1934. Αυτή
ακόμα και σήμερα τη χαρακτηρίζει σαν «σταθμό στην ιστορία του
κόμματος»[1] η ηγεσία του ΚΚΕ. «Η 6η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ έχει
ξεχωριστή θέση στην ιστορία του κόμματος και γενικότερα του εργατικού
και δημοκρατικού κινήματος της χώρας μας, γιατί, ύστερα από μακρόχρονες
και επίπονες αναζητήσεις, πέτυχε να συλλάβει σωστά τις βασικές γραμμές,
τα προβλήματα του λαϊκού κινήματος, να κάνει μια βαθύτερη
μαρξιστική-λενινιστική ανάλυση της ελληνικής πραγματικότητας, του
βαθμού της θέσης της στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα και να χαράξει
τη στρατηγική και τακτική της αστικοδημοκρατικής επανάστασης στην
Ελλάδα, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα τον ηγετικό ρόλο του προλεταριάτου
σ’ αυτήν».[2]
Για τις ολέθριες συνέπειες των αποφάσεων της 6ης Ολομέλειας
προειδοποιούσε, από τότε, ο πρώην γραμματέας του ΚΚΕ, Π. Πουλιόπουλος,
που τον είχαν διαγράψει, στο βιβλίο του «Δημοκρατική ή σοσιαλιστική
επανάσταση στην Ελλάδα;».
«Οι τοποθετημένοι από τα πάνω υπάλληλοι της σταλινικής γραφειοκρατίας,
που ποτέ δεν εκλέχτηκαν, ούτε λογοδοτήσανε στο Κόμμα, βγάλανε μέσα σε
μια συνάθροισή τους (δήθεν 6η Ολομέλεια) το νέο “διάταγμα”…».[3]
«Μέσα στο σημερινό συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων, η νέα
στρατηγική μπορεί να οδηγήσει στις ακόλουθες συνέπειες… Σκορπίζει μέσα
στην προλεταριακή πρωτοπορία πρωτοφανή σύγχυση, όση κανένα άλλο
αντικομμουνιστικό σύνθημα στο παρελθόν. Θολώνει τον καθάριο ορίζοντα
της επαναστατικής προλεταριακής προοπτικής. ...Διαπαιδαγωγεί τους
εργάτες με το στενό εθνικορεφορμιστικό πνεύμα μιας “εργατοαγροτικής”
μεταβολής στα πλαίσια εθνικού αστικού συστήματος κι έτσι τους
ευνουχίζει το ταξικό επαναστατικό και διεθνιστικό πνεύμα.
[...]Υπονομεύει μέσα στα χωριά τις βάσεις του κομμουνισμού και της
ηγεμονίας του προλεταριάτου μέσα στη συμμαχία του με την αγροτική
φτωχολογιά.[...]Διακηρύχνοντας το δήθεν “ανωρίμαστο ακόμα του ελληνικού
προλεταριάτου για τη σοσιαλιστική επανάσταση” και βάζοντάς του
καθήκοντα αστικοδημοκρατικά, βοηθάει τη δουλειά για την αποτελεσματική
καλλιέργεια σοσιαλδημοκρατικών ρεφορμιστικών αυταπατών, που μέχρι
σήμερα μονάχες τους δεν μπορέσανε να βρούνε σοβαρό έδαφος μέσα στην
ελληνική εργατική τάξη».[4]
Η Ελλάδα λοιπόν, λόγω έλλειψης επαρκών «παραγωγικών δυνάμεων» και
υπολειμμάτων φεουδαρχίας,[5] δεν θα μπορούσε να προχωρήσει προς τη
σοσιαλιστική επανάσταση. Σύμφωνα με την ολομέλεια, έπρεπε πρώτα να
πραγματοποιηθεί η αστικοδημοκρατική επανάσταση και αργότερα, όταν θα
ωρίμαζαν οι όροι, θα προχωρούσε προς τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Στην πραγματικότητα η στροφή αυτή του ΚΚΕ συνοδευόταν από τη διεθνή
στροφή στα «λαϊκά μέτωπα», όπως ονομάστηκαν oι συνεργασίες με τα αστικά
κόμματα και τους «δημοκράτες-αντιφασίστες» ιμπεριαλιστές. Αυτή τη
στροφή τη διαμόρφωσε η Κομιντέρν (Κομμουνιστική Διεθνής), μετά το
αδιέξοδο της «τρίτης και τελευταίας περιόδου του καπιταλισμού», κατά
την οποία εκτιμούσε ότι οι μάζες προχωρούσαν για την τελική αναμέτρηση,
οι σοσιαλδημοκράτες χαρακτηριζόντουσαν «σοσιαλφασίστες» και αποκλειόταν
οποιαδήποτε συνεργασία μαζί τους. Αυτή η γραμμή ουσιαστικά άνοιξε το
δρόμο στους φασίστες και στον Χίτλερ. Η στροφή στα «λαϊκά μέτωπα» ήταν
η απάντηση της Κομιντέρν απέναντι στα αδιέξοδα της «τρίτης περιόδου»
και επισημοποιήθηκε στο 7ο συνέδριο της Κ.Δ. το 1935.
Η επανάσταση που χάθηκε
Όποιος ελέγχει το στρατό, την ένοπλη δυνατότητα να επιβάλλει τις
απόψεις του, έχει ουσιαστικά την εξουσία. Αυτή την αλήθεια προσπάθησαν
οι καπιταλιστές να την κερδίσουν μέσα από τις συμφωνίες Λιβάνου,
Καζέρτας και Βάρκιζας, παρά τον αντίθετο γι’ αυτούς συσχετισμό
δυνάμεων. Αντίθετα το ΚΚΕ, παρά το ότι έλεγχε πολιτικά και στρατιωτικά
όλη την Ελεύθερη Ελλάδα, μέχρι και τα τέλη του 1945 έμεινε σταθερά
προσανατολισμένο στην «ομαλή εσωτερική δημοκρατική εξέλιξη»[6]και, παρά
τις παλινωδίες του, αυτό φάνηκε καθαρά σε όλες τις προαναφερθείσες
συμφωνίες. Σταθερά επιδίωκε, παρά την κυριαρχία του, συνεργασία και
συγκυβέρνηση με την αστική τάξη.
Πρώτη πράξη του δράματος αποτέλεσε το κίνημα των φαντάρων της Μέσης
Ανατολής. Τον Απρίλη του 1944 ξέσπασε το κίνημα της Μέσης Ανατολής από
φαντάρους και ναύτες, αριστερούς και δημοκρατικούς στην πλειοψηφία
τους, οι οποίοι εκδηλώθηκαν ανοιχτά υπέρ της ΠΕΕΑ,[7] με αποτέλεσμα να
επέμβουν οι δυνάμεις των Άγγλων, με τη συγκατάθεση της κυβέρνησης
Παπανδρέου. Η μισή περίπου δύναμη του στρατού της Μέσης Ανατολής
(20.000 στρατιώτες) κλείστηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, στη Λιβύη και
την Ερυθραία.
Στη συνάντηση στο Λίβανο, στις 17 Μάη 1944, η αντιπροσωπεία από
ηγετικά στελέχη των ΚΚΕ, ΠΕΕΑ, ΕΑΜ και ΕΛΑΣ (ενώ ελέγχουν την Ελεύθερη
Ελλάδα και έχουν συντριπτικά μεγαλύτερες δυνάμεις από τις οργανώσεις
ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ), διεκδίκησε τη δημιουργία κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας[8]
και παράλληλα αποκήρυξε το κίνημα της Μέσης Ανατολής.
Η συμφωνία του Λιβάνου προέβλεπε: «1. Ανασύνταξις και πειθάρχησις των
ενόπλων ελληνικών δυνάμεων της Μέσης Ανατολής υπό την σημαίαν της
Ελληνικής Πατρίδος…» «Όλοι εμείναμε σύμφωνοι ότι η στάσις της Μέσης
Ανατολής απετέλεσεν έγκλημα εναντίον της πατρίδος. Όλοι μας εμείναμε
σύμφωνοι ότι η ανάκρισις πρέπει να συνεχιστεί και ότι οι υποκινηταί της
στάσεως πρέπει να τιμωρηθούν αναλόγως προς τας ευθύνας των...»[9] «2. Η
ενοποίησις και πειθάρχησις υπό τας διαταγάς της Εθνικής Κυβερνήσεως
όλων των αντάρτικων Σωμάτων της Ελευθέρας Ελλάδος…».
Τελικά η αντιπροσωπεία των ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ΠΕΕΑ και ΚΚΕ, αντί για τα μισά
σημαντικά υπουργεία που διεκδικούσαν, θα πάρουν το ένα τέταρτο: πέντε
δευτερεύοντα χαρτοφυλάκια.
Στις 26 Σεπτέμβρη του 1944, στην Καζέρτα της Νότιας Ιταλίας συνέρχεται νέα σύσκεψη, όπου, μεταξύ άλλων, αποφασίζεται:
«1. Όλες οι αντάρτικες δυνάμεις που δρουν στην Ελλάδα τίθενται υπό τας διαταγάς της ελληνικής κυβερνήσεως εθνικής ενότητας.
2. Η ελληνική κυβέρνησις θέτει τας δυνάμεις αυτάς υπό τας διαταγάς του στρατηγού Σκόμπυ.
3. Οι αρχηγοί των ανταρτών θα απαγορεύσουν πάσαν απόπειρα των υπ’ αυτών
μονάδων να αναλάβουν την αρχήν ανά χείρας. Τοιαύτη πράξις θα θεωρηθή ως
έγκλημα και θα τιμωρηθή αναλόγως.
4. Όσον αφορά τας Αθήνας ουδεμία ενέργεια θα αναληφθή εκτός υπό τας
αμέσους διαταγάς του στρατηγού Σκόμπυ, στρατηγού διοικούντος τας εν
Ελλάδι δυνάμεις».
Οι διοικήσεις των περιοχών Αθήνας και Θεσσαλονίκης ανατίθενται σε
δύο γνωστούς φασίστες, το συνταγματάρχη Σπηλιωτόπουλο, πρώην αρχηγό της
Χωροφυλακής της κυβέρνησης Τσολάκογλου, και τον συνταγματάρχη
Παπαγεωργίου, πρώην ηγέτη του Π.Α.Ο., που διαλύθηκε από τον ΕΛΑΣ από
της πρώτες ώρες της Αντίστασης για τις ύποπτες δραστηριότητές του. Η
Καζέρτα είναι ο Λίβανος των στρατιωτικών. Την περίοδο που ο ΕΛΑΣ
θριαμβεύει στα πεδία των μαχών, που η μια μετά την άλλη πόλεις και
χωριά απελευθερώνονται ύστερα από σκληρές μάχες με τους ναζί, που
αποχωρούν, οι ηγέτες του αντάρτικου συνυπογράφουν συμφωνίες που
προετοιμάζουν και οργανώνουν τη σφαγή του.[10]
Τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής αποχωρούν από την Αθήνα στις 12
Οκτώβρη του 1944. Ο ΕΛΑΣ δίνει τις τελευταίες σκληρές μάχες στον
Πειραιά για να σώσει τις εγκαταστάσεις στο λιμάνι και το εργοστάσιο
ηλεκτρικού στη Δραπετσώνα. Μέχρι τις 18 Οκτώβρη, που φτάνει στην Αθήνα
η κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» του Παπανδρέου, δεν έκανε τίποτα για να
πάρει την εξουσία. Εξάλλου είχαν υπογράψει γι’ αυτό στο Λίβανο και την
Καζέρτα. Για να μπορέσει η αστική τάξη να αποκαταστήσει την εξουσία
της, έπρεπε πρώτα απ’ όλα να αφοπλίσει τον ΕΛΑΣ, μια ένοπλη δύναμη την
οποία όχι μόνο δεν μπορούσε να ελέγξει, αλλά ήταν πολύ ισχυρότερη από
τις δικές της ασθενικές δυνάμεις. Η Ορεινή Ταξιαρχία, που σχηματίστηκε
από τα «νομιμόφρονα» στοιχεία του στρατού τα οποία είχαν διαλύσει στη
Μ. Ανατολή, αριθμούσε 2.500 άνδρες, ο «Ιερός Λόχος» 1.000, οι δυνάμεις
Αστυνομίας και Χωροφυλακής περίπου 6.500 και σ’ αυτούς πρόσθεσαν τις
διάφορες φασιστοσυμμορίες, όπως η «Χ» του Γρίβα με 3.000 άνδρες,
φτάνοντας σε ένα σύνολο 13.000 ανδρών, με μηδενικό ηθικό. Η άρχουσα
τάξη στηριζόταν ουσιαστικά στη στρατιωτική δύναμη του αγγλικού
ιμπεριαλισμού.[11]
Το Δεκέμβρη του 1944, η Κ.Ε. του ΕΑΜ καλεί σε μεγάλο συλλαλητήριο
στο Σύνταγμα ενάντια στην απόφαση του Παπανδρέου για αποστράτευση της
«Εθνικής Πολιτοφυλακής» του ΕΑΜ και παράδοση των όπλων της. Το τεράστιο
και ειρηνικό συλλαλητήριο χτυπάει στο «ψαχνό» η αστυνομία, με
απολογισμό 23 νεκρούς και 140 τραυματίες. Ο Δεκέμβρης και η μάχη της
Αθήνας είχε ξεκινήσει και κράτησε 33 μέρες.
Οι βρετανικές δυνάμεις έφτασαν τους 26.000 άνδρες με 200 τανκς και
αεροπλάνα. Απέναντι σ’ αυτή την πίεση, η ηγεσία του ΚΚΕ, αντί να
«ρίξει» τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Αθήνα, διέταξε να κινηθούν προς την
Ήπειρο με στόχο τη διάλυση του ΕΔΕΣ. Στρατιωτικά τμήματα του ΕΛΑΣ δεν
μπήκαν ποτέ στην πόλη και τη μάχη τη σήκωσε ο εφεδρικός ΕΛΑΣ, 20.000
άνδρες με ελαφρύ οπλισμό, και μόνο 1.500 άνδρες του τακτικού ΕΛΑΣ από
την Πελοπόννησο.
Η ηγεσία του ΚΚΕ υποχρεώθηκε να δώσει τη μάχη της Αθήνας και την
έδωσε διστακτικά, ελπίζοντας σε συμβιβασμό και επαναφορά της Αριστεράς
στην κυβέρνηση με καλύτερους όρους. Αντίθετα η άλλη πλευρά ήταν καθαρή
και αποφασισμένη. Χαρακτηριστικό είναι το τηλεγράφημα του Τσόρτσιλ στο
στρατηγό Σκόμπυ στις 5 Δεκέμβρη, πριν ακόμα εμπλακούν στη μάχη οι
αγγλικές δυνάμεις: «...Μη διστάσετε πάντως να ενεργείτε σαν να
βρίσκεστε σε κατεχόμενη πόλη, όπου έχει ξεσπάσει τοπική εξέγερση».[12]
Ύστερα από 33 μέρες ηρωικής πάλης, στις 5 Γενάρη ο ΕΛΑΣ
εγκαταλείπει την Αθήνα. Αλλά στην υπόλοιπη Ελλάδα, στα 4/5 της χώρας
κυριαρχούσε ο ΕΛΑΣ, με 75.000 άνδρες. Μια μάχη είχε χαθεί, όχι όμως και
ο πόλεμος. Όμως η ηγεσία του ΚΚΕ συμφώνησε και υπέγραψε ανακωχή. Στις
12 Φλεβάρη, μετά από διαπραγματεύσεις 10 ημερών, υπογράφεται η περίφημη
«Συμφωνία της Βάρκιζας». Ουσιαστικά ήταν μια υποταγή άνευ όρων. Η
αντιπροσωπεία ΚΚΕ-ΕΑΜ κέρδισε γενικόλογες μη δεσμευτικές υποσχέσεις για
ελεύθερο πολιτικό βίο, σεβασμό στις πολιτικές και συνδικαλιστικές
ελευθερίες, εκλογές σε ένα χρόνο και δημοψήφισμα για το πολιτειακό.
Αρνήθηκαν να άρουν τον στρατιωτικό νόμο. Οι Ιερολοχίτες θα παρέμεναν,
ενώ ο ΕΛΑΣ, το ΕΛΑΝ και η Πολιτοφυλακή αποστρατεύονταν (διαλύονταν) και
διατάσσονταν να παραδώσουν αμέσως τα όπλα τους. Αμνηστεύονταν τα
πολιτικά αδικήματα, αλλά: «Εξαιρούνται της αμνηστείας τα συναφή κοινά
αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήσαν
απαραιτήτως αναγκαία διά την επιτυχίαν του πολιτικού αδικήματος…» Ο
τρόπος που χρησιμοποιήθηκε αυτό το σημείο ήταν η αμνήστευση των «ηθικών
αυτουργών», δηλαδή της ηγεσίας, επειδή οι αποφάσεις ήταν πολιτικά
αδικήματα, αλλά οι απλοί μαχητές, ως φυσικοί αυτουργοί, παραδόθηκαν στα
νύχια της αστικής τρομοκρατίας.
Με δάκρυα στα μάτια, οι αντάρτες αναγκάζονται, ουσιαστικά από την ηγεσία τους, να παραδώσουν τα όπλα τους.
Τι λέει για όλα αυτά σήμερα η ηγεσία του ΚΚΕ;
Για
τη συμφωνία του Λιβάνου: «Η αντιπροσωπεία έκανε απαράδεκτες
υποχωρήσεις. Επιβεβαίωσε τον ρυθμιστικό ρόλο του Βρετανικού
Στρατηγείου... δέχθηκε να συμμετάσχουν η ΠΕΕΑ, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ σαν
ανίσχυρη μειοψηφία στην κυβέρνηση και καταδίκασε την πατριωτική
αντιφασιστική πάλη των ελληνικών ένοπλων δυνάμεων στη Μέση Ανατολή.
Έτσι κλείστηκε μια συμφωνία που δεν ανταποκρινόταν στο συσχετισμό των
δυνάμεων, που υπήρχαν τότε, και τις αρχές του ιδρυτικού του ΕΑΜ,
γεγονός που αποτέλεσε σοβαρότατο λάθος αρχών με βαριές επιπτώσεις στην
έκβαση του αγώνα». [13]
Για τη συμφωνία της Καζέρτας: «Η “Συμφωνία της Καζέρτας”, ύστερα
από τη “Συμφωνία του Λιβάνου”, με τους απαράδεκτους όρους που κι αυτή
περιείχε, έδωσε νέες, ακόμα μεγαλύτερες δυνατότητες στους Άγγλους
ιμπεριαλιστές...».[14]
Στη «Διακήρυξη της Κεντρικής Επιτροπής για τα 90χρονα του ΚΚΕ»
αναφέρεται: «Παρά την απαράδεκτη “Συμφωνία της Βάρκιζας” (12 Φλεβάρη
1945) και τις ολέθριες για το ΕΑΜικό κίνημα συμφωνίες του Λιβάνου και
της Καζέρτας, η αστική τάξη δεν είχε μπορέσει να ανακτήσει την πλήρη
ιδεολογική και πολιτική της κυριαρχία…»
Σήμερα λοιπόν η ηγεσία του ΚΚΕ μιλάει για σοβαρότατο λάθος και
χαρακτηρίζει μεν απαράδεκτες και ολέθριες τις συμφωνίες, αλλά δεν μας
εξηγεί γιατί η τότε ηγεσία τις υπέγραψε ή γιατί έκανε απανωτά το ένα
λάθος πάνω από το άλλο.
Στην πραγματικότητα οι επιλογές, οι παλινωδίες και τα «λάθη» της τότε
ηγεσίας μπορούν να εξηγηθούν από τη ρεφορμιστική στρατηγική και τακτική
της για την επίτευξη της «αστικοδημοκρατικής επανάστασης» στην Ελλάδα,
για την προσπάθεια «λαϊκού μετώπου» με την αντιφασιστική αστική τάξη,
για την τελικά «ομαλή εσωτερική δημοκρατική εξέλιξη». Αν συνδυάσουμε
αυτά με ορισμένα από τα σταλινικά χαρακτηριστικά του ΚΚΕ, όπως την
απουσία οποιασδήποτε δυνατότητας ελέγχου της ηγεσίας από την οργανωμένη
κομματική βάση, συμπληρώνουμε το παζλ. «Η αρχή του δημοκρατικού
συγκεντρωτισμού… έτσι όπως παρερμηνευόταν και εφαρμοζόταν στην πράξη σ’
όλη την ιστορία του κόμματός μας, καθιστούσε την ηγεσία του κόμματος
ουσιαστικά ανεξέλεγκτη και πραχτικά αμετακίνητη απ’ τη θέση της απ’ το
ένα συνέδριο ως το άλλο. Πράγμα που δημιουργούσε τις δυνατότητες
εκτροφής και ανάπτυξης του καθοδηγητικού ετσιθελισμού, της
συγκεντρωτικής αυθαιρεσίας, της περιφρόνησης της κομματικής βάσης».[15]
Δικτατορία – Πολυτεχνείο
Την περίοδο της δικτατορίας το ΚΚΕ διατύπωσε τη γραμμή της «παλλαϊκής
αντίστασης». Με αυτή καθόρισε τον αγώνα ενάντια στη δικτατορία σαν
ξεχωριστή περίοδο με στόχο την αναστήλωση του αστικού κοινοβουλευτισμού.
Χαρακτηριστικά η προκήρυξη της Κ.Ε. του ΚΚΕ τον Ιούνη του 1973 για το
χουντοδημοψήφισμα έγραφε: «Το ΚΚΕ, κόμμα δημοκρατικό και πατριωτικό,
είναι έτοιμο να δώσει το χέρι σε κάθε αντίπαλο της στρατιωτικής
δικτατορίας, με βάση ένα ελάχιστο πρόγραμμα… Το ΚΚΕ δεν μπορεί να μη
σημειώσει τη στάση των ηγετών της Δεξιάς και του Κέντρου, που
ξεκινώντας από τα στενά κομματικά και ταξικά συμφέροντά τους, δεν
δέχονται ως τώρα να αναλάβουν συγκεκριμένες και σαφείς δεσμεύσεις για
τον εκδημοκρατισμό του εθνικού μας βίου. Με τη θέση τους αυτή
εμποδίζουν τη συγκρότηση ενιαίου αντιδιχτατορικού μετώπου, που θα
τερμάτιζε γρηγορότερα και με λιγότερες θυσίες την κατατυράννηση του
ελληνικού λαού».[16]
Προσπαθούσαν δηλαδή να στήσουν συμμαχία με τους δεξιούς και κεντρώους
πολιτικούς, την ώρα που αυτοί ανοίγονταν στις συνεργασίες με τη χούντα
για «φιλελευθεροποίηση» του καθεστώτος και ομαλή, ελεγχόμενη μετάβαση
σε μια μορφή αστικού κοινοβουλευτισμού.
Στην 4η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ (Ιούλης 1976) αναφέρεται: «Το
κόμμα είχε τότε σωστά πολιτικά εκτιμήσει τον ελιγμό της
“φιλελευθεροποίησης” και την εξαγγελία των “εκλογών”… Πραγματικά το
κόμμα δεν είχε την προοπτική κλιμάκωσης των αγώνων, εκείνη τη στιγμή,
για την ανατροπή της δικτατορίας. Και σωστά…» Αντίθετα τονιζόταν και
μάλιστα έντονα ότι θα έπρεπε να αποφευχθούν οι περιπτώσεις ξεκομμένων
ενεργειών του Φ.Κ. -ειδικά με τη μορφή κατάληψης κτιρίων- κάτω από την
επίδραση αυθόρμητων και αριστερίστικων στοιχείων… Τονιζόταν: όχι
απρογραμμάτιστες ενέργειες - όχι καταλήψεις- (Έκθεση Κ.Ε του ΚΚΕ σελ 27
και 68).[17]
Αυτή η επιλογή της ηγεσίας του ΚΚΕ ήταν φανερή σε κάθε στροφή της
πάλης του αντι-δικτατορικού φοιτητικού κινήματος. Στην κατάληψη της
Νομικής η Αντι-ΕΦΕΕ (το σχήμα με το οποίο εμφανιζόντουσαν οι φοιτητές
του ΚΚΕ) έδωσε μάχη για περιορισμό στα «φοιτητικά» συνθήματα και την
κρίσιμη στιγμή εγκατέλειψε τη Νομική.
Στην εξέγερση του Πολυτεχνείου η τακτική των δύο Κ.Κ. (ΚΚΕ και ΚΚΕεσ)
ήταν στην κατεύθυνση του σεναρίου της Νομικής. Έμφαση στα φοιτητικά
συνδικαλιστικά συνθήματα, έλεγχος της κατάληψης και στη συνέχεια
συντεταγμένη υποχώρηση.
Η Κ.Ε. του ΚΚΕ στο κείμενο «Έκθεση και Συμπεράσματα για τα Γεγονότα του
Νοέμβρη» γράφει: «Δύο μέλη του Γραφείου του Κ.Σ. της ΚΝΕ την Πέμπτη το
πρωί εξέτασαν τα γεγονότα... Εκτιμήθηκε ότι πρόκειται για μια ανεύθυνη
και βιαστική κίνηση με έντονο αριστερίστικο στοιχείο, που ήταν, ως ένα
βαθμό, έξω από τη γραμμή της Οργάνωσης… Παίρνοντας υπόψη την κατάσταση
της Οργάνωσης, οι δυο καθοδηγητές της ΚΝΕ περιορίστηκαν κυρίως στο πώς
θα ελεγχθεί η κατάσταση με σκοπό την απαγκίστρωση» (Έκθεση Κ.Ε. σελ.
54-55).[18]
Την Παρασκευή το μεσημέρι, της 17 Νοέμβρη 1973, τα δύο Κ.Κ.
πρότειναν μια διακήρυξη που μιλούσε για σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής
ενότητας. Η τελευταία παράγραφος έγραφε: «Καλούμε όλα τα
αντιδιχτατορικά κόμματα και οργανώσεις να συμφωνήσουν σ’ ένα κοινό
πρόγραμμα που θα αποκαταστήσει τη λαϊκή κυριαρχία και την εθνική
ανεξαρτησία».
Μετά τη σκληρή καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου από τη
δικτατορία, η Αντι-ΕΦΕΕ στην εφημερίδα της «Πανσπουδαστική», αριθμός
φύλλου 8, προσπαθεί να πάρει εκδίκηση για τις πολιτικές της ήττες μέσα
στην εξέγερση. Έτσι καταγγέλλει την πορεία, με την οποία ξεκίνησε η
κατάληψη, σαν «προσχεδιασμένη εισβολή… 350 οργανωμένων πρακτόρων της
ΚΥΠ». Καταγγέλλει έμμεσα, αλλά με σαφήνεια την κατάληψη σαν προβοκάτσια
της CIA και της χούντας για να ακυρώσουν τη «φιλελευθεροποίηση» και
«…να δικαιολογήσουν την επαναφορά του στρατιωτικού νόμου και το
δυνάμωμα της αιματηρής τρομοκρατίας…». Καλεί (παριστάνοντας τη
Συντονιστική Επιτροπή του Πολυτεχνείου!) «…όλες τις αντιδικτατορικές
δυνάμεις… οργανώσεις και κόμματα στη δημιουργία πανεθνικού μετώπου…».
Πρόκειται ακριβώς για την πρόταση για «Οικουμενική», για κυβέρνηση
Εθνικής Ενότητας, που δεν πέρασε στη Συντονιστική Επιτροπή του
Πολυτεχνείου!
Τι λέει το ΚΚΕ για το ρόλο που έπαιξε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου;
Στη «Διακήρυξη της Κ.Ε. για τα 90χρονα του ΚΚΕ» απολύτως τίποτα. Παρά
το γεγονός ότι σε όλη τη μεταπολίτευση προσπαθεί να οικειοποιηθεί την
εξέγερση και να την εμφανίσει ως δική του, στα δύσκολα, στα «επίσημα»
δεν μπορεί να αναφέρει τίποτα.
Το «βρόμικο ’89»
Το 1987, στις 12-16 του Μάη, πραγματοποιείται το 12ο Συνέδριο του ΚΚΕ,
το οποίο εκτιμά ότι: η αλλαγή «πηγάζει από πραγματικές ανάγκες της
ελληνικής κοινωνίας, αποτελεί ριζοσπαστική λύση στα εκρηκτικά
προβλήματα του λαού, προσφέρει την εναλλακτική λύση ενάντια στο
δικομματισμό, διευκολύνει την παραπέρα συσπείρωση των κοινωνικών και
πολιτικών δυνάμεων, της αλλαγής και του σοσιαλισμού. Ταυτόχρονα, μπορεί
να αποτελέσει το πέρασμα στην ενιαία επαναστατική διαδικασία μετάβασης
στο σοσιαλισμό. Η κατεύθυνσή τους είναι αντιιμπεριαλιστική,
αντιμονοπωλιακή».[19]
Η πραγματική αλλαγή («κυβέρνηση της αλλαγής»), δεμένη με την
προσήλωση στους αστικούς κοινοβουλευτικούς θεσμούς, είναι τώρα το όχημα
με το οποίο η ηγεσία του ΚΚΕ για μια ακόμη φορά προσδένεται στην ουρά
της αστικής τάξης.
Ας δούμε όμως τα γεγονότα. Το Μάη του 1988 το ΚΚΕ δίνει τις
κατευθύνσεις για μια πολιτική συμφωνία των δυνάμεων της Αριστεράς και
το Δεκέμβρη ακολουθεί το «Κοινό Πόρισμα» ΚΚΕ-ΕΑΡ (η μετεξέλιξη του
ΚΚΕεσ). Το «Κοινό Πόρισμα» προϊδέαζε για την προοπτική κυβερνητικής
συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ.
Το Φλεβάρη του 1989, σε κοινή σύσκεψη αντιπροσωπειών των κομμάτων
ΚΚΕ, ΕΑΡ, ΕΔΑ, ΕΣΠΕ, ΑΚΕ, μαζί με τους Γιώτα, Δρεττάκη, Νέστωρα και
Κωνσταντόπουλο, εκδίδουν πολιτική δήλωση που προσδιορίζει την ταυτότητα
και τους στόχους του Συνασπισμού.
Το μεγάλο κύμα δυσαρέσκειας, που έθρεψαν οι εργατικοί αγώνες από το
1985, η διαφθορά, τα σκάνδαλα, καθώς και η κρίση στο ΠΑΣΟΚ, δυσκολεύει
την αστική τάξη.
Το σκάνδαλο Κοσκωτά ξεδιπλώνεται στα μέσα του 1988 και σ’ αυτό
εμπλέκονται πρωτοκλασάτα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, ενώ συγχρόνως τα σκάνδαλα
των υποκλοπών, του καλαμποκιού, σε συνδυασμό με την ασθένεια του
Παπανδρέου και τον αγώνα της διαδοχής δημιουργούν το πλαίσιο μιας
μεγάλης κρίσης. Τελικά η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αναγκάζεται να προκηρύξει
εκλογές στις 18 Ιούνη του 1989.
Στις εκλογές πήραν: Ν.Δ. 44,25% και 145 έδρες, ΠΑΣΟΚ 39,15% και 125,
Συνασπισμός 13,12% και 28. Λόγω του εκλογικού νόμου, που είχε ψηφίσει
το ΠΑΣΟΚ για να αποτρέψει την αυτοδυναμία της Ν.Δ. και ο οποίος
πλησίαζε την απλή αναλογική, δεν υπήρχε αυτοδύναμη κυβέρνηση. Η
ρεφορμιστική Αριστερά αποτελεί τον κοινοβουλευτικό ρυθμιστή και αντί να
αξιοποιήσει την κρίση υπέρ του εργατικού κινήματος αναζητεί τρόπους για
να την εκτονώσει. Πραγματικοί ρυθμιστές βέβαια των πολιτικών εξελίξεων
παραμένουν τα δύο μεγάλα κόμματα. Τελικά ΚΚΕ και Συνασπισμός
αναγνωρίζουν τη Νέα Δημοκρατία σαν θεμιτό συνομιλητή και σαν
δημοκρατική δύναμη «κάθαρσης». Συμφωνούν για τη δημιουργία
συγκυβέρνησης Ν.Δ.-Συνασπισμού με σκοπό την άρση της ασυλίας του
Παπανδρέου και την παραπομπή του σε δίκη για το σκάνδαλο Κοσκωτά.
Βέβαια, όπως έλεγαν οι συνταγματολόγοι, από τη στιγμή που καταπιάστηκε
η Βουλή με την παραπομπή των υπουργών, τα αδικήματά τους δεν
παραγράφονται. Μάλιστα, όπως ομολόγησε κάποια στιγμή και ο Μητσοτάκης,
η μη παραγραφή θα μπορούσε να εξασφαλιστεί αμέσως, μόλις στήθηκαν οι
ανακριτικές επιτροπές, αν υπήρχε πολιτική βούληση των κομμάτων. Αντί να
επιλέξουν όμως αυτές τις λύσεις, προτίμησαν τη συγκυβέρνηση. Ποια ήταν
τα αποτελέσματα από τους 3 μήνες της κυβέρνησης Τζανή Τζαννετάκη; Δύο
σκιώδεις κοινοβουλευτικές επιτροπές με γνωμοδοτικό χαρακτήρα και
περιορισμένες αρμοδιότητες, καθώς και η κατάργηση του νόμου για το
τραπεζικό απόρρητο. Αυτά ήταν τα «κέρδη» της Αριστεράς. Στο ίδιο
διάστημα «πάγωσαν» τους αγώνες και τις πολιτικές διεκδικήσεις στα
υπόλοιπα μέτωπα εκτός της κάθαρσης. Η αποϊδεολογικοποίηση των
κομματικών διαφορών ήταν συμφέρουσα μόνο για την κυρίαρχη τάξη, ενώ
οδήγησε την Αριστερά στην ουρά των αστικών δυνάμεων, συντέλεσε στην
αποκλιμάκωση της πολιτικής κρίσης και δημιούργησε τους όρους για τη
μελλοντική νίκη της Ν.Δ.
Η συμμετοχή στην κυβέρνηση οδήγησε σε διάσπαση, μικρότερη μεν για το
ΚΚΕ, αλλά τεράστια για την ΚΝΕ, τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου.
Η κυβέρνηση Τζαννετάκη παραιτήθηκε στις 7 Οκτώβρη 1989. Στις
εκλογές που έγιναν ένα μήνα αργότερα, στις 5 Νοέμβρη 1989, τα
αποτελέσματα ήταν: Ν.Δ. 46,19% (+1,94) και 148 έδρες, ΠΑΣΟΚ 40,67%
(+1,52) και 128, Συνασπισμός 10,97% (-2,15) και 21. Πάλι δεν υπήρχε
αυτοδύναμη κυβέρνηση και το πρόβλημα λύθηκε με το σχηματισμό
«οικουμενικής» κυβέρνησης, με πρωθυπουργό τον Ξ. Ζολώτα. Σ’ αυτή
συμμετείχαν Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμός. Ξανά συμμετοχή στο όνομα των
θεσμών. Επειδή δεν επιτεύχθηκε η αναγκαία πλειοψηφία για την εκλογή
Προέδρου της Δημοκρατίας, έγιναν ξανά εκλογές στις 8 Απρίλη του 1990.
Τα αποτελέσματα ήταν: Ν.Δ. 46,88% (+0,69) και 150 έδρες, ΠΑΣΟΚ 38,61%
και 123, Συνασπισμός 10,28% και 19, «Ανεξάρτητοι» μονοεδρικών (ΠΑΣΟΚ
και Συν) 1,02% και 4 (2 προσχώρησαν στο ΠΑΣΟΚ και 2 στον Συν),
Οικολόγοι Εναλλακτικοί 0,77% και 1, Εμπιστοσύνη και Πεπρωμένο 0,70% και
2, τέλος ΔΗΑΝΑ 0,67% και 1 έδρα, που προσχώρησε στη Ν.Δ. Με 151
βουλευτές η ΝΔ σχημάτισε την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Σε μια κρίση του συστήματος λοιπόν, το ΚΚΕ, αντί να χρησιμοποιήσει
το κοινοβουλευτικό αδιέξοδο για να συνεγείρει την εργατική τάξη, να
απομονώσει τη Δεξιά, να ξεσκεπάσει το ΠΑΣΟΚ και να προετοιμάσει αγώνες
ενάντια στη λιτότητα και τις ιδιωτικοποιήσεις, στρογγυλοκάθισε στο
τραπέζι της «εθνικής ενότητας» με τους «τίμιους» από τους αστούς
πολιτικούς. Οι λύσεις που έδωσε, μας οδήγησαν, όπως ήταν λογικά
αναμενόμενο, στην κυβέρνηση της Δεξιάς.
Ποια είναι η τοποθέτηση του ΚΚΕ για όλα αυτά; Στη «Διακήρυξη της
Κ.Ε. για τα 90χρονα του ΚΚΕ» δεν αναφέρεται απολύτως τίποτα. Τα μόνα
συμπεράσματα που έβγαλε, αφορούν τη διάσπαση που ακολούθησε το 1991,
μετά την οποία σημαντικό κομμάτι στελεχών του ΚΚΕ προσχώρησε στο
Συνασπισμό. Στο 14ο Συνέδριο, που συνήλθε 18-21 Δεκέμβρη του 1991,
αποφάσισε για την πολιτική συμμαχιών: α) Διασφάλιση της αυτοτέλειας του
κόμματος. β) Η υποτίμηση των ιδεολογικών και πολιτικών διαφορών που
υπάρχουν και συνοδεύουν κάθε μορφής συμμαχία και η ανυπαρξία μετώπου
εναντίον τους αποτελεί σοβαρό σφάλμα. γ) Οι εκπρόσωποι του κόμματος
στις συμμαχίες πρέπει να επιλέγονται με κριτήριο τη σταθερότητα και
κομματικότητα και να ελέγχονται από καθοδηγητικά όργανα. δ) Να
συνυπολογίζεται η διαλεκτική σχέση μεταξύ πολιτικών και κοινωνικών
συμμαχιών.
18ο Συνέδριο… Αντεπίθεση;
«Οδηγό για την εκτίμηση της πορείας του Κόμματος αποτελεί το κύριο
καθήκον που προσδιόρισε το 17ο Συνέδριο: Η ολόπλευρη ισχυροποίηση του
ΚΚΕ, ιδεολογικοπολιτική και οργανωτική, η οποία αποτελεί τον αναγκαίο
όρο για την οικοδόμηση του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού
Δημοκρατικού Μετώπου (ΑΑΔΜ) και την ανάπτυξη του αντιιμπεριαλιστικού
αντιμονοπωλιακού αγώνα. Αυτός ο αγώνας κάτω από προϋποθέσεις μπορεί να
οδηγήσει στην κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και τους
συμμάχους της, στο σοσιαλισμό, που συνιστά τη μοναδική απάντηση στην
ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα, στην καπιταλιστική καταπίεση και στην
εκμετάλλευση».[20]
«Στο διάστημα που μεσολάβησε έγινε μια ορισμένη προσπάθεια να
καλλιεργηθεί το έδαφος για τη διεύρυνση των συσπειρώσεων που έχουν
συγκροτηθεί τα προηγούμενα χρόνια στο εργατικό κίνημα, στο αγροτικό,
στο χώρο των αυτοαπασχολούμενων και μικρών επιχειρηματιών, προσπάθεια
ενταγμένη στη συγκρότηση του ΑΑΔΜ… Η κοινωνική συμμαχία που αποτελεί
θεμέλιο και για τη συγκρότηση του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού
Δημοκρατικού Μετώπου βρίσκεται σε εμβρυακό στάδιο…» [21]
«Η Κ.Ε. σημείωσε πρόοδο στην προσπάθεια εξειδίκευσης και προσαρμογής
των γενικών πολιτικών καθηκόντων στα διάφορα μέτωπα πάλης, τις διάφορες
φάσεις των πολιτικών εξελίξεων. Παράλληλα και στη βάση των οξυμένων
προβλημάτων και της επικαιρότητας, οργάνωσε πανελλαδικές πολιτικές
καμπάνιες με κύριο θέμα την προβολή και εκλαΐκευση της πολιτικής
πρότασης του Κόμματος για τη συγκρότηση του ΑΑΔΜ και την πάλη για τη
Λαϊκή Εξουσία-Οικονομία». [22]
Επανερχόμαστε λοιπόν στη σημερινή στρατηγική και τακτική του ΚΚΕ. Πάλη
για Λαϊκή Εξουσία-Οικονομία με την οικοδόμηση του Αντιιμπεριαλιστικού
Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου (ΑΑΔΜ).
Σε τι διαφέρει η Λαϊκή Εξουσία από το Σοσιαλισμό; Ποιοι άλλοι θα είναι
στην εξουσία εκτός από την εργατική τάξη; Αν αυτό είναι αρκετά
νεφελώδες, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα στο ΑΑΔΜ. Οι αναφορές
γίνονται αφηρημένα στο «κοινωνικό επίπεδο», ενώ θεωρείται ως αναγκαία
προϋπόθεση «Η ολόπλευρη ισχυροποίηση του ΚΚΕ …» (Θέση 66). Με ποιες
κοινωνικές δυνάμεις, ποιες είναι οι πολιτικές δυνάμεις που τις
εκφράζουν παραμένουν αναπάντητα ερωτήματα. Μέχρι στιγμής το ΑΑΔΜ είναι
ένα μέτωπο του ΚΚΕ με τον εαυτό του, και είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος
που κινείται το ΠΑΜΕ στο εργατικό κίνημα. Στο μέλλον όμως αυτή η
ασάφεια του ΑΑΔΜ δίνει τη δυνατότητα στην ηγεσία να το ερμηνεύει
ανάλογα με τις εξελίξεις. Έτσι, για μια φορά ακόμα αφήνει ορθάνοιχτες
τις πόρτες για μελλοντικές συνεργασίες ή συγκυβερνήσεις με τα αστικά
κόμματα. Μέσα από το ΑΑΔΜ δίνεται η δυνατότητα να γεφυρωθεί η απόσταση
που χωρίζει το κεφάλαιο από τη μισθωτή εργασία και να ανοίξει για μια
φορά ακόμα ο δρόμος για τη συνεργασία των τάξεων.
Πράγματι, 90 χρόνια αγώνες και θυσίες από τις χιλιάδες αγωνιστών
που με αυταπάρνηση πάλεψαν και παλεύουν μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ
για ένα καλύτερο αύριο, για το σοσιαλισμό, δεν άξιζαν αυτά τα
αποτελέσματα. Οι αγώνες και οι θυσίες τους δεν αξίζουν να καταλήξουν
στα ίδια αδιέξοδα από τη στρατηγική και τακτική αυτού του ρεφορμιστικού
κόμματος.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Πρακτικά, «Το πρώτο συνέδριο του ΣΕΚΕ», Έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 1982, σελ. 133 και 134.
2. Ιστορικό Τμήμα της Κ.Ε. του ΚΚΕ. «Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ», Α΄
Τόμος, 1918-1949, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Τέταρτη Έκδοση, Αθήνα 2005,
σελ. 254 και 255.
3. Παντελής Πουλιόπουλος, «Δημοκρατική ή σοσιαλιστική επανάσταση στην
Ελλάδα;», Εκδόσεις Νέοι Στόχοι, τρίτη έκδοση, Αθήνα 1972, σελ. 24.
4. Ό.π. σελ. 178 και 179.
5. ΚΚΕ, «Επίσημα Κείμενα», Τόμος τέταρτος, 1934-1940. Εκδόσεις ΚΚΕ
(Εσωτερικού), Αθήνα 1974, σελ. 19: «Η Ελλάδα ανήκει στον τύπο εκείνων
των χωρών που στο πρόγραμμα της Κ.Δ. χαρακτηρίζονται σαν “χώρος με μέσο
επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού…, με υπάρχοντα σημαντικά υπολείμματα
μισοφεουδαρχικών σχέσεων στην αγροτική οικονομία…”». Και σελ. 23: « Η
επικείμενη επανάσταση των εργατών και αγροτών στην Ελλάδα θα έχει
αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα με τάσεις γρήγορης μετατροπής σε
προλεταριακή σοσιαλιστική επανάσταση».
6. Φίλιππος Ηλιού, «Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος. Η εμπλοκή του ΚΚΕ», Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2004, σελ. 22.
7. ΠΕΕΑ, Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης, η λεγόμενη κυβέρνηση
του βουνού. Ανώτατη πολιτική εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα.
8. Ντομινίκ Εντ, «Οι καπετάνιοι. Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος 1943-1949», Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1974, σελ. 178.
9. «Επίσημα κείμενα του ΚΚΕ, 1940-1945», τόμος 5, σελ. 398-402.
10. Ντομινίκ Εντ, «Οι καπετάνιοι. Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος 1943-1949», Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1974, σελ. 215.
11. Μπόλαρης Λέανδρος, «Αντίσταση. Η επανάσταση που χάθηκε», Εκδόσεις Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2002, σελ. 99.
12. Ό.π. σελ.106.
13. Ιστορικό Τμήμα της Κ.Ε. του ΚΚΕ, «Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ», Α΄
Τόμος, 1918-1949, Εκδόσεις Σύγχρονη εποχή, Αθήνα 2005, σελ. 466-467.
14. Ό.π. σελ. 472
15. Νεφελούδης Παύλος, «Στις πηγές της κακοδαιμονίας», Τέταρτη έκδοση, Εκδόσεις Gutenberg, σελ. 253.
16. Νταβανέλλος Αντώνης, «Νοέμβρης 1973. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου»,
Εκδόσεις Διεθνιστική Εργατική Αριστερά, Αθήνα 2002, σελ. 13.
17. Ό.π. σελ. 23.
18. Ό.π. σελ. 32.
19. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», Φύλλο Κυριακής, 15 Ιούλη 2001, σελ.10.
20. Θέσεις της Κ. Ε. του ΚΚΕ για το 18ο Συνέδριο, Θέση 66, σελ. 51.
21. Ό.π., Θέση 68, σελ. 51.
22. Ό.π., Θέση 88, σελ. 67.