Δεν είναι απλώς μια ύφεση: Ένα οικονομικό μοντέλο ξεφτίζει

thumb_Διεθνή χρηματιστήρια-Κρίση1Η παρούσα οικονομική ύφεση αντανακλά μια κρίση του καπιταλισμού που είναι πολύ βαθύτερη από απλώς μια έντονη διακύμανση ανόδου και πτώσης της οικονομίας.

 

Του Joel Geier
Μετάφραση: Θάνος Λυκουργιάς

 

Β ρισκόμαστε σε ένα σημαντικό σημείο καμπής. Η ύφεση που παρατηρούμε σηματοδοτεί το τέλος της εικοσιπεντάχρονης περιόδου που η οικονομική ανάπτυξη στηριζόταν στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο – ένα μοντέλο που για σειρά ετών παρείχε τεράστια οφέλη για τους καπιταλιστές αλλά έσπρωχνε στην εξαθλίωση την εργατική τάξη. Τα νεοφιλελεύθερα μέτρα πρωτοεφαρμόστηκαν πριν από μία γενιά – με το τέλος του πρωτοφανούς μπουμ μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την αρχή της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 70΄ - για να αποκαταστήσουν την καπιταλιστική κερδοφορία.

 

Οι πολιτικές αυτές – τα λεγόμενα « οικονομικά της προσφοράς » -
περιελάμβαναν φοροαπαλλαγές για τους καπιταλιστές, περιορισμό των
κρατικών παρεμβάσεων και ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές στο κοινωνικό
κράτος, τσάκισμα των συνδικάτων και μείωση των μισθών. Το αποτέλεσμα
των παραπάνω ήταν μια ραγδαία αύξηση του δανεισμού. Η περιοριστική
δημοσιονομική πολιτική και ο φθηνός δανεισμός υποτίθεται ότι θα
αντιμετώπιζαν την οικονομική δυστοκία. Η συνέπεια αυτών είναι η
σημερινή οικονομική συμφορά – αρχικά για τους εργαζόμενους αλλά πλέον
και για το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Οι καταστροφικές συνέπειες
του νεοφιλελευθερισμού κάνουν επιτακτική την αναδιάρθρωση του
πιστωτικού συστήματος και των τραπεζών και την αναδιάταξη των
ισορροπιών στο παγκόσμιο εμπορικό σύστημα. Αυτή η κρίση είναι πολύ
βαθύτερη από μια τυπική ύφεση στον οικονομικό κύκλο- μπαίνουμε σε μια
μακρά, οδυνηρή περίοδο κρίσης και αναδιάρθρωσης. Και ενώ οι
καπιταλιστές δεν έχουν παρουσιάσει ακόμα κάποιο πρόγραμμα για να μας
βγάλει από την κρίση το μόνο σίγουρο είναι ότι οι συσχετισμοί δύναμης
–πολιτικοί και οικονομικοί – ανάμεσα στους ισχυρούς του πλανήτη θα
αλλάξουν.


thumb_house-for-sale
Πριν απο ένα έτος έγινε ξεκάθαρο ότι οι Η.Π.Α. οδεύουν προς μείωση
ρυθμών ανάπτυξης και τελικά προς ύφεση. Ο οικονομικός κύκλος έπιασε
κορυφή και η υπερπαραγωγή κατοικιών αρχικά σταθεροποίησε και έπειτα
έριξε τις τιμές των σπιτιών καθώς η αγορά των στεγαστικών δανείων
υψηλού ρίσκου (subprime) κατέρρεε. Η φούσκα των στεγαστικών έσκασε και
σταδιακά οδήγησε στο να σκάσει και η τραπεζική φούσκα, η μεγαλύτερη
χρηματοοικονομική φούσκα παγκοσμίως σύμφωνα με άρθρα του Economist πριν
από λίγα χρόνια! Η αδύναμια αποπληρωμής των ενυπόθηκων δανείων έστειλε
τα πρώτα κύματα σοκ στην άκρως εξαρτημένη από τα δάνεια δομή του
χρηματοοικονομικού συστήματος. Οι τεράστιες απώλειες από τα δάνεια αυτά
διέλυσαν τα κέρδη των τραπεζών, περιόρισαν σημαντικά τη δυνατότητα τους
να χορηγούν πιστώσεις και οδηγούν σαφώς προς πιστωτική κρίση και έντονη
ύφεση.


Αρχικά ήταν αδύνατο να υπολογίσουμε το χρόνο που θα χρειαζόταν για
να εξαπλωθεί η κρίση στο σύνολο της οικονομίας, αν και εκτιμούσαμε ότι
αυτό θα συνέβαινε σε ένα με δύο χρόνια. Ο πλανήτης βρισκόταν ακόμα στη
μέθη του μεγαλύτερου μπουμ απο την αρχή της δεκαετίας του 70. Τα κέρδη
ήταν πολύ υψηλά στις Ηνωμένες Πολιτείες και τα τραπεζικά περιθώρια
κέρδους ήταν τα υψηλότερα από τη δεκαετία του ’20. Επίσης δεν
μπορούσαμε να μαντέψουμε ποιες θα ήταν οι ενέργειες της Κυβέρνησης για
να επιβραδύνει την ύφεση ή έστω να αμβλύνει τις συνέπειες της.


Όταν ξέσπασε η Ασιατική κρίση του 1998, ο τότε πρόεδρος της
Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας (Fed) Άλαν Γκρίνσπαν αποφάσισε να
εφαρμόσει την αδοκίμαστη έως τότε κίνηση να τονώσει περισσότερο ένα ήδη
εξελισσόμενο οικονομικό μπουμ. Η κίνηση ήταν επιτυχής και η ύφεση
καθυστέρησε για δύο χρόνια. Το κόστος ήταν όμως υψηλό! Η φούσκα των
εταιρειων dot-com προκάλεσε κατάρρευση στο χρηματιστήριο και το
εμπορικό έλλειμμα όπως και το εξωτερικό χρέος διογκώθηκαν καθώς οι
Η.Π.Α. έγιναν ο «αγοραστής έκτακτης ανάγκης» των ασιατικών προιόντων.
Ξανά όταν η ύφεση χτύπησε τελικά τις Η.Π.Α. το 2001 προκαλώντας τη
μεγαλύτερη μείωση κερδών από τη δεκαετία του 30, οι συνέπειες της
μετριάστηκαν από το μεγαλύτερο πακέτο τόνωσης της οικονομίας μετά τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το κυβερνητικό πλεόνασμα αξίας 250 δις δολλαρίων μετατράπηκε σε έλλειμα
αξίας 300 δις δολλαρίων. 1 τρισεκατομμύριο δολλάρια,που προήλθαν από
φοροαπαλλαγές για τους πλούσιους και πολεμικές δαπάνες,
χρησιμοποιήθηκαν για να αμβλυνθούν οι επιπτώσεις. Τα επιτόκια έπεσαν
στο 1%-2% για 3 χρόνια για να μειωθούν τα κόστη των επιχειρήσεων και να
αποκατασταθεί η κερδοφορία. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω είχαμε την πιο
αδύναμη επιχειρηματική ανάκαμψη από την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου
Πολέμου και το απόλυτο τίμημα ήταν οι στεγαστικές και πιστωτικές
φούσκες που προκάλεσαν την τρέχουσα κρίση.


thumb_bernanke-fed-policy
Η οικονομία βρίσκεται ήδη σε ύφεση ή στην καλύτερη περίπτωση
εισέρχεται. Και όπως σε κάθε σημείο καμπής έτσι και τώρα οι οικονομικοί
δείκτες στέλνουν αντιφατικά σήματα. Κάποιοι κλάδοι βρίσκονται φανερά σε
ύφεση: στις κατασκευές, στην αυτοκινητοβιομηχανία, στα χρηματιστήρια
και στο λιανεμπόριο για παράδειγμα η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας
έχει σταματήσει. Παρ’ ολα αυτά κάποιοι άλλοι δείκτες δίνουν την
ψευδαίσθηση ότι δεν υπάρχει ύφεση, αλλά απλώς μια επιβράδυνση των
ρυθμών ανάπτυξης ή εναλλακτικά ότι η ύφεση θα είναι μεσοπρόθεσμη ή
ακόμα καλύτερα βραχυπρόθεσμη, και η ανάπτυξη θα επανέλθει εντός
εξαμήνου αφού τα χαμηλά επιτόκια και τα 150 δις δολλάρια που
χρησιμοποιήθηκαν ως τονοτική ένεση μέσω φορολογίας αναμένεται να
αποκαταστήσουν την καταναλωτική ζήτηση. Κάποιοι αναλυτές επίσης
τονίζουν ότι οι βιομηχανίες που παράγουν εξαγωγικά προϊόντα θα
προστατέψουν την οικονομία. Όμως οι εξαγωγές, που είχαν αυξηθεί κατά
19% το τρίτο τρίμηνο του έτους, αυξήθηκαν μόνο κατά 3.9% το τέταρτο
εξάμηνο, παρά το φτηνό δολλάριο. Η μείωση των εξαγωγών είναι ένα σημάδι
οικονομικής αδυναμίας που εξαπλώνεται παγκόσμια.


Η υπόθεση για μια μικρή ύφεση στηρίζεται στην εκτίμηση ότι σύντομα
θα επανέλθει η κερδοφορία. Η παραπάνω άποψη στηρίζεται στα εξής: Ενώ τα
κέρδη μειώθηκαν δραματικά το τέταρτο τρίμηνο του έτους – 20% πιο χαμηλά
από πέρυσι – η μείωση οφειλόταν στις τεράστιες διαγραφές χρεών στο
τραπεζικό σύστημα, κάτι που θα συνεχιστεί. Στους υπόλοιπους κλάδους της
οικονομίας τα κέρδη έδειχναν να διατηρούνται υψηλά, πιο συγκεκριμένα
στο πετρέλαιο, στις πρώτες ύλες και στις high-tech εταιρίες, που
επωφελήθηκαν από το παγκόσμιο μπουμ. Τα κέρδη για τις S&P 500 – τις
500 μεγαλύτερες επιχειρήσεις – αυξήθηκαν κατά 11% φέτος.

Όμως η πλειοψηφία αυτών των κερδών προκύπτει από διεθνείς
δραστηριότητες. Δεν υπάρχουν ακόμα αξιόπιστα στοιχεία για τα κέρδη των
επιχειρήσεων που δρουν στο εσωτερικό της χώρας, οι οποίες αδυνάτιζαν
σταθερά τον τελευταίο χρόνο.
Κάθε μέρα νέα δεδομένα στέλνουν νέα σήματα κινδύνου. Το μεγαλύτερο ήταν
η κατάρρευση στον κλάδο των υπηρεσιών (το Ιστιτούτο Προσφοράς
Μάνατζμεντ ανέφερε ότι ο δείκτης επιχειρηματικής δραστηριότητας του
τομέα των υπηρεσιών έπεσε στο 41.9 τον Γενάρη από 54.4 τον Δεκέμβρη –
όπου κάτω από 50 σημαίνει ύφεση )

Ταυτόχρονα , παρά τις μαζικές ενέσεις ρευστότητας – Κεντρικές Τράπεζες
ρίχνουν χρήμα στο τραπεζικό σύστημα για να αποτρέψουν την κρίση – νέα
τμήματα του συστήματος εμφανίζουν δυσλειτουργίες. Η Wall Street Journal
πρόσφατα ανέφερε ότι η μείωση της αξίας των πιστωτικών καρτών έχει
περιορίσει αισθητά την κατανάλωση και τονίζει ότι το 7.6% των χρεών από
πιστωτικες κάρτες βρίσκονται τουλάχιστον με 60 μέρες καθυστέρηση ή
είναι σε διαδικασία χρεοκοπίας και κατασχέσεων. Η αποτυχία τών
«δημοπρατούμενων χρεών», που θεωρούνταν πως ήταν τα πιο ασφαλή, ανέβασε
τα επιτόκια. Τα σπουδαστικά δάνεια δεν δίνονται τόσο εύκολα όσο
παλαιότερα και επίσης η δανειοδότηση προς τις επιχειρήσεις και τους
καταναλωτές γίνεται όλο και πιο σφιχτή.

Παγκόσμιες διαστάσεις


Η επιβράδυνση γίνεται πλέον παγκόσμια. Η ύφεση ξεκίνησε και έχει το
κέντρο της στις Η.Π.Α αλλά υπάρχει πλέον μείωση ρυθμών και στην Ευρώπη
και στην Ιαπωνία. Η Ιταλία δείχνει να είναι σε ύφεση. Η στεγαστική
φούσκα έσκασε στη Βρετανία, την Ιρλανδία και την Ισπανία και αναμένεται
να ακολουθήσουν και άλλες χώρες συμπεριλαμβανομένης και της Κίνας. Οι
Ευρωπαϊκές τράπεζες παρουσιάζουν πλέον περόμοιες δυσκολίες με τις
Αμερικάνικες. Τον Ιανουάριο υπήρξε μια διεθνής κατάρρευση των
χρηματιστηρίων στο διάστημα των τριών εβδομάδων μεταξύ 2 και 23 του
μήνα που επηρέασε τις Η.Π.Α, τον Καναδά, την Ιαπωνία, τη Βρετανία, τη
Γαλλία και τη Γερμανία όπως επίσης και τις αναδυόμενες αγορές
(Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα). Τα χρηματιστήρια βυθίστηκαν από 15
έως 20% . Μετοχικές αξίες πάνω από ένα τρις δολλάρια εξανεμίστηκαν. Η
θεωρία ότι η παγκόσμια οικονομία είχε ανεξαρτητοποιηθει από τις Η.Π.Α
και ότι το παγκόσμιο μπουμ θα συνεχιζόταν παρά την αμερικάνικη ύφεση
κατέρρευσε εν μέσω διεθνους χρηματιστηριακού πανικού.


thumb_jean-trichet
Το Αμερικάνικο μερίδιο της παγκόσμιας οικονομίας μειώθηκε δραματικά
τα τελευταία χρόνια από 30% σε λιγότερο από 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ,
αλλά είναι ακόμα στο κέντρο του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος. Το
55% των προϊόντων που παράγονται στην Ασία εξάγονται , τα δύο τρίτα εκ
των οποίων πηγαίνουν στις Η.Π.Α και τα υπόλοιπα σε άλλες αναπτυγμένες
βιομηχανικές χώρες. Η αγορά καταναλωτικών προϊόντων στις Η.Π.Α είναι
της τάξης των 9.5 τρις δολλαρίων. Της Κίνας και της Ινδίας μαζί είναι
1.6 τρις δολλάρια. Οι Ασιάτες κατασκευαστές είναι εξαρτημένοι από την
Αμερικάνικη αγορά για την πώληση των προϊόντων τους – αλλιώς θα έχουν
κρίση υπερπαραγωγής. Καθώς λοιπόν η Αμερικάνικη αγορά μειώνεται , οι
συνέπειες θα είναι εξαιρετικά οδυνηρές για την υπολοιπη παγκόσμια
οικονομία.


Το σενάριο μιας ταυτόχρονης ύφεσης όλου του πλανήτη μοιάζει όλο και
πιθανότερο. Η τελευταία φορά που συνέβη μια συντονισμένη παγκόσμια
ύφεση ήταν το 1973. Από τότε, όταν κάποιες χώρες βρίσκονταν σε ύφεση,
κάποιες άλλες αναπτύσσονταν ραγδαία – και διατηρούσαν σταθερές τις
εξαγωγές των χωρών σε ύφεση, αμβλύνοντας τα συμπτώματα. Αν μπουν όλες
μαζί σε κρίση, τότε οι εξαγωγές θα περιοριστούν παντού, βαθαίνοντας
ακόμα περισσότερο την ύφεση.
Η κάμψη αυτή είναι επίσης σημάδι της κρίσης του χρηματιστικού
κεφαλαίου, αρχικά στις Η.Π.Α αλλά εξαπλούμενο και στο παγκόσμιο
τραπεζικό σύστημα. Το τραπεζικό σύστημα είναι κλειδί για την
καπιταλιστική παραγωγή και τη διανομή ταυτόχρονα, οι οποίες δεν μπορούν
να λειτουργήσουν χωρίς πιστώσεις, και επίσης ένας από τους κύριοις
τρόπους μέσω των οποίων ο Αμερικάνικος Ιμπεριαλισμός κυριάρχησε στον
κόσμο, μέσω του διεθνούς τραπεζικού συστήματος.


Όταν η επιβράδυνση ξεκίνησε πριν από ένα χρόνο οι περισσότερες
πτυχές του πιστωτικου συστήματος είχαν αποκρυφθεί από το κοινό. Δεν
υπήρχε καμία δημόσια πληροφόρηση για την κατάσταση των διάφορων
«επενδυτικών funds», των λεγόμενων «δομημένων» ομολόγων κάθε είδους
κ.λπ. –όλων δηλαδή των καλυμμένων δραστηριοτήτων που χρησιμοποιήθηκαν
για να κρατήσουν τα κεφαλαιακά αποθέματα χαμηλά και να εκτοξεύσουν
ταυτόχρονα τα κέρδη- καθώς και για τη μαζική εξαπάτηση, διαφθορά και
«τοξικό χρέος» που είναι στο κέντρο του χρηματοπιστωτικού συστήματος.


Οι τράπεζες έχουν παραλύσει από τις απώλειες που σχετίζονται με τη
στεγαστική φούσκα. Μέχρι στιγμής έχουν ήδη απωλέσει 160 δις δολλάρια
από παραγραφές χρεών από ενυπόθηκα subprime δάνεια (ένα τρίτο των
οποίων μόνο σε τρεις τράπεζες- τις Citicorp, Merrill Lynch και UBS) και
αναμένεται να απολέσουν συνολικά 300 με 400 δις δολλάρια από αυτά τα
δάνεια. Η αγορά κατοικιών δεν έχει χτυπήσει τον πάτο ακόμα – και αν οι
τιμές των κατοικιών μειωθούν περισσότερο (έχουν πέσει κατα 10% μέχρι
στιγμής και αναμένεται να χάσουν άλλο 10 με 20% στα αμέσως επόμενα
έτη}, τότε οι τράπεζες θα έχουν ακόμα μεγαλύτερες απώλειες. Οι
ιδιοκτήτες κατοικιών θα χάσουν συνολικά μεταξύ 4 και 6 τρις δολλαρίων,
καθώς το ένα τρίτο των οικογενειών έχουν φορτωθεί με δάνεια που τώρα
έχουν μεγαλύτερη αξία από αυτή των σπιτιών που αγόρασαν με αυτά.

Οι απώλειες από την αγορά των subprime οδηγούν σε μια συρρίκνωση της
τραπεζικής αγοράς αξίας 2 τρις δολλαρίων και οι συνολικές απώλειες
μπορεί να είναι ακόμα μεγαλύτερες. Η αγορά εμπορικών ακινήτων, που
βρισκόταν σε μπουμ πριν από λίγους μήνες, τώρα καταρρέει. Οι απώλειες
τους εκτιμάται ότι μπορεί να είναι ισάξιες των απωλειών από τα
subprime. Άλλα πιστωτικά προβλήματα μεγαλώνουν επίσης και από
«δομημένα» ομόλογα που στηρίζονται στο χρέος των πιστωτικών καρτών ή
των δανείων αυτοκινήτου, καθώς επίσης και από τις συγχωνεύσεις και
εξαγορές επιχειρήσεων που χρηματοδοτήθηκαν από τα «σάπια» ομόλογα που
κατέρρευσαν.


thumb_sensex-crash
Τα εταιρικά ομόλογα χρηματοδοτήθηκαν σε πακέτα παρόμοια με το
χαοτικό τρόπο των subprime. Τα ομόλογα χωριζόντουσαν σε κομμάτια και
μετά πουλιόντουσαν σε πακέτα: τα πιο επισφαλή κομμάτια είχαν και τα
υψηλότερα επιτόκια. Σε αυτή την πυραμίδα, εάν κάποιο μέρος δεν μπορεί
να αποπληρωθεί, τότε αφαιρείται αξία από τα υπόλοιπα μέρη. Επίσης, τα
ομόλογα επιχειρήσεων με υψηλό δανεισμό έγιναν δημοφιλή γιατί οι κάτοχοι
τους μπορούσαν να αγοράσουν εξασφάλιση έναντι του κινδύνου χρεοκοπίας
με την μορφή των λεγόμενων συμβολαίων CDS (credit derivative swaps).

Τα CDS είναι μια εντελώς ανεξέλεγκτη αγορά αξίας 45 τρις δολλαρίων, με
σχεδόν ανύπαρκτες προϋποθέσεις δανεισμού: πωλούνται και αγοράζονται
συνεχώς, έτσι ώστε κανείς να μην γνωρίζει ποιος έχει την εξασφάλιση και
αν αυτός τελικά έχει τα απαραίτητα κεφάλαια για να καλύψει τη ζημιά
στην περίπτωση που το ομόλογο δεν θα μπορεί να αποπληρωθεί. Το μόνο
σίγουρο πάντως είναι πως με τον περιορισμό των δανειοδοτήσεων και την
ύφεση, ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων δεν θα έχει τα απαραίτητα
ρευστά για να πληρώσει τόσο υψηλά επίπεδα χρέους. Αυτές λοιπόν θα
χρεοκοπήσουν και αυτό είναι μια διαδικασία που ξεκινάει τώρα και θα
κορυφωθεί στα επόμενα 2 χρόνια. Λόγω της αδιαφάνειας και της εξαπάτησης
όμως δεν υπάρχουν πληροφορίες για το πόσο μεγάλο θα είναι αυτό το
πρόβλημα.

Κρίση του νεοφιλελευθερισμού


Η καταστροφική συσσώρευση χρέους που παρατηρείται είναι αποτέλεσμα των
νεοφιλελεύθερων πολιτικών απορρύθμισης των τραπεζών που ξεκίνησε με τις
«μεταρρυθμίσεις της ελεύθερης αγοράς» που εφάρμοσε ο Ρήγκαν τη δεκαετία
του 80, και που επέτρεπε συν τοις άλλοις στις τράπεζες να στήνουν
επιχειρήσεις με δραστηριότητες εκτός ισολογισμού, α λα Enron. Oι
τράπεζες μπορούσαν να αυξήσουν όσο ήθελαν τις δανειοδοτήσεις τους για
να αυξήσουν τα κέρδη παίρνοντας τεράστιο ρίσκο, χωρίς να χρειάζεται
ταυτόχρονα να κρατούν αποθέματα σε περίπτωση που το δάνειο δεν
αποπληρωνόταν. Οι φορολογικοί νόμοι των Κλίντον και Μπους ενθάρυναν τη
λειτουργία των εκτος-ισολογισμου δραστηριοτήτων, φορολογώντας τα κέρδη
και τις αμοιβές των μάνατζερ ως «αποζημίωση», ένα παραθυράκι που
επέτρεπε στην αστική τάξη να κρατάει τον μάξιμουμ φορολογικό συντελεστή
στο 15%, κάτι το οποίο εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι Δημοκρατικοί στο
Κογκρέσο.


Tο νεοφιλελεύθερο δώρο του Κλίντον προς τις τράπεζες ήταν η ανάκληση
του τραπεζικού νόμου των Glass-Steagall που εφαρμόστηκε μετά το κραχ
του ‘29. Η ανάκληση του έβαλε τέλος στο διαχωρισμό ανάμεσα σε
επενδυτικές και εμπορικές τράπεζες. Οι επενδυτικές τράπεζες ήταν αυτές
που δημιούργησαν τα εταιρικά πακέτα από δάνεια. Οι εταιρίες που
αξιολογούσαν αυτά τα ομόλογα (Moody’s, Standard & Poor’s, Fitch)
πληρώθηκαν από τους δημιουργούς των ομολόγων, έτσι ώστε αυτά να πάρουν
βαθμό ΑΑΑ και άρα να μπορούν να πουληθούν σε συνταξιοδοτικά ταμεία και
ασφαλιστικές εταιρίες. Η Goldman Sachs, ο μεγαλύτερος δημιουργός
τέτοιων θανατηφόρων δανείων, έπαιρνε παχυλές αμοιβές πουλώντας αυτά τα
προϊόντα στους πελάτες της, ενώ ταυτόχρονα έβγαζε δισεκατομμύρια
σπεκουλάροντας ενάντια σε όσα τέτοια ομόλογα φαινόταν ότι όδευαν προς
χρεοκοπία. Υπάρχουν βλέπετε και κάποιοι νικητές μέσα στην όλη μιζέρια -
το «έξυπνο χρήμα» ή οι «προσεκτικοί επενδυτές» - ανάμεσα στους
κομπιναδόρους των χρηματιστηρίων.


Πίσω από την χρηματοδοτική κρίση του τραπεζικού συστήματος
βρίσκεται η κρίση των καταναλωτικών δανείων. Ο κύριος λόγος για την
έκρηξη των απλήρωτων καταναλωτικών δανείων είναι η φοβερή ταξική
ανισότητα που πυροδοτήθηκε από τις νεοφιλελεύθερες τακτικές της
ελεύθερης αγοράς και του τσακίσματος των συνδικάτων. Η Αμερικάνικη
οικονομία έχει σχεδόν τριπλασιαστεί από το 1973, αλλά τα οφέλη της
ανάπτυξης τα καρπώθηκαν το κεφάλαιο, οι εργοδότες, οι «κατέχοντες» και
καθόλου η εργατική τάξη. Οι πραγματικοί μισθοί σήμερα είναι χαμηλότεροι
από ότι ήταν το 1973, 35 χρόνια πίσω δηλαδη. Ο μόνος τρόπος για τους
εργάτες να διατηρήσουν το βιοτικό τους επίπεδο ήταν να δουλεύουν
περισσότερες ώρες και να εργάζονται και οι δυο γονείς.

Αλλά ούτε αυτό ήταν αρκετό: το πραγματικό οικογενειακό εισόδημα είναι
χαμηλότερο σήμερα απ’ ότι πριν δέκα χρόνια. Για να διατηρήσουν το
επίπεδο τους οι εργαζόμενοι χρεώθηκαν όλο και πιο βαθιά. Ο τελευταίος,
και χειρότερος, τρόπος χρέους ήταν να δανειστούν έναντι της τελευταίας
αποταμίευσης που είχαν, έναντι της αύξησης της αξίας των σπιτιών τους.
Από το 2004 μέχρι το πρώτο μισό του 2007 οι ιδιοκτήτες των κατοικιών
έπαιρναν 800 δις δολλάρια το χρόνο μέσω αναχρηματοδότησης των
στεγαστικών δανείων τους και μέσω δανείων που «εξασφαλίζονταν» από την
–τότε- αυξητική πορεία της τιμής των ακινήτων τους, επιτρέποντάς τους
να βάζουν πρόσθετες υποθήκες στο ίδιο ακίνητο.

Τριάντα τέσσερα εκατομμύρια Αμερικάνικες οικογένειες – σχεδόν το ένα
τρίτο του πληθυσμού – δανείστηκαν έναντι του σπιτιού τους. Συνολικά , ο
ρυθμός αποταμίευσης τους για πέρυσι ήταν μείον δεκατρία τοις εκατό. Η
τύχη αυτών των οικογενειών ήταν ούτε λίγο-ούτε πολύ δεμένη με την τύχη
των σπιτιών τους.


Όταν η στεγαστική φούσκα και τα επιτόκια των ενυπόθηκων δανείων
ανέβηκαν, ένας μεγάλος αριθμός εργατών δεν μπορούσε να πληρώσει τις
δόσεις του, συμβάλλοντας έτσι στη σπειροειδή μείωση της αξίας των
κατοικιών και στην επιδείνωση της τραπεζικής κρίσης. Επίσης μπήκε τέλος
στην κατανάλωση που βασιζόταν στον δανεισμό έναντι της αύξησης της
αξίας των κατοικιών. Αυτό με τη σειρά του σήμανε στρίμωγμα των
παραγωγών καταναλωτικών προϊόντων, ειδικά των προϊόντων μεγάλης αξίας
όπως αυτοκίνητα και συκευές, και τώρα γίνεται το πέρασμα και στους
λιανεμπόρους. Και φυσικά, αφού οι Η.Π.Α. έγιναν ο «αγοραστής έκτακτης
ανάγκης» μετά την ασιατική κρίση του 1997, η κατάρρευση των
καταναλωτικών δαπανών θα έχει διεθνή αντίκτυπο σε όσες χώρες
στηρίζονται στις Η.Π.Α ως βασική αγορά εξαγωγών.


Από τον πανικό του 1907 και τη δημιουργία της Αμερικανικής
Κεντρικής Τράπεζας (Fed) το 1913, αυτή είναι η τρίτη χρηματοπιστωτική
κρίση στις ΗΠΑ. Η πρώτη ξέσπασε τη δεκαετία του 30 όταν οι
ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί που οδήγησαν στους δύο Παγκόσμιους
Πολέμους προκάλεσαν, την περίοδο του μεσοπολέμου, μια διεθνή τραπεζική
κατάρρευση. Εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε εξασφάλιση των καταθέσεων και
η κρίση έκανε τους πολίτες να τρέχουν προς τις τράπεζες, προσπαθώντας
να αποσύρουν τις αποταμιεύσεις τους. Ο επακόλουθος πανικός οδήγησε
χιλιάδες τράπεζες στο κλείσιμο. Η δεύτερη οικονομική καταστροφή
εμφανίστηκε με τη δανειακή και αποταμιευτική κρίση τη δεκαετία του 80
και περιορίστηκε στους δανεισμούς με υποθήκη ακινήτου. Οι ζημιές
έφτασαν στα 180 δις δολάρια, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν με
φοροαπαλλαγές, ενώ τα ακίνητα πουλήθηκαν από την κρατική εταιρεία
διαχείρισης ακινήτων (RTC) σε εξευτελιστικές τιμές αποφέροντας τεράστια
κέρδη στους αγοραστές τους. Υπήρξε περιορισμός στις πιστώσεις, αλλά δεν
ήταν αρκετά έντονος ώστε να έχει αντίκτυπο στο σύνολο της οικονομίας
για πολύ.


thumb_7
Η τρίτη κρίση, που συμβαίνει τώρα, είναι πολύ πιο βαθιά από την
δεύτερη. Στο εισαγωγικό της στάδιο έχει ήδη ξεπεράσει το μέγεθος της
προηγούμενης. Ακόμα δεν υπάρχει ακριβής εικόνα του πόσο άσχημα θα είναι
τα πράγματα. Παρ’ όλα αυτά οι τράπεζες ήδη παραλύουν ακόμα και από ένα
μέρος των απωλειών από τα subprime. Για να αντλήσουν κεφάλαια πουλάνε
τμήματα τους σε ξένα επενδυτικά κεφάλαια από το Αμπού Ντάμπι, την
Σινγκαπούρη και αλλού – με αποτέλεσμα να είναι μερικώς ελεγχόμενες από
τις ξένες κυβερνήσεις.


Όταν έσκασαν οι στεγαστικές και χρηματιστηριακές φούσκες της
Ιαπωνίας το 1990, οι γιαπωνέζικες τράπεζες που είχαν δώσει τα δάνεια
τσακίστηκαν από το κύμα των μη-αποπληρωμών. Για περισσότερο από μια
δεκαετία η Ιαπωνία υπέφερε από ύφεση και στασιμότητα, παρά το ότι τα
επιτόκια είχαν γίνει σχεδόν μηδενικά. Είναι πολύ πρόσφατη η έξοδος της
χώρας από την ύφεση χάρη στο Ασιατικό μπουμ. Αυτή η τραπεζική κρίση
μπορεί κάλλιστα να αποδειχθεί πολύ χειρότερη της γιαπωνέζικης, εξαιτίας
του ανεξέλεγκτου χαρακτήρα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής αγοράς και
των εκτός ισολογισμού τραπεζικών δραστηριοτήτων, παράγοντες οι οποίοι
οδήγησαν σε απώλειες των τραπεζών και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου.
Ο παγκόσμιος αντίκτυπος της κρίσης θα είναι σίγουρα μεγαλύτερος γιατι
σε αντίθεση με τις αμερικάνικες τράπεζες, οι οποίες έχουν έναν τεράστιο
διεθνή ρόλο, οι γιαπωνέζικες δεν βρίσκονταν στο κέντρο του παγκόσμιου
οικονομικού συστήματος.

Συσσωρευμένες αντιφάσεις


Αυτή η οικονομική κρίση είναι δυνητικά πιο επικίνδυνη επειδή βρίσκεται
αντιμέτωπη με τις βαθιές αντιφάσεις της νεοφιλελεύθερης περιόδου. Το
παγκόσμιο σύστημα εμπορίου απέκτησε μια ιδιαίτερη μορφή μετά την
Ασιατική κρίση του 1997-98 και την αντίδραση της Κεντρικής Τράπεζας των
ΗΠΑ υπό τον Γκρίνσπαν σε αυτήν. Οι Η.Π.Α έγιναν ο αγοραστής έκτακτης
ανάγκης, εισάγοντας φτηνά ασιατικά προϊόντα και μεταφέροντας
παραγωγικές εγκαταστάσεις στην Ασία και ειδικά στην Κίνα. Οι Η.Π.Α
έχασαν την θέση ισχύος στην παγκόσμια αγορά στην οποία βρίσκονταν.

Το εμπορικό έλλειμα των Ηνωμένων Πολιτειών φούσκωσε στα 700 έως 800
δις δολλάρια ετησίως τα τελευταία χρόνια, χρηματοδοτήθηκε δε μέσω
εξωτερικού δανεισμού αξίας 3.5 τρις δολλαρίων – το 80% της παγκόσμιας
αποταμίευσης χρηματοδοτούσε το αμερικάνικο έλλειμμα! Στα πλαίσια αυτού
του επιχειρηματικού κύκλου οι αμερικάνικες επιχειρήσεις δεν επένδυσαν
στην δημιουργία νέων πάγιων στοιχείων, δεν επέκτειναν την παραγωγική
τους δυνατότητα. Υπάρχουν λιγότερα εργοστάσια στις Η.Π.Α σήμερα απ’ ότι
στην αρχή της ανάκαμψης έξι χρόνια πριν. Υπάρχουν τρία εκατομμύρια
λιγότεροι βιομηχανικοί εργάτες απ’ότι πριν πέντε χρόνια. Ταυτόχρονα οι
αμερικάνικες επιχειρήσεις έχουν επενδύσει έντονα σε νέα εργοστάσια στην
Κίνα και την Νοτιοανατολική Ασία, η πλειοψηφία της παραγωγής των οποίων
πηγαίνει σε εξαγωγές και πολλές από αυτές είναι προς της Η.Π.Α


Αυτό το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα, με τα ογκώδη αμερικάνικα
ελλείματα που χρηματοδοτούνται από τις ασιατικές κεντρικές τράπεζες ,
δεν μπορούσε να στηριχθεί. Παρ’όλα αυτά διατηρήθηκε για τόσο μεγάλο
διάστημα που κατέληξε να είναι αποδεκτό μέρος του παγκόσμιου συστήματος
εμπορίου και χρηματοδότησης. Αλλά το εμπορικό έλλειμα έγινε πρόβλημα
όταν εμφανίστηκαν η πιστωτική/δανειακή κρίση και η πτώση της αξίας του
δολλαρίου. Οι Η.Π.Α, ο μεγαλύτερος οφειλέτης παγκοσμίως πλέον,
δανείστηκαν 3,5 τρις δολλάρια από ξένα κεφάλαια, και έπειτα αρνήθηκαν
να διατηρήσουν σταθερή την ισοτιμία του δολλαρίου. Επέτρεψαν (και για
λόγους εξαγωγών ενθάρρυναν κιόλας) να χάσει το δολλάριο το 30% της
αξίας του από το 2000. Σαν αποτέλεσμα, οι ξένοι δανειστές των Η.Π.Α
έχασαν ένα τρις δολάρια από την υποτίμηση του δολλαρίου, κάτι που
αποτελεί την μεγαλύτερη απώλεια στον κλάδο στην ιστορία. Υπάρχει
επομένως μια ακόμα μεγαλύτερη απροθυμία από τις ξένες τράπεζες και τους
ξένους επενδυτές να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν το Αμερικάνικο χρέος
μέσω αύξησης των διαθεσίμων τους σε δολλάρια, καθώς το δολάριο
συνεχίζει να υποτιμάται λόγω των χρεών, της πτώσης των επιτοκίων, της
αδύναμης αμερικάνικης κερδοφορίας και των εμπορικών και κυβερνητικών
ελλειμάτων.


Η οδυνηρή διαδικασία αναδιάρθρωσης της Αμερικάνικης οικονομίας
περνά μέσα από την επίσης οδυνηρή ανακατανομή του διεθνούς εμπορίου.
Όσες χώρες εξαρτώνται από τις εξαγωγές στην αμερικάνικη αγορά θα
βρεθούν παγιδευμένες σε αυτή την κρίση. Η Κινέζικη οικιακή κατανάλωση
είναι μόλις το 35% του ΑΕΠ της χώρας. Και καθώς οι εξαγωγές θα
βαλτώσουν, η Κίνα θα βρεθεί αντιμέτωπη με κρίσεις υπερπαραγωγής στις
περισσότερες απο τις βιομηχανίες της. Η κινέζικη υπερπαραγωγή
εκτοξεύτηκε μέσα από τις σχέσεις εμπορίου- χρέους, οι οποίες είναι
πλέον εντελώς στον αέρα. Η Κινεζική Κυβέρνηση διατηρεί 1.5 τρις
δολλάρια σε ξένα ρευστά αποθεματικά, ο κύριος όγκος των οποίων είναι το
χρέος της Αμερικάνικης Κυβέρνησης. Αποδείχθηκε τελικά πως αυτές οι μη
διατηρίσιμες καταστάσεις, όσο και αν συντηρήθηκαν για χρόνια, δεν
μπορούν να διατηρηθούν επ’ άπειρον. Και αυτό το φρόντισε η κρίση.


thumb_8
Η πολεμική οικονομία επίσης αυξάνει το βάθος της κρίσης. Το 2000, οι
στρατιωτικές δαπάνες ήταν 299 δις δολλάρια. Τώρα είναι πάνω από 800 δις
δολλάρια – έχουν αυξηθεί κατά μισό τρισεκατομμύριο μέσα σε 7 χρόνια!
Από την λήξη του πολέμου στο Βιετνάμ μέχρι το 2007, οι στρατιωτικές
δαπάνες ήταν στο 3-4% της οικονομίας, με εξαίρεση καποιες χρονιές κατά
τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, όπου ο Ρήγκαν αύξανε τις δαπάνες. Η
Δεξιά απαιτεί να υπάρξει επέκταση του στρατού και αύξηση των
στρατιωτικών δαπανών – ισχυριζόμενοι ότι αυτή τη στιγμή οι δαπάνες
βρίσκονται στο 4% του ΑΕΠ, δαπανώντας 515 δις δολλάρια. Αν προστεθούν
και οι δαπάνες για το Ιράκ και το Αφγανιστάν, όπως επίσης και τα
συστήματα ασφαλείας στο εσωτερικό, οι δαπάνες για τη CIA, το μέρος των
δαπανών για ενέργεια που χρησιμοποιείται για κατασκευή πυρηνικών όπλων
και κάποια επιπλέον κόστη για αποκατάσταση των βετεράνων στρατιωτών,
τότε το πραγματικό ύψος των στρατιωτικών δαπανών είναι 800 δις δολλάρια
ή αλλιως το 6% του ΑΕΠ.


Μετά την ήττα στο Βιετνάμ, που έβαλε τέλος στην στρατιωτοκεντρική
οικονομία, οι Η.Π.Α δεν μπορούσαν πλέον να αντέξουν ένα επίπεδο
στρατιωτικών δαπανών της τάξης του 6% του ΑΕΠ ή και περισσότερο. Αυτό
ήταν εφικτό την εποχή που οι Η.Π.Α κυριαρχούσαν στην παγκόσμια αγορά.
Όμως κατά τα τέλη της δεκαετίας του 60 απέκτησαν ανταγωνιστές – την
επανοικοδομημένη Γερμανία και την Ιαπωνία – και δεν μπορούσαν πλέον να
διατηρούν τέτοια μεγέθη. Και η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ταυτόχρονα με
την χαμηλή Αμερικάνικη ανταγωνιστικότητα στην παγκόσμια αγορά, το
τεράστιο εμπορικό έλλειμα και την εξάρτηση πλέον από τον ξένο δανεισμό,
οι Η.Π.Α έχουν πλέον πρόβλημα στο να αντέξουν το ύψος των πολεμικών
δαπανών που θα τις διατηρήσει στη θέση της παγκόσμιας υπεδύναμης.
Αδυνατισμένος από την ατέλειωτη στρατιωτική και πολιτική συμφορά στο
Ιράκ και το Αφγανιστάν, ο Αμερικάνικος Ιμπεριαλισμός έχει πλέον μεγάλα
οικονομικά προβλήματα που υποσκάπτουν τη δύναμη του και αλλάζουν τις
ισορροπίες ισχύος διεθνώς.


Το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού θα φτάσει φέτος στα 500 δις
δολλάρια, πολλά εξ αυτών προερχόμενα από εξωτερικό δανεισμό. Οι
Δημοκρατικοί θα κατηγορήσουν τον Μπους για τις περικοπές των φόρων και
θα παραβλέψουν τα 500 δις δολλάρια αύξηση σε πολεμικές δαπάνες που
ψήφισαν και οι ίδιοι.


Για τους λόγους που απαριθμήθηκαν παραπάνω, αυτό που παρατηρούμε
τώρα δεν είναι απλώς η έναρξη μιας ύφεσης, αλλά ένα σημείο καμπής που
θυμίζει την περίοδο 1970-1973 κατά την οποία έληξε το μεταπολεμικό
μπουμ. Εκείνες τις μέρες, οι αντιφάσεις της στρατιωτικοποιημένης
οικονομίας – με τις Η.Π.Α να χάνουν την ανταγωνιστική τους θέση στην
παγκόσμια οικονομία – οδήγησαν σε μια βαθιά κρίση την κερδοφορία, που
ακολουθήθηκε από μια μεγάλη αναδιάρθρωση του Αμερικάνικου καπιταλισμού.
Στα δώδεκα έτη ανάμεσα στο 1970 και το 1982 υπήρξαν τέσσερεις υφέσεις.
Οι Η.Π.Α υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη συμφωνία του Μπρέττον –
Γουντς, να εγκαταλείψουν τις σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες και να
επιτρέψουν στο δολλάριο να κυμανθεί ελεύθερα. Στη δεκαετία του 70 οι
Η.Π.Α διατηρούσαν ακόμα τους υψηλότερους μισθούς και τη χαμηλότερη
παραγωγικότητα σε σχέση με κάθε βασικό ανταγωνιστή τους. Με τη λήξη της
δεκαετίας του 80 είχαν την υψηλότερη παραγωγικότητα και τους
χαμηλότερους μισθους σε σχέση με κάθε ανταγωνιστή!


Αυτή η ασύλληπτη αναδιάρθρωση επετεύχθη χάρη στο ιδεολογικό πρίσμα
του νεοφιλελευθερισμού. Ο Κεϋνσιανισμός αποτέλεσε την επίσημη
καπιταλιστική ορθοδοξία στην περίοδο μετά την ύφεση του ‘30. Οι
Κεϋνσιανού τύπου κρατικές δαπάνες, που είχαν ως στόχο να τονώσουν και
να δώσουν ώθηση στην καταναλωτική ζήτηση ώστε να αντιμετωπιστούν οι
επιβραδύνσεις, θεωρήθηκαν υπεύθυνες για τον πληθωρισμό και δεν έδιναν
κάποια απάντηση όσον αφορά το πως θα έβγαινε η οικονομία από την
στασιμοπληθωριστική κρίση της δεκαετίας του 70, με τον διαρκή
πληθωρισμό και την χαμηλή ανάπτυξη.


Το νέο οικονομικό μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού σηματοδότησε την
επιστροφή στις συνθήκες της «ελεύθερης αγοράς» που επικρατούσαν πριν
από το 1930, πριν από την άνοδο των συνδικάτων, του κοινωνικού κράτους
και του κρατικού παρεμβατισμού. Το πνεύμα της εποχής έλεγε ότι οι
ιδιωτικοποιήσεις και ο περιορισμός του ρόλου του κράτους θα
αποκαθιστούσαν την ανταγωνιστικότητα και τα χαμηλά κόστη και θα
χαλιναγωγούσαν τον πληθωρισμό. Οι νεοφιλελεύθεροι εισήγαγαν επίσης εν
μέσω πανηγυρισμών τα «οικονομικά της προσφοράς»: αντικαθιστόντας τις
κυβερνητικές δαπάνες τόνωσης της κατανάλωσης με φοροαπαλλαγές για τους
καπιταλιστές, οι οποίοι -σύμφωνα με τη θεωρία πάντα – θα επανεπένδυαν
όσα κέρδισαν, επαναφέροντας έτσι την ανάπτυξη.

Το επιχείρημα έλεγε ότι τα χρήματα που κέρδιζαν οι καπιταλιστές θα
δημιουργούσαν οφέλη που θα μεταφερόντουσαν κάθετα στο σύνολο της
οικονομίας. Στα πρώτα χρόνια της κρίσης της δεκαετίας του ‘70 η
Αριστερά που αναφερόταν στην εργατική τάξη βρισκόταν σε άνοδο. Με τη
λήξη της περιόδου υπήρξε ολοκληρωτική οπισθοχώρηση της εργατικής τάξης.
Η ισορροπία ανάμεσα στις τάξεις άλλαξε και στην Αμερική και διεθνώς. Το
κεφάλαιο και η συμμαχία της συντηρητικής δεξιάς υπερίσχυσαν. Η
ολοκληρωτική τους νίκη την δεκαετία του ‘90 ενισχύθηκε ιδεολογικά από
την κατάρρευση του Σταλινισμού, επιτρέποντας στην ελεύθερη αγορά να
εμφανίζεται ως η μόνη εναλλακτική λύση.


thumb_9
Αυτό που αντιμετωπίζουμε πλέον είναι τα όρια του
νεοφιλελευθερισμού. Δεν γίνεται να επιτραπεί στην «απορρυθμισμένη»
τραπεζική αγορά να δημιουργήσει στο άμεσο μέλλον μια νέα κρίση σαν αυτή
που παρατηρήθηκε. Το θεσμικό πλαίσιο στις τράπεζες θα «σφίξει» ξανά. Η
τράπεζα Northern Rock στην Αγγλία , μία από τις απώλειες της κρίσης των
ενυπόθηκων δανείων, πρόσφατα κρατικοποιήθηκε, κάτι που αποτέλεσε την
πρώτη επανεθνικοποίηση εδώ και δεκαετίες. Επίσης, οι περαιτέρω
φοροαπαλλαγές για τους πλούσιους, κάτι που αποτέλεσε τον ιδεολογικό
συνεκτικό ιστό του Ρεπουμπλικάνικου κόμματος, απλώς δεν είναι εφικτές
πλέον. Είναι σαφές πως οι φόροι θα αυξηθούν ανεξάρτητα από το ποιος θα
κερδίσει τις επόμενες εκλογές.

 

Το δικομματικής συναίνεσης τονωτικό πρόγραμμα αξίας 150 δις δολλαρίων,
όσο ανεπαρκές και αν είναι, αποτελεί σαφή απάρνηση του
νεοφιλελευθερισμού. Πρόκειται στην ουσία του για ένα Κεϋνσιανό πακέτο
που στοχεύει στην τόνωση της καταναλωτικής ζήτησης. Το πακέτο αυτό
απευθύνεται αυστηρά σε αυτούς που είναι σίγουρο ότι θα το
χρησιμοποιήσουν για καταναλωτικά έξοδα, απευθύνεται σε αυτούς που
βγάζουν λιγότερα από 150 χιλιάδες δολλάρια το χρόνο. Ανεξάρτητα από το
πως ονομάζεται, αυτό το πακέτο σίγουρα δεν είναι φοροαπαλλαγές για τους
πλούσιους!


Ο νεοφιλελευθερισμός έχει πλέον εξαντλήσει τη χρησιμότητα του σαν
οικονομικη στρατηγική για τον καπιταλισμό σαν σύστημα. Ήταν επίσης
ανέκαθεν αποτυχημένος και βλαπτικός για τα συμφέροντα της εργατικής
τάξης. Όμως ενώ το 1982 ο δείκτης του χρηματιστηρίου ήταν στις 750
μονάδες, το 2007 έπιασε κορυφή στις 14000 μονάδες, αντανακλώντας την
επιτυχία του μοντέλου αυτού στο να αποκαθιστά την καπιταλιστική
κερδοφορία των καπιταλιστών στις πλάτες της εργατικής τάξης. Οι
καπιταλιστές λάτρεψαν τον νεοφιλελευθερισμό γιατί τους έκανε
ζάπλουτους. Και ακριβώς για αυτό το λόγο δεν είναι διατεθειμένοι να τον
εγκαταλείψουν και θα δώσουν τη μάχη για να τον διατηρήσουν όσο γίνεται
περισσότερο. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν πρόκειται να εξαφανιστεί παρά
μόνο αν τον αντικαταστήσει η άρχουσα τάξη με κάποια εναλακτική
στρατηγική. Αυτό που έχει αλλάξει όμως είναι ότι οι καπιταλιστές είναι
πλέον υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουν και να βρουν λύση στις αποτυχίες
της ίδιας της πολιτικής τους και αυτό δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί
χωρίς την πολιτική αντιπαράθεση και την ιδεολογική κρίση που επέβαλλαν
οι αποτυχίες της ελεύθερης αγοράς.


Πρέπει να αναπτυχθούν νέες οικονομικές πολιτικές, κάτι που δεν
συμβαίνει μέσα σ’ένα βράδυ. Στην αρχή της κρίσης του 70, ο συντηρητικός
Νίξον έλεγε: «είμαστε όλοι Κεϋνσιανοί». Στο τέλος της όμως δεν είχε
μείνει ούτε καν κάποιος «προοδευτικός» να υπερασπίζεται τον
Κεϋνσιανισμό. Η άρχουσα τάξη δεν έχει καταστρώσει ακόμα μια νέα
στρατηγική, δεν υπάρχει σχέδιο. Ακόμα αρνούνται να δεχθούν την
πραγματικότητα, ελπίζοντας σε ένα παγκόσμιο μπουμ που θα τους σώσει και
λειτουργώντας με στενόμυαλες κινήσεις του τύπου ο σώζων ευατόν σωθήτω.
Θα υπάρξουν προσπάθειες να φρενάρουν το σπιράλ των ζημιών από τα
δάνεια, να διατηρήσουν την ασφάλεια των κρατικών ομολόγων, να
εμποδίσουν το βούλιαγμα των σπουδαστικών δανείων. Αλλά σε αυτό το
στάδιο γίνονται μόνο αποσπασματικές προτάσεις, δεν υπάρχει ολοκληρωμένη
οικονομική στρατηγική. Και πρέπει επίσης να είναι ξεκάθαρο πως όποια
στρατηγική και αν υπάρξει, όπως και αν την ονομάσουν, θα εμπεριέχει μια
συνεχή – αν όχι εντεινόμενη – επιθετικότητα από την άρχουσα τάξη με
στόχο να περικόψει τους μισθούς και τις κατακτήσεις και να αυξήσει την
παραγωγικότητα.

Ακόμα δεν υπάρχουν νέες στρατηγικές


Ο Λένιν αρεσκόταν να τονίζει ότι η πολιτική είναι συμπυκνωμένη
οικονομία. Η οικονομική κρίση θα δημιουργήσει νέα πολιτικά προγράμματα
και διαρθρωτικές «θεραπείες». Η μοίρα του νεοφιλελευθερισμού οδηγείται
να ακολουθήσει την νεοσυντηρητική εξωτερική πολιτική σε ιδεολογική
αγριότητα. Οι ήττες συνήθως καθαρίζουν την σκέψη, οι αποτυχίες κάνουν
υποχρεωτική την ανάπτυξη νέων επιλογών. Αλλά η συνειδητότητα έρχεται
μετά από την εμπειρία. Η Δεξιά βρίσκεται σε πανικό και σε υποχώρηση,
ορθώς θεωρούμενη υπεύθυνη για το διογκούμενο στρατιωτικό και οικονομικό
χάος, καταδικασμένη για την τύφλωση, την ανικανότητα και τη διαφθορά
της. Όμως η Δεξιά παραμένει ισχυρή και διατηρεί τους δεσμούς της με το
κεφάλαιο ώστε να μην κινδυνεύει να αφανιστεί. Το πρόγραμμα της θα
αλλάξει σίγουρα.

 

Δεν θα μπορούν πλέον να ελπίζουν βάσιμα ότι θα πετύχουν περικοπές φόρων
για τους πλούσιους, απορρύθμιση και συνεχή περιορισμό του κοινωνικού
κράτους. Θα υπάρξει μια διαφορετική δεξιά, πιθανώς όπως την εξέφρασε ο
μεγαλοδημοσιογράφος του CNN Lou Dobbs, δηλαδή ένας δεξιός λαϊκισμός που
θα επιτίθεται στους μετανάστες και θα υποστηρίζει τον προστατευτισμό ή
ενδεχομένως μια ακόμα πιο «άγρια» Δεξιά. Ίσως μια μεγάλη ήττα στις
ερχόμενες εκλογές να ξεκινήσει τις διαδικασίες της δεξιάς
αναπροσαρμογής, όμως οι ιδέες για μια νέα καπιταλιστική Δεξιά
παραμένουν πολύ πρωτόγονες και πολύ αντιδραστικές για να προβλέψει
κανείς πότε θα υπάρξει συνοχή σε ένα πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα.


Από την άλλη, καθώς η οικονομική κρίση ξεδιπλωνόταν τους
τελευταίους μήνες, οι Δημοκρατικοί (οι λεγόμενοι «φιλελεύθεροι» στην
πολιτική ορολογία των ΗΠΑ), αν και διστακτικά, άρχισαν μια στροφή προς
τα αριστερά, έστω και σε επίπεδο ρητορικής. Η μαζική ανταπόκριση στο
γενικόλογο κάλεσμα για αλλαγή του Ομπάμα αποτελεί σαφή ένδειξη της
λαϊκής απήχησης που έχει η κίνηση προς τα αριστερά, και ένας «πόλεμος
πλειοδοσίας» για την υποστήριξη της εργατικής τάξης έχει ξεσπάσει
ανάμεσα στον Ομπάμα και τη Χίλαρυ Κλίντον, χαρακτηρίζοντας τον τρόπο
αντιπαράθεσης μεταξύ τους από τους προκριματικούς της Άϊοβα και έπειτα.


Τον Δεκέμβρη ο Τζον Έντουαρντς πρότεινε οικονομικό πακέτο τόνωσης
με αξία 70 δις δολλάρια. Τον Γενάρη η Κλίντον πρότεινε 110 δις
δολλάρια, ο Ομπάμα είπε 120 δις δολλάρια και ο Τζωρτζ Μπους έκανε
ρελάνς με 150 δις δολλάρια! Πέραν αυτών των βραχυπρόθεσμων αντιδράσεων,
το πιο σημαντικό είναι το πως ο «προοδευτικός» φιλελευθερισμός θα
προσδιορίσει τον ευατό του το επόμενο διάστημα. Σίγουρα θα υπάρξουν
διάφορες προσπάθειες για επαναφορά Κεϋνσιανών ή ρυθμιστικών ιδεών, θα
υπάρξουν προσπάθειες να βγάλει η κυβέρνηση την οικονομία από την κρίση
των ενυπόθηκων δανείων καθώς το ιδιωτικό κεφάλαιο αποδεικνύεται ανίκανο
να λύσει προβλήματα που το ίδιο δημιούργησε. Δεν υπάρχει όμως ακόμα
κανένα σταθερό «προοδευτικό» πρόγραμμα για να αντιμετωπίσει την κρίση
του αμερικάνικου καπιταλισμού– μόνο άμεσες, περιορισμένες αντιδράσεις
απέναντι σε στόχους οι οποίοι αλλάζουν διαρκώς.


Τους τελευταίους μήνες οι Δημοκρατικοί έδωσαν πολλές υποσχέσεις, οι
περισσότερες εκ των οποίων ήταν ασαφείς. Τα λόγια αυτά όμως έχουν
ανεβάσει τις ελπίδες και τις προσδοκίες των πολιτών για βελτιώσεις στις
ζωές τους. Παρουσιάζεται αυτή τη στιγμή στους Δημοκρατικούς η καλύτερη
ευκαιρία εδώ και δεκαετίες να σαρώσουν στις εκλογές. Η Δεξιά έχει χάσει
την αξιοπιστία της. Το πως οι Δημοκρατικοί θα χειριστούν ταυτόχρονα τα
προβλήματα του πολέμου και της ύφεσης, το πως θα χειριστούν την
απομυθοποίηση τους όταν θα αποτύχουν να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους,
θα είναι αυτό που θα καθορίσει το πολιτικό σκηνικό της ερχόμενης
περιόδου.


Πέρασαν τριάντα χρόνια αντίδρασης, τριάντα χρόνια με τις
νεοφιλελεύθερες πολιτικές της ελεύθερης αγοράς, τριάντα χρόνια με το
ιδεολόγημα της TINA ( There is no alternative – δεν υπάρχει εναλλακτική
λύση ), το οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι αποδέχτηκαν λιγότερο ή
περισσότερο. Ακόμα και η Αριστερά μετά το 1991 κατέληξε στο συμπέρασμα
ότι η σχεδιασμένη οικονομία απλώς δεν λειτουργεί και ότι η ελεύθερη
αγορά είναι η μόνη συνταγή για να λειτουργήσει η οικονομία.
Αυτό που δεν επέτρεπε την ανάπτυξη του σοσιαλιστικού κινήματος ήταν η
γενική αποδοχή της ελεύθερης αγοράς ως την μόνη εναλλακτική και αυτό σε
συνδυασμό με την άποψη ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να αλλάξει την
κοινωνία. Η ιδεολογική κρίση που γεννήθηκε από τις αποτυχίες της
ελεύθερης αγοράς δεν οδηγούν αυτόματα και σε απόρριψη της τελευταίας.
Μπορούμε όμως, μέσω του αντίκτυπου αυτής της πολιτικής στους εργάτες,
να περάσουμε από την αντίληψη πως η ελεύθερη αγορά ήταν κάτι καλό στην
αντίληψη πως η ελεύθερη αγορά και τα μέτρα της έχουν φοβερές συνέπειες.

Αν και δεν μπορούμε ακόμα να προβλέψουμε τον αντίκτυπο της οικονομικής
κρίσης στην πάλη των τάξεων, μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι η
ιδεολογική κρίση του νεοφιλελευθερισμού δημιουργεί πολύ μεγάλες
ευκαιρίες να κερδίσουμε ανθρώπους στην αναγκαιότητα να χτίσουμε μια
εναλλακτική λύση απέναντι στον καπιταλισμό!