Διαβάστε τις θέσεις της ΔΕΑ για τον ΣΥΡΙΖΑ

thumb_plaisio_syriza_2008Σειρά δημοσιοποιημένων στην εφημερίδα "Εργατική Αριστερά" και το περιοδικό "Διεθνιστική Αριστερά" κειμένων της ΔΕΑ για τον ΣΥΡΙΖΑ:

  • Ψήφο στο ΣΥΡΙΖΑ
  • ΣΥΡΙΖΑ: δίκτυο πολιτικής συζήτησης και κοινής δράσης τώρα!
  • Πολιτικό μέτωπο της ριζοσπαστικής Αριστεράς για την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού
  • Τι ΣΥΡΙΖΑ θέλουμε;
  • Μπροστά στην 1η Πανελλαδική Σύσκεψη: Η ΔΕΑ και ο ΣΥΡΙΖΑ
  • Σχετικά με μια θέση του ΣΥΡΙΖΑ για το Ασφαλιστικό
  • Μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο με την αγορά και το κοινοβούλιο;
  • Ποιους συμφέρει η κεντροαριστερά;

Και οι παρεμβάσεις της ΔΕΑ στην 1η Πανελλαδική Σύσκεψη:

  • Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να συνεχίσει ως...Αντιπολίτευση για την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού
  • Άλλο κυβερνητική, άλλο πραγματική εξουσία
  • Ο ΣΥΡΙΖΑ και το εργατικό κίνημα
  • Για τη συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ

 

 

Μαύρο στη Ν.Δ. - όχι αυταπάτες για το ΠΑΣΟΚ,

ισχυρή ριζοσπαστική Αριστερά

Ψήφο στο ΣΥΡΙΖΑ

Να ενισχυθούν οι υποψήφιοι της Επαναστατικής Αριστεράς

 


Δημοσιεύτηκε στην Ε.Α. στις 5/09/07

Η κυβέρνηση και τα ΜΜΕ άρχισαν να μας “απειλούν” πάλι με τα σενάρια της
“ακυβερνησίας”. Απαντάμε ότι σε αυτές τις εκλογές θέλουμε να βγει όσο
πιο ανίσχυρη κυβέρνηση γίνεται. Η πολιτική της επόμενης κυβέρνησης θα
εξαρτάται, όπως και των προηγούμενων κυβερνήσεων, όχι από το τί
ψεύτικες υποσχέσεις θα δώσουν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, αλλά από τα συμφέροντα
αυτών που έχουν πραγματικά την εξουσία στην κοινωνία, από τα συμφέροντα
των βιομηχάνων, των τραπεζιτών, των εφοπλιστών.

Ε ίναι η πολιτική που μιλώντας για “λιγότερο κράτος”, εννοεί λιγότερη
παιδεία, υγεία, πυροσβεστική και λιγότερα δικαιώματα για τους
εργαζόμενους και την πλειοψηφία της κοινωνίας, περισσότερα κέρδη για το
κεφάλαιο. Είναι η πολιτική που τα αποτελέσματά της τα είδαμε τόσα
χρόνια με τη χειροτέρευση της ζωής μας. Που τα είδαμε με τον πιο
τραγικό τρόπο πρόσφατα με την διάλυση οποιασδήποτε δυνατότητας να
προστατευτούν οι άνθρωποι και τα δάση από τις καταστροφικές πυρκαγιές.
Αυτό που μετράει λοιπόν είναι τί είδους αντιπολίτευση θα βγει από τις
εκλογές. Γι’ αυτό έχει σημασία να βγει ενισχυμένη η Αριστερά. Όχι γιατί
οι παραπάνω έδρες στη Βουλή μπορούν να σταματήσουν τις καταστροφές ή να
αυξήσουν τους μισθούς. Αλλά γιατί μια ενισχυμένη αριστερά θα δώσει
ώθηση και αυτοπεποίθηση για να κλιμακώσουμε τους αγώνες μας. Για να
τους δείξουμε ότι οι από κάτω έχουμε τη δύναμη να “κατεβάζουμε τα ρολά”
και να βγαίνουμε μαζικά στο δρόμο, ότι έχουμε τη δύναμη να εμποδίσουμε
τα σχέδιά τους και να διεκδικήσουμε μια καλύτερη ζωή σήμερα, έναν
καλύτερο κόσμο αύριο.
Για να μπορεί η Αριστερά να παίξει έναν τέτοιο ρόλο δυνατής και
αποτελεσματικής αντιπολίτευσης πρέπει να απαντάει σε δυο ζητήματα.
Πρώτα πρέπει να απαντάει στο πρόβλημα της πολυδιάσπασης και των
διαφορετικών απόψεων, οργανώσεων και κομμάτων που υπάρχουν στην
Αριστερά. Και δεύτερον πρέπει να πάψει να είναι μια απλή δύναμη
διαμαρτυρίας. Η Αριστερά πρέπει να έχει τις ιδέες, την πολιτική, την
οργανωτικότητα και την αποφασιστικότητα να μπει μπροστάρης στους
αγώνες, να μπορεί να “σηκώνει τον κόσμο στο πόδι” και να επιβάλλει
χτυπήματα στην κυβέρνηση και τους καπιταλιστές.

Απάντηση


Η ΔΕΑ πιστεύει ότι σε αυτά τα ζητήματα απαντάει σε σημαντικό βαθμό ο
ΣΥΡΙΖΑ στον οποίο συμμετέχουν η ΑΚΟΑ, το ΔΗΚΚΙ, η ΔΕΑ, οι Ενεργοί
Πολίτες με τον Μανώλη Γλέζο, η ΚΕΔΑ, η ΚΟΕ, το Κόκκινο, ο Συνασπισμός
και άλλες ομαδοποιήσεις και ανένταχτοι. Θα θέλαμε να συμμετείχαν στο
ενωτικό εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ και οι άλλες οργανώσεις της
ριζοσπαστικής Αριστεράς που επέλεξαν με δική τους ευθύνη τον μοναχικό
δρόμο. Το ΚΚΕ ειδικότερα, επιμένει στην τακτική της σκέτης καταγγελίας
όπως φάνηκε στη θέση του στις φοιτητικές καταλήψεις και στην απεργία
των δασκάλων. Εξακολουθεί να δίνει την πρώτη σημασία στην
κοινοβουλευτική του ενίσχυση και όχι στους ενωτικούς και με προοπτική
νίκης κοινωνικούς αγώνες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζεται σε μια μίνιμουμ συμφωνία που απορρίπτει τη
συμμετοχή σε κεντροαριστερές κυβερνήσεις και δεσμεύεται για ενωτική
πάλη ενάντια στην πολιτική που βάζει τα κέρδη πάνω από τους ανθρώπους,
ενάντια στον πόλεμο, στο ρατσισμό, στον εθνικισμό. Ξέρουμε ότι αυτή η
μίνιμουμ συμφωνία δεν λύνει όλα τα προβλήματα. Ξέρουμε ότι στο ΣΥΡΙΖΑ
συνυπάρχουν δυνάμεις που συχνά γέρνουν στη συμβιβαστική πολιτική, με
δυνάμεις που παλεύουν για την πιο αποφασιστική ρήξη με το σύστημα μέχρι
την ανατροπή του και την εξουσία των εργατών. Όμως η κοινή δράση, έστω
πάνω στα μίνιμουμ και άμεσα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κόσμος αυτή
τη στιγμή, μπορεί να είναι η μόνη αποτελεσματική απάντηση στην παρούσα
συγκυρία, παρ’ όλη αυτή την πανσπερμία των απόψεων και τις διαφωνίες
που υπάρχουν μεταξύ μας. Αυτή η κοινή δράση δημιουργεί το γόνιμο έδαφος
ώστε η αντιπαράθεση “συμβιβασμός ή ανατροπή” να γίνεται με κριτήριο όχι
τα σκέτα λόγια αλλά με την αποτελεσματικότητα και την πράξη του καθενός
μας. Επιτρέπει την αλλαγή των συσχετισμών και την ενίσχυση των
ριζοσπαστικών αντιλήψεων και δυνάμεων μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ και ευρύτερα μέσα
στο κίνημα και την Αριστερά.

ΔΕΑ


Για όλους αυτούς τους λόγους, καλούμε κάθε αγωνιστή και κάθε αριστερό
να ριχτεί στη μάχη για τη μεγαλύτερη δυνατή αποδυνάμωση της ΝΔ και του
ΠΑΣΟΚ και για την μαζική υπερψήφιση των συνδυασμών του ΣΥΡΙΖΑ στις
εκλογές της 16 Σεπτέμβρη. Ταυτόχρονα καλούμε όλους τους ψηφοφόρους του
ΣΥΡΙΖΑ να ενισχύσουν τους υποψήφιους της ριζοσπαστικής πολιτικής μέσα
στα ενωτικά ψηφοδέλτια. Να χρησιμοποιήσουν ως κριτήριο για την ψήφο τη
θέση του καθενός ή καθεμιάς από τους υποψηφίους στους μεγάλους αγώνες
της περιόδου αλλά και την πολιτική τοποθέτηση στα κρίσιμα διλήμματα
στρατηγικής και κυρίως στα ζητήματα της απόρριψης της κεντροαριστεράς,
του κυβερνητισμού και της διαχείρισης. Με αυτήν την έννοια, ειδικότερα,
καλούμε για ενίσχυση στους υποψήφιους της ΔΕΑ.


Η μαζική υπερψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ και η ενίσχυση των δυνάμεων της
επαναστατικής αριστεράς μέσα σε αυτόν, θα είναι η καλύτερη βοήθεια ώστε
μετά τις εκλογές να μπορέσουμε να προσανατολίσουμε τον ΣΥΡΙΖΑ σε ακόμα
πιο ενωτική και ακόμα πιο ριζοσπαστική κατεύθυνση. Να εμποδίσουμε
πισωγυρίσματα σε συμβιβαστικές πολιτικές και να κάνουμε το ΣΥΡΙΖΑ πιο
δυνατό και αποφασιστικό στήριγμα των αγώνων. Γιατί μόνο με την
κλιμάκωση της ταξικής πάλης και των αγώνων θα μπορούμε να απαντήσουμε
αποτελεσματικά στην πολιτική της όποιας κυβέρνησης και των καπιταλιστών
μετά τις 17 Σεπτέμβρη.

ΣΥΡΙΖΑ: δίκτυο πολιτικής συζήτησης

και κοινής δράσης τώρα!



Δημοσιεύτηκε στην Ε.Α. στις 3/01/08

Το αποτέλεσμα των εκλογών δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα. Το άλμα
του ΣΥΡΙΖΑ κάνει εφικτή την κοινή δράση ενός σημαντικού τμήματος της
Αριστεράς σε ανώτερο επίπεδο. Η επιθετικότητα της νεοφιλελεύθερης
πολιτικής της Ν.Δ. υπογραμμίζει τη σημασία αυτού του παράγοντα. Η
ανοιχτή κρίση στο ΠΑΣΟΚ αναδεικνύει τη δυναμική που μπορεί να αποκτήσει
το εγχείρημά μας.

Γ ια να ανταποκριθούμε, οφείλουμε να απαντήσουμε σωστά στις ανάγκες του
κόσμου που συσπειρώθηκε. Χωρίς καθυστερήσεις, που θα αφήνουν
αναξιοποίητες πραγματικές ευκαιρίες. Χωρίς, επίσης, βιαστικά βήματα
οργανωτικής συγκρότησης, που θα απαντούν «επί χάρτου», ενώ στο πεδίο
της πραγματικότητας θα είναι ανέφικτα και θα δημιουργούν προβλήματα. Οι
σκέψεις για μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε κάποιου είδους ομοσπονδιακό (έστω
χαλαρό) ενιαίο κόμμα είναι αποπροσανατολιστικές. Πριν φτάσουμε στο
σημείο να τεθεί σοβαρά κάθε τέτοια σκέψη, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει να δοκιμαστεί
στην πράξη, στην πάλη για την ανατροπή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής,
αλλά και στην πολιτική, στη διαμόρφωση ενός πιο προωθημένου
«προγράμματος» και μιας πιο καθαρής και συγκεκριμένης πολιτικής
φυσιογνωμίας. Οι ίδιες αντιρρήσεις ισχύουν και προς όσους θέτουν ως
πρότυπο το νέο αριστερό κόμμα στη Γερμανία (το Die Linke των Λαφοντέν
και Γκίζι), μαζί με έναν επιπρόσθετο λόγο: Η αναφορά στην κοινωνική
βάση της σοσιαλδημοκρατίας πρέπει να γίνεται με ξεκάθαρη υποστήριξη της
ανάγκης για αποδέσμευση από την πολιτική και την οργανωτική σχέση με το
ΠΑΣΟΚ. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να εγκλωβιστεί στο περιβάλλον των «εξελίξεων
στο ΠΑΣΟΚ», επανατροφοδοτώντας καχυποψίες για νεκρανάσταση της
κεντροαριστερής στρατηγικής.


Η γνώμη μας είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να μετατραπεί σε ένα (όσο το
δυνατό πιο συγκροτημένο) πανελλαδικό δίκτυο πολιτικής συζήτησης και
κοινής δράσης της Αριστεράς. Στην κατεύθυνση αυτή δεν πρέπει να
επιτραπεί να λειτουργήσει ανασταλτικά η τακτική ισορροπιών που
συνηθίζεται στο εσωτερικό του ΣΥΝ, ειδικά απέναντι στην
«εκσυγχρονιστική» τάση. Η Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ έχει προτείνει ως
συντονιστή της κοινοβουλευτικής ομάδας το σύντροφο Γ. Θεωνά. Είναι μια
σωστή πρόταση, με στόχο να διασφαλιστεί η σύνδεση της δράσης όλου του
ΣΥΡΙΖΑ με την κοινοβουλευτική παρέμβαση. Η πρόταση αυτή δεν πρέπει να
απορριφθεί. Πολύ περισσότερο, δεν είναι δυνατόν να αντιπροτείνονται
στελέχη (όπως ο Δ. Χατζησωκράτης) που έχουν δημόσια αντιταχθεί στο
εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και στην πολιτική που έχει συμφωνηθεί (π.χ.,
απέναντι στο ΚΚΕ).
Ο κόσμος μας έχει ανάγκη να συζητήσει. Για τα αποτελέσματα των εκλογών.
Για την κατεύθυνση της πολιτικής της Ν.Δ., των βιομηχάνων και των
τραπεζιτών. Για την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας. Επίσης όμως για
γενικότερα θέματα, όπως τα ενενηντάχρονα της Οκτωβριανής επανάστασης,
οι εναλλακτικές λύσεις στο νεοφιλελευθερισμό κ.λπ. Η οργάνωση αυτής της
πολιτικής συζήτησης με εξωστρεφή και σοβαρό τρόπο είναι ένας βασικός
πυλώνας για τη συγκρότηση και τη δραστηριοποίηση των τοπικών επιτροπών
του ΣΥΡΙΖΑ.


Ο κόσμος μας όμως έχει κυρίως ανάγκη να δράσει ενωτικά. Οφείλουμε να
σχεδιάσουμε πολιτικές καμπάνιες (π.χ., για τον προϋπολογισμό, την
Ολυμπιακή, το Ασφαλιστικό) που θα επιτρέπουν την ενεργοποίηση των
τοπικών επιτροπών, την ανάδειξή τους σε κέντρο της αντίστασης, σε
σημείο αναφοράς ενός ευρύτερου κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της
κοινωνικής βάσης του ΠΑΣΟΚ. Στους επόμενους μήνες η οργάνωση των αγώνων
από τα κάτω, η προβολή και η ενοποίηση των αιτημάτων του κόσμου ενάντια
στην πολιτική του Καραμανλή, θα είναι το αποφασιστικό μέτωπο.


Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αναδειχθεί το πολιτικό κέντρο που υποστηρίζει σοβαρά
αλλά και αποφασιστικά την κοινωνική αντίσταση με στόχο την ανατροπή της
νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Ο βαθμός ανταπόκρισής μας σε αυτά τα
καθήκοντα θα κρίνει τη δυναμική.
Στην προεκλογική περίοδο και στις εκλογές αποδείχθηκε ότι η
ριζοσπαστική πολιτική αποδίδει. Έτσι πρέπει να συνεχίσουμε. Με πρώτο
στόχο την άμεση και πλατύτερη δυνατή συγκρότηση των τοπικών επιτροπών
του Σύριζα.

Μάρτης 2008: Πρώτη Πανελλαδική Σύσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ

Πολιτικό μέτωπο της ριζοσπαστικής Αριστεράς για την ανατροπή

του νεοφιλελευθερισμού



Δημοσιεύτηκε στην Ε.Α. στις 9/01/08

Στις αρχές Μαρτίου θα πραγματοποιηθεί η πρώτη Πανελλαδική Σύσκεψη (ΠΣ) του ΣΥΡΙΖΑ.

Τ ο κείμενο της Συντονιστικής Γραμματείας για το άνοιγμα της σχετικής
συζήτησης κυκλοφορεί ήδη και είναι διαθέσιμο στο site του ΣΥΡΙΖΑ
(www.syriza.gr). Η πορεία προς την ΠΣ θέλουμε να είναι μια πλατιά,
δημόσια και ειλικρινής συζήτηση μέσα στον κόσμο της Αριστεράς –με
έμφαση στη συμμετοχή του ανένταχτου δυναμικού–, που να οργανωθεί με
κέντρο τις τοπικές επιτροπές, οι οποίες τελικά θα ορίσουν και τους
αντιπροσώπους τους στο «σώμα» της ΠΣ. Τα κεντρικά ζητήματα της
συζήτησης φυσιολογικά θα είναι η κατεύθυνση της πολιτικής μας και το
ερώτημα «Τι ΣΥΡΙΖΑ θέλουμε;».


Στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό στη Βουλή ο Αλ. Αλαβάνος ολοκλήρωσε
την ομιλία του με τη δήλωση ότι ο νεοφιλελευθερισμός της κυβέρνησης
μπορεί και πρέπει να ανατραπεί με τη μέθοδο που ανέδειξε η μεγάλη
απεργία της 12/12. Η θέση αυτή είναι σωστή. Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει στο
επόμενο διάστημα να αποδείξει ειλικρινά και, κυρίως, έμπρακτα ότι η
θέση αυτή είναι στο κέντρο της πολιτικής συγκρότησής του.


Αυτό σημαίνει έμφαση στο κίνημα αντίστασης από τα κάτω. Σημαίνει
συνειδητή και επίμονη προσπάθεια να κλιμακωθούν και να συντονιστούν οι
αγώνες ενάντια στην ακρίβεια, για αυξήσεις στους μισθούς και στις
συντάξεις, για υπεράσπιση και βελτίωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων,
ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, ενάντια στην ελαστικότητα κ.λπ. Σημαίνει
εγκατάλειψη κάθε τακτικής «διαλόγου» ή ανακωχής με την κυβέρνηση,
σημαίνει ρήξη με την ηττοπάθεια και το συμβιβασμό που κυριαρχούν στις
ηγεσίες των συνδικάτων.



Καθημερινή πράξη


Αν η ανάγκη μια τέτοιας στροφής υποτιμηθεί (ή υποβαθμιστεί στην
καθημερινή πράξη), τότε ανοίγει ξανά ο δρόμος για τις κεντροαριστερές
πολιτικές. Οι ιδέες της συνεργασίας με τη νεοφιλελεύθερη
σοσιαλδημοκρατία, οι ιδέες του κυβερνητισμού μέσα στην Αριστερά, δεν
προκύπτουν (μόνο) ως προϊόν συντηρητικής μετατόπισης τάσεων και
στελεχών. Προκύπτουν και αναπαράγονται και ως (τάχα) μοναδικές
απαντήσεις στην πίεση που βάζει ένας ολόκληρος κόσμος για την ανατροπή
μιας μισητής και φθαρμένης κυβέρνησης. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δε μετατραπεί σε
συνειδητό και δραστήριο κέντρο ανάπτυξης της αντίστασης στο
νεοφιλελευθερισμό, οι απόψεις για την επιδίωξη «προοδευτικής
κυβερνητικής πλειοψηφίας» μαζί με το ΠΑΣΟΚ (οι απόψεις που σήμερα
απορρίπτονται από τον ΣΥΡΙΖΑ και στον Συνασπισμό περιορίζονται στην
«ανανεωτική» πτέρυγα) θα επανέλθουν. Το παράδειγμα της ιταλικής
Αριστεράς είναι διδακτικό.


Για να στηριχθεί αυτή η πολιτική, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να επεξεργαστεί και
να προβάλει ένα «μίνιμουμ πρόγραμμα πάλης». Τις βάσεις αυτού του
προγράμματος μπορούμε να βρούμε στα αιτήματα των απεργών και στα
συνθήματα των διαδηλωτών στις 12/12. Η υποστήριξη απλών και καθαρών
λύσεων, με κριτήριο τις ανάγκες των εργαζομένων και της νεολαίας, έχει
σήμερα μεγάλη σημασία.
Για παράδειγμα, η απαίτηση για δημόσιο έλεγχο στις τιμές και απαγόρευση
των ανατιμήσεων ή το αίτημα για απαγόρευση των απολύσεων (έστω αρχικά
στις κερδοφόρες επιχειρήσεις) αναδεικνύουν με ξεκάθαρο τρόπο την
αντινεοφιλελεύθερη κατεύθυνση. Ο Αλέξης Τσίπρας, σε μια πρόσφατη
συνέντευξή του στην «Εποχή», υπογραμμίζει ότι «στη φάση του επιθετικού
νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, οι ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις παίρνουν
έναν επαναστατικό χαρακτήρα». Η θέση αυτή είναι σωστή και οδηγεί στην
επιλογή και στην ανάδειξη συγκεκριμένων «μεταρρυθμιστικών» αιτημάτων με
κριτήριο τις ανάγκες του κόσμου. Δεν ταυτίζεται όμως με τη θέση για
«συγκρότηση των εναλλακτικών θέσεών μας σε ένα νέο κοινωνικό
συμβόλαιο», που στην ίδια συνέντευξη υποστηρίζει ο υποψήφιος πρόεδρος
του ΣΥΝ.


Οι ανάγκες μας ή τα κέρδη τους


Η επιδίωξη για συνολικά «κοινωνικά συμβόλαια» σε μια περίοδο σαν τη
σημερινή οδηγεί σε εγκλωβισμό στη «διαπραγμάτευση» και τελικά στην
υποταγή στην επιθετικότητα των κυρίαρχων τάξεων, που στην εποχή του
νεοφιλελευθερισμού δε «διαπραγματεύονται» αλλά απαιτούν την υποταγή των
αναγκών στο απόλυτο κριτήριο των κερδών. Για να οργανώσει ικανοποιητικά
την αντίσταση στο νεοφιλελευθερισμό, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να εγκαταλείψει
το έδαφος αναζήτησης «θετικών εναλλακτικών προτάσεων», κοινά αποδεκτών
λύσεων, την έμφαση στους «θεσμούς» και στο «διάλογο» και να ορίσει ως
κυρίαρχο κριτήριο τις ανάγκες του κόσμου και ως κυρίαρχη μέθοδο την
αντίσταση από τα κάτω.
Ένα μεγάλο τμήμα της επιτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται στην ταύτισή του με
το αίτημα του κόσμου για ενότητα δράσης της Αριστεράς. Αυτό το
χαρακτηριστικό αποτελεί και το θεμέλιο για να απαντήσουμε και στο
«οργανωτικό» ζήτημα, στο ερώτημα «Τι ΣΥΡΙΖΑ θέλουμε;».


Η Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ προτείνει την τακτική της «αυτοοργάνωσης», την
έμφαση στη συγκρότηση των τοπικών επιτροπών, τη στήριξη στο ανένταχτο
δυναμικό που έχει προσεγγίσει τον ΣΥΡΙΖΑ, τη θεσμοθέτηση της έννοιας
«μέλος του ΣΥΡΙΖΑ» σε τοπικό και (όπου είναι εφικτό) κλαδικό επίπεδο. Η
ΔΕΑ συμφωνεί με αυτή την επιλογή και θα δώσει όλες τις δυνάμεις της
στην προσπάθεια για τη συγκρότηση των τοπικών επιτροπών, για τη
σταθεροποίησή τους ως «εργαλείου» παρέμβασης, αλλά και πολιτικής
συζήτησης ενός πλατιού κόσμου της Αριστεράς που αναζητά τρόπους να
δράσει πολιτικά και να αντισταθεί.


Τοπικές επιτροπές


Όμως και η «αυτοοργάνωση» έχει πολιτικές επιλογές. Οι τοπικές επιτροπές
πρέπει να χτιστούν στη βάση της αντίστασης στο νεοφιλελευθερισμό, με
προτεραιότητες τη σύνδεση με τα εργατικά και νεολαιίστικα τμήματα κάθε
περιοχής. Αυτές οι επιλογές δίνουν και τα κριτήρια για το ζήτημα της
«διεύρυνσης» του ΣΥΡΙΖΑ. Η σύνδεση με τμήματα της βάσης του ΠΑΣΟΚ
πρέπει να επιδιωχτεί συστηματικά, αλλά με σαφή απόρριψη τακτικών που
οδηγούν σε σύνδεση με την ηγεσία και την πολική του ΠΑΣΟΚ. Το «άνοιγμα»
προς τις οικολογικές ευαισθησίες είναι αναγκαίο, αλλά με πολιτική που
διεκδικεί απαντήσεις στις περιβαλλοντικές προκλήσεις ως τμήμα της
αντινεοφιλελεύθερης, αντικαπιταλιστικής πάλης της Αριστεράς και όχι ως
υποταγή σε διαταξικές και τελικά μη-πολιτικές απόψεις. Η σύνδεση με τον
κόσμο του ΚΚΕ αλλά και την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά που –μέχρι
σήμερα– δε συμμετέχει στο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να παραμείνει ως επιδίωξη.


Στις σημερινές συνθήκες ένας πλατύς κόσμος της Αριστέρας θα επιθυμούσε
μια γρήγορη μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο κόμμα. Κατανοούμε ότι η
πλειοψηφία των ανένταχτων αγωνιστών που προβάλλουν ανάλογες απόψεις
καθορίζεται από μια γνήσια αριστερή διάθεση, από την αναζήτηση πιο
«προωθημένων» λύσεων για να κλιμακώσει την παρέμβασή της. Όμως κάτι
τέτοιο δεν είναι ούτε εφικτό, ούτε σωστό. Τα κόμματα της Αριστεράς
καθορίζονται από γενικές ιδεολογικές, από στρατηγικές συμφωνίες. Ακόμα
και αυτά που εμφανίζονται ως κόμματα «πολιτικής και όχι ιδεολογικής
ενότητας» στην πραγματικότητα λειτουργούν στη βάση στρατηγικών
επιλογών, και μάλιστα στη βάση των επιλογών της πιο συντηρητικής
πτέρυγάς τους. Το κεντρικό στρατηγικό δίλημμα στην ιστορία της
Αριστεράς, το ερώτημα «Μεταρρύθμιση ή επανάσταση;» παραμένει απολύτως
ενεργό πολιτικά. Οι εξελίξεις στο κόμμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης
στην Ιταλία δίνουν ένα σύγχρονο και απόλυτα πειστικό παράδειγμα για την
αξία της θέσης ότι οι στρατηγικές και ιδεολογικές διαφορές δεν μπορούν
να υποβαθμιστούν ή να απωθηθούν προς ένα απώτερο μέλλον.


Με αυτή την έννοια, η ΔΕΑ κατανοεί τη συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ ως τη
συγκρότηση ενός πολικού μετώπου της Αριστεράς για την ανατροπή του
νεοφιλελευθερισμού, για την αντίσταση στον ιμπεριαλισμό και στον
πόλεμο. Η θέση αυτή μας επιτρέπει να είμαστε στην πρώτη γραμμή κάλυψης
των αναγκών της ενότητας στη δράση, όπως κάναμε στις εκλογές του 2004
και του 2007, όπως κάναμε στο Φόρουμ και στις διαδηλώσεις, όπως θα
κάνουμε στη συνέχεια από το κεντρικό πολιτικό ως το τοπικό επίπεδο.
Όμως η ίδια αυτή θέση μάς επιβάλλει να διατηρούμε επίσης την ιδεολογική
και οργανωτική αυτονομία μας, να προσπαθούμε με όλες μας τις δυνάμεις
να χτίσουμε μια μαζική οργάνωση στη βάση του επαναστατικού μαρξισμού,
στη βάση της μη-σεχταριστικής παράδοσης του ενιαίου μετώπου.


Και αυτά τα δύο χαρακτηριστικά όχι μόνο δεν είναι αντιφατικά, αλλά,
αντίθετα, αλληλοτροφοδοτούνται και το ένα είναι προϋπόθεση του άλλου.
Έτσι θα συνεχίσουμε.

Μπροστά στην Πανελλαδική Σύσκεψη στις 14, 15 και 16 Μαρτίου

Τι ΣΥΡΙΖΑ θέλουμε;



Δημοσιεύτηκε στην Δ.Α. τεύχος 14, Φλεβάρη 2008

Ο ι δημοσκοπήσεις βεβαιώνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αυξάνει με ραγδαίο ρυθμό την
επιρροή του, έχοντας ήδη ξεπεράσει (σε πρόθεση ψήφου) το ΚΚΕ. Αυτή η
αυξητική τάση -που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην απόσπαση κόσμου από
την επιρροή του ΠΑΣΟΚ- είναι πολύ σημαντικός παράγοντας: δείχνει ότι ο
ΣΥΡΙΖΑ έχει κατορθώσει να εμπνεύσει ελπίδα σε ένα πλατύ τμήμα
εργαζομένων και νεολαίας, έχει τις δυνατότητες να μετατραπεί σε ένα
αποτελεσματικό αριστερό πολιτικό ρεύμα.

Ο φείλουμε όμως να σημειώσουμε ότι η αυξητική τάση είναι ακόμα αβέβαιη
και επισφαλής. Στηρίζεται σε μικρότερο βαθμό (απ’ ό,τι το ΚΚΕ) σε
στέρεους οργανωτικούς δεσμούς με τον κόσμο και δεν έχει επιβεβαιωθεί σε
αγωνιστικό επίπεδο, με μοναδική -ίσως- εξαίρεση το ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ στο
κίνημα για το Άρθρο 16. Όπως είχε δηλώσει ο Αλ. Αλαβάνος, «οι επιτυχίες
μας είναι υπό δοκιμή» και αυτό το χαρακτηριστικό θα μας συνοδεύει για
μεγάλο διάστημα.


Σήμερα είναι σαφές ότι η επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται στην «αριστερή
στροφή» της προηγούμενης περιόδου. Αν αυτός ο παράγοντας -το
«ριζοσπαστικό» στοιχείο στην πολιτική μας- τεθεί σε αμφισβήτηση,
πιστεύουμε ότι η αυξητική τάση στην επιρροή και στις εκλογικές
προσδοκίες μπορεί ταχύτατα να εξανεμιστεί.


Ο απόλυτα καθοριστικός παράγοντας θα είναι η αντιμετώπιση των πολιτικών
εξελίξεων: Η γρήγορη και ταυτόχρονη φθορά της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ
δημιουργεί μια δυναμική πολιτικής αστάθειας του συστήματος. Στη βάση
αυτής της εξέλιξης βρίσκεται η απονομιμοποίηση του νεοφιλελευθερισμού
σε πλατιά τμήματα των εργαζομένων και της νεολαίας, με άξονες το
ασφαλιστικό, τη διαρκή λιτότητα, την ελαστικοποίηση της εργασίας και
τις περικοπές κοινωνικών δαπανών. Και αυτά συμβαίνουν την ώρα που η
διεθνής οικονομική κρίση χτυπάει την πόρτα του συστήματος, πιέζοντας
τους βιομήχανους και τους τραπεζίτες να αναζητούν ισχυρότερες
κυβερνήσεις αλλά και σκληρότερες οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές.


Σε μια τέτοια συγκυρία -κατά τη γνώμη μας- η ριζοσπαστική Αριστερά
οφείλει να επιδιώξει την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού, την
κατοχύρωση σημαντικών κοινωνικών επιτυχιών για την εργατική τάξη και τη
νεολαία, την ανατροπή του αρνητικού συσχετισμού μεταξύ εργασίας και
κεφαλαίου που εμπεδώθηκε στη δεκαετία του ’90. Αυτή είναι σήμερα η
αναγκαία και εφικτή «αλλαγή του τοπίου». Η Αριστερά που θα μείνει
σταθερά και αποτελεσματικά προσηλωμένη σε αυτόν το στόχο έχει πολύ
μεγαλύτερες προοπτικές ανάπτυξης από τα 10% που «δίνουν» οι σημερινές
δημοσκοπήσεις. Ο στόχος της ανατροπής του νεοφιλελευθερισμού είναι ένα
βασικό «χαρακτηριστικό» που θα πρέπει να κατοχυρώσουμε.


Η ΔΕΑ αντιμετωπίζει τον ΣΥΡΙΖΑ ως ένα αντινεοφιλελεύθερο πολιτικό
ενιαίο μέτωπο της Αριστεράς, ειδικού τύπου. Ενιαίο μέτωπο, γιατί σε
αυτήν την πολιτική προσπάθεια εντάσσονται οργανώσεις και τμήματα της
Αριστεράς με διαφορετικές παραδόσεις και στρατηγικές αναφορές. Ειδικού
τύπου, γιατί πέρα από τις οργανωμένες δυνάμεις υπάρχει ένα κρίσιμο
ανένταχτο δυναμικό, ο ρόλος του οποίου θα πρέπει να κατοχυρωθεί. Αυτά
τα χαρακτηριστικά θα πρέπει να συζητηθούν και να διευκρινιστούν κατά
την 1η Πανελλαδική Σύσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ με συντροφικό, έντιμο αλλά και
σαφή τρόπο.

Πιο συγκεκριμένα:


• Η Π.Σ. οφείλει να συζητήσει την πρόταση «κυβερνητικής εναλλακτικής
λύσης» της Αριστεράς, που κατέθεσε ο σ. Αλ. Αλαβάνος και θα
διευκρινιστεί στο συνέδριο του Συνασπισμού.
Έχουμε ήδη ως δεδομένο (από τη Διακήρυξη του 2007) την απόρριψη της
κεντροαριστερής πολιτικής -με την κλασική μορφή- της διαμόρφωσης
«κυβερνητικής πλειοψηφίας» σε συνεργασία με τμήματα της
σοσιαλδημοκρατίας. Γνώμη μας είναι ότι, χωρίς την προϋπόθεση κοινωνικών
ανατροπών, μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» (που σήμερα εκλογικά είναι
εφικτή μόνο ως συνεργασία με τη σοσιαλδημοκρατία) δεν θα είχε καμιά
διαφορά από τις κεντροαριστερές κυβερνήσεις που γνωρίσαμε τα τελευταία
20 χρόνια στην Ευρώπη, με πικρά αποτελέσματα. «Αλλαγή» στηριγμένη
μόνον, ή κυρίως, στην κάλπη σημαίνει κυβέρνηση δέσμια του πραγματικού
κοινωνικού συσχετισμού, της πραγματικής εξουσίας, δηλαδή κυβέρνηση
δέσμια των βιομηχάνων και των τραπεζιτών. Η κατάρρευση της κυβέρνησης
Πρόντι στην Ιταλία και τα μεγάλα αδιέξοδα της Κομμουνιστικής
Επανίδρυσης αποδεικνύουν ότι -ανεξάρτητα από προθέσεις- τέτοιοι
«πειραματισμοί» οδηγούν σε διάλυση τις ελπίδες και την επιρροή που με
κόπο συγκέντρωσε η Αριστερά κατά την προηγούμενη περίοδο ανασυγκρότησης.
Η γνώμη μας είναι ότι η Π.Σ. οφείλει να ορίσει τον ΣΥΡΙΖΑ ως δύναμη
μαχητικής, κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης. Αυτό περιμένει ο
κόσμος από εμάς, αυτό το κενό οφείλουμε να καλύψουμε και κάθε άλλος
προσανατολισμός δημιουργεί μεγάλους κινδύνους συγχύσεων και απωλειών.


• Η Π.Σ. οφείλει να συζητήσει για το «ελάχιστο πρόγραμμα δράσης» του ΣΥΡΙΖΑ μπροστά στη συγκυρία που διαμορφώνεται.
Έχουμε συνείδηση ότι η διαμόρφωση «προγράμματος» είναι μια σύνθετη
διαδικασία που δεν έχει προχωρήσει σε σημαντικούς κοινωνικούς χώρους.
Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αρχίσει να «ακούει» περισσότερο τον κόσμο και
το κίνημα: το ποτάμι των απεργών της 12/12 έδωσε πολλές αιχμές για το
αναγκαίο πρόγραμμα της Αριστεράς και πολλές ιδέες για το πώς πρέπει να
απαντήσουμε στην ακρίβεια, στις ιδιωτικοποιήσεις, στην ελαστικότητα και
στο ασφαλιστικό.
Αιτήματα όπως οι ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς και τις συντάξεις
(π.χ. τα 1400 ευρώ ως εισαγωγικό μισθό που υιοθετεί η ΔΟΕ), οι μαζικές
προσλήψεις του αναγκαίου προσωπικού στα νοσοκομεία και τα σχολεία, ο
έλεγχος των τιμών, η δρακόντεια προστασία της απασχόλησης από την
ελαστικότητα και τις απολύσεις, η ρητή απόρριψη των ιδιωτικοποιήσεων, η
φορολόγηση των πλουσίων και η μονομερής δραστική περικοπή των
εξοπλισμών θα έδιναν το περίγραμμα ενός άμεσου αντινεοφιλελεύθερου
«προγράμματος πάλης» που όλοι –από τους εργαζόμενους ως τους
καπιταλιστές- θα κατανοούσαν σχεδόν αμέσως τη σημασία του. Γνωρίζουμε
ότι αυτά απαιτούν περαιτέρω επεξεργασίες (και κυρίως συμφωνίες τμημάτων
που δίνουν τις μάχες στους εργατικούς χώρους), όμως τα καταθέτουμε
ενδεικτικά γιατί πιστεύουμε ότι υπάρχει ένα ευρύτερο πρόβλημα πολιτικής
συνεννόησης: ακόμα και «μεταρρυθμιστικά» αντινεοφιλελεύθερα αιτήματα
δεν γίνονται δεκτά μέσα σε ένα τμήμα της παραδοσιακής Αριστεράς, που
στη δεκαετία του ’90 υποχώρησε στις νεοφιλελεύθερες ιδέες. Αυτό το
χαρακτηριστικό πρέπει να εγκαταλειφθεί με σαφήνεια από τον ΣΥΡΙΖΑ,
γιατί δεν είναι πλέον συμβατό με τις δυνατότητες και τις υποχρεώσεις
που μας επιβάλλει η συγκυρία.


Πρόγραμμα διεκδικήσεων


Επίσης το πρόγραμμά μας πρέπει να διαμορφωθεί με αποκλειστικό κριτήριο
τις ανάγκες και τα συμφέροντα του κόσμου μας. Πρέπει να εγκαταλειφθεί
μια παλιά παράδοση που κατανοεί τις «μεταρρυθμίσεις» ως αναζήτηση
γενικών σχεδίων ή κοινών τόπων όπου, στο όνομα συνήθως της «ανάπτυξης»,
συγκεντρώνεται -τάχα- η εμπιστοσύνη των εργατών και η ανοχή των
καπιταλιστών. Οι λόγοι είναι πολλοί, αλλά αρκεί ο απλούστερος: στην
εποχή του νεοφιλελευθερισμού τέτοιοι κοινοί τόποι δεν υπάρχουν. Με
αυτήν την έννοια δεν πρέπει να μας ενδιαφέρουν συνολικά «θετικά σχέδια»
π.χ. για τη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού ή την αναμόρφωση των ΑΕΙ ή
του ΕΣΥ. Αυτά δεν είναι μεταρρυθμίσεις, είναι διαχείριση του
νεοφιλελευθερισμού. Τα διλήμματα γίνονται όλο και σκληρότερα (με την
«ανάπτυξη» ή με τις ανάγκες;) αλλά και σαφέστερα, με συνέπειες
καταδικαστικές για την Αριστερά που δεν παίρνει θέση.


Ακόμα πρέπει να συζητηθεί η λεγόμενη «ευρωπαϊκή» διάσταση. Η νέα
Ευρωσυνθήκη και η διαβόητη Flexicurity επιβάλλουν ένα καλύτερο
ξεκαθάρισμα από αυτό που επιτεύχθηκε στη Διακήρυξη. Η Ε.Ε. του
κεφαλαίου και του νεοφιλελευθερισμού δεν μπορεί να συγχέεται πλέον με
κάποια ανύπαρκτη γενική κατηγορία «Ευρώπη». Ο διεθνισμός, η απόρριψη
του εθνικού απομονωτισμού σημαίνουν αποκλειστικά συντονισμό των
κινημάτων, σημαίνουν ενότητα στην αντίσταση και όχι υποταγή στην
πολιτική της Ε.Ε. και των κυβερνήσεων μελών της.


• Η Π.Σ. θα πρέπει, τέλος, να συζητήσει τα μέτρα συγκρότησης και οργανωτικής ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ.
Θεωρούμε ότι κεντρικός στόχος θα πρέπει να είναι η σταθεροποίηση, η
διεύρυνση, ο πολλαπλασιασμός των Τοπικών Επιτροπών. Σε αυτόν το στόχο
θα πρέπει να προσανατολιστούν οι διαδικασίες πριν και μετά την Π.Σ.


Κάποιοι σύντροφοι θέτουν με έμφαση το στόχο της θεσμοθέτησης της
έννοιας του μέλους του ΣΥΡΙΖΑ σε τοπικό επίπεδο. Η ΔΕΑ δεν έχει κάποιο
σοβαρό λόγο να αρνηθεί. Τα μέλη μας θα πληρούσαν τις προϋποθέσεις σε
όποιο «μοντέλο» θα μπορούσε να επιλεγεί. Δεν μπορούμε όμως να δούμε με
ποιον τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε σήμερα να αποφασίσει: Να δεχθεί ως
μέλος «όποιον-οια ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ» με βάση κυρίως τη σοσιαλδημοκρατική
παράδοση για το κόμμα; Να δεχθεί ως μέλος «όποιον-οια αποδέχεται την
πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, την εφαρμόζει, πληρώνει συνδρομή και συμμετέχει
στις συνεδριάσεις της Τοπικής Επιτροπής», με βάση κυρίως τη λενινιστική
παράδοση; Να υιοθετήσει μια ενδιάμεση λύση, με βάση κάποια νέα αντίληψη
που κάποιος σύντροφος θα μπορούσε να μας παρουσιάσει;


Επίσης πρέπει να είναι σαφές ότι -αν δεν δημαγωγούμε σε αυτά τα
ζητήματα- η επιλογή στην έννοια του μέλους συναρτάται (έμμεσα αλλά
καθοριστικά) με τις επιλογές στα ζητήματα των υποχρεώσεων και των
δικαιωμάτων των μελών, δηλαδή με τα κεντρικά ζητήματα ενός
καταστατικού. Όποιος θέλει να ανοίξει τέτοια ζητήματα είναι ασφαλώς
ελεύθερος να το κάνει, αλλά, θα παρακαλούσαμε, με απαντήσεις και όχι με
ερωτήσεις και ευχές.


Η άποψή μας είναι ότι η πραγματική συμμετοχή του κόσμου -και κυρίως των
ανένταχτων- θα πρέπει να ενισχυθεί αποφασιστικά μέσα στην πραγματική
δράση των Τοπικών Επιτροπών και όχι με κάποια αφηρημένη «θεσμοθέτηση»:
με την οργάνωση της παρέμβασης σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο, με
καμπάνιες, με συστηματικές συζητήσεις, με υλικό και παρουσία σε χώρους
που η Αριστερά έχει εγκαταλείψει στις γειτονιές. Με τέτοια δράση -που
σε ελάχιστες περιοχές έχει συστηματοποιηθεί- μπορούν να δημιουργηθούν
προϋποθέσεις για επόμενα οργανωτικά βήματα.


Ενιαίο κόμμα;


Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι, δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει ενιαίο κόμμα.
Απόψεις που στο όνομα μιας γενικόλογης «ανασύνθεσης της Αριστεράς»
αναζητούν «κάτι παραπάνω» από την ενιαιομετωπική δράση οδηγούν σε
βεβιασμένες «ενοποιήσεις», καταδικασμένες σε πικρές αποσυνθέσεις στην
πρώτη στροφή της συγκυρίας. Η ευρωπαϊκή Αριστερά και άκρα Αριστερά έχει
αρκετά ανάλογα παραδείγματα τα τελευταία χρόνια (Ιταλία, Βρετανία,
Γαλλία, Σκωτία κ.λπ.). Η παράδοση του ενιαίου μετώπου επιτρέπει να
δράσουμε και να οργανωθούμε μαζί με πολύ κόσμο -κινηματικά και
πολιτικά- για να πετύχουμε την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού. Η
διατήρηση της αυτονομίας και της ανεξάρτητης λειτουργίας κομμάτων και
οργανώσεων με διαφορετικές ιδέες και στρατηγικές όχι μόνον δεν έρχεται
σε αντίθεση με την πιο ειλικρινή ενιαιομετωπική οργάνωση αλλά -στην
ουσία- είναι προϋπόθεσή της. Αυτόν το δρόμο ανοίγει ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ, αλλά
και μέσα στην ευρωπαϊκή Αριστερά. Και η 1η Πανελλαδική Σύσκεψη με τη
μεγάλη επιτυχία της οφείλει να τον επιβεβαιώσει.

για ισχυρη ριζοσπαστικη αριστερα

- για την ανατροπη του νεοφιλελευθερισμου

Μπροστά στην 1η Πανελλαδική Σύσκεψη: Η ΔΕΑ και ο ΣΥΡΙΖΑ



Δημοσιεύτηκε στην Ε.Α. στις 5/03/08

Η 1η Πανελλαδική Σύσκεψη (Π.Σ.) του ΣΥΡΙΖΑ στις 14, 15 και 16 Μάρτη
στην Αθήνα, στο ΣΕΦ, συγκαλείται σε μια καλή στιγμή, σε μια συγκυρία
που όλοι αναγνωρίζουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί τη θετική έκπληξη των
πολιτικών εξελίξεων. Το πιο σημαντικό είναι ότι στον κόσμο των «από
κάτω» έχει εμπνεύσει την ελπίδα -για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια-
ότι είναι εφικτό ένα γενικό πολιτικό ξέσπασμα που θα θέτει σε
αμφισβήτηση τη σταθερότητα του πολιτικού σκηνικού που ονομάστηκε
«δικομματισμός», ένα αριστερό ξέσπασμα που θα θέτει σε αμφισβήτηση την
υποταγή ή τη συναίνεση στη νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα που υπαγορεύουν
οι δυνάμεις του κεφαλαίου.

Π ολλοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι το ανοδικό ρεύμα του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται
κυρίως στην κρίση του ΠΑΣΟΚ (π.χ., Κ. Λαλιώτης: «η άνοιξη του ΣΥΡΙΖΑ θα
συνεχίζεται όσο συνεχίζει το φθινόπωρο του ΠΑΣΟΚ»). Πράγματι, εκλογικά
η ραγδαία άνοδος των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ βασίζεται στη μετατόπιση προς
τα αριστερά χιλιάδων και χιλιάδων απογοητευμένων ανθρώπων από τη βάση
της σοσιαλδημοκρατίας. Όμως για να κατορθώσει ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει πόλος
συσπείρωσης αυτών των ελπίδων χρειάστηκαν δύο βασικά στοιχεία: α) να
συγκεντρωθεί στον ΣΥΡΙΖΑ ένα κρίσιμο δυναμικό της Αριστεράς και των
κινημάτων αντίστασης με βάση το αίτημα για ενότητα στη δράση και β) να
συγκροτηθεί μια φυσιογνωμία ριζοσπαστικής Αριστεράς, να ανατραπούν
πολιτικές, ανακλαστικά και συνήθειες που για χρόνια κρατούσαν τον
Συνασπισμό προσκολλημένο στην περιφέρεια του ΠΑΣΟΚ και, κατά συνέπεια,
στο όριο μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας του 3%.


Το ανοδικό ρεύμα του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται, λοιπόν, στην ανταπόκριση του
κόσμου στο συνδυασμό της ενωτικής τακτικής με τη ριζοσπαστική αριστερή
στροφή στο περιεχόμενο της πολιτικής. Αυτά κατακτήθηκαν σε μια μακρά
διαδικασία και σε πολλαπλά επίπεδα (κοινή δράση στο
αντιπαγκοσμιοποιητικό και στο αντιπολεμικό κίνημα, συγκρότηση του
Φόρουμ, Χώρος Διαλόγου, ΣΥΡΙΖΑ 2004, αντιμετώπιση της Ν.Δ. του
Καραμανλή, κίνημα για το άρθρο 16, επανασυγκρότηση ΣΥΡΙΖΑ 2007 κ.λπ.).
Σε αυτή τη διαδικασία η ΔΕΑ πήρε τις ευθύνες της: είτε με δύσκολες
αποφάσεις συμμετοχής, όταν τα «στοιχήματα» ήταν ακόμα αμφιλεγόμενα,
είτε με αποφάσεις αποστασιοποίησης, όταν η αριστερόστροφη πολιτική
ετίθετο σε αμφισβήτηση. Σε ό,τι μας αφορά, έτσι θα συνεχίσουμε. Γιατί
θεωρούμε ότι η επιβεβαίωση των ελπίδων του κόσμου από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι
μια ανοιχτή πολιτική μάχη.


Ο Αλ. Αλαβάνος έχει δηλώσει ότι οι επιτυχίες μας είναι «υπό δοκιμή». Τη
δήλωση αυτή οφείλουμε να την πάρουμε τοις μετρητοίς. Γιατί η οργανωμένη
σχέση μας με τον κόσμο των αντιστάσεων είναι ακόμα πολύ αδύναμη. Γιατί
επίσης ο ΣΥΡΙΖΑ –πέρα από τις εκλογικές επιτυχίες και τη διαρκή άνοδο
στις δημοσκοπήσεις– δεν έχει κατορθώσει ακόμα να οδηγήσει το κίνημα (με
μοναδική εξαίρεση εμμέσως στο άρθρο 16) σε κάποια χειροπιαστή νίκη, σε
κατακτήσεις που να «αλλάζουν την υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων».
Αυτά σημαίνουν ότι το ανοδικό ρεύμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ακόμα εύθραστο και
αβέβαιο.


Οφείλουμε να επαναβεβαιώσουμε την ενωτική τακτική, επιμένοντας στο
κάλεσμα για συνεργασία προς όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς, αλλά
–κυρίως– επεξεργαζόμενοι την τακτική και τη λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ με
στόχο την ένταξη του κόσμου από τα κάτω που έχει διάθεση να αντισταθεί
στο νεοφιλελευθερισμό. Οφείλουμε επίσης να επαναβεβαιώσουμε τη
ριζοσπαστική στροφή στην πολιτική μας μέσα στις νέες συνθήκες κρίσης
του «δικομματισμού». Αποτυχία ή στασιμότητα σε αυτό το ζήτημα θα
μπορούσε να βάλει σε γρήγορη αντιστροφή το ανοδικό ρεύμα. Αυτά είναι,
κατά τη γνώμη μας, τα κεντρικά ερωτήματα που πρέπει να απασχολήσουν την
Π.Σ.


Κυβερνητισμός ή αντιπολίτευση;


Στις συνθήκες της πολιτικής κρίσης που δημιουργεί η γρήγορη και
ταυτόχρονη φθορά της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, τίθεται το ερώτημα των
κεντρικών πολιτικών στόχων που θα υιοθετήσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Στον Συνασπισμό
άνοιξε η συζήτηση για την «εναλλακτική λύση». Ο Αλ. Αλαβάνος πρότεινε
την προοπτική μιας κυβέρνησης «με κορμό τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής
Αριστεράς, με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ».


Οι κίνδυνοι της πρότασης αυτής είναι προφανείς. Στην υπάρχουσα πολιτική
συγκυρία η μοναδική ρεαλιστική οδός μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και μιας
«κυβερνητικής εναλλακτικής λύσης» είναι η τακτική της κεντροαριστεράς:
η διαμόρφωση προγραμματικής συμφωνίας και η πολιτική συνεργασία με το
ΠΑΣΟΚ. Η τακτική αυτή θα υποβάθμιζε την πολιτική εμπειρία των
ευρωπαϊκών κεντροαριστερών κυβερνήσεων, θα ήταν εκτός της πολιτικής
συμφωνίας του ΣΥΡΙΖΑ (Διακήρυξη του 2004 και του 2007), θα ήταν επίσης
σε αντίθεση με τις αποφάσεις του 4ου Συνεδρίου του ΣΥΝ. Ασφαλώς, ο Αλ.
Αλαβάνος (αλλά και πιο ρητά η πολιτική απόφαση του 5ου συνεδρίου του
ΣΥΝ) διευκρίνισαν ότι η πρόταση για «κυβερνητική λύση» δεν αφορά στροφή
στην κεντροαριστερά, δεν οδηγεί σε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ. Όμως ακόμα
και μια «αυτόνομη» πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς τη διεκδίκηση κυβερνητικής
λύσης ενέχει ακριβώς τους ίδιους κινδύνους με τη στροφή στην
κεντροαριστερά. Χωρίς την προϋπόθεση της ανατροπής των καπιταλιστών
–που κατέχουν την πραγματική εξουσία–, η διεκδίκηση της κυβερνητικής
εξουσίας από την Αριστερά είναι εφικτή μόνο μέσα από τη
σοσιαλδημοκρατικοποίησή της. Έχουμε ήδη ξεκαθαρίσει ότι δε μας καλύπτει
το μοντέλο Πρόντι, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι δε μας εμπνέει ούτε
το μοντέλο Χριστόφια.


Ο ΣΥΡΙΖΑ δυνάμωσε όταν σήκωσε (με σημαντικό ρόλο του Αλ. Αλαβάνου) φωνή
αντιπολίτευσης. Αυτό ήταν και παραμένει το βασικό πεδίο συγκρότησης:
κοινωνική και πολιτική αντιπολίτευση με στόχο την ανατροπή του
νεοφιλελευθερισμού. Σκληραίνονας την αντιπολιτευτική τακτική της, η
Αριστερά –μαζί με τον κόσμο, τις ανάγκες και τους αγώνες του– οφείλει
να γενικεύσει την κριτική προς το σύστημα συνολικά.


Η συζήτηση για την «εναλλακτική λύση» στο επίπεδο της εξουσίας είναι
καλοδεχούμενη. Όμως, στις συνθήκες του υπερώριμου διεθνοποιημένου
καπιταλισμού, η Αριστερά, για να μείνει πιστή στις ανάγκες της μεγάλης
πλειοψηφίας των εργαζομένων και της νεολαίας, έχει μία μόνο εναλλακτική
λύση: τη διεκδίκηση του σοσιαλισμού, της δημοκρατικά οργανωμένης
εξουσίας των εργαζομένων, που αλλάζουν τον κόσμο με κριτήριο τις
ανάγκες και όχι τα κέρδη. Τα ιδεολογικά, ιστορικά και πολιτικά ζητήματα
που ανοίγει αυτός ο προσανατολισμός ασφαλώς και θα πρέπει να συζητηθούν
πλατιά και ανοιχτά στις διαδικασίες του ΣΥΡΙΖΑ.
Όμως, στο επίπεδο της άμεσης πολιτικής, οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ οφείλουν
να παραμείνουν συγκεντρωμένες στο καθήκον από το οποίο απέχουμε ακόμα
κατά πολύ: την ανάπτυξη μιας σκληρής κοινωνικής και πολιτικής
αντιπολίτευσης με στόχο την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού, με στόχο
νίκες για τον κόσμο μας στα μέτωπα του εισοδήματος, των εργασιακών
σχέσεων, των κοινωνικών δικαιωμάτων, των ιδιωτικοποιήσεων κ.λπ. Αυτή
είναι η πολιτική που «αλλάζει το τοπίο» με ουσιαστικό, σταθερό και
αποδοτικό τρόπο.


Πρόγραμμα


Άμεσα συνδεδεμένη με το ζήτημα της πολιτικής κατεύθυνσης είναι η
συζήτηση για το πρόγραμμα. Η συζήτηση που ήδη γίνεται στις τοπικές
συνελεύσεις και θα πρέπει να κλιμακωθεί μέσα από τις διαδικασίες της
Π.Σ.
Ασφαλώς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί ακόμα να εκπονήσει ένα πρόγραμμα με την
αυστηρή και ουσιαστική έννοια του όρου. Αυτό θα προϋπέθετε μια
μεγαλύτερη από τη σημερινή ενοποίηση της δράσης μας στους χώρους της
εργασίας, της εκπαίδευσης και στις συνοικίες. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει και
μπορούν να γίνουν βήματα. Στη διαδικασία της Π.Σ. πρέπει να
ξεκαθαρίσουν κάποιες βασικές επιλογές. α) Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να ταυτιστεί
σε μεγαλύτερο βαθμό με τα άμεσα αιτήματα του κόσμου που εκφράζονται
στις απεργίες και στις διαδηλώσεις. Για παράδειγμα, το αίτημα για
ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, μαζί με το
αίτημα για έλεγχο στις τιμές, θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση μιας
καμπάνιας και μιας απάντησης της Αριστεράς στα ζητήματα της ακρίβειας
και της μεταφοράς εισοδήματος από τους φτωχούς στους πλούσιους. Ανάλογα
«κέντρα» μπορούν εύκολα να διαπιστωθούν στα ζητήματα των φόρων, των
κοινωνικών δαπανών, των εργασιακών σχέσεων, των ιδιωτικοποιήσεων κ.λπ.


β) Είναι σαφές ότι ο κόσμος μας χρειάζεται και διεκδικεί
μεταρρυθμίσεις. Όμως, στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού διεκδίκηση
μεταρρυθμίσεων σημαίνει πάλη για την επιβολή βασικών αιτημάτων των
εργαζομένων και της ν εολαίας στους καπιταλιστές και στις κυβερνήσεις,
που αρνούνται ακόμα και να συζητήσουν κάθε μέτρο στοιχειώδους
κοινωνικής ευαισθησίας. Με αυτή την έννοια, διεκδίκηση μεταρρυθμίσεων
δε σημαίνει εκπόνηση κάποιων «γενικών σχεδίων» που υπόσχονται ότι τάχα
θα ικανοποιήσουν και τις ανάγκες των καπιταλιστών και τα αιτήματα των
εργατών. Τέτοια «σχέδια» είναι ανέφικτα και ουτοπικά, αλλά είναι επίσης
αποπροσανατολιστικά και δεξιόστροφα. Ένα τέτοιο ζήτημα αντιμετωπίστηκε
στο Ασφαλιστικό (συζήτηση για το περιβόητο «κουμπαρά») και είναι σαφές
ότι ανάλογα προβλήματα υποβόσκουν στη συζήτηση για τα ΑΕΙ, τις
ιδιωτικοποιήσεις, την αντιμετώπιση της «φλεξικιούριτι» κ.λπ.


Η ΔΕΑ θα υποστηρίξει τόσο στην Π.Σ. όσο και στις τοπικές συνελεύσεις
κάθε πρόταση για καμπάνιες ή προγραμματικά «ξεκαθαρίσματα» που θα
φέρνουν τον ΣΥΡΙΖΑ πιο κοντά στα άμεσα αιτήματα των εργαζομένων, της
νεολαίας, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.


Λειτουργία


Κατανοώντας τον ΣΥΡΙΖΑ ως όργανο πολιτικής μάχης, είναι σαφές ότι δε
συμφωνούμε με όποια τάση υποβάθμισης της λειτουργίας του στην
κατεύθυνση ενός χαλαρού εκλογικού σχήματος. Ενάντια σε τέτοιες τάσεις
εκδηλώνεται σήμερα η ευαισθησία ενός πλατύτερου κόσμου της Αριστεράς
–κυρίως ανένταχτου δυναμικού– που θα πρέπει να γίνει σεβαστή στις
αποφάσεις.


Γνώμη μας είναι ότι ο κρίσιμος «κρίκος» είναι η συγκρότηση των Τοπικών
Επιτροπών, που θα πρέπει να αποκτήσουν μόνιμη δραστηριότητα (τοπική και
κεντρική), να αποκτήσουν διαδικασίες συζήτησης και τρόπους παρέμβασης.
Η ενοποίηση των δυνάμεων σε αυτό το επίπεδο είναι εφικτή και θα πρέπει
να προχωρήσει με βασικό κριτήριο την αξιοποίηση και την ανάδειξη του
δυναμικού του ανένταχτου κόσμου. Σε αυτή την ανάγκη οφείλει να
λογοδοτεί η συγκρότηση της νέας Συντονιστικής Γραμματείας, που θα
πρέπει να πάρει πανελλαδικά χαρακτηριστικά, αλλά και μέτρα όπως η
συμφωνία για τις τακτές πανελλαδικές διαδικασίες ή η έκδοση ενός
περιοδικού που θα συστηματοποιεί το διάλογο του κόσμου που
συσπειρώνεται στον ΣΥΡΙΖΑ.
Διαφωνούμε με τη θεσμοθέτηση της «έννοιας του μέλους του ΣΥΡΙΖΑ» που
προτείνεται από κάποιους συντρόφους (βλ. αντίστοιχο κείμενο υπογραφών).
Η έννοια αυτή δεν είναι εφικτό να περιγραφεί συγκεκριμένα σήμερα, δεν
είναι δυνατό να απαντήσει προωθητικά (και όχι δημαγωγικά) στα ζητήματα
των «υποχρεώσεων-δικαιωμάτων», δηλαδή σε κρίσιμες επιλογές καταστατικού
χαρακτήρα. Η προβληματική αυτή καταφανώς συνδέεται με μια θολή τάση
μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο κόμμα, στο πλαίσιο των αναζητήσεων της
«ανασύνθεσης της Αριστεράς». Η προβληματική αυτή είναι λανθασμένη.
Υποβαθμίζοντας τα στοιχεία των στρατηγικών και ιδεολογικών διαφορών,
υποστηρίζει «ενοποιήσεις» που οδηγούν, αντί σε ανασύνθεση, σε
αποσύνθεση.


Αντιμετωπίζουμε τον ΣΥΡΙΖΑ ως μια μορφή πολιτικού ενιαίου μετώπου για
την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού. Σε αυτό το πλαίσιο η αυτονομία και
η ελευθερία δημόσιας διαφοροποίησης των οργανωμένων συνιστωσών είναι
αδιαπραγμάτευτη. Οι οργανώσεις που δρουν στο πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ δεν
είναι «πρόβλημα», είναι πλούτος και δύναμη, και αυτό έχει κατ’
επανάληψη αποδειχτεί στη μέχρι σήμερα διαδρομή. Μια γενική
«αντιοργανωτική» φιλολογία δεν απαντά σε κανένα πραγματικό ζήτημα και
αντιμετωπίζει δημαγωγικά τα υπαρκτά προβλήματα στις αναγκαίες πολιτικές
επιλογές και στην ανάπτυξη της δράσης μας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ λειτούργησε μέχρι σήμερα και πρέπει να παραμείνει ως μια μορφή
ενιαίου μετώπου με ειδικά χαρακτηριστικά. Τα ειδικά χαρακτηριστικά
αφορούν κυρίως την ανάδειξη και την αξιοποίηση του ανένταχτου κόσμου,
που πρέπει να αποτελέσουν κεντρικό σημείο της προσοχής μας. Η 1η Π.Σ.
μπορεί και πρέπει να γίνει σταθμός για την παραπέρα ανάπτυξη του
ΣΥΡΙΖΑ. Για μια πραγματικά ισχυρή ριζοσπαστική Αριστερά που θα
λειτουργεί ως στήριγμα των αγώνων. Για την ανατροπή του
νεοφιλελευθεριμού.

Σχετικά με μια θέση του ΣΥΡΙΖΑ

για το Ασφαλιστικό



Δημοσιεύτηκε στην Ε.Α. στις 31/10/07

Σ τη συνέντευξη Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ για το Ασφαλιστικό προβλήθηκε με
έμφαση (και την επόμενη μέρα έγινε πρωτοσέλιδο στην Αυγή) το αίτημα για
τη δημιουργία ενός «ασφαλιστικού κουμπαρά» που θα χρηματοδοτηθεί «από
τη μείωση των εξοπλισμών, τη φορολόγηση της μεγάλης ακίνητης
περιουσίας, τη φορολόγηση μερισμάτων και κινητών αξιών και από άλλους
πόρους» (μεταξύ των οποίων και τμήμα των προστίμων για… παραβάσεις του
ΚΟΚ), «κουμπαράς» που θα κλειδωθεί και θα ανοίξει για να χρησιμοποιηθεί
μετά το 2025, ή ακόμα το 2057, όταν –κατά τη φιλολογία του συρμού– τα
Ταμεία θα αντιμετωπίζουν κίνδυνο κατάρρευσης και θα χρειάζονται, λέει,
180 δισ. ευρώ. (Αλήθεια, όποιος τα υπολόγισε αυτά, με τι σταθερές,
π.χ., ύψος μισθών, ανεργία, ποσοστά ελαστικής και μαύρης εργασίας, τα
υπολόγισε;)


Δυστυχώς, η θέση αυτή –και κυρίως η ανάδειξή της ως κεντρικού
αιτήματος– γειτνιάζει επικίνδυνα με την αντίστοιχη του Μίμη Ανδρουλάκη
(που έχει δημόσια υιοθετηθεί από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ) και, ακόμα
χειρότερα, με της ΔΑΚΕ, που διά του Κ. Πουπάκη αναφέρεται στη
δημιουργία ανάλογου «κουμπαρά».


Όχι τυχαία. Η θέση για την κεντρική αξία ενός τέτοιου «κουμπαρά» είναι
υποχώρηση στη νεοφιλελεύθερη πίεση. Η Αριστερά και το οργανωμένο
εργατικό κίνημα υποστηρίζουν παραδοσιακά ότι το Ασφαλιστικό δεν είναι
ζήτημα πρόνοιας (ή, χειρότερα, φιλανθρωπίας). Είναι υποχρέωση των
εργοδοτών (που γι’ αυτό χρεώνονται με εργοδοτική εισφορά), του κράτους
(που γι’ αυτό χρεώνεται με κρατική συμμετοχή στη χρηματοδότηση) και
κατάκτηση των εργαζομένων (που γι’ αυτό πληρώνουν εργατική εισφορά). Αν
το σύστημα λειτουργούσε «κανονικά», ακόμα και με τα κριτήρια της
αγοράς, δεν θα είχε κανέναν λόγο να παρουσιάζει ελλείμματα, αλλά
αντίθετα θα ήταν πλεονασματικό. Αυτό τον ισχυρισμό αποδεικνύουν όλοι οι
κοινωνικοί προϋπολογισμοί μετά το 1993 (όπου όλα τα ταμεία παρουσιάζουν
πλεονασματικούς προϋπολογισμούς), αλλά και η διάθεση των ιδιωτικών
ασφαλιστικών εταιρειών να μπουν στο δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα, όχι
προφανώς για να συνεισφέρουν στα «ελλείμματα», αλλά για να διεκδικήσουν
τμήμα της τεράστιας αποταμίευσης που γίνεται στα ταμεία.


Οι λόγοι που το σύστημα στην πράξη παρουσιάζει ελλείμματα έχουν
αναδειχθεί στην ανάλυσή μας (εισήγηση Θεωνά): γιγάντια εισφοροδιαφυγή,
θηριώδης εισφοροκλοπή, καταλήστευση των αποθεματικών, ανασφάλιστη
εργασία, ελαστικοποιημένη εργασία. Η ανάλυση αυτή υποδεικνύει την
αναγκαία σήμερα πολιτική πρόταση της Αριστεράς: α) επιβολή δρακόντειας
πολιτικής διεκδίκησης των πόρων των ταμείων, β) σύνδεση του
Ασφαλιστικού με το εργασιακό (πάταξη ανασφάλιστης και μαύρης, μείωση
ελαστικής εργασίας), γ) εγγύηση (από το κράτος και τους εργοδότες) του
σημερινού επιπέδου ασφαλιστικού δικαιωμάτων, διεκδίκηση (από το κίνημα)
βελτιώσεων, με άμεση προτεραιότητα την αύξηση των απαράδεκτα χαμηλών
συντάξεων.
Αγαπητοί σ., η αναγνώριση των ελλειμμάτων ως αντικειμενικής
πραγματικότητας στα ταμεία είναι «βαρέλι χωρίς πάτο». Θα μας οδηγήσει
σε άτακτη πολιτική υποχώρηση. Αυτός ο κίνδυνος φαίνεται σε ορισμένες
λεπτομέρειες της πρότασης για τον «κουμπαρά». Σύμφωνα με την εισήγηση
του σ. Δ. Στρατούλη, η διοίκηση του «κουμπαρά» θα αποτελείται «κατά
πλειοψηφία από εκπροσώπους των ταμείων». Τι μας διασφαλίζει αυτό; Ας
μην ξεχνάμε ότι οι «εκπρόσωποι των ταμείων» πούλησαν σε μια νύχτα τα
αποθεματικά αγοράζοντας δομημένα. «Οι θεσμοθετημένοι πόροι θα
απαλλάσσονται από παντός είδους φορολογία». Τι είναι αυτό; Οι πόροι που
περιγράφονται δεν υπόκεινται προφανώς σε περαιτέρω φορολόγηση.
Αντίθετα, η πρόταση Ανδρουλάκη περιλαμβάνει κάποιου είδους «εισφορά»
επί των κερδών, δίνοντας ως αντάλλαγμα μεγαλύτερες φοροαπαλλαγές στις
επιχειρήσεις που θα δέχονται να «εισφέρουν». Μήπως μετακινούμαστε προς
τα εκεί, σε τράμπα μεταξύ ασφαλιστικών και φορολογικών υποχρεώσεων των
επιχειρήσεων; Τα ποσά που θα συγκεντρώνονται «θα επενδύονται σε ειδικά
ομόλογα δημοσίου» κ.λπ. Αλήθεια, τι θα προστατεύει αυτά τα ποσά από τις
σημερινές και μελλοντικές κυβερνήσεις; Μήπως ανοίγουμε το δρόμο –με
πρόσχημα τα ελλείμματα των ταμείων– για τη δημιουργία ενός θηριώδους
«αποθεματικού», που ο κάθε Αλογοσκούφης του μέλλοντος θα μπορεί να
«αξιοποιεί»;


Αλήθεια, όταν ανοίξει ο «κουμπαράς», τι θα βρούμε μέσα; Μήπως ομόλογα
25ετίας με δομημένους ή σύνθετους όρους που θα εξαερώνουν κάθε
προσδοκία;
Σύντροφοι, αυτοί οι πειρασμοί «νεωτερικών» αντιμετωπίσεων στο
Ασφαλιστικό πρέπει να αποφεύγονται. Η Αριστερά και τα συνδικάτα πρέπει
να επιμείνουν στις υποχρεώσεις των εργοδοτών και του κράτους απέναντι
στο δημόσιο σύστημα ασφλάλισης. Ο ρόλος των μαθητευόμενων μάγων που
υπόσχονται να λύσουν το Ασφαλιστικό με «νέες» οικονομικές ιδέες
ταιριάζει σε άλλους πολιτικούς χώρους.


Η θέση αυτή δεσμεύει μόνο τον ΣΥΝ και όχι τον ΣΥΡΙΖΑ συνολικά, αφού ποτέ και πουθενά δεν έχει εγκριθεί.

Σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία

Μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο

με την αγορά και το κοινοβούλιο;



Δημοσιεύτηκε στην Ε.Α. στις 20/02/08

Τ ο 5ο Συνέδριο του ΣΥΝ επιβεβαίωσε τη στρατηγική προς το «σοσιαλισμό
με ελευθερία και δημοκρατία». Η άποψη αυτή αναπτύχθηκε πριν από 40
χρόνια, κυρίως στα ευρωπαϊκά ΚΚ, αρχικά ως αντίβαρο στη σταλινική
καταπίεση στις χώρες του -τάχα- «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ήταν υποτίθεται
η διεκδίκηση ενός σοσιαλισμού «με ανθρώπινο πρόσωπο».

Ό μως ο Μπερλιγκουέρ, ο Καρίγιο, ο Μαρσαί (οι τότε ηγέτες του ρεύματος
του «Ευρωκομμουνισμού») έδωσαν ένα άλλο περιεχόμενο. Μετά το
πραξικόπημα στη Χιλή, το ΚΚ Ιταλίας προχώρησε στον «ιστορικό
συμβιβασμό». Διευκρίνισε ότι η «συμπλήρωση» του σοσιαλισμού με τα
προσδιοριστικά της «δημοκρατίας και της ελευθερίας» δεν απευθυνόταν
στους εργάτες και τα λαϊκά στρώματα, αλλά επίσης -και ίσως κυρίως- στις
κυρίαρχες τάξεις: διαβεβαίωνε ότι η κατάληψη της εξουσίας από την
Αριστερά θα γινόταν αποκλειστικά με τους κανόνες του κοινοβουλευτισμού
(«τέλος της εποχής της Οκτωβριανής Επανάστασης»), ότι θα εγγυόταν τις
«ελευθερίες» όλων των αστικών κομμάτων (συμπεριλαμβανομένης της Δεξιάς)
και του Τύπου και δεν θα έθιγε το «δικαίωμα» της ιδιοκτησίας και -κατά
συνέπεια- την οικονομική κυριαρχία της «αγοράς». Ήταν φανερό ότι δεν
επρόκειτο πλέον για μια «καινοτομία» στη συζήτηση για το δρόμο προς το
σοσιαλισμό, αλλά για μια βαθιά θεωρητική αναθεώρηση της ίδιας της
έννοιας του σοσιαλισμού. Το κοινοβούλιο και η αγορά είναι θεσμοί
φτιαγμένοι για την κυριαρχία των καπιταλιστών και παντελώς ακατάλληλοι
για την πάλη των εργατών για την κατάργηση της εκμετάλλευσης και της
καταπίεσης ανθρώπου από άνθρωπο.


Σήμερα, ο Φ. Κουβέλης μπορεί να δηλώνει: «ο σοσιαλισμός με δημοκρατία
και ελευθερία δεν αποτελεί «κλειστό» σύστημα, δεν προϋποθέτει την
καταστροφή του καπιταλισμού για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού…». Όμως,
οι χιλιάδες και χιλιάδες εργαζόμενοι και νέοι που κατανοούν ότι για να
απελευθερώσουν τον εαυτό τους οφείλουν να εργαστούν για την «καταστροφή
του καπιταλισμού» πρέπει να βρουν τα εφόδια να ξεπεράσουν την
ευρωκομμουνιστική στρατηγική.
Οι απόψεις του Μαρξ, του Λένιν, του Τρότσκι, της Ρόζας, του Γκράμσι για
την εργατική εξουσία και την εργατική δημοκρατία δίνουν τις απαντήσεις
στις δικαιολογημένες αντιαυταρχικές ευαισθησίες του κόσμου της
Αριστεράς. Όμως με τη βουλή και την αγορά δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον
κόσμο.

Επανέρχεται η συζήτηση για «πολυκομματική κυβερνώσα πλειοψηφία»

Ποιους συμφέρει η κεντροαριστερά;



Δημοσιεύτηκε στην Ε.Α. στις 23/01/08

Επισήμως, οι αποφάσεις των συνεδρίων των κομμάτων της Αριστεράς έχουν
κλείσει τη συζήτηση για την προοπτική συγκυβέρνησης μαζί με το ΠΑΣΟΚ,
τη διαβόητη κεντροαριστερή στρατηγική. Ουσιαστικά όμως -όπως φάνηκε και
στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του Κ. Λαλιώτη- η συζήτηση
συνεχίζεται.

Ο Κ. Λαλιώτης, παρουσιάζοντας το βιβλίο του «Η πυξίδα – το διαχρονικό
ΠΑΣΟΚ», δήλωσε: «Η πολυκομματική κυβερνώσα Κεντροαριστερά σε πολλές
χώρες της Ευρώπης είναι μια πραγματικότητα. Γιατί να μην προχωρήσουμε
και στην Ελλάδα; Σε αυτό το θεμελιακό ερώτημα οφείλουμε να απαντήσουμε
όλοι». Ο γκουρού του κομματικού μηχανισμού του ΠΑΣΟΚ συμπλήρωσε: «Οι
προγραμματικές συγκλίσεις μαζί με τις αντίστοιχες και αναγκαίες
πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες αποτελούν τη λυδία λίθο για να
οδηγηθούμε σε μια σύγχρονη ριζοσπαστική πλειοψηφική πολυκομματική
Κεντροαριστερά…».


Αυτές τις προτάσεις συμμερίστηκαν στην ίδια συζήτηση ο Κ. Σκανδαλίδης,
ο Δημ. Ρέππας και ο Α. Λοβέρδος (δηλαδή, ως άθροισμα, το «όλον ΠΑΣΟΚ»),
ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε την πρόταση του Γ. Παπανδρέου προς την ηγεσία
του ΣΥΝ για «σύσταση κοινών επιτροπών διαβούλευσης και διαλόγου».


Στη πρόταση ανταποκρίθηκε άμεσα ο πρώην Πρόεδρος του ΣΥΝ, Ν.
Κωνσταντόπουλος, υπογραμμίζοντας ότι: «Ο σημερινός εκλογικός νόμος
δίνει τη δυνατότητα για μια προεκλογική συνεργασία για τη διαμόρφωση
ενός ευρύτατου εκλογικού σχήματος που θα συμπεριλαμβάνει όλες τις
δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, της δημοκρατικής ανανεωτικής αριστεράς
και των νέων ριζοσπαστικών κινημάτων» και ζήτησε μια «νέα προγραμματική
πρόταση εναλλακτικής πολυκομματικής διακυβέρνησης και προοδευτικής
πλουραλιστικής πλειοψηφίας». Λίγες ημέρες αργότερα, με συνέντευξή του
στην «Ελευθεροτυπία», ο Ν. Κωνσταντόπουλος πρότεινε τη δημιουργία ενός
«νέου κόμματος» από τις δυνάμεις που προανέφερε.


Συνασπισμός


Ασφαλώς θα ήταν άδικο να ισχυριστούμε ότι η άποψη Κωνσταντόπουλου
εκφράζει σήμερα κεντρικό ρεύμα στον Συνασπισμό. Το 4ο συνέδριο απέρριψε
τις θέσεις αυτές και η μέχρι σήμερα πολιτική του Αλ. Αλαβάνου δεν
δημιούργησε προβλήματα σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα. Όμως, θα ήταν επίσης
άδικο να ισχυριστούμε ότι στο Συνασπισμό έχουν κλείσει με σταθερότητα
το ζήτημα, ότι (έστω για την παρούσα πολιτική περίοδο…) έχουν
αποκλείσει την (επι)στροφή στην κεντροαριστερά. Για να δούμε αυτήν την
αντιφατικότητα, ας πάρουμε ως παράδειγμα ορισμένες βασικές τοποθετήσεις
του Αλ. Αλαβάνου στη Βουλή:


Στη συζήτηση για τον Προϋπολογισμό, ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής
ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ ολοκλήρωσε την ομιλία του με την έκκληση για ανατροπή
«από τα κάτω» της κυβέρνησης Καραμανλή και της πολιτικής τους, καλώντας
σε συνέχεια του δρόμου που έδειξε η μεγάλη πανεργατική απεργία της
12/12. Ήταν μια σαφής και σωστή τοποθέτηση, από αυτές που ενισχύουν το
ρεύμα προς τη ριζοσπαστική Αριστερά, από αυτές που ενισχύουν πολιτικά
(ακόμα και εκλογικά) το ΣΥΡΙΖΑ. Η διαφορά με τη γενικόλογη (τάχα
«αντικαπιταλιστική») ρητορεία της Αλ. Παπαρήγας ήταν ολοφάνερη.


Στη συζήτηση για το σκάνδαλο Ζαχόπουλου, ο Αλ. Αλαβάνος ζήτησε -και
σωστά!- «να φύγει αυτή η Κυβέρνηση». Όμως συνέχισε: «Πιστεύουμε ότι
υπάρχει εναλλακτική λύση… Καλούμε τους πολίτες να συνεχίσουν να
ενισχύουν τις δυνάμεις της ενωτικής ριζοσπαστικής Αριστεράς ως ένα
πυρήνα μιας νέας πλειοψηφίας που θα δώσει την εναλλακτική λύση στον
τόπο μας». Αυτή η πρόταση έχει πολλά και επικίνδυνα κενά που
«επικοινωνούν» με την άποψη Κωνσταντόπουλου: ποιες θα είναι οι δυνάμεις
που θα συγκροτήσουν αυτή τη «νέα πλειοψηφία»; Ποια θα είναι η
«εναλλακτική λύση» στον Καραμανλή; Μπορεί η ριζοσπαστική Αριστερά να
είναι «πυρήνας» μιας νέας κυβέρνησης; Με ποια πολιτική, ποιες
προϋποθέσεις, ποιες ανατροπές;

Μαρξισμός


Για να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα, η Αριστερά οφείλει να παραμείνει σταθερή σε μια σειρά βασικές θέσεις:
* Μια πρώτη θέση -που προκύπτει από το μαρξισμό και την πολιτική
παράδοση του κινήματος- είναι η εκτίμηση ότι στον καπιταλισμό την
πραγματική εξουσία δεν κατέχει η εκάστοτε «κοινοβουλευτική πλειοψηφία».
Την έχουν οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες, αυτοί που ελέγχουν την
οικονομία, την παραγωγή και (τελικά) το κράτος. Η κυρίαρχη τάξη τα
τελευταία 20 χρόνια δεν παίζει με «πειραματισμούς» και
διαπραγματεύσεις. Μένει αυστηρά προσηλωμένη στη σκληρή αντεργατική
πολιτική που ονομάστηκε νεοφιλελευθερισμός. Και έχει χιλιάδες τρόπους
να επιβάλει αυτήν την πολιτική σε κάθε κυβερνητικό κόμμα, συνασπισμό ή
«κυβερνώσα πλειψηφία».

* Μια δεύτερη θέση -που προκύπτει αβίαστα από την ευρωπαϊκή πολιτική
ιστορία των τελευταίων χρόνων- είναι ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα
πήραν ενεργό μέρος στην επιβολή της νεοφιλελεύθερης επίθεσης. Για την
ακρίβεια, οι πρώτες μεγάλες κατακτήσεις του νεοφιλελευθερισμού έγιναν
στην εποχή όπου στις 13 από τις 15 -τότε- χώρες της Ε.Ε. υπήρχαν
σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις. Αυτό το γεγονός σηματοδότησε τη ραγδαία
μετατόπισή τους προς τα δεξιά, την υποβάθμιση των σχέσεων τους με τα
συνδικάτα, την υποτίμηση των σχέσεων τους με την εργατική βάση, τον
οργανωτικό εκφυλισμό τους κ.λπ.

Ανατροπή


Αυτή η μετάλλαξη είχε ως συνέπεια το γεγονός ότι οι «συμμαχικές»
κυβερνήσεις που στηρίζονταν στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα όχι μόνον δεν
αποδείχθηκαν «προοδευτικές» αλλά, αντίθετα, υπήρξαν σκληρά
νεοφιλελεύθερες, με δυσδιάκριτες διαφορές από τις καθαρόαιμες
συντηρητικές κυβερνήσεις. Οι δυνάμεις της μη -σοσιαλδημοκρατικής
αριστεράς που συμμετείχαν σε αυτούς τους «πειρασμούς» πλήρωσαν βαρύ
τίμημα (τόσο το ΚΚ Γαλλίας χθες, όσο και οι σύμμαχοι του Πρόντι στην
Ιταλία σήμερα…).


* Οι εργαζόμενοι και η νεολαία σήμερα χρειάζονται την Αριστερά ως
πολιτικό εργαλείο για την ανατροπή του νεοφιλελευθισμού, για την
ανατροπή της δικτατορίας των κερδών και της αγοράς πάνω στους ανθρώπους
και στις ανάγκες τους. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζονται την αριστερά ως
πολιτικό ρεύμα αντίστασης και ανατροπής. Όχι ως δύναμη «υπευθυνότητας»,
ως παράγοντα εκπόνησης κυβερνητικών σεναρίων μέσα στις δίνες των
πολιτικών και οικονομικών κρίσεων. Σε αυτές τις δίνες δεν υπάρχει
«πρόγραμμα» που θα εκπροσωπεί δίκαια και τους καπιταλιστές και τους
εργάτες, δεν υπάρχει «συμβόλαιο» που θα ικανοποιεί και τους από πάνω
και τους από κάτω.


Ο ΣΥΡΙΖΑ έδειξε στις εκλογές της 16/9 (και σε όλες τις δημοσκοπήσεις
στη συνέχεια) ότι μπορεί να συγκροτήσει ορμητικό πολιτικό ρεύμα. Αυτή η
επιτυχία στηρίχθηκε στην απόρριψη της κεντροαριστερής στρατηγικής, στη
στροφή προς τη ριζοσπαστική Αριστερά που οικοδομήθηκε στο νέο διεθνές
κίνημα. Οι «κυβερνητικοί» προβληματισμοί θα ακύρωναν αυτή την
κατάκτηση, θα οδηγούσαν σε μια δικαιολογημένη κρίση εμπιστοσύνης του
κόσμου προς το ΣΥΡΙΖΑ. Κατά συνέπεια θα οδηγούσαν σε μια ραγδαία
πολιτική (και εκλογική) κατάρρευση. Όπως συνέβει παλιότερα και στους
καθαρόαιμους εκφραστές αυτών των απόψεων μέσα στην αριστερά, που
-αναζητώντας τα μεγάλα ακροατήρια και τους μεγάλους ρόλους- βρέθηκαν
στα όρια της πολιτικής επιβίωσης ή στις αποθήκες του ΠΑΣΟΚ.

 


Η θέση της ΔΕΑ


* Η Αριστερά μπορεί να αναπτυχθεί μόνον ως δύναμη αντίστασης και ανατροπής.
*
Η τακτική μας απέναντι στην κοινωνική βάση του ΠΑΣΟΚ αποσκοπεί στον
απεγκλωβισμό κόσμου από τη σοσιαλδημοκρατική πολιτική και όχι στον
επανεγκλωβισμό της Αριστεράς στην πολιτική της σοσιαλδημοκρατικής
ηγεσίας.
* Οι «θετικές» προτάσεις μας, οι μεταρρυθμίσεις που διεκδικούμε είναι
τα άμεσα και συγκεκριμένα αιτήματα του κόσμου και του κινήματος και όχι
αφηρημένα σχέδια διαταξικών –τάχα- λύσεων στα αδιέξοδα του συστήματος.
* Η Αριστερά δεν είναι ασφαλώς αδιάφορη στο ζήτημα της εξουσίας. Όμως
οι κυβερνήσεις στις οποίες μπορεί να φιλοδοξεί να συμμετάσχει είναι
μόνον οι εργατικές κυβερνήσεις. Κυβερνήσεις, δηλαδή, που στηρίζονται
στις κοινωνικές ανατροπές και όχι στους συμβιβασμούς με τους
πραγματικούς κατόχους της εξουσίας μέσα στον καπιταλισμό.

 

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να συνεχίσει ως...Αντιπολίτευση για την ανατροπή
του νεοφιλελευθερισμού

 

Συντρόφισσες και σύντροφοι, εκ μέρους της ΔΕΑ να χαιρετήσω και εγώ την πρώτη Πανελλαδική Σύσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ.

Η μεγάλη συμμετοχή κόσμου της Αριστεράς στις τοπικές συνελεύσεις, το πλήθος και ο παλμός που γεμίζει την αίθουσα της 1ης Πανελλαδικής Σύσκεψης, επιβεβαιώνουν το ανοδικό ρεύμα, την πολιτική επιτυχία του εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ. Και είναι κατά τη γνώμη μας ιδιαίτερα θετικό το γεγονός ότι το ανοδικό ρεύμα που παρουσιάζουν οι δημοσκοπήσεις δεν περιορίζεται σε αφηρημένα μεγέθη, όπως η πρόθεση ψήφου, αλλά ήδη μεταφράζεται σε συγκεκριμένη συμμετοχή του κόσμου της Αριστεράς στις διαδικασίες του ΣΥΡΙΖΑ. Χρεωνόμαστε ήδη τις ελπίδες ενός πλατιού τμήματος των εργαζομένων και της νεολαίας και αυτό μας γεμίζει χαρά γιατί αποτελεί ένα πολιτικό όπλο για όλους μας, αλλά μας γεμίζει και με ευθύνη γιατί είναι φανερό ότι θα κληθούμε να αναμετρηθούμε σε υψηλότερο επίπεδο.


Τίποτα δεν θυμίζει τις δυσκολίες του 2004, όταν ξεκίναγε το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, τότε που τα στοιχήματα έμοιαζαν δύσκολα και αμφιλεγόμενα. Η επιλογή της συγκρότησης ενός ενιαιομετωπικού σχήματος της Αριστεράς στο πολιτικό πεδίο, έχει σήμερα δικαιωθεί.


Η δικαίωση αυτή στηρίχθηκε σε δύο πυλώνες. Αφενός, στην ενότητα δράσης. Κατανοήσαμε και αποδεχθήκαμε το αίτημα του κόσμου για ενότητα στη δράση της Αριστεράς όχι με αμυντικό και μίζερο τρόπο, αλλά με επιθετικό και πολιτικά δημιουργικό τρόπο. Όχι σαν ένα χαλαρό εκλογικό μέτωπο, όχι μόνο για να ξεπεράσουμε κάποιες κρίσιμες εκλογικές δοκιμασίες, αλλά σαν μια ευρύτερη προσπάθεια για να ανατραπεί η νεοφιλελεύθερη επιθετικότητα. Η κατανόηση του ΣΥΡΙΖΑ σαν μια δύναμη στήριξης της κλιμάκωσης της μαζικής αντίστασης, σαν το αναγκαίο στήριγμα των αγώνων, αποδείχθηκε επιτυχής και πολιτικά αποδοτική.
Όμως ο δεύτερος πυλώνας της επιτυχίας ήταν η επιλογή της ριζοσπαστικής αριστερής πολιτικής. Της πολιτικής που αναζητούσαν, που επιδίωκαν, που υπαγόρευαν οι αγώνες για το άρθρο 16, οι απεργίες, οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις, το αξέχαστο τέταρτο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ στην Αθήνα, ενάντια στην νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον ρατσισμό. Οι σημερινές πολιτικές επιτυχίες βασίζονται στη ριζοσπαστική αριστερή πολιτική και αυτό δεν πρέπει να το ξεχάσουμε μπροστά στις δοκιμασίες που έρχονται.


Σήμερα όλοι μας ρωτάνε για την προοπτική και τις εναλλακτικές λύσεις που υποστηρίζουμε. Η συζήτηση για την εξουσία και την κυβέρνηση ανοίγει φυσιολογικά. Η συζήτηση αυτή είναι καλοδεχούμενη. Η Αριστερά στις καλύτερες της εποχές είχε πάντα στρατηγική απάντηση, είχε θέση για το πώς μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Και τη συζήτηση αυτή είμαστε πρόθυμοι να την ανοίξουμε ξανά με συντροφικό και δημιουργικό τρόπο, μέσα στον πλατύτερο κόσμο της Αριστεράς. Αρκεί να μην ξεχνάμε ότι υπάρχει μια σαφής διάκριση ανάμεσα στην πραγματική εξουσία και την κυβέρνηση.
Μέσα στον καπιταλισμό την εξουσία την έχουν οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες, οι δυνάμεις του κεφαλαίου. Όλο το πολιτικό σύστημα οργανώνεται με τρόπο που να συσκοτίζει αυτήν την πραγματικότητα. Όμως οι προσπάθειές τους δεν είναι πάντα επιτυχείς.


Σε συνθήκες κρίσης –όπως αυτές που διαμορφώνονται σήμερα- οι καπιταλιστές υπαγορεύουν σχεδόν άμεσα τις κρίσιμες πολιτικές επιλογές παρά τα προεκλογικά προγράμματα των κομμάτων εξουσίας, παρά τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς, παρά τις δεσμεύσεις των πρωθυπουργών που διαδοχικά αναδεικνύονται κενές δημαγωγίες. Στο πρόβλημα αυτό η διακήρυξη του ΣΥΡΙΖΑ απαντά με τη διεκδίκηση του σοσιαλισμού με ελευθερία και δημοκρατία. Είναι μια απάντηση που πρέπει να συζητήσουμε καλύτερα στη συνέχεια. Ασφαλώς όχι τόσο ως προς τον σοσιαλισμό που πρέπει να αποτελεί σταθερή στρατηγική αναφορά μας. Κυρίως όμως ως προς μια σαφέστερη απάντηση στο ερώτημα αν μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο μέσα από τους θεσμούς του αστικού κοινοβουλίου και της αγοράς.


Όμως σύντροφοι, στα τελευταία χρόνια αντιμετωπίσαμε ένα πιο συγκεκριμένο πρόβλημα. Η Αριστερά κλήθηκε στην κυβερνητική εξουσία σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσα από προγραμματικές συμφωνίες με τη σοσιαλδημοκρατία στα πλαίσια της κεντροαριστερής στρατηγικής. Οι κυβερνήσεις αυτές δεν αποδείχθηκαν χρήσιμες για τον κόσμο μας, δεν αποτέλεσαν ούτε καν αμυντικό ανάχωμα ενάντια στην νεοφιλελεύθερη επιθετικότητα. Αντίθετα σε κάποιες περιπτώσεις λειτούργησαν ως δούρειοι ίπποι για να καμφθούν οι αντιστάσεις των εργαζομένων απέναντι σε κρίσιμες επιθέσεις του νεοφιλελευθερισμού. Τα αποτελέσματα για την Αριστερά που μπήκε σε αυτούς τους πειρασμούς, με τελευταίο παράδειγμα την ιταλική περίπτωση ήταν καταστροφικά. Ο κυβερνητισμός -όχι τυχαία- είναι μια έννοια χρωματισμένη αρνητικά στον κόσμο της βάσης του κινήματος και της Αριστεράς. Τον παράγοντα αυτό, οφείλουμε να πάρουμε ιδιαίτερα υπόψη στη διαμόρφωση της τακτικής μας.


Μπαίνουμε σε μια κρίσιμη περίοδο. Η έφοδος στο ασφαλιστικό, η διαρκής λιτότητα, οι άγριες περικοπές των κοινωνικών δαπανών, η ραγδαία ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, περιγράφουν το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο κόσμος μας. Η αντίσταση μπορεί και πρέπει να κλιμακωθεί όπως δείχνουν οι ποιοτικά νέες μορφές αγώνα που αναπτύσσονται στη ΔΕΗ, στους ΟΤΑ κ.λπ. Γνώμη μας είναι ότι σε αυτά τα φαινόμενα πρέπει να εστιάσει την προσοχή του ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο κόσμος μας χρειάζεται μια αποτελεσματική και μαχητική, κοινωνική και πολιτική αντιπολίτευση με στόχο την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού. Αυτή η πολιτική είναι η χρήσιμη πολιτική, η τακτική που αλλάζει το τοπίο, η τακτική που μπορεί να χτίσει τον ΣΥΡΙΖΑ ως σταθερή πολιτική δύναμη και όχι ως ένα χαλαρό, θελκτικό -αλλά με τον κίνδυνο της προσωρινότητας- εκλογικό σχήμα.
Μια τέτοια τακτική, όπως έχει ήδη δείξει η πορεία μας απαντά με τον καλύτερο τρόπο στα ζητήματα της διεύρυνσης. Διεκδικώντας αντινεοφιλελεύθερες νίκες μπορούμε να γίνουμε πόλος συσπείρωσης του κόσμου που απελευθερώνεται από τη σοσιαλδημοκρατία, του κόσμου της νεολαίας, του κόσμου των κινημάτων. Προϋπόθεση είναι να συγκεντρώσουμε περισσότερο την προσοχή μας στα ζητήματα της κοινωνικής αντίστασης. Ακόμα, να ξεριζώσουμε μέσα από τις γραμμές μας την επιρροή των νεοφιλελεύθερων ιδεών, των απόψεων περί της υπεροχής της αγοράς, που αναπτύχθηκαν στις δύσκολες δεκαετίες του ’80 και του ’90.


Ένα ακόμα κρίσιμο πρόβλημα που θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε σε αυτή την Πανελλαδική Σύσκεψη είναι τα ζητήματα της συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ. Πρέπει να διασφαλίσουμε την δυνατότητα συμμετοχής, την ανάληψη πρωταγωνιστικού πολιτικού ρόλου, για το ανένταχτο δυναμικό του κόσμου της Αριστεράς που προσεγγίζει τον ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, χωρίς αδιέξοδες υπερβάσεις, χωρίς δημαγωγικές υποσχέσεις για προβλήματα που δεν μπορούν, τουλάχιστον δεν μπορούν ακόμα, να επιλυθούν. Η ΔΕΑ υποστηρίζει τις προτάσεις της Συντονιστικής Γραμματείας σε αυτά τα ζητήματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να συνεχίσει και να οικοδομηθεί ως ένα Ενιαίο Μέτωπο της Αριστεράς στο πολιτικό πεδίο και στο κίνημα αντίστασης.


Όπως εύστοχα υπογραμμίστηκε, είμαστε όλοι μας υπό δοκιμή. Όμως σε νέες συνθήκες: πάνω μας συγκεντρώνεται η προσοχή και οι ελπίδες ενός μεγάλου τμήματος των δυνάμεων αντίστασης. Οφείλουμε όλοι να δώσουμε τον καλύτερό μας εαυτό για να μην διαψεύσουμε αυτές τις προσδοκίες.

Μαρία Μπόλαρη
(απόσπασμα από την εισήγηση της ΔΕΑ κατά την έναρξη της 1ης Π.Σ.)

 

 

Άλλο κυβερνητική, άλλο πραγματική εξουσία

 

Το ταξίδι προς τη σημερινή επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, άρχισε λίγο πριν από το 2004. Οι οργανώσεις και οι ανένταχτοι που ξεκινήσαμε τότε αυτό το δύσκολο και αβέβαιο στοίχημα, άνοιξαν δρόμους - δρόμους που σήμερα αναδεικνύονται ως αναμφισβήτητοι, όμως τότε έμοιαζαν εξαιρετικά αμφιλεγόμενοι.

 

Η ΔΕΑ «διδάχθηκε» από το διεθνές κίνημα την άποψη ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη σημερινή περίοδο με την τακτική του Ενιαίου Μετώπου σε κινηματικό (Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ) αλλά και στο Πολιτικό πεδίο (Χώρος Διαλόγου και αργότερα ΣΥΡΙΖΑ). Τον δρόμο μας τον έδειξε η Γένοβα, η Φλωρεντία, η Θεσσαλονίκη, η Αθήνα του 4ου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ.
Θα σταθώ σε ένα ζήτημα, όπου αντιμετωπίζουμε σοβαρό πρόβλημα. Πρόβλημα που δεν περιορίζεται στην αντιπαράθεση μεταξύ «συνιστωσών», αλλά διατρέχει οριζόντια τον κόσμο, τις συζητήσεις και τις αγωνίες της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ: Η προβληματική γύρω από την ιδέα για την κυβέρνηση της Αριστεράς δημιουργεί πολύ σοβαρά ζητήματα. Θα κάνω τρία σχόλια:


Α) Ο κόσμος κατανοεί κάθε πολιτική πρόταση με τον πιο απλό και πιο ρεαλιστικό τρόπο με τον οποίο αυτή μπορεί να υλοποιηθεί. Έτσι η πρόταση για «κυβέρνηση της Αριστεράς με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ» πυροδοτεί την καχυποψία του κόσμου (δικαιολογημένη, παλιότερα, από την πολιτική του ΣΥΝ…) ότι δεν έχουμε ειλικρινά κόψει τις γέφυρες με την κεντροαριστερά. Ο κόσμος φοβάται ότι με την πρόταση αυτή είναι πιθανόν να ετοιμάζουμε «στροφή» προς τη συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ.
Γνωρίζω ότι η πολιτική απόφαση του 5ου Συνέδριου του ΣΥΝ έχει περιγράψει τις πολιτικές και κοινωνικές προϋποθέσεις για τη διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας, γνωρίζω ότι τα βασικά στελέχη που εισηγήθηκαν αυτήν την πολιτική επαναλαμβάνουν -ειλικρινά- σε όλους τους τόνους ότι δεν εννοούν «συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ». Όμως ακόμα και το γεγονός ότι υποχρεώνονται όλο και συχνότερα να κάνουν αυτή τη δήλωση, αποδεικνύει ότι υπάρχει θέμα.


Β) Για τη στήριξη της πρότασης αυτής κυκλοφορεί μια ανάλυση που σημειώνει τη τάση «διάλυσης» (για να είμαστε ακριβείς τη γρήγορή φθορά) του ΠΑΣΟΚ, την έλλειψη εναλλακτικής λύσης για την κυρίαρχη τάξη, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι είναι πιθανό να «εκτοξευτεί» η Αριστερά στην κυβερνητική εξουσία μέσα από την εκλογική διαδικασία.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για την ελπίδα να κληρονομήσει η Αριστερά το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό μπορεί να συμβεί, αλλά συνήθως με τη σοσιαλδημοκρατικοποίηση της Αριστεράς.

Λατινική Αμερική


Ένα καλό παράδειγμα μας έρχεται από τη Λατινική Αμερική. Στη Βραζιλία, το Κόμμα των εργαζομένων (PT) υπήρξε ένα ριζοσπαστικό κόμμα, με πρόεδρο τον «αντάρτη» Λούλα και ακόμα μια ισχυρή τροτσκιστική πτέρυγα (τμήμα της 4ης Διεθνούς). Με το κενό της σοσιαλδημοκρατίας και την οξύτατη πολιτική πόλωση, «εκτοξεύτηκε» εκλογικά στην κυβερνητική εξουσία. Λειτούργησε και λειτουργεί σαν ένα τυπικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, καθοδηγώντας έναν νεοφιλελεύθερο καλπασμό της βραζιλιάνικης κυρίαρχης τάξης στο διεθνή ανταγωνισμό. Ο «τροτσκιστής» υπουργός Γεωργίας (και επίτηδες χρησιμοποιώ ως παράδειγμα το λάθος ενός ιδεολογικά συγγενούς προς εμάς πολιτικού ρεύματος) έφτασε στο κατάντημα να στείλει το στρατό ενάντια στους ακτήμονες αγρότες που είχαν καταλάβει τη γη των τσιφλικάδων. Αντίστοιχα και χειρότερα «ολισθήματα» θα βρούμε στην ηγεσία της ιταλικής Κομμουνιστικής Επανίδρυσης που συμμετείχε στην κυβέρνηση Πρόντι.


Η αριστερά για να μείνει πιστή στα αιτήματα του κόσμου της οφείλει να επιδιώξει πραγματικά να αλλάξει τον κόσμο και όχι να κληρονομήσει το ρόλο των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Και για να το πετύχει αυτό οφείλει να μην ξεχνά την παλιά μαρξιστική ανάλυση που διδάσκει ότι, μέσα στον καπιταλισμό, άλλο πράγμα είναι η κυβερνητική εξουσία και άλλο πράγμα η πραγματική εξουσία, που διατηρούν πάντα οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες.


Γ) Η προβληματική περί κυβέρνησης μας αποπροσανατολίζει από τα πιεστικά τρέχοντα καθήκοντα. Συμφωνούμε απολύτως με τη δήλωση του Αλ. Αλαβάνου ότι πρέπει να επιδιώξουμε την ανατροπή της κυβέρνησης Καραμανλή. Πως όμως θα γίνει αυτό;
Είναι κοινή διαπίστωση ότι τα τελευταία 20 χρόνια οι κυρίαρχες τάξεις στην Ευρώπη δεν «διαπραγματεύονται». Υπαγορεύουν και επιβάλλουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, συχνά αδιαφορώντας για το «πολιτικό κόστος» που αυτό επιφέρει στο πολιτικό προσωπικό τους. Επί 20 χρόνια -και αυτό εν μέρει εξηγεί την κρίση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων- γνωρίζουμε πολλούς «μεταρρυθμιστές» χωρίς όμως να βλέπουμε πραγματικές μεταρρυθμίσεις.


Για να υλοποιήσουμε τους πιο απλούς και μεταρρυθμιστικούς στόχους του κόσμου μας (π.χ. ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς ή να γίνουν οι αναγκαίες προσλήψεις στα νοσοκομεία κ.λπ.) οφείλουμε να συγκρουστούμε και να ανατρέψουμε το νεοφιλελευθερισμό. Στόχους που παλιότερα διεκδικούσαν τα συνδικάτα και τα ρεφορμιστικά κόμματα με διαπραγματεύσεις, σήμερα ο κόσμος γνωρίζει ότι για να τους κατακτήσει πρέπει να μπει σε διαδικασία ανατροπής της πολιτικής της κυρίαρχης τάξης και των κυβερνήσεων της. Έχουμε δεσμευτεί στα αιτήματα του κόσμου, έχουμε δεσμευτεί στην πάλη για την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού. Όμως, συντρόφισσες και σύντροφοι, δεν υπάρχει Αριστερά που να αξίζει το όνομά της και τις σημαίες της, που να μπαίνει σε μια διαδικασία ανατροπής και να βάζει όρια, στάδια, σινικά τείχη ανάμεσα στην ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού και τη διεκδίκηση της δικής της στρατηγικής για την κοινωνία. Αυτό είναι το νήμα που συνδέει την πάλη για τα σημερινά καθήκοντα με την πάλη για το σοσιαλισμό, με τη διεκδίκηση της συνολικής απελευθέρωσης από την εκμετάλλευση και την καταπίεση.


Συντρόφισσες και σύντροφοι, η σημερινή επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ έχει ερμηνεία. Στηρίζεται στην ταύτισή μας με το διεθνές κίνημα, στην ταύτισή μας με το κίνημα για το 16 και τις απεργίες. Στηρίζεται ακόμα και στο «πάρτα πίσω» και στο «είσαι νονός» που με θράσος πέταξε ο Αλαβάνος στα μούτρα του Καραμανλή. Το ανοδικό ρεύμα στις δημοσκοπήσεις στηρίζεται δηλαδή στο ότι λειτουργήσαμε επιτέλους ως μη ελεγχόμενη αντιπολίτευση.
Ο κόσμος μας χρειάζεται μια μαζική, αποτελεσματική, μαχητική, πολιτική και κοινωνική αντιπολίτευση. Και έτσι πρέπει να συνεχίσουμε.


Αντώνης Νταβανέλλος
(απόσπασμα από προφορική
παρέμβαση στην 1η Π.Σ.)

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ και το εργατικό κίνημα

 

Ο κόσμος, εγκαταλείποντας τα δύο κόμματα που άσκησαν την εξουσία, στρέφεται προς τα Αριστερά.

Στη βάση αυτής της εξέλιξης βρίσκεται η κρίση της πολιτικής και των ιδεών του νεοφιλελευθερισμού στις συνειδήσεις ενός πλατιού τμήματος των εργαζομένων και της νεολαίας. Η κατεδάφιση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, η ακρίβεια, η διαρκής λιτότητα, οι ιδιωτικοποιήσεις, η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, οι περικοπές των κοινωνικών δαπανών, αναγνωρίζονται πλέον από τον κόσμο ως συνθήματα μιας σκληρής ταξικής επίθεσης και όχι ως συντεταγμένες ενός μονόδρομου, μιας «αναπτυξιακής» πολιτικής που θα μεγάλωνε τάχα την πίτα για όλους. Η στροφή αριστερά στηρίζεται στην αντινεοφιλελεύθερη διάθεση που εκφράστηκε στους αγώνες και ιδιαίτερα στο άρθρο 16, στην γενικευμένη αγανάκτηση που εκφράστηκε με τα 2,5 εκατομμύρια των απεργών στις 12 Δεκέμβρη και θα επαναληφθεί ξανά στις 19 Μάρτη.


Ομως η οργανωμένη σχέση μας με τον κόσμο των αντιστάσεων είναι ακόμα πολύ αδύναμη. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ –πέρα από τις εκλογικές επιτυχίες και τη διαρκή άνοδο στις δημοσκοπήσεις– δεν έχει κατορθώσει ακόμα να οδηγήσει το κίνημα (με μοναδική εξαίρεση εμμέσως στο άρθρο 16) σε κάποια χειροπιαστή νίκη, σε κατακτήσεις που να «αλλάζουν την υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων».


Οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ οφείλουν να παραμείνουν συγκεντρωμένες στο καθήκον από το οποίο απέχουμε ακόμα κατά πολύ: την ανάπτυξη μιας σκληρής κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης με στόχο την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού, με στόχο νίκες για τον κόσμο μας στα μέτωπα του εισοδήματος, των εργασιακών σχέσεων, των κοινωνικών δικαιωμάτων, των ιδιωτικοποιήσεων κ.λπ. Αυτή είναι η πολιτική που «αλλάζει το τοπίο» με ουσιαστικό, σταθερό και αποδοτικό τρόπο.


Άμεσα συνδεδεμένη με το ζήτημα της πολιτικής κατεύθυνσης και της απόρριψης της κεντροαριστεράς και του κυβερνητισμού είναι η συζήτηση για το πρόγραμμα. Η συζήτηση που ήδη γίνεται στις τοπικές και στις κλαδικές συνελεύσεις θα πρέπει να κλιμακωθεί μέσα από τις διαδικασίες της Π.Σ και στις νέες τοπικές και στις κλαδικές συνελεύσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται να εκπονήσει ένα πρόγραμμα με την αυστηρή και ουσιαστική έννοια του όρου. Αυτό θα προϋπέθετε μια μεγαλύτερη από τη σημερινή ενοποίηση της δράσης μας στους χώρους της εργασίας, της εκπαίδευσης και στις συνοικίες. Παρ’ όλα αυτά, όπως φάνηκε στις συσκέψεις το ζήτημα αυτό έχει ωριμάσει, πρέπει και μπορούν να γίνουν βήματα.
Στη διαδικασία της Π.Σ. πρέπει να ξεκαθαρίσουν κάποιες βασικές επιλογές:


α) Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να εγκαταλείψει κάθε συντηρητισμό και να ταυτιστεί σε μεγαλύτερο βαθμό με τα άμεσα αιτήματα του κόσμου που εκφράζονται στις απεργίες και στις διαδηλώσεις. Να γίνουν οδηγός μας τα αιτήματα του κόσμου στο πεζοδρόμιο, στις συνελεύσεις, στις συγκρούσεις. Για παράδειγμα, το αίτημα για ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, μαζί με το αίτημα για έλεγχο στις τιμές, θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση μιας καμπάνιας και μιας απάντησης της Αριστεράς στα ζητήματα της ακρίβειας και της μεταφοράς εισοδήματος από τους φτωχούς στους πλούσιους. Να καλύψουμε πλήρως το αίτημα της απεργίας των δασκάλων, της ΑΔΕΔΥ και πολλών κλάδων για 1400 βασικό μισθό. Να υιοθετήσουμε το βασικό αίτημα των εκπαιδευτικών και των υγειονομικών για μαζικές προσλήψεις μόνιμου προσωπικού για να βελτιωθεί η αθλιότητα που επικρατεί στα σχολεία και στα νοσοκομεία. Να απορρίψουμε τις ιδιωτικοποιήσεις όχι μόνο στηρίζοντας ολόψυχα τις αντιστάσεις αλλά να δεσμευτούμε για την επανακρατικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών. Ανάλογες ριζοσπαστικές θέσεις μπορούν να διαμορφωθούν στα ζητήματα του ασφαλιστικού, των φόρων, των εργασιακών σχέσεων κ.λπ.


β) Είναι σαφές ότι ο κόσμος μας χρειάζεται και διεκδικεί μεταρρυθμίσεις. Όμως, στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού, διεκδίκηση μεταρρυθμίσεων σημαίνει πάλη για την επιβολή των βασικών αιτημάτων των εργαζομένων και της νεολαίας πάνω στους καπιταλιστές και στις κυβερνήσεις, που αρνούνται ακόμα και να συζητήσουν κάθε μέτρο στοιχειώδους κοινωνικής ευαισθησίας. Με αυτή την έννοια, διεκδίκηση μεταρρυθμίσεων δε σημαίνει εκπόνηση κάποιων «γενικών σχεδίων» που υπόσχονται ότι τάχα θα ικανοποιήσουν ταυτόχρονα και τις ανάγκες των καπιταλιστών και τα αιτήματα των εργατών. Τέτοια «σχέδια» είναι ανέφικτα και ουτοπικά, αλλά είναι επίσης αποπροσανατολιστικά και δεξιόστροφα. Ένα τέτοιο ζήτημα αντιμετωπίστηκε στο Ασφαλιστικό (συζήτηση για το περιβόητο «κουμπαρά») και είναι σαφές ότι ανάλογα προβλήματα υποβόσκουν στη συζήτηση για τα ΑΕΙ, τις ιδιωτικοποιήσεις, την αντιμετώπιση της «φλεξικιούριτι», τις συλλογικές συμβάσεις κ.λπ.

Προτάσεις


- Οι συνθήκες της πολιτικής κρίσης και η μάχη του Ασφαλιστικού και των κλαδικών αγώνων πρέπει να αντιμετωπιστούν ως μεγάλη ευκαιρία για την Αριστερά. Η αξιοποίηση της ευκαιρίας σημαίνει, κατ’ αρχήν, γραμμή κλιμάκωσης των μαζικών αγώνων. Τώρα που τα οικονομικά και πολιτικά επιτελεία είναι σε σύγχυση χρειάζεται συστηματική προσπάθεια για την ανατροπή της πολιτικής τους. Οι λέξεις: κλιμάκωση-συντονισμός-ενοποίηση των μετώπων, πρέπει να γίνουν οι πρώτες και βασικές συντεταγμένες μιας αριστερής πολιτικής. Να γίνουμε πρωταγωνιστές στην οργάνωση της 19 Μάρτη, να υποστηρίξουμε την ανάγκη σκληρών αγώνων με διάρκεια που μπορούν να απειλήσουν πραγματικά την εργοδοσία.


Να δείξουμε την έμπρακτη αλληλεγγύη μας στις απεργιακές φρουρές και τις συγκρούσεις μαζί με τους εργαζόμενους στην ΔΕΗ, στους Δήμους, στα λιμάνια, στις τράπεζες. Να δουλέψουμε στην βάση , στα πρωτοβάθμια σωματεία για να ξεπεράσουμε «από τα κάτω» την αδράνεια και τους συμβιβασμούς της πλειοψηφείας των συνδικαλιστικών ηγεσιών.


- Να οργανώσουμε μια Μαζική, Πανελλαδική Καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ που να συνδέεται με το βασικό κοινωνικό πρόβλημα του Ασφαλιστικού και της Ακρίβειας: Την διεκδίκηση αυξήσεων στους μισθούς και τις συντάξεις και των δαπανών για Παιδεία και Υγεία. Σε αυτήν να ενταχθεί κάθε δραστηριότητα του ΣΥΡΙΖΑ από την Κοινοβουλευτική Ομάδα μέχρι τους ακτιβισμούς των τοπικών επιτροπών.


- Να συζητηθούν στις τοπικές και κλαδικές συνελεύσεις τα προγραμματικά σημεία που θα φέρνουν τον ΣΥΡΙΖΑ πιο κοντά στα άμεσα αιτήματα των εργαζομένων, της νεολαίας, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
- Γνώμη μας είναι ότι κρίσιμος «κρίκος» είναι η συγκρότηση Κλαδικών Επιτροπών, που θα πρέπει να αποκτήσουν μόνιμη δραστηριότητα (τοπική και κεντρική), να αποκτήσουν διαδικασίες συζήτησης και τρόπους παρέμβασης. Η ενοποίηση των δυνάμεων σε αυτό το επίπεδο είναι εφικτή και θα πρέπει να προχωρήσει με βασικό κριτήριο την αξιοποίηση και την ανάδειξη του δυναμικού του ανένταχτου κόσμου.

Αντώνης Καραβάς, συνδικαλιστής γιατρός
(απόσπασμα από την ομιλία στην Π.Σ.)

Για τη συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ

 

Είναι γεγονός ότι υπάρχει «ζήτηση» για ΣΥΡΙΖΑ. Πολύς κόσμος θέλει να ενταχθεί, να αναλάβει ρόλο, να συμμετάσχει, να πάρει μέρος στη διαμόρφωση και τη δράση του ΣΥΡΙΖΑ.

Κ ρίκος για να απαντήσουμε σωστά στο πρόβλημα αυτό είναι η σταθεροποίηση και ο πολλαπλασιασμός των Τοπικών Επιτροπών. Όλοι ενθουσιαστήκαμε από τις συνελεύσεις προετοιμασίας της Πανελλαδικής Σύσκεψης, αλλά σε καθημερινό επίπεδο τα πράγματα δεν είναι τόσο ρόδινα. Για να ξεπεραστεί αυτή η δυσκολία πρέπει να συγκροτηθούν σε τοπικό (και όπου είναι εφικτό και σε κλαδικό) επίπεδο συντονιστικές γραμματείες. Πρόκειται για μια μορφή «οργάνου» που θα μπορεί να οργανώσει τις τοπικές συνελεύσεις, να οργανώνει τη συμμετοχή σε κεντρικά γεγονότα (π.χ. στην πανεργατική της 19/3) αλλά, επίσης, να οργανώνει παρέμβαση σε τοπικό επίπεδο (π.χ. ζητήματα ελεύθερων χώρων, κλεισίματα βρεφονηπιακών σταθμών, τοπικοί αγώνες κ.λπ.).
Με αυτήν την έννοια η ανάπτυξη των τοπικών επιτροπών δεν είναι οργανωτικό αλλά κυρίως πολιτικό πρόβλημα. Πρέπει να δώσουμε στον κόσμο τα πολιτικά περιεχόμενα και την έμπνευση να δράσει και να οργανωθεί συστηματικότερα. Σε αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να βοηθήσει η πανελλαδική συντονιστική γραμματεία προγραμματίζοντας έγκαιρα τις καμπάνιες, διασφαλίζοντας υλικό κ.λπ. Σημασία έχει, επίσης, η οργάνωση πολιτικών συζητήσεων –και γιατί ο κόσμος διψάει για αυτές (το απέδειξαν οι συνελεύσεις) και γιατί μόνο έτσι διασφαλίζεται η συμμετοχή του μεγάλου ανένταχτου δυναμικού στην πολιτική κατεύθυνση που παίρνει ο ΣΥΡΙΖΑ.


Εύστοχη είναι η επιλογή ενός πανελλαδικού «ενδιάμεσου σώματος», με τη συμμετοχή εκπροσώπων από τις τοπικές και κλαδικές επιτροπές, που θα συγκαλείται σε τακτά διαστήματα, ή έκτακτα αν η κατάσταση το απαιτήσει, για να αντιμετωπίσει κάποια μεγάλα θέματα. Η γνώμη ενός τέτοιου «σώματος» θα έχει βάρος που κανείς δεν θα μπορεί να αγνοήσει. Όλα αυτά μαζί με τις «θεματικές», την ετήσια Π.Σ., την έκδοση του περιοδικού και το νέο ρόλο της Συντονιστικής Γραμματείας, αν γίνουν, απαντούν σωστά και συγκεκριμένα στο ζήτημα συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ, στο ξεπέρασμα μιας αντίληψης που τον περιορίζει σαν χαλαρό εκλογικό μηχανισμό.


Κάποιοι σύντροφοι πρότειναν τη θεσμοθέτηση δικαιωμάτων-υποχρεώσεων, το πέρασμα από την αρχή της συναίνεσης στην αρχή της πλειοψηφίας-μειοψηφίας. Οι απόψεις αυτές σε έναν βαθμό «ψάρευαν» στις ευαισθησίες του ανένταχτου κόσμου που ειλικρινά θέλει να συμμετάσχει και να καθορίσει το εγχείρημα. Όμως δεν είναι τυχαίο ότι αυτές οι απόψεις δεν κατόρθωσαν να γίνουν συγκεκριμένες ούτε κατά τη διάρκεια της Π.Σ. Και η προσέγγιση των οργανωτικών ζητημάτων με αφηρημένο τρόπο ήταν πάντα επικίνδυνη.


Η έννοια του μέλους είναι μια σοβαρή επιλογή μεταξύ διαφορετικών μοντέλων παραδόσεων, σχεδόν «ιδρυτικής» σημασίας για ένα κόμμα. Δεν είναι τυχαίο ότι μια από τις γνωστότερες διασπάσεις στην ιστορία (αυτή μεταξύ Μπολσεβίκων-Μενσεβίκων) έγινε με επίδικο ακριβώς την έννοια του μέλους. Ο ορισμός δικαιωμάτων-υποχρεώσεων είναι επίσης πολύ δύσκολη επιλογή καταστατικού χαρακτήρα (αλήθεια, πώς η πλειοψηφία των μελών του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε σήμερα να πειθαρχήσει π.χ. την κοινοβουλευτική ομάδα;), που προϋποθέτει πολύ υψηλότερο βαθμό ιδεολογικής και πολιτικής σύγκλισης. Όσο για την αρχή της πλειοψηφίας, αυτή, αν εφαρμοζόταν σήμερα, θα οδηγούσε σε μια πολύ επικίνδυνη ταύτιση του ΣΥΡΙΖΑ με το κόμμα του ΣΥΝ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει και δεν μπορεί να μετατραπεί σε ενιαίο κόμμα. Οφείλει να εξασφαλίσει τη συμμετοχή και την ανάδειξη του ρόλου των ανένταχτων μέσα από την τακτική της αυτοοργάνωσης. Οφείλει όμως επίσης να διασφαλίζει την ανεμπόδιστη έκφραση οργανωμένων ρευμάτων στο εσωτερικό του, ρευμάτων που είναι πολύτιμα τόσο για τη στρατηγική συζήτηση, όσο και για την στήριξη της τακτικής. Έτσι, οι «συνιστώσες», δηλαδή οι οργανώσεις, είναι πλούτος και όχι πρόβλημα μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ και αυτό έχει αποδειχθεί από τη μέχρι σήμερα πορεία.


Ο ΣΥΡΙΖΑ συγκροτήθηκε και πρέπει να συνεχίσει σαν μια μορφή Ενιαίου Μετώπου στο πολιτικό πεδίο.


Γρηγόρης Δεμέστιχας

 

 

 

Λέξεις Κλειδιά