Διεθνής κρίση: Προς ένα νέο 1929;

Η επικαιρότητα του μαρξισμού στον 21ο αιώνα

 

Οι πρόσφατες εξελίξεις υπήρξαν καταιγιστικές: Ο Βρετανός πρωθυπουργός Γκόρντον Μπράουν παρουσίασε ένα σχέδιο σύμφωνα με το οποίο θα έριχνε 700 δισ. δολ. κατευθείαν στις οκτώ μεγαλύτερες βρετανικές τράπεζες, δηλ. ουσιαστικά θα τις κρατικοποιούσε. Καθώς και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι ετοιμάζονταν να κάνουν το ίδιο, ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Χένρι Πόλσον, αναγκάστηκε να κάνει μία ακόμη κολοτούμπα: σε αντίθεση με το αρχικό του σχέδιο για απλή εξαγορά επισφαλών χρεών από τις τράπεζες, προχώρησε σε μερική εθνικοποίηση, προκειμένου να αποτρέψει μια μαζική εκροή ρευστού από τις αμερικανικές τράπεζες.

Α υτό που συμβαίνει βέβαια δεν είναι μια παγκόσμια συνεργασία, αλλά απόπειρες να μην μείνει πίσω ένα κράτος από τα άλλα ανταγωνιστικά με αυτό κράτη. Λίγες εβδομάδες πριν οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέτυχαν να καταλήξουν σε ένα πανευρωπαϊκό σχέδιο διάσωσης των τραπεζών. Ωστόσο, αφότου ο Μπράουν ξεκαθάρισε ότι η βρετανική κυβέρνηση θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να μη βουλιάξουν οι βρετανικές τράπεζες, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία εξαναγκάστηκαν να λάβουν παρόμοια μέτρα, και ακολούθησαν οι ΗΠΑ.

Ανταγωνισμός


Τα νούμερα στα οποία μεταφράζεται αυτή η προσπάθεια είναι συγκλονιστικά. Ο αναλυτής Μπάρι Ρίτχολτς υπολογίζει ότι τα διάφορα μέτρα διάσωσης τραπεζών στις ΗΠΑ έχουν δεσμεύσει ήδη 4-6 τρισεκατομμύρια δολ. από τους εισπραττόμενους φόρους. Στην Ευρώπη, το αρχικό νούμερο για τη διάσωση των τραπεζών σε ολόκληρη την ήπειρο εκτιμήθηκε στα 2,3 τρισ. δολ.
Τέτοιες προσπάθειες μπορεί να επιβάλουν στις τράπεζες να δανείσουν και πάλι η μία στην άλλη και να αμβλυνθεί έτσι η πιστωτική ακινησία, ωστόσο οι πιστώσεις θα παραμένουν σφικτές. Αυτή η απροθυμία των τραπεζών να επεκτείνουν τις πιστώσεις θα κάνει την ύφεση βαθύτερη και μεγαλύτερη σε διάρκεια.


Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού έφτασε στο επίπεδο-ρεκόρ των 454,8 δισ. δολ. το δημοσιονομικό έτος που έκλεισε στις 30 Σεπτεμβρίου, δηλαδή διπλασιάστηκε σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Και το επόμενο έτος το έλλειμμα μπορεί να φτάσει τα 750 δισ. δολ. δηλαδή στο 5,5% του ΑΕΠ.


Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, αντιμετωπίζει μια επιπλέον περιπλοκή. Ενώ η Ομοσπονδιακή Τράπεζα στις ΗΠΑ μπορεί να τυπώσει νέο χρήμα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν έχει πίσω της καμιά εθνική κυβέρνηση. Έτσι μπαίνει το ερώτημα σχετικά με το αν και πώς θα τυπώσει ευρώ σε μεγάλες ποσότητες ώστε να χρηματοδοτηθούν τα αντίστοιχα σχέδια στις 15 χώρες που χρησιμοποιούν το νόμισμα. Αλλά ακόμη και τότε, το ζήτημα της διανομής θα επιφέρει πολιτικές συγκρούσεις ανάμεσα στις διάφορες χώρες, καθώς καθεμιά θα θέλει περισσότερα λεφτά για να διασώσει τις δικές της τράπεζες.


Επιπλέον η Ε.Ε. είναι δεσμευμένη από το κοινό «σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης» το οποίο περιορίζει το έλλειμμα του προϋπολογισμού στο 3% του ΑΕΠ. Αυτοί οι κανόνες θα πρέπει να χαλαρώσουν –για να μην πούμε ότι πρέπει να πεταχτούν στα σκουπίδια. Όμως αν κάθε χώρα είναι ελεύθερη να κινηθεί με το δικό της τρόπο, τότε η ίδια η ύπαρξη του ευρώ τίθεται σε αμφισβήτηση.

Προβλήματα


Επίσης, άπαξ και οι τράπεζες εθνικοποιηθούν ουσιαστικά, η υγεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος θα εξαρτηθεί από την κατάσταση των δημοσιονομικών σε κάθε χώρα. Μέχρι τώρα οι ΗΠΑ έχουν καταφέρει επί δεκαετίες να τη γλιτώνουν –παρότι έχουν μεγάλα ελλείμματα τόσο στον προϋπολογισμό όσο και στο εμπορικό ισοζύγιο– επειδή έχουν τη μεγαλύτερη οικονομία (σε σχέση με άλλα κράτη) και επειδή το δολάριο λειτουργεί ως παγκόσμιο νόμισμα τήρησης αποθεματικών.


Για τις μικρότερες από τις 27 χώρες της Ε.Ε. –ειδικά για τα νέα μέλη της στην Α. Ευρώπη– υπάρχουν ακόμη περισσότερα προβλήματα. Πολλές από αυτές, όπως η Ουγγαρία, η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής είναι υπερχρεωμένες και ήδη αντιμετωπίζουν φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό και κερδοσκοπικές επιθέσεις στα νομίσματά τους.


Είναι πολύ πιθανό να δούμε ολόκληρες χώρες να χρεοκοπούν, όπως η Ισλανδία, που άνθησε ως οffshore τραπεζικός παράδεισος στην περίοδο του οικονομικού μπουμ, αλλά που τώρα υπέστη μια ολοκληρωτική οικονομική κατάρρευση. Αντί να ξεφορτώνονται μετοχές, οι διεθνείς επενδυτές θα «ξεφορτώνονται» ολόκληρες χώρες, όπως έκαναν κατά τη διάρκεια της κρίσης στην Άπω Ανατολή το 1997-98.


Στις αναπτυσσόμενες χώρες η εικόνα θα είναι πιο ζοφερή. Στη Βραζιλία, στο ανερχόμενο αστέρι της παγκόσμιας οικονομίας τα τελευταία χρόνια, το χρηματιστήριο έπεσε κατά 50% τις τελευταίες βδομάδες και αντιμετωπίζει επίσης επιθέσεις στο νόμισμά της. Καθώς παγιώνεται η ύφεση, οι τιμές του πετρελαίου, του αερίου και των τροφίμων πέφτουν, πράγμα που θα μετατρέψει το μπουμ της αγοράς εμπορευμάτων της Λατινικής Αμερικής σε ύφεση.


Λίγες αναπτυσσόμενες χώρες μπορούν να αντέξουν καλύτερα σε αυτή την πίεση. Οι χώρες-κλειδί της Ασίας έχουν συναλλαγματικά αποθέματα 4,4 τρισ. δολ., εκ των οποίων τα 1,7 τρισ. δολ. βρίσκονται στην Κίνα. Όμως η τελευταία αντιμετωπίζει μια απότομη πτώση ζήτησης για τις εξαγωγές της, τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από την Ευρώπη. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε επιβράδυνση της βιομηχανικής παραγωγής στην Κίνα, επιβράδυνση η οποία περιστέλλει την αχόρταγη κινεζική ζήτηση για πρώτες ύλες από τη Λατινική Αμερική και την Ασία, καθώς και για μηχανές και άλλα εξαρτήματα και εργαλεία από την Ευρώπη και την Ιαπωνία.
Εν ολίγοις μπροστά μας εξελίσσεται μια κλασική καπιταλιστική κρίση του είδους που ανέλυσε ο Καρλ Μαρξ πριν από 150 χρόνια. Στη βάση της είναι μια κρίση υπερπαραγωγής: τα αγαθά που έχουν παραχθεί είναι πάρα πολλά για να μπορέσουν να πουληθούν με κέρδος, όχι μόνον στις ΗΠΑ, αλλά παγκόσμια. Τα τελευταία χρόνια η ζήτηση μπορούσε να συντηρηθεί μέσω της αύξησης του χρέους (και του δανεισμού), όμως το σκάσιμο της στεγαστικής φούσκας σημαίνει ότι κάτι τέτοιο δεν είναι πλέον δυνατό.

Μια νέα Μεγάλη Ύφεση;


Μερικές αναλογίες μεταξύ της σημερινής χρηματοπιστωτικής κρίσης, από τη μια, και εκείνης που ακολούθησε το κραχ του ’29, από την άλλη, μπορούν να τρομάξουν. Τότε, όπως και τώρα, οι μεγάλες τράπεζες χρεοκόπησαν κάτω από το βάρος μιας αλυσίδας επισφαλών χρεών. Η τραπεζική κατάρρευση σε μια χώρα μετέδιδε την κρίση στην επόμενη χώρα. Οι πολιτικοί ηγέτες πρακτικά δεν έκαναν τίποτε για να παρέμβουν, πιστεύοντας ότι η ελεύθερη αγορά θα έδιωχνε από την «πιάτσα» τις «μη παραγωγικές» εταιρείες και θα άνοιγε το δρόμο για νέα οικονομική επέκταση.


Ο Αντριου Μέλον, ο τότε υπουργός Οικονομικών, είχε δηλώσει το περίφημο «ρευστοποιήστε την εργασία, ρευστοποιήστε τις μετοχές, ρευστοποιήστε τους αγρότες, ρευστοποιήστε τα ακίνητα». Και προσέθετε: «Θα καθαρίσει έτσι το σύστημα από την σαθρότητά του. Οι άνθρωποι θα δουλεύουν σκληρότερα και θα ζουν μια πιο ηθική ζωή. Οι αξίες θα διορθωθούν και οι άνθρωποι με επιχειρηματικό πνεύμα θα πάρουν στα χέρια τους τα ερείπια που δημιούργησαν οι λιγότερο άξιοι άνθρωποι». Συνέπεια αυτής της λογικής ήταν να μείνει άνεργο το 25% των Αμερικανών εργατών.


Σήμερα, ακόμη και οι πιο ταγμένες νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις είναι λιγότερο δεμένες ιδεολογικά με τα δόγματα της ελεύθερης αγοράς. Ο Χένρι Πόλσον σύρθηκε μέχρι του σημείου να εθνικοποιήσει μερικώς τις τράπεζες, ενώ ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας Μπεν Μπερνάνκε, πρώην ακαδημαϊκός ειδικευμένος στην κρίση του ’29, διέθεσε ένα πρακτικά απεριόριστο ποσό προκειμένου να δανειστούν οι τράπεζες.


Ωστόσο αυτό δεν εγγυάται ότι δεν θα έχουμε μια επανάληψη του 1931. Και αυτό γιατί ούτε το ιδιωτικό κεφάλαιο ούτε οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να ελέγξουν το σκιώδες τραπεζικό σύστημα που έχει τζίρο 10 τρισ. δολ., δηλ. έχει το ίδιο μέγεθος με το παραδοσιακό τραπεζικό σύστημα. Είναι αδύνατο να είναι κανείς σίγουρος ότι μία ακόμη κατάρρευση ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος (ή ακόμη και κυβέρνησης) δεν θα πυροδοτήσει έναν ακόμη μεγαλύτερο χρηματοπιστωτικό πανικό, είτε αυτό συμβεί την επόμενη βδομάδα είτε τον επόμενο χρόνο. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι η ύφεση θα είναι η χειρότερη μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και πιθανόν η πιο μακροχρόνια επίσης.


Η ανεργία στις ΗΠΑ θα αυξηθεί, όχι ίσως στα επίπεδα της δεκαετίας του ’30, αλλά σίγουρα στα επίπεδα του 10,8% που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια της ύφεσης του 1982. Αλλά και για τους εργάτες που θα καταφέρουν να κρατήσουν τις δουλειές τους τα πράγματα θα χειροτερεύσουν. Οι «Νιου Γιόρκ Τάιμς» παρατηρούσαν το εξής: «Το εισόδημα του μεσαίου νοικοκυριού (αυτού δηλαδή που βρίσκεται ακριβώς στη μέση της εισοδηματικής κατανομής) θα είναι πιθανότατα χαμηλότερο το 2010 από ό,τι ήταν μια δεκαετία πριν. Κάτι τέτοιο έχει να συμβεί από τη δεκαετία του 1930. Ήδη σήμερα ο μεσαίος μισθός είναι ελαφρώς χαμηλότερος από όσο ήταν το 2000 και μέχρι το 2010 μπορεί να καταλήξει να είναι κατά 5% χαμηλότερος από το υψηλότερό του σημείο μερικά χρόνια πριν».


Οι αυξήσεις στο κόστος της υγείας θα μετακυλισθούν στους εργάτες. Οι συνταξιοδοτικοί αποταμιευτικοί λογαριασμοί θα εξανεμιστούν εξαιτίας της πτώσης των χρηματιστηρίων. Θα ακολουθήσουν περικοπές κοινωνικών δαπανών εκ μέρους των κυβερνήσεων, μεταφέροντας επιπρόσθετα βάρη στις πλάτες των εργατών.
Ταυτόχρονα, οι συνολικοί φόροι θα αυξηθούν επιβαρύνοντας περαιτέρω τους εργάτες.

Αντίσταση


Έτσι, παρότι η οικονομία μπορεί να μην πάει τόσο άσχημα όσο στη δεκαετία του ’30, θα είναι εφιαλτική για δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους και οικτρή για την πλειονότητα της εργατικής τάξης.
Σημείο κλειδί για την αντίσταση των «από κάτω» θα αποτελέσει το ξανακτίσιμο των κάθε είδους οργανώσεων της εργατικής τάξης.
Δεν υπάρχει τρόπος να προβλέψουμε το πότε και πού θα υλοποιηθεί η αντίσταση, ούτε γύρω από ποια ζητήματα. Όμως οι μάχες θα έλθουν.


Στο μεταξύ είναι πολύ σημαντικό να προετοιμαζόμαστε πολιτικά.
Το να οργανώνει κανείς την αντίσταση σημαίνει να εξηγεί την ανάγκη για μια σοσιαλιστική εναλλακτική λύση. Ήδη ο «σοσιαλισμός» συζητιέται στα μέσα ενημέρωσης –βέβαια με έναν απίστευτα παραμορφωμένο και συχνά γελοίο τρόπο καθώς προσπαθούν να τον ταυτίσουν με την εθνικοποίηση των πιστωτικών ιδρυμάτων εκ μέρους της κυβέρνησης.


Η εθνικοποίηση επιχειρήσεων δεν ισοδυναμεί με το σοσιαλισμό. Αυτό υποστήριζαν πάντα οι θεμελιωτές του σύγχρονου σοσιαλισμού, ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς.


Αυτό που χρειάζεται είναι να δώσουμε και πάλι στο σοσιαλισμό το αρχικό του περιεχόμενο: δημοκρατική εξουσία της εργατικής τάξης, μια κοινωνία που βασίζεται στην κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών και όχι στο τυφλό και καταστροφικό κυνήγι του κέρδους.


Στοιχεία από την εφημερίδα
«Socialist Worker» ΗΠΑ
Επιμέλεια: Πέτρος Τσάγκαρης

 

Λέξεις Κλειδιά