Ο πυρετός των τραπεζών εξαπλώνεται σε όλη την οικονομία
Τα σύννεφα πυκνώνουν διεθνώς πάνω από την οικονομία. Ο παγκόσμιος χρηματιστηριακός δείκτης MSCI World έχει χάσει περίπου 9% από την αρχή του χρόνου, εξανεμίζοντας 25 τρισ. δολ. (σχεδόν 10 φορές το ελληνικό ΑΕΠ). Η χρηματοπιστωτική κρίση, που ξέσπασε το καλοκαίρι με την κρίση στην αγορά ακινήτων στις ΗΠΑ, συνεχίζεται και βαθαίνει.
Γ ια παράδειγμα, οι μέχρι στιγμής ζημιές της Citigroup, της μεγαλύτερης τράπεζας στον κόσμο, ανέρχονται σε 18 δισ. δολάρια, ενώ η Merrill Lynch είναι «πρωταθλήτρια» με ζημιές 22,1 δισ. δολαρίων! Την ίδια στιγμή το δολάριο καταρρέει στην ισοτιμία του με το ευρώ, ενώ το πετρέλαιο κινείται κοντά στα 100 δολάρια το βαρέλι. Την ανηφόρα τραβάνε και οι τιμές άλλων κρίσιμων αγαθών όπως τα τρόφιμα, ενώ ρεκόρ όλων των εποχών έχει χτυπήσει η τιμή του χρυσού, ο οποίος αποτελεί το παραδοσιακό «καταφύγιο» για τους καπιταλιστές σε στιγμές κρίσης.
Ο Γκρίνσπαν, πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ τα προηγούμενα 18 χρόνια, προβλέπει ότι η Αμερική θα μπει σε ύφεση. Την ίδια πρόβλεψη συμμερίζεται πια και η πλειοψηφία των οικονομικών αναλυτών παγκοσμίως. Όλοι συμφωνούν ότι μια ύφεση στις ΗΠΑ, την μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, θα έχει αλυσιδωτές συνέπειες σε όλον τον κόσμο. Οι κυβερνήσεις στην Αμερική και στην Ευρώπη έχουν ρίξει στην αγορά εκατοντάδες δισ. ευρώ και δολάρια από το καλοκαίρι μέχρι σήμερα, προσπαθώντας να στηρίξουν τις τράπεζες. Μόλις πριν μερικές μέρες, ο Μπους ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα με φοροαπαλλαγές και άλλα μέτρα, κόστος 150 δις δολαρίων, αποσκοπώντας στην τόνωση της ζήτησης και της κατανάλωσης. Και βέβαια τα προβλήματα της διεθνούς οικονομίας δεν αφήνουν αλώβητη την Ελλάδα: ήδη η ακρίβεια στις τιμές των αγαθών -που επαυξάνεται από την κερδοσκοπία- τσακίζει το εισόδημα των εργαζομένων, ενώ η αγορά ακινήτων -ένας βασικός κινητήρας της οικονομικής ανάπτυξης- συνεχίζει να «παγώνει».
Τι φταίει και τι μπορεί να γίνει απέναντι σε αυτή την κατάσταση; Οι οικονομικοί αναλυτές δεν μας διαφωτίζουν καθόλου σε αυτό το ζήτημα. Είναι οι ίδιοι αναλυτές που μέχρι πέρσι υμνούσαν την δυναμική του διεθνούς καπιταλισμού και τώρα μας προειδοποιούν για δύσκολες μέρες, σαν να πρόκειται για μια θεομηνία που πρέπει να την υποστούμε αγόγγυστα. Και όμως η εξήγηση είναι τελείως διαφορετική.
Όταν στην αρχή της δεκαετίας η αμερικανική οικονομία βρέθηκε πάλι σε ύφεση, η κυβέρνηση και η κεντρική τράπεζα απάντησαν με ραγδαία μείωση των επιτοκίων (μια πολιτική που αντιγράφτηκε και στην Ευρώπη). Την ίδια στιγμή που οι μισθοί έμεναν στάσιμοι ή μειώνονταν, το σύστημα έσπρωχνε τον κόσμο να δανειστεί για να μπορεί να διατηρήσει την αγοραστική του ικανότητα. Με αιχμή την αγορά κατοικίας στις ΗΠΑ, ξεκίνησε ένας φρενήρης ρυθμός αύξησης των στεγαστικών δανείων και των τιμών των ακινήτων ταυτόχρονα. Όσο περισσότερο αυξάνονταν οι τιμές των ακινήτων, τόσο περισσότερα χρήματα πιεζόταν ο κόσμος να δανειστεί για να καταναλώσει.
Η «φούσκα» των ακινήτων
Οι τράπεζες ήταν τόσο βέβαιες ότι ο κύκλος αυτός θα συνεχίζει αέναα την ανοδική του πορεία, ώστε ανοίχτηκαν στην λεγόμενη αγορά «επισφαλών» δανείων που απευθύνονταν σε δανειστές χωρίς εξασφαλισμένα έσοδα. Τα δάνεια αυτά είχαν χαμηλό επιτόκιο εκκίνησης. Όταν οι δόσεις θα αυξάνονταν, οι τραπεζίτες υπολόγιζαν στην αύξηση της τιμής των ακινήτων που θα επέτρεπε στους οφειλέτες είτε να πουλήσουν ακριβότερα και να ξοφλήσουν, είτε να αναχρηματοδοτήσουν το δάνειό τους με ευνοϊκότερους όρους. Στη συνέχεια οι αμερικάνικες τράπεζες συγκέντρωσαν αυτά τα δάνεια σε ένα είδος «δομημένων ομολόγων», τα οποία έγιναν αντικείμενο κερδοσκοπίας από τις ισχυρότερες τράπεζες και τα κερδοσκοπικά Funds από όλον τον κόσμο και κυρίως τις ΗΠΑ και την Ε.Ε.. Όταν κάποια στιγμή η «φούσκα» έφτασε στο τέλος της, με την μείωση της ζήτησης ακινήτων -και κατά συνέπεια τη μείωση της τιμής τους- και εκδηλώθηκε μαζικά η αδυναμία πολλών δανειοληπτών να αποπληρώσουν τις δόσεις τους, τότε η κρίση δεν περιορίστηκε στις τράπεζες που είχαν εκδώσει τα δάνεια αυτά, αλλά πολύ φυσικά επεκτάθηκε σε όλο το διεθνές τραπεζικό σύστημα.
Δεν πρόκειται για ένα μεμονωμένο «λάθος» του συστήματος. Όλη η διεθνής οικονομία στηρίζεται σε βραδυφλεγείς βόμβες. Η βιομηχανική παραγωγή της Κίνας, της Ευρώπης, της Ιαπωνίας κ.ά., στηρίζεται καθοριστικά στις εξαγωγές προς την Αμερική, όπου η κατανάλωση διατηρείται ψηλά χάρις στα δάνεια. Όλη η διεθνής ανάπτυξη της τελευταίας δεκαετίας στηρίζεται ουσιαστικά σε δανεικά με κύριο παγκόσμιο «δανειολήπτη» τις ΗΠΑ. Οι κερδοσκοπικές φούσκες, όπως αυτή των ακινήτων, είναι γενικευμένο φαινόμενο (το ίδιο ισχύει στα χρηματιστήρια και στην αγορά του πετρελαίου) και αποτελούν ένα «βασικό μοχλό» της παγκόσμιας οικονομίας. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για τυχαία φαινόμενα αλλά για τα αποτελέσματα παραλογισμού του καπιταλισμού και της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που κυριαρχεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Νεοφιλελευθερισμός
Η νεοφιλελεύθερη πολιτική εγκαινιάστηκε από την Θάτσερ και τον Ρήγκαν και εμφανίστηκε ως το «φάρμακο» απέναντι στην οικονομική κρίση της δεκαετίας του 70 και την αδυναμία των «κρατιστικών μεθόδων» να δώσουν διέξοδο. Η πολιτική αυτή ισχυριζόταν ότι η οικονομία θα έπαιρνε ξανά τον δρόμο της ανάπτυξης, με την «με κάθε αναγκαίο μέσο» στήριξη των επιχειρήσεων. Από τις ιδιωτικοποιήσεις και την λεγόμενη «απελευθέρωση των αγορών» μέχρι το συστηματικό χτύπημα του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και του κοινωνικού κράτους, όλα τα μέτρα κατευθύνονταν στην ενίσχυση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Ήταν μια πολιτική που σκόρπισε τη φτώχεια και την έκρηξη των ανισοτήτων στον κόσμο, που οδήγησε σε οικονομικές καταστροφές όπως της Ρωσίας στη δεκαετία του '90 και της Αργεντινής το 2001. Μια πολιτική που όξυνε σε εκρηκτικό βαθμό την καταστροφή του περιβάλλοντος για χάρη του εύκολου κέρδους. Ήταν μια πολιτική που έφερνε αποτελέσματα υπέρ του καπιταλισμού. Στην αρχή με αιχμή τις ΗΠΑ (και δευτερευόντως την Ευρώπη) και στη συνέχεια με την εκρηκτική άνοδο της Κίνας και της Ινδίας, η παγκόσμια οικονομία γνώρισε μια σημαντική ανάπτυξη τα τελευταία 15 χρόνια. Όμως δεν μπόρεσε να θεραπεύσει τα εγγενή αδιέξοδα του συστήματος. Σήμερα, μετά από τόσες θυσίες, αποδεικνύεται ότι τα «φάρμακα» του χτες, μπορεί να αποδειχτούν πιο επικίνδυνα από την αρρώστια που τάχα θα αντιμετώπιζαν. Αν τα προηγούμενα χρόνια οι οικονομικές κρίσεις ξέσπαγαν τοπικά και με περιορισμένα αποτελέσματα για τη διεθνή οικονομία, σήμερα η απειλή χτυπά την καρδιά και τους βασικούς στυλοβάτες του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος.
Παραλογισμός
Η διεθνής οικονομία βρίσκεται μπροστά στην απειλή της βαθιάς κρίσης, την ίδια στιγμή που ο πλούτος που υπάρχει διαθέσιμος είναι πρωτοφανής για την ιστορία της ανθρωπότητας και θα αρκούσε για να καλυφθούν άνετα οι ανάγκες της λαϊκής πλειοψηφίας. Πρόκειται για τον παραλογισμό του καπιταλισμού και όχι για θεομηνία. Δεν ξέρουμε αν τα «γιατροσόφια» που θα χρησιμοποιήσει το σύστημα (περιλαμβανομένων και κάποιων «κρατιστικών» μέτρων, όπως η επιδότηση των τραπεζών) θα αποδειχθούν ικανά να ελέγξουν την επερχόμενη ύφεση. Για παράδειγμα μια νέα ραγδαία μείωση των επιτοκίων είναι πολύ δύσκολη αυτή τη στιγμή με δεδομένη την άνοδο του πληθωρισμού, αφού καιροφυλακτεί ο κίνδυνος μετά από δυο δεκαετίες να επανεμφανιστεί ο «στασιμοπληθωρισμός» (πληθωρισμός με ταυτόχρονη οικονομική στασιμότητα). Το σίγουρο είναι ότι οι καπιταλιστές θα συνεχίσουν και θα εντείνουν τον μόνο σίγουρο τρόπο που έχουν για να διατηρούν την κερδοφορία τους και να γλιτώσουν το κόστος της δικής τους κρίσης και των δικών τους αδιεξόδων. Και αυτός δεν είναι άλλος από το φόρτωμα των βαρών στην τεράστια πλειοψηφία της κοινωνίας, δεν είναι άλλος από το χτύπημα του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών στρωμάτων και την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Το μόνο βέβαιο αποτέλεσμα των οικονομικών εξελίξεων θα είναι η ένταση της επιθετικότητας του κεφαλαίου ενάντια στα δικαιώματά μας. Με όπλο τους αγώνες μας, πρέπει να μην επιτρέψουμε μια τέτοια εξέλιξη.
Μήτσος Γκορίτσας